Τo “A Week Ago Today” [Prophone Finnish Jazz/ Naxos, 2011] είναι μία φινλανδική παραγωγή, με ελληνικό όμως ενδιαφέρον, αφού συμμετέχει σ’ αυτήν παίζοντας hammond ο Γιώργος Κοντραφούρης. To 58λεπτο άλμπουμ, που υπογράφεται και από τους τέσσερις μουσικούς που παίρνουν μέρος στην ηχογράφηση, δηλαδή τον αμερικανό σαξοφωνίστα Dayna Stephens, τον σουηδό(;) ντράμερ Andre Sumelius, τον φινλανδό κιθαρίστα Teemu Viinikainen και βεβαίως τον George Kontrafouris, που έχει στην ευθύνη του και τις μπασογραμμές, είναι ένα κλασικό στον ήχο του soul-jazz κατασκεύασμα, επί του οποίου ηγούνται, από κοινού, και οι τέσσερις οργανοπαίκτες.
Ακούγοντας, για παράδειγμα, συνθέσεις όπως το “Doctor Wong’s bird song” αντιλαμβάνεσαι αμέσως πώς λειτουργεί η ομάδα. Μπάσο-ντραμς σε πλήρη ρόλο, κι από πάνω με σειρά εμφανίσεως το τενόρο του Stephens (έχει παίξει με Carlos Santana, Kenny Barron, Roy Hargrove, Tom Harrell, Quincy Jones, Stevie Wonder, Freddie Hubbard, Oliver Lake…), η κιθάρα του Viinikainen (έχει παίξει με Perko-Pyysalo, Eero Koivistoinen, Olli Ahvenlahti... και στην πατρίδα του θεωρείται top) και φυσικά το hammond του Κοντραφούρη, πριν επανακάμψουν όλοι λίγο πριν το τέλος. Το “The ritual and the blues”, μοναδική σύνθεση τού έλληνα οργανίστα στο άλμπουμ, είναι ό,τι ακριβώς λέει ο τίτλος της. Ένα blues παλαιάς (sixties Blue Note) κοπής, με όλους τους μουσικούς να έχουν τα μέρη τους και τον Κοντραφούρη να επιδίδεται σ’ ένα ωραίο σόλο. Περαιτέρω, το “Paterson falls” και κυρίως το “Our world” – αμφότερα συνθέσεις του Stephens – με το slow τέμπο του, τις ωραίες παρεμβάσεις τού Sumelius (παίξιμο με σκουπάκια), και τα διαπεραστικά γεμίσματα του οργάνου, είναι κομμάτια πρώτης γραμμής που ανεβάζουν ακόμη περισσότερο το δίσκο.Πριν μερικά χρόνια είχα συναντηθεί με τον Γιώργο Κοντραφούρη· δηλαδή έχουμε συναντηθεί κι άλλες φορές, αλλά τότε είχαμε το χρόνο ώστε να του προτείνω για σχολιασμό μερικά κομμάτια (δικής μου επιλογής), αποκαλύπτοντάς του από την αρχή ονόματα και τίτλους. Ο ίδιος μου είχε ζητήσει το… τεστ να είναι blindfold, γιατί έτσι θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον…
1. “Samba de verao” από το “Impuls o!” [Equipe, 1964] των Βραζιλιάνων Os Catedraticos
Γ.Κ. Πολύ groovy άκουσμα. Μου άρεσε. Θυμίζει Lalo Schifrin. Δεν ξέρω αν είναι. Σαν τεχνοτροπία θα μπορούσε να είναι Shirley Scott, αλλά δεν είναι. Βέβαια είναι ένα καθαρό κομμάτι για χάμοντ, υπό την έννοια ότι ο οργανίστας παίζει απλά τη μελωδία, όπως θα μπορούσε να την παίζει μια φυσαρμόνικα ή κάποιο άλλο όργανο. Δε χρησιμοποιεί τα μπάσα δηλαδή. Δεν το λέω υποτιμητικά. Είναι πολύ καλό. Ποιοι είναι;
Φ.Τ. Είναι οι Βραζιλιάνοι Catedraticos. Οργανίστας είναι ο Eumir Deodato, που έκανε αργότερα τη fusion καριέρα στην Αμερική. Τέτοιον ήχο όμως δεν ξαναέβγαλε ποτέ.
2. “Pavane” από το “Befour” [RCA, 1970] των Βρετανών Brian Auger & The Trinity
Γ.Κ. Παρότι δεν έχω ακούσει τη συγκεκριμένη εκτέλεση, ξέρω ποια είναι η σύνθεση και μάλλον μαντεύω και τον οργανίστα. Είναι η “Pavane” του Gabriel Faure από τον Brian Auger.
Φ. Τ. Ακριβώς.
Γ.Κ. Μου αρέσει ο Auger. Είναι από τους σπουδαιότερους οργανίστες στο χώρο του ροκ κι έχω ακούσει πώς παίζει και με τους Trinity και με τους Oblivion Express. Αν κι εμένα από αυτή τη σκηνή η μεγάλη μου προτίμηση είναι ο Keith Emerson.
Φ.Τ. Ξέρω κάποιους που ακούνε φανατικά τζαζ, και που, από το ροκ, γουστάρουν πολύ τον Emerson – ιδίως στο “Tarkus”. Δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκουν… Πλάκα κάνω.
3. «Θάλασσα πλατειά» από το «Χορεύετε με την Ορχήστρα του Γεράσιμου Λαβράνου» [Polydor, 1964/65] (σ.σ. όταν συνομιλούσα με τον Γιώργο Κοντραφούρη δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη το σχετικό CD στο Jazz & Τζαζ)
Γ.Κ. Μου θυμίζει Hugo Montenegro, Esquivel… space age pop δηλαδή. Πολύ καλό. Δεν ξέρω αν είναι κομμάτι παλιό ή σύγχρονο, γιατί και αυτή η μουσική έχει κάνει ένα comeback τα τελευταία χρόνια.
Φ.Τ. Είναι η ορχήστρα του Γεράσιμου Λαβράνου.
Γ.Κ. Δεν εκπλήσσομαι. Τον γνωρίζω τον Γεράσιμο Λαβράνο και τέτοιες μουσικές υπήρχαν διάσπαρτες, τότε, στο ελληνικό σινεμά. Βέβαια λίγες απ’ αυτές έφθασαν στη δισκογραφία. Ήταν άλλη εποχή. Υπήρχαν άλλες ανάγκες. Όμως τη μουσική πρέπει να την κρίνεις γι’ αυτό που είναι και όχι για το τι συμβολίζει. Οι έλληνες μουσικοί δεν υπολείπονταν αναγκαστικά. Ξέρω για αρκετούς εκείνη την εποχή που βάδιζαν στο δικό τους δρόμο – κι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Λεβ, ένας πιανίστας που έκανε, τότε, πρωτότυπα πράγματα. Δεν ξέρω αν υπάρχει τίποτα δικό του ηχογραφημένο.
Φ.Τ. Υπάρχουν κάποια πράγματα, αλλά κι εγώ δεν ξέρω αν διασώθηκε κάτι από ’κείνη τη σπουδαία, όπως λένε, ορχήστρα του με Λέανδρο Κοκκόρη, Κώστα Σεϊτανίδη, Ίωνα Αλεξιάδη κ.ά.
4. “Something strange” από το “Face to Face” [Blue Note, 1961] του Baby Face Willette
Γ.Κ. Baby Face Willette. Ο Grant Green είναι στην κιθάρα, ο Fred Jackson στο τενόρο, ο Ben Dixon στα ντραμς.
Φ. Τ. Διάνα! Είπα να διαλέξω κάτι από τα λιγότερο προβεβλημένα πρόσωπα της Blue Note για να… θολώσω τα νερά, αλλά τζίφος.
Γ.Κ. Ο Willette είναι από τους αγαπημένους μου οργανίστες. Κι αυτό γιατί ενώ ήταν σύγχρονος του Jimmy Smith, είχε ένα διαφορετικό σέτιν απ’ αυτόν. Έπαιζε χωρίς μπασίστα εννοείται, αλλά είχε τενόρο. Το κομμάτι είναι καταπληκτικό.
Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011
Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011
THE LIVING SACRIFICE BAND
Οι Living Sacrifice Band ήταν, κατά έναν τρόπο, η συνέχεια των Last Call of Shiloh, το μοναδικό άλμπουμ των οποίων είχε επανεκδώσει, πέρυσι, η Anazitisi Records.
Το συγκρότημα ίδρυσαν το 1975 στην Cheney, στην κομητεία Spokane της Washington, δύο πρώην μέλη των Last Call of Shiloh, o κιθαρίστας John Murray και ο ντράμερ John Rosenberry (πέθανε το 2008). Έμειναν εν ζωή μέχρι το 1982 (αν και ξαναφτιάχτηκαν πριν από λίγα χρόνια) ηχογραφώντας τρία LP, με το δεύτερό τους, το “Beauty for Ashes”, τώρα να επανεκδίδεται (σε 300 βαριά αντίτυπα, και πάλι από την Anazitisi). Το άλμπουμ πρωτοβγήκε το 1979 στο λευκό φόντο που τυπώνεται ξανά, αλλά και πάλι το 1980 έχοντας ένα κορίτσι στο εξώφυλλο, όπως και διαφορετικό οπισθόφυλλο. (Αυτό το δεύτερο cover καταλαμβάνει τις δύο από τις έξι σελίδες του LP-sized ενθέτου, που συνοδεύει την ελληνική έκδοση).
Οι Living Sacrifice Band είναι (και αυτοί) ένα γκρουπ του xian-rock. Και όπως έχω ξαναγράψει… ήδη από τα sixties και τα seventies, αν αναφερόμαστε στις Ηνωμένες Πολιτείες (The Crusaders, Mind Garage, John Ylvisaker, All Saved Freak Band, Petra…) και τη Μεγάλη Βρετανία (Out of Darkness, Canaan, Water Into Wine Band…), αλλά γιατί όχι και στην Ελλάδα (Σταμάτης Σπανουδάκης, Πάροικοι…), έχουν κατατεθεί συγκεκριμένες προτάσεις στο εν λόγω παρακλάδι, στη συσχέτιση δηλαδή των χριστιανικών στίχων με τις… ουράνιες μελωδίες και τη rock ρυθμική (ή και τη λιγότερο rock, αφού μιλάμε και για xian-folk), βρίσκοντας, πάντα, ευήκοα ακροατήρια.
(Από αριστερά: Louis Smyth, Doug Houser, Diane Murray, πίσω της ο John Murray, JoAnn Aller, Jim Aller)
Το συγκρότημα, έτσι όπως παρουσιάζεται σ’ αυτό το δεύτερο LP του, είναι εξαμελές αποτελούμενο εκ των Louis Smyth ντραμς, κρουστά, Doug Houser φλάουτο, μπάσο, φωνητικά, Diane Murray τραγούδι, John Murray κιθάρα, φυσαρμόνικα, φωνητικά, JoAnn Aller φωνητικά και Jim Aller πλήκτρα. Το άλμπουμ έχει δύο… πλευρές. Στην πρώτη έχουμε απλά, κατανοητά τραγούδια (πάντα χριστιανικού περιεχομένου), στηριγμένα σε ωραία μελωδικά μοτίβο, επεξεργασμένα αρμονικώς, κινούμενα προς ένα ήπιο folk-rock, με τους τίτλους τους – “I love you Lord”, “Come to the Lord”, “Glory to Jesus”… – να προδιαγράφουν, αν θέλετε, και το γενικότερο κλίμα.
Στη δεύτερη, όμως, πλευρά οι Living Sacrifice Band εμφανίζονται πιο ελεύθεροι και εν τέλει πιο απρόβλεπτοι, προτείνοντας τρία κομμάτια μεγαλύτερης διάρκειας, πιάνοντας κορυφή. Οι κιθάρες ζωηρεύουν φαζάροντας ψυχεδελικώ τω τρόπω, τα διπλά φωνητικά (ανδρικά, γυναικεία) προσθέτουν σε δύναμη, οι ρυθμοί ανεβαίνουν, οι αλλαγές είναι εντυπωσιακές, τα soli επίσης, με το χάσιμο, τη… σωτηρία με άλλα λόγια, να είναι προ των πυλών. Και τα τρία δε κομμάτια (Conquered death, The catching away, The great day), συνθέσεις των John Murray και Δημήτρη Τσαπατώρη (ex-The Last Call of Shiloh), είναι εντυπωσιακά, από τα καλύτερα που έχω ποτέ ακούσει στο xian folk-rock ιδίωμα.
Αν, μάλιστα, κυκλοφορούσαν δέκα χρόνια νωρίτερα (νωρίτερα του ’79 εννοώ) θα συναγωνίζονταν, σε ήχο και περιεκτικότητα, την αφρόκρεμα της σκηνής της Δυτικής Ακτής. Top of the top!
Επαφή: www.anazitisirecords.com
Επαφή: www.anazitisirecords.com
drog_A_tek
Οι drog_A_tek θα έχουν οσονούπω καινούριο CD, ο τίτλος του θα είναι “Too Late To Care” και θα κυκλοφορήσει από την Inner Ear την προσεχή Δευτέρα. Ένα κομμάτι από ’κει, το “I touch”, μπορείτε να το ακούσετε τώρα http://is.gd/fPbeT5. Για την ώρα, όμως, ας πω λίγα λόγια για την προηγούμενη δουλειά τους, που κυκλοφόρησε, και αυτή, στην πατρινή εταιρία.
Το συγκρότημα το θυμάμαι από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και το “23:46” στη 1000+1 TiLt. Η αλήθεια είναι πως έχασα κάποια επεισόδια στην πορεία, αλλά το γεγονός πως τους είδα πριν από κάποιο καιρό ζωντανούς με συνέδεσε με το τι πράττουν σήμερα· και εννοώ το “Homeland”, το τελευταίο (ακόμη) CD τους, το soundtrack κατά βάσιν της ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα Χώρα Προέλευσης. (Ας σημειώσω, πάντως, πως δεν έχω δει το φιλμ, άρα και η γνώμη μου για το “Homeland”, ως soundtrack, δεν μπορεί παρά να είναι πλημμελής).
Οι drog_A_tek λοιπόν (μία ομάδα επτά ατόμων, που χειρίζονται ταινίες, λούπες, τρομπέτα, πλήκτρα, laptop, μπάσο και κιθάρες) διαμορφώνουν μιαν επένδυση που δεν έχει να κάνει με τις συνήθεις ευκολίες (συνήθεις, όταν είναι συνήθεις δηλαδή). Ένα-δυο θέματα, εννοώ, κι από ’κει και πέρα διάφορες παραλλαγές τους, για να… περάσει η ώρα και να γεμίσει ο φιλμικός χρόνος. Τα 15 κομμάτια του “Homeland”, συνολικής διάρκειας περί τα 47 λεπτά, είναι στην ουσία, ένα σύστημα από ατμόσφαιρες, στις οποίες βασικό ρόλο παίζουν ναι μεν τα φυσικά και ηλεκτρονικά όργανα, αλλά κυρίως τα… κασετόφωνα· ή εν πάση περιπτώσει ένα μανιπουλάρισμα, που δίνει άλλες διστάσεις στον ήχο, κάνοντάς τον, σε ίσες δόσεις, πειραματικό και λαϊκό. Από ’κει και πέραν το ν’ αναζητά κανείς main theme, βασικό μοτίβο στο “Homeland” δεν είναι απλώς ματαιοπονία, είναι και μία λάθος κίνηση· να περιοριστεί δηλαδή τούτη εδώ η μουσική σε κάποια… ρομαντικά ή μελό πεντάγραμμα.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Το συγκρότημα το θυμάμαι από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και το “23:46” στη 1000+1 TiLt. Η αλήθεια είναι πως έχασα κάποια επεισόδια στην πορεία, αλλά το γεγονός πως τους είδα πριν από κάποιο καιρό ζωντανούς με συνέδεσε με το τι πράττουν σήμερα· και εννοώ το “Homeland”, το τελευταίο (ακόμη) CD τους, το soundtrack κατά βάσιν της ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα Χώρα Προέλευσης. (Ας σημειώσω, πάντως, πως δεν έχω δει το φιλμ, άρα και η γνώμη μου για το “Homeland”, ως soundtrack, δεν μπορεί παρά να είναι πλημμελής).
Οι drog_A_tek λοιπόν (μία ομάδα επτά ατόμων, που χειρίζονται ταινίες, λούπες, τρομπέτα, πλήκτρα, laptop, μπάσο και κιθάρες) διαμορφώνουν μιαν επένδυση που δεν έχει να κάνει με τις συνήθεις ευκολίες (συνήθεις, όταν είναι συνήθεις δηλαδή). Ένα-δυο θέματα, εννοώ, κι από ’κει και πέρα διάφορες παραλλαγές τους, για να… περάσει η ώρα και να γεμίσει ο φιλμικός χρόνος. Τα 15 κομμάτια του “Homeland”, συνολικής διάρκειας περί τα 47 λεπτά, είναι στην ουσία, ένα σύστημα από ατμόσφαιρες, στις οποίες βασικό ρόλο παίζουν ναι μεν τα φυσικά και ηλεκτρονικά όργανα, αλλά κυρίως τα… κασετόφωνα· ή εν πάση περιπτώσει ένα μανιπουλάρισμα, που δίνει άλλες διστάσεις στον ήχο, κάνοντάς τον, σε ίσες δόσεις, πειραματικό και λαϊκό. Από ’κει και πέραν το ν’ αναζητά κανείς main theme, βασικό μοτίβο στο “Homeland” δεν είναι απλώς ματαιοπονία, είναι και μία λάθος κίνηση· να περιοριστεί δηλαδή τούτη εδώ η μουσική σε κάποια… ρομαντικά ή μελό πεντάγραμμα.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011
THE MOONS/MEN OF NORTH COUNTRY
O κιμπορντίστας του Paul Weller, ο κύριος Andy Crofts, είναι πίσω από τους Moons. Και όταν λέω πίσω εννοώ πως είναι ο συνθέτης των δύο κομματιών τού single Everyday heroes/ Rear window [Acid Jazz], το οποίον κυκλοφόρησε πέρυσι· προπομπός στην ουσία του LP “Life on Earth”, που βγήκε κι αυτό πριν από μερικούς μήνες. Το “Everyday heroes” θυμίζει τα πιο soulish κομμάτια των Style Council, αν κι έχει βαρύτερο rhythm section. Το mod-άδικο κλίμα επίσης υπάρχει, αλλά τα πατήματα του τραγουδιστή έχουν και μια late 70s/early 80s new wave χροιά. Ωραίο κομμάτι. Απεναντίας, το flip-side μού φέρνει στο νου την βρετανική pop-psych των late sixties· φυσικά τους Fab Four στη φωνητική διαχείριση, αλλά και άλλα περισσότερο επισκιασμένα γκρουπ όπως τους Gods ή τους Fox. Συγκρότημα, που παίζει με τις μουσικές αναμνήσεις είναι οι Moons, και σ’ αυτόν τον τομέα παίζει καλά…
Οι 7μελείς Men of North Country (φωνή, κιθάρες, μπάσο, ντραμς, τρομπέτα, σαξόφωνα, τρομπόνι) μπορεί να είναι από το Ισραήλ, έκαναν όμως το 7ιντσο ντεμπούτο τους Man of north country/ Debut, πέρυσι, για τη βρετανική Acid Jazz. Το πρώτο κομμάτι τηρεί τα της… νέας northern soul συνταγής. Η χορευτικότητα, τα κάπως αριστοκρατικά φωνητικά, τα πολύ ωραία πνευστά, το πακτωμένο rhythm section, όπως κι η γενικότερη παραγωγή σηματοδοτούν ένα διαμαντάκι, που – ας το ελπίσω – δεν θα το πνίξει η πρώτη μπόρα. Η άλλη πλευρά, το “Debut” είναι στο ίδιο κλίμα (αν και ακόμη πιο πολύ… sixties), παρότι ως σύνθεση είναι πιο προσγειωμένη.
Οι 7μελείς Men of North Country (φωνή, κιθάρες, μπάσο, ντραμς, τρομπέτα, σαξόφωνα, τρομπόνι) μπορεί να είναι από το Ισραήλ, έκαναν όμως το 7ιντσο ντεμπούτο τους Man of north country/ Debut, πέρυσι, για τη βρετανική Acid Jazz. Το πρώτο κομμάτι τηρεί τα της… νέας northern soul συνταγής. Η χορευτικότητα, τα κάπως αριστοκρατικά φωνητικά, τα πολύ ωραία πνευστά, το πακτωμένο rhythm section, όπως κι η γενικότερη παραγωγή σηματοδοτούν ένα διαμαντάκι, που – ας το ελπίσω – δεν θα το πνίξει η πρώτη μπόρα. Η άλλη πλευρά, το “Debut” είναι στο ίδιο κλίμα (αν και ακόμη πιο πολύ… sixties), παρότι ως σύνθεση είναι πιο προσγειωμένη.
Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ δυο χιλιάρικα
Γιώργο Μαργαρίτη ακούω από παλιά, ενώ τον έχω δει live κάμποσες φορές (αρχής γενομένης από τα μέσα του ’80). Κατά καιρούς τσιμπάω και διάφορα δισκάκια του, LP ή CD, αφού πάντα θα βρεις σ’ αυτά κάποια καλά, ή και πολύ καλά, λαϊκά. Ο Μαργαρίτης είναι ένας τραγουδιστής με σαφή προσωπική αύρα, σφραγίζοντας βαθιά ό,τι τραγουδάει· κι επειδή είναι από ’κείνους που καταλαβαίνουν τι ακριβώς αποδίδουν, οι ερμηνείες του είναι βιωματικές. Αυτό περνάει στον κόσμο, ο οποίος ανταποκρίνεται ασμένως. Τα ζεϊμπέκικα π.χ. του Μαγκάρετ μοιάζουν πολλάκις με μιαν ιδιότυπη λατρεία στον Απόλλωνα. Έχουν ένα βαρύ, κάπως σκοτεινό κλίμα που ενίοτε οδηγεί σε… ακρότητες και το οποίο (κλίμα) περνάει ακόμη και στους δεύτερους ή και τους τρίτους τραγουδιστές μ’ έναν τρόπο υποδόριο. Κάποτε στον Γάσπαρη, στην Αμαλιάδα, λίγο έλειψε να καούμε, όταν η πίστα είχε μετατραπεί σε καζάνι της Κολάσεως.Τα «Κεχριμπαρένια Μάτια» [MINOS-EMI] κυκλοφόρησαν το 2000· κάτι μήνες πριν μας σπρώξει ο Κινέζος στο ευρώ, που μας έκλεισε το σπίτι (το ευρώ). Στην country φωτογραφία του εξωφύλλου ο Μαργαρίτης α λα George Strait ή Alan Jackson, ή… ή… ή…, με το… πεντάλιτρο Beaver Brand στο κεφάλι και εντός ποικίλα λαϊκά σε μουσικές του ιδίου, του Θοδωρή Καμπουρίδη, του Κυριάκου Παπαδόπουλου, βασισμένα στους στίχους του Ηλία Φιλίππου, του Μάρκου Κοντοπίδη… Κάποια κομμάτια ξεχώριζαν αμέσως, με πρώτο ανάμεσά τους το ωραίο ζεϊμπέκικο «Δυο χιλιάρικα στην τσέπη» σε μουσική του Δημήτρη Κορδατζή και λόγια του Βασίλη Παπαδόπουλου. Το τραγούδι, προϊόν της πένας ένας top λαϊκού στιχουργού (ένα θα πω, ο Παπαδόπουλος έχει γράψει το «Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες...»), μπορεί να είναι χάρμα, αλλά δεν πήγε μακριά στο χρόνο (παρότι δεν ξεχάστηκε ποτέ στα λαϊκά μπαρ της περιφέρειας). Κακόπεσε με την είσοδο στο ευρώ (Ιανουάριος 2001), αλλά μπορεί και να ξαναπάρει τα πάνω του άμα τη εξόδω…
Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΑΝΤΑΛΙΔΗΣ global vision
Πόσα χρόνια είχε να βγάλει jazz δίσκο ο Γιώργος Τρανταλίδης; Μάλλον 19! Και o τελευταίος πρέπει να ήταν το “a.m.-p.m.” [Ακτή ΑΚΤ 471524-1] το 1992. Στο ενδιάμεσο είχε δώσει δύο δίσκους με τραγούδια, με ερμηνευτή το Βασίλη Λέκκα, το «7 Ισημερινοί» [Virgin, 1999] και το «Μεσ’ Τη Νύχτα» [Virgin, 2001], το «Χαιρετισμό» [BMG, 1995] με το Νίκο Σαραγούδα, το OST της ταινίας του Δημήτρη Παναγιωτάτου «Η Τρίτη Νύχτα» [Arcadia, 2003] και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη. Επίσης, ο Γιώργος Τρανταλίδης ποτέ δεν έλειψε από τα live, είτε τα jazz-fusion live, είτε τα rock (με τους Socrates) κ.λπ. Άρα μιλάμε για ένα μουσικό που δεν έπαυσε ποτέ να δίνει στίγμα, ανεξαρτήτως του… πόσο jazz ήταν κάθε φορά.
Το “Global Vision” [Seven Islands, 2011], ας το πούμε από την αρχή, είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ. Ο Τρανταλίδης, που έχει γράψει και τα 10 κομμάτια του CD (διάρκεια 61 λεπτά), είναι ένας σίγουρος, σύγχρονος jazz συνθέτης (κι ας έχει πίσω του περισσότερο από 40 χρόνια στη σκηνή). Αυτό είχε φανεί, θα μου πείτε, και στο “a.m.-p.m.”, για να μην πω ακόμη νωρίτερα, αλλά φαίνεται, θα έλεγα, πρωτίστως, τώρα. Οι συνθέσεις του, που είναι στρογγυλές και δουλεμένες, βγάζουν συχνά έναν contemporary αέρα (ο Τρανταλίδης είναι, θα έλεγα, περισσότερο Αμερικανός και λιγότερο Ευρωπαίος), όταν δεν παρεκκλίνουν προς το latin, τη soul-jazz, το mediterranean ή το afro… Κι είναι αυτό, τελικώς, που κάνει το “Global Vision” να ξεχωρίζει (και ν’ ανεβαίνει διαρκώς). Το κράμα που δημιουργεί ο Τρανταλίδης σχεδόν σε κάθε κομμάτι του δίσκου, ο τρόπος που αναμιγνύει δηλαδή ελληνικά, μεσογειακά, ευρύτερα εθνικά, latin και αμερικανικά στοιχεία – έχοντας ως βάση το δικό του πληθωρικό παίξιμο στα ντραμς και φυσικά την παρουσία των άσσων μουσικών που στέκονται δίπλα του –, είναι το μεγάλο ατού τού “Global Vision”. Ποιους να πρωτοσημειώσω από τους παικταράδες που ακούγονται; Τον κοντραμπασίστα Ron McClure (από το κλασικό κουαρτέτο του Charles Lloyd στο δεύτερο μισό των 60s και δεκάδες άλλα), τον Fred Lipsius (τενορίστα των Blood, Sweat and Tears κ.λπ., κ.λπ.), τον τενορίστα Alex Foster, τον μόνιμο Tony Lakatos, τη μία Εθνική Ελλάδος που συμμετέχει – ok, υπάρχει κι άλλη – δηλ. τους Μπενετάτο, Σαμαρά, Λαμπράκη, Πολυζωγόπουλο, Ανδρέου, Κοντραφούρη, Σιδηροκαστρίτη; Η ουσία είναι μία. Μετά από σχεδόν 20 χρόνια ο Γιώργος Τρανταλίδης κάνει ένα άλμπουμ για να τον θυμόμαστε άλλα τόσα…
Το “Global Vision” [Seven Islands, 2011], ας το πούμε από την αρχή, είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ. Ο Τρανταλίδης, που έχει γράψει και τα 10 κομμάτια του CD (διάρκεια 61 λεπτά), είναι ένας σίγουρος, σύγχρονος jazz συνθέτης (κι ας έχει πίσω του περισσότερο από 40 χρόνια στη σκηνή). Αυτό είχε φανεί, θα μου πείτε, και στο “a.m.-p.m.”, για να μην πω ακόμη νωρίτερα, αλλά φαίνεται, θα έλεγα, πρωτίστως, τώρα. Οι συνθέσεις του, που είναι στρογγυλές και δουλεμένες, βγάζουν συχνά έναν contemporary αέρα (ο Τρανταλίδης είναι, θα έλεγα, περισσότερο Αμερικανός και λιγότερο Ευρωπαίος), όταν δεν παρεκκλίνουν προς το latin, τη soul-jazz, το mediterranean ή το afro… Κι είναι αυτό, τελικώς, που κάνει το “Global Vision” να ξεχωρίζει (και ν’ ανεβαίνει διαρκώς). Το κράμα που δημιουργεί ο Τρανταλίδης σχεδόν σε κάθε κομμάτι του δίσκου, ο τρόπος που αναμιγνύει δηλαδή ελληνικά, μεσογειακά, ευρύτερα εθνικά, latin και αμερικανικά στοιχεία – έχοντας ως βάση το δικό του πληθωρικό παίξιμο στα ντραμς και φυσικά την παρουσία των άσσων μουσικών που στέκονται δίπλα του –, είναι το μεγάλο ατού τού “Global Vision”. Ποιους να πρωτοσημειώσω από τους παικταράδες που ακούγονται; Τον κοντραμπασίστα Ron McClure (από το κλασικό κουαρτέτο του Charles Lloyd στο δεύτερο μισό των 60s και δεκάδες άλλα), τον Fred Lipsius (τενορίστα των Blood, Sweat and Tears κ.λπ., κ.λπ.), τον τενορίστα Alex Foster, τον μόνιμο Tony Lakatos, τη μία Εθνική Ελλάδος που συμμετέχει – ok, υπάρχει κι άλλη – δηλ. τους Μπενετάτο, Σαμαρά, Λαμπράκη, Πολυζωγόπουλο, Ανδρέου, Κοντραφούρη, Σιδηροκαστρίτη; Η ουσία είναι μία. Μετά από σχεδόν 20 χρόνια ο Γιώργος Τρανταλίδης κάνει ένα άλμπουμ για να τον θυμόμαστε άλλα τόσα…
HARMONIA & ENO ’76 remixed
Ήταν 2009 όταν η Gronland κυκλοφόρησε (επανεξέδωσε καλύτερα) το “Tracks and Traces” των Harmonia & Eno ’76· του γκρουπ δηλαδή των Michael Rother (ex-Neu!) κιθάρες, πλήκτρα, drum machine, Dieter Moebius (ex-Cluster) synthesizer, mini harp και Hans-Joachim Roedelius (ex-Cluster) πλήκτρα, στο οποίο είχε προσχωρήσει ο Brian Eno synthesizer, μπάσο, φωνή ήδη από τo 1975 (καλύτερα, συνεργαζόταν μαζί τους από το 1975). Και είναι (ήταν) η Gronland πάλι, το 2010, όταν προτείνει ένα 50λεπτο άλμπουμ, το “Tracks and Traces Remixed” με remixes πέντε κομματιών από το εν λόγω session, τα οποία (remixes) επιμελούνται οι Appleblim & Komonazmuk (By the riverside), The Field (Luneburg heath), Shackleton (Sometimes in Autumn), Burger/Voigt (Almost), Modularsystem (Vamos campaneros) και MIT (Sometimes in Autumn).
Είναι εύκολο να υποστηρίξει κάποιος πως, γενικώς, τα συγκεκριμένα remixes δεν προσφέρουν κάτι (πολύ) περισσότερο στο ήδη υπάρχον υλικό· υπό την έννοια ότι οι μουσικές των Harmonia μοιάζουν ριμιξαρισμένες από τη φύση τους. Θα συμφωνούσα. Όχι όμως απολύτως, καθότι σε τρεις περιπτώσεις το παραγόμενο αποτέλεσμα, η διασκευή (ας την πω έτσι), κάπου αλλού πηγαίνει. Βασικά, αναφέρομαι στο “Almost” των Jorg Burger και Wolfgang Voigt, στο οποίο επιβάλλεται μία ρυθμοδομή, που μπορεί να έρχεται σε αντίστιξη με την υπό περιβαλλοντικότητα του κομματιού, όμως το όλον αποτέλεσμα δεν ξενίζει – κάθε άλλο θα έλεγα. Το νέο “Almost” είναι ένα έξοχο χορευτικό, με τα επαναλαμβανόμενα γεμίσματα να του παρέχουν το περιπόθητο(;) trance. Το έτερο track που φαίνεται να διατηρεί μιαν αυτονομία είναι το “Luneburg heath” στο remix των Field. Ενώ η αρχική σύνθεση δεν ξεπερνά τα 5 λεπτά, στην εκδοχή των Field υπερ-διπλασιάζεται (10:23). Τούτο επιτυγχάνεται μέσω διαδοχικών επαναλήψεων συγκεκριμένων μικρο-μελωδικών patterns, τα οποία εξελίσσονται πάνω από ένα μονότονο ρυθμικό background που θυμίζει (απολύτως) Neu!. Τέλος, καλή γνώμη έχω και για το “Sometimes in Autumn” του MIT, που κατακρατεί… υπαινιγμούς από το “Departure from the Northern Wasteland” του Michael Hoenig.
Υπάρχει φαντασία, λοιπόν (όταν υπάρχει). Μπορεί να μην οργιάζει, αλλά δεν είναι και για να την υποτιμήσεις.
Είναι εύκολο να υποστηρίξει κάποιος πως, γενικώς, τα συγκεκριμένα remixes δεν προσφέρουν κάτι (πολύ) περισσότερο στο ήδη υπάρχον υλικό· υπό την έννοια ότι οι μουσικές των Harmonia μοιάζουν ριμιξαρισμένες από τη φύση τους. Θα συμφωνούσα. Όχι όμως απολύτως, καθότι σε τρεις περιπτώσεις το παραγόμενο αποτέλεσμα, η διασκευή (ας την πω έτσι), κάπου αλλού πηγαίνει. Βασικά, αναφέρομαι στο “Almost” των Jorg Burger και Wolfgang Voigt, στο οποίο επιβάλλεται μία ρυθμοδομή, που μπορεί να έρχεται σε αντίστιξη με την υπό περιβαλλοντικότητα του κομματιού, όμως το όλον αποτέλεσμα δεν ξενίζει – κάθε άλλο θα έλεγα. Το νέο “Almost” είναι ένα έξοχο χορευτικό, με τα επαναλαμβανόμενα γεμίσματα να του παρέχουν το περιπόθητο(;) trance. Το έτερο track που φαίνεται να διατηρεί μιαν αυτονομία είναι το “Luneburg heath” στο remix των Field. Ενώ η αρχική σύνθεση δεν ξεπερνά τα 5 λεπτά, στην εκδοχή των Field υπερ-διπλασιάζεται (10:23). Τούτο επιτυγχάνεται μέσω διαδοχικών επαναλήψεων συγκεκριμένων μικρο-μελωδικών patterns, τα οποία εξελίσσονται πάνω από ένα μονότονο ρυθμικό background που θυμίζει (απολύτως) Neu!. Τέλος, καλή γνώμη έχω και για το “Sometimes in Autumn” του MIT, που κατακρατεί… υπαινιγμούς από το “Departure from the Northern Wasteland” του Michael Hoenig.
Υπάρχει φαντασία, λοιπόν (όταν υπάρχει). Μπορεί να μην οργιάζει, αλλά δεν είναι και για να την υποτιμήσεις.
Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011
ολίγα στατιστικά
Πριν τρεις ημέρες (22/9) το blog συμπλήρωσε δύο χρόνια καθημερινής, σχεδόν, παρουσίας. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα πραγματοποιήθηκαν 916 αναρτήσεις, υπήρξαν 3081 σχόλια και καταγράφηκαν, περίπου, 332.000 χτυπήματα. Εδώ, τα δέκα δημοφιλέστερα posts:
1. http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/09/evris-eric.html
2. http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/10/metro-decay.html
3. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/05/blog-post_20.html
4. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/05/blog-post_03.html
5. http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/09/blog-post.html
6. http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/08/eric-clapton-1965.html
7. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/01/blog-post.html
8. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/07/blog-post_31.html
9. http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/10/super-eagles-ifang-bondi-popsters.html
10. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/06/blog-post.html
Ευχαριστώ όλες και όλους για τη συμμετοχή σας, και εις άλλα με υγεία.
1. http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/09/evris-eric.html
2. http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/10/metro-decay.html
3. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/05/blog-post_20.html
4. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/05/blog-post_03.html
5. http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/09/blog-post.html
6. http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/08/eric-clapton-1965.html
7. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/01/blog-post.html
8. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/07/blog-post_31.html
9. http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/10/super-eagles-ifang-bondi-popsters.html
10. http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/06/blog-post.html
Ευχαριστώ όλες και όλους για τη συμμετοχή σας, και εις άλλα με υγεία.
Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ χασικλίδικα μελωδήματα
Έχω την εντύπωση πως είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί ένα βιβλίο (304 σελίδων) αποκλειστικώς για τα «χασικλίδικα» ρεμπέτικα στην Ελλάδα. Ο Διονύσης Μανιάτης (ΔΕΛΤΑΜΗ), γνωστός μελετητής της λαϊκής μούσας (έχει γράψει τα πονήματα «Βασίλης Τσιτσάνης, ο ατελείωτος», «Οι φωνογραφητζήδες», «Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου») επιχειρεί στα «Χασικλίδικα Μελωδήματα» (εκδ. Ευρώτας, Αθήνα 2010) μέσα από πολλαπλές προσεγγίσεις να ρίξει φως σ’ αυτό το κάπως ιδιαίτερο κομμάτι του τραγουδιού μας, γύρω από το οποίο έχουν υφανθεί ποικίλοι μύθοι, κι έχουν αποκρυβεί αυταπόδεικτες αλήθειες. Μία σημαντική πληροφορία του βιβλίου. «Τα χασικλίδικα τραγούδια στο σύνολό τους είναι 268. Από αυτά 33 είναι χασικλίδικα παραδοσιακά, και 228 επώνυμα (σ.σ. η πρόσθεση δε βγαίνει ακριβώς), που με τις επιπλέον εκτελέσεις από διαφορετικούς τραγουδιστές ανέρχονται στις 421 εκτελέσεις». Μπορεί τα νούμερα να είναι – ενδεχομένως – λίγο πάνω ή λίγο κάτω, αλλά, σε κάθε περίπτωση μιλάμε για λιγότερο από 300 τραγούδια, ένα πολύ μικρό ποσοστό δηλαδή (μονοψήφιο επί τοις εκατό, πιθανώς και κάτω του 5%) του συνόλου των ηχογραφημένων ρεμπέτικων. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με μία απίστευτα συμπυκνωμένη τραγουδιστική δύναμη, που μοιάζει με την πάροδο του χρόνου όχι να εξασθενεί, αλλά, αντιθέτως, να ενισχύεται.
Στα περιεχόμενα, τα σεμνά ιστορικά στοιχεία που παραθέτει ο Διονύσης Μανιάτης (τα οποία ελέγχονται όσον αφορά στα κλινικά, περί ουσιών, συμπεράσματά του – δεν είναι αυτό το σημαντικότερο τμήμα του βιβλίου του), τα βιογραφικά των καλλιτεχνών, τα διάφορα ευρετήρια, το γλωσσάρι, το συνοδευτικό σιντάκι με τον Αγάθωνα να… αναπαλαιώνει 21 χασικλίδικα και ακόμη οι στίχοι όλων(!) των τραγουδιών με άπαντα τα κωδικά στοιχεία των δίσκων και τις ημερομηνίες ηχογράφησης. Βεβαίως, σε μερικά άσματα ο Μανιάτης δε μεταφέρει σωστά τα λόγια (κατανοώ εν μέρει τις δυσκολίες, λόγω αργκό και κατεστραμένων δίσκων), όπως π.χ. στο «Στη φυλακή με βάλανε» (1928) της Μαρίκας Παπαγκίκα, εκεί όπου ακούμε καθαρά (στο τραγούδι) «Πορτοκαλιά εφύτεψα στη φυλακή σαν μπήκα/ και πορτοκάλια έφαγα κι ακόμα δεν εβγήκα», ενώ διαβάζουμε στο βιβλίο «Οχτώ χαλιά [σ.σ.!] ετοίμασα στη φυλακή σαν μπήκα/ και πορτοκάλια έφαγα κι ακόμα δεν εβγήκα» (μία αβλεψία, όπου ακόμη και με τη λογική θα μπορούσε να αποφευχθεί).
Εν πάση περιπτώσει και σε γενικές γραμμές, τα «Χασικλίδικα μελωδήματα» είναι ένα χρήσιμο βιβλίο, αφού προβάλει πλήθος στοιχείων, σεβόμενο τα λεφτά του αναγνώστη.
Στα περιεχόμενα, τα σεμνά ιστορικά στοιχεία που παραθέτει ο Διονύσης Μανιάτης (τα οποία ελέγχονται όσον αφορά στα κλινικά, περί ουσιών, συμπεράσματά του – δεν είναι αυτό το σημαντικότερο τμήμα του βιβλίου του), τα βιογραφικά των καλλιτεχνών, τα διάφορα ευρετήρια, το γλωσσάρι, το συνοδευτικό σιντάκι με τον Αγάθωνα να… αναπαλαιώνει 21 χασικλίδικα και ακόμη οι στίχοι όλων(!) των τραγουδιών με άπαντα τα κωδικά στοιχεία των δίσκων και τις ημερομηνίες ηχογράφησης. Βεβαίως, σε μερικά άσματα ο Μανιάτης δε μεταφέρει σωστά τα λόγια (κατανοώ εν μέρει τις δυσκολίες, λόγω αργκό και κατεστραμένων δίσκων), όπως π.χ. στο «Στη φυλακή με βάλανε» (1928) της Μαρίκας Παπαγκίκα, εκεί όπου ακούμε καθαρά (στο τραγούδι) «Πορτοκαλιά εφύτεψα στη φυλακή σαν μπήκα/ και πορτοκάλια έφαγα κι ακόμα δεν εβγήκα», ενώ διαβάζουμε στο βιβλίο «Οχτώ χαλιά [σ.σ.!] ετοίμασα στη φυλακή σαν μπήκα/ και πορτοκάλια έφαγα κι ακόμα δεν εβγήκα» (μία αβλεψία, όπου ακόμη και με τη λογική θα μπορούσε να αποφευχθεί).
Εν πάση περιπτώσει και σε γενικές γραμμές, τα «Χασικλίδικα μελωδήματα» είναι ένα χρήσιμο βιβλίο, αφού προβάλει πλήθος στοιχείων, σεβόμενο τα λεφτά του αναγνώστη.
Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011
κρύο αίμα
Mε το κρύο αίμα ενός κυνηγού κεφαλών, η κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. δια του εκπροσώπου της κι ενός υπουργού (αμφότεροι βγήκαν στην TV) ανακοίνωσε/υποστήριξε τα νέα μέτρα, για να κλείσουν οι στόχοι του ’11 και του ’12 (αλλά και του ’13 και του ’14). Στόχοι, βεβαίως, οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να προσεγγιστούν με τους ρυθμούς που τρέχει η ύφεση – την οποίαν ύφεση μόνον οι τροϊκανοί που την προκάλεσαν, ως ατάλαντοι οικονομέτρες, αδυνατούσαν να προβλέψουν –, αλλά και εξ αιτίας της παροιμιώδους ανικανότητας των κυβερνώντων να παρουσιάσουν κάποιας μορφής έργο, που να μην είναι εισπρακτικό, αλλά έστω και κατά το ελάχιστον αναπτυξιακό. Το αποτέλεσμα, ως συνήθως, θα είναι μία τρύπα στο νερό. Με μια διαφορά. Η βαλκανοποίηση του κοινωνικού σώματος δεν θα είναι πια προ των πυλών, αφού είναι ήδη παρούσα, ενώ κι η ύφεση που θα πολλαπλασιαστεί θα κάνει δυσχερέστερη (για να μην πω αδύνατη) την επίτευξη των νέων δημοσιονομικών στόχων. Πράγμα που σημαίνει πως τέτοια εποχή του χρόνου – ή, μάλλον, πολύ νωρίτερα – ένα νέο πακέτο ουγκαντοποίησης της κοινωνίας θα ανακοινωθεί, προεξοφλώντας τα ίδια οικτρά αποτελέσματα. Των φαύλων ο κύκλος. Κι η πλάκα είναι πως όλα γίνονται – όπως υποστηρίζουν ορισμένοι – για να μην καταλήξουμε Αργεντινή. (Τουλάχιστον εκείνοι είπαν την τελευταία λέξη).
Πάντως, ένα δεν καταλαβαίνω. Ενώ η κυβερνητική παράταξη και η πολιτική της έχουν κατακρημνιστεί στις δημοσκοπήσεις, οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις μας λένε πως ο κόσμος δεν επιθυμεί εκλογές. Αν είναι έτσι, τότε είμαστε – και γι’ αυτό – άξιοι της μοίρας μας.
Πάντως, ένα δεν καταλαβαίνω. Ενώ η κυβερνητική παράταξη και η πολιτική της έχουν κατακρημνιστεί στις δημοσκοπήσεις, οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις μας λένε πως ο κόσμος δεν επιθυμεί εκλογές. Αν είναι έτσι, τότε είμαστε – και γι’ αυτό – άξιοι της μοίρας μας.
Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011
X κρεββάτι στο παράθυρο
Το “Under the Big Black Sun” [Elektra, 1982] των Καλιφορνέζων Χ, σε παραγωγή του Ray Manzarek, με τα φωνητικά της Exene Cervenka (κυρίως αυτής), το άκουσα σχεδόν όταν βγήκε. Το είχε φέρει σε κασέτα εταιρίας ένας φίλος από την Αμερική, 8 χρόνια μεγαλύτερός μου τότε (και τώρα…) μαζί με άλλα διάφορα και τσίμπησα αμέσως. Αργότερα το πήρα και σε βινύλιο βεβαίως, αλλά εκείνο το αίσθημα της πρώτης φοράς δεν επαναλαμβάνεται. Ανακαλείται, όμως, κι είναι το ίδιο. Ήταν το πρώτο punk δισκάκι που άκουσα ποτέ. Και το ωραιότερο όλων. Το ίδιο νομίζω ακόμη. Το θυμήθηκα, έτσι, με αφορμή τους Free Yourself…
FREE YOURSELF καϊάφας
Punk, γενικώς και ειδικώς, συγκρότημα, που έχει για έδρα του τη Γερμανία (Ντίσελντορφ) και το οποίον, κατά τα 3/4, αποτελείται από έλληνες μετανάστες μουσικούς· όπως ελληνικό είναι και το παρόν LP-συλλογή, υπό τον τίτλο “Extended Play Area 1994-2008”, μία περιποιημένη παραγωγή 240 αριθμημένων αντιτύπων, συνεργασία των αθηναϊκών labels Labyrinth of Thoughts και B-Otherside.
Οι Free Yourself (Dimi Koutsomitopoulos, Milto Oulios, Kay Kloft, Spiro Koutsomitopoulos) είναι μία πεντακάθαρη μπάντα, που ροκάρει σκληρά και δυνατά, αλλά όχι στο βρόντο και στο… γάμο του Καραγκιόζη. Υπάρχει εμφανές μελωδικό υπόστρωμα στα κομμάτια της – ηχογραφημένα σε βινύλια και CD μεταξύ των ετών 1994-2008 – και κυρίως υπάρχει άποψη όχι μόνον όσον αφορά στον τύπο της γλώσσας (ελληνική, γερμανική ή αγγλική), αλλά, κυρίως, στο περιεχόμενό της. Στίχοι λοιπόν καθημερινοί, κοινωνικοί, αντι-ρατσιστικοί, επενδυμένοι με το γνωστό σπιντάτο τρόπο και κυρίως τραγουδισμένοι άψογα, χωμένοι ανάμεσα στις βιαστικές ανάσες.
Όσο κι αν κάποια κομμάτια ξεφεύγουν σε punky διάρκεια (το μανιακό “Notausgang”, που είναι, πάντως, ένα από τα καλύτερα του άλμπουμ), είναι αλήθεια πως τα πιο σύντομα στο χρόνο tracks παρέχουν άπασες τις πληροφορίες. Όπως ο 1:24 καμμένος «Καϊάφας», που αφήνει στο πέρασμά του εκείνο το αναπόδραστο γιατί, το “Mother sister”, που θίγει το θέμα των διακρίσεων στη γυναικεία εργασία, αλλά και το έσχατο “The smile” με την ελληνοπρεπή εισαγωγή. Ένδεκα πρωτότυπα κομμάτια, καθώς και μία διασκευή στον «Εθισμό» των Gulag (“maybe the greatest punk band ever in Greece” γράφουν στο insert οι Free Yourself) είναι το υλικό του γκρίζου βινυλίου, το οποίο συνοδεύεται κι από ένα DVD. Οι Free Yourself… live στο Linkes Zentrum του Ντίσελντορφ, την 21/5/2008. Ουσιαστική διαφορά δεν υπάρχει ανάμεσα στις εκτελέσεις του live και των δίσκων. Αν υπήρχε, τότε δεν θα γράφαμε περί punk μπάντας.
Επαφή: www.labyrinthofthoughts.gr,
www.b-otherside.gr
Οι Free Yourself (Dimi Koutsomitopoulos, Milto Oulios, Kay Kloft, Spiro Koutsomitopoulos) είναι μία πεντακάθαρη μπάντα, που ροκάρει σκληρά και δυνατά, αλλά όχι στο βρόντο και στο… γάμο του Καραγκιόζη. Υπάρχει εμφανές μελωδικό υπόστρωμα στα κομμάτια της – ηχογραφημένα σε βινύλια και CD μεταξύ των ετών 1994-2008 – και κυρίως υπάρχει άποψη όχι μόνον όσον αφορά στον τύπο της γλώσσας (ελληνική, γερμανική ή αγγλική), αλλά, κυρίως, στο περιεχόμενό της. Στίχοι λοιπόν καθημερινοί, κοινωνικοί, αντι-ρατσιστικοί, επενδυμένοι με το γνωστό σπιντάτο τρόπο και κυρίως τραγουδισμένοι άψογα, χωμένοι ανάμεσα στις βιαστικές ανάσες.
Όσο κι αν κάποια κομμάτια ξεφεύγουν σε punky διάρκεια (το μανιακό “Notausgang”, που είναι, πάντως, ένα από τα καλύτερα του άλμπουμ), είναι αλήθεια πως τα πιο σύντομα στο χρόνο tracks παρέχουν άπασες τις πληροφορίες. Όπως ο 1:24 καμμένος «Καϊάφας», που αφήνει στο πέρασμά του εκείνο το αναπόδραστο γιατί, το “Mother sister”, που θίγει το θέμα των διακρίσεων στη γυναικεία εργασία, αλλά και το έσχατο “The smile” με την ελληνοπρεπή εισαγωγή. Ένδεκα πρωτότυπα κομμάτια, καθώς και μία διασκευή στον «Εθισμό» των Gulag (“maybe the greatest punk band ever in Greece” γράφουν στο insert οι Free Yourself) είναι το υλικό του γκρίζου βινυλίου, το οποίο συνοδεύεται κι από ένα DVD. Οι Free Yourself… live στο Linkes Zentrum του Ντίσελντορφ, την 21/5/2008. Ουσιαστική διαφορά δεν υπάρχει ανάμεσα στις εκτελέσεις του live και των δίσκων. Αν υπήρχε, τότε δεν θα γράφαμε περί punk μπάντας.
Επαφή: www.labyrinthofthoughts.gr,
www.b-otherside.gr
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011
NEKROPSI
Οι Τούρκοι Nekropsi (Νεκροψία, προφανώς) δεν είναι καινούριοι στο χώρο. Αν κι έχω στην κατοχή μου ένα CD τους από το 1996, το “Mi Kubbesi” [Ada Muzik], δεν είμαι σίγουρος αν έγραψα, κάποια στιγμή, για ’κείνους στο περιοδικό.
Τώρα, έχω εμπρός μου ένα μεταγενέστερο άλμπουμ τους, το… “Nekropsi” [A.K. Muzik Yapim] από το 2006 (μάλλον το προτελευταίο τους), το οποίο με ξανασυνδέει με την ψυχω-μεταλλική συνταγή και την κάπως ιδιότυπη αφήγησή τους.
Σχηματισμένοι στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές των 90s, οι Nekropsi αποτελούνται – στην εν λόγω ηχογράφηση – από τους Cem Omeroglu κιθάρες, Cevdet Erek ντραμς, Tolga Yenilmez κιθάρες και Kerem Tuzun μπάσο (οι περισσότεροι τραγουδούν, ενώ κάποιοι χειρίζονται και ηλεκτρονικά).
Εκείνο που χαρακτηρίζει τις συνθέσεις τους είναι μία σχεδόν εν τω γεννάσθαι δυναμική, που πηγάζει λες άνευ αιτίας και αφορμής. Το συγκρότημα, δηλαδή, σε πιάνει από τα… μούτρα και σε χτυπάει ανελέητα. Μονότονοι ρυθμοί – οι Can θα είναι πάντα εκεί –, spacey κιθάρες που θυμίζουν Hawkwind ή έστω Ozric Tentacles, μπάσο-ντραμς ηχογραφημένα στο κόκκινο, φωνητικά βαριά, «επαναλαμβανόμενα», προσαρμοσμένα σε punky κατευθύνσεις, αλλά, από καιρού εις καιρόν, και anadolu στοιχεία να ανακατεύονται με όλα τα προαναφερόμενα, προσφέροντας ταυτότητα. Το “Yok var” και ιδίως το “Baglama” είναι κομμάτια που δεν μπορείς να τ’ αγνοήσεις (όπως και τα υπόλοιπα – για άλλους λόγους).
Τώρα, έχω εμπρός μου ένα μεταγενέστερο άλμπουμ τους, το… “Nekropsi” [A.K. Muzik Yapim] από το 2006 (μάλλον το προτελευταίο τους), το οποίο με ξανασυνδέει με την ψυχω-μεταλλική συνταγή και την κάπως ιδιότυπη αφήγησή τους.
Σχηματισμένοι στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές των 90s, οι Nekropsi αποτελούνται – στην εν λόγω ηχογράφηση – από τους Cem Omeroglu κιθάρες, Cevdet Erek ντραμς, Tolga Yenilmez κιθάρες και Kerem Tuzun μπάσο (οι περισσότεροι τραγουδούν, ενώ κάποιοι χειρίζονται και ηλεκτρονικά).
Εκείνο που χαρακτηρίζει τις συνθέσεις τους είναι μία σχεδόν εν τω γεννάσθαι δυναμική, που πηγάζει λες άνευ αιτίας και αφορμής. Το συγκρότημα, δηλαδή, σε πιάνει από τα… μούτρα και σε χτυπάει ανελέητα. Μονότονοι ρυθμοί – οι Can θα είναι πάντα εκεί –, spacey κιθάρες που θυμίζουν Hawkwind ή έστω Ozric Tentacles, μπάσο-ντραμς ηχογραφημένα στο κόκκινο, φωνητικά βαριά, «επαναλαμβανόμενα», προσαρμοσμένα σε punky κατευθύνσεις, αλλά, από καιρού εις καιρόν, και anadolu στοιχεία να ανακατεύονται με όλα τα προαναφερόμενα, προσφέροντας ταυτότητα. Το “Yok var” και ιδίως το “Baglama” είναι κομμάτια που δεν μπορείς να τ’ αγνοήσεις (όπως και τα υπόλοιπα – για άλλους λόγους).
αμυντικός μηχανισμός
1. I COSMONAUTI – The Cossack
από το EP “Surf’s Up! Vol.4” [IT. Misty Lane MISTY 031, 1996]
2. STEREOSCOPE JERK EXPLOSION – Sitarmania
από το 7ιντσο “Sitarmania/ L’ homme grenouille” [FR. Les Disques Cosmic Groove groove cosmique 01, 2006]
3. OS HAXIXINS – Depois de um LSD
Από το 7ιντσο “Depois de um LSD/ Espelho Invisível” [POR. Groovie Records GROOCS 0101, 2008]
από το EP “Surf’s Up! Vol.4” [IT. Misty Lane MISTY 031, 1996]
2. STEREOSCOPE JERK EXPLOSION – Sitarmania
από το 7ιντσο “Sitarmania/ L’ homme grenouille” [FR. Les Disques Cosmic Groove groove cosmique 01, 2006]
3. OS HAXIXINS – Depois de um LSD
Από το 7ιντσο “Depois de um LSD/ Espelho Invisível” [POR. Groovie Records GROOCS 0101, 2008]
Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011
οι AGITATION FREE στην Αθήνα (το 1972…)
Οι Agitation Free, μία από τις πιο αναγνωρισμένες μπάντες του krautrock από το πρώην Δυτικό Βερολίνο – χονδρικώς ένας ηχητικός συνδυασμός του space-rock των Ash Ra Tempel με την ethnic-jazz των Embryo – υπήρξε ακόμη η ζωντανή απεσταλμένη μπάντα του τευτονικού ήχου στην νοτιονανατολική Ευρώπη (Ελλάδα, Κύπρος), τη Μέση Ανατολή (Λίβανος) και τη Βόρεια Αφρική (Αίγυπτος), αφού μέσω του Ινστιτούτου Goethe έδωσε συναυλίες (ή είχε τηλεοπτικές παρουσίες) σε όλες τις προαναφερόμενες χώρες, συμβάλλοντας πιθανώς ακόμη και στην τοπική βλάστηση των σπόρων· όπου εκείνοι υπήρχαν. Τέλος, από ’κει (από τους Agitation Free) αναδείχθηκε ένας διακεκριμένος keyboard player (για να μην πω δύο, αφού στην ηχογράφηση του πρώτου τους δίσκου συμμετείχε και ο Peter Michael Hamel των Between), με δυνατή προσωπική καριέρα τα μετέπειτα χρόνια, ο Michael Hoenig. (Το δικό του “Departure of the Northern Wasteland” είναι ένα κορυφαίο cosmic-electronic άλμπουμ).
Το “Malesch” [Vertigo], πρώτο άλμπουμ των Agitation Free, γραμμένο τον Ιούνιο του 1972, αποτελεί στην ουσία την ηχητική καταγραφή του ταξιδιού τους στο Νότο της Ευρώπης και την Ανατολή, τον προηγούμενο Απρίλιο. Αυτό το διαπιστώνουμε αμέσως, κοιτώντας τις φωτογραφίες στο έσω μέρος του εξωφύλλου από την Αθήνα (Ακρόπολις, Ομόνοια, Προπύλαια, Αρχαιολογικό Μουσείο…) και τις υπόλοιπες πόλεις (Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Τρίπολη, Βηρυτός, Λευκωσία – υποθέτω) και βεβαίως, το νοιώθουμε ακούγοντας, για παράδειγμα, το φερώνυμο Malesch με τα samples των (αραβικών) φωνών από τους δρόμους των πόλεων που επισκέφθηκαν, εκτιμώντας την γενικότερη folk-oriented ψυχεδελική ατμόσφαιρα, ως την κινητήρια δύναμη του δίσκου. Κομμάτια μικρής διάρκειας (όπως το 2λεπτο Rücksturz, με μία από τις ωραιότερες μελωδικές φράσεις στην ιστορία του krautrock, παιγμένη από την ηλεκτρική κιθάρα του Lutz Ulbrich) και φυσικά, μέσης και μεγάλης, που εναλλάσσονται με ανεπαίσθητο τρόπο, προβάλλοντας ένα στυλ ηχητικής παρουσίας, θα έλεγα, εμπρός της εποχής του (υπό την έννοια ότι οι Agitation Free θα μπορούσε να ήταν ένα γκρουπ του σήμερα).
Έτσι, την 20η Απριλίου του 1972, αν δώσουμε βάση στο ημερολόγιο του γκρουπ (http://is.gd/MUemWa), οι Agitation Free εμφανίστηκαν στην Αθήνα σε τηλεοπτική παραγωγή(;!), με κάποια όργανα και υποστήριξη (υποθέτω), που τους προσέφεραν οι Πελόμα Μποκιού! Ευγενικοί οι Γερμανοί, δεν ξέχασαν ν’ αναφέρουν τους έλληνες φίλους τους (Peloma Boqueue) στα “thanks” του δίσκου· κάτι, που, οπωσδήποτε, αποτελεί τιμή, για το ούτως ή άλλως σημαντικό ελληνικό συγκρότημα. (Αν κάποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο για την παρουσία των Agitation Free στην Αθήνα, τον Απρίλιο του ’72, ας το προσθέσει…).
Και κάτι ακόμη. Διάβασα πως σ’ ένα CD, υπό τον τίτλο Fragments [Revisited], που κυκλοφόρησε πρόπερσι, υπάρχει ένα οπτικό κομμάτι, το “Agitattion Free at work”, με στιγμιότυπα από την παρουσία του γκρουπ (και) στην Αθήνα. Δεν το έχω δει (σκοπεύω όμως, τώρα, να παραγγείλω το CD). Αν κάποιος ήδη το έχει δει, ας το επιβεβαιώσει…
Το “Malesch” [Vertigo], πρώτο άλμπουμ των Agitation Free, γραμμένο τον Ιούνιο του 1972, αποτελεί στην ουσία την ηχητική καταγραφή του ταξιδιού τους στο Νότο της Ευρώπης και την Ανατολή, τον προηγούμενο Απρίλιο. Αυτό το διαπιστώνουμε αμέσως, κοιτώντας τις φωτογραφίες στο έσω μέρος του εξωφύλλου από την Αθήνα (Ακρόπολις, Ομόνοια, Προπύλαια, Αρχαιολογικό Μουσείο…) και τις υπόλοιπες πόλεις (Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Τρίπολη, Βηρυτός, Λευκωσία – υποθέτω) και βεβαίως, το νοιώθουμε ακούγοντας, για παράδειγμα, το φερώνυμο Malesch με τα samples των (αραβικών) φωνών από τους δρόμους των πόλεων που επισκέφθηκαν, εκτιμώντας την γενικότερη folk-oriented ψυχεδελική ατμόσφαιρα, ως την κινητήρια δύναμη του δίσκου. Κομμάτια μικρής διάρκειας (όπως το 2λεπτο Rücksturz, με μία από τις ωραιότερες μελωδικές φράσεις στην ιστορία του krautrock, παιγμένη από την ηλεκτρική κιθάρα του Lutz Ulbrich) και φυσικά, μέσης και μεγάλης, που εναλλάσσονται με ανεπαίσθητο τρόπο, προβάλλοντας ένα στυλ ηχητικής παρουσίας, θα έλεγα, εμπρός της εποχής του (υπό την έννοια ότι οι Agitation Free θα μπορούσε να ήταν ένα γκρουπ του σήμερα).
Έτσι, την 20η Απριλίου του 1972, αν δώσουμε βάση στο ημερολόγιο του γκρουπ (http://is.gd/MUemWa), οι Agitation Free εμφανίστηκαν στην Αθήνα σε τηλεοπτική παραγωγή(;!), με κάποια όργανα και υποστήριξη (υποθέτω), που τους προσέφεραν οι Πελόμα Μποκιού! Ευγενικοί οι Γερμανοί, δεν ξέχασαν ν’ αναφέρουν τους έλληνες φίλους τους (Peloma Boqueue) στα “thanks” του δίσκου· κάτι, που, οπωσδήποτε, αποτελεί τιμή, για το ούτως ή άλλως σημαντικό ελληνικό συγκρότημα. (Αν κάποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο για την παρουσία των Agitation Free στην Αθήνα, τον Απρίλιο του ’72, ας το προσθέσει…).
Και κάτι ακόμη. Διάβασα πως σ’ ένα CD, υπό τον τίτλο Fragments [Revisited], που κυκλοφόρησε πρόπερσι, υπάρχει ένα οπτικό κομμάτι, το “Agitattion Free at work”, με στιγμιότυπα από την παρουσία του γκρουπ (και) στην Αθήνα. Δεν το έχω δει (σκοπεύω όμως, τώρα, να παραγγείλω το CD). Αν κάποιος ήδη το έχει δει, ας το επιβεβαιώσει…
Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011
«θα είπω πολύ ολίγα»…
Διάβασα πως ο Αδριανός Νόνης ήταν μέλος των Anima, οι οποίοι είχαν ηχογραφήσει ένα CD για την Ano-Kato Records, πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Δεν μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση (έτσι, τουλάχιστον, θυμάμαι). Άρα, επειδή το «Χαμογελάω» [Legend, 2010] ηχεί στ’ αυτιά μου… μεστότερα, θα έλεγα πως έχουμε να κάνουμε με μία εξέλιξη, προς τη θετική κατεύθυνση, της rock τραγουδοποιίας του νεαρού ακόμη μουσικού. Ο Νόνης επιχειρεί με τα τραγούδια του κοντά σ’ ένα feel good κλίμα, που καθορίζουν περισσότερο οι μουσικές και λιγότερο τα λόγια, που συχνά καταπιάνονται με τα καθημερινά προβλήματα του άστεως. Σε κομμάτια όπως το «Σαν μετανάστης» (ανακαλεί το ύφος του Γιώργου Δημητριάδη) τα καταφέρνει μια χαρά, σε άλλα, όμως, λιγότερο. Αχρείαστες οι versions στα «Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι» και «Πού ’σαι Θανάση».
Έχοντας ακόμη στη μνήμη μου την «Άγρυπνη Νύχτα» [Legend, 2008] έρχομαι να πω πως το νέο CD του Φώτη Ανδρικόπουλου «Έτσι οι Μέρες Περνούν» [Legend, 2010] δεν παρέχει κανένα νέο στοιχείο, που να με οδηγεί να διακρίνω το «κάτι παραπάνω». Ο Ανδρικόπουλος γράφει έξυπνες μελωδίες («Το καλοκαίρι ξέρει», «Μας ενώνει ένα θαύμα»), έχει και συμπαθητική φωνή, όμως τα στιχάκια που μελοποιεί είναι κοινά, ενώ και οι ενοργανώσεις του δεν ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια, που να κατατείνει στο αυτονόητο· στην εύρεση ταυτότητας.
O Βασίλης Μασσαλάς γνωρίζει να γράφει τραγούδια, βάζοντας από κάτω την υπογραφή του. Εννοώ πως είναι τόσο σίγουρος για την αποτελεσματικότητά τους, ώστε σ’ αυτό το ντεμπούτο CD του, που έχει τίτλο «[λοξή ματιά]» [Lyra, 2010], αποφασίζει να συνθέσει, να στιχουργήσει και να τραγουδήσει παίρνοντας ελάχιστες έξω βοήθειες. Βεβαίως, υπάρχουν κι οι μουσικοί που συντρέχουν στο άλμπουμ του (Άκης Κατσουπάκης πιάνο, πλήκτρα, Θύμιος Παπαδόπουλος πνευστά, Θανάσης Σοφράς μπάσο, Μιχάλης Νικολούδης παραγωγή…), όμως όλα τα υπόλοιπα είναι δικά του. Οι μπαλάντες τού Μασσαλά έχουν το προσόν της απλότητας, του αβίαστου αισθήματος, της ενδιαφέρουσας μελωδικότητας. Μένω δηλαδή στα… αργά «Δορυφόρος», «Δροσιά και καμίνι», «Εσύ τιμόνι» κι αφήνω τα… γρήγορα γι’ αργότερα…
Τον Χρήστο Γιαννόπουλο τον θυμάμαι από τα μέσα του ’80 και την μπαλάντα του «Όταν σβήνει η οθόνη», που ακουγόταν κατά κόρον στα ραδιόφωνα της εποχής. Αργότερα, ο Γιαννόπουλος έμπλεξε με το άσμα της νύχτας (δεν το λέω υποτιμητικώς), δίχως να παύσει να γράφει και τις ανάλογες ελαφρότητες (δεν το λέω υποτιμητικώς). Στο νέο του άλμπουμ «Τα Φώτα στην Αυλαία» [Καθρέφτης, 2010] έχει μοιράσει, χονδρικώς, τα τραγούδια του (λαϊκά και μοντέρνα) σε δύο CD. Τα μεν στο ένα, τα δε στο άλλο. Τα κομμάτια του Γιαννόπουλου είναι ολοκληρωμένα, να το πω, και κυρίως ευπρεπή. Οι αντίστοιχοι χώροι, στους οποίους απευθύνονται, δεν είναι, συχνότατα, ούτε ολοκληρωμένοι, ούτε ευπρεπείς. Συμμετέχουν: Χριστίνα Μαραγκόζη, Θανάσης Κομνηνός, Λάμπρος Καρελάς, Γιώργος Πολυχρονιάδης, Κώστας Μπίγαλης, Ηλίας Ασβεστόπουλος κ.ά.
Από τα Γιάννενα το επόμενο… ντανσικό CD, που έχει τίτλο “Season” [Private, 2010] και το οποίον υπογράφεται από το Group Didagma (ηγείται ο Gioco Ε. Δράμπαλος). Στο δίκτυο διάβασα πως ο Δράμπαλος, που χειρίζεται σαξόφωνα, φλάουτο, keyboards και κάνει προγραμματισμό, έχει καριέρα στη Στοκχόλμη και πως αυτή είναι η πρώτη του δουλειά στην Ελλάδα. Τα κομμάτια του, λοιπόν, ανήκουν στο light-dance late 70s-early 80s σκηνικό, και κάποια εξ αυτών θα μπορούσε να παίξουν τότε. Άλλα στις πίστες, άλλα σε άλλες εφαρμογές (χαλιά, επενδύσεις κ.λπ.). Τώρα δεν ξέρω…
Συμπαθητική περίπτωση ελληνορόκ συγκροτήματος (κάπως σε… καραμπόλα με Πυξ Λαξ και Τρύπες) τα Κίτρινα Ποδήλατα έχουν καινούριο CD, που τιτλοφορείται «+10» [ΜΒΙ, 2010]. Αφήνοντας τις διασκευές κατά μέρος («To όνειρο» του Μούτση, η «Όμορφη πόλη» των Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη), θα έλεγα πως από τα πρωτότυπα κομμάτια ελάχιστα είναι εκείνα που ξεχωρίζουν. Έτσι, πέραν κάποιων στίχων που επιχειρούν να καταγράψουν ένα πολιτικοκοινωνικό τέλμα (ενίοτε με καταγγελτικό τρόπο), ως συνολικά τραγούδια θα έλεγα πως ξεχωρίζουν μόλις δύο. Κυρίως το «Ακόμα μια ζωή» και δευτερευόντως το «Ήσουν κενή» (τούτο σε στίχους Ισαάκ Σούση).
Νέος τραγουδοποιός – τον προτείνει, μάλιστα, ο Θάνος Μικρούτσικος –, ο Πατρινός Νίκος Τσούκας δίνει με το «Τα Τραγούδια Δε Σώπασαν Ποτέ» [Legend, 2010] ευδιάκριτο στίγμα. Μπαλάντες (άλλες rock, άλλες λιγότερο), που βασίζονται σε κάπως πεσιμιστικούς θα τους χαρακτήριζα στίχους, οι οποίοι περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από τα ζόρια των «τριάντα». Ο Τσούκας γράφει ωραίες μελωδίες, πράγμα που φαίνεται στην άνεση με την οποίαν μελοποιεί το «Ελντοράντο» του Poe (απόδοση από τον Κώστα Ουράνη), αλλά από ’κει και πέρα θα πρέπει να εμβαθύνει τόσο στη στιχουργική του (μπορεί οι περιγραφόμενες καταστάσεις να μη στερούνται ενδιαφέροντος, αλλά μέχρι να γίνουν τραγούδια θα πρέπει να μεσολαβεί κάτι περισσότερο…), όσο και στον τρόπο ένδυσης των τραγουδιών του. Στην αναζήτηση ενός ήχου δηλαδή, κάπως πιο προσωπικού. Από μόνες τους οι φωνές, που είναι και πάρα πολλές (Θηβαίος, Πασχαλίδης, Υπόγεια Ρεύματα, Μικρούτσικος, ο ίδιος), δεν αρκούν.
Έχοντας ακόμη στη μνήμη μου την «Άγρυπνη Νύχτα» [Legend, 2008] έρχομαι να πω πως το νέο CD του Φώτη Ανδρικόπουλου «Έτσι οι Μέρες Περνούν» [Legend, 2010] δεν παρέχει κανένα νέο στοιχείο, που να με οδηγεί να διακρίνω το «κάτι παραπάνω». Ο Ανδρικόπουλος γράφει έξυπνες μελωδίες («Το καλοκαίρι ξέρει», «Μας ενώνει ένα θαύμα»), έχει και συμπαθητική φωνή, όμως τα στιχάκια που μελοποιεί είναι κοινά, ενώ και οι ενοργανώσεις του δεν ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια, που να κατατείνει στο αυτονόητο· στην εύρεση ταυτότητας.
O Βασίλης Μασσαλάς γνωρίζει να γράφει τραγούδια, βάζοντας από κάτω την υπογραφή του. Εννοώ πως είναι τόσο σίγουρος για την αποτελεσματικότητά τους, ώστε σ’ αυτό το ντεμπούτο CD του, που έχει τίτλο «[λοξή ματιά]» [Lyra, 2010], αποφασίζει να συνθέσει, να στιχουργήσει και να τραγουδήσει παίρνοντας ελάχιστες έξω βοήθειες. Βεβαίως, υπάρχουν κι οι μουσικοί που συντρέχουν στο άλμπουμ του (Άκης Κατσουπάκης πιάνο, πλήκτρα, Θύμιος Παπαδόπουλος πνευστά, Θανάσης Σοφράς μπάσο, Μιχάλης Νικολούδης παραγωγή…), όμως όλα τα υπόλοιπα είναι δικά του. Οι μπαλάντες τού Μασσαλά έχουν το προσόν της απλότητας, του αβίαστου αισθήματος, της ενδιαφέρουσας μελωδικότητας. Μένω δηλαδή στα… αργά «Δορυφόρος», «Δροσιά και καμίνι», «Εσύ τιμόνι» κι αφήνω τα… γρήγορα γι’ αργότερα…
Τον Χρήστο Γιαννόπουλο τον θυμάμαι από τα μέσα του ’80 και την μπαλάντα του «Όταν σβήνει η οθόνη», που ακουγόταν κατά κόρον στα ραδιόφωνα της εποχής. Αργότερα, ο Γιαννόπουλος έμπλεξε με το άσμα της νύχτας (δεν το λέω υποτιμητικώς), δίχως να παύσει να γράφει και τις ανάλογες ελαφρότητες (δεν το λέω υποτιμητικώς). Στο νέο του άλμπουμ «Τα Φώτα στην Αυλαία» [Καθρέφτης, 2010] έχει μοιράσει, χονδρικώς, τα τραγούδια του (λαϊκά και μοντέρνα) σε δύο CD. Τα μεν στο ένα, τα δε στο άλλο. Τα κομμάτια του Γιαννόπουλου είναι ολοκληρωμένα, να το πω, και κυρίως ευπρεπή. Οι αντίστοιχοι χώροι, στους οποίους απευθύνονται, δεν είναι, συχνότατα, ούτε ολοκληρωμένοι, ούτε ευπρεπείς. Συμμετέχουν: Χριστίνα Μαραγκόζη, Θανάσης Κομνηνός, Λάμπρος Καρελάς, Γιώργος Πολυχρονιάδης, Κώστας Μπίγαλης, Ηλίας Ασβεστόπουλος κ.ά.
Από τα Γιάννενα το επόμενο… ντανσικό CD, που έχει τίτλο “Season” [Private, 2010] και το οποίον υπογράφεται από το Group Didagma (ηγείται ο Gioco Ε. Δράμπαλος). Στο δίκτυο διάβασα πως ο Δράμπαλος, που χειρίζεται σαξόφωνα, φλάουτο, keyboards και κάνει προγραμματισμό, έχει καριέρα στη Στοκχόλμη και πως αυτή είναι η πρώτη του δουλειά στην Ελλάδα. Τα κομμάτια του, λοιπόν, ανήκουν στο light-dance late 70s-early 80s σκηνικό, και κάποια εξ αυτών θα μπορούσε να παίξουν τότε. Άλλα στις πίστες, άλλα σε άλλες εφαρμογές (χαλιά, επενδύσεις κ.λπ.). Τώρα δεν ξέρω…
Συμπαθητική περίπτωση ελληνορόκ συγκροτήματος (κάπως σε… καραμπόλα με Πυξ Λαξ και Τρύπες) τα Κίτρινα Ποδήλατα έχουν καινούριο CD, που τιτλοφορείται «+10» [ΜΒΙ, 2010]. Αφήνοντας τις διασκευές κατά μέρος («To όνειρο» του Μούτση, η «Όμορφη πόλη» των Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη), θα έλεγα πως από τα πρωτότυπα κομμάτια ελάχιστα είναι εκείνα που ξεχωρίζουν. Έτσι, πέραν κάποιων στίχων που επιχειρούν να καταγράψουν ένα πολιτικοκοινωνικό τέλμα (ενίοτε με καταγγελτικό τρόπο), ως συνολικά τραγούδια θα έλεγα πως ξεχωρίζουν μόλις δύο. Κυρίως το «Ακόμα μια ζωή» και δευτερευόντως το «Ήσουν κενή» (τούτο σε στίχους Ισαάκ Σούση).
Νέος τραγουδοποιός – τον προτείνει, μάλιστα, ο Θάνος Μικρούτσικος –, ο Πατρινός Νίκος Τσούκας δίνει με το «Τα Τραγούδια Δε Σώπασαν Ποτέ» [Legend, 2010] ευδιάκριτο στίγμα. Μπαλάντες (άλλες rock, άλλες λιγότερο), που βασίζονται σε κάπως πεσιμιστικούς θα τους χαρακτήριζα στίχους, οι οποίοι περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από τα ζόρια των «τριάντα». Ο Τσούκας γράφει ωραίες μελωδίες, πράγμα που φαίνεται στην άνεση με την οποίαν μελοποιεί το «Ελντοράντο» του Poe (απόδοση από τον Κώστα Ουράνη), αλλά από ’κει και πέρα θα πρέπει να εμβαθύνει τόσο στη στιχουργική του (μπορεί οι περιγραφόμενες καταστάσεις να μη στερούνται ενδιαφέροντος, αλλά μέχρι να γίνουν τραγούδια θα πρέπει να μεσολαβεί κάτι περισσότερο…), όσο και στον τρόπο ένδυσης των τραγουδιών του. Στην αναζήτηση ενός ήχου δηλαδή, κάπως πιο προσωπικού. Από μόνες τους οι φωνές, που είναι και πάρα πολλές (Θηβαίος, Πασχαλίδης, Υπόγεια Ρεύματα, Μικρούτσικος, ο ίδιος), δεν αρκούν.
Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011
και πάλι αυτά τα λόγια…
Ακούγοντας, χθες, το ποίημα του Μανόλη Πολέντα στο YouTube http://is.gd/FZG6Uu, που μας πρότεινε ο αναγνώστης Ataktos, θυμήθηκα κάποια από τα ποιήματα του Wolf Biermann, που είχε μεταφράσει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ κι είχαν κυκλοφορήσει σε βιβλίο ως Στους παλιούς συντρόφους μου, από τις εκδόσεις Κάλβος το 1974. (Να πω, πριν προχωρήσω, πως για τον Biermann έχω ήδη κάνει μιαν ανάρτηση http://is.gd/xhXz5W, την οποία και σας προτείνω να κοιτάξετε).
Έξι από ’κείνα τα ποιήματα («Έτσι πρέπει να γίνει – Έτσι θα γίνει», «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα», «Μπαλάντα για τους ασφαλίτες», «Η μπαλάντα του οπερατέρ», «Ο σύντροφος Χουλιάν Γκριμάου», «Αυτούς τους έχω βαρεθεί!») μελοποιήθηκαν, ως γνωστόν, την επόμενη χρονιά από τον Θάνο Μικρούτσικο, καταλαμβάνοντας την πρώτη πλευρά στο δίσκο του «Πολιτικά Τραγούδια» [Lyra SYLP 3719, 1975]. Ας πω λοιπόν, επί τη ευκαιρία, πως ο Μικρούτσικος δεν μελοποίησε ολάκερα τα συγκεκριμένα ποιήματα.
Αναλυτικότερα: στο «Έτσι πρέπει να γίνει – Έτσι θα γίνει» μελοποιήθηκαν οι πέντε από τις δέκα στροφές και όχι με τη σειρά που έδωσε σ’ αυτές ο Biermann, στο «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα» δεν ακούστηκε η τρίτη στροφή, ενώ υπήρχαν και μικρο-παραλείψεις, στη «Μπαλάντα για τους ασφαλίτες» από τις οκτώ στροφές μελοποιήθηκαν (με μια-δυο προσαρμογές) μόλις οι δύο πρώτες, στη «Μπαλάντα του οπερατέρ» παραλείφθηκε η πρώτη στροφή, μελοποιήθηκαν οι επόμενες τρεις και δεν μελοποιήθηκαν οι υπόλοιπες τρεις, το «Σύντροφο Χουλιάν Γκριμάου» τον ακούμε όπως ακριβώς τον μετέφρασε ο Κούρτοβικ, ενώ στο «Αυτούς τους έχω βαρεθεί!» έχουν γίνει μικροαλλαγές και δεν ακούγεται κι η τελευταία στροφή… Και γενικά είναι για να ουρλιάζεις/ Της Γερμανίας την κατάντια σαν κοιτάζεις/ Τούτης της γης που τριπλά έχει χωριστεί/ Κι αν ευτυχία γνώρισα σ’ αυτή/ Αυτό άλλο τραγούδι ας το πει/ - τα έχω βαρεθεί.
Αντιγράφω από το βιβλίο δύο ποιήματα, τα οποία έχουν σημερινό λόγον ύπαρξης, πέραν των συνθηκών για τις οποίες γράφτηκαν…
δε φτάνει η ειρωνεία
Δε φτάνει; Μα ούτε
κι οργή φτάνει, ούτε
η κατανόηση, η λύπη
δε φτάνει καθόλου, ούτε η προσοχή!
Μα δε φτάνει η
βία, ούτε οι προφητείες
ούτε η σύνεση, τα ιερά
ψέματα δε φτάνουν
δε φτάνει να κλείνουμε τ’ αυτιά
ούτε να σωπαίνουμε ούτε να μιλάμε
Σεμνότητα δε φτάνει
ούτε υπεροψία, το θάρρος δεν
φτάνει, ούτε η δειλία, ενάντια
σε τούτη την τρέλα δε φτάνει
η τρέλα, ενάντια σ’ ανθρώπους δε βοηθάνε
οι άνθρωποι, ούτε οι φωνές ενάντια σ’ αυτούς που φωνάζουν
μα ούτε κι η σιωπή ενάντια στις φωνές
Οι λέξεις διαστρέφουν τις λέξεις
οι λέξεις διαστρέφουν τα στόματα
τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά της γνώσης
έτσι κι εμείς τραβιόμαστε απ’ τα μαλλιά-μας
για να βγούμε από καινουριοκαταχτημένους βούρκους
Ο κόσμος, Θεέ-μου, εύκολο είναι να σωθεί!
Αλλά άνθρωποι, ποιος θα σώσει τους σωτήρες;!
ασήμαντο τραγούδι για τις αξίες που μένουν
Οι μεγάλοι ψεύτες – τι λοιπόν τι
Θα μείνει απ’ αυτούς;
Απ’ αυτούς θα μείνει
ότι τους πιστέψαμε
Οι μεγάλοι υποκριτές – τι λοιπόν τι
Θα μείνει απ’ αυτούς;
Απ’ αυτούς θα μείνει
ότι στο τέλος τους ξεμασκαρέψαμε
Οι μεγάλοι τύραννοι – τι λοιπόν, τι
Θα μείνει απ’ αυτούς;
Απ’ αυτούς θα μείνει
ότι απλούστατα ανατράπηκαν
Και οι αιώνιοί-τους καιροί – τι λοιπόν, τι
Θα μείνει απ’ αυτούς;
Απ’ αυτούς θα μείνει
ότι συντόμεψαν πολύ
Βουλώνουν το στόμα της Αλήθειας με ψωμί
Και τι θα μείνει απ’ το ψωμί;
Θα μείνει απ’ αυτό – τι λοιπόν; -
ότι φαγώθηκε
Και τούτο το κακόφωνο τραγούδι – τι λοιπόν
Θα μείνει απ’ το τραγούδι;
Αιώνια απ’ αυτό θα μείνει
ότι ξεχάστηκε
Έξι από ’κείνα τα ποιήματα («Έτσι πρέπει να γίνει – Έτσι θα γίνει», «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα», «Μπαλάντα για τους ασφαλίτες», «Η μπαλάντα του οπερατέρ», «Ο σύντροφος Χουλιάν Γκριμάου», «Αυτούς τους έχω βαρεθεί!») μελοποιήθηκαν, ως γνωστόν, την επόμενη χρονιά από τον Θάνο Μικρούτσικο, καταλαμβάνοντας την πρώτη πλευρά στο δίσκο του «Πολιτικά Τραγούδια» [Lyra SYLP 3719, 1975]. Ας πω λοιπόν, επί τη ευκαιρία, πως ο Μικρούτσικος δεν μελοποίησε ολάκερα τα συγκεκριμένα ποιήματα.
Αναλυτικότερα: στο «Έτσι πρέπει να γίνει – Έτσι θα γίνει» μελοποιήθηκαν οι πέντε από τις δέκα στροφές και όχι με τη σειρά που έδωσε σ’ αυτές ο Biermann, στο «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα» δεν ακούστηκε η τρίτη στροφή, ενώ υπήρχαν και μικρο-παραλείψεις, στη «Μπαλάντα για τους ασφαλίτες» από τις οκτώ στροφές μελοποιήθηκαν (με μια-δυο προσαρμογές) μόλις οι δύο πρώτες, στη «Μπαλάντα του οπερατέρ» παραλείφθηκε η πρώτη στροφή, μελοποιήθηκαν οι επόμενες τρεις και δεν μελοποιήθηκαν οι υπόλοιπες τρεις, το «Σύντροφο Χουλιάν Γκριμάου» τον ακούμε όπως ακριβώς τον μετέφρασε ο Κούρτοβικ, ενώ στο «Αυτούς τους έχω βαρεθεί!» έχουν γίνει μικροαλλαγές και δεν ακούγεται κι η τελευταία στροφή… Και γενικά είναι για να ουρλιάζεις/ Της Γερμανίας την κατάντια σαν κοιτάζεις/ Τούτης της γης που τριπλά έχει χωριστεί/ Κι αν ευτυχία γνώρισα σ’ αυτή/ Αυτό άλλο τραγούδι ας το πει/ - τα έχω βαρεθεί.
Αντιγράφω από το βιβλίο δύο ποιήματα, τα οποία έχουν σημερινό λόγον ύπαρξης, πέραν των συνθηκών για τις οποίες γράφτηκαν…
δε φτάνει η ειρωνεία
Δε φτάνει; Μα ούτε
κι οργή φτάνει, ούτε
η κατανόηση, η λύπη
δε φτάνει καθόλου, ούτε η προσοχή!
Μα δε φτάνει η
βία, ούτε οι προφητείες
ούτε η σύνεση, τα ιερά
ψέματα δε φτάνουν
δε φτάνει να κλείνουμε τ’ αυτιά
ούτε να σωπαίνουμε ούτε να μιλάμε
Σεμνότητα δε φτάνει
ούτε υπεροψία, το θάρρος δεν
φτάνει, ούτε η δειλία, ενάντια
σε τούτη την τρέλα δε φτάνει
η τρέλα, ενάντια σ’ ανθρώπους δε βοηθάνε
οι άνθρωποι, ούτε οι φωνές ενάντια σ’ αυτούς που φωνάζουν
μα ούτε κι η σιωπή ενάντια στις φωνές
Οι λέξεις διαστρέφουν τις λέξεις
οι λέξεις διαστρέφουν τα στόματα
τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά της γνώσης
έτσι κι εμείς τραβιόμαστε απ’ τα μαλλιά-μας
για να βγούμε από καινουριοκαταχτημένους βούρκους
Ο κόσμος, Θεέ-μου, εύκολο είναι να σωθεί!
Αλλά άνθρωποι, ποιος θα σώσει τους σωτήρες;!
ασήμαντο τραγούδι για τις αξίες που μένουν
Οι μεγάλοι ψεύτες – τι λοιπόν τι
Θα μείνει απ’ αυτούς;
Απ’ αυτούς θα μείνει
ότι τους πιστέψαμε
Οι μεγάλοι υποκριτές – τι λοιπόν τι
Θα μείνει απ’ αυτούς;
Απ’ αυτούς θα μείνει
ότι στο τέλος τους ξεμασκαρέψαμε
Οι μεγάλοι τύραννοι – τι λοιπόν, τι
Θα μείνει απ’ αυτούς;
Απ’ αυτούς θα μείνει
ότι απλούστατα ανατράπηκαν
Και οι αιώνιοί-τους καιροί – τι λοιπόν, τι
Θα μείνει απ’ αυτούς;
Απ’ αυτούς θα μείνει
ότι συντόμεψαν πολύ
Βουλώνουν το στόμα της Αλήθειας με ψωμί
Και τι θα μείνει απ’ το ψωμί;
Θα μείνει απ’ αυτό – τι λοιπόν; -
ότι φαγώθηκε
Και τούτο το κακόφωνο τραγούδι – τι λοιπόν
Θα μείνει απ’ το τραγούδι;
Αιώνια απ’ αυτό θα μείνει
ότι ξεχάστηκε
Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011
IHRE KINDER άδεια χέρια
Μετά το… jeans cover η Missing Vinyl τυπώνει ένα ακόμη LP των Ihre Kinder από την Νυρεμβέργη. Να υπενθυμίσω πως το… jeans cover [Kuckuck, 1971] ήταν το τρίτο άλμπουμ τους, ενώ το παρόν “Empty Hands” ήταν το δεύτερό τους, επίσης στην Kuckuck, από το 1970.
Το άλμπουμ αυτό το είχα αγοράσει πριν αρκετά χρόνια (από το παλιό Playback του Πετρουλάκη, στην οδό Μαντζάρου) στη γερμανική του εκδοχή, ως “Leere Hände”, αγνοώντας μέχρι πρότινος πως υπήρχε και σε αγγλόφωνη version. Όπως διάβασα στο δίκτυο προοριζόταν να κυκλοφορήσει ως αγγλόφωνο (και) στη Βρετανία από την Polydor, αλλά τελικώς το σχέδιο ματαιώθηκε, με αποτέλεσμα, σήμερα, οι λίγες promo κόπιες που διασώθηκαν να φεύγουν με 2-3 εκατοντάδες ευρώ. Αυτήν τη δυσεύρετη version επανεκδίδει τώρα η ελληνική εταιρία, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ξανακούσουμε «αλλιώς», έναν ούτως ή άλλως ξεχωριστό δίσκο. Οι Ihre Kinder δεν είναι (ήταν) η... τυπική γερμανική μπάντα. Δεν έχουν τον prog ήχο που περιμένει ο καθείς, σκεπτόμενος π.χ. τους Can, τους Amon Düül II, τους Birth Control, τους Eloy, τους Jane, τους Neu!, τους Cluster, τους Kraftwerk και όλα τα υπόλοιπα γνωστά γκρουπ της εποχής. Αρχικώς, το γεγονός ότι τραγουδούσαν στη γερμανική (ασχέτως του παρόντος) τους διαφοροποιούσε από πολλούς συνοδοιπόρους. Έπειτα, ο ήχος τους συνδύαζε folk, freak ακόμη και κάποια jazz, blues ή και pop στοιχεία, ενώ στα κομμάτια τους εμφάνιζαν ανατροπές (απότομες αλλαγές ρυθμών, απουσία μακροσκελών soli – που ήταν καθιερωμένα στο german rock), περνώντας από ακουστικά σε ηλεκτρικά μέρη και τούμπαλιν. Τέλος, είχαν πολιτικό, προοδευτικό λόγο, θίγοντας γεγονότα και καταστάσεις. Στο “Empty Hands” π.χ. έχουν ένα κομμάτι που τα χώνουν στο νοτιο-αφρικανικό apartheid ήδη από το 1970 (“South African apartheid express”), ενώ στο φερώνυμο τραγούδι εντοπίζουν το ζήτημα της κοινωνικής επανένταξης των φυλακισμένων.
Εκείνη την εποχή Ihre Kinder ήταν οι Olders Frenzel ντραμς, κρουστά, Muck Groh κιθάρες, Sonny Hennig πλήκτρα, ακουστική κιθάρα, Georgie Meyer φλάουτο, βιολί, Walti Schneider μπάσο, ακορντεόν, ακουστική κιθάρα και Ernst Schultz φλάουτο, κρουστά, ακουστική κιθάρα. Τέλος, τη μεταφορά των στίχων στην αγγλική είχε επιμεληθεί ο αυστροκαναδός τροβαδούρος Jack Grunsky, ο οποίος είχε ηχογραφήσει κάμποσα LP στην Kuckuck, στις αρχές των 70s. [Στο μοναδικό του άλμπουμ που διαθέτω, το “Toronto” (1970), στην καναδική Polydor (είχε βγει και από την Kuckuck στη Δυτική Γερμανία, αλλά και από την Amadeο στην Αυστρία) είχε κάνει παραγωγή ο Alexis Korner].
Στο YouTube, μ’ ένα πρώτο ψάξιμο, δεν βρήκα κάτι αγγλόφωνο. Έτσι, ας ακούσουμε το “Empty hands” στην πρώτη γερμανόφωνη εκδοχή του (από το 1970 και όχι από το 1972, όπως αναγράφεται στο βίντεο).
Το άλμπουμ αυτό το είχα αγοράσει πριν αρκετά χρόνια (από το παλιό Playback του Πετρουλάκη, στην οδό Μαντζάρου) στη γερμανική του εκδοχή, ως “Leere Hände”, αγνοώντας μέχρι πρότινος πως υπήρχε και σε αγγλόφωνη version. Όπως διάβασα στο δίκτυο προοριζόταν να κυκλοφορήσει ως αγγλόφωνο (και) στη Βρετανία από την Polydor, αλλά τελικώς το σχέδιο ματαιώθηκε, με αποτέλεσμα, σήμερα, οι λίγες promo κόπιες που διασώθηκαν να φεύγουν με 2-3 εκατοντάδες ευρώ. Αυτήν τη δυσεύρετη version επανεκδίδει τώρα η ελληνική εταιρία, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ξανακούσουμε «αλλιώς», έναν ούτως ή άλλως ξεχωριστό δίσκο. Οι Ihre Kinder δεν είναι (ήταν) η... τυπική γερμανική μπάντα. Δεν έχουν τον prog ήχο που περιμένει ο καθείς, σκεπτόμενος π.χ. τους Can, τους Amon Düül II, τους Birth Control, τους Eloy, τους Jane, τους Neu!, τους Cluster, τους Kraftwerk και όλα τα υπόλοιπα γνωστά γκρουπ της εποχής. Αρχικώς, το γεγονός ότι τραγουδούσαν στη γερμανική (ασχέτως του παρόντος) τους διαφοροποιούσε από πολλούς συνοδοιπόρους. Έπειτα, ο ήχος τους συνδύαζε folk, freak ακόμη και κάποια jazz, blues ή και pop στοιχεία, ενώ στα κομμάτια τους εμφάνιζαν ανατροπές (απότομες αλλαγές ρυθμών, απουσία μακροσκελών soli – που ήταν καθιερωμένα στο german rock), περνώντας από ακουστικά σε ηλεκτρικά μέρη και τούμπαλιν. Τέλος, είχαν πολιτικό, προοδευτικό λόγο, θίγοντας γεγονότα και καταστάσεις. Στο “Empty Hands” π.χ. έχουν ένα κομμάτι που τα χώνουν στο νοτιο-αφρικανικό apartheid ήδη από το 1970 (“South African apartheid express”), ενώ στο φερώνυμο τραγούδι εντοπίζουν το ζήτημα της κοινωνικής επανένταξης των φυλακισμένων.
Εκείνη την εποχή Ihre Kinder ήταν οι Olders Frenzel ντραμς, κρουστά, Muck Groh κιθάρες, Sonny Hennig πλήκτρα, ακουστική κιθάρα, Georgie Meyer φλάουτο, βιολί, Walti Schneider μπάσο, ακορντεόν, ακουστική κιθάρα και Ernst Schultz φλάουτο, κρουστά, ακουστική κιθάρα. Τέλος, τη μεταφορά των στίχων στην αγγλική είχε επιμεληθεί ο αυστροκαναδός τροβαδούρος Jack Grunsky, ο οποίος είχε ηχογραφήσει κάμποσα LP στην Kuckuck, στις αρχές των 70s. [Στο μοναδικό του άλμπουμ που διαθέτω, το “Toronto” (1970), στην καναδική Polydor (είχε βγει και από την Kuckuck στη Δυτική Γερμανία, αλλά και από την Amadeο στην Αυστρία) είχε κάνει παραγωγή ο Alexis Korner].
Στο YouTube, μ’ ένα πρώτο ψάξιμο, δεν βρήκα κάτι αγγλόφωνο. Έτσι, ας ακούσουμε το “Empty hands” στην πρώτη γερμανόφωνη εκδοχή του (από το 1970 και όχι από το 1972, όπως αναγράφεται στο βίντεο).
Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011
SHIRASAKI - HASHIMOTO
Ζωντανά ηχογραφημένη στο Studio E της Laeiszhalle-Musikhalle του Αμβούργου την 17/10/2009, η ιαπωνίδα Ayako Shirasaki παρουσιάζει στο “Falling Leaves, Live in Hamburg” [Jan Matthies Records, 2010] ένα απόλυτο jazz-set, ερμηνεύοντας στο πιάνο συνθέσεις των Charlie Parker, Duke Ellington, Sonny Rollins, Chick Corea, Paul Desmond, Rodgers & Hart και άλλων, προσεγγίζοντας από διαφορετικές θέσεις κάθε φορά το κλασικό υλικό.
Στο εισαγωγικό Confirmation π.χ. – μία σύνθεση του Bird, ηχογραφημένη από τον Dizzy Gillespie το 1946 – η Shirasaki αποτίνει τιμή στον Bud Powell, στο “In a sentimental mood” του Ellington εμφανίζει μία πληθωρική προσέγγιση της μελωδίας, μέσα από μιαν αλληλουχία συγχορδιών, στο “Airegin” («Νιγηρία» από την ανάποδη) του Rollins οι συγχορδίες εναλλάσσονται με ταχύτητα, είτε μέσω μιας classical προσέγγισης ή σε stride παίξιμο, ενώ στο “Mirror mirror” ανοίγεται κάπως το waltz του Corea, αν και η διασκευή γενικώς είναι πιστή. Ακολουθεί ένα μικρό διάλειμμα με το παραδοσιακό ιαπωνικό “Sakura sakura”, για να πάμε από ’κει και κάτω στο “Summertime”, που αποδίδεται μ’ έναν κάπως δραματικό τρόπο, αλλά και σε κάποιες δικές της συνθέσεις, στις οποίες άλλοτε φαίνονται οι κλασικές αναφορές και άλλοτε η επιρροή της από τον Monk (“Monkey punch”). Στα δύο encores, στα οποία οδηγείται κατόπιν επί τόπου παραγγελιών, η Shirasaki αποδεικνύει όχι μόνο την ερμηνευτική δεινότητα, αλλά και την ετοιμότητά της όσον αφορά στην απόδοση των “Moonglow”, “My romance”, “Take five” και “St. Thomas”.
Καθόλου τυχαία περίπτωση jazz organist. Ακριβώς το αντίθετο θα έλεγα. Η Ιαπωνίδα, γεννημένη στην Osaka, Atsuko Hashimoto με το έκτο άλμπουμ της – τούτη τη φορά για την αμερικανική Capri – αποδεικνύει το γιατί θεωρείται, σήμερα, μία από τις πιο αναγνωρισμένες παίκτριες του hammond B-3· η κυρία έχει ηχογραφήσει με σημαντικούς μουσικούς κι έχει βρεθεί στη σκηνή με ακόμη σημαντικότερους (Brother Jack McDuff, Dr. Lonnie Smith, Houston Pearson…). Στο “…Until the Sun Comes Up” (2011) η Hashimoto βρίσκεται μαζί με τον ανερχόμενο κιθαρίστα Graham Dechter και τον ντράμερ Jeff Hamilton (συνεργάτης των Ray Brown, Oscar Peterson, Diana Krall και δεκάδων άλλων), παρουσιάζοντας ένα άλμπουμ αποτελούμενο από πρωτότυπα και διασκευές, στα οποία και προσδίδει την αναμενόμενη groovy διάσταση (πάντοτε μέσα στα πλαίσια ενός μελετημένου jazz trio). Έτσι, παλαιά, κλασικά θέματα όπως το “All or nothing at all” (το πρωτοηχογράφησε, νομίζω, ο Frank Sinatra το 1939), το “Soul station” του Hank Mobley, το “Cherry” (που μάλλον πρωτοτραγούδησε ο Dick Haymes το 1941, αλλά το απογείωσε ο Stanley Turrentine, στο φερώνυμο LP το 1972), συνυπάρχουν με originals, όπως το “Blues for Naka” (για κάποιον Kazuma Naka, ιδιοκτήτη ενός club, στο οποίο εμφανιζόταν συχνά η Hashimoto), φανερώνοντας όλα μαζί την οικειότητα, κατά πρώτον, της hammond player, με τους ήχους που σφράγισαν τη soul-jazz και βεβαίως τη συνέπειά της, ως προς την κατεύθυνση ενός διαχρονικού δημοφιλούς setting (όργανο, κιθάρα, ντραμς). Ευφρανθείτε... "Sunny" (δεν υπάρχει στο εν λόγω άλμπουμ, αλλά τι σημασία έχει;).
Στο εισαγωγικό Confirmation π.χ. – μία σύνθεση του Bird, ηχογραφημένη από τον Dizzy Gillespie το 1946 – η Shirasaki αποτίνει τιμή στον Bud Powell, στο “In a sentimental mood” του Ellington εμφανίζει μία πληθωρική προσέγγιση της μελωδίας, μέσα από μιαν αλληλουχία συγχορδιών, στο “Airegin” («Νιγηρία» από την ανάποδη) του Rollins οι συγχορδίες εναλλάσσονται με ταχύτητα, είτε μέσω μιας classical προσέγγισης ή σε stride παίξιμο, ενώ στο “Mirror mirror” ανοίγεται κάπως το waltz του Corea, αν και η διασκευή γενικώς είναι πιστή. Ακολουθεί ένα μικρό διάλειμμα με το παραδοσιακό ιαπωνικό “Sakura sakura”, για να πάμε από ’κει και κάτω στο “Summertime”, που αποδίδεται μ’ έναν κάπως δραματικό τρόπο, αλλά και σε κάποιες δικές της συνθέσεις, στις οποίες άλλοτε φαίνονται οι κλασικές αναφορές και άλλοτε η επιρροή της από τον Monk (“Monkey punch”). Στα δύο encores, στα οποία οδηγείται κατόπιν επί τόπου παραγγελιών, η Shirasaki αποδεικνύει όχι μόνο την ερμηνευτική δεινότητα, αλλά και την ετοιμότητά της όσον αφορά στην απόδοση των “Moonglow”, “My romance”, “Take five” και “St. Thomas”.
Καθόλου τυχαία περίπτωση jazz organist. Ακριβώς το αντίθετο θα έλεγα. Η Ιαπωνίδα, γεννημένη στην Osaka, Atsuko Hashimoto με το έκτο άλμπουμ της – τούτη τη φορά για την αμερικανική Capri – αποδεικνύει το γιατί θεωρείται, σήμερα, μία από τις πιο αναγνωρισμένες παίκτριες του hammond B-3· η κυρία έχει ηχογραφήσει με σημαντικούς μουσικούς κι έχει βρεθεί στη σκηνή με ακόμη σημαντικότερους (Brother Jack McDuff, Dr. Lonnie Smith, Houston Pearson…). Στο “…Until the Sun Comes Up” (2011) η Hashimoto βρίσκεται μαζί με τον ανερχόμενο κιθαρίστα Graham Dechter και τον ντράμερ Jeff Hamilton (συνεργάτης των Ray Brown, Oscar Peterson, Diana Krall και δεκάδων άλλων), παρουσιάζοντας ένα άλμπουμ αποτελούμενο από πρωτότυπα και διασκευές, στα οποία και προσδίδει την αναμενόμενη groovy διάσταση (πάντοτε μέσα στα πλαίσια ενός μελετημένου jazz trio). Έτσι, παλαιά, κλασικά θέματα όπως το “All or nothing at all” (το πρωτοηχογράφησε, νομίζω, ο Frank Sinatra το 1939), το “Soul station” του Hank Mobley, το “Cherry” (που μάλλον πρωτοτραγούδησε ο Dick Haymes το 1941, αλλά το απογείωσε ο Stanley Turrentine, στο φερώνυμο LP το 1972), συνυπάρχουν με originals, όπως το “Blues for Naka” (για κάποιον Kazuma Naka, ιδιοκτήτη ενός club, στο οποίο εμφανιζόταν συχνά η Hashimoto), φανερώνοντας όλα μαζί την οικειότητα, κατά πρώτον, της hammond player, με τους ήχους που σφράγισαν τη soul-jazz και βεβαίως τη συνέπειά της, ως προς την κατεύθυνση ενός διαχρονικού δημοφιλούς setting (όργανο, κιθάρα, ντραμς). Ευφρανθείτε... "Sunny" (δεν υπάρχει στο εν λόγω άλμπουμ, αλλά τι σημασία έχει;).
Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011
COURTNEY DOWE ένα προφίλ διαμαρτυρίας
Το τραγούδι διαμαρτυρίας, το πολιτικό τραγούδι, δεν θα παύσει ποτέ να παράγεται στην Αμερική (ή όπου αλλού), κι η Courtney Dowe δεν μπορεί παρά να είναι μία ακόμη (μία σημερινή) εκπρόσωπος του είδους. Παίρνοντας τη σκυτάλη δηλαδή από τις ανάλογες φωνές των sixties, των seventies και των eighties (η φωνή της έχει ένα «κάτι» από το μέταλλο τής Tracy Chapman), η Dowe, στο “Accomplice” [CounterPoint, 2010], παρουσιάζει μία σειρά τραγουδιών με κοινωνικό περιεχόμενο, τα οποία άλλοτε προβάλουν τις απόψεις και τις προτροπές της και άλλοτε στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία και μετατρέπονται σε οξύτατες καταγγελίες έναντι του ρατσισμού, του ολοκληρωτισμού και της ανελευθερίας.
Στο “A song for Sean Bell” ας πούμε υπερασπίζεται των αγώνα των μαύρων στις ΗΠΑ, η καθημερινότητα των οποίων παραμένει σκληρή και πολλές φορές εντελώς έξω από το πνεύμα και βεβαίως τα όρια μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης πολιτείας – τον Bell εξετέλεσαν αστυνομικοί της Νέας Υόρκης, τον Νοέμβριο του ’06, λίγο μετά από το bachelor πάρτυ του, τρεις εκ των οποίων, αφού κατηγορήθηκαν και πέρασαν από δίκη, τελικώς αθωώθηκαν… – ενώ στο φερώνυμο “Accomplice” τα χώνει στο κινέζικο καθεστώς, όσον αφορά στις διώξεις του απέναντι στη Falun Dafa, ένα σύστημα θεωρίας και πράξης, ηθικού και πνευματικού περιεχομένου, που αντιστρατεύεται την καθεστηκυία τάξη.
Υπάρχουν κι άλλα κομμάτια με πολιτικά μηνύματα στο άλμπουμ, όπως υπάρχουν και κομμάτια αγάπης και συμπαράστασης σε πρόσωπα, αλλά και σε καταστάσεις οικείες της καλλιτέχνιδας, τα οποία και προκαλούν σημαντικά τραγούδια· το “Serenade” π.χ. ή το “I do”. Αλλά και από ηχητικής πλευράς, η Dowe κι οι συνεργάτες μουσικοί της έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν ένα protest σκηνικό, που ναι μεν στηρίζεται στις ακουστικές κιθάρες, κατά την προαιώνια folk παράδοση, αλλά από την άλλη δεν αρνείται και κάποιες soul, funk και blues αναφορές· συμπληρώνοντας, έτσι, ένα χαρμάνι που ανακαλεί στη μνήμη μου το… ανάλογο του Terry Callier.
Ας σημειώσω, τέλος, πως το “Accomplice” ηχογραφήθηκε στη Βαλτιμόρη, αλλά βγήκε από βρετανική εταιρία…
Στο “A song for Sean Bell” ας πούμε υπερασπίζεται των αγώνα των μαύρων στις ΗΠΑ, η καθημερινότητα των οποίων παραμένει σκληρή και πολλές φορές εντελώς έξω από το πνεύμα και βεβαίως τα όρια μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης πολιτείας – τον Bell εξετέλεσαν αστυνομικοί της Νέας Υόρκης, τον Νοέμβριο του ’06, λίγο μετά από το bachelor πάρτυ του, τρεις εκ των οποίων, αφού κατηγορήθηκαν και πέρασαν από δίκη, τελικώς αθωώθηκαν… – ενώ στο φερώνυμο “Accomplice” τα χώνει στο κινέζικο καθεστώς, όσον αφορά στις διώξεις του απέναντι στη Falun Dafa, ένα σύστημα θεωρίας και πράξης, ηθικού και πνευματικού περιεχομένου, που αντιστρατεύεται την καθεστηκυία τάξη.
Υπάρχουν κι άλλα κομμάτια με πολιτικά μηνύματα στο άλμπουμ, όπως υπάρχουν και κομμάτια αγάπης και συμπαράστασης σε πρόσωπα, αλλά και σε καταστάσεις οικείες της καλλιτέχνιδας, τα οποία και προκαλούν σημαντικά τραγούδια· το “Serenade” π.χ. ή το “I do”. Αλλά και από ηχητικής πλευράς, η Dowe κι οι συνεργάτες μουσικοί της έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν ένα protest σκηνικό, που ναι μεν στηρίζεται στις ακουστικές κιθάρες, κατά την προαιώνια folk παράδοση, αλλά από την άλλη δεν αρνείται και κάποιες soul, funk και blues αναφορές· συμπληρώνοντας, έτσι, ένα χαρμάνι που ανακαλεί στη μνήμη μου το… ανάλογο του Terry Callier.
Ας σημειώσω, τέλος, πως το “Accomplice” ηχογραφήθηκε στη Βαλτιμόρη, αλλά βγήκε από βρετανική εταιρία…
MIKE LEVON 1944-2011
Χθες το βράδυ πήρα ένα e-mail από την Anazitisi Records, σχετικό με το θάνατο του Mike Levon, ιδρυτή του βρετανικού progressive folk label Holyground (A to Austr, Astral Navigations, Gagalactyca, Gygafo κ.λπ.). Το μήνυμα είχε ως εξής: Mike was born on 19th December 1944 on a farm near Grantham. He was always interested in the arts; literature, art and music. He came to Bretton Hall College as an English student in 1963 where he met Shirley; they married in 1970. It was at Bretton that his passion for recording developed. Holyground Records was established with a group of friends by the late 1960s, the first independent recording studio and label. From those times Mike wrote and recorded songs, collaborating with Chris Coombs who wrote the music. He also recorded other bands, encouraging young and established musicians across the region. By 1976 Holyground took a back seat when Mike and Shirley decided to start a family. From 1966 Mike worked full-time as a primary school teacher, but in 1979 he was given a secondment to make educational programmes for Radio Leeds, also taking out the radio car on a Saturday mornings to do vox pops.
From 1982 Mike worked as a Youth and Community Co-ordinator in Leeds, eventually retiring in 1999. Holyground was revived about 1989 when it was clear that there was an interest in the original material, and this led to new music and albums being produced, and interest in the label blossomed. In 2007, the 40th anniversary of Holyground and when Bretton Hall closed, many old friends gathered for a concert, which Mike recorded and released. Mike was a perfectionist, he always recorded to the best standard that was possible, editing and re-editing, whether it was for Holyground music, or for other bands that came to record. Although there are not a huge number of albums on the Holyground label, it is the quality and the care that Mike put into them that makes them so enjoyable.
He died peacefully in hospital on Sunday 4th September, 2011. Και η είδηση. Η Anazitisi Records έχει στα άμεσα σχέδιά της την επανακυκλοφορία (σε LP), όλων σχεδόν των εκδόσεων της Holyground. Η συνεργασία είχε ξεκινήσει ενόσω ζούσε ο Mike Levon και θα συνεχιστεί πλέον με τη σύζυγό του.
From 1982 Mike worked as a Youth and Community Co-ordinator in Leeds, eventually retiring in 1999. Holyground was revived about 1989 when it was clear that there was an interest in the original material, and this led to new music and albums being produced, and interest in the label blossomed. In 2007, the 40th anniversary of Holyground and when Bretton Hall closed, many old friends gathered for a concert, which Mike recorded and released. Mike was a perfectionist, he always recorded to the best standard that was possible, editing and re-editing, whether it was for Holyground music, or for other bands that came to record. Although there are not a huge number of albums on the Holyground label, it is the quality and the care that Mike put into them that makes them so enjoyable.
He died peacefully in hospital on Sunday 4th September, 2011. Και η είδηση. Η Anazitisi Records έχει στα άμεσα σχέδιά της την επανακυκλοφορία (σε LP), όλων σχεδόν των εκδόσεων της Holyground. Η συνεργασία είχε ξεκινήσει ενόσω ζούσε ο Mike Levon και θα συνεχιστεί πλέον με τη σύζυγό του.
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011
ΓΙΩΡΓΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ flaneur
Δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Γιώργης Χριστοδούλου, ή απλώς Giorgis, είναι ένας ολοκληρωμένος τραγουδοποιός. Τούτο το έχω γράψει κι άλλες φορές (στο περιοδικό)· από την εποχή τού «Η Αγάπη Είναι Ένα Πορτοκάλι» [Ankh, 2001] και του «Δες το Κι Αλλιώς» [V2, 2003], τις διασκευές του δηλαδή σε τραγούδια του Καρβέλα, του Φοίβου και του Μιχάλη Ρακιντζή. Και το «ολοκληρωμένος» έχει να κάνει με το εξής. Με την ικανότητα του Χριστοδούλου να γράφει ωραία ελαφρά τραγούδια, είτε γέρνουν εκείνα προς τη βρετανική pop, είτε προς το chanson, είτε προς τη μεσογειακή folk ballad.
Η τελευταία δουλειά τού Γιώργη έχει τίτλο “Flaneur” [Ankh/ epsa music, sgae, 2011], μία λέξη που κινδυνεύει να ακυρωθεί από την κατάχρησή της (ως συνήθως συμβαίνει) – τη διαβάζω συνεχώς στον Τύπο, αφού πλέον την έχουν μυριστεί άπαντες οι… εμβληματικοί – και η οποία εμφανίζει τον έλληνα τραγουδοποιό να αποδίδει δικές του συνθέσεις, αλλά και των Alberto Matesanz, Jordi Maranges, όπως κι ένα παλαιό άσμα των Alain Goraguer/ Boris Vian (“Barcelone”) από τα fifties…
Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς σημαίνει flaneur (τα… λεξικά γράφουν για τον πεζοπόρο, τον περιπατητή των πόλεων, τον άνθρωπο που δημιουργικώς αλητεύει), όμως έχω την αίσθηση (για να μην πω τη βεβαιότητα) ότι κακώς ορισμένοι… στριμώχνουν στα ίδια κείμενα τον Γιώργη Χριστοδούλου, με τον Λεωνίδα Χρηστάκη φερ’ ειπείν, τον συγγραφέα της «Ιστορίας της Αλητείας», και με τους… easy riders του Dennis Hopper. Πρέπει να είμαστε σε θέση να κάνουμε λεπτές διακρίσεις και να μην συγχέουμε άσχετα μεταξύ τους πρόσωπα ή θέματα.
Ακούγοντας, λοιπόν, το “Flaneur”, γιατί αυτό είναι το θέμα μας, εμένα μου δημιουργήθηκε η αίσθηση πως αλητεία για τον Γιώργη Χριστοδούλου – αν και δεν θέλω να την αποκαλώ έτσι – είναι μία εγκάρσια αντιμετώπιση του ζην· κύριο μέλημα της οποίας θα μπορούσε να είναι η αναζήτηση κι η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, προς την κατεύθυνση των ζωτικών στοιχείων της ύπαρξης. Σχέσεις, συναναστροφές, φιλίες, παρέες και τα τοιαύτα. Δεν καβαλάμε μια μηχανή, γυρνώντας άιρα και κάιρα, αλλά πατάμε παύση· και επιχειρούμε, κινούμενοι πλέον με… ανθρώπινες ταχύτητες εντός του αστικού περιβάλλοντος, να δούμε τον άλλον κατά πρόσωπο, να παρατηρήσουμε κινήσεις, ματιές και συμπεριφορές.
Ο σύγχρονος flaneur δεν ξέρω αν φορά ρολόι στο χέρι του – γιατί όχι; –, έχω όμως την αίσθηση πως ενδιαφέρεται για την εμφάνισή του (δεν αναφέρομαι στις στυλιστικές ακρότητες), προκρίνει σεβαστικές συμπεριφορές, είναι απλός και μειλίχιος και πάνω απ’ όλα ευγενικός με όλους όσους συναναστρέφεται· όποιους μπορεί να συναντά στις βόλτες του, στα bar ή τα cafe, και που μπορεί να χρήζουν της κατευναστικής του διάθεσης. Ίσως, ακόμη, να είναι γλωσσομαθής και, φυσικά, εξυπηρετικότατος με τους τουρίστες· καθότι, πολλές φορές, μπορεί να συχνάζει στα ίδια, μ’ εκείνους, μέρη. Ο κοσμοπολιτισμός τού flaneur δεν είναι κάλπικος, αλλά εκπηγάζει από τη φυσική ανάγκη να αγαπά τον τόπο του, τη δική του πόλη, επιχειρώντας να τη μετατρέψει, με την παρουσία και τη συμπεριφορά του, σε κάτι ιδεατό. Πόλεις όπως η Αθήνα, που κρέμονται πλειστάκις στο χείλος της αβύσσου, περιμένουν τους φλανέρ να τις εξευμενίσουν. Ευχολόγια; Πιθανώς. Θα το επιζητούσα; Προφανώς.
Μπορεί να φαίνονται αβαθή όλα τούτα, ενδεχομένως γραφικά ή και α-πολιτικά, θ’ άξιζε όμως, νομίζω, να είναι σε πρώτη φάση χαρακτηριστικά των σημερινών κατοίκων των μεγάλων πόλεων· όλων εκείνων, τέλος πάντων, που βρίσκονται σε μία διαρκή αναζήτηση των αστικών οάσεων. Και δεν εννοώ τους κήπους και τα πάρκα, αλλά τα… περιβόλια των ανθρωπίνων συμπεριφορών.
Ένας flaneur, όπως ο Γιώργης Χριστοδούλου, έχει βεβαίως και τη μουσική του. Ήπια τραγούδια, με λεπτές ενορχηστρώσεις, στα οποία προκρίνεται η μελωδία. Είναι τραγούδια ισπανόφωνα ή γαλλόφωνα σε πρώτη φάση, τα οποία σφυρίζονται στο δρόμο (“Mi nido”, “Tous les Mardis”, “Silencio”…), ακούγονται σαν θρόισμα, ίπτανται πάνω από τα διαλυμένα πεζοδρόμια, τα επικίνδυνα στενά, τις βρωμερές διαβάσεις…
Ανάβει πράσινο, αλλά θα περάσω με την άλλη…
Η τελευταία δουλειά τού Γιώργη έχει τίτλο “Flaneur” [Ankh/ epsa music, sgae, 2011], μία λέξη που κινδυνεύει να ακυρωθεί από την κατάχρησή της (ως συνήθως συμβαίνει) – τη διαβάζω συνεχώς στον Τύπο, αφού πλέον την έχουν μυριστεί άπαντες οι… εμβληματικοί – και η οποία εμφανίζει τον έλληνα τραγουδοποιό να αποδίδει δικές του συνθέσεις, αλλά και των Alberto Matesanz, Jordi Maranges, όπως κι ένα παλαιό άσμα των Alain Goraguer/ Boris Vian (“Barcelone”) από τα fifties…
Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς σημαίνει flaneur (τα… λεξικά γράφουν για τον πεζοπόρο, τον περιπατητή των πόλεων, τον άνθρωπο που δημιουργικώς αλητεύει), όμως έχω την αίσθηση (για να μην πω τη βεβαιότητα) ότι κακώς ορισμένοι… στριμώχνουν στα ίδια κείμενα τον Γιώργη Χριστοδούλου, με τον Λεωνίδα Χρηστάκη φερ’ ειπείν, τον συγγραφέα της «Ιστορίας της Αλητείας», και με τους… easy riders του Dennis Hopper. Πρέπει να είμαστε σε θέση να κάνουμε λεπτές διακρίσεις και να μην συγχέουμε άσχετα μεταξύ τους πρόσωπα ή θέματα.
Ακούγοντας, λοιπόν, το “Flaneur”, γιατί αυτό είναι το θέμα μας, εμένα μου δημιουργήθηκε η αίσθηση πως αλητεία για τον Γιώργη Χριστοδούλου – αν και δεν θέλω να την αποκαλώ έτσι – είναι μία εγκάρσια αντιμετώπιση του ζην· κύριο μέλημα της οποίας θα μπορούσε να είναι η αναζήτηση κι η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, προς την κατεύθυνση των ζωτικών στοιχείων της ύπαρξης. Σχέσεις, συναναστροφές, φιλίες, παρέες και τα τοιαύτα. Δεν καβαλάμε μια μηχανή, γυρνώντας άιρα και κάιρα, αλλά πατάμε παύση· και επιχειρούμε, κινούμενοι πλέον με… ανθρώπινες ταχύτητες εντός του αστικού περιβάλλοντος, να δούμε τον άλλον κατά πρόσωπο, να παρατηρήσουμε κινήσεις, ματιές και συμπεριφορές.
Ο σύγχρονος flaneur δεν ξέρω αν φορά ρολόι στο χέρι του – γιατί όχι; –, έχω όμως την αίσθηση πως ενδιαφέρεται για την εμφάνισή του (δεν αναφέρομαι στις στυλιστικές ακρότητες), προκρίνει σεβαστικές συμπεριφορές, είναι απλός και μειλίχιος και πάνω απ’ όλα ευγενικός με όλους όσους συναναστρέφεται· όποιους μπορεί να συναντά στις βόλτες του, στα bar ή τα cafe, και που μπορεί να χρήζουν της κατευναστικής του διάθεσης. Ίσως, ακόμη, να είναι γλωσσομαθής και, φυσικά, εξυπηρετικότατος με τους τουρίστες· καθότι, πολλές φορές, μπορεί να συχνάζει στα ίδια, μ’ εκείνους, μέρη. Ο κοσμοπολιτισμός τού flaneur δεν είναι κάλπικος, αλλά εκπηγάζει από τη φυσική ανάγκη να αγαπά τον τόπο του, τη δική του πόλη, επιχειρώντας να τη μετατρέψει, με την παρουσία και τη συμπεριφορά του, σε κάτι ιδεατό. Πόλεις όπως η Αθήνα, που κρέμονται πλειστάκις στο χείλος της αβύσσου, περιμένουν τους φλανέρ να τις εξευμενίσουν. Ευχολόγια; Πιθανώς. Θα το επιζητούσα; Προφανώς.
Μπορεί να φαίνονται αβαθή όλα τούτα, ενδεχομένως γραφικά ή και α-πολιτικά, θ’ άξιζε όμως, νομίζω, να είναι σε πρώτη φάση χαρακτηριστικά των σημερινών κατοίκων των μεγάλων πόλεων· όλων εκείνων, τέλος πάντων, που βρίσκονται σε μία διαρκή αναζήτηση των αστικών οάσεων. Και δεν εννοώ τους κήπους και τα πάρκα, αλλά τα… περιβόλια των ανθρωπίνων συμπεριφορών.
Ένας flaneur, όπως ο Γιώργης Χριστοδούλου, έχει βεβαίως και τη μουσική του. Ήπια τραγούδια, με λεπτές ενορχηστρώσεις, στα οποία προκρίνεται η μελωδία. Είναι τραγούδια ισπανόφωνα ή γαλλόφωνα σε πρώτη φάση, τα οποία σφυρίζονται στο δρόμο (“Mi nido”, “Tous les Mardis”, “Silencio”…), ακούγονται σαν θρόισμα, ίπτανται πάνω από τα διαλυμένα πεζοδρόμια, τα επικίνδυνα στενά, τις βρωμερές διαβάσεις…
Ανάβει πράσινο, αλλά θα περάσω με την άλλη…
Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011
UNA VALLI soul meeting!!
Τώρα, την εποχή όπου η soul music δίνει και παίρνει, με νέα (δεκάδες) συγκροτήματα να ξεπετάγονται από κάθε γωνιά του κόσμου, επιχειρώντας στο γνωστό τοις πάσι σκηνικό, καλόν είναι να θυμόμαστε πως ο ήχος της περήφανης μαύρης μουσικής ήταν παγκόσμιο φαινόμενο ήδη από τα sixties. Και όχι μόνο στη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ισπανία, αλλά, ακόμη, και στην Ελλάδα, την Τουρκία, το Ισραήλ, τη Νιγηρία ή τη Νότια Αφρική. Έτσι, ταυτοχρόνως με τη στήριξη των νέων ονομάτων, οι μουσικόφιλοι κοιτούν και προς το παρελθόν, ανακαλύπτοντας και προτείνοντας ξεχασμένους καλλιτέχνες και συγκροτήματα, ο ήχος των οποίων δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από εκείνον των γνωστών και των καταξιωμένων. Μία τέτοια περίπτωση είναι κι αυτή της Νοτιοαφρικανής Una Valli.
Αν δώσω βάση στον τίτλο του άλμπουμ “Dan Hill at The Grove featuring Dana Valery and introducing Una Valli” [CBS, 1964;] τότε την εν λόγω τραγουδίστρια με τη χάρμα ώτων, δυναμική mezzo φωνή φαίνεται να την πρότεινε μία από τις μορφές της νοτιο-αφρικανικής χορευτικής jazz, o μαέστρος Dan Hill (πέθανε το 2009), υπεύθυνος για την ανακάλυψη ή την αξιοποίηση των Sharon Tandy, June Muscat, Judy Page, Mercia Love, Dana Valery κ.ά.· τραγουδίστριες δηλαδή που έγιναν πασίγνωστες στη χώρα τους ή και έξω απ’ αυτήν (όπως η Tandy, με τη soul πορεία στην Αγγλία των 60s). Έτσι, λοιπόν, ξεκινώντας την καριέρα της η Una Valli με τραγούδια όπως τα “There goes the boy I love with Mary” (Donna Lynn), “Just so Bobby can see” (Diane Ray), “I’ll come running over” (Lynne Randell) και “Why don’t I run away from you” (Kiki Dee), ήταν έτοιμη το 1968 για ένα ακόμη μεγαλύτερο δισκογραφικό άλμα.Το “Soul Meeting!!” [Rave RMG 1233, 4/1968] ήταν το δεύτερο LP της – είχε προηγηθεί το “Teenage Sensation!” στη CBS το 1964, που περιελάμβανε κομμάτια (και) από τις 45 στροφές – κι εκείνο που θα την τοποθετούσε, αυτομάτως, στην κορυφή του τοπικού soul circuit. Ας πω, όμως, πως το “Soul Meeting!!” δεν τυπώθηκε μόνο στη Νότια Αφρική, αλλά την ίδιαν εποχή (1968) και στη Μεγάλη Βρετανία από την Page One. Στο ίδιο βρετανικό label είχε τυπωθεί κι ένας ακόμη soul-rock δυναμίτης από την αφρικανική χώρα, το “Burning Soul!” (1968) των Flames, μιας εξαιρετικής μπάντας, «κεφάλαιο» για την… za scene. (Μέλη των Flames ήταν ο Ricky Fataar και o Blondie Chaplin, αργότερα στους Beach Boys!). Οι Flames συνοδεύουν την Una Valli στα Satisfaction, Tell mama, Reach out I’ll be there, You are my sunshine, Take me for a little while και Stop thief, ενώ στα υπόλοιπα έξι tracks (I never loved a man the way I love you, Yesterday, Respect, Nowhere to run, My guy, Yum, yum) ήταν μαζί της οι Peanut Butter Conspiracy (ουδεμία σχέση με τους συνονόματους Αμερικανούς), κι αυτοί με προσωπικές ηχογραφήσεις. Η δύναμη, το πάθος, η ένταση, τα vibes της ερμηνεύτριας και των μουσικών δεν περιγράφονται εύκολα. Το “Soul Meeting!!” είναι ένας soul αδάμαντας, αδάμαστος ακόμη και μετά από 43 χρόνια.
Αν δώσω βάση στον τίτλο του άλμπουμ “Dan Hill at The Grove featuring Dana Valery and introducing Una Valli” [CBS, 1964;] τότε την εν λόγω τραγουδίστρια με τη χάρμα ώτων, δυναμική mezzo φωνή φαίνεται να την πρότεινε μία από τις μορφές της νοτιο-αφρικανικής χορευτικής jazz, o μαέστρος Dan Hill (πέθανε το 2009), υπεύθυνος για την ανακάλυψη ή την αξιοποίηση των Sharon Tandy, June Muscat, Judy Page, Mercia Love, Dana Valery κ.ά.· τραγουδίστριες δηλαδή που έγιναν πασίγνωστες στη χώρα τους ή και έξω απ’ αυτήν (όπως η Tandy, με τη soul πορεία στην Αγγλία των 60s). Έτσι, λοιπόν, ξεκινώντας την καριέρα της η Una Valli με τραγούδια όπως τα “There goes the boy I love with Mary” (Donna Lynn), “Just so Bobby can see” (Diane Ray), “I’ll come running over” (Lynne Randell) και “Why don’t I run away from you” (Kiki Dee), ήταν έτοιμη το 1968 για ένα ακόμη μεγαλύτερο δισκογραφικό άλμα.Το “Soul Meeting!!” [Rave RMG 1233, 4/1968] ήταν το δεύτερο LP της – είχε προηγηθεί το “Teenage Sensation!” στη CBS το 1964, που περιελάμβανε κομμάτια (και) από τις 45 στροφές – κι εκείνο που θα την τοποθετούσε, αυτομάτως, στην κορυφή του τοπικού soul circuit. Ας πω, όμως, πως το “Soul Meeting!!” δεν τυπώθηκε μόνο στη Νότια Αφρική, αλλά την ίδιαν εποχή (1968) και στη Μεγάλη Βρετανία από την Page One. Στο ίδιο βρετανικό label είχε τυπωθεί κι ένας ακόμη soul-rock δυναμίτης από την αφρικανική χώρα, το “Burning Soul!” (1968) των Flames, μιας εξαιρετικής μπάντας, «κεφάλαιο» για την… za scene. (Μέλη των Flames ήταν ο Ricky Fataar και o Blondie Chaplin, αργότερα στους Beach Boys!). Οι Flames συνοδεύουν την Una Valli στα Satisfaction, Tell mama, Reach out I’ll be there, You are my sunshine, Take me for a little while και Stop thief, ενώ στα υπόλοιπα έξι tracks (I never loved a man the way I love you, Yesterday, Respect, Nowhere to run, My guy, Yum, yum) ήταν μαζί της οι Peanut Butter Conspiracy (ουδεμία σχέση με τους συνονόματους Αμερικανούς), κι αυτοί με προσωπικές ηχογραφήσεις. Η δύναμη, το πάθος, η ένταση, τα vibes της ερμηνεύτριας και των μουσικών δεν περιγράφονται εύκολα. Το “Soul Meeting!!” είναι ένας soul αδάμαντας, αδάμαστος ακόμη και μετά από 43 χρόνια.
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011
NORTHERN-SPY Brooklyn underground
Η Northern-Spy δημιουργήθηκε πέρυσι από ανθρώπους που έτρεξαν την (επαναδραστηριοποιημένη) ESP-Disk. Μέσα σε λίγους μήνες η εταιρία κατόρθωσε να παρουσιάσει ορισμένες δουλειές, που παρείχαν αμέσως στίγμα. Έτσι, μία γενικότερη πολιτική, και όχι μόνον αισθητική, στάση δεν φαίνεται ν’ απουσιάζει από τις μπάντες του νεοϋορκέζικου label.
Οι USAISAMONSTER είναι ένα extreme rock κουαρτέτο, αποτελούμενο εκ των Colin Langenus κιθάρες, φωνή, πλήκτρα, κρουστά, Tom Hohmann ντραμς, φωνή, Maxx Katz πλήκτρα, φωνή, φλάουτο και Peter Schuette πλήκτρα. Τα 6 τραγούδια που παρουσιάζουν στο CD τους “R.I.P.” [NSCD 001, 2010], συνολικής διάρκειας 39 λεπτών, έχουν να κάνουν, όσον αφορά στους στίχους, με τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα – μάλλον με την αποσύνθεση ενός αντι-ουμανιστικού πολιτικού σκηνικού, που παράγει πλέον μόνον αδιέξοδα –, ενώ, εν σχέσει με τους ήχους, ακούμε ένα… παλίμψηστο σύγχρονου rock, με συχνές ανατροπές, που άγεται από την native american music και τον Frank Zappa και φέρεται από τα progressive(!) χρώματα, το eighties rock των Feelies και των Meat Puppets, έως και το σύγχρονο hard core. Το αποτέλεσμα είναι πέραν του αναμενομένου. Ένα απολύτως ενδιαφέρον rock άλμπουμ, με σαφή λόγο ύπαρξης.
Οι Old Time Relijun, δηλαδή οι Arrington de Dionyso 5χορδη κιθάρα, φωνή, μπάσο κλαρίνο, άλτο σαξόφωνο, κοντράλτο κλαρινέτο, jew’s harp, Aaron Hartman μπάσο, πνευστά και Bryce Panic κρουστά, έτσι όπως αποτυπώνονται στο 66λεπτο “Songbook, Volume One” [NSCD 002, 2010] είναι ένα improv-jazz-punk τρίο, το οποίον ακουστικώς στηρίζεται στα ιλιγγιώδη εξοντωτικά παιξίματα, ηχώντας πότε «ξεκούρδιστο», πότε αυτοσχέδιο, και πότε… πανικόβλητα εκρηκτικό (συχνά δε και τα τρία μαζί). Το άλμπουμ τους αποτελείται από δύο sessions. Η πρώτη, τα κομμάτια 1-14, ηχογραφημένα προς τα τέλη του 1996, είναι τα περισσότερο εκτός τόπου και χρόνου. Εκείνα, δηλαδή, που δύσκολα αντιμετωπίζονται, ακόμη και μέσα στα πλαίσια μιας ανατρεπτικής ηχητικής κατάστασης. Τα υπόλοιπα (15-25), όχι πως αποποιούνται τον ακραίο χαρακτήρα τους, απλώς μοιάζουν κατά τι περισσότερο στοχευμένα. Αν και τα φωνητικά του Arrington de Dionyso είναι, κι εκεί κι εδώ, το ίδιο punky, οι μουσικές συνοδείες στο δεύτερο session μοιάζει να ξεπερνούν το στοιχειώδες, αποκτώντας ένα περισσότερο δημοφιλές προφίλ. Όμως, ακόμη και στα κομμάτια που γειτνιάζουν με τις twangy κιθάρες του desert rock, ή το εκτραχυλισμένο r&b (εκτραχυλισμένο, αλλά r&b), είναι τα φωνητικά εκείνα που θα σπέρνουν πάντα την καταστροφή. Παρά ταύτα, δεν θα ήταν εκτός τόπου αν υποστήριζα πως, μέσα σ’ αυτόν τον στριγγλο-πανικό, ακούγονται και μερικά «ωραία» κομμάτια (“Baby dragon”).
Για τους Ιταλούς Jooklo Duo, δηλαδή την Virginia Genta σαξόφωνα, πιάνο και τον David Vanzan ντραμς, κρουστά, είχα ξαναγράψει πριν από καιρό (http://is.gd/8x2j8F), με αφορμή την εμφάνισή τους στην Αθήνα (KΝΟΤ gallery, 12/2/2011). Οι δύο μουσικοί, που κινούνται στο χώρο του σύγχρονου jazz και rock improv, συνεχίζουν, σχεδόν μια δεκαετία τώρα, να δημιουργούν τα δικά τους πολυ-περιβάλλοντα, είτε ως duo, είτε συνεργαζόμενοι με άλλους μουσικούς σε… παρεμφερείς σχηματισμούς. Π.χ. ως Neokarma Jooklo Octet κυκλοφόρησαν το “Infinity” [Ιταλία Qbico, 2007] με τη συμμετοχή του Kawabata Makoto (ex-Acid Mothers Temple), αλλά και ως Neokarma Jooklo Trio, με τον Maurizio Abate (tanpura, harmonica, acoustic guitar, kalimba) ανάλογης κατεύθυνσης δουλειές. Ως Jooklo Quartet (με Topias Tiheasalo κιθάρες και Tero Kemppainen μπάσο) περιόδευσαν τον προηγούμενο Οκτώβριο στην Ιταλία, ετοιμάζοντας ένα ακόμη long play, ενώ ως duo, η Genta και ο Vanzan, έγραψαν τον Νοέμβριο το πρώτο τους 7ιντσο υπό τον τίτλο “Warrior”· αυτό δηλαδή στη Northern-Spy [NSVS 003]. Δύο κομμάτια (“Primitive power”, “Fire liberation”), το ένα κάπως σαν συνέχεια του άλλου, με τα σαξόφωνα (τενόρο, σοπράνο) και το κλαρινέτο να στριγγλίζουν, πάνω από το άναρχο καταιγιστικό ντραμ παίξιμο.
Της Colin L. Orchestra ηγείται ο Colin Langenus (ex-USAISAMONSTER) και το “Infinite Ease/ Good God” [NSCD 005, 2011] είναι ένα διπλό CD, αποτελούμενο από τα δύο έργα του τίτλου, ερμηνευμένα από μία… αλλοπρόσαλλη ομάδα 33(!) μουσικών, οι οποίοι δεν παίζουν ποτέ όλοι μαζί· υπάρχουν ορισμένοι που συμμετέχουν και στα δύο έργα, και άλλοι μόνο στο ένα ή το άλλο. Εκείνο που κάνει εντύπωση στο άλμπουμ της Colin L. Orchestra είναι πως ηχητικώς, αισθητικώς και ό,τι άλλο δεν έχει καμμία σχέση με τους USAISAMONSTER. Επί του προκειμένου έχουμε να κάνουμε με μία απείρου κάλλους (ναι!) americana (δύο ναι!!), η οποία κατακρατεί όλα τα ταυτοτικά στοιχεία του είδους (τις 12χορδες και pedal steel κιθάρες, βεβαίως τις φυσαρμόνικες και τα βιολιά, και ακόμη τις φωνές και τις ανοιχτές μελωδίες, που απλώνονται πάνω σε άψογα country, folk και r&b πλαίσια). Υπάρχει όμως και το σπέρμα του… διαβόλου – πώς θα μπορούσε να μην… – στο πρώτο CD, το “Infinite Ease” (μια και το δεύτερο είναι τελείως, τρόπος του λέγειν, Flying Burrito Brothers), όταν ο Colin Langenus και οι φίλοι του, συχνά, ξεστρατίζουν προς κάποιες περισσότερο minimal/no wave καταστάσεις. Εκεί, παραμονεύουν οι κιθαρο-συστοιχίες του Rhys Chatham και γενικότερα η οσμή του νεοϋορκέζικου underground. Απολύτως ενδιαφέρον άλμπουμ και στις δυο του όψεις.
Οι USAISAMONSTER είναι ένα extreme rock κουαρτέτο, αποτελούμενο εκ των Colin Langenus κιθάρες, φωνή, πλήκτρα, κρουστά, Tom Hohmann ντραμς, φωνή, Maxx Katz πλήκτρα, φωνή, φλάουτο και Peter Schuette πλήκτρα. Τα 6 τραγούδια που παρουσιάζουν στο CD τους “R.I.P.” [NSCD 001, 2010], συνολικής διάρκειας 39 λεπτών, έχουν να κάνουν, όσον αφορά στους στίχους, με τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα – μάλλον με την αποσύνθεση ενός αντι-ουμανιστικού πολιτικού σκηνικού, που παράγει πλέον μόνον αδιέξοδα –, ενώ, εν σχέσει με τους ήχους, ακούμε ένα… παλίμψηστο σύγχρονου rock, με συχνές ανατροπές, που άγεται από την native american music και τον Frank Zappa και φέρεται από τα progressive(!) χρώματα, το eighties rock των Feelies και των Meat Puppets, έως και το σύγχρονο hard core. Το αποτέλεσμα είναι πέραν του αναμενομένου. Ένα απολύτως ενδιαφέρον rock άλμπουμ, με σαφή λόγο ύπαρξης.
Οι Old Time Relijun, δηλαδή οι Arrington de Dionyso 5χορδη κιθάρα, φωνή, μπάσο κλαρίνο, άλτο σαξόφωνο, κοντράλτο κλαρινέτο, jew’s harp, Aaron Hartman μπάσο, πνευστά και Bryce Panic κρουστά, έτσι όπως αποτυπώνονται στο 66λεπτο “Songbook, Volume One” [NSCD 002, 2010] είναι ένα improv-jazz-punk τρίο, το οποίον ακουστικώς στηρίζεται στα ιλιγγιώδη εξοντωτικά παιξίματα, ηχώντας πότε «ξεκούρδιστο», πότε αυτοσχέδιο, και πότε… πανικόβλητα εκρηκτικό (συχνά δε και τα τρία μαζί). Το άλμπουμ τους αποτελείται από δύο sessions. Η πρώτη, τα κομμάτια 1-14, ηχογραφημένα προς τα τέλη του 1996, είναι τα περισσότερο εκτός τόπου και χρόνου. Εκείνα, δηλαδή, που δύσκολα αντιμετωπίζονται, ακόμη και μέσα στα πλαίσια μιας ανατρεπτικής ηχητικής κατάστασης. Τα υπόλοιπα (15-25), όχι πως αποποιούνται τον ακραίο χαρακτήρα τους, απλώς μοιάζουν κατά τι περισσότερο στοχευμένα. Αν και τα φωνητικά του Arrington de Dionyso είναι, κι εκεί κι εδώ, το ίδιο punky, οι μουσικές συνοδείες στο δεύτερο session μοιάζει να ξεπερνούν το στοιχειώδες, αποκτώντας ένα περισσότερο δημοφιλές προφίλ. Όμως, ακόμη και στα κομμάτια που γειτνιάζουν με τις twangy κιθάρες του desert rock, ή το εκτραχυλισμένο r&b (εκτραχυλισμένο, αλλά r&b), είναι τα φωνητικά εκείνα που θα σπέρνουν πάντα την καταστροφή. Παρά ταύτα, δεν θα ήταν εκτός τόπου αν υποστήριζα πως, μέσα σ’ αυτόν τον στριγγλο-πανικό, ακούγονται και μερικά «ωραία» κομμάτια (“Baby dragon”).
Για τους Ιταλούς Jooklo Duo, δηλαδή την Virginia Genta σαξόφωνα, πιάνο και τον David Vanzan ντραμς, κρουστά, είχα ξαναγράψει πριν από καιρό (http://is.gd/8x2j8F), με αφορμή την εμφάνισή τους στην Αθήνα (KΝΟΤ gallery, 12/2/2011). Οι δύο μουσικοί, που κινούνται στο χώρο του σύγχρονου jazz και rock improv, συνεχίζουν, σχεδόν μια δεκαετία τώρα, να δημιουργούν τα δικά τους πολυ-περιβάλλοντα, είτε ως duo, είτε συνεργαζόμενοι με άλλους μουσικούς σε… παρεμφερείς σχηματισμούς. Π.χ. ως Neokarma Jooklo Octet κυκλοφόρησαν το “Infinity” [Ιταλία Qbico, 2007] με τη συμμετοχή του Kawabata Makoto (ex-Acid Mothers Temple), αλλά και ως Neokarma Jooklo Trio, με τον Maurizio Abate (tanpura, harmonica, acoustic guitar, kalimba) ανάλογης κατεύθυνσης δουλειές. Ως Jooklo Quartet (με Topias Tiheasalo κιθάρες και Tero Kemppainen μπάσο) περιόδευσαν τον προηγούμενο Οκτώβριο στην Ιταλία, ετοιμάζοντας ένα ακόμη long play, ενώ ως duo, η Genta και ο Vanzan, έγραψαν τον Νοέμβριο το πρώτο τους 7ιντσο υπό τον τίτλο “Warrior”· αυτό δηλαδή στη Northern-Spy [NSVS 003]. Δύο κομμάτια (“Primitive power”, “Fire liberation”), το ένα κάπως σαν συνέχεια του άλλου, με τα σαξόφωνα (τενόρο, σοπράνο) και το κλαρινέτο να στριγγλίζουν, πάνω από το άναρχο καταιγιστικό ντραμ παίξιμο.
Της Colin L. Orchestra ηγείται ο Colin Langenus (ex-USAISAMONSTER) και το “Infinite Ease/ Good God” [NSCD 005, 2011] είναι ένα διπλό CD, αποτελούμενο από τα δύο έργα του τίτλου, ερμηνευμένα από μία… αλλοπρόσαλλη ομάδα 33(!) μουσικών, οι οποίοι δεν παίζουν ποτέ όλοι μαζί· υπάρχουν ορισμένοι που συμμετέχουν και στα δύο έργα, και άλλοι μόνο στο ένα ή το άλλο. Εκείνο που κάνει εντύπωση στο άλμπουμ της Colin L. Orchestra είναι πως ηχητικώς, αισθητικώς και ό,τι άλλο δεν έχει καμμία σχέση με τους USAISAMONSTER. Επί του προκειμένου έχουμε να κάνουμε με μία απείρου κάλλους (ναι!) americana (δύο ναι!!), η οποία κατακρατεί όλα τα ταυτοτικά στοιχεία του είδους (τις 12χορδες και pedal steel κιθάρες, βεβαίως τις φυσαρμόνικες και τα βιολιά, και ακόμη τις φωνές και τις ανοιχτές μελωδίες, που απλώνονται πάνω σε άψογα country, folk και r&b πλαίσια). Υπάρχει όμως και το σπέρμα του… διαβόλου – πώς θα μπορούσε να μην… – στο πρώτο CD, το “Infinite Ease” (μια και το δεύτερο είναι τελείως, τρόπος του λέγειν, Flying Burrito Brothers), όταν ο Colin Langenus και οι φίλοι του, συχνά, ξεστρατίζουν προς κάποιες περισσότερο minimal/no wave καταστάσεις. Εκεί, παραμονεύουν οι κιθαρο-συστοιχίες του Rhys Chatham και γενικότερα η οσμή του νεοϋορκέζικου underground. Απολύτως ενδιαφέρον άλμπουμ και στις δυο του όψεις.
Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ απαλλαγμένοι ήχοι
Η ετικέτα organized music from thessaloniki υφίσταται από το 2007 – την τρέχει ο Κωστής Κηλύμης – εστιάζοντας σε ηχητικές καταστάσεις που συνδυάζουν ηλεκτρακουστικούς ήχους, αυτοσχεδιαστικές πρακτικές, ηλεκτρονικές επεξεργασίες και τα ανάλογα. Έως σήμερα έχει δώσει στη δημοσιότητα 15 κυκλοφορίες (CD-R, CD, 7ιντσα, MC), για κάποιες εκ των οποίων έχω γράψει και στο παρελθόν (Cranc, Άγγελος Κυρίου). Εδώ, θα μας απασχολήσουν μερικές ακόμη.Υπό το όνομα Syndromes o Κηλύμης έχει ηχογραφήσει ένα CD-R το 2009 (“another daily bummer”) κι ένα κανονικό CD τον προηγούμενο Οκτώβριο. Το “Temporary Perspectives”, που είναι μία περιορισμένη έκδοση 300 αντιτύπων, βρίσκει τον Κηλύμη, να πειραματίζεται με field recordings, κιθάρες, μικρόφωνα, ημιτονικές, ετοιμάζοντας λούπες και προετοιμάζοντας ένα ηχητικό πλαίσιο που αναπτύσσεται, κατά τα ειωθότα, ανάμεσα στην ησυχία και το θόρυβο. Το σκηνικό άλλοτε είναι φυσικό, άλλοτε τείνει προς το βιομηχανικό – με το background να καλύπτεται από ήχους, ηχογραφημένους επί τόπου –, και άλλοτε προς το αυστηρώς ηλεκτρονικό, με τις ημιτονικές να πρωταγωνιστούν, σε συνδυασμό με βόμβους και κενά κοψίματα. Η 42λεπτη διάρκεια συντείνει, και αυτή, προς την ακροαματική ολοκλήρωση. Στο “Stroke by Stroke” (κυκλοφόρησε σε CD τετρακοσίων αντιτύπων τον Ιούλιο που πέρασε) η Dimitra Lazaridou-Chatzigoga δημιουργεί ένα έργο ακουστικού και καθημερινού προβληματισμού, υπό την έννοια ότι εκτός από το zither και τα ποικίλα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για ν’ αλλοιωθεί ένας ήχος φυσικός, παρεμβάλλονται θόρυβοι από γεγονότα του δρόμου, που εξελίσσονταν ταυτοχρόνως με τις ηχογραφήσεις (Αθήνα, 6/2010-4/2011) και οι οποίοι (θόρυβοι) σκοπίμως δεν διαγράφτηκαν. Από τα 21 tracks του άλμπουμ δύο έχουν ολοκληρωθεί με τη βοήθεια του Μιχάλη Κυρατσού, ενώ στα υπόλοιπα 19 – η διάρκεια των οποίων ποικίλει από λίγα δευτερόλεπτα έως και 4 λεπτά – η Χατζηγώγα κατορθώνει να δημιουργήσει ένα συναρπαστικό ηλεκτρονικό συνεχές, δίχως εφφέ, overdubbing και επεξεργαστές (όπως η ίδια σημειώνει στο εξώφυλλο), που δεν είναι άμοιρο ευθύνης τού mastering (το έχει επιμεληθεί ο ισπανός πειραματιστής Ferran Fages, συνεργάτης του Νίκου Βελιώτη και άλλων). Sister Overdrive είναι το παρωνύμιο του ηλεκτρονικάριου Γιάννη Κοτσώνη. Ο Κοτσώνης, όπως διαβάζω, έχει δώσει στίγμα μέσα από δουλειές του για το θέατρο, το σύγχρονο χορό, τον κινηματογράφο, λοιπά δρώμενα και εγκαταστάσεις, εστιάζοντας σε μία περιβαλλοντική ανάδειξη του ηχητικού δεδομένου, μέσα, πάντα, από την προσωπική του ηλεκτρακουστική προσέγγιση. Το “Honey”, που κυκλοφορεί σε ωραία συσκευασμένη κασέτα 100 αντιτύπων, είναι ένα καθαρώς μουσικό έργο (εννοώ πως έχει μιαν αυθυπαρξία, αφού δεν έχει γραφεί για να συνοδεύσει κάτι άλλο), το οποίο, αν και χωρίζεται αναγκαστικώς σε δύο μέρη (η πρώτη πλευρά διαρκεί 17:47, ενώ η δεύτερη 20:10) διατηρεί μιαν ενότητα ύφους και αφήγησης (παρότι η b side είναι πιο… υποδόρια και εσωστρεφής). Το ακουστικό συνεχές, που αποδίδεται άψογα και ανθρώπινα από την ταπεινή MC (με μηδενικό bias και το play trim στο max νομίζω πως πιάνω max), αποτυπώνει μιαν ηχητική περιπέτεια, ένα ακουστικό σενάριο αύταρκες και αυτοδύναμο, που φανερώνει όχι μόνον το αισθητικό εύρος της σκηνής, αλλά και την αποφασιστικότητα τού διαχειριστή.
Επαφή: www.thesorg.noise-below.org
Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011
ο GUIDONE στην Ακρόπολη
Πριν καιρό σκεφτόμουν να ετοιμάσω ένα φωτογραφικό κείμενο, που ν’ αφορούσε σε μουσικούς και συγκροτήματα σε πόζες με φόντο τον Παρθενώνα. Από εκείνη τη γνωστή kitsch του Sun Ra (στο οπισθόφυλλο των άλμπουμ της Praxis), μέχρι και τον… Guidone (ήδη υπάρχουν τέσσερις στο blog).
Για τον Ιταλό από την Brescia κάποια στιγμή θα γράψω περισσότερα, τώρα όμως ανεβάζω μία φωτογραφία με τον ίδιον και τα μέλη των (Gli) Amici, από την εποχή που έκανε-έκαναν καριέρα στην Ελλάδα. Να υπενθυμίσω πως ο Guidone τραγουδούσε στ’ Αστέρια, στη Γλυφάδα, το καλοκαίρι του ’64 – πηγαινοερχόταν στη χώρα μας τουλάχιστον μέχρι το 1967 – τότε που έγραψε δηλαδή και το “Parakalo Glyphada” (φράση που απευθυνόταν, προφανώς, στον ταξιτζή που τον μετέφερε στο μαγαζί), ένα τυπικό slow της εποχής, που μπήκε και στο ελληνικό LP του “For Shake” [Parlophone PMGC 101, 1965].Ας επιχειρήσω να βάλω λεζάντα στη φωτογραφία (ελπίζοντας να είμαι ακριβής). Από αριστερά λοιπόν: Benny Retolani σαξόφωνα, Giannino Zinzone μπάσο, Guidone Crapanzano τραγούδι, Sergio Enrico Maria Papes ντραμς, Francesco Checco Marsella πιάνο και Giacomo Mino Di Martino κιθάρες. Ας πω ακόμη πως λίγο αργότερα οι Di Martino, Marsella και Papes θα σχηματίσουν τους (I) Giganti, και πως πολύ αργότερα, μετά τα mid-70s, κάποιος… Di Martino θα είναι το ένα από τα δύο μέλη του avant γκρουπ Albergo Intergalattico Spaziale, για τους οποίους είχα γράψει δυο λόγια εδώ http://is.gd/LMOtQn. Στο italianprog.com ισχυρίζονται πως ο κιθαρίστας των Giganti (και του Guidone) Giacomo Di Martino είναι ο οργανίστας των Albergo Intergalattico Spaziale Giacomo Di Martino. Ποιος ξέρει…
Έτεροι ακροπολιστές:
http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/11/ta-sixties.html
http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/11/chacachas.html
http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/04/dave-carroll-and-sing-sing-four.html
Για τον Ιταλό από την Brescia κάποια στιγμή θα γράψω περισσότερα, τώρα όμως ανεβάζω μία φωτογραφία με τον ίδιον και τα μέλη των (Gli) Amici, από την εποχή που έκανε-έκαναν καριέρα στην Ελλάδα. Να υπενθυμίσω πως ο Guidone τραγουδούσε στ’ Αστέρια, στη Γλυφάδα, το καλοκαίρι του ’64 – πηγαινοερχόταν στη χώρα μας τουλάχιστον μέχρι το 1967 – τότε που έγραψε δηλαδή και το “Parakalo Glyphada” (φράση που απευθυνόταν, προφανώς, στον ταξιτζή που τον μετέφερε στο μαγαζί), ένα τυπικό slow της εποχής, που μπήκε και στο ελληνικό LP του “For Shake” [Parlophone PMGC 101, 1965].Ας επιχειρήσω να βάλω λεζάντα στη φωτογραφία (ελπίζοντας να είμαι ακριβής). Από αριστερά λοιπόν: Benny Retolani σαξόφωνα, Giannino Zinzone μπάσο, Guidone Crapanzano τραγούδι, Sergio Enrico Maria Papes ντραμς, Francesco Checco Marsella πιάνο και Giacomo Mino Di Martino κιθάρες. Ας πω ακόμη πως λίγο αργότερα οι Di Martino, Marsella και Papes θα σχηματίσουν τους (I) Giganti, και πως πολύ αργότερα, μετά τα mid-70s, κάποιος… Di Martino θα είναι το ένα από τα δύο μέλη του avant γκρουπ Albergo Intergalattico Spaziale, για τους οποίους είχα γράψει δυο λόγια εδώ http://is.gd/LMOtQn. Στο italianprog.com ισχυρίζονται πως ο κιθαρίστας των Giganti (και του Guidone) Giacomo Di Martino είναι ο οργανίστας των Albergo Intergalattico Spaziale Giacomo Di Martino. Ποιος ξέρει…
Έτεροι ακροπολιστές:
http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/11/ta-sixties.html
http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/11/chacachas.html
http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/04/dave-carroll-and-sing-sing-four.html