PARADISE CINEMA: Returning, Dream [Gondwana
Records / AN Music, 2024]
Από το ιστορικό LP των Jon Hassell / Brian Eno “Fourth World Vol.1” (1980), μέχρι το “returning, dream” των Paradise Cinema η απόσταση δεν είναι μεγάλη.
Από το ιστορικό LP των Jon Hassell / Brian Eno “Fourth World Vol.1” (1980), μέχρι το “returning, dream” των Paradise Cinema η απόσταση δεν είναι μεγάλη.
Αν το πρώτο άλμπουμ λειτουργεί σαν
«φάρος», το δεύτερο είναι μια πολύ καλή περίπτωση επανεξέτασης της σύγχρονης
ηλεκτρονικής, με μινιμαλιστικές ή όχι αναφορές, των ήχων περιβάλλοντος και των
ρυθμών του... Τρίτου Κόσμου, όλα ανακατωμένα και επανατοποθετημένα από τον Jack Wyllie (Portico Quartet κ.λπ.),
που είναι το βασικό πρόσωπο πίσω από το project Paradise Cinema. Λέμε το «βασικό»,
γιατί στον δίσκο ακούγονται και οι Khadim Mbaye, Tons Sambe και Laurence Pike σε διάφορα κρουστά (sabar, tama drums,
drum kit).
Η εθνο-παραδοσιακότητα, λοιπόν, από τη μια μεριά και η ανάγκη επέκτασής της μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας βρίσκονται στο κέντρο αυτού του δίσκου, που έχει τον τρόπο να σε εκπλήσσει με κομμάτια σαν τα “Tide”, “Crossing”, “nowhere, home” και “night search”, μα και με όλα τα υπόλοιπα. Υπάρχει σύμπνοια και ενότητα, για να το πούμε αλλιώς, στο “returning, dream”, που το κάνει κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον, από την αρχή έως το τέλος.
SVANEBORG KARDYB: Superkilen [Gondwana Records / AN Music, 2024]
Svaneborg Kardyb είναι ο Nikolaj Svaneborg (wurlitzer, σύνθια, πιάνο) και ο Jonas Kardyb (ντραμς, κρουστά) – δανοί μουσικοί, τους οποίους βοηθούν οι Milo Fitzpatrick σε κοντραμπάσο και Maria Martine Jagd σε βιολί, προκειμένου να φέρουν εις πέρας το άλμπουμ τους “Superkilen”. Περί τίνος ακριβώς πρόκειται;
Βασικά οι Δανοί είναι επηρεασμένοι από την βορειοευρωπαϊκή jazz (nordic και όποια άλλη) και κάποια πρώτα ονόματα, που μπορεί να έλθουν στον νου σου, ακούγοντάς τους, είναι οι e.s.t., και στις πιο απλές ενοργανικά στιγμές τους, εκεί όπου το πιάνο και λίγα κρουστά κυριαρχούν, ο Jan Johansson.
Γενικώς την μουσική τους θα την χαρακτήριζες... αιθέρια jazz, με αναφορές στις «μουσικές του κόσμου», όσον αφορά τις ρυθμολογίες, άνευ φωνητικών και με στόχευση στο καλό μέσο γούστο.
Τούτο δεν σημαίνει πως το “Superkilen” δεν προσφέρει απαιτητικές στιγμές, σαν το “Vakler” για παράδειγμα, στο οποίο κυριαρχούν τα κρουστά, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο πλάνο, προσδίδοντας μιαν «αφρικανικότητα» στο άκουσμα – το ίδιο που συμβαίνει και με το “Balancen” εξάλλου, στο οποίο ακούς ήχους που προσιδιάζουν σε balafon. Πολύ δυνατή είναι και η εισαγωγή με το χορευτικότατο “Superkilen” και με το wurlitzer να γκρουβάρει ακαταπαύστως, αλλά δεν είναι χαρακτηριστική όλου του άλμπουμ – που κυλάει, γενικώς, σε χαμηλότερες στάθμες.
Η εθνο-παραδοσιακότητα, λοιπόν, από τη μια μεριά και η ανάγκη επέκτασής της μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας βρίσκονται στο κέντρο αυτού του δίσκου, που έχει τον τρόπο να σε εκπλήσσει με κομμάτια σαν τα “Tide”, “Crossing”, “nowhere, home” και “night search”, μα και με όλα τα υπόλοιπα. Υπάρχει σύμπνοια και ενότητα, για να το πούμε αλλιώς, στο “returning, dream”, που το κάνει κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον, από την αρχή έως το τέλος.
SVANEBORG KARDYB: Superkilen [Gondwana Records / AN Music, 2024]
Svaneborg Kardyb είναι ο Nikolaj Svaneborg (wurlitzer, σύνθια, πιάνο) και ο Jonas Kardyb (ντραμς, κρουστά) – δανοί μουσικοί, τους οποίους βοηθούν οι Milo Fitzpatrick σε κοντραμπάσο και Maria Martine Jagd σε βιολί, προκειμένου να φέρουν εις πέρας το άλμπουμ τους “Superkilen”. Περί τίνος ακριβώς πρόκειται;
Βασικά οι Δανοί είναι επηρεασμένοι από την βορειοευρωπαϊκή jazz (nordic και όποια άλλη) και κάποια πρώτα ονόματα, που μπορεί να έλθουν στον νου σου, ακούγοντάς τους, είναι οι e.s.t., και στις πιο απλές ενοργανικά στιγμές τους, εκεί όπου το πιάνο και λίγα κρουστά κυριαρχούν, ο Jan Johansson.
Γενικώς την μουσική τους θα την χαρακτήριζες... αιθέρια jazz, με αναφορές στις «μουσικές του κόσμου», όσον αφορά τις ρυθμολογίες, άνευ φωνητικών και με στόχευση στο καλό μέσο γούστο.
Τούτο δεν σημαίνει πως το “Superkilen” δεν προσφέρει απαιτητικές στιγμές, σαν το “Vakler” για παράδειγμα, στο οποίο κυριαρχούν τα κρουστά, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο πλάνο, προσδίδοντας μιαν «αφρικανικότητα» στο άκουσμα – το ίδιο που συμβαίνει και με το “Balancen” εξάλλου, στο οποίο ακούς ήχους που προσιδιάζουν σε balafon. Πολύ δυνατή είναι και η εισαγωγή με το χορευτικότατο “Superkilen” και με το wurlitzer να γκρουβάρει ακαταπαύστως, αλλά δεν είναι χαρακτηριστική όλου του άλμπουμ – που κυλάει, γενικώς, σε χαμηλότερες στάθμες.