ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΦΛΕΡ
2. ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ (ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ)
Κι ωστόσο ο Κ. έφυγε. Πήγε στην Κρήτη. Μόνος του. Χωρίς σλήπινγκ-μπαγκ. Με το καράβι και το λεωφορείο. Στον ήλιο και τη θάλασσα. Στην άμμο, στα βράχια, στις σπηλιές, στα Μάταλα. Γυναίκες, τσαντήρια, χίππηδες πορείες στα λαγκάδια μέχρι να βγει κανείς απέναντι σε κόλπους ερημικούς κι ανθρώπους γυμνούς στον ήλιο.
Όταν γύρισε, (μετά από δύο ημέρες), είχε πίσω του την εξής θλιβερή ιστορία:
Στο καράβι, (τηλεοράσεις, καφέδες, χαρτιά, σκουπίδια), περπατούσε με την καθαρή άσπρη φανέλλα του και το καινούργιο του παντελόνι, και κοιτούσε γύρω του. Δεν ανακάλυψε τίποτα. Ένοιωθε άβολα και εκτός περιβάλλοντος δεν ήξερε και τι γύρευε κει πέρα. Ένοιωσε μόνος του (βέβαια ήτανε μόνος του). Κάπου τον πήγαιναν μακρυά απ’ το σπίτι του –αυτό ήξερε– και για ποιο λόγο; Αλλά και ποιο σπίτι του; (…)
Στα Μάταλα τον πήγαν κάτι Γερμανοί με τ’ αυτοκίνητό τους. Στο δρόμο έμαθε τα ονόματα των δέντρων στα γερμανικά, καθώς και ότι η επιφάνεια της θάλασσας στην Κρήτη ανεβαίνει διαρκώς. Έμαθε ακόμη ότι ορισμένα φαγητά στην Ελλάδα δεν τα τρώνε ο καθένας σε ξεχωριστό πιάτο, αλλά όλοι μαζί από το ίδιο.
Ύστερα τον άφησαν κάπου στο δρόμο. Ύστερα πέρασ’ ένα φορτηγό. Πάλι αμπέλια και λαγκάδια, ώσπου στα Μάταλα, στην κεντρική, ας πούμε, πλατεία του χωριού, πηδάει κάτω απ’ την καρότσα, με τη βαλίτσα στο χέρι, δίπλα στο περίπτερο, κι ήταν εκεί μία Ολλανδέζα. Ύστερα η Ολλανδέζα έφυγε.
Ο Κ. έμεινε. Άλλωστε μόλις είχε φτάσει.
Βρήκε δωμάτιο.
Αργότερα βρήκε και τη Φρανσουάζ. Αντάλλαξαν απόψεις: Ο Μάης του ’68 πέρασε, χίππηδες δεν υπάρχουν πια, (αν και υπήρχαν εκεί γύρω κάτι με γένεια), τα Μάταλα δεν είν’ όπως και πρώτα, στις σπηλιές δεν μένει πια κανείς, γίνανε όλοι μάνατζερ ή γυρίσανε σπίτια τους (ε, βέβαια γυρίσανε, σκέφτηκ’ ο Κ.).(...)
2. ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ (ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ)
Κι ωστόσο ο Κ. έφυγε. Πήγε στην Κρήτη. Μόνος του. Χωρίς σλήπινγκ-μπαγκ. Με το καράβι και το λεωφορείο. Στον ήλιο και τη θάλασσα. Στην άμμο, στα βράχια, στις σπηλιές, στα Μάταλα. Γυναίκες, τσαντήρια, χίππηδες πορείες στα λαγκάδια μέχρι να βγει κανείς απέναντι σε κόλπους ερημικούς κι ανθρώπους γυμνούς στον ήλιο.
Όταν γύρισε, (μετά από δύο ημέρες), είχε πίσω του την εξής θλιβερή ιστορία:
Στο καράβι, (τηλεοράσεις, καφέδες, χαρτιά, σκουπίδια), περπατούσε με την καθαρή άσπρη φανέλλα του και το καινούργιο του παντελόνι, και κοιτούσε γύρω του. Δεν ανακάλυψε τίποτα. Ένοιωθε άβολα και εκτός περιβάλλοντος δεν ήξερε και τι γύρευε κει πέρα. Ένοιωσε μόνος του (βέβαια ήτανε μόνος του). Κάπου τον πήγαιναν μακρυά απ’ το σπίτι του –αυτό ήξερε– και για ποιο λόγο; Αλλά και ποιο σπίτι του; (…)
Στα Μάταλα τον πήγαν κάτι Γερμανοί με τ’ αυτοκίνητό τους. Στο δρόμο έμαθε τα ονόματα των δέντρων στα γερμανικά, καθώς και ότι η επιφάνεια της θάλασσας στην Κρήτη ανεβαίνει διαρκώς. Έμαθε ακόμη ότι ορισμένα φαγητά στην Ελλάδα δεν τα τρώνε ο καθένας σε ξεχωριστό πιάτο, αλλά όλοι μαζί από το ίδιο.
Ύστερα τον άφησαν κάπου στο δρόμο. Ύστερα πέρασ’ ένα φορτηγό. Πάλι αμπέλια και λαγκάδια, ώσπου στα Μάταλα, στην κεντρική, ας πούμε, πλατεία του χωριού, πηδάει κάτω απ’ την καρότσα, με τη βαλίτσα στο χέρι, δίπλα στο περίπτερο, κι ήταν εκεί μία Ολλανδέζα. Ύστερα η Ολλανδέζα έφυγε.
Ο Κ. έμεινε. Άλλωστε μόλις είχε φτάσει.
Βρήκε δωμάτιο.
Αργότερα βρήκε και τη Φρανσουάζ. Αντάλλαξαν απόψεις: Ο Μάης του ’68 πέρασε, χίππηδες δεν υπάρχουν πια, (αν και υπήρχαν εκεί γύρω κάτι με γένεια), τα Μάταλα δεν είν’ όπως και πρώτα, στις σπηλιές δεν μένει πια κανείς, γίνανε όλοι μάνατζερ ή γυρίσανε σπίτια τους (ε, βέβαια γυρίσανε, σκέφτηκ’ ο Κ.).(...)
Ήταν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Λαζόπουλου Οι Αρηανοί [Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα α.χ.,
μάλλον πρόκειται για έκδοση του 1976]. Περιέχονται τα διηγήματα: Αλέξανδρος
Κόφλερ ο Γκρίζος Άνθρωπος, Λούις ο Μαρκήσιος του Λερουά, Καθημερινότητες (Μαρία), Κοντά στη Φύση (Φρανσουάζ) και Οι Αρηανοί. Το
εξώφυλλο, όπως και όλο το βιβλίο (που είναι τυπωμένο σε υποκίτρινες, θαλασσιές
και άσπρες σελίδες) είναι στολισμένο με σκίτσα του Ηλία Πολίτη.
«Οι Αρηανοί» ήταν το τρίτο (και πιθανώς τελευταίο) βιβλίο του Γιώργου Λαζόπουλου στα seventies. Είχαν προηγηθεί τα «Εξουσία – Μαρξισμός – Σχιζοφρένεια κι Αγγούρια» και «Ο Εαυτός μας και Πράσινα Άλογα», που ήταν αυτοεκδόσεις διαθέτοντας (και αυτά) σκίτσα του Ηλία Πολίτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως διαβάζω στο blog του Τέου Ρόμβου (periodikotrypa.wordpress.com) ο Λαζόπουλος στην πορεία έγινε σκηνοθέτης. Δική του είναι η ενδιαφέρουσα ταινία «Μέδουσα» (1998) με την Ελένη Φιλίνη.