Τo “December’s Moon” [Tames/ Palmetto, 2013]
του Ron Oswanski
–να το πω από την αρχή– είναι ένα από τα ωραιότερα organ άλμπουμ, που άκουσα
τον τελευταίο καιρό· ίδιας αξίας μ’ εκείνα του Tony Monaco ή του Γιώργου
Κοντραφούρη ας πούμε, αλλά εντελώς διαφορετικής λογικής. Η αρχή για τον
Oswanski δεν είναι αναγκαστικώς το blues και ο Jimmy Smith, αλλά κάτι άλλο,
κάτι το οποίον, πιθανώς, να συμβολίζει ο κιθαρίστας τού πιο καινούριου άλμπουμ
του, που δεν είναι άλλος από τον John Abercrombie.
Υπάρχει λοιπόν ένας ECM ήχος, διάσπαρτος και όχι συνεχής, σε
πολλά από τα tracks του “December’s Moon”, ένας ήχος που γίνεται αισθητός όχι
μόνο μέσω των παιξιμάτων (ο Oswanski χειρίζεται επίσης πιάνο και ακορντεόν),
αλλά και του ρεπερτορίου (πρωτότυπα κομμάτια, αλλά και διασκευές σε συνθέσεις
των Verne Meisner, ενός master της αμερικανικής πόλκας, Led Zeppelin, Kenny
Wheeler και Fred Hersch). Το αποτέλεσμα καταγράφεται και στα 12 tracks του CD,
και στα 70 σχεδόν λεπτά του. Έχοντας ως «ήρωές» του τους Keith Jarrett, Jan
Garbarek, Kenny Wheeler και βεβαίως δίπλα του, ζωντανό, τον ίδιο τον
Abercrombie, ο Oswanski ετοιμάζει ένα άλμπουμ με εναλλάξ λυρικές και ρυθμικές
εξάρσεις, εμμένοντας στην μελωδική αποτύπωση και την αρμονική επεξεργασία των
κομματιών που παρουσιάζει, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους τους συμπαίκτες του
–βασικά στους κιθαρίστες και στον σαξοφωνίστα– να αποτυπώσουν επαρκώς το δικό
τους ίχνος. Έτσι, και χωρίς να απουσιάζει ή να εγκαταλείπεται το groove, o
οργανίστας από το Toledo του Ohio κατορθώνει να φέρει εις γάμου κοινωνίαν δύο,
ας τις πούμε, αντιδιαμετρικές jazz εκφάνσεις· από τη μια μεριά το στιβαρό,
«πλακωμένο» fusion (το lead track “White meadow” και η “Ukrania polka” είναι
δύο καλά δείγματα) και από την άλλη την λυρική, «απλωμένη» αφήγηση του
“December’s moon” και του “Milk of the moon”. Έχοντας στη δούλεψή του ένα κάτι
σαν super-group –Clarence Penn ντραμς, κρουστά, Ian Froman ντραμς, Jay Azzolina
ακουστική, ηλεκτρική κιθάρα, John Abercrombie ηλεκτρική κιθάρα, John Pattitucci
κοντραμπάσο, bass guitar, Tim Ries σοπράνο, τενόρο– ο Ron Oswanski προσφέρει
ένα CD με γοητεία αναμφισβήτητη, αλλά όχι, πάντα, προφανή. Απαιτούνται
αναγνώσεις, αλλά στο τέλος υπάρχει και το «αζημίωτο», η ανταμοιβή.
Ο Langston Hughes
(1902-1967) είναι ένας ποιητής που απασχολεί την jazz και την blues δισκογραφία
από δεκαετίες (ως γνωστόν). Ας θυμηθούμε ανάμεσα σε άλλα το
άλμπουμ “The Weary Blues with Langston Hughes” [MGM, 1958] με Leonard
Feather, Charles Mingus, Horace Parlan κ.ά., το “Afro-Percussion/ Uhuru Afrika” [Roulette, 1960] του Randy Weston, το “Did you Ever Hear the Blues?”
[United Artists, 1959] του Big Miller με
Jimmy Jones, Phil
Woods, Zoot Sims κ.ά. και ακόμη το “Mule Bone” [Gramavision, 1991] του Taj Mahal ή την πρόσφατη συλλογή “Harlem in Vogue/ The Poetry and Jazz of Langston
Hughes” [Fingertips, 2011], που περιέχει τις εγγραφές με Leonard
Feather και
Charles Mingus, τον ίδιον τον
Hughes να απαγγέλει, αλλά και tracks
με το Bob Dorough Quintet από τα
late fifties. Ισχυρός πόλος εκείνου που
ονομάστηκε Harlem Renaissance
στη δεκαετία του ’20 και που περιλαμβάνει εκτός από (μαύρους) συγγραφείς,
ποιητές, διανοητές, πολιτικούς και όλη τη βάση της jazz, o Langston Hughes παραμένει μία ανεξάντλητη πηγή
έμπνευσης (για την jazz
πρωτίστως) όχι μόνο για τους μαύρους, αλλά και για τους λευκούς (εννοείται)
δημιουργούς. Όπως λευκός είναι ο κλασικός κιθαρίστας Ken Hatfield (εννοώ πως
χειρίζεται κλασική κιθάρα), όπως λευκό είναι περαιτέρω και όλο το σεξτέτο του (Hilary Gardner φωνή,
Jamie Baum άλτο φλάουτο, Hans Glawischnig μπάσο,
Jeff Hirshfield ντραμς,
Steven
Kroon κρουστά).
Εκείνο που είναι ευκόλως παρατηρήσιμο, ακόμη και με την
πρώτη ακρόαση του “For Langston”
[Arthur Circle Music, 2012],
είναι το ιδιαίτερο ηχόχρωμα των μουσικών του Hatfield· ιδιαίτερο εν σχέσει με το τι, ενδεχομένως, αναμένει ο
καθείς ακούγοντας το ονοματεπώνυμο Langston Hughes. Ο Hatfield
ετοιμάζει μία jazz-να-την-πούμε-δωματίου,
με πρωταγωνιστικά όργανα την κιθάρα και το φλάουτο, και βεβαίως τη φωνή (της Gardner), δίνοντας στην
ποίηση τού αφροαμερικανού δημιουργού μιαν άλλη διάσταση. Μπορεί να παραξενεύει
σε πρώτο άκουσμα το “For Langston”,
όμως με την πάροδο του χρόνου αντιλαμβάνεσαι την μέθοδο και τον τρόπο του Hatfield, ο οποίος, στηριζόμενος
στο… αρμονικό κουαρτέτο του (κιθάρα, φωνητικά, άλτο φλάουτο, μπάσο) και το
ρυθμικό του ντούο (ντραμς, κρουστά), επιλέγει ποιήματα (ή συνδυασμούς
ποιημάτων), τα οποία ταιριάζουν περισσότερο στη δική του αίσθηση για την ποίηση
του Hughes. Κι ενώ στα
οργανικά passages το πράγμα ρέει άνευ ιδιαιτέρων δυσκολιών (ακόμη και στις
περιπτώσεις εκείνες όπου η jazz
συναντά το folk), η soprano φωνή
της Hilary Gardner είναι ένα ζήτημα...
Επαφή: www.kenhatfield.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου