Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

JULIA HÜLSMANN QUARTET το νέο άλμπουμ της γερμανίδας πιανίστριας

H γερμανίδα πιανίστρια Julia Hülsmann έχει μια σταθερή θέση στον κατάλογο της ECM την τελευταία εικοσαετία, καθώς την συναντάμε, εκεί, είτε σε ηχογραφήσεις με το τρίο της (“The End of a Summer” 2008, “Imprint” 2011, “Sooner and Later” 2017), είτε με το κουαρτέτο της (“In Full View” 2013, “A Clear Midnight” 2015, “Not Far From Here” 2019), είτε σε πιο προσωπικές στιγμές (“Fasil” 2009). Το πιο νέο άλμπουμ της Hülsmann αποκαλείται “Under the Surface” [ECM Records / ΑΝ Μusic, 2025] και είναι, και αυτό, ηχογραφημένο με και για το κουαρτέτο της, το οποίο αποτελούν, πέραν της ιδίας, οι Uli Kempendorff τενόρο σαξόφωνο, Marc Muellbauer κοντραμπάσο και Heinrich Köbberling ντραμς. Και είναι αυτό το σχήμα, που επεκτείνεται, για τις ανάγκες της εν λόγω εγγραφής (στούντιο Rainbow, Όσλο, Ιούνιος 2024), με την Hildegunn Øiseth σε τρομπέτα, goat horn.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως το “
Under the Surface” περιέχει δέκα κομμάτια, που είναι όλα συντεθειμένα από τα μέλη του σχήματος. Πιο αναλυτικά, πέντε ανήκουν στην Hülsmann, δύο στον Köbberling, δύο στον Muellbauer και ένα στον Kempendorff. Αυτό δείχνει κάτι. Πως το κουαρτέτο είναι ένα αλληλο-επιδραστικό σχήμα, με τα τέσσερα βασικά μέλη του να συναποφασίζουν και να συνδιαμορφώνουν το ρεπερτόριό του. Το γεγονός, δε, πως αυτοί οι τέσσερις παίζουν πολλά χρόνια μαζί, μπορεί να έχει συντελέσει σ’ έναν μεταξύ τους επικοινωνιακό αυτοματισμό, από την άλλη όμως έχει δημιουργήσει και όλες εκείνες τις προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής επικοινωνίας, που διαφαίνεται, πρωτίστως, σ’ αυτό καθ’ αυτό το συνθετικό υλικό.
Το “Under the Surface” έχει παραδειγματική ενότητα σαν άλμπουμ – με τα πιο κλασικά bluesy στοιχεία του να συνυπάρχουν επί ίσοις όροις με τα λυρικά, ευρωπαϊκά, δημιουργώντας, στην πορεία, ένα αδιάσπαστο σύνολο. Χωρίς μεγαλεπήβολες εξάρσεις, και χωρίς ποτέ να ακούγεται υποτονικό το κουαρτέτο, και ανά φάσεις κουιντέτο, της Julia Hülsmann είναι ένα συμπαγές σύγχρονο τζαζ σχήμα, που έχει τον τρόπο να οδηγεί, χαλαρά, τον ακροατή, στις διαδρομές που εκείνο έχει χαράξει.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

ADHD ένα... παράξενο ισλανδικό σύνολο της σύγχρονης jazz

Οι ADHD είναι ένα... παράξενο ισλανδικό σύνολο, που κινείται στο χώρο της σύγχρονης jazz. Το λέω παράξενο, κατ’ αρχάς, επειδή όλοι οι δίσκοι του, από τον πρώτο του 2009 έως τον περυσινό τελευταίο του, έχουν τίτλους από το “1” έως το “9”. Δεν πολυσκάνε, δηλαδή, οι Ισλανδοί, για να δώσουν ονομασίες στα άλμπουμ τους, που έχουν τυπωθεί για διάφορες εταιρείες, με το έσχατο “9” να ανήκει στον κατάλογο της enja-yellowbird (AN Music). 
Μέλη των ADHD είναι οι Tómas Jónsson πιάνο, hammond, μελόντικα, συνθεσάιζερ, Magnús Trygvason Eliassen ντραμς, κρουστά, Ómar Guðjónsson κιθάρες, pedal steel, μπάσο και Óskar Guðjónsson, τενόρο, σοπράνο και custom σαξόφωνο. Από τα όργανα που χειρίζονται οι Ισλανδοί αντιλαμβάνεσαι αμέσως-αμέσως πως κάτι τρέχει με την περίπτωσή τους – και όντως, εδώ που τα λέμε, αφού (και) το “9” έχει τις ιδιαιτερότητές του. Μπορεί, ας πούμε, οι e.s.t. να είναι μια πρώτη αναφορά, αλλά οι Ισλανδοί, που είναι τέσσερις και όχι τρεις, είναι ένα σχήμα πολύ πιο... ροκ και δυναμικό από τους Σουηδούς – αν και τους διακρίνει η ίδια περιπέτεια εν σχέσει με τους ηλεκτρικούς και ηλεκτρονικούς ήχους, τους τοποθετημένους πάνω σε εύπλαστα τζαζ πλαίσια.
Ένας χαρακτηρισμός του τύπου «μοντέρνα progressive jazz» θα ταίριαζε στους ADHD, ιδίως όταν φθάνει στ’ αυτιά σου το δεκάλεπτο “Stelpuskott”. Γενικώς, θα έγραφα για μια σειρά από «γεμάτες» συνθέσεις, οι οποίες αποδίδονται, από τους Ισλανδούς, μ’ έναν εντυπωσιακό τρόπο.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

KARIN KROG η κορυφαία ευρωπαία τραγουδίστρια της τζαζ – η νορβηγίδα καλλιτέχνιδα συμπληρώνει 70 χρόνια στα πάλκα και τα στούντιο, έχοντας ερμηνεύσει αριστουργήματα

Δεν ξέρω πόσο γνωστή είναι, στην Ελλάδα, η Karin Krog. Νομίζω λίγο, συγκριτικά. Την ξέρουν κάποιοι φανατικοί μουσικόφιλοι οπωσδήποτε, αλλά πολύς κόσμος, που μπορεί να ακούει με όρεξη μουσική, και να την «ψάχνει» όπως λέμε, σίγουρα την αγνοεί. Οι λόγοι είναι πολλοί.
Κατ’ αρχάς η Krog, που πλέον πλησιάζει στα 88 της, δεν έχει έλθει να τραγουδήσει ποτέ στη χώρα μας –προφανώς, γιατί κανείς δεν την κάλεσε– και αυτό, σίγουρα, είναι ένα θέμα. Έπειτα, η Krog δεν είναι μια ποπ τραγουδίστρια, παρότι έχει τραγουδήσει και ποπ, με το δικό της μοναδικό τρόπο. Περαιτέρω είναι μια Ευρωπαία (με αμερικάνικη τζαζ παιδεία φυσικά, αλλά όχι μόνο), κάτι που σημαίνει πως, για τους τζαζ ινστρούχτορες, υπολείπεται των Αμερικανίδων, μαύρων ή λευκών, στο χώρο της vocal jazz.
Γενικά, παρότι η Ευρώπη έχει πολύ μεγάλα ονόματα στο γυναικείο τζαζ τραγούδι, η τζαζ δημοσιογραφία δεν έχει φροντίσει αυτά τα ονόματα να τα προβάλλει, με τον τρόπο που προβάλλονται, και δικαίως, οι μεγάλες Αμερικανίδες (Billie Holliday, Ella Fitzgerald, Sarah Vaughan κ.ά.). Μπορείς να βρεις λίστες, εννοώ, στο διαδίκτυο με τις είκοσι ή τις τριάντα κορυφαίες ερμηνεύτριες της τζαζ και, ανάμεσά τους, να μην υπάρχει ούτε μία Ευρωπαία!
Σχεδόν κάθε χώρα της Ευρώπης έχει να επιδείξει σπουδαίες τζαζ φωνές, με μερικές εξ αυτών, όπως η Σουηδέζα Monica Zetterlund (1937-2005), η Αγγλίδα Norma Winstone (γενν. 1941) ή η Ολλανδή Rita Reys (1924-2013) –μένω σε τρεις– να ξεπερνούν τα τοπικά πλαίσια, και να αναδεικνύονται σε πανευρωπαϊκές ή και σε παγκόσμιες τζαζ περσόνες. Γιατί, όταν η Zetterlund ηχογραφεί ολόκληρο δίσκο με τον μέγιστο πιανίστα της τζαζ Bill Evans τι άλλο θα μπορούσε να είναι;
Ηχογραφήσεις με κορυφαίους αμερικανούς τζαζμεν έχει βεβαίως και η Karin Krog. Είναι αξέχαστα τα άλμπουμ της “Some Other Spring” [Sonet, 1970] με τον θρύλο τενόρο σαξοφωνίστα Dexter Gordon, “Hi-Fly” [Compendium, 1976], με τον άσσο του τενόρο και πολύ αγαπητό στην Ελλάδα Archie Shepp, “I Remember You...” [Spotlite, 1981] με τον επίσης κορυφαίο τενορίστα Warne Marsh και τον κοντραμπασίστα Red Mitchell κ.λπ. Θέλω να πω πως μ’ αυτές και με άλλες συνεργασίες, με top ευρωπαίους μουσικούς (όπως τον κιθαρίστα Terje Rypdal ή τον σαξοφωνίστα-κλαρινίστα John Surman) η Krog έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά της από νωρίς, και κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει ούτε την εντελώς ξεχωριστή φωνή της, ούτε βεβαίως τα δισκογραφικά διαμάντια της.
Η
Karin Krog εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Penguin Club του Όσλο, το 1955, ακριβώς πριν από 70 χρόνια, όταν ήταν στα 18 της, και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 έχει γίνει «πρώτο όνομα» στην τοπική τζαζ σκηνή, οδηγώντας από το 1962 και μετά τα δικά της σχήματα.
Το 1964 η νορβηγίδα τραγουδίστρια κάνει το πρώτο προσωπικό LP της, που είχε τίτλο “By Myself” [Philips] ερμηνεύοντας λίγα πρωτότυπα και πολλά στάνταρντ, δείχνοντας περίτρανα τη βαθειά παιδεία της, στο κλασικό, κατ’ αρχάς, τζαζ ρεπερτόριο. Προς αυτό την βοηθά, ασυζητητί, η δασκάλα της, η Αμερικανίδα Anne Brown – για χάρη της οποίας ο George Gershwin είχε ξαναγράψει τον ρόλο της Bess, μετατρέποντάς τον σε πρωταγωνιστικό, στην ιστορική όπερά του “Porgy and Bess”, το 1935.
Με την Brown κοντά της έως και το 1969 η Krog θα αναπτύξει ένα τελείως «δικό της» στυλ ερμηνείας, φαινομενικά cool, αλλά με μεγάλη υπόγεια ένταση, και με μια ιδιαίτερη εκφορά του λόγου, που θα γίνει μέσα στα χρόνια, κάπως σαν σήμα κατατεθέν της. Οι συλλαβές, και από ’κει και πέρα οι λέξεις, γεμίζουν το στόμα της, ρολάροντας μέσα σ’ αυτό, για να βγουν προς τα «έξω» κατά κύματα, αφήνοντας άναυδο τον ακροατή.
Η διάθεση της Krog είναι ταυτοχρόνως φιλοπαίγμων και δημιουργική. «Παίζει» εννοώ με τις λέξεις, προβάλλοντας σ’ αυτές τα βάθη των σημασιών που, κάθε φορά, επιθυμεί. Όταν την ακούς, φερ’ ειπείν, να τραγουδάει για την «άνοιξη» (“You must believe in spring”) ή για το καλοκαίρι (“Once upon a summertime”), σ’ εκείνο το εντυπωσιακό άλμπουμ, με τις συνθέσεις του Michel Legrand από το 1974, αμέσως αντιλαμβάνεσαι όχι μόνο την υψηλή τεχνική της, αλλά και το αίσθημα με το οποίο αποδίδει αυτές τις ασυναγώνιστες μελωδίες.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/karin-krog-i-koryfaia-eyropaia-tragoydistria-tis-tzaz

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

THE PERIODS ένα rock, στα όρια του garage, γκρουπ από την Αθήνα

Οι Periods είναι ένα σχετικώς καινούριο ελληνικό συγκρότημα, το οποίο δημιουργήθηκε στην Αθήνα το 2012-13 – με το Periods[B-otherSide Records, Body Blows Records, Nothing to Harvest Records, Underground Union Records, 2025] να αποτελεί το πρώτο long-play τους. Στο άλμπουμ, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, στην αρχή του Γενάρη, καταγράφονται τέσσερα + τέσσερα ροκ κομμάτια –προτάσεις, προφανώς, του ίδιου του γκρουπ–, που δημιουργούν όλα ένα κλίμα. Τι κλίμα; Αυτό θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε στη συνέχεια...
Κατ’ αρχάς να πούμε πως η line-up των Periods έχει μιαν ιδιαιτερότητα – το λέμε, γιατί δεν συναντάς, εύκολα, σύγχρονα ροκ γκρουπ, στα οποία τρία από τα τέσσερα μέλη τους να είναι γυναίκες. Έτσι λοιπόν Periods είναι η Nasia φωνή, κιθάρα, η Nina φωνή, μπάσο, η Talin ντραμς και ο AV κιθάρες.
Οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι... ροκάρουν. Και μάλιστα θα έλεγα «αγρίως», παρότι οι φωνές δεν βγάζουν αυτή τη σκληρότητα, την σχετικά ακατέργαστη, που αφήνουν τα μουσικά passages. Garage punk παίζουν οι Periods, αλλά όχι με έντονη την σίξτις αίσθηση, καθώς φέρνουν περισσότερο στη μνήμη τα γκρουπ, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 – ας θυμηθούμε μεταξύ πολλών άλλων και τους «δικούς μας» Villa 21 ή ακόμη και τους Last Drive. Το λέω, γιατί οι επιρροές των Periods είναι... δισυπόστατες. Έτσι, από τη μια μεριά υπάρχει αυτό το σκληροτράχηλο, το τύπου Stooges να πούμε, αλλά από την άλλη υπάρχουν και συνδέσεις με το surf και το twang, που προσδίδουν στα τραγούδια του γκρουπ κι άλλες διαστάσεις – Cramps-ικές εννοώ.
Τα καταφέρνουν καλά ή και πολύ καλά οι Periods, και tracks σαν τα “Walking with fire”, “Small talk”, “A dead mans code (Zamama)” και “Every face”, οπωσδήποτε ξεχωρίζουν – αν και κάθε κομμάτι, εδώ, έχει νόημα και λόγο ύπαρξης. Τι θα μπορούσε να βελτιώσουν οι Periods; Σίγουρα στο φωνητικό κομμάτι μπορεί να γίνουν περισσότερα και καλύτερα, και νομίζω πως εκεί θα πρέπει να επικεντρωθεί το γκρουπ, προκειμένου να ανεβεί ένα ακόμη σκαλοπάτι.
Επαφή: https://theperiods.bandcamp.com/album/the-periods

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

DANCE WITH INVISIBLE PARTNERS nagasaki

Οι Dance with Invisible Partners (DwIP) είναι ένα σχήμα-project, που έχει θέσει σε κίνηση εδώ και καμιά δεκαετία ο Κωστής Γαρδίκης (Kostis Gardikis), ο οποίος συνθέτει, γράφει στίχους, τραγουδά, παίζει κιθάρες, σύνθια και προγραμματίζει. Στο παρελθόν έχουμε γράψει (πολύ καλά λόγια) για το άλμπουμ τους “Honey” [APIGEA, 2018], ενώ τώρα θα γράψουμε το ίδιο πολύ καλά λόγια και για το πιο πρόσφατο CD των DwIP, που αποκαλείται Nagasaki [Private Pressing, 2025].
Κατ’ αρχάς να πούμε πως στο άλμπουμ αυτό δίπλα στον Γαρδίκη στέκονται και οι Agnes Zachari φωνή, Dimitris Katevas ντραμς, Nikos Karadosidis πλήκτρα και Thanasis Dimakopoulos ντραμς. Οπότε έχουμε να κάνουμε με ένα πλήρες σχήμα, το οποίο έρχεται να υπηρετήσει τα τραγούδια του Γαρδίκη, που είναι... το ένα καλύτερο από τ’ άλλο.
Είναι δύσκολο να περιγράψεις αυτό που ακούγεται στο “Nagasaki”, αν και προσωπικά θα το χαρακτήριζα power pop – ένας όρος, που νομίζω ότι ταιριάζει περισσότερο από κάθε τι άλλο σ’ αυτού του τύπου τα άσματα, που απλώνει εδώ ο Γαρδίκης. Τραγούδια, που μπορεί να παίρνουν αφορμή από πνιγηρά, από σκοτεινά και από απάνθρωπα γεγονότα, και που έχουν τον τρόπο να μετασχηματίζουν τον ζόφο, σε... θραύσματα ομορφιάς, όπως γράφουν και οι ίδιοι στο bandcamp τους.
Μάλιστα, ο Γαρδίκης δεν χάνει την τόλμη του να γράφει ποπ-κομψοτεχνήματα είτε συζητάμε για τρίλεπτα tracks σαν το “Light” είτε σε επτάλεπτα σαν το “Going away” – κάτι που δείχνει την άνεσή του να κινείται στις κατευθύνσεις που θέλει ανεξαρτήτως χρονικών περιορισμών.
Όλα τα τραγούδια του “Nagasaki” κινούνται από ένα μέσο τέμπο και πάνω, διαθέτουν γερά hooks, πολύ ωραία δουλειά στις φωνές, περίτεχνα παιξίματα, με γερά breaks, κινητοποιώντας, με τον τρόπο τους, σώμα και μυαλό. Είναι οπωσδήποτε ανεβαστικά, ευφρόσυνα, θετικά –είναι αλήθεια πως, κάποιες φορές, οι DwIP φέρνουν στη μνήμη μου τους Raining Pleasure της εποχής του “Flood”– και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ένα μεγάλο ατού για το “Nagasaki” συνολικά, που κυλάει από την μια κορυφή προς την επόμενή της.
Επαφή: https://dwip.bandcamp.com/album/nagasaki

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

YIANNIS KASSETAS νέος δίσκος

Πρόκειται για το πιο νέο, και έκτο στη σειρά, άλμπουμ του σαξοφωνίστα (τενόρο, βαρύτονο) Γιάννη Κασέτα (Yiannis Kassetas), που έχει τίτλο “Far” [Puzzlemusik, 2025]. Ηχογραφημένο στην Αθήνα, από τους Γιώργο Πρινιωτάκη και Clyde Jabra, το “Far” περιλαμβάνει επτά συνθέσεις του Κασέτα, τις οποίες αποδίδουν, πέραν του ιδίου, οι Κωστής Χριστοδούλου πιάνο, Δημήτρης Παπαδόπουλος τρομπέτα, Γρηγόρης Θεοδωρίδης μπάσο και Δημήτρης Κλωνής ντραμς. Λέμε, λοιπόν, για ένα κουιντέτο, που αποτελείται από καλούς και έμπειρους μουσικούς της ελληνικής σκηνής, ικανούς να ανταπεξέλθουν σε όλες τις οργανοπαικτικές απαιτήσεις.
Κατ’ αρχάς να πω πως οι συνθέσεις του Κασέτα έχουν ποικίλες διάρκειες (από δύο έως δέκα λεπτά), με αποτέλεσμα να δημιουργείται στο άλμπουμ μια... ανισορροπία. Το λέω αυτό και σε σχέση με το ύφος, περαιτέρω, των συνθέσεων, που εμφανίζουν ποικίλες αναφορές. Δεν υπάρχει, εννοώ, κάποιο κόνσεπτ συνθετικό που να τις ενώνει, με αποτέλεσμα ο δίσκος να ακούγεται κάπως σαν... συλλογή.
Το έχω πει κι άλλες φορές, και το ξαναλέω κι εδώ, πως από τον χώρο της ελληνικής τζαζ, λείπουν οι παραγωγοί. Οι άνθρωποι με μουσικές και τεχνικές γνώσεις, εννοώ, που να μπορούν να δημιουργήσουν ύφος ηχητικό. Απεναντίας έχουμε τους μουσικούς, που παίζουν σχεδόν πάντα το ρόλο του παραγωγού, που μπορεί να ηχογραφούν τα κομμάτια τους σε διάφορες sessions –ακόμη και απομακρυσμένες χρονικώς, χωρίς να έχουν κάτι κεντρικό στο νου τους–, και τα οποία (κομμάτια), αφού τα συγκεντρώσουν, τα τυπώνουν μετά σ’ ένα CD. Δυστυχώς, η δισκογραφία δεν λειτουργεί έτσι. Δεν πρέπει να λειτουργεί έτσι.
Ο Κασέτας είναι πολύ καλός συνθέτης (το έχω γράψει κι άλλες φορές αυτό), και κομμάτια σαν τα “The armenian” (με τις θαυμάσιες eastern αναφορές), “Return of the albino rhino” (με την εξωστρεφή, δυναμική γραφή του), “Bad trip in Venice” (ένα καταπληκτικό blues) και “Far” (ένα σύνθετο, μακροσκελές track, με ωραία «αρχιτεκτονική» και προσωπικές καταδείξεις) κρίνονται ως αξιολογότατα, όμως κάτι λείπει απ’ αυτό το CD, στο επίπεδο της ηχογράφησης-παραγωγής, ώστε να μπορεί να συναγωνιστεί επί ίσοις όροις τις καλύτερες τζαζ κυκλοφορίες, που μας έρχονται από Ευρώπη και Αμερική.
Επαφή: http://www.puzzlemusik.com/el/release/yiannis-kassetas-far/

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 631

12/3/2025
"O Βάλτος" (1973) του Ντίνου Δημόπουλου στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]

11/3/2025
Από τα αριστουργήματα του ροκ στην Ευρώπη... Terje Rypdal - Dead Man's Tale (1968)
https://www.youtube.com/watch?v=kljKIUahvHY

10/3/2025
Ένα άγνωστο και ξεχασμένο διαμαντάκι του ελληνικού σινεμά. Οι "Ερωτικές Στιγμές" (1972) του Γιάννη Κοκκόλη, με τον Αντώνη Ξενάκη και την Καίτη Θεοχάρη, στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]

8
/3/2025
Λευτέρης Πούλιος (1971)
ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΜΠΑΡ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

8
/3/2025
To "Ράλλυ Αντίκα" (1966) του Σταύρου Τσιώλη στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [Lifo Books, 2024]


6/3/2025
Ρε τι φτάνουν στα αυτάκια μας...

Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΙΛΙΚΑΣ ροκ εγκυκλοπαίδειες

Το να κυκλοφορεί στις μέρες μας, στην Ελλάδα, μία ροκ εγκυκλοπαίδεια, σε έναν ή περισσότερους χειροπιαστούς τόμους, είναι οπωσδήποτε κάτι το απρόσμενο.
Ποιος αγοράζει και διαβάζει σήμερα εγκυκλοπαίδειες και δη ροκ εγκυκλοπαίδειες, όταν υπάρχει η Wikipedia κατ’ αρχάς, περαιτέρω το discogs, μα και χιλιάδες άλλα sites, blogs κ.λπ. στα οποία μπορείς να βρεις ό,τι πληροφορία θέλεις ή ζητήσεις; Προσωπικώς έχω δει σε παλαιοβιβλιοπωλεία να εκποιούνται σοβαρές εγκυκλοπαίδειες (όχι ροκ) σε αστείες τιμές – δεκαπεντάτομες και εικοσάτομες να φεύγουν με 50 ευρώ. Ξέρω πως υπάρχουν συλλέκτες που μαζεύουν εγκυκλοπαίδειες, αλλά αυτό μπορεί να είναι και κάτι... διαστροφικό. Δεν μπορεί να έχει σχέση, θέλω να πω, με μια τυπική καθημερινότητα.
Η ροκ εγκυκλοπαίδεια αποτελούσε φετίχ για τους μουσικόφιλους ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’60. Και κάπως έτσι θα ήταν η “Rock Encyclopedia” [Grosset & Dunlap, 1969] της Lillian Roxon, που θα άνοιγε το χορό, επηρεάζοντας, κατά έναν τρόπο, κάθε επόμενο εγκυκλοπαιδιστή. Διάσημες εγκυκλοπαίδειες των σέβεντις ήταν το δίτομο “NME Book of Rock” [Star, 1975/1977], η τρίτομη “The Encyclopedia of Rock” [Panther Books, 1976] των Phil Hardy & David Laing και άλλες διάφορες (του Norm N. Nite, του David Dachs, του Irwin Stambler κ.λπ.).
Η τρέλα ή τέλος πάντων η αναγκαιότητα μιας ροκ εγκυκλοπαίδειας δεν γινόταν να μην χτυπήσει και την Ελλάδα, με τον Πητ Κωνσταντέα να καταρτίζει πρώτος μια ανάλογη, ενσωματωμένη στο περιοδικό «Ήχος & Hi-Fi» ήδη από το δεύτερο μισό του 1974. Το 1976 ο Αντρέας Μάχος θα ξεκινούσε την πρώτη, φιλόδοξη, ελληνική αυτόνομη (όχι ένθετη) εγκυκλοπαίδεια, υπό τον τίτλο “Rock”, αλλά θα έμενε μόνο σ’ έναν τόμο (με το γράμμα Α και μ’ ένα μέρος του Β), ενώ τόσο το περιοδικό «Μουσική» με τη δική του αυτόνομη «Εγκυκλοπαίδεια Rock», το 1979, που δεν ολοκληρώθηκε, όσο και το «Ποπ & Ροκ» με τη δική του ένθετη εγκυκλοπαίδεια, που μάλλον ολοκληρώθηκε, θα έμπαιναν επίσης στο χορό, με μάλλον μέτρια αποτελέσματα. Υπήρξε και ο τόμος «Rock Εγκυκλοπαίδεια» των εκδόσεων Νεφέλη (από τους Κώστα Ιανό και Δημήτρη Κολιοδήμο) το 1979, οι «Άγνωστοι του Rock» (1982) του Ντίνου Δηματάτη κ.λπ.
Γενικώς μέχρι και την εμφάνιση του internet η ροκ εγκυκλοπαίδεια ήταν κάτι που απασχολούσε την κοινότητα, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ και πιο μετά ροκ εγκυκλοπαίδειες, για επιμέρους είδη, γνώρισαν μια εμπορική ανταπόκριση. Τέλος πάντων, τα χρόνια και οι δεκαετίες μπορεί να περνούν όμως η ανάγκη των φυσικών εγκυκλοπαιδειών, απ’ όσο το έψαξα, δεν έχει εξαλειφθεί – και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και τους τρεις τόμους του Γιώργου Μπιλικά. Λέμε λοιπόν για τα βιβλία:
1. Rock Around the... Bands! / 1. Οι μπάντες της δεκαετίας ’60 & ’70 [24γράμματα, Ιούλιος 2023] σελ.497
2. Rock Around... Women! / 2. Οι γυναίκες του rock [24γράμματα, Φεβρουάριος 2024] σελ.325 και
3. Rock Around... Troubadours! / 3. Οι τροβαδούροι του rock [24γράμματα, Δεκέμβριος 2024] σελ.521
Κατ’ αρχάς να πούμε πως ο Μπιλικάς είναι παλαιός μουσικός του ελληνικού ροκ, τον οποίον οι fans θα γνωρίζουν από την παρουσία του στους Θαρσείν Χρει, το 1973-74 (ένα από τα γκρουπ του “Pop Festival ’73”), ενώ ο ίδιος έχει και σχετική αρθρογραφία (στο musicheaven.gr), γράφοντας περαιτέρω μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιήματα, έχοντας, επίσης, και εμφανίσεις σε ταινίες (κυρίως του Δημήτρη Αθανίτη) είτε ως μουσικός είτε ως ηθοποιός. Πολυσχιδής, λοιπόν, ο Γιώργος Μπιλικάς δοκιμάζεται, εδώ, ξανά, μέσα απ’ αυτή την τρίτομη προσπάθειά του, που ξεπερνά τις 1300 σελίδες.
Ένα θα πω βασικό και δεν θα επεκταθώ πολύ σ’ αυτό ή και σε άλλα θέματα. Ο Μπιλικάς δεν γράφει μια «ξερή» εγκυκλοπαίδεια, «ξερά» λήμματα δηλαδή, με πληροφορίες αναμενόμενες, αλλά εκφράζει πολλάκις προσωπικές απόψεις, και αυτό είναι το ενδιαφέρον της δικής του εγκυκλοπαίδειας. Το αν συμφωνείς με αυτά που γράφει είναι βεβαίως άλλο θέμα, όμως, και σε κάθε περίπτωση, έχει νόημα το τι μπορεί να πιστεύει ο ίδιος για τους Caravan ή για τους Soft Machine, παρά να διαβάζεις ποιος μουσικός έφυγε από τους μεν ή από τους δε, ποιος τον αντικατέστησε κ.λπ. Υπάρχουν και αυτά κάπως κωδικοποιημένα, αλλά το βασικό εδώ είναι η βιωματική γραφή του Μπιλικά, που έχει νόημα. Ο άνθρωπος έχει βιώσει τα ροκ ακούσματα εννοώ σε πρώτο χρόνο και αυτό, οπωσδήποτε, φαίνεται σε όσα γράφει. Δίνω ένα απόσπασμα από το λήμμα του για τους Grand Funk Railroad (GFR), για να αντιληφθείτε για τι ακριβώς συζητάμε:
«Η στάση μου απέναντι στους GFR ήταν περίπλοκη. Κατ’ αρχήν ακολούθησα τη “γενική κατακραυγή” όχι από μίμηση, αλλά από επιλογή. Μπάντες που βάζουν την ένταση σε πρώτο πλάνο εις βάρος της τραγουδοποιίας, δεν ήταν, ούτε είναι, αλλά ούτε και θα είναι στα ενδιαφέροντά μου. Θέλεις να με κερδίσεις; Δεν χρειάζονται φιοριτούρες. Μια όμορφη μελωδία, ένας ενδιαφέρων στίχος και ένα απλό άρπισμα είναι αρκετά. Απ’ την άλλη μεριά, όση ώρα γράφω τώρα για τους GFR μου έχει κολλήσει εκείνο το τραγούδι τους που έλεγε: “were an American band, were an American band”. Κι ενώ θα μπορούσα τώρα να σου αραδιάσω ένα σωρό τραγούδια από Kinks, Who, Rolling Stones, Beatles, Neil Young κ.λπ., δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από τους GFR».
Δεν εκφράζεται σε όλα τα λήμματα προσωπικά ο Μπιλικάς, αλλά οπωσδήποτε εκφράζεται σε αρκετά. Σε άλλα, εννοώ, είναι πιο τυπικός και σύντομος. Θέλω να πω πως μέσα από τα λήμματα αντιλαμβάνεσαι και τα γούστα του συγγραφέα, και τα αγαπημένα του ονόματα, και τις ενστάσεις του έναντι διαφόρων ροκ κατευθύνσεων. Θέλω να πω, ξανά, πως πολλοί θα απορήσουν και με τις εκτάσεις των λημμάτων, υπό την έννοια πως διάσημα και «επιδραστικά» συγκροτήματα μπορεί να παρουσιάζονται σε λίγες γραμμές, όπως συμβαίνει με τους Iron Maiden ή με τους Hawkwind π.χ., ενώ άλλα, σαν τους Queen π.χ. να καταλαμβάνουν τρεις και τέσσερις σελίδες.
Στην εγκυκλοπαίδεια του Μπιλικά δεν υπάρχουν «τα πάντα»... καθώς «τα πάντα» δεν υπάρχουν σε καμία εγκυκλοπαίδεια. Υπάρχουν όμως πολλά από τα βασικά και πολλά που μπορεί να είναι βασικά για τους πιο ψαγμένους ή τις μειοψηφίες (Demetrio Stratos, Alison Krauss, Gryphon, X, Triffids κ.ο.κ.).
Οι νέοι, σε ηλικία αναγνώστες, οπωσδήποτε θα βρουν πολλά εδώ, που θα τους ενδιαφέρουν, και, κυρίως, θα τους κατατοπίσουν σε σχέση με την ιστορία του rock, ενώ και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες θα μπουν σ’ ένα... διάλογο με τον συγγραφέα, που οπωσδήποτε θα ανάψει τα αίματα – και αυτό, όπως και να το κάνουμε, είναι εποικοδομητικό.
Πολλά θα μπορούσα να γράψω ακόμη, αλλά θα κλείσω με ένα. Χαρά στο κουράγιο του Γιώργου Μπιλικά, επειδή πήρε την απόφαση, να γράψει τέτοιου τύπου βιβλία σήμερα και, κυρίως, γιατί την υλοποίησε αυτή την απόφαση, φθάνοντάς την έως το τέρμα της.
Επαφή: www.24grammata.com

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

NEW ZERO GOD της αγάπης και του θανάτου

Πάνε αρκετά χρόνια από τότε που γράψαμε στο blog για κάποιο δίσκο των New Zero God. Ήταν το 2016, όταν είχαμε πει τα σχετικά για το “Short Tales & Tall Shadows”, ενώ τώρα θα γράψουμε μερικά λόγια για την πιο νέα δισκογραφική δουλειά του γκρουπ, που τιτλοφορείται of Love and Death (2025) – βασικά ένα CD ανεξάρτητης παραγωγής.
Κατ’ αρχάς να (ξανα)πούμε πως οι New Zero God είναι το γκρουπ του Μιχάλη Πούγουνα (Mike Pougounas) (από τους Flower of Romance και τους Nexus), που υφίσταται από το 2006 (συμπληρώνουν οσονούπω είκοσι χρόνια ζωής δηλαδή) και πως το “of Love and Death” είναι το πέμπτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους. Σ’ αυτό το CD New Zero God είναι βεβαίως ο Πούγουνας (σε φωνή, πλήκτρα, μπάσο, προγραμματισμό), μα ακόμη και οι Γιάννης Ψιμόπουλος ντραμς, Μιχάλης Σεμερτζόγλου μπάσο, πλήκτρα, κιθάρες και Παναγιώτης Αρσένης κιθάρες.
Ο δίσκος, τα τραγούδια του εννοούμε, περιστρέφονται, από στιχουργικής πλευράς, γύρω απ’ αυτό το πλαίσιο, που ορίζουν η αγάπη και ο θάνατος – και που μπορεί να αφορά κάθε άνθρωπο, που βρίσκεται στο απολύτως οριακό στάδιο της ζωής του. Είναι προφανές, θέλω να πω, πως εδώ ο Πούγουνας, που είναι και ο στιχουργός των New Zero God, έρχεται να περιγράψει πολύ δύσκολες προσωπικές στιγμές του, και αυτό, οπωσδήποτε, καθορίζει το “of Love and Death” απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το «μαύρο» εξώφυλλο εννοώ, μέχρι τα λόγια των τραγουδιών, μα ακόμη και τις μουσικές, αν μιλάμε για tracks σαν το “Mr. Crimson Dust”, για παράδειγμα εκεί όπου παρακολουθείς την πορεία μιας ζωής... στην εντατική (από πολύ κοντά, από το κρεβάτι του πόνου, που είναι διασυνδεμένο με τα ιατρικά μηχανήματα).
Οπωσδήποτε το άκουσμα του “of Love and Death” δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, υπό την έννοια πως μπορεί να... ρίξει τον ακροατή, από τις πρώτες κιόλας στροφές του. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως αν ασχοληθείς σοβαρά με τον δίσκο, αν τον ακούσεις και τον ξανακούσεις εννοούμε, δεν θα ανακαλύψεις τις αρετές του. Την ατμόσφαιρα και το κλίμα, που κατορθώνει να δημιουργήσει, μέσα από τα λόγια, τις μουσικές και τις ερμηνείες του o Πούγουνας – ένας άνθρωπος, που βρίσκει, εδώ, τη δύναμη, να μιλήσει για την αγάπη και το θάνατο, από θέσεις ισχύος.
Επαφή: https://newzerogod.bandcamp.com/album/of-love-and-death

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ / ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ: Επιστροφή στις Μυκήνες – μια θεατρική συνεργασία από το 1972

Είναι μια συνεργασία αυτή, μεταξύ του Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994) και του πολιτικού, λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα κ.λπ. Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα (1910-1990), που δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Οπότε και γι’ αυτό το λόγο, μα και για άλλους, έχει το ενδιαφέρον της.
Δεν είναι γνωστό, τουλάχιστον σ’ εμένα, πότε και υπό ποιες συνθήκες γνωρίστηκαν ο Χατζιδάκις με τον Αβέρωφ. Εννοώ πως δεν γνωρίζω συγκεκριμένες δηλώσεις επί του θέματος του ενός ή του άλλου (πέρα από κάποια περιστατικά που μνημονεύονται στο διαδίκτυο και τα οποία διηγούνται «τρίτοι», σε στυλ προφορικής ιστορίας). Πάντως και οι δύο ανήκαν στον κύκλο του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1907-1998), οπότε δεν αποκλείεται καθόλου αυτή η γνωριμία να μας πηγαίνει πολύ πίσω στο χρόνο, στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και στην αρχή του ’60, όταν ο Αβέρωφ ήταν υπουργός Εξωτερικών της τότε κυβέρνησης Καραμανλή και ο Μάνος Χατζιδάκις ένας πολύ επιτυχημένος και βραβευμένος (σε Ελλάδα και εξωτερικό) συνθέτης. Σε κάθε περίπτωση το σίγουρο είναι πως στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70 εκείνη η φιλική σχέση θα γινόταν ορατή και καλλιτεχνικά – και είναι αυτό, που μας ενδιαφέρει τώρα περισσότερο.
Τον Σεπτέμβριο του 1970 ο Μάνος Χατζιδάκις βρισκόταν στη Ρώμη, πολύ πιθανόν για την ολοκλήρωση του σάουντρακ της ταινίας του John CrowtherThe Martlets Tale”. Εδώ να πω πως όταν ο Χατζιδάκις βρισκόταν στην Αμερική, στο τέλος των 60s και στην αρχή των 70s, ταξίδευε, για δουλειές, πολύ συχνά σε άλλες χώρες (της Ευρώπης κυρίως), φθάνοντας μέχρι και στην Τεχεράνη του Σάχη.
Εκεί, στη Ρώμη, θα τον συναντούσε ο Αλέξης Μινωτής ζητώντας του να γράψει μουσική για ένα θεατρικό του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, που σκόπευε να ανεβάσει ο θίασος που είχαν από κοινού με την Κατίνα Παξινού, για τη σεζόν 1970-71. Το έργο λεγόταν «Επιστροφή στις Μυκήνες» και θα ακολουθούσε τον «Ματωμένο Γάμο» του Federico García Lorca, που θα έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Κατίνας Παξινού (Rex) τον Οκτώβριο του ’70 (με τη γνωστή μουσική και τα τραγούδια των Χατζιδάκι-Γκάτσου). Η μάλλον ανέλπιστη επιτυχία της παράστασης (αν κρίνω από διάφορα γραφόμενα της εποχής), που θα τραβούσε έως και το τέλος Μαρτίου του ’71, θα άλλαζε τα σχέδια των δύο μεγάλων πρωταγωνιστών, του Μινωτή και της Παξινού, οι οποίοι αμέσως μετά θα ανέβαζαν το έργο του Paul Willems «Η Πόλη με τα Πανιά» – με το «Επιστροφή στις Μυκήνες» κάπως να ξεμένει, δίχως τούτο να σημαίνει πως ο Χατζιδάκις δεν είχε ήδη έτοιμη τη μουσική του.
Πότε θα ανέβαινε, τελικά, το θεατρικό; Όταν ο Χατζιδάκις θα είχε επιστρέψει πλέον από την Αμερική, έχοντας έτοιμο και τον «Μεγάλο Ερωτικό» του. Η πρώτη παρουσίαση του έργου «Επιστροφή στις Μυκήνες» συμβαίνει, λοιπόν, στις 17 Νοεμβρίου 1972, στο θέατρο Κάβα, από έναν άλλο θίασο όμως, εκείνον της Τιτίκας Νικηφοράκη – με τη σκηνοθεσία του Γρηγόρη Μασαλά (ή και Μασσαλά), τη σκηνογραφία και τα κοστούμια της Λαλούλας Χρυσικοπούλου, τα κοσμήματα του Ηλία Λαλαούνη και τη μουσική, βεβαίως, του Μάνου Χατζιδάκι. Περί τίνος επρόκειτο;
Στο βιβλίο με το κείμενο, τα μέρη και τους διαλόγους του έργου, που θα κυκλοφορούσε τον Αύγουστο του 1973, από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας έγραφε ανάμεσα σε άλλα (σκέψεις, που υπήρχαν και στο θεατρικό πρόγραμμα, με το σχέδιο του Βύρωνα Απτόσογλου μπροστά):
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/theatro/manos-hatzidakis-eyaggelos-aberof-tositsas-epistrofi-stis-mykines

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

SYLVIE COURVOISIER / MARY HALVORSON σύγχρονη «προχωρημένη» jazz

Το πιο νέο άλμπουμ της Pyroclastic Records –μια εταιρεία που υπάρχει εδώ και μια δεκαετία περίπου και την οποίαν οδηγεί η πιανίστρια Kris Davis– φέρνει ξανά δίπλα-δίπλα δύο πολύ σημαντικές εκπροσώπους της σύγχρονης «προχωρημένης» jazz και του αυτοσχεδιασμού, την σημαντική και με μεγάλη ιστορία ελβετίδα πιανίστρια Sylvie Courvoisier και βεβαίως μια κιθαρίστρια, που μας έχει προσφέρει συναρπαστικά άλμπουμ τα τελευταία χρόνια, την Mary Halvorson. Courvoisier και Halvorson δεν συνεργάζονται σε σχήμα ντούο, για πρώτη φορά, καθώς έχουν προϋπάρξει οι δίσκοι τους “Searching for the Disappeared Hour” [Pyroclastic Records, 2021] και “Crop Circles” [Relative Pitch Records, 2017] (για το πρώτο υπάρχει review στο blog), με τον νεότερο Bone Bells [Pyroclastic Records, 2025] να αποσαφηνίζει ακόμη περισσότερο και βεβαίως να βαθαίνει αυτή τη συνεργασία.
Το άλμπουμ αυτό είναι ηχογραφημένο στο γνωστό Oktaven Studio, στο Mount Vernon της Νέας Υόρκης, στις 7 Μαΐου του 2024 και περιλαμβάνει οκτώ tracks, που ανά τέσσερα ανήκουν στις δύο συνθέτριες-αυτοσχεδιάστριες. Πιο συγκεκριμένα, τα 1, 3, 5 και 7 τα υπογράφει  Halvorson, ενώ τα 2, 4, 6 και 8 ανήκουν στην Courvoisier. Χοντρικά, και ακούγοντας το “Bone Bells”, δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις ποια tracks είναι τα μεν και ποια είναι τα δε – κάτι, που οπωσδήποτε βοηθάει στο να παρακολουθήσεις απρόσκοπτα την εξέλιξη του άλμπουμ. Τότε μόνο θα αντιληφθείς το δέσιμο που υπάρχει, ανάμεσα στις δύο οργανοπαίκτριες, το επίπεδο επικοινωνίας που έχει κατακτηθεί και βεβαίως το αποτέλεσμα αυτής της επικοινωνίας, που μεταφράζεται σε τούτο το απολαυστικό CD, που βρίθει από στιγμές ποικίλων αποχρώσεων και καταστάσεων, οι οποίες κυμαίνονται από πολύ λυρικές, έως προχωρημένες, και ρηξικέλευθες – χωρίς βεβαίως να αποφεύγονται, ενδιαμέσως, και οι παιγνιώδεις αντιμετωπίσεις. Πολλές φορές, μάλιστα, παρατηρείς στο ίδιο track την Courvoisier να κατακρατεί το πιο αβάντ κομμάτι της σύνθεσης και την Halvorson το λιγότερο εικονοκλαστικό, συνδυάζοντας οι δυο τους, ταυτοχρόνως, συναισθηματισμό και πρωτοποριακό πνεύμα.
Το “Bone Bells” κυλάει μέσα σ’ αυτό το κλίμα, διαθέτοντας φοβερά παιξίματα από τις δύο μουσικούς, όπως συμβαίνει π.χ. με το “Beclouded” (της Halvorson), στο οποίο ακούμε τις δύο συνθέτριες-αυτοσχεδιάστριες να επωμίζονται, συν τω χρόνω, ρόλους rhythm και lead sections.
Επαφή: www.pyroclasticrecords.com