Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

VIJAY IYER / WADADA LEO SMITH defiant life

Δεν συνεργάζονται για πρώτη φορά στην ECM (AN Music), σε σχήμα ντούο, ο πιανίστας Vijay Iyer και ο τρομπετίστας Wadada Leo Smith, καθώς έχει προηγηθεί το άλμπουμ τους “A Cosmic Rhythm with Each Stroke” το 2016. Υπάρχει λοιπόν παρελθόν, και σίγουρα υπάρχει... ένα πολύ ενδιαφέρον παρόν, καθώς η νέα συνάντηση των δύο, στο Defiant Life (2025), είναι άκρως δημιουργική και σαν άκουσμα αποκαλυπτική.
Πότε (ξανα)βρέθηκαν οι δυο τους; Στο
Auditorio Stelio Molo RSI του Λουγκάνο, τον Ιούλιο του 2024, γράφοντας έξι κομμάτια (τα τέσσερα είναι από κοινού, ενώ ο καθένας έδωσε και από μία προσωπική σύνθεση), δημιουργώντας ένα άλμπουμ απλώς ξεχωριστό, μέσα στην τελευταία παρτίδα των ECM-παραγωγών.
Ένα πρώτο που πρέπει να ειπωθεί είναι πως ο Iyer χειρίζεται, εδώ, εκτός από πιάνο, fender rhodes και ηλεκτρονικά, ενώ ο Smith την τρομπέτα του κλασικά. Έτσι το άκουσμα δεν είναι απλώς εμπλουτισμένο, μα και εξαιτίας αυτών ακριβώς των εμπλουτισμών, από τα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά όργανα, αποκτά μια άλλη δυναμική. Περισσότερο πειραματική, πιο «προχωρημένη», με πολύ δημιουργικά background, που προσφέρουν σε ατμόσφαιρες και υπαινιγμούς μ’ ένα σχεδόν καθηλωτικό τρόπο.
Ιδίως στο πρώτο... τεράστιο κομμάτι του CD, το 12λεπτο “Sumud” (σύνθεση και των δύο), με την μνεία στον παλαιστινιακό αγώνα, το δέσιμο, η επικοινωνία και η ευχέρεια των δύο σ’ έναν αυτοσχεδιασμό, που έχει τον τρόπο να ανανεώνει συνεχώς το ενδιαφέρον σου, είναι υποδειγματική – και παραδειγματική. Το ίδιο θα λέγαμε και για το 6λεπτο bluesFloating river requiem” (σύνθεση του Smith), που είναι αφιερωμένο στον Patrice Lumumba (1925-1961), τον ηγέτη της κονγκολέζικης ανεξαρτησίας και βεβαίως για το 13λεπτο “Elegy: the pilgrimage”, όπως και για το βαρύ ελεγειακό “Kite” (του Iyer) αφιερωμένο στον παλαιστίνιο συγγραφέα Refaat Alareer, που σκοτώθηκε σε βομβαρδισμό των Ισραηλινών στη Γάζα, στις 6 Δεκεμβρίου του ’23, στα 44 χρόνια του.
Γενικά, το “Defiant Life” φαίνεται να αποδίδει έναν ιδιότυπο φόρο τιμής στο ξεχωριστό άλμπουμ “Ten Freedom Summers” [Cuneiform, 2012] του Wadada Leo Smith και όχι μόνον γιατί ο τίτλος του είναι δανεισμένος, κατά μίαν έννοια, από το trackEmmett Till: Defiant, fearless” εκείνου του άλμπουμ (δες κι εδώ για περισσότερες πληροφορίες https://diskoryxeion.blogspot.com/2013/01/wadada-leo-smith.html).
Ένας συναρπαστικός δίσκος γενικώς, από τους σπουδαιότερους της πιο τελευταίας ECM-φάσης.

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

THE BOY περί Αυστραλίας

Δεν αντιλαμβάνομαι τι ρόλο παίζει η «Αυστραλία» [Inner Ear, 2025], ως τίτλος, σ’ ένα τόσο αθηνο-κεντρικό άλμπουμ του The Boy. Δηλαδή ξέρω, έμαθα εκ των υστέρων, αλλά πρέπει να υποκριθώ ότι δεν ξέρω, γιατί το βινύλιο, που ακούω, δεν παρέχει καμία σχετική πληροφόρηση. 
Ποτέ δεν βρίσκω τον λόγο, για να κάνω μια κριτική, να διαβάσω πρώτα δελτία Τύπου και συνεντεύξεις του όποιου καλλιτέχνη, προκειμένου κάπως να προσανατολιστώ. Μένω πάντα, θέλω να πω, σε αυτά που ακούω και διαβάζω σε μια συγκεκριμένη χειροπιαστή έκδοση. Ό,τι γράφει ο δίσκος. Έτσι λοιπόν κι εδώ. Πιάνω κάτι, βέβαια, και θα το πω... Είναι τόση η μαυρίλα της Αθήνας, με αποτέλεσμα η Αυστραλία να μοιάζει κάπως σαν τον επίγειο παράδεισο. Μου θυμίζει, δε, η όλη φάση εκείνη την αστεία ατάκα της Γεωργίας Βασιλειάδου στην ταινία «Ο Μιχαλιός του 14ου Συντάγματος» (1962), όταν έλεγε και ξανάλεγε στον αδελφό της συνταγματάρχη Βασίλη Αυλωνίτη ότι... «θα φύγω, θα πάω στην Αστραλία». Η Βασιλειάδου μπορεί να μην είχε δει... αστραλέζικες ταινίες, αλλά είχε μαρκάρει τον ίδιο τόπο ως τη δική της Shangri-La.
Η «Αυστραλία» ξεκινάει υποτονικά με το «Διαμέρισμά μας». Λίγο πιάνο, λίγα πλήκτρα, κάποια φωνητικά και φυσικά το σπηκάρισμα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι ρόλο παίζει εδώ η μουσική, έτσι τελείως υποβαθμισμένη όπως ακούγεται. Το πράγμα ζωηρεύει κάπως στην «Αυστραλία» με τα ρυθμικά μοτίβα να είναι έντονα, όπως και το
piano-playing, όπως και το beat, με τις φωνές να βγάζουν κι αυτές κάτι από την hip-hop ορμητικότητα. Υπάρχει ένταση και χορευτικότητα, προϊόντος του χρόνου όπως λέμε, που δίνει στο track ένα ξεπέταγμα. Στο «Η αγάπη και ο καπνός» υπάρχει κι ένα στοιχειώδες τραγούδισμα στη σειρά ή σε αντιδιαστολή με το σπηκάρισμα, μαζί με φωνές, σαν από ταινία, μαζί field recordings και με τη μουσική να ακούγεται περισσότερο θωπευτική, νοσταλγική και τ’ ανάλογα. Σαν κομμάτι στέκεται. Στον «Λυκαβηττό», που κλείνει την πρώτη πλευρά του δίσκου, ο Boy δημιουργεί ένα αστικό ηχητικό περιβάλλον, αποτελούμενο από λυρικά θραύσματα, κάπως ονειρικό, με τη μουσική να ακούγεται αξιόλογη, αλλά να «καταπιέζεται», να μην μπορεί να ανασάνει κάτω από τους τόνους των λέξεων. Θες να πεις πολλά; Ok. Γραψ’ τα σ’ ένα χαρτί. Τύπωσέ τα σ’ ένα βιβλίο. Η μουσική δεν είναι για να μπαίνει σε β πλάνο. Λες και πρόκειται για μουζάκ τελευταίας υποστάθμης. Δεν το λέω για τον Boy. Αλλά για τα γενικότερα χιπχοπάδικα παραληρήματα.
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει και αυτή υποτονικά, με το σπηκάρισμα να κυριαρχεί. Δεν θέλω να πω τι λέει και τι εννοεί ο Boy (με όσα σπηκάρει). Υπάρχουν οι στίχοι τυπωμένοι στο inner sleeve και όποιος θέλει τους διαβάζει και τους ξαναδιαβάζει – αν δεν τους πιάνει κατά την διάρκεια της ακρόασης. Το γενικότερο μοτίβο είναι πάντως δύσθυμο, εσωστρεφές, με λίγα περιθώρια διαφυγής. Δεν τον αδικώ τον άνθρωπο. Σε άθλια πόλη ζούμε. Αν, δε, είσαι και λίγο περισσότερο ευαίσθητος δεν απέχεις και πολύ από το να σαλτάρεις. Δεν λέω ότι συμβαίνει αυτό με τον Boy. Ή εν πάση περιπτώσει δεν συμβαίνει περισσότερο απ’ όσο μπορεί να συμβαίνει μ’ εσένα ή μ’ εμένα. «Το ποτάμι της» είναι ένα σχεδόν 9λεπτο track που δείχνει να κυριαρχεί στην «Αυστραλία». Εμένα μου φέρνει στη μνήμη, στο ξεκίνημά του, το φοβερό ζεϊμπέκικο της Σωτηρίας Μπέλλου «Μην κλαις» (Ηλίας Ανδριόπουλος-Μιχάλης Μπουρμπούλης) με το απίστευτο ρεφραίν «τα σπίτια είναι χαμηλά / σαν έρημοι στρατώνες / τα καλοκαίρια μας μικρά / κι ατέλειωτοι οι χειμώνες». Τα ίδια που έλεγε ο Μπουρμπούλης, το 1980, με δυο λόγια, τα λέει ο Boy, εδώ, μ’ έναν λεκτικό ορυμαγδό, μ’ ένα καταιγισμό περιγραφών και εικόνων. Δεν ξέρω αν ο Boy έχει τη δύναμη να κάνει ένα νεο-ζεϊμπέκικο σαν το «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου από «Το Βρώμικο Ψωμί», ας πούμε, αλλά νομίζω πως εκείνο το άσμα είναι κολλημένο στο μυαλό του (το λέω, δε, αυτό και σε σχέση με το «Η αγάπη και ο καπνός» της Side A, με τις διαπλεκόμενες φωνές).
Το τέλος της «Αυστραλίας», με το «Καθόλου ρεαλισμός», δεν είναι αντάξιο των καλύτερων στιγμών του δίσκου, και καθώς προστίθεται κι αυτό, στα όσα προηγούμενα, ρίχνει τον τελικό μέσο όρο. Δεν πειράζει. Ο Boy θα πάει κι αυτός παρακάτω... όπως όλοι μας.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

SATOKO FUJII THIS IS IT! μήνυμα

Ένα από τα δεκάδες σχήματα, μέσω των οποίων αναπτύσσει τις αισθητικές και άλλες τινές απόψεις της η ιαπωνίδα πιανίστρια, συνθέτρια και αυτοσχεδιάστρια Satoko Fujii είναι και οι This is It! – ένα trio, το οποίον αποτελούν, πέραν της ιδίας, ο Natsuki Tamura τρομπέτα και ο Takashi Itani ντραμς, κρουστά. Οι This is It! έχουν ένα πρώτο άλμπουμ, το “1538”, από το 2018, ένα δεύτερο, το “Mosaic” από το 2021 (για το οποίον υπάρχει review στο blog), ενώ επανέρχονται τώρα με το τρίτο CD τους, που αποκαλείται “Message” [Libra Records, 2025] και το οποίο είναι ηχογραφημένο στην Shibuya του Τόκιο στις 8 Οκτωβρίου του 2024.
Το άλμπουμ αυτό περιλαμβάνει έξι συνθέσεις (όλες ανήκουν στην Fujii) και κινείται, οπωσδήποτε, στο χώρο της σύγχρονης jazz-avant. Ο αυτοσχεδιασμός αποτελεί, πάντα, μέρος της ανάπτυξης των θεμάτων, αλλά τα θέματα, στη βάση τους, είναι γραμμένα. Υπάρχουν κάποιοι κανόνες θέλω να πω, έστω και χαλαροί, που τα διέπουν, με τους τρεις οργανοπαίκτες να εκμεταλλεύονται τις μεσαίες και μεγάλες διάρκειες προκειμένου να αναπτύξουν τους προβληματισμούς τους. Εννοώ πως η συνταγή και η διαδικασία είναι γενικώς γνωστή, σ’ αυτού του τύπου τις ηχογραφήσεις, χωρίς τούτο να σημαίνει πως είναι γνωστό και το οριστικό αποτέλεσμα, εκείνο που φθάνει στ’ αυτιά μας – αφού αυτό εξαρτάται από τις προσωπικότητες των οργανοπαικτών, τις εμπειρίες τους, μα και τις διαθέσεις της στιγμής. Υπάρχει λοιπόν μια κάποια προεργασία και στο “Message”, αλλά όλα πήραν μορφή εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα της εγγραφής – μια εγγραφή, που, συνήθως, είναι «μια κι έξω» και, σε κάθε περίπτωση, με πολύ προσεκτική χρήση της (μεταγενέστερης) μείξης.
Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι του δίσκου είναι το 13λεπτο “Falafel feast”, που διαθέτει έντονους oriental υπαινιγμούς (κάτι όχι σύνηθες στον κόσμο της Fujii), το “Ernesto”, που το γνωρίζουμε από το πιάνο-σόλο άλμπουμ της Ιαπωνίδας “Hazuki” (2020), που αναφέρεται στον Che και το οποίον εδώ προσαρμόζεται στις ανάγκες ενός τρίο, το έντονο και δυναμικό “Never mind”, με το «ανοιχτό» drumming στην εισαγωγή, το διαδοχικό ανέβασμα του volume και τα συνεχή γεμίσματα από τον Itani, και ακόμη το λυρικό “Cryptography”, με την Fujii και τον Tamura να προσφέρουν και αυτή την πλευρά του εαυτού τους, χωρίς βεβαίως να απουσιάζει και σε τούτη την περίπτωση η δύναμη και το πάθος των παιξιμάτων.
Χοντρικά έχουμε να κάνουμε με ακόμη ένα απολαυστικό άλμπουμ των This is It!, που διαθέτει και εκτεταμένη «ιαπωνικότητα», αλλά και έτερες αναφορές, που, οπωσδήποτε, ανανεώνουν το ενδιαφέρον μας γι’ αυτούς.
Επαφή: www.satokofujii.com

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

AGABAS, COTOBA «μέταλλο» και indie rock από Νορβηγία και Νότια Κορέα

AGABAS: Hard Anger [Private Pressing, 2025]
Agabas αποκαλείται μια νορβηγική «μεταλλική» μπάντα, που πλασάρεται στα σχετικά κυκλώματα και ως... death jazz. Το «μεταλλικό» δεν χρειάζεσαι πολλή ώρα για να το αντιληφθείς, καθώς είναι προφανές, και... βγάζει μάτι από την αρχή, το death jazz, όμως, είναι κάτι που το ψάχνεις... στήνοντας αυτί.
Τέλος πάντων οι Agabas, που είναι έξι άτομα, διαθέτουν και σαξοφωνίστα – και σίγουρα έχουν στην line-up τους τραγουδιστή, που σκίζεται στα growl vocals, και βεβαίως σαν παίκτες χειρίζονται όλα τα βασικά όργανα, προκειμένου να αναπτύξουν τα τραγούδια τους. Τα οποία (τραγούδια) σε τι γλώσσα εκφέρονται; Μα στα νορβηγικά. Να λοιπόν ακόμη μία ιδιαιτερότητα των Agabas, που τους κάνει κάπως ξεχωριστούς.
Ξεχωριστούς, βασικά, τους κάνουν συνολικά τα κομμάτια τους στο έσχατο “Hard Anger”, ένα LP δέκα τραγουδιών, που φιλοδοξεί να αποτελέσει μία νέα πρόταση στο στυλ. Στο progressive metal χοντρικά – γιατί εκεί είναι η βάση των Agabas, παρά τις όποιες επιμέρους αναφορές, που μπορεί να αφορούν την jazz, το blues ή το πιο κλασικό art / progressive rock. Το γεγονός ότι, προσωπικώς, ακούω, σε κάποιες συγκεκριμένες στιγμές, στους κιθαρισμούς του νορβηγικού γκρουπ, τον... Robert Fripp δεν σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Υπό την έννοια πως είναι τόσο βαρύς ο «μεταλλικός» ήχος τους, με αποτέλεσμα όλα να καθυποτάσσονται σ’ αυτή τη βασική αρχή. Και η όποια... jazz και τα πάντα όλα.
Επαφή: https://agabas.bandcamp.com/album/hard-anger
COTOBA: Sin Swims [Private Pressing, 2025]
Εναλλακτικό rock από τη Νότια Κορέα; Εντάξει... γιατί όχι; Aπλώς δεν έχουμε την ευκαιρία να γράφουμε για κορεατικά συγκροτήματα στο δισκορυχείον και μας έρχεται κάπως ξαφνικά.
Cotoba λέγεται το παρόν σχήμα, που είναι αρκετά επιτυχημένο στην πατρίδα του και που φιλοδοξεί τώρα, με το mini-CD του “Sin Swims”, να ξεπεράσει τα τοπικά ή γειτονικά σύνορα, ώστε να γίνει γνωστό και στην Ευρώπη. Το συγκρότημα έχει γυναίκα τραγουδίστρια, η οποία έχει πολύ καλή φωνή, αλλά μάλλον ανεπαρκή προφορά των αγγλικών (το «μάλλον» το λέω, γιατί δεν είμαι εξοικειωμένος με τα αγγλικά των Κορεατών). Απεναντίας, όταν τα τραγούδια ακούγονται στην κορεάτικη γλώσσα είναι, ασυζητητί, περισσότερο αποδεκτά, προσδίδοντας στο συνολικό άκουσμα ακόμη μία ιδιαίτερη χροιά.
Από πλευράς ήχου οι Cotoba είναι αρκετά δυναμικοί, έως και «ανεβαστικοί» θα έλεγα, με αποτέλεσμα κάποιοι, πολλοί, να τους κατατάσσουν στην κατηγορία του math rock. Γιατί όχι; Οι πενιές των Κορεατών είναι Fripp-οειδείς, δεν υπάρχει λόγος, ενώ και το γενικότερο... περιτύλιγμα τείνει προς την κατεύθυνση των ιαπωνικών αναλόγων σχημάτων (των Ruins π.χ.), που είναι και περισσότερο γνωστά παγκοσμίως. Γενικώς, ο ήχος αυτός «παίζει» αρκετά, απ’ ό,τι φαίνεται στην Άπω Ανατολή, με τους Cotoba να ακολουθούν, όσο να ’ναι, αυτή την οριοθετημένη παράδοση, προσφέροντας τον δικό τους τρόπο.
Επαφή: https://linktr.ee/bandcotoba

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Επτά αξιόλογοι ελληνικοί δίσκοι σε downtempo, τζαζ, έντεχνο, ποπ και indie ροκ, που κυκλοφόρησαν εσχάτως – είναι τα άλμπουμ των Transparent Man, Jan Van, Τάσου Γκρους, Freedom Candlemaker, Ηλέκτρα, The Electric Mandarine και Γιώργου Κομπογιάννη

TRANSPARENT MAN: Puppets [S!X Music, 2025]
Transparent Man είναι το όνομα ενός μουσικού από την Θεσσαλονίκη, ο οποίος τώρα κάνει την εμφάνισή του μ’ ένα LP, το οποίο αποκαλείται “Puppets” (2025). Το άλμπουμ είναι μάλλον ασύνηθες, για τη δεδομένη (ελληνική) χωροχρονική συγκυρία. Εννοώ πως, ως ήχος, μας παραπέμπει σε κάτι από τα late 90s-early 00s, όταν η electronica συνδυαζόταν με το downtempo, το cinematic και το chill-out. Και γιατί όχι και με την electro-jazz, και βεβαίως με το lounge. Το “Puppets” θέλω να πω είναι ένα άλμπουμ, που φέρνει στο νου εγγραφές της γερμανικής εταιρείας Compost, από εκείνη την εποχή. Να θυμηθούμε τους Kruder & Dorfmeister, Beanfield, Trüby Trio, Jazzanova, Koop κ.λπ. Φυσικά, όλα τούτα προσαρμοσμένα στο σήμερα, μέσα από τις απαιτήσεις μιας σύγχρονης παραγωγής.
Ένα πρώτο που πρέπει να ειπωθεί για το “Puppets” είναι πως, σαν άλμπουμ, έχει ταυτότητα, ύφος και μια συνέχεια, καθ’ όλη τη διαδρομή του. Εννοώ πως, σαν άκουσμα, δεν κάνει κάπου «κοιλιά», διατηρώντας πάντα σε αξιοζήλευτο επίπεδο τα vibes του. Αυτό είναι σημαντικό για τέτοιου τύπου μουσικές, που στηρίζονται στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας, κάπως χαλαρής, κάπως ταξιδευτικής, με έντονα λυρικά στοιχεία, ικανής να οριοθετήσει αυτά τα κάπως... ασταθή τεχνητά περιβάλλοντα. Να σε κάνει να νοιώθεις, εννοώ, πως κινείσαι σε... ενδιάμεσες καταστάσεις, ούτε τελείως χαλαρωτικές, ούτε χορευτικά ερεβώδεις, τοποθετημένος πάνω στα μεταίχμια των φάσεων και πάντα με την αίσθηση της υψηλής κλάσης.
Συνθέσεις λοιπόν ψαγμένες, σε παραγωγή και ενορχήστρωση από τους Transparent Man και Dimitrios Astrantinis, με ντραμς από τον Thomas Kostoulas και με φωνές-τραγούδι από τον Modd Ren και την Vassiłina, που έχουν τον τρόπο να σε «φτιάχνουν».
Επαφή: https://transparentman.bandcamp.com/album/puppets
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/epta-axiologoi-ellinikoi-diskoi-se-downtempo-tzaz-entehno-pop-kai-indie-rok-poy

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

PHIL HAYNES δύο νέα πολύ καλά άλμπουμ από έναν ντράμερ με ιστορία

Ο ντράμερ της jazz και improv-jazz Phil Haynes είναι ένα πρόσωπο, για το οποίο γράφουμε συχνά στο blog, είτε σε σχέση με τα προσωπικά του ηχογραφήματα (με τα σχήματά του εννοούμε) είτε σε σχέση με τις παρουσίες του σε ποικίλα teams. Οι δίσκοι και τα γκρουπ είναι αρκετά, και εδώ ας αναφερθούμε στους No Fast Food (με David Liebman, Drew Gress), στους Day Dream (με Drew Gress, Steve Rudolph) και στους Phil Haynes & Free Country (με Hank Roberts, Jim Yanda, Drew Gress). Προσφάτως, μάλιστα, γράψαμε reviews για το CD των Day DreamDuke & Strays Live” [Corner Store Jazz, 2024], όπως και για το 3CD The Complete American Recordings” [Corner Store Jazz, 2024], στο οποίο ο Haynes μας (ξανα)παρουσίασε το σχήμα του 4 Horns & What? από τα late 80s-early 90s, και πιο συγκεκριμένα τα άλμπουμ του “4 Horns & What?” (1991) και “4 Horn Lore” (1992), συν το ανέκδοτο “Live at B.A.M.” από το 1995. Δημιουργικός και πάντοτε με νέες ιδέες, τις οποίες μετατρέπει σε πολύ ενδιαφέροντα έως και καταπληκτικά CD, ο Haynes είναι έτοιμος και πάλι να μας εκπλήξει.
PHIL HAYNES / BEN MONDER: Transition[s] [Corner Store Jazz, 2025]
Στο πρόσφατο “Transition[s]”, ηχογραφημένο κάπου στο Brooklyn στις 4 Ιουνίου 2024, ο 64χρονος αμερικανός ντράμερ συνεργάζεται με τον συμπατριώτη του και σχεδόν συνομήλικό του ηλεκτρικό κιθαρίστα Ben Monder, προτείνοντας και πάλι κάτι διαφορετικό. Θέλω να πω πως και ο Monder είναι ένα πρόσωπο με μεγάλη συνεισφορά στη σύγχρονη improv-avant σκηνή, καθώς τον συναντάμε σε πρόσφατα σημαντικά άλμπουμ της Pyroclastic Records σαν το “Purposing the Air” (2024) της Ingrid Laubrock ή σαν το “The Cave of Winds” (2021) των Tony Malabys Sabino, ενώ πιο παλαιά (2018) είχαμε γράψει και για την συνεργασία του με τους Kristjan Randalu και Markku Ounaskari στο “Absence” [ECM]. Δύο μουσικοί τόσο (αποδεδειγμένα) δημιουργικοί δεν μπορεί παρά, και εδώ, να κάνουν τη διαφορά.
Στο “Transition[s]” παρακολουθούμε τους Haynes και Moder σε μια σειρά δεκατριών tracks (ηχογραφημένα από ένα ντραμ-σετ και μια ηλεκτρική κιθάρα, με τα όποια πεντάλια της) ανάμεσα στα οποία καταγράφονται και δύο διασκευές. Η πρώτη στο “Transition” του John Coltrane και η δεύτερη στο στάνταρντ “I fall in love too easily” των Jule Styne / Sammy Cahn.
Οι Haynes και Monder έχουν τον τρόπο να κρατούν σε υψηλά επίπεδα το ενδιαφέρον του ακροατή –αυτό είναι το σιγουρότερο όλων– με τις γεμάτες φαντασία και δύναμη προσεγγίσεις τους, οικοδομώντας παράξενα περιβάλλοντα, από abstract acoustic και space electronic, μέχρι ambient και jazz-avant, δημιουργώντας ένα «έργο», οπωσδήποτε, όχι τυπικό και «καθημερινό», που ξεχωρίζει ασυζητητί μέσα στο περιβάλλον της νέας jazz.
PHIL HAYNES: Return to Electric [Corner Store Jazz, 2025]
Ηχογραφημένο, το διήμερο 26-27 Σεπτεμβρίου 2024, στα Tedescos στούντιο, κάπου στο New Jersey, το “Return to Electric” συλλαμβάνει τους Steve Salerno κιθάρα, Drew Gress μπάσο και Phil Haynes ντραμς σ’ ένα ακόμη ηλεκτρικό jazz-set, απολύτως ταιριαστό με την ιστορία και τις απόψεις των εν λόγω μουσικών.
Φίλοι και συνεργάτες εδώ και δεκαετίες, οι Salerno, Gress και Haynes προβαίνουν σε τούτες τις πολύ δημιουργικές εγγραφές, με πολλές δικές τους συνθέσεις ανάμεσα, μα και με κάποια covers από την ιστορία της ηλεκτρικής jazz –σαν τoCrystal silence” του Chick Corea, το “Spectrum” του John McLaughlin ή και το “Paraphernalia” του Wayne Shorter από το “Miles in the Sky” του Miles Davis–, προτείνοντας έναν ηλεκτρικό τζαζ δίσκο, που διερευνά και εξερευνά το παρελθόν της ηλεκτρικής jazz, δίχως να καταφεύγει σε αναμασήματα και κοινοτοπίες. Θέλω να πω πως είναι η παιδεία, οι γνώσεις και βεβαίως η όρεξη για περιπέτεια των τριών μουσικών, που παρέχουν στο “Return to Electric” την αναμφισβήτητη αξία του και, γιατί όχι, και τη σημαντική του.
Επαφή: www.cornerstorejazz.com

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 641

15/5/2025
Ο Γιάννης Σπανός έχει το δικό του μερίδιο στις «Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου» [LiFO Books, 2024] ως συνθέτης των σάουντρακ των ταινιών «Αναζήτησις...» (1972) του Ερρίκου Ανδρέου, «Έγκλημα στο Καβούρι» (1974) του Κώστα Καραγιάννη και της τριάδας «Οι Εκβιασταί» (1972), «Οι Απάνθρωποι» (1973) και «Μαύρη Αφροδίτη» (1977) του Παύλου Φιλίππου.

1
4/5/2025
13/5/2025
757 προβολές μέσα σε 1 χρόνο... Κάποιες φορές ο κόσμος δεν εκτιμάει όπως πρέπει... Ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια της τελευταίας 10ετίας, γραμμένο από έναν φίλο εδώ μέσα...
https://www.youtube.com/watch?v=NOreaRMCdEA

13/5/2025
Αυτός τι παριστάνει τώρα; Για τι ακριβώς πανηγυρίζει; Τον αθώωσε κανείς; Μήπως έγινε η δίκη, μήπως έχει τελεσιδικήσει κάτι και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι; Πόσο ξεδιάντροπος πρέπει να είναι κάποιος για να βγαίνει στις ρούγες και να ζητωκραυγάζει, για κάθε τι που θεωρεί ότι τον βολεύει; 
Το άτομο είναι εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης και πρέπει να είναι ψύχραιμο. Δεν είναι χουλιγκάνος, ούτε εκπροσωπεί κάποιο σωματείο, κάποια συντεχνία, κάποιο σύλλογο, άρα εκείνο που οφείλει πρωτίστως να κάνει είναι να μην προκαταλαμβάνει τις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Κανένα αφήγημα δεν πρόκειται να καταρρεύσει, με κρότο ή χωρίς κρότο, πριν από τη δίκη του αιώνα. Ας του το πει κάποιος...

13/5/2025
"Το Μοναστηράκι" (1964) σε σκηνοθεσία του (και ποιητή) Τάσου Δενέγρη (στη φωτό), με το σάουντρακ του Σταύρου Ξαρχάκου στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]...

1
3/5/2025
1.585 προβολές μέσα σε 9 χρόνια... Κάποιες φορές ο κόσμος δεν εκτιμάει όπως πρέπει... Ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια της τελευταίας 10ετίας, γραμμένο από έναν φίλο εδώ μέσα...
https://www.youtube.com/watch?v=oGXahGbfhmY

11/5/2025
Φωτιά θα έβαζε στα κλαμπ με τέτοια κομμάτια ο Wess στην Αθήνα, πριν από πολλά-πολλά χρόνια. Wess & The Airedales “There's Gonna Be A Revolution”…
https://www.youtube.com/watch?v=Jjx377HQ-Qc

10/5/2025
Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο βιβλίο, που να διαβάζεις αναλυτικά για τον Φόβο (1966) του Κώστα Μανουσάκη...

9/5/2025
Δεν είναι ότι ήταν άσχετοι στην Σπέντζος (που γράφανε για ροκ και για Γούντστοκ), είναι γιατί το πανκ και το new-wave σαν ποσότητες δεν μετράγανε ιδιαιτέρως το 1982 (εμπορικά εννοώ).
Αν στα σίξτις το ροκ διαχύθηκε στην Ελλάδα τη στιγμή που γεννιόταν έξω, και συνοδοιπόρησε σε πρώτο χρόνο με το ελληνικό ροκ, στα έιτις υπήρχε μεγάλο χάντικαπ και με το πανκ και με το new wave. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πως το πρώτο τεύχος του Ποπ & Ροκ (Μάρτιος ’78) είχε εξώφυλλο τον Hendrix και το πρώτο τεύχος της Μουσικής (Δεκέμβριος ’77) είχε στο εξώφυλλο... Μπετόβεν, Μικρούτσικο, Χατζιδάκι και Rolling Stones. Δηλαδή... στον κόσμο τους.
Το πανκ και το new-wave απέκτησαν κάποιο κοινό, που να ξέφευγε από τις λίγες εκατοντάδες άτομα, μετά το 1982, οπότε ο έμπορος δεν είχε κανα λόγο να γράψει περί πανκ στη διαφήμιση. Προτίμησε το «ροκ», θέλω να πω, που πούλαγε περισσότερο (και το ’82). Έτσι κι αλλιώς οι πάνκηδες και οι νιου-γουεβάδες θα την έβλεπαν την ταινία, λόγω ονομάτων, ενώ θα μάζευε και διαφόρους μη κολλημένους ροκάδες.
Σαν νέο ροκ πάντως είχα δει, κι εγώ, τότε το Urgh!. Ούτε σαν πανκ, ούτε σαν new-wave.

9/5/2025
Τα μουσικά βιβλία του Όγδοου, μαζί και το "Ραντεβού στο Κύτταρο", στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης...

8/5/2025
Η Λίνα Τριανταφύλλου, πρωταγωνίστρια στην ταινία "Η Εκπομπή" (1968) του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Απορώ, γιατί δεν έχω γράψει τόσα χρόνια ένα κείμενο γι' αυτή την ταινία. Λάθος μου...

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

MANOEUVRES SENTIMENTALES improv από την Γαλλία

Η γνωστή μας προχωρημένη ετικέτα Circum-Disc μας τροφοδοτεί αργά αλλά σταθερά με πολύ ενδιαφέροντα άλμπουμ, που αποτυπώνουν όψεις της σημερινής γαλλικής improv-jazz-avant σκηνής. Έτσι συμβαίνει και με το πιο πρόσφατο CD της εταιρείας, το “Delightfully Deceitful” (2025) των Manoeuvres Sentimentales – ενός τρίο, το οποίον αποτελούν οι Laurent Rigaut πνευστά, Andrea Bazzicalupo κιθάρες και Peter Orins ντραμς. Ο Orins μας είναι γνωστός από τους πάμπολλους δίσκους και τις παρουσίες του σε ποικίλους σχηματισμούς (Almufaraka, Ternoy / Cruz / Orins, Woo, Kaze, Trapeze, Satoko Fujii Orchestra Berlin, TOC κ.ά.), ενώ για τους άλλους δύο improvisers γίνεται τώρα, για πρώτη φορά, λόγος στο δισκορυχείον.
Το
Delightfully Deceitful” είναι ηχογραφημένο τον Μάρτιο του 2024, στην Lomme της ΒΔ Γαλλίας, πολύ κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, και κατά πάσα πιθανότητα είναι γραμμένο «με τη μία» ή έστω με πολύ περιορισμένες μετατροπές κατά τη διάρκεια του mix. Η μουσική έχει, οπωσδήποτε, αυτοσχεδιαστική λογική, αν και πολλές φορές αυτός ακριβώς ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι εντελώς αυθόρμητος, αλλά «προγραμματισμένος», ώστε να δημιουργεί συγκεκριμένες ηχητικές «οπτικές». Υπάρχουν tracks εδώ, θέλω να πω, όπως το μεγαλύτερο σε διάρκεια όλων, το 12λεπτο “Just infinite of nought”, που ηχούν απολύτως «λογικά» στην εξέλιξή τους, έχοντας συγχρόνως και μια τέτοιου τύπου αποστολή – να δημιουργήσουν μία κατανοητή διαδοχή ήχων και περαιτέρω εικόνων, αφρο-κεντρικής αισθητικής, κρατώντας στα ύψη το ενδιαφέρον και του μη-μυημένου ακροατή.
Γενικώς, το “Delightfully Deceitful” σαν άλμπουμ ακολουθεί τόσο «ακραίες», όσο και «μεσαίες» λογικές και αυτό, οπωσδήποτε, δείχνει τις ικανότητες των τριών μουσικών να κινούνται σε μία ευρεία γκάμα συμπαραδηλώσεων.
Επαφή: www.circum-disc.com

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

LARS FREDRIK FRØISLIE, BJØRN RIIS, OAK σύγχρονο progressive από την Νορβηγία

LARS FREDRIK FRØISLIE: Gamle Mester [Karisma Records, 2025]
O Lars Fredrik Frøislie είναι ο κιμπορντίστας των Νορβηγών Wobbler, ενός από τα καλύτερα ευρωπαϊκά progressive rock συγκροτήματα του 21ου αιώνα (να επισημάνουμε τα άλμπουμ τους “From Silence to Somewhere” του 2017 και Dwellers of the Deep” του 2020), ο οποίος προτείνει τώρα ένα ακόμη πολύ δυνατό προσωπικό LP του, μετά από το εξ ίσου πρώτης τάξεως Fire Fortellinger” του 2023. 
Το νέο άλμπουμ αποκαλείται “
Gamle Mester” (Παλαιός Δάσκαλος), έχει λόγια στα νορβηγικά, μουσικές fully progressive, με έξοχα παιξίματα από τον Frøislie, που χειρίζεται άπειρα keyboards και κρουστά, και με βοήθειες από τους Nikolai Hængsle μπάσο και Ketil Vestrum Einarsen φλάουτα.
Τώρα, το Gamle Mester” από την πλευρά του concept σχετίζεται σε μεγάλο μέρος του και με την ελληνική μυθολογία, καθώς μέσα στα νορβηγικά στιχάκια βλέπεις τις λέξεις Artemis, Kalydons, Meleagros, Atalanta, Medusa κ.λπ. Περί τίνος πρόκειται; Όπως διαβάζουμε στην βικιπαίδεια:
«Στην ελληνική μυθολογία ο Μελέαγρος ήταν υιός του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέως και της Αλθαίας, αδελφής της Λήδας, κεντρικός ήρωας των διηγήσεων για τον Καλυδώνιο Κάπρο.(...) Αργότερα, όταν ο Μελέαγρος μεγάλωσε, έλαβε μέρος στο κυνήγι του κάπρου. Σε αυτό είχε συμμετάσχει και η Αταλάντη, και ο Μελέαγρος σκότωσε στη διαμάχη τους θείους του (γιους του Θεστίου) προκειμένου να προσφέρει το τομάρι του θηρίου στην Αταλάντη, και δίκαια, καθώς εκείνη το είχε πληγώσει πρώτη. Τότε η Αλθαία εξοργίσθηκε τόσο πολύ για τον χαμό των αδελφών της, ώστε άρπαξε τον κρυμμένο δαυλό και τον έκαψε, με αποτέλεσμα να πεθάνει αμέσως ο γιος της. Αυτή η ιστορία παρουσιάζει ομοιότητα με τον σκανδιναβικό μύθο του Norna-Gests».
Να ’τη λοιπόν και η σύνδεση με τον ευρωπαϊκό βορρά, που οδηγεί τον Lars Fredrik Frøislie στη ανάπτυξη όλης αυτής της ιστορίας, που συνθετικά και ενορχηστρωτικά έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ανακαλεί ήχους από το καλύτερο pastoral progressive των seventies (Genesis, Strawbs, Gryphon, Renaissance κ.ά.) προσαρμοσμένο, όμως, στις σημερινές απαιτήσεις.
Επαφή: www.karismarecords.no
BJØRN RIIS: Fimbulvinter [Karisma Records, 2025]
Για τον νορβηγό συνθέτη, τραγουδοποιό και κιθαρίστα Bjørn Riis έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον, αναφερόμενοι στα άλμπουμ του “A Fleeting Glimpse” (2022), “Everything to Everyone” (2022), “A Storm is Coming” (2019) και “Forever Comes to an End” (2017). Επίσης έχουμε γράψει για το prog συγκρότημά του, τους Airbag (για το άλμπουμ τους “A Day at the Beach”, από το 2020), πράγμα που σημαίνει πως ήδη έχουμε δώσει μια καλή εικόνα του ύφους και του ήχου του. Πιθανώς λοιπόν, και μετά απ’ όλα αυτά, ορισμένοι να θυμούνται πως ο Riis είναι ορκισμένος progster, κάτι το οποίον αποδεικνύει και στο πιο πρόσφατο CD του, το “Fimbulvinter”.
Ο χειμώνας Fimbul είναι ο σκληρός χειμώνας που προηγείται του τέλους του κόσμου στην σκανδιναυική μυθολογία του Ragnarök – και είναι αυτός που δίνει την έμπνευση στον Riis προκειμένου να αναπτύξει ένα concept, κάπως σκοτεινό, που σχετίζεται, όμως, και με δικές του ψυχολογικές καταστάσεις και διαδρομές. Προς τούτο συνθέτει μια σειρά από neo-prog / hard tracks, επικών διαστάσεων, χωρίς βεβαίως να αποφεύγονται και οι πιο λυρικές καταδείξεις, τα οποία είτε στα ηλεκτρικά είτε στα ακουστικά μέρη τους έχουν τον τρόπο να σε κερδίζουν (πολύ καλά τα 9λεπτα “Gone” και “Fimbulvinter”).
Στο άλμπουμ ακούγονται οι Bjørn Riis σε φωνή, κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, κρουστά, Vegard Kleftås Sleipnes πλήκτρα, συν τρεις ντράμερ (στα διάφορα tracks), οι Kai Christoffersen, Henrik Bergan Fossum και Arild Brøter, που προσδίδουν όλοι μαζί, στο “Fimbulvinter”, την οριστική μορφή του.
Επαφή: www.karismarecords.no
OAK: The Third Sleep [Karisma Records, 2025]
Οι Oak είναι μια πολύ καλή νορβηγική prog μπάντα από το Όσλο για την οποία έχουμε ξαναγράψει στο blog, όταν αναφερθήκαμε στα άλμπουμ της “The Quiet Rebellion of Compromise” (2022) και “False Memory Archive” (2018). Το “The Third Sleep” είναι το τέταρτο LP του γκρουπ, το οποίο, για μένα, ηχεί, ακόμη καλύτερα από τα προηγούμενά τους. Οι Oak δείχνει να έχουν αφήσει κατά μέρους τους άσκοπους πειραματισμούς, με μεταγενέστερα genres, εμμένοντας σ’ έναν πιο κλασικό και ντελικάτο ήχο, με μεγάλα μελωδικά προτερήματα. Τούτο καταδεικνύεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης, η οποία σου προσφέρει τη χαρά και την άνεση να παρακολουθείς κάτι συμπαγές, περίτεχνο και ολοκληρωμένο, που αναπτύσσεται χωρίς «κοιλιές» και με πλήρη έλεγχο όλων των επιμέρους ισορροπιών. Εννοώ πως οι συνθέσεις των Oak είναι πολύ καλές, κυλώντας γοργά και με πάθος, δίνοντας πλήρες νόημα και στις δύο βινυλιακές πλευρές.
Τα παιξίματα, τώρα, στο “The Third Sleep” είναι περισσότερο ομαδικά, με λίγες σχετικά σολιστικές απόπειρες (μάλλον, για να το διατυπώσω καλύτερα, τα σόλι είναι σύντομα και απολύτως ενταγμένα στο περιβάλλον που κτίζεται) και με τα mellow προτερήματα του γκρουπ να είναι εμφανέστερα από ποτέ. Κάτι από Barclay James Harvest θα μπορούσε να ανακαλέσεις εδώ, αν και οι Simen Valldal Johannessen φωνή, πιάνο, πλήκτρα, Øystein Sootholtet μπάσο, ακουστικές κιθάρες, πλήκτρα, προγραμματισμός και Sigbjørn Reiakvam ντραμς, κρουστά, προγραμματισμός, πλήκτρα (με τις βοήθειες σε κιθάρες από τον Stephan Hvinden, σε σαξόφωνα από τον Steinar Refsdal και ξανά σε κιθάρες από τον Dave Foster), οι Oak δηλαδή, έχουν οπωσδήποτε τη δική τους αφηγηματικότητα.
Επαφή: www.karismarecords.no