Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Τα ροκ δημοτικά του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΕΡΒΑ, του ΓΙΑΝΝΗ ΣΠΑΘΑ και του ΝΙΚΟΥ ΑΝΤΥΠΑ από τα 80s – Μια πρόταση για το δημοτικό τραγούδι, που ήταν μπροστά από την εποχή της

Η ποπ και το ροκ, η ελληνική ποπ και το ελληνικό ροκ εννοώ, δεν ήταν ποτέ αδιάφορη για το δημοτικό τραγούδι. Από τα χρόνια του ’60 έως και τις μέρες μας πολλοί καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες θα πειραματίζονταν με τα παραδοσιακά μας ηχοχρώματα, δημιουργώντας νέα υβρίδια, που πολλές φορές θα αποκτούσαν μεγάλη αίγλη.
Οι Forminx (Βαγγέλης Παπαθανασίου, Βασίλης Μπακόπουλος και λοιποί) ήταν το πρώτο ποπ συγκρότημα, που από το 1965 ήδη θα διασκεύαζε ένα δημοτικό σκοπό στο τραγούδι του “Mandjouranas shake” [Pan-Vox], ενώ το 1967 ο Μίμης Πλέσσας θα ήταν εκείνος που θα έκανε πρώτος ένα ολόκληρο LP με διασκευασμένους δημοτικούς χορούς, για ποπ-ροκ-τζαζ ορχήστρα, το περιώνυμο “Greece Goes Modern” [Pan-Vox].
Στο τέλος του ’60 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, όταν το ελληνικό ροκ επιζητούσε εναγωνίως μια ταυτότητα, θα ήταν και πάλι οι δημοτικοί σκοποί και τα τραγούδια, που θα έβγαζαν τους μουσικούς από τη... δύσκολη θέση. Αρκεί να θυμηθούμε το «Ντιρλαντά» και τους δίσκους (LP) του Διονύση Σαββόπουλου «Μπάλλος» και «Το Βρώμικο Ψωμί» (με τη θρακιώτικη «Μαύρη Θάλασσα»), τον «Αραμπά» της Μαρίζας Κωχ, το «Ωτοστόπ / Πού πας αφέντη μέρμηγκα» του Θανάση Γκαϊφύλια και των Ανάκαρα και ουκ ολίγα άλλα μεμονωμένα τραγούδια από διάφορα ονόματα (η “Samiotissa” και «Ο Μενούσης» με τους Sounds, η «Καραγκούνα» με τους Λήδα-Σπύρος, τα «Παιδιά της Σαμαρίνας» με τον Πάνο Κόκκινο κ.λπ.). Και φυσικά δεν συζητάμε για κομμάτια πρωτότυπα, που είχαν εμφανείς δημοτικές επιρροές, με πρώτο και καλύτερο ανάμεσά τους το “Mountains” των Socrates.
Ακόμη και στο εξωτερικό (Γαλλία και αλλαχού) οι Έλληνες Axis θα έσπαγαν τα κοντέρ με το “Ela-ela” (1972), που ήταν κι αυτό επηρεασμένο από δημοτικό σκοπό, ενώ και ο Demis Roussos θα διασκεύαζε, ανάμεσα σε άλλα, το «Αρμενάκι» ως “Far away” (1976), κάνοντας μεγάλη επιτυχία στον αραβικό κόσμο στο δεύτερο μισό των σέβεντις.
Και εννοείται πως και στη δεκαετία του ’80 οι παραδοσιακοί σκοποί και το δημοτικό τραγούδι εξακολουθούσαν να αφορούν, έστω και περιστασιακά, τον κόσμο της ποπ και του ροκ, καθώς ανάλογες επιρροές συναντάμε στο υλικό πολλών και διαφορετικών ονομάτων (Σύνδρομο, Μουσικές Ταξιαρχίες, Ντέρτι κ.λπ.), μέρος του οποίου (υλικού) αποτελεί και ο δίσκος «Η Άλλη Άποψη» του Χρήστου Ζέρβα, που τυπώνεται από την
CBS το 1985.
Ο Ζέρβας δεν ήταν τυχαία περίπτωση. Γεννημένος σ’ ένα χωριό της Λάρισας το 1957 προερχόταν από οικογένεια μουσικών και τραγουδιστών του δημοτικού, πριν αρχίσει να παίζει μπουζούκι και κιθάρες (ηλεκτρικές και ακουστικές) τόσο σε μαγαζιά, ήδη από το μέσο της δεκαετίας του ’70, όσο και στη δισκογραφία (στη συνέχεια).
Έτσι, στα έιτις πια, τον συναντάμε να χειρίζεται κιθάρες, ούτι, τζουρά κ.λπ. σε πολύ σημαντικούς δίσκους, που θα καθόριζαν, σε τρανό βαθμό, το ελληνικό τραγούδι της περιόδου. Λέμε για τα άλμπουμ «Οι Κυβερνήσεις Πέφτουνε μα η Αγάπη Μένει» [Lyra, 1981] των Χρήστου Νικολόπουλου-Μανώλη Ρασούλη, «Φοβάμαι» [Minos, 1982] του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, «Τα Τραγούδια μου» [Minos, 1983] του Γιώργου Νταλάρα (από τη ζωντανή ηχογράφηση στον Ορφέα), «Τραπεζάκια Έξω» [Lyra, 1983] του Διονύση Σαββόπουλου, «Όλοι Δικοί μας Είμαστε» [Lyra, 1984] των Νικολόπουλου-Ρασούλη, «Ελευθερία Αρβανιτάκη» [Lyra, 1984], δηλαδή το πρώτο προσωπικό άλμπουμ της Αρβανιτάκη και άλλα διάφορα. Συνεργάτης όλων αυτών των ονομάτων, μα και άλλων ακόμη σε πάλκα και συναυλίες (Μάνος Λοΐζος, Χάρις Αλεξίου), ο Χρήστος Ζέρβας ήταν ένας περιζήτητος λαϊκός μουσικός της εποχής, που είχε όμως και την... κρυφή ροκ πλευρά του.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/ta-rok-dimotika-toy-hristoy-zerba-toy-gianni-spatha-kai-toy-nikoy-antypa-apo-ta-80s

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 637

19/4/2025
"Όργια στη Κέρκυρα" (1983) του Ηλία Μυλωνάκου στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LIFO Books, 2024]
Ασυζητητί πιο ενδιαφέρον από τις μ@λακίες με τους μπότηδες...

18/4/2025
Πέθανε χθες στα 87 του ο Δημήτρης Παπανίκας, καθηγητής της Ρευστομηχανικής του τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών (σήμερα και Αεροναυπηγών) της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών. Ήταν καθηγητής μου.
Ο Παπανίκας ήταν ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Πάτρας από το ξεκίνημα της μεταπολίτευσης, ενώ μετά από τη νίκη τoυ ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του ’81 θα αναλάμβανε διάφορες δημόσιες διοικητικές θέσεις (πρόεδρος της Ολυμπιακής Αεροπορίας, της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, του ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδας κ.λπ.), ενώ είχε εκλεγεί και δήμαρχος Αχαρνέων προς το τέλος της δεκαετίας του ’90.
Τον Παπανίκα τον είχα «γνωρίσει» πρώτα ως μαθητής-αναγνώστης της τεχνικής εγκυκλοπαίδειας «Πώς Λειτουργεί» [Αλκυών, 1979], της οποίας είχε την επιστημονική και τεχνική επιμέλεια, ενώ το 1985 ήταν καθηγητής μου πλέον στο τρίτο έτος, στα «ρευστά», ένα από τα ωραιότερα και δυσκολότερα μαθήματα της σχολής.
Παρότι τότε ήταν απασχολημένος με διάφορα και δεν ήταν εύκολο να τον πετύχεις στις παραδόσεις, όταν τύχαινε να βρεθείς στην αίθουσα μαζί του ήταν... καταπέλτης. Απίθανος δάσκαλος, που είχε τον τρόπο να σε μαγεύει με την πρώτη, κάνοντάς σου «λιανά» δύσκολα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα (οι παραδόσεις του πάνω στις εξισώσεις Navier-Stokes π.χ. ήταν απολαυστικές).
Και κάπως έτσι, μαγεμένος από τα μαθήματά του, θα βρισκόμουν στο εργαστήριό του, στο εργαστήριο της Μηχανικής των Ρευστών, στο τέταρτο έτος πια, για να κάνω τη σπουδαστική εργασία μου – ένα βαρύ πρότζεκτ, που υλοποιούσαμε ως φοιτητές πριν από τη διπλωματική. Αν και τον είχα δει λίγες φορές σ’ εκείνη τη φάση οι παρεμβάσεις του ήταν καθοριστικές, ώστε να ολοκληρώσω, τελικά, ένα πολύ δύσκολο αλλά άκρως ενδιαφέρον πόνημα, που θα με πήγαινε όμως πίσω χρονικά, καθώς θα μου έτρωγε δύο χρόνια, αντί για ένα.
Βεβαίως δεν ευθυνόταν ο Παπανίκας γι’ αυτό, αλλά οι μάστορες σε μηχανουργεία και ξυλουργεία (έξω από τη σχολή) με τους οποίους συνεργαζόμουν για την κατασκευή (εκ του μηδενός) μιας συσκευής βαθμονόμησης σωλήνων Pitot (μετρούν ταχύτητες ρευστών σε ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης), την οποία είχα πρώτα μελετήσει θεωρητικά και σχεδιάσει. Αυτή η καθυστέρηση θα με φόβιζε όμως, με αποτέλεσμα να μην συνεχίσω στα «ρευστά» και για τη διπλωματική μου, επιλέγοντας κάτι εντελώς θεωρητικό, που να εξαρτιόταν αποκλειστικά από μένα, σε κάποιο άλλο εργαστήριο.
Μου μένουν λοιπόν οι αναμνήσεις από έναν χαρισματικό και διακεκριμένο καθηγητή και μαζί ένα ερώτημα, για το οποίο δεν βρήκα και ούτε θα βρω ποτέ απάντηση.
Γιατί να μην ασχοληθώ στην πορεία με όλα αυτά τα θέματα, που τόσο με συνάρπαζαν, όταν ήμουν παιδί, καταλήγοντας να γράφω για ταινίες του Μαστοράκη και για δίσκους του Κουκουτάρα;
Καλό ταξίδι κύριε καθηγητά...

Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

BIOLLANTE, DEATH MACHINE electro / hip hop και lo-fi rock από Γαλλία και Δανία

BIOLLANTE: J'espère que tu danseras quelque part (Redux) [Non Serviam Collective / Atypeek Music, 2025]
Οι Biollante είναι ένα περίεργο γαλλικό project με έδρα το Παρίσι, με το άλμπουμ τους “J'espère que tu danseras quelque part” να κυκλοφορεί για πρώτη φορά πριν από τρία χρόνια – με την τωρινή επανακυκλοφορία του (εξ ου και “Redux”) να σηματοδοτεί ένα ξανακοίταγμα, με νέο remix και remastering, συν τρία instrumentals (στις θέσεις 7, 8 και 9), συν ένα bonus track στη θέση 10. Δέκα είναι όλα τα tracks του CD, τα οποία είναι δύσκολο να τα κατηγοριοποιήσεις.
Βασικά έχουμε για ένα σκληρό electro, με πολλά hip hop στοιχεία, μαζί με noisy και αβανγκαρντίστικα, τα οποία ακούγονται κάτω από ένα κάπως «βιομηχανικό» κάλυμμα. Δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο στον κόσμο να αποκρυπτογραφήσεις τα (γαλλικά) τραγούδια των Biollante, που συγκροτήθηκαν στη βάση μιας συγχώνευσης ανάμεσα στους πειραματικούς «μαυρο-μεταλλικούς» Non Serviam και μιας συλλογικότητας ράπερ, ανακατεύοντας στοιχεία από πολλά και διαφορετικά ήδη.
Το άκουσμα είναι σίγουρα σκοτεινό, και εξ όσων διαβάζουμε επικεντρώνεται από στιχουργικής πλευράς σε δύσκολα και απαιτητικά θέματα, που έχουν να κάνουν με την ψυχιατρική, με τις φυλακές, με τις αυτοκτονίες εφήβων και άλλα τέτοια δύσθυμα, αλλά εν πάση περιπτώσει υπαρκτά στις σύγχρονες κοινωνίες.
Από μουσικής πλευράς σίγουρα υπάρχει ενδιαφέρον εδώ, με τα μεγάλα και πολύ μεγάλα σε διάρκεια tracks (δύο δεκάλεπτα κι ένα εικοσάλεπτο) κατ’ αρχάς να ξεχωρίζουν και κάπως σαν ηχητικά ντοκιμαντέρ, με όλα αυτά τα spoken words, τα ραπαρίσματα κτλ., προσφέροντας ταυτοχρόνως και δυνατές μουσικές φάσεις, που εύκολα μπορούν να παρασύρουν τον ακροατή σ’ ένα σκοτεινό μεν, αλλά ασφαλές ταξίδι. Υπό την έννοια πως ο ακροατής απολαμβάνει από την θαλπωρή του καναπέ του, και όχι βιώνοντας εκ των έσω τα ζόρια των παριζιάνικων φτωχογειτονιών.
Επαφή: https://biollanterising.bandcamp.com/album/j-esp-re-que-tu-danseras-quelque-part-redux
DEATH MACHINE: Dawning Eyes [Celebration Records, 2025]
Οι Death Machine είναι Δανοί από την Κοπεγχάγη, αποτελούμενοι εκ των Jesper Mogensen φωνή, κιθάρες, Simon Christensen πλήκτρα, Morten Vinther Ørberg μπάσο και Sven Busck Andersen ντραμς. Στο bandcamp βρίσκεις κυκλοφορίες τους από το 2016, με το “Dawning Eyes” να αποτελεί την πιο πρόσφατη ολοκληρωμένη δουλειά τους – ένα άλμπουμ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται δέκα εννέα τραγούδια. Άρα συζητάμε για ένα 2LP, CD και digital, που οπωσδήποτε παραξενεύει με τον όγκο του. Το λέω, γιατί δεν είναι καθόλου σίγουρο πως οι Δανοί εκμεταλλεύονται, όπως θα έπρεπε, όλον αυτό τον χώρο. Σίγουρα, ένα LP με δέκα ή δώδεκα κομμάτια τους θα δημιουργούσε πολύ καλύτερες εντυπώσεις – υπό την έννοια πως θα ήταν συνεκτικότερο και άρα αποδοτικότερο.
Οι Death Machine είναι ένα σχήμα κάπως... ακαθόριστο. Λίγο rock, λίγο folk, λίγο εναλλακτικό, λίγο lo-fi, κάπως... ερασιτεχνικό (και δεν το λέω σώνει και καλά ως μειονέκτημα αυτό), με τα τραγούδια του να είναι κάπως πλαδαρά – να μην ξεχωρίζουν, δηλαδή, το ένα από το άλλο.
Φυσικά, μέσα σ’ ένα σύνολο δέκα εννέα σκοπών θα βρεις οπωσδήποτε και κάποιους, που να σου κάθονται καλά (το track 11 έχει ενδιαφέρον, όπως και το 12 και κάποια ακόμη), όμως η γενικότερη εικόνα είναι αυτή που περιέγραψα. Θα χρειαζόταν, δηλαδή, μια πιο αυστηρή επιλογή και κυρίως ένας αισθητικός στόχος, που να μην παλαντζάρει πότε από ’δω και πότε από ’κει.
Επαφή: https://deathmachine.bandcamp.com/album/beat-the-drum

Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 636

17/4/2025 
Θέλετε ένα τραγούδι για τη μέρα αυτή – ε αυτό είναι, δεν υπάρχει άλλο. Και δεν είναι ένα όποιο κι όποιο τραγούδι, είναι το κορυφαίο τραγούδι, του κορυφαίου ιταλού τροβαδούρου, από τον κορυφαίο δίσκο του. 
Όταν βγήκε το “La Buona Novella” το 1970, του την πέσανε όλοι του Fabrizio De André ότι κάνει τάχα ένα δίσκο με θρησκευτικό περιεχόμενο, και φαινομενικά αντιδραστικό, σε μια εποχή, λίγο μετά τον Μάη του ’68, έκρηξης των πολιτικών παθών στην Ιταλία, με τους φασίστες να τρομοκρατούν κτλ. Ο μεγάλος καλλιτέχνης, όμως, δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Ξέρει να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και να περνάει τα μηνύματά του με τον τρόπο που εκείνος ξέρει.
Στο «Δρόμο του Σταυρού» ο De André περιγράφει τις αντιδράσεις όσων παρακολουθούν τον Χριστό, καθώς μεταφέρει τον Σταυρό προς τον Γολγοθά.
Ανάμεσα είναι οι πατέρες των παιδιών που σκότωσε ο Ηρώδης, που τον κοροϊδεύουν, λέγοντάς του πώς θα προτιμούσαν να τον είχαν σκοτώσει οι ίδιοι. Είναι οι Απόστολοι, που τον ακολουθούν σιωπηλά, τρομοκρατημένοι πως θα έχουν τη δική του μοίρα. Είναι ο κλήρος και οι άρχοντες που τον καταδίκασαν, σταυρώνοντάς τον, σίγουροι πλέον πως είναι όντως άνθρωπος. Είναι οι δύο ληστές, που νοιώθουν κάτι σαν τιμή το να βρίσκονται ένθεν κι ένθεν του Χριστού και τέλος είναι οι μητέρες των τριών καταδικασμένων, οι μόνες που έσκυψαν κάτω από τους σταυρούς, για να κλάψουν...
Συγκλονιστικό τραγούδι - τεράστιος τραγουδοποιός.

17/4/2025
Οι φίλοι του ελληνικού ροκ θα βρούνε πολλά στοιχεία γι’ αυτό (όπως ας πούμε για τον Γιώργο Ρωμανό) στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]. Ένα βιβλίο, στο οποίο δεν διαβάζεις μόνο για σινεμά...

17/4/2025
Το ότι κάποτε κατάφερα και επικοινώνησα με τον Davy Graham είναι ένα από τα πολύ λίγα πράγματα, για τα οποία καυχιέμαι και το λέω στη μουσικο-γραφική διαδρομή μου...
https://www.youtube.com/watch?v=Cbvx6PGZvvg

16/4/2025
>>Η ανάρτηση του Μ. Χρυσοχοΐδη «Καλησπέρα, Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση σε όλες και όλους. Επανέρχομαι σήμερα στο θέμα των Εξαρχείων, γιατί η κριτική είναι καλοδεχούμενη, αλλά πρέπει να βασίζεται σε στοιχεία<<
Αγράμματος. Πρώτα λένε Καλή Ανάσταση και μετά Καλό Πάσχα. Τα υπόλοιπα ασ' τα, είναι για την... ομάδα αλήθειας.

16/4/2025
Ορισμένοι νομίζουν ότι το να κάνουν μουσικές εκπομπές, στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Υπάρχει αυτή η αντίληψη δυστυχώς στην... κενωνία. Έτσι, τους βλέπεις να μεταπηδούν με ευκολία και με άνεση από τις ό,τι να ’ναι εκπομπές πολιτικού σχολιασμού ή κουτσομπολιού, στις οποίες καταγίνονται, στις μουσικές εκπομπές, παίζοντάς το γνώστες και ειδικοί. Είναι να σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
Τη μουσική τη θεωρούν χωράφι τους. Θεωρούν δηλαδή ότι με πασαλείμματα μπορούν να βγουν ασπροπρόσωποι ή και κάτι παραπάνω. Κούνια που τους κούναγε... Για τη μαγειρική, όμως, δεν έχουν την ίδια γνώμη. Δεν θα πηγαίνανε, δηλαδή, να ξεφτιλιστούν σε μια εκπομπή που μαγειρεύουνε, γιατί αυτό το θεωρούν τέχνη, δύσκολο... ξέρω ’γω τι το θεωρούν... και πιστεύουν πως δεν θα τα κατάφερναν. Κι ενώ εκεί, μπροστά από ένα τηγάνι ή μια κατσαρόλα, δεν τολμάνε να κάνουνε τους πονηρούς... τσουπ... τους βλέπεις να είναι έτοιμοι από καιρό, και θαρραλέοι, δηλαδή θρασύτατοι, λέγοντας το «ναι» και αναλαμβάνοντας μουσικά προγράμματα.
Κάποιος Κουβαράς, που λέει και ειδήσεις νομίζω στην ΕΡΤ(?) (ούτε ξέρω) το παίζει τώρα – μουσικο-εκπομπάκιας. Είδα στο YouTube, τις προάλλες, μια εκπομπή του με την Ελπίδα, την παλιά ποπ τραγουδίστρια, και έφριξα. Ο άνθρωπος είναι παντελώς άσχετος.
Κάποια στιγμή λέει στην Ελπίδα... ο κόσμος ο πολύς γιατί σε θυμάται; Για τη Γιουροβίζιον. Για να του απαντήσει η Ελπίδα... ΚΑΙ για τη Γιουροβίζιον, έχω πει ωραία τραγούδια και πριν.
Μάθανε τώρα όλοι οι αγράμματοι τη Γιουροβίζιον. Μάγκες μου κανείς δεν ασχολιόταν στην Ελλάδα με τη Γιουροβίζιον στις δεκαετίες του ’50, του ’60, του ’70 και του ’80. Λίγο με το «Μάθημα σολφέζ» είχε γίνει τότε ένας ντόρος, ότι μας είχαν αδικήσει και τέτοια... και τέρμα. Απαξιωμένα ήταν όλα αυτά – και από μια μεριά καλώς. Σιγά τώρα... Μετά το ’90, μετά την πτώση του «υπαρκτού» και την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης, όλα αυτά απέκτησαν μια αίγλη. Το ξαναλέω, κανένας δεν ασχολιόταν στην Ελλάδα, για τέσσερις δεκαετίες, με τη Γιουροβίζιον. Και είναι ντροπή να λες σε μια τραγουδίστρια σαν την Ελπίδα πως την ξέρουν οι πολλοί από ’κει.
Ή πρέπει να γεννήθηκες το 2002, για να το πεις αυτό, ή πρέπει να ’σαι άσχετος, όπως ο Κουβαράς, που όταν η Ελπίδα κόλλησε και δεν θυμόταν σε ποια ταινία με τη Φόνσου είχε πει τραγούδια του Γεράσιμου Λαβράνου... δεν πετάχτηκε να της πει... α, για το «Κορίτσι και το Άλογο» λες. Ή όταν η Ελπίδα του είπε πως δεν έλεγε διασκευές, πάλι δεν βγήκε να της πει... και το «Μη θυμώνεις μη» τι ήτανε; Δεν ήτανε το χαζοτράγουδο “Song for everybody” των New Inspiration, το οποίο είχες απογειώσει με τη φωνάρα σου; Μέχρι και Μορικόνε είχε τραγουδήσει στα ελληνικά η Ελπίδα και άλλα διάφορα ξένα βεβαίως.
Για δε τις τραγουδάρες της σαν τις «Ξυπνητήρι», «Στάξε μέλι στην καρδιά», «Είναι κρίμα και λυπάμαι», «Κοίτα το φως» και μερικές ακόμη, που αποτελούν και τον διαχρονικό αφρό της ελληνικής ποπ, ο Κουβαράς δεν ήξερε που παν τα τέσσερα, καθώς τον άκουγες να λέει κάθε λίγο και λιγάκι... και τώρα τι τραγούδι να βάλουμε;… και έβαζε κάτι αδιάφορα τσιφτετέλια, που είχε πει η Ελπίδα στα 90s… Γ@μησέ τα...

15/4/2025
Δυνατή τζαζ τραγουδίστρια, που πέθανε νέα, στα 30 της, το 1982. Νορβηγίδα βουλγαρικής καταγωγής. Εδώ τραγουδάει blues και την συνοδεύουν, παιδιά ακόμη, οι Jon Balke πιάνο, Jon Eberson κιθάρες, Arild Andersen μπάσο και Espen Rud ντραμς. Μεγάλη μπάντα...
https://www.youtube.com/watch?v=NwJyuuM_IjU

15/4/2025
Εποχές Μπάλκου...

15/4/2025
Αυτές τις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από την κυκλοφορία της δεύτερης αναθεωρημένης έκδοσης του «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024]. Το βιβλίο είναι σχεδόν εξαντλημένο στην πηγή, ενώ όσα αντίτυπα είναι διαθέσιμα είναι βασικά αυτά που έχουν τα βιβλιοπωλεία. Δεν πιστεύω να υπάρχουν φαν του ελληνικού ροκ, που να μην έχουν αγοράσει ακόμη το βιβλίο, και αν τυχόν υπάρχουν ας σπεύσουν πριν εξαντληθεί εντελώς και ανεβεί η τιμή του στις δευτερογενείς αγορές (γιατί αυτό συμβαίνει, συνήθως).
Στον κατάλογο με τα ευπώλητα της Πολιτείας των τελευταίων 12 μηνών το «Ραντεβού...» βρίσκεται στη θέση 7, μεταξύ όλων των βιβλίων Τέχνης και στη θέση 2 στα μουσικά βιβλία, πίσω μόνο από τα «Σχόλια του Τρίτου» του Μάνου Χατζιδάκι. Η πορεία του, θέλω να πω, υπήρξε άκρως επιτυχημένη, και αυτό οφείλεται σε εσάς.

14/4/2025
Παναγιώτης Σούτσος, σχεδόν 200 χρόνια πριν...

14/4/2025
Γενικέ γραμματέα, με πιο μεγάλα γράμματα το όνομά σου από του Μίκη και των τραγουδιστών; Δεν θα έρθει για σένα ο κόσμος, ούτε θα πας να μιλήσεις στην κεντρική επιτροπή του κόμματος. Τον Θεοδωράκη θα πας να τιμήσεις...

14/4/2025
Έξι μήνες στα βιβλιοπωλεία συμπληρώνουν αυτές τις μέρες οι “Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου” [LiFO Books, 2024]. Στον κατάλογο με τα ευπώλητα της Πολιτείας, το βιβλίο βρίσκεται στην 5η θέση, στο εξάμηνο, ανάμεσα σε όλα τα βιβλία Τέχνης (μουσικής, ζωγραφικής, θεάτρου κ.λπ.), και στην 2η στα κινηματογραφικά (πίσω από το τελευταίο βιβλίο του David Lynch).
Νομίζω, πως και τα δύο νούμερα είναι πάρα πολύ καλά.

12/4/2025
Δεν χρειάζονται σχόλια. Δραμαμίνες μόνον αν ζαλιστείς και gps άμα χαθείς...
https://www.youtube.com/watch?v=fRo01qT_RDg

11/4/2025
"Αναζήτησις..." (1972) του Ερρίκου Ανδρέου, με τον Άγγελο Αντωνόπουλο, την Έλενα Ναθαναήλ και το σάουντρακ του Γιάννη Σπανού στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]

10/4/2025
Οι Osiris, με τον Τάκη Αντωνιάδη, στο φοβερό τραγούδι του Nτίνου Φίκαρη και του Νίκου Ζήση, που είχαν πει οι Rare Earth. Κρίμα αυτό το γκρουπ (οι Osiris εννοώ) να μη βγάλει ένα μεγάλο δίσκο, έστω και με διασκευές...
https://www.youtube.com/watch?v=8dqvRqlUwIU

Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

SLUNG σκληρή μπάντα από την Μελβούρνη

Καινούρια σκληρή έως και μεταλλική μπάντα από την Μελβούρνη, οι Slung έχουν τώρα το ντεμπούτο άλμπουμ τους στη γύρα, που αποκαλείταιIn Ways[Fat Dracula, 2025] και που περιλαμβάνει έντεκα δικά τους κομμάτια. Το συγκρότημα εμφανίστηκε το 2024 κι εφέτος θα είναι οπωσδήποτε η χρονιά του, καθώς τα τραγούδια του έχουν όλα τα φόντα ώστε να διακριθούν και να αγαπηθούν από τα σχετικά κυκλώματα.
Τετραμελείς είναι οι Slung, αποτελούμενοι από τους Katie Oldham φωνή, Ali Johnson κιθάρες, Vlad Matveikov μπάσο, Ravi Martin ντραμς, και κυρίως είναι φοβερά «δεμένοι» και κυρίαρχοι του στυλ τους. Που είναι ποιο; Το είπαμε και στην αρχή. Το συγκρότημα παίζει σκληρά, στα όρια του μετάλλου, αλλά η περισσότερο ποπίστικη γυναικεία φωνή προσδίδει στο ύφος του και άλλα στοιχεία. Υπάρχουν επίσης υπαινιγμοί από το progressive και το stoner, με τις κιθάρες του Johnson να κάνουν πολύ καλή δουλειά – και στη φάση των ρυθμικών παιξιμάτων και των riffs και στη φάση των soli. Το μπάσο-ντραμς, περαιτέρω, ακούγεται βαρβάτο... με τα τρία εν τέλει όργανα να γεμίζουν άπλετα τον ήχο και το χώρο, δείχνοντας πως οι Slung ξέρουν να διαχειρίζονται όγκους και εκτάσεις.
Και όλα αυτά θα ήταν απλώς η μια όψη του νομίσματος, ίσως η λιγότερο λαμπερή, αν δεν υπήρχαν ταυτοχρόνως και οι συνθέσεις του γκρουπ, τα τραγούδια του δηλαδή, που είναι το ένα καλύτερο από το άλλο όπως λέμε, κρύβοντας πολλές ωραίες στιγμές, ικανές να παρασύρουν σε απανωτές ακροάσεις. Ξεχωρίζουμε τα “Laughter”, “Matador”. “Falling down” κ.λπ.
Επαφή: www.slungband.com

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

RYAN TRUESDELL presents GILL EVANS PROJECT

Η ολοκληρωμένη δισκογραφική επαφή του παραγωγού, ερευνητή και arranger της σύγχρονης τζαζ Ryan Truesdell (συνεργάτης μεταξύ άλλων και της Maria Schneider) με τις μουσικές και τις ενορχηστρώσεις του θρύλου Gil Evans (1912-1988) ξεκινά, βασικά, με το άλμπουμ “Centennial / New Discovered Works of Gil Evans” [artistShare] το 2012, για να συνεχιστεί με το περιώνυμο “Lines of Color / Live at Jazz Standard” [Blue Note / artistShare] το 2015. (Για το δεύτερο υπάρχει review στο blog). Τώρα, είναι έτοιμο να κυκλοφορήσει (επίσημη ημερομηνία: 30 Μαΐου) το Shades of Sound / Live at Jazz Standard Vol.2” [Outside In Music, 2025], που αποτελεί το «υπόλοιπο», ας το πούμε έτσι, εκείνων των βραδιών (13-18 Μαΐου 2014) στο κλαμπ Jazz Standard της Νέας Υόρκης, όταν η μεγάλη ορχήστρα του Ryan Truesdell θα αποφάσιζε να δράσει επί των μουσικών και των ενορχηστρώσεων του Evans, προσδίδοντας σε μια σειρά από κλασικά κομμάτια φρέσκια αντίληψη και ξέχωρη μεγαλοπρέπεια.
Έχουμε λοιπόν το ίδιο 24μελές σχήμα μ’ εκείνο του “Lines of Color” (το νέο άλμπουμ είναι αφιερωμένο στον αείμνηστο πιανίστα της ορχήστρας Frank Kimbrough, που θα έφευγε από τη ζωή το 2020), το οποίο απαρτίζεται από διάφορα γνωστά ονόματα (ανάμεσα οι σαξοφωνίστες Scott Robinson, Brian Landrus και Donny McCaslin, οι τρομπονίστες Marshall Gilkes και Ryan Keberle, ο μπασίστας Jay Anderson, ο ντράμερ Lewis Nash κ.ά.) που καλούνται να ερμηνεύσουν ένα υπεράνω υποψίας ρεπερτόριο.
Στο CD καταγράφονται οκτώ tracks, τέσσερα εκ των οποίων είναι γνωστά στους φίλους της jazz και του Gil Evans, καθώς προέρχονται από παλαιά άλμπουμ, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα είναι άγνωστα (δεν έχουν ηχογραφηθεί, εννοούμε, από ορχήστρες υπό τον Evans) και παρουσιάζονται εδώ για πρώτη φορά. Στα γνωστά ανήκουν τα “Spoonful”, “Barbara song”, “The ballad of the sad young men” και “Buster’s last stand”, ενώ στα άγνωστα τα “Neetie’s blues”, “I had someone else before I had you”, “Laughing at life” και “It’s the sentimental thing to do” (τα τρία τελευταία με τη φωνή της Wendy Gilles).
Εντάξει, το ξεκίνημα με το “Spoonful”, που οι πιο πολλοί θα το θυμούνται από την CD-έκδοση του “The Individualism of Gil Evans”, είναι εντυπωσιακό και σου παίρνει το σκαλπ από την αρχή, με την βιόλα της Lois Martin να δημιουργεί ένα ξεχωριστό κλίμα, και με το τενόρο του McCaslin να χτίζει σταδιακά και μελωδικά την κλασική σύνθεση του Willie Dixon, όμως από ’κει και κάτω έρχονται τα... το ίδιο συναρπαστικά και ωραία. Θέλουμε να πούμε πως το αυτό συμβαίνει και με το εξ ίσου σπουδαίο “Neeties blues”, με το πιάνο του Kimbrough και το τενόρο του Tom Christensen να τοποθετούν το κομμάτι σε άλλη... στρατοσφαιρική βάση (το κομμάτι αποτελεί άγνωστη σύνθεση του Evans, την οποία θα ανακάλυπτε ο Truesdell στα χειρόγραφα του μεγάλου jazzman) ή με το 11λεπτο “Barbara song” (το αριστούργημα των Brecht / Weill από το LP τούτη τη φορά “The Individualism of Gil Evans” του 1964), το οποίο ο Truesdell έχει τον τρόπο να το αποθεώσει.
Συναρπαστικό άλμπουμ με κομμάτια που έχουν περάσει από τη σκέψη και τα χέρια του Gil Evans και τα οποία μετατρέπονται εδώ σε... ολοκαίνουρια αριστουργήματα από έναν σημαντικότατο σύγχρονο ενορχηστρωτή και την αληθινά μεγάλη μπάντα του.
Επαφή: www.GilEvansProject.com, www.RyanTruesdell.com

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

MICHEL DONEDA / THIERRY WAZINIAK σαξόφωνα και ντραμς σε improv φάση

Ο ντράμερ του free improv Thierry Waziniak είναι πολύ γνωστός στους φανατικούς φίλους του blog, αφού έχουμε γράψει reviews για κάμποσα σχήματα, στα οποία έχει συμμετάσχει τα τελευταία χρόνια. Μερικά απ’ αυτά αφορούν κυκλοφορίες των Constellative Trio, Kairos, Trio Alta, Duo Libertaire, Yoko Miura / Gianni Mimmo / Thierry Waziniak, We Free, Trio Rives κ.λπ. Πολύ λιγότερο καταγραμμένος στο δισκορυχείον είναι, όμως, ο σοπρανίστας Michel Doneda, μια επίσης σημαντική περίπτωση της γαλλικής σκηνής, με δεκάδες δίσκους και συνεργασίες στο ενεργητικό του. Το ότι ο Doneda εμφανίζεται στο ελληνικό άλμπουμ “Weird Fairytales” [Η Λάθος Άκρη του Τηλεσκοπίου, 2011] είναι και αυτό ενδεικτικό της πλατιάς ενασχόλησής του με τα αυτοσχεδιαστικά δρώμενα, και βεβαίως της δισκογραφικής πολυπραγμοσύνης του.
Στο Le Chemin du Jour [intrication label, 2024] οι δύο improvisers καταγράφονται σ’ ένα ζωντανό σετ από τον Μάρτιο του ’24, στο οποίο τα μόνα όργανα που ακούγονται είναι το σοπράνο σαξόφωνο, το σοπρανίνο σαξόφωνο και τα ντραμς.
Τα αυτοσχεδιαστικά κομμάτια, που ακούγονται εδώ, είναι τρία κι έχουν πολύ μεγάλες διάρκειες (14:42, 20:29, 15:44). Αυτό, φυσικά, είναι και κατανοητό και αναμενόμενο, αφού αναφερόμαστε σ’ ένα improv-duo, που παράγει μουσική εν τω γεννάσθαι, ηχογραφημένη σε πρώτο χρόνο. Αν κι έχει γίνει μιξάζ στην πράξη, εκείνο που αντιλαμβάνεσαι έχει να κάνει μόνο με την άμεση και αμετάκλητη επικοινωνία των δύο μουσικών, και βεβαίως με μιαν αδιάσπαστη στο χρόνο συνομιλία, που δεν υπακούει σε συμβατικούς, με την έννοια του αναμενόμενου, κανόνες, μένοντας διαρκώς εναργής και ριζοσπαστική.
Επαφή: https://waziniakthierry.bandcamp.com/album/le-chemin-du-jour

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΛΕΖΟΣ η επανεμφάνιση στη δισκογραφία, με σημαντικά τραγούδια, ενός καταξιωμένου δημιουργού – «Τα Παθιασμένα» βασίζονται σε στίχους της Εύας Λίτινα και ηχογραφήθηκαν ερασιτεχνικά από τον συνθέτη

Ο Γιάννης Γλέζος είναι ένας διακεκριμένος συνθέτης του «έντεχνου». Ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1966 και σχεδόν 60 χρόνια αργότερα εξακολουθεί να τροφοδοτεί τον κόσμο, που ενδιαφέρεται για το καλό ελληνικό τραγούδι, με ουσιαστικούς δίσκους. Το πρώτο τραγούδι του ήταν το «Βροχή στα δειλινά» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σε στίχους Κώστα Κινδύνη, που πρέπει όμως να κυκλοφόρησε το 1968, όταν θα γινόταν περισσότερο γνωστό στην εκτέλεση του Γιάννη Πουλόπουλου ως «Περιστεράκι της φτωχειάς αυλής».
Όλοι οι fans του «έντεχνου» γνωρίζουν τα LP του Γιάννη Γλέζου «12 Τραγούδια / F.G. Lorca» [Lyra, 1969] με τους  Γιάννη Πουλόπουλο και Έλενα Κυρανά (με τις αποδόσεις των λόγων του ισπανού ποιητή από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο) και «Εμιλιάνο Ζαπάτα» [Lyra, 1971] ξανά με τον Πουλόπουλο, σε ποίηση Pablo Neruda και με απόδοση των στίχων και πάλι από τον Παπαδόπουλο. Οι δίσκοι αυτοί ακούστηκαν πολύ επί δικτατορίας, με τον δεύτερο να χαρακτηρίζεται έως και «αντιχουντικός», λόγω της ποίησης του Neruda και του εξωφύλλου με το αντάρτικο artwork του χαράκτη Τάσσου.
Ακόμη, μεταξύ των τραγουδιών του Γιάννη Γλέζου που αγαπήθηκαν από τον κόσμο κι έγιναν επιτυχίες θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα «Η Ελένη του Μάη», «Να ’χα τη δύναμη» και «Καιρός να χαρής» (όλα σε στίχους Κινδύνη με τον Πουλόπουλο), τα «Φορτηγά καράβια» (σε ποίηση Κώστα Ουράνη) και «Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη» (σε στίχους Διονύση Τζεφρώνη), ξανά με τον Πουλόπουλο, την «Πρέβεζα» (σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη), που τραγούδησαν με τη σειρά ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο ίδιος ο συνθέτης και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και άλλα διάφορα.
Ο Γλέζος (ανιψιός του ποιητή Γιάννη Ρίτσου και αδελφός της τραγουδοποιού Δέσποινας Γλέζου) από το μέσο της δεκαετίας του ’70 και μετά χαράζει μία ακόμη πιο προσωπική γραμμή στα μουσικά μας πράγματα, επιλέγοντας να γίνει ο ίδιος ερμηνευτής των τραγουδιών του – κάτι που θα κάνουν μετά από κείνον και άλλοι συνοδοιπόροι του στο «έντεχνο», όπως ο Δήμος Μούτσης για παράδειγμα.
Μπορεί οι περισσότεροι συνθέτες μας να υπήρξαν περιστασιακοί τραγουδιστές, από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, μέχρι τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Γιάννη Μαρκόπουλο, όμως όλοι τους, βασικά, τροφοδοτούσαν με τραγούδια τους «κανονικούς» ερμηνευτές (κάτι που δεν έκανε ο Γλέζος). Ακόμη και ο Μούτσης, στη φάση της εντελώς προσωπικής διαδρομής του, θα έκανε ένα διάλειμμα, όταν θα συνεργαζόταν με την Νάνα Μούσχουρη. Πρακτικά, τα τελευταία 50 χρόνια ο Γιάννης Γλέζος είναι ο απόλυτος ερμηνευτής των τραγουδιών του – κάτι που το ακούμε σε δίσκους όπως οι «Χαρούμενος Πηγαίνω», «Αυτά που Αγαπήσαμε», «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» κ.λπ.
Φυσικά, γι’ αυτή τη στάση του ο Γλέζος έχει δεχθεί κριτική, από ανθρώπους που αγαπούν τις συνθέσεις του, υπό την έννοια πως πολλές απ’ αυτές θα μπορούσε να είχαν φθάσει μακρύτερα, στον κόσμο, αν τις απέδιδαν «κανονικοί» ερμηνευτές – με τον ίδιο, πάντως, να συνεχίζει αυτή την πρακτική, δίχως να βάζει νερό στο κρασί του. Προτιμά, εννοώ, να ερμηνεύει τα τραγούδια του με τον τρόπο που μπορεί και τη φωνή που έχει, παρά να τα λένε οι όποιοι συνεργάτες του σε συνθήκες τις οποίες ο ίδιος δεν θα μπορούσε να ορίσει. Είναι μια ηθική στάση αυτή –τοποθετημένη πάνω από τα όποια θετικά αισθητικά αποτελέσματα, που θα απέφερε μια «πολύ καλή» φωνή–, η οποία οπωσδήποτε δεν είναι συνηθισμένη.
Πριν από λίγο καιρό έφθασε στα χέρια μου μια παράξενη έκδοση από τον Μετρονόμο, που αφορά τον Γιάννη Γλέζο. Ένα double CD-book, το οποίο από τη φύση του σε προβληματίζει σε σχέση με τον τρόπο που πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Να το αντιμετωπίσεις, δηλαδή, ως ένα βιβλίο με ποιήματα («Αιώνιος άνεμος Ι / Η σιωπή στο σπίτι»), που προσφέρεται με bonus τα δύο CD με τραγούδια, σε στίχους της Εύας Λίτινα, κάτω από τον τίτλο «Τα Παθιασμένα» ή το ανάποδο – δηλαδή σαν ένα double CD, με bonus τα ποιήματα; Εγώ θα πράξω το δεύτερο. Και όχι άνευ λόγου.
Δεν θα μακρηγορήσω. Θα πω αυτό που θέλω να πω, με σαφήνεια και με όσο πιο απλά λόγια μπορώ. Τα τραγούδια του Γλέζου, σε στίχους της Λίτινα, που καταγράφονται σ’ αυτά τα δύο CD είναι καταπληκτικά! Και είναι λυπηρό αυτά τα tracks να μην είναι ηχογραφημένα όπως πρέπει, σ’ ένα κανονικό στούντιο, με τον σωστό ήχο, παραγωγή κτλ. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να μην είμαστε ευγνώμονες στον Μετρονόμο, που αποφασίζει να κάνει αυτή την έκδοση, έστω και με αυτές τις, μέτριας ποιότητας, εγγραφές, από το αρχείο του συνθέτη, καθότι τα τραγούδια αυτά, προσωπικώς, τα τοποθετώ μεταξύ των ωραιότερων (ελληνικών), που έχω ακούσει τα τελευταία πολλά χρόνια. Σημειώνει κάπου στον πρόλογο ο Γλέζος:
«Ζήτησα (σ.σ. από τον Θανάση Συλιβό του Μετρονόμου) να συμπεριλάβει στο βιβλίο και 37 τραγούδια μου που τα ανακάλυψα εντελώς τυχαία (ψάχνοντας στο δώμα μου για κάτι άλλο) σε μια κασέτα όπου τα είχα ηχογραφήσει μόνος μου στο κασετόφωνο τραγουδώντας και παίζοντας πιάνο πριν από μερικά χρόνια και ήταν πάνω σε ποίηση της Εύας Λίτινα. Τα ονόμασα “Παθιασμένα” γιατί μόνον αυτή η λέξη θα μπορούσε να περιγράψει το πάθος των στίχων, της μουσικής και την ένταση της ερμηνείας τους όταν τα ηχογραφούσα στο κασετοφωνάκι μου».
Τα τραγούδια αυτά αριστεύουν σε κάθε βασική διάστασή τους (ασχέτως, το ξαναλέω, της πενιχρής, τεχνικά, ηχογράφησής τους). Αριστεύουν κατ’ αρχάς στις μουσικές, καθώς οι μελωδίες του Γλέζου είναι καταπληκτικές και κυρίως χειμαρρώδεις – και πώς να μην είναι, όταν μέσα σε κάποιους μήνες ο άνθρωπος αυτός κατορθώνει να δημιουργήσει 37 τραγούδια υψηλοτάτου επιπέδου;
Αριστεύουν περαιτέρω, στο στιχουργικό κομμάτι, καθότι οι στίχοι της Λίτινα είναι από μόνοι τους τραγούδια. Θέλω να πω πως έχουν τέτοιο ρυθμό, και διατυπώσεις και νοήματα βεβαίως, με αποτέλεσμα να «εκβιάζουν» την κάλυψή τους με τα ωραιότερα μουσικά μέτρα. Και τα έχουν.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/giannis-glezos-i-epanemfanisi-sti-diskografia-enos-kataxiomenoy-dimioyrgoy-me

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

ΧΑΡΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΔΗΣ το βιβλίο του για τους Scorpions

Πριν από λίγες μέρες έφθασε στα χέρια μου ένα μουσικό βιβλίο γραμμένο από τον καλό φίλο και συνάδελφο Χάρη Συμβουλίδη. Το βιβλίο έχει τίτλο «60 Χρόνια Scorpions» [εκδόσεις ΛΟΓΟ-ΤΥΠΟ, 2025] και αποτελεί, όπως όλοι και όλες αντιλαμβάνονται, μια μονογραφία για τους Scorpions – αυτό το γερμανικό συγκρότημα του hard rock, που αποτελεί ένα από τα διαχρονικά αγαπημένα του πλατιού μουσικόφιλου κοινού στη χώρα μας. Είναι προφανές πως εξαιτίας της δημοτικότητας των Scorpions στην Ελλάδα γράφτηκε το βιβλίο –κάτι που το φανερώνει και ο υπότιτλός του... «το γερμανικό ροκ φαινόμενο που λάτρεψε η Ελλάδα»– και αυτό από μόνο του έχει ξέχωρο ενδιαφέρον. Να προσεγγιστεί, εννοώ, και αυτή η διάσταση της ιστορίας τους, η «ελληνική» να την πούμε έτσι – κάτι που συμβαίνει στο τελευταίο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «αντί επιλόγου / οι Scorpions και η Ελλάδα».
Κατ’ αρχάς το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι πως το βιβλίο έχει διαστάσεις 17Χ24 (είναι κάπως μεγαλούτσικο δηλαδή), διαθέτοντας 136 σελίδες, με διάφορες ασπρόμαυρες φωτογραφίες και γραφιστικά να «πέφτουν» ενδιαμέσως. Επίσης έχει ωραίο εξώφυλλο και ωραίο, μοντέρνο σχεδιασμό. Είναι τραβηχτικό, δηλαδή, σαν εικόνα, και σαν... ξεφύλλισμα, και αυτό οπωσδήποτε μετράει.
Ο Συμβουλίδης είναι φαν προφανώς των Scorpions ή τέλος πάντων έγινε από ένα σημείο και μετά, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να προτείνει ένα βιβλίο «αντικειμενικό», χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές και μεγαλοστομίες. Ο λόγος του είναι μετρημένος, σοβαρός, «ψαγμένος», όσον αφορά τα του γερμανικού γκρουπ (το αντιλαμβάνεσαι αμέσως αυτό, από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο), και εν τέλει έγκυρος. Εγώ αυτό εισπράττω διαβάζοντας το βιβλίο – και κρίνοντας στο μέτρο που μπορώ όλα αυτά που υποστηρίζει ο συγγραφέας. (Το λέω, γιατί η δική μου επαφή με τους Scorpions δεν είναι αυτή του φαν, αλλά του απλού και περιστασιακού ακροατή της μουσικής τους, καθώς το μοναδικό άλμπουμ τους που έχω στη δισκοθήκη μου, από 30ετίας και βάλε, είναι το παρθενικό τους “Lonesome Crow”).
Το πόσο έχει ψάξει ο Συμβουλίδης τα των Scorpions το «πιάνεις», όπως προείπαμε, από το αρχικό κεφάλαιο του βιβλίου, που ασχολείται με την προϊστορία του γερμανικού γκρουπ, η οποία ξεκινά το 1965, κάπου κοντά στο Ανόβερο, φθάνοντας μέχρι και την κυκλοφορία του “Lonesome Crow”. Αυτή η περίοδος δράσης των Scorpions δεν είναι γνωστή στους πολλούς, ούτε επαρκώς καταγραμμένη, με τον Συμβουλίδη, που έχει πρωτογενείς πηγές, να κάνει λόγο μέχρι και για τους Βρετανούς... συνονόματους Scorpions, που θα έκαναν επιτυχία ακόμη και στην Ελλάδα (είχαν κυκλοφορήσει τουλάχιστον τρία 45άρια στη χώρα μας, το 1966). Βεβαίως τους «κανονικούς» Scorpions όλος ο κόσμος, και οι Έλληνες, θα τους γνώριζαν για τα καλά από το 1974 και μετά, και φυσικά στις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Ο Συμβουλίδης ακολουθεί μία τρόπον τινά γραμμική αφήγηση στην ιστορία του, πιάνοντας τους Scorpions δίσκο με δίσκο, και επιτυχία με επιτυχία, προσθέτοντας συνεχώς λεπτομέρειες σε σχέση με τις επιρροές του γκρουπ, τα πολύ καλά, καλά και αδιάφορα τραγούδια τους, τα μέλη και τις αλλαγές τους, τους παραγωγούς και τους μάνατζέρ τους, τα live τους, τον τρόπο που προσέγγισαν τα διαφορετικά ακροατήρια, στην Ευρώπη, την Αμερική ή την Ιαπωνία, με τα άλμπουμ που αποτέλεσαν το πρώιμο βαρύ πυροβολικό τους, σαν τα “In Trance”, “Virgin Killer”, “Lovedrive”, “Animal Magnetism”, “Blackout” και όλα τα υπόλοιπα, ενώ δεν λείπουν οι ιστορίες για τα... απρεπή ή... σοκαριστικά εξώφυλλά τους –που ήταν, εδώ που τα λέμε, κι ένα από τα χαρακτηριστικά τους– και άλλα διάφορα, που σίγουρα θα κρατήσουν το ενδιαφέρον των fans σε υψηλό επίπεδο.
Οι ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη και κάπως έτσι επιλέγω, εδώ, κάτι από εκείνη του τραγουδιού “Wind of change” (που συνδέθηκε, ως γνωστόν, με την πτώση του «υπαρκτού»), προκειμένου να αντιληφθείτε, ανάμεσα σε άλλα, και τον τρόπο γραφής του Συμβουλίδη...
«Μπορεί ασφαλώς να επικρίνεις τη μελό βάση του “Wind of change”, επισημαίνοντας ότι ωχριά μπροστά στις μπαλάντες της ακμής τους. Μπορείς να αισθανθείς συμπάθεια για τον ιθύνοντα της δισκογραφικής, που έκανε τα αδύνατα δυνατά για να αφαιρεθεί το κατά τη γνώμη του ακαλαίσθητο σφύριγμα του Meine, το οποίο εν τέλει πέρασε μόνο λόγω της άκαμπτης επιμονής του. Και σίγουρα μπορείς να ορίσεις το τραγούδι ως μια στιγμή που εν καιρώ παγίδεψε τους Scorpions σε μια χρονοκάψουλα, παγιώνοντάς τους ως η μπάντα ειδική στις μπαλάντες, με μπροστάρη τον τραγουδιστή με το στρατιωτικό μπερεδάκι και το κατσαρό μαλλί. Αλλά για έναν εντυπωσιακό αριθμό μουσικόφιλων ανά την υφήλιο, το “Wind of change” έγινε ένα με μια συγκινησιακή στιγμή που σάρωσε τα πάντα, γιγαντωμένο έτσι σε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Ακόμα και το σφύριγμα του Meine, που έκανε τόσα αφτιά να πονέσουν, έμεινε ως αδιαφιλονίκητο σήμα κατατεθέν».
Από ’κει και πέρα έχουμε κεφάλαια για το «αδικημένο» “Face the Heat” του 1993, τα άτολμα και ακατανόητα “Pure Instinct” του ’96 και “Eye II Eye” του ’99, το παράταιρο “Scorpions & Berliner Philharmoniker-Moment of Glory” του 2000 ή το ανιαρό “Acoustica” του ’01, με τις ιστορίες (κρίσεις για δίσκους, τραγούδια και άλλα τινά περιστατικά) να συνεχίζονται έως και τα χρόνια της «πανδημίας» με την καλή περίπτωση του άλμπουμ “Rock Believer” του 2022.
Και κάπου εδώ φθάνουμε στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Χάρη Συμβουλίδη για τους Scorpions, το «Οι Scorpions και η Ελλάδα», που κλείνει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την εξιστόρηση της εξηκονταετίας του γερμανικού γκρουπ. Όλα όσα διαμόρφωσαν τη σχέση του ελληνικού κοινού με τους Scorpions, τα απανωτά live τους στη χώρα μας, ο τρόπος που τους αντιμετώπισαν οι δικοί μας μουσικογραφιάδες και άλλα διάφορα μπαίνουν σε μια τάξη και μια σειρά, δίνοντας στον αναγνώστη και την αναγνώστρια μια σωστή και ακεραία εικόνα αυτής της εντελώς μοναδικής σχέσης.
Το βιβλίο του Χάρη Συμβουλίδη το διάβασα (ξαν)ακούγοντας, παράλληλα, χαρακτηριστικά τραγούδια απ’ όλη τη βασική δισκογραφία των Scorpions, μα ακόμη και από δίσκους τους, τους οποίους αγνοούσα εντελώς. Το τελευταίο δεν θα το έκανα ποτέ στη ζωή μου (μάλλον), αν δεν με καθοδηγούσε τούτο το πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα.
Επαφή: www.logo-typo.gr

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

RAF FERRARI QUARTET, MATHILDE GROOSS VIDDAL jazz από την Ιταλία και την Νορβηγία

RAF FERRARI QUARTET: Waiting for Edo [Losen Records, 2025]
Η νορβηγική Losen Records, όπως το έχουμε γράψει κι άλλες φορές, έχει και μιαν άκρη στην Ιταλία, τυπώνοντας συχνά άλμπουμ, τα οποία έχουν ετοιμαστεί σε ιταλικά στούντιο. Ένας από τους ιταλούς τζαζίστες, που βρίσκονται εδώ και κάποια χρόνια στο ρόστερ της Losen είναι και ο πιανίστας-συνθέτης Raf Ferrari, για το άλμπουμ του οποίου “Quattro” είχαμε γράψει τα σχετικά παλαιότερα, το 2019. Ο Ferrari έχει σπουδάσει στο (φημισμένο) πανεπιστήμιο της Μπολόνια, με ειδίκευση, ας το πούμε έτσι, στο έργο του Keith Jarrett, ενώ σ’ αυτό το πιο νέο CD του, που αποκαλείται “Waiting for Edo” τον συνοδεύει ξανά το... ιδιότυπο κουαρτέτο του. Το λέμε «ιδιότυπο», γιατί στο σχήμα αυτό τα βασικά όργανα, πέρα από το πιάνο, είναι το τσέλο (Vito Stano), το κοντραμπάσο (Andrea Colella) και τα ντραμς (Claudio Sbrolli), ενώ σ’ ένα track ακούμε και ηλεκτρικό μπάσο, το οποίο χειρίζεται ο παλαιός μπασίστας του κουαρτέτου, ο Guerino Rondolone.
Στο “Waiting for Edo”, που είναι ηχογραφημένο τον Ιούλιο του ’24 στο La Strada Recording Studio της Ρώμης, καταγράφονται επτά πρωτότυπες συνθέσεις του Ferrari, οι οποίες διαθέτουν κάποιο concept. Edo είναι ο μικρός γιος του Raf, με τους τίτλους των κομματιών να επέχουν, κατά μίαν έννοια, ρόλο ημερολογίου και να διαβάζονται κάπως σαν προγραμματικοί [“Waiting for Edo”, “Segnali dal futuro” (Σήματα από το μέλλον), “New life (Dedicated to my son)”, “Dancing Edo”, “Eight weeks” κ.λπ.].
Υπάρχει, λοιπόν, ένα «θέμα» εδώ, και βεβαίως υπάρχει πολλή και καλή jazz, που διακρίνεται για τη συνθετική πληρότητά της, την παιγνιώδη ανάπτυξή της, τις άψογες μελωδικές αρθρώσεις της, και φυσικά για τα γεμάτα από αίσθημα παιξίματα των τεσσάρων μουσικών, με τους λυρικούς τόνους παντού να κυριαρχούν. Άκου, για παράδειγμα, το 9λεπτο κομμάτι “Eight weeks”, που είναι ένα από τα high lights τούτου του εντελώς φυσικού και απροκάλυπτα γλαφυρού CD.
MATHILDE GROOSS VIDDAL: Tri Vendur Blés Ho I Den Høgaste Sky [Losen Records, 2025]
Η Mathilde Grooss Viddal είναι μια νορβηγίδα bandleader, σαξοφωνίστρια και κλαρινίστρια, που μας έχει απασχολήσει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον, καθώς, παλαιότερα, είχαμε γράψει για τα άλμπουμ της “Notre Dame-Meditations and Prayers” (2020) και “Out of Silence” (2017), ενώ την έχουμε συναντήσει και ως μέλος σχημάτων, όπως των Meditations & Prayers, στο θρησκευτικής φύσεως “Stabat Mater” (2019). Γενικώς πρόκειται για μία μουσικό, που «ψάχνεται» όπως το λέμε, προκειμένου, κάθε φορά, να παρουσιάζει και κάτι διαφορετικό – κάτι που να συνδέει τις προτάσεις της με κάποιο θέμα, προβάλλοντας ένα στόχο.
Έτσι και στο παρόν “Tri Vendur Blés Ho I Den Høgaste Sky” η Grooss Viddal ετοιμάζει ένα έργο κατά παραγγελία, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο νορβηγικό φεστιβάλ Vossajazz το 2018 – έργο, που βρίσκεται σ’ ένα συνεχή διάλογο με το απώτατο παρελθόν, με την ίδια την Viddal να επισημαίνει πως το Tri Vendur Blés Ho I Den Høgaste Sky έχει να κάνει με όνειρα και φόβους, με τη λαχτάρα για ελευθερία, με τις απώλειες και τις συγκρούσεις, τόσο στη σημερινή εποχή, όσο και στο βάθος της ιστορίας.
Ό,τι ακούμε στο παρόν CD είναι ηχογραφημένο «ζωντανά» το 2018-19 στο Molde Jazz Festival και το Riksscenen, εμφανίζοντας την Mathilde Grooss Viddal ως leader ενός δεκαμελούς σχήματος, οι μουσικοί του οποίου χειρίζονται όλων των ειδών τα πνευστά (κλαρίνα, σαξόφωνα, φλάουτα, τρομπέτες, τρομπόνια) και ακόμη βιολί, hardanger fiddle, πλήκτρα, όργανο, ηλεκτρονικά, βιμπράφωνο και βεβαίως μπάσο-ντραμς.
Η Grooss Viddal, για την επίτευξη του σκοπού της, καταφεύγει στη φολκλορική παράδοση της χώρας της, και από ένα «σώμα» χιλίων πεντακοσίων μπαλαντών, έτσι όπως καταγράφονται αυτές στα αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Νορβηγίας, επιλέγει ένα σύνολο κομματιών, που οπωσδήποτε αφορούν παμπάλαιες λαϊκές δοξασίες, τοπικούς θρύλους στενά δεμένους με τα αρχέτυπα φυσικά περιβάλλοντα κ.λπ., κατορθώνοντας μέσω των ερμηνειών των τραγουδιστριών, των ενορχηστρώσεων και βεβαίως των γενικότερων ηχητικών επιρροών (μεσαιωνικά τραγούδια, ανδαλουσιανή μουσική, oriental αναφορές κ.λπ.) να προσδώσει σ’ αυτές ένα σύγχρονο πρόσωπο.
Πολλά «μαγικά» κομμάτια εδώ (“Valivan”, “Maria Magdalena” κ.λπ.), με ολάκερο το Tri Vendur Blés Ho I Den Høgaste Sky να δημιουργεί ένα παράξενο παγανιστικό-μυστικιστικό κλίμα.
Επαφή: www.losenrecords.no