Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ η Ζωή / σε 11 Ποιήματα του Γιώργου Βέη

Εμμένοντας στο δικό του προσωπικό και οριοθετημένο από χρόνια δρόμο, ο Μανώλης Γαλιάτσος δίνει ένα ακόμη πολυδιάστατο άλμπουμ – πυκνό, εννοώ, προς κάθε υπαρκτή κατεύθυνση. Και συνθετικά, και στιχουργικά, και ενορχηστρωτικά, και χρονικά, και… και… και… Ένα 75λεπτο περίπου concept, με στοιχεία avant, «έντεχνα» και ροκ, που, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εύκολο ν’ αναλυθεί και να περιγραφεί. Η βάση αυτού του νέου CD τού Γαλιάτσου είναι η ποίηση του Γιώργου Βέη – μιας σημαντικής ποιητικής προσωπικότητας (ο Βέης εμφανίστηκε στον Κούρο του Λεωνίδα Χρηστάκη στα μέσα του ’70) με έργο μεγάλο, σε όγκο και σημασία, και φυσικά βραβευμένο.
Δεν είναι «εύκολος» ποιητής ο Γιώργος Βέης. Και παρά το γεγονός πως ο Γαλιάτσος επιλέγει εδώ να μελοποιήσει ολιγόστιχα, σχετικώς, ποιήματά του, το «βάθος» των νοημάτων είναι τέτοιο που επιβάλλεται από μόνο του… και στον αναγνώστη και στο συνθέτη. Ειδικώς στο συνθέτη, ο οποίος θα πρέπει να καταβάλει μεγάλες προσπάθειες, προκειμένου να φέρει τον ποιητικό λόγο σ’ ένα μελωδικό ίσο. Ας το πούμε λοιπόν από την αρχή πως ο Γαλιάτσος το κατορθώνει. Κι αυτό ούτε αυτονόητο είναι, ούτε σύνηθες (στις μέρες μας).
Με τις δικές του προσαρμόσεις των λέξεων στα μέτρα, με τις επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων εννοώ, με τις μικρομελωδικές παρεμβάσεις του σε ειδικά σημεία, για την τόνωση συγκεκριμένων νοημάτων, με τις επιμελημένες ενορχηστρώσεις του, που επιτείνουν το ανά περιπτώσεις «βάρος» των λέξεων, ακόμη και με τα ουκ ολίγα ορχηστρικά κομμάτια του, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις μελοποιήσεις, προετοιμάζοντας ύφος και κλίμα, ο Γαλιάτσος δημιουργεί ένα πλήρες σχέδιο βάσης, με πολύ συγκεκριμένα εργαλεία.
Προς αυτή την κατεύθυνση ο συνθέτης παίρνει τα μέγιστα, κατά πρώτον, από τους μουσικούς του – μια ομάδα διακεκριμένων οργανοπαικτών, που τους συναντάμε και σε προηγούμενα άλμπουμ του (ο ομποΐστας Παπαγιάννης, ο τρομπετίστας Άνθης, ο τρομπονίστας Φαρούγκιας, η βιολίστρια Avetyan, ο βιολοντσελίστας Ripo, ο κιθαρίστας Θανάσουλας…). Έπειτα είναι οι φωνές, με πρώτη όλων εκείνη τού ίδιου τού συνθέτη, που αποδεικνύεται η πρέπουσα, στην προσπάθεια να αποδοθούν οι λεπτές διακυμάνσεις που απαιτούν τα λόγια (άκου π.χ. την «Απορία» ή την «Πλατεία Αμερικής»), καθώς δίπλα του, για συγκεκριμένες βοήθειες, στέκονται η Μαριάνθη Σοντάκη και ο Αντρέας Καρακότας (αμφότεροι συνεργάτες τού Γαλιάτσου και σε προηγούμενα άλμπουμ).
Ακούγοντας συνεχώς τη «Ζωή» [MLK, 2017], για κάμποσες ώρες ένα μεσημέρι-απόγευμα, θα πω πως πρόκειται για έναν σημαντικότατο σύγχρονο ελληνικό δίσκο (CD), που απαιτεί την προσοχή και την προσήλωση του ακροατή. Αν και ανιχνεύονται σ’ αυτόν στοιχεία από διαφορετικές δεκαετίες τής πιο ιδιοσυγκρασιακής «έντεχνης» δημιουργίας (ας την πούμε κι έτσι), στην πράξη έχουμε ένα άλμπουμ, που ξεπερνά ό,τι… δύσκολο ανάλογο τού παραδόθηκε (εγώ, για παράδειγμα, ακούγοντας τη «Ζωή», ανακάλεσα στη μνήμη μου LP του Μιχάλη Γρηγορίου από τα seventies, όπως τα «Ανεπίδοτα Γράμματα» και το «Η Αγάπη είναι ο Φόβος» ή τον «Κύκλο με την Κιμωλία» του Νίκου Μαμαγκάκη) προχωρώντας παρακάτω. Πολύ παρακάτω. Και το λέω τούτο, γιατί ο Γαλιάτσος αποδεικνύεται περισσότερο «λαϊκός» στην περίπτωσή μας, παρά «προχωρημένος».
Καταλήγοντας θα τονίσω και πάλι πως μελωδίες είναι εκείνες που δίνουν στη «Ζωή» την πιο μεγάλη ώθηση και ακόμη θα μιλήσω για τη βεβαιότητα πως ό,τι ακούς εδώ εντάσσεται σ’ ένα γενικότερο σύνολο – πράγμα που δεν το βλέπεις να λειτουργεί, πλέον, τόσο γόνιμα στη σύγχρονη δισκογραφία. 
Ένας πολύ σημαντικός δίσκος.
Επαφή: Χρωμοδιάσταση ΕΠΕ, τηλ. 210 9926660, info@mlk.gr
  

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

PRINS OBI καινούριο LP στην Inner Ear

Το έχει το «τουρλού-τουρλού» (τα ποικίλα και ανακατεμένα μουσικά στυλ) το τελευταίο άλμπουμ του Prins Obi The Age of Tourlou [Inner Ear, 2017], όπως το είχε και το προηγούμενό του. Έτσι, εκείνο το πρώτο που θα πρέπει κανείς να σημειώσει σε σχέση με το συγκεκριμένο LP είναι η «συνέπεια» που διακρίνει τον δημιουργό του. «Συνέπεια», εν τέλει, που αγγίζει θα έλεγα όλο το φάσμα τής τραγουδοποιίας τού Γιώργου Δημάκη – στίχους, μουσική, ερμηνεία, ενοργανώσεις, παιξίματα (δικά του και των υπολοίπων), ηχοληψία, παραγωγή.
Ο Prins Obi είναι ένας ενδιαφέρων singer-songwriter τα στιχάκια του οποίου, ας ξεκινήσουμε από ’κει, λένε κάτι περισσότερο εκ πρώτης. Καθώς διαπνέονται από μια θετική άποψη για τη ζωή, από μιαν αισιοδοξία να το πούμε έτσι, μπολιάζουν ευθέως και τις μουσικές του – αλλά και τις ερμηνείες του, που είναι πάντα και κάπως… περιπαικτικές. Βοηθάει και η φωνή του, βεβαίως, προς αυτή την κατεύθυνση, που είναι ψιλή και κάπως ξερή/έρρινη, αν και το κύριο βάρος πέφτει στις συνθέσεις αυτές καθ’ αυτές.
Δανειζόμενος στοιχεία από τρεις τουλάχιστον διαφορετικές δεκαετίες τραγουδιού –sixties, seventies, eighties– ο Prins Obi γράφει δίχως να έχει κατά νου κάτι απολύτως συγκεκριμένο. Κάπως σε στυλ… ό,τι του βγει. Αυτό είναι και καλό και κακό. Πηγαίες στιγμές έμπνευσης μπορεί να δώσουν πολύ καλά τραγούδια, ή μέρη τραγουδιών (συγκεκριμένα κουπλέ ή ρεφραίν) όπως συμβαίνει με τα “Anatolian rock”, “Too demanding”, “Distant cousins”, “Into the light” κ.λπ., άλλοτε όμως αυτό που αναδύεται δεν έχει το απαιτούμενο βάρος, για να «κάτσει» όπως πρέπει. Το ίδιο ζήτημα, δε, εντόπιζα και στο προηγούμενο LP τού Prins Obi, όταν έγραφα το ακόλουθο: «Ο Prins Obi, γενικώς, συλλέγει ό,τι του κάνει και ό,τι του αρέσει απ’ όλες τις δεκαετίες, δημιουργώντας αυτό το κάπως αυτοσχέδιο κιμπορντικό patchwork, που ορισμένες φορές γειτνιάζει με την “καλτίλα”. Τα όρια, εννοώ, ανάμεσα στην πραγματική δημιουργία και την ηθελημένη απόπειρα να προσεγγίσεις το “είδωλο”, προβάλλοντας μια προσωπική αυτάρκεια, δεν είναι πάντα και εντελώς διαχωρισμένα. Το ένα μπερδεύεται μέσα στο άλλο, με το ακρόαμα να σχοινοβατεί ενίοτε ανάμεσα στο αληθινά υψηλό και σε μια κάποια (ανεπιτήδευτη νομίζω) αντανάκλασή του».
Ο Prins Obi, ένας τραγουδοποιός με προφανείς ικανότητες, νομίζω πως πρέπει να σφίξει τον διάκοσμο των τραγουδιών του (στο άλμπουμ εμφανίζονται μέλη των The Voyage Limpid Sound, Chickn, Baby Guru κ.ά.) και να περιορίσει την πληθωρικότητά του. Οι συνθέσεις του περνούν συχνά από διαφορετικά και κάπως αλλοπρόσαλλα στάδια με αποτέλεσμα, μέσα στο ίδιο τραγούδι, να μην υπάρχει μια διαρκής συνοχή. Να αναφέρω ένα παράδειγμα. Το “Chasing baboons” ξεκινάει σαν ένα ψυχεδελικό sixties british track, αλλά στην πορεία, όταν μπαίνει το drum machine και τα σύνθια μεταφέρεσαι αμέσως στα early eighties, πριν επανέλθουμε στο τελευταίο μέρος στο αρχικό κλίμα. Μερικές φορές, βεβαίως, αυτές οι αλλαγές μοιάζουν πιο αιτιολογημένες (“Reserve the right to fail”), άλλοτε όμως όχι.
Τελικά; Τελικά θα έπρεπε να φτάσουμε στο τελευταίο κομμάτι τού “The Age of Tourlou”, για ν’ ακούσουμε το καλύτερο τραγούδι του δίσκου (“Flower child”). Υπάρχουν κι άλλα καλά φυσικά (τα ανέφερα πιο πάνω), αλλά αυτό είναι το καλύτερο. Ένα δυνατό κομμάτι, που μας λέει, με λόγια απλά, πώς θα έπρεπε να ήταν όλο το άλμπουμ – ενδεχομένως.
Επαφή: www.inner-ear.gr
 

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

τρία CD της σουηδικής ROTOR – τρία CD του MATTI BYE

Η Rotor είναι μια σουηδική εταιρεία, η οποία, όπως διαβάζουμε στο site της… record and publish music that might not belong anywhere else – silent film music, furniture music, foreground music, instrumental music and romantic lo-fi music”. Τρία CD τής Rotor έχουμε τώρα στη διάθεσή μας, τα οποία υπογράφει ο σουηδός συνθέτης Matti Bye, για τον οποίον έχουμε γράψει κι άλλες φορές στο δισκορυχείον…
MATTI BYE: Drömt [Rotor Records, 2008]
Το “Drömt” μοιάζει με σάουντρακ, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι – παρότι ακόμη και το εξώφυλλο σε παραπέμπει σε κάτι τέτοιο. Ηχογραφημένο κάπου στη Στοκχόλμη το 2007, το “Drömt” εμφανίζει στοιχεία… βόρειας κινηματογραφικής μουσικής και ακόμη ελαφρά μονοτονία, εμφανή, αλλά πάντοτε cool, λυρισμό, δάνεια από την παράδοση της πόλκας, σκοτεινά passages κ.λπ., καθώς βιολιά, τσέλα, κόρνα, βιόλες και όμποε συνδυάζονται με τα πλήκτρα τού Matti Bye (πιάνο, hammond, wurlitzer…) και ακόμη μπάσο, ντραμς και ηλεκτρονικά. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Οι μουσικές του Matti Bye έχουν και πάθος και υψηλό αισθητικό επίπεδο, ενώ με το να μοιάζουν κάπως παλιομοδίτικες, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι, κατορθώνουν και το κυριότερο. Να απευθύνονται σε ακροατές εντελώς διαφορετικών γούστων. Προνόμιο των όχι απλώς ταλαντούχων είναι αυτό.
THE PANOPTIKON ORCHESTRA: The Joyless Street [Rotor Records, 2004]
Πιο παλιά δισκογραφική δουλειά του Matti Bye, το άλμπουμ “The Joyless Street” εμφανίζει τον σουηδό μουσικό ως μέλος μιας τριάδας, την οποίαν αποτελούν ο ίδιος (πιάνο, όργανο, ακορντεόν, μέλοτρον, κρουστά), η Lotta βιολί, μουσικό πριόνι και ο Kristian κιθάρες, τσέλο, μαντολίνο, μέλοτρον, όργανο. Το όνομα του τρίο; The Panoptikon Orchestra. Οι τρείς αυτοί βρέθηκαν μαζί για να κάνουν κάτι σύνηθες (περισσότερο σύνηθες εκείνα τα χρόνια). Να τοποθετήσουν εκ των υστέρων μουσική, πάνω σ’ ένα κλασικό γερμανικό φιλμ, από το 1925, το Die freudlose Gasse του Georg Wilhelm Pabst (αγγλικός τίτλος: The Joyless Street), που είχε ως πρωταγωνίστρια την Greta Garbo.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η μουσική του Matti Bye και της Panoptikon Orchestra, σίγουρα… κινηματογραφική –χοντρικά θα την χαρακτήριζα ως «σύγχρονη δωματίου», παρότι και τούτο είναι ασαφές, καθώς δεν πιάνει το εύρος των χρωμάτων που συνοδεύουν το The Joyless Street– αν και δεν μπορείς εύκολα να την κρίνεις, ως προς τον στόχο της. Το προφανές λέμε. Χωρίς την ταυτόχρονη θέαση του φιλμ και της ακρόασης της μουσικής, όλα μοιάζουν μετέωρα. Μάλλον η μουσική –όχι «όλα»– καθώς η ταινία είναι αυτή που είναι, εδώ κι 100 χρόνια σχεδόν.
MATTI BYE: Music for the Silent Film The Phantom Carriage composed for orchestra by Matti Bye [Rotor Records, 2003]
Πάμε ακόμη πιο πίσω στο χρόνο, στο 2003, για να δούμε μία από τις πρώτες, αν όχι την πρώτη κυκλοφορία του 51χρονου σήμερα Matti Bye. Ήταν κι εκείνη μια εκ των υστέρων τοποθετημένη μουσική πάνω σε μια βωβή ταινία – αυτή τη φορά στην Körkarlen, από το 1921, του συμπατριώτη του Victor Sjöström. Γνωστή και με τον αγγλικό τίτλο της ως The Phantom Carriage η ταινία του Sjöström αποτελεί ένα «μύθο» του σουηδικού σινεμά, ο οποίο προσεγγίστηκε με δέος από τον Bye. Τούτο αφήνει να φανεί ο ίδιος ο συνθέτης, μέσα από τις λιγοστές λέξεις του booklet, καθώς γράφει για τα… μάτια που θα πρέπει να είναι καρφωμένα στην εικόνα και ακόμη πως το δυναμικό στοιχείο, σ’ αυτή τη συνύπαρξη, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο από την ταινία αυτή καθαυτή. 
Τοποθετώντας, τώρα, ο Bye τη μουσική του «πίσω», σ’ ένα δεύτερο πλάνο, δεν σημαίνει πως την υποτιμά. Το λέμε τούτο ακούγοντας, προφανώς, τα θέματά του, όπως το “Disappointment”, και κυρίως το σχεδόν 8λεπτο “At the Salvation Army” που ακολουθεί, και που δείχνουν τις πραγματικά μεγάλες δυνατότητες αυτού του μουσικού, που διαπρέπει (δισκογραφικά τουλάχιστον) εδώ και μια 15ετία. Έχοντας δίπλα του ένα εξαιρετικό ensemble, o Bye (που χειρίζεται, πάντα, πιάνο και αρμόνιο) «εκμεταλλεύεται» ένα σχήμα κουαρτέτου εγχόρδων (δύο βιολιά, βιόλα, τσέλο) και ακόμη κρουστά, τρομπόνι, κλαρίνο, μπάσο-κλαρίνο, hurdy-gurdy, άρπα και cittern, προκειμένου να περιγράψει εκείνου που βλέπει, προτείνοντας μια μουσική χαμηλών, γενικά, τόνων, με ωραίες όμως κορυφώσεις και λεπτές μελωδικές απολήξεις.

Η Rotor Records εισάγεται από την Recordisc, www.recordisc.wordpress.com

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 23

28/5/2017
ΛΟΥΚΑΣ ’91
Συνθ-ποπ, ελεκτροπόπ, φιούτσουρ-ποπ και μαλακίες. Όποιος δεν έχει ακούσει Λουκά δεν έχει ακούσει τίποτα…
(Δεν έχω emoticon, που να κλείνει μάτι για να ρίξω)

27/5/2017
Κάτι γκόμενες, Ελληνίδες της διπλανής πόρτας να πούμε, ωραίες… εντάξει, που φωτογραφίζονται στο facebook σε ακράτητη περιπάθεια και σε σέξι στάσεις, γαμπρό ψάχνουν;
Γιατί περιορίζουν τόσο τους ορίζοντές τους οι καημένες, αφού μπορεί να είναι χρήσιμες και σε άλλα θέματα…

26/5/2017
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΥΖΗΣ (1885 – 18 Απριλίου 1941)
Τραπεζίτης, δοτός πρωθυπουργός, που προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να παραδώσει τη χώρα στους Ναζί.
Η πράξη του ελέγχεται για το… κακό που υπέστη ο Ελληνικός Τουρισμός το καλοκαίρι του ’41.

25/5/2017
Όλη η γελοιότητα της κρατικής μηχανής, και του τρόπου που δουλεύει, αποδεικνύεται στην απόφαση που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ για τη νέα κοστολόγηση και τιμολόγηση του νερού. Χρειάστηκαν μόνο(!) 27 διατάξεις και αποφάσεις για να σου πουν πως θα στα ξαναπάρουν. Τις καταλαβαίνουν άραγε, οι ίδιοι, αυτές τις μεταφρασμένες παπαριές; 
>>Το Περιβαλλοντικό Κόστος προσδιορίζεται σε επίπεδο Υδατικού Συστήματος (ΥΣ) ή ανά ομάδα ΥΣ και προκύπτει από τον προσδιορισμό του κόστους των Συμπληρωματικών Μέτρων του Προγράμματος Μέτρων του εκάστοτε ισχύοντος Σχεδίου Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ), σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του π.δ. 51/2007, οι οποίες αφορούν στην επίτευξη της καλής κατάστασης των ΥΣ<<

24/5/2017
Επειδή μιλάγαμε σ’ ένα φιλικό τοίχο με το Θόδωρο Σαραντή για τη CBS του ’72 (δούλευε τότε εκεί, στο ξένο ρεπερτόριο) και θυμήθηκα την Ελπίδα…

24/5/2017
Ο μόνος τρόπος για να σωθεί η παρτίδα, έστω και την τελευταία στιγμή απ’ αυτόν τον Τσίπρα, είναι ν’ αρνηθεί να πάρει τα λεφτά τον Ιούλιο (αυτά που θα βγουν από τη μια τσέπη των δανειστών, για να μπουν στην άλλη), αν δεν του δώσουν, πρώτα, τα σωστά μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Δυστυχώς, δεν θα το κάνει. Θα υπογράψει, έστω και με έρπητα, το εξοντωτικό «πακέτο», που θα του δώσει ο Σόιμπλε (στις 15 Ιούνη), χωρίς μέτρα για το χρέος, με μέσα το ΔΝΤ (χωρίς λεφτά), και με νέο μνημόνιο μετά το πέρας τούτου, το 2018, όταν θα βάλει λεφτά το ΔΝΤ (ζητώντας ξανά «τη μάνα του και τον πατέρα του»).

24/5/2017
Δηλαδή το «πω!» είναι πιο… ευμέγεθες από το «πω-πω!»; Μαθαίνουμε σιγά-σιγά…

24/5/2017
Δεν ξέρω αν υπάρχει αηδέστερη φράση από την «καλό παράδεισο». Μπορεί, αλλά κι αυτή είναι σίγουρα στο τοπ-τεν.
(Παίρνοντας αφορμή από τις έσχατες… ριπολογίες, που διαβάζω για τον Ρότζερ Μουρ).

23/5/2017
Πέθανε ο «Άγιος» στα 90 του. Εντάξει και ο Τζέιμς Μποντ της Κέρκυρας (“For your Eyes Only”).
Η καλύτερη ταινία του που είδα ποτέ ήταν ένα θρίλερ του ’70, σε σκηνοθεσία Basil Dearden, το The Man Who Haunted Himself, όταν ο Ρότζερ Μουρ μετά από ένα αυτοκινητικό και μια χειρουργική επέμβαση «επιστρέφει», αλλά βλέπει κάποιον άλλον, ίδιο με τον εαυτό του, να κανονίζει τη ζωή του…

DIRTY FUSE δισκάκι που φυσάει

Ένα τεσσαράκι, που γυρίζει στις 33 και 1/3 στροφές, είναι η πιο πρόσφατη κυκλοφορία των φοβερών Dirty Fuse – ενός από τα καλύτερα ελληνικά γκρουπ (surf παίζουν) του καιρού μας. Έχουμε γράψει και στο παρελθόν για όλες σχεδόν τις εκδόσεις που έχουν κάνει οι Dirty Fuse και πάντα λέγαμε –και θα λέμε– για το πόσο πιστά, για το πόσο ορεξάτα και με ταλέντο κάνουν ό,τι κάνουν. Να δημιουργούν δηλαδή όλα εκείνα τα ευφρόσυνα rock vibes, καθώς τους ακούς… γ@μιστερούς, κάτω από οποιεσδήποτε δικές σου συνθήκες. Πολύ πρώτοι!
Και σ’ αυτό το δισκάκι, το Back to Brazil [Ikaros Records, 2017] που είναι γραμμένο το Φλεβάρη του ’15 και που εμφανίζει το συγκρότημα με τρεις κιθαρίστες, τον Κώστα Μπάκουλα, την Έρη Καπετανάκη (το ντεμπούτο της) και τον Duda Victor (η τελευταία παρουσία τού Βραζιλιάνου στο γκρουπ) όλα κυλάνε στην εντέλεια.
Το πρώτο track είναι το “Evolution”, ένα φοβερό instro που μας πάει πίσω στις μέρες των Chantays, με τον σύγχρονο τρόπο των Dirty Fuse όμως (με το σαξόφωνο του Κισαμιτάκη και με το μπάσο-ντραμς των John Drake και Χρήστου Κόγιου να φτιάχνουν σφριγηλό τείχος). Ακολουθεί και κλείνει την πρώτη πλευρά το γνωστό μας “Sunset beach” (γνωστό μας, εννοώ, και από το φερώνυμο CD τους του 2012), η διασκευή τους στο «Ακρογιαλιές δειλινά» του Βασίλη Τσιτσάνη δηλαδή, που διατηρεί, και εδώ, όλην εκείνη τη φευγάτη, νοσταλγική αύρα. Η πρωτότυπη μελωδία, εξάλλου, δεν προσφέρεται για τίποτα λιγότερο.
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το “Wonderland”, που έχει κάπως ανοιγμένη μελωδική γραμμή και η οποία υποστηρίζεται ωραία από την κιθάρα και το σαξόφωνο, με τα γεμίσματα στα ντραμς να δίνουν τον τόνο για κάποιες σύντομες «προσθήκες» (ένα σόλο στο σαξόφωνο, τη μικρή παύση λίγο πριν το κλείσιμο). Το δισκάκι θα κλείσει με το “Back to Brazil” (αναφέρεται, προφανώς, στην αποχώρηση του Duda Victor από το σχήμα), ένα ακόμη ωραίο instro (ίσως λιγότερο στην καρδιά του surf από κάθε προηγούμενο) που διακρίνεται για την εύθυμη μελωδία του.
Ο αποχωρισμός υπήρξε τρυφερός… και είμαστε πάντα φίλοι.
Επαφή: www.dirtyfuse.com
  

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

A VICTIM OF SOCIETY για το “Freaktown”

Δεύτερο LP για τους A Victim of Society, ένα από τα συγκροτήματα τής Inner Ear που ροκάρουν σθεναρώς και ασυστόλως. Δύο ήταν, βασικά, οι A Victim of Society (Βαγγέλης Μακρής, Φώτης Ντούσκας), αλλά πλέον έχει προστεθεί κι ένα τρίτο μέλος, όπως διαβάζω, ο ντράμερ Παντελής (Καρασεβδάς;), οπότε πια έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση ενός κλασικότερου ροκ-τρίο, η μουσική του οποίου δεν είναι όμως το ίδιο «κλασική». Και εξηγούμαι.
Το συγκρότημα στο Freaktownπαρουσιάζεται πιο ελεύθερο, πιο αποφασισμένο και βεβαίως ακόμη περισσότερο επικεντρωμένο προς μια περιπετειώδη ροκ αφήγηση, προσφέροντας νέες, θα έλεγα, συγκινήσεις. Ξεκινώντας από την πρώτη πλευρά, και τα πρώτα χαραγμένα τραγούδια τους, εκείνο που αμέσως αντιλαμβάνεσαι είναι το πάθος τού γκρουπ πάνω στη σκηνή (ναι, γιατί οι A Victim of Society είναι μια live μπάντα, μέσα ή έξω από το στούντιο) και κυρίως ο τρόπος να εκμεταλλεύονται απλές και στοιχειώδεις συνταγές, προκειμένου να καταδείξουν την τραγουδοποιητική ωριμότητά τους. Κι έτσι, παρότι τους διακρίνει εξ αρχής αυτή η εμμονή με τη μονοτονία (όχι πάντως σε… μοτόρικο βαθμό, μα σε πιο... βελβετικό) στην πράξη το αποτέλεσμα είναι πολύ φευγάτο. Δεν είναι τόσο το γρήγορο τέμπο, στα περισσότερα κομμάτια τους, που συντελεί προς αυτό, όσο ο τρόπος τους να διαχειρίζονται με γνώση τις λίγες αλλαγές, «καλύπτοντάς» τες με ωραία παιξίματα, και με το ίδιο πολύ καλά φωνητικά. Όλα δένονται, δηλαδή, στα τραγούδια των A Victim of Society, με μιαν αόρατη κλωστή, κι ας αναρωτιέσαι, συχνά, πότε τελειώνει το ένα track και πότε ξεκινάει το επόμενο. Αυτή η εναλλαγή, παρότι, στιγμιαία, σού δημιουργεί την αίσθηση της επανάληψης, στην πράξη είναι το μεγάλο ατού τού δίσκου. Μπαίνεις δηλαδή σ’ ένα ηχητικό trip, από το οποίο δεν βγαίνεις παρά μόνο στο τελευταίο δευτερόλεπτο του LP. Τα σόλι είναι σφοδρά, τα breaks από τα ντραμς συνεχή, το μπάσο (αυτό το μπάσο που βγάζουν τέλος πάντων) βομβαρδίζει, τα λίγα σύνθια προσφέρουν και αυτά σε τόνους έντασης. Το άθροισμα είναι εντυπωσιακό. Δεν υπάρχει αδιάφορη στιγμή στο “Freaktown” με το 9λεπτο “Would you care?” στην πρώτη πλευρά, και το ελληνικό τους (με ελληνικό στίχο εννοώ) “Amnesia” στη δεύτερη να σε κολλάνε στον τοίχο. Έξοχη η κιθάρα στο έσχατο φερώνυμο, καθώς… εκτρέπεται ψυχεδελικώς, και γενικά πολύ δημιουργικά ροκ στοιχεία μπορούν να εντοπιστούν σε κάθε καινούριο κομμάτι αυτού του, για μιαν ακόμη φορά, εξαιρετικού γκρουπ.
Πολύ καλό το πρώτο LP τους (όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα), αλλά αυτό ξεφεύγει ακόμη πιο πολύ «προς τα πάνω». Μπράβο στα παιδιά!
Επαφή: www.inner-ear.gr
 

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

η ANGIE τραγούδησε για μια δυσλειτουργική ελληνική οικογένεια στα τέλη του ’80, δίνοντας φτερά στις εφηβικές ψυχές

Δεν ξέρω πόσοι θυμούνται το «Φοβάμαι» της Angie από τα τέλη του ’80 – από το ’88 για την ακρίβεια. Κάπου το πήρε τ’ αυτί μου πριν λίγες μέρες, στο ραδιόφωνο, στο αυτοκίνητο, κι ένοιωσα κάτι, χωρίς να μπορέσω να το προσδιορίσω ακριβώς. Αν και είχα σχεδόν 30 χρόνια να τ’ ακούσω, το θυμήθηκα αμέσως. Δεν είμαι σίγουρος πόσο «μεγάλη επιτυχία» ήταν (αν εξαργυρώθηκε δηλαδή στα ταμεία), ξέρω όμως ότι το άκουγα συνέχεια σε μια καφετέρια που σύχναζα στα τέλη των έιτις (μαζί με το «Δικαίωμα για μία + μία» του Ρακιντζή και το «Άσπρο μαύρο» της Αλέξιας), όπως και στο ραδιόφωνο, στο άρτι τότε «ελεύθερο», αλλά και στο κρατικό – παρότι δεν πρέπει να είχα δει το βιντεοκλίπ, που το είδα για πρώτη φορά τώρα στο YouTube και θα το σχολιάσουμε στη συνέχεια.
Η Άντζι ήταν ένα κορίτσι της εποχής, μαθήτρια (Λυκείου) προφανώς, που έσκασε από το πουθενά με δυο απανωτά δισκάκια. Μεγάλους δίσκους εννοώ. Ο ένας ήταν το “Angie” [EMI/ Columbia, 1988], το άλμπουμ στο οποίο υπήρχε το «Φοβάμαι», και το «Μη μου λέτε… μη» [ΕΜΙ], την επόμενη χρονιά, το 1989, που έβγαλε κι εκείνο μια μικρότερη επιτυχία.
Κακή εποχή τα τέλη έιτις – αν θες να το δεις και έτσι. ΠΑΣΟΚ σε διάλυση και κοινωνία κάπως στα κάγκελα, πάντα Αυριανή, Κοσκωτάς, ακόμη πιο φτηνές βιντεοταινίες, φτηνή λαϊκοπόπ για τις κλαδικές, glossy και ΚΛΙΚ με το κιλό, κεκαρμένος Σαββόπουλος κι ένα νέο οικογενειακό και κοινωνικό μοντέλο, που αρχίζει να παρουσιάζει σημάδια φθοράς από τη γέννησή του κιόλας.
Κι έρχεται ένα τραγουδάκι λοιπόν (μουσική Παναγιώτης Ρουμελιώτης, στίχοι Παύλος Μπέλλος) να πει μιαν ιστορία από τη μεριά ενός παιδιού, μιας έφηβης, που ζει μέσα σε μια διαλυμένη οικογένεια και που την κάνει (την έφηβη) να τρελαίνεται και να φοβάται.

Η συνέχεια εδώ…

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΓΙΑ ΤΟ 2nd HAND BOOKS

Το ν’ ανοίγουν δισκάδικα και βιβλιοπωλεία, μέσα στην κρίση, είναι παρήγορο. Για όλους. Και για εμάς –που συχνάζουμε παλαιόθεν σε τέτοια μαγαζιά, τα οποία αποτελούν κι έναν τόπο συνεύρεσης και ανταλλαγής απόψεων επί παντός επιστητού– ακόμη περισσότερο. 
Ένα ωραίο βιβλιοπωλείο, second hand εννοείται (γιατί αυτά μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο), άνοιξε εσχάτως, με αυτόν ακριβώς τον τίτλο, ως 2nd Hand Books, στην Ιπποκράτους στον αριθμό 84.
Πρόκειται για έναν ισόγειο καλαίσθητο χώρο στον οποίον είναι στοιβαγμένα βιβλία και περιοδικά πάσης φύσεως, ελληνικά και ξενόγλωσσα. 
Δεν ξέρω αν το βιβλιοπωλείο ειδικεύεται κάπου, αλλά εγώ είδα πολύ καλές σειρές (εντύπων) σε επιστημονική φαντασία (sci-fi όπως λέμε) και occult, που προτιμώ να το αφήσω αμετάφραστο σαν λέξη – εννοώ, βεβαίως, βιβλία που αφορούν λατρείες (μυστήριες ή λιγότερο), παλαιά… αποκρυφιστικά ήθη κι έθιμα να το πούμε έτσι, εκδόσεις του «παρα-» και της φυσικής… μετά τη φυσική.
Βεβαίως από το 2nd Hand Books δεν απουσιάζουν και άλλα «είδη». Πολιτικά βιβλία, λογοτεχνικά, ποιητικά, βιβλία για τις Τέχνες (μουσική και κινηματογράφος βασικά), κόμικς εννοείται και διάφορα άλλα ποικίλης ύλης. 
Και από περιοδικά πάει πάρα πολύ καλά το 2nd Hand Books, τα οποία και τίμησα δεόντως στην πρώτη επίσκεψή μου! Πήρα έξι κομμάτια, και ανάμεσα μια ΓΥΝΑΙΚΑ (τεύχος 453, Μάιος-Ιούνιος 1967) με πολυσέλιδο αφιέρωμα στο Swinging London (με Twiggy μέσα, Mary Quant, Rolling Stones και άλλα πολλά!).
Να μην ξεχάσω να πω το κυριότερο όλων. Γιατί, χωρίς αυτό, τέτοιες εποχές, δεν έχει νόημα να συζητάμε. Τις πολύ καλές τιμές! 
Το 2nd Hand Books έχει εγκαίνια σήμερα Πέμπτη, από 7-10 (απόγευμα-βράδυ). Μπορεί να περάσω και πάλι για μια βόλτα…

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΑΠΑΛΕΞΗΣ & ΟΙ ΧΤΙΣΜΕΝΕΣ… ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΝ τώρα και σε βινύλιο

Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, σε βινύλιο, από την Ikaros Records ένα μέρος από το άλμπουμ του Λάμπρου Παπαλέξη και του συγκροτήματός του Οι Χτισμένες… των Θεμελίων «Δηλητήριο Ποτισμένο από Αγάπη», που είχε κυκλοφορήσει αρχικά (σε CD) από την G.O.D Records το φθινόπωρο του 2015. Η Ikaros έχει τυπώσει και το CD του ίδιου άλμπουμ (Φλεβάρης 2017), ενώ το ξανατυπώνει τώρα σε βινύλιο… πρώτου και δευτέρου μέρους, με το κάθε βινύλιο να περιέχει κι ένα ανέκδοτο track. Εδώ, στο πρώτο μέρος (το δεύτερο θα τυπωθεί αργότερα), το ανέκδοτο είναι το πολύ ωραίο ορχηστρικό «Αρχιπέλαγος», που διαρκεί εξίμισι λεπτά και κολλάει, ως κλίμα, με όλα τα υπόλοιπα – δηλαδή τα γνωστά μας, από τα δύο CD, «Εκεί που κακοφόρμισε η θλίψη (Σαν παλιό πενηνταράκι)», «Κι όμως κανείς δεν ξέρει», «Μες στη μέση του πουθενά», «Άγονα νερά – Κύθηρα» και «Με τσακισμένα όνειρα πετάς».
Για το άλμπουμ του Παπαλέξη είχα γράψει πολύ καλά λόγια στο LiFO.gr (10 Σεπτεμβρίου του 2015), λόγια τα οποία ισχύουν και τώρα μέχρι κεραίας. Το λέω επειδή άκουσα τρεις φορές «καπάκι» και το βινύλιο (έστω και με τα μισά κομμάτια). Να μερικά από ’κείνα (τα λόγια)…
Τον Λάμπρο Παπαλέξη τον θυμάμαι από την παρουσία του στους Φάντης Μπαστούνι και οι Άσσοι και το άλμπουμ τους “Rock n’ Roll”, που είχε κυκλοφορήσει από την Enigma το 1985. Τους είχα δει και live τους «Φάντηδες» τουλάχιστον δύο φορές (η μία πρέπει να ήταν σε Φεστιβάλ του Ρήγα, της νεολαίας του τότε ΚΚΕ εσωτερικού) και γούσταρα πολύ ένα τραγούδι τους (ένα τραγούδι του Παπαλέξη για την ακρίβεια), το «Πες μου μια ευχή» (εξαιρετικό), ενώ και το «Πόρτο Ράφτη»… δεν ξέρω… αλλά μου δημιουργούσε μια περίεργη αίσθηση, κάπως σαν ένα εκστατικό σιγοντάρισμα της “Christine” (του Carpenter) ή έστω των «Κουρελιών…» (του Νικολαΐδη). Το ότι ο Νίκος Νικολαΐδης, το rock n’ roll και η μυθολογία των fifties είχαν επηρεάσει τον Παπαλέξη ήταν ηλίου φαεινότερον, εκείνο, ίσως, που δεν ήταν εξ αρχής φανερό ήταν ο ιδιαίτερος τρόπος μέσω του οποίου οι Φάντηδες είχαν προσαρμόσει τον fifties μύθο στην Αθήνα του ’80. Θέλω να πω πως υπήρχε ταλέντο από κάτω, κάτι που φαινόταν σε δυο, τρία, τέσσερα τραγούδια, γραμμένα, πάντα, στη γλώσσα μας. Γιατί είχε κι αυτό τη σημασία του…
Δεν γνωρίζω τον Παπαλέξη της Σαύρας των Βασιλικών Δρόμων (των δύο άλμπουμ του από το ’95 και το ’99), γιατί, για κάποιον περίεργο όσο και αδιευκρίνιστο λόγο μού την έσπαγε το όνομα τού τότε συγκροτήματός του. Να ήταν αυτό μόνο; Δεν είμαι σίγουρος. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς. Μπορεί και τα εξώφυλλα να με σύγχυζαν, μπορεί ακόμη και κάτι που πιθανώς να είχα ακούσει στο ραδιόφωνο και δεν με είχε τραβήξει. Συμβαίνουν αυτά... Πάντα μπορεί, ως ακροατής, να αδικήσεις ένα συγκρότημα για τέτοιους (πείτε-τους-και-χαζούς) λόγους. Ή να το πάρεις στραβά, για κάποιους άλλους. Ας είναι… Αν, λοιπόν, κάτι με απωθούσε στην ονομασία «Σαύρα των Βασιλικών Δρόμων», είναι πολλά εκείνα που με ελκύουν στις Χτισμένες… των Θεμελίων. Δεν ξέρω, αλλά έχω τη γνώμη πως έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πολύ μπάνικο τίτλο για γκρουπ, που, από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα μού κάθισε αμέσως στο μυαλό – και τούτο, δίχως να έχω κάποιαν ιδέα για τα τραγούδια, πέραν των θετικών εντυπώσεων από ένα-δυο φίλους, που είχαν ήδη πάρει μυρωδιά από τα live ή το δίκτυο.
Ο Λάμπρος Παπαλέξης & Οι Χτισμένες… των Θεμελίων παρουσιάζονται στο «Δηλητήριο Ποτισμένο από Αγάπη» σε μια σειρά τραγουδιών, στα οποία πρωταγωνιστεί ο ελληνικός στίχος. Θα πούμε και για τις μουσικές, αλλά ο στίχος, εδώ, είναι εκείνος που φωτίζει το σκηνικό, αφού ήδη από τον καιρό των Φάντηδων ο Παπαλέξης έχει δώσει στίγμα. Πάσχιζε, εννοώ, από τότε και με κάθε τρόπο να ταιριάξει (ενίοτε και να στριμώξει) την ελληνική γλώσσα στις κλασικές αμερικανικές ροκεντρολίστικες φόρμες, δημιουργώντας ανάλογες ελληνικές-ελληνικότατες εκδοχές. Θέλω να πω πως εκτός ενός κάποιου… στρατηγικού στόχου (να τραγουδηθεί το ροκ στη γλώσσα μας), καταβαλλόταν ιδιαίτερη προσπάθεια και εν σχέσει με το «τι». Τι θα πούμε, που ναι μεν να ροκεντρολίζει – να περιγράφει αμερικανικούς μύθους και αξίες από τη μια μεριά, αλλά από την άλλη και να μας αφορά; Αυτό ήταν και είναι το ζητούμενο. Ο Παπαλέξης χειρίζεται τη στιχουργική γλώσσα μ’ έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Και θα έλεγα όχι συνηθισμένο. Γράφει «πολλούς» στίχους, που μοιάζουν, λες, σαν μεταφράσεις από… beat poetry (ή έστω από E.E. Cummings). Θέλω να πω πως η στιχουργία του είναι πολύ πλούσια –κατεβατά ολόκληρα!–, συγκροτημένη από λέξεις και προτάσεις τις οποίες, έτσι όπως τις διαβάζεις λες πως… δύσκολα μελοποιούνται.
Και αυτή είναι η μαγκιά στο «Δηλητήριο Ποτισμένο από Αγάπη». Ο τρόπος δηλαδή να υποστηρίζονται roots αμερικανικές μελωδίες, από ένα στίχο που ενώ έχει έναν κάποιο υπερατλαντικό σκελετό, είναι ελληνικός πέρα για πέρα. Το λέω και το εννοώ. Αυτό που κάνει ο Παπαλέξης (και με τα ποιοτικά στάνταρντ που το κάνει) δεν το έχω δει από κανέναν άλλο έλληνα τραγουδοποιό. «Όλοι» προσπαθούν να κοντύνουν (ελληνικές) λέξεις και προτάσεις, ώστε να μπορούν τούτες να καλουπωθούν στη ροκ ρυθμολογία. Ο Παπαλέξης πράττει το αντίθετο. Επιχειρεί με συνεχείς μεταθέσεις λέξεων και άλλες συντακτικές αναπροσαρμογές να μεταβάλλει τη ροή του λόγου, επιζητώντας «εσωτερικούς» ρυθμούς, που θα του λύσουν τα ζορίσματα της μελοποιίας. Δεν είναι εύκολο. Το ότι εν τέλει έχει κατορθώσει να χώσει τραγούδια του μόλις σε τέσσερις δίσκους μέσα σε 30+ χρόνια δεν είναι άμοιρο, νομίζω, και αυτού του γεγονότος.
Με τι καταπιάνονται τα λόγια; Ούτε αυτό είναι εύκολο να το πεις σε δυο γραμμές. Ας το επιχειρήσω όμως… Είναι οι σχέσεις, οι έρωτες, οι αγάπες και βασικά ο τρόπος που πορεύονται μέσα σ’ ένα παρακμιακό περιβάλλον, αλλά ακόμη και η απόγνωση, η μοναξιά ή και η ελπίδα που κρύβεται πίσω από τα ξεχασμένα αρχέτυπα της ζωής. Τι ακούει ο Παπαλέξης; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι πως ο ήχος των Χτισμένων… των Θεμελίων έχει να κάνει με τον ηλεκτρικό Dylan και τους Band, μα ακόμη με τους Poco, τους ύστερους Byrds, τους Flying Burrito Brothers και τους Hot Tuna… Τα γνωρίζετε όλα αυτά τα ιστορικά ονόματα. Είναι οι προπάτορες εκείνου που έφθασε στα χρόνια μας ως… americana. Και ποτέ αυτό το φοβερό genre δεν έχει αποτυπωθεί στη γλώσσα μας με την πληρότητα που πράττεται στο «Δηλητήριο Ποτισμένο από Αγάπη».
Η μπάντα (Δημήτρης Γρηγοριάδης ντραμς, Γιώργος Κονής πιάνο, Νίκος Μενουδάκης hammond, Λάμπρος Παπαλέξης φωνή, κιθάρες, φυσαρμόνικα, Διονύσης Τελιόπουλος κιθάρες, πιάνο, kazoo, Πάνος Τομαράς μπάσο…) παίζει «παπάδες», ενώ και οι guests (κι άλλο πιάνο, κι άλλο hammond, κι άλλη φυσαρμόνικα, μα και τσέλο, βιολί, τρομπόνι κ.λπ.) βοηθούν τα μάλα στην κατεύθυνση προς το οριστικό και πλήρες αποτέλεσμα. Τέτοια παιξίματα, φερ’ ειπείν, στις κιθάρες δεν τ’ ακούς κάθε μέρα από ελληνικό σχήμα – ούτε καν από ευρωπαϊκό. Συντείνουν βεβαίως και τα υπόλοιπα, η ηχοληψία, η μίξη, το mastering, η παραγωγή, ώστε τα τραγούδια των Χτισμένων… των Θεμελίων ν’ ακούγονται και να ξανακούγονται ως εντελώς μοναδικά.

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ένα εγκώμιο για την Ομόνοια του ’80

Ήταν Οκτώβριος του 1980 όταν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985) «Ομόνοια 1980», με τις ωραίες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Ανδρέα Μπέλια.
Ήταν κάπως της μόδας εκείνη την εποχή τα βιβλία με φωτογραφίες, που δεν λειτουργούσαν, όμως, ούτε ως φωτογραφικά λευκώματα, αλλά ούτε και ως «σκέτη» λογοτεχνία. Θυμάμαι π.χ. τις «Τελετές Μοτοσυκλέτας» (1981) του Γιώργου Χρονά, με τις έξοχες φωτογραφίες του Γιώργου Τουρκοβασίλη ξανά από τον Οδυσσέα, το «Εμπρός στον Έτσι που Χάραξε ο Τέτοιος» (1981) του Γιάννη Δημαρά, με φωτογραφίες του ίδιου, στον Κάκτο και άλλα διάφορα.
Κείμενο και φωτογραφία σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πήγαιναν μαζί, δρώντας συμπληρωματικά ως προς τον αναγνώστη – κάπως σαν ένα είδος κοινωνικού ρεπορτάζ που απαιτούσε και την εικόνα, ώστε να μην μοιάζει απλώς μα και να είναι ολοκληρωμένο. Φυσικά, όταν από την μια μεριά υπήρχε η πένα ενός Γιώργου Ιωάννου το πράγμα ξέφευγε από μια τυπική «συνομιλία» γραπτού λόγου και εικόνας και μετατρεπόταν σε συναρπαστική λογοτεχνία (έστω και εικονογραφημένη).
Εδώ, θα μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα των κειμένων τού Ιωάννου για την Ομόνοια και τους ανθρώπους της (από το 1980), μαζί βεβαίως με κάποιες φωτογραφίες του Μπέλια.
«Κουβεντιάζοντας για την Ομόνοια τίθεται συνήθως το θέμα των ορίων της, μια και το όνομά της δεν σημαίνει μόνο την πλατεία αλλά όλη την εφαπτόμενη γύρω της περιοχή, που ζώνει με δυο και τρία ζωνάρια τον περιώνυμο χώρο.(…) Τι τα θέλεις όμως; Ομόνοια είναι κυρίως η πλατεία, όλα τα άλλα υπάρχουν μονάχα χάρη σ’ αυτήν, όχι μονάχα στ’ όνομά της αλλά και στην έλξη της».
«Ο θάνατος της Ομόνοιας θα σημάνει από τη στιγμή που θα κλείσουν και τα υπόλοιπα καφενεία, ιδίως τα ισόγεια. Γιατί αυτό, το ισόγειο, είναι το καλό καφενείο, που επιτελεί τη λειτουργία του ως στέκι. Κιόλας τα μαγαζιά αυτά έχουν υποστεί στις μέρες μας ένα πλήγμα – δεν διανυκτερεύει κανένα τους. Η διοίκηση, που για ιδανικό της πάντοτε, κάτω από όλα τα καθεστώτα, έχει το “ησυχία, τάξις και ασφάλεια”, ενώ στην πραγματικότητα μόνο για τη δική της ησυχία τη νοιάζει, έκλεισε τα καφενεία τα διανυκτερεύοντα και τώρα για ένα τρίωρο περίπου, από τις 2 τη νύχτα ως τις 5 τα ξημερώματα, επικρατεί στα πεζοδρόμιά της, ανάμεσα στις τάξεις των αστέγων της, θλίψις και κατήφεια και έλεγχοι και εξακριβώσεις και κυνηγητό μερικές φορές».

Η συνέχεια εδώ…

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 22

23/5/2017
Το μαζικό εγκληματικό γεγονός στο Μάντσεστερ δηλώνει, για ακόμη μια φορά, πως ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά (προς το χειρότερο) μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και πως στις πράξεις των τρομοκρατών δεν κρύβεται, εδώ και χρόνια, κανένα ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο (έστω και σαθρό, έστω και διαβλητό) τού τύπου Μαύρος Σεπτέμβρης στο Μόναχο, Κόκκινος Στρατός στο αεροδρόμιο Λοντ και τα λοιπά.
Δεν πρόκειται δηλαδή για «σκέτες» πράξεις στοχευμένης εκδίκησης, ντυμένες με κάποια επιχρίσματα ιδεολογίας, τις οποίες θα μπορούσες να αναιρέσεις μέσω μιας «άλλης» εφαρμοζόμενης πολιτικής κ.λπ., αλλά για μιαν αέναη και αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία σφαγής από την οποία πολύ δύσκολα θα γλιτώσουν οι κοινωνίες είτε στη Δύση, είτε στην Ανατολή. 

23/5/2017
Αγάπη στην Ομόνοια. Καλατζής 1970...
 

22/5/2017
Όποια μαλακία κατεβεί στου καθενός το κεφάλι τη γράφει…
Η «ψυχεδελική τζαζ» –ανάθεμα κι αν καταλαβαίνουν τι νόημα έχει, αν έχει (κάτι έχει), αυτή η φράση– συναντά, λέει, την «ελληνική παραδοσιακή μουσική» μέσω ενός Άγγλου, που ΔΕΝ έχει ακούσει ΠΟΤΕ του «Ελληνική παραδοσιακή μουσική».
Αυτό το τελευταίο φαίνεται πως το παρουσιάζουν κιόλας κάπως σαν… εξωτικό προσόν. Στο στυλ ότι όσο πιο άσχετος είσαι τόσο το καλύτερο, γιατί έτσι προκρίνεις την έμπνευση και τον αυθορμητισμό!!

22/5/2017
Η κυβέρνηση δεν έπρεπε να νομοθετήσει μέτρα πριν τη θετική κατάληξη της συζήτησης για το χρέος, επειδή η «τελική συμφωνία» δεν πρόκειται να επιτευχθεί σήμερα. Φυσικά, δεν θα έπρεπε να νομοθετήσει ούτε ταυτόχρονα ή μετά τη «συμφωνία».
Τα ίσα-ίσα λεφτά που θα πέσουν τον Ιούλιο, για να βγουν από τη μια τσέπη των δανειστών και να μπουν στην άλλη, είναι η τρομακτική συνέχεια μιας κοροϊδίας, που την ανεχόμαστε 7 χρόνια τώρα.
Και είναι εν τέλει δυστυχία (για το πολιτικό σύστημα, για την κοινωνία, για όλους), σ’ αυτή την τραγική στιγμή, οι εκλογές να μην αποτελούν λύση – να μην εμπεριέχουν τη λύση.
Χαμένοι από παντού.

22/5/2017
Καταπληκτική εγγλέζικη γελοιογραφία από τα μέσα του ’50. Είναι η εποχή του skiffle. Οι νέοι έχουν απαξιώσει τα μουσικά όργανα και μπαίνουν στις αποθήκες για να πάρουν ό,τι αυτοσχέδιο βρουν (βαρέλια, μπουγαδόξυλα, σκουπόξυλα…), προκειμένου να παίξουν μουσική. Ο κύριος, που πουλάει κανονικά μουσικά όργανα τους κοιτάζει, από δίπλα, συνοφρυωμένος.
Χωρίς το skiffle κανείς δεν γνωρίζει ποια θα ήταν η πορεία του βρετανικού και άρα του παγκόσμιου ροκ.

21/5/2017
Χεστήκαμε και για τον Ολυμπιακό, και για τη Βασιλεύουσα, και για τα μούτρα του...

21/5/2017
ΛΕΝΑ
Αυτός ο δίσκος, η «Λένα» του Γιώργου Σωτηρόπουλου, είναι ένας από τους πρώτους που απέκτησα, το 1980. Δεν θυμάμαι καθόλου πώς έφτασε στα χέρια μου, και κάτω από τι συνθήκες τον αγόρασα – αν τον αγόρασα και δεν μου τον έδωσαν/χάρισαν. Τον έχω, δε, κάπου καταχωνιασμένον στο πατρικό μου. Θυμάμαι πως, τότε, 2-3 τραγούδια του μου άρεσαν και τα έβαζα συνεχώς, παρότι ο δίσκος γενικά δεν έλεγε. Δυνατό το εξώφυλλο με τον τύπο, μπροστά, να ξαπλάρει, ντυμένος, αλλά ξυπόλητος, πάνω σε μια σαμπρέλα που έπλεε (ανεμελιά και καλά) και πίσω σε σπορ/καμάκι ντύσιμο με την κιθάρα στον ώμο.

21/5/2017
ΤΟΥΡΛΟΥΜΠΟΥΚΙ
Ρε άιντε πηγαίνετε να λύσετε κανα τριώνυμο, που θέλετε να πάτε και… κόντρα σ’ όλους τους ανέμους.

20/5/2017
Η Diamanda Galás στην Athens Voice.
Μία μεγάλη μαλακία:
>>Η τζαζ έχει τις ρίζες της σε μεγάλο βαθμό στη βυζαντινή μουσική, παρά τις κουταμάρες που γράφονται για αυτήν<<
Κι ένα σωστό:
>>Αυτό όμως που είναι υπερβολικό είναι η συσχέτιση των μπλουζ με τα ρεμπέτικα. Για όνομα του θεού. Οι κλίμακες είναι εντελώς διαφορετικές.(…) Είναι τα μπλουζ τα αμερικάνικα ρεμπέτικα; Δεν το νομίζω.<<

19/5/2017
Έτσι ξεκίνησε ο ΠΗΓΑΣΟΣ (η διαφήμιση είναι από τον Σεπτέμβριο του '83), πριν μετατραπεί σε κέντρο των διαφόρων γκρουπ της εποχής (Anti Troppau Council, Cpt Neφos, Moist Device, Migraine, Femmes Fatales, Last Drive, Not 2 Without 3, ΑΝΤΙ, X Mandarina Duck, Alive She Died, Hands of Cain, Χωρίς Περιδέραιο, Αρνάκια, Ασημένια Τραίνα κ.λπ.) ένα χρόνο αργότερα...

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

ILLEGAL OPERATION για το “Down”, το τρίτο άλμπουμ τους μέσα σε 16 χρόνια

Τρία άλμπουμ μέσα σε 16 χρόνια. Σύνηθες; Όχι. Αλλά δεν είναι αυτό το κυριότερο. Το κυριότερο είναι πως οι Illegal Operation (Μανώλης Αγγελάκης και σία) ξέρουν να κάνουν δίσκους που να μένουν. Που να μένουν στη μνήμη σου εννοώ. Βεβαίως δεν ζούμε στα eighties (και πιο πίσω), όταν οι δίσκοι βιώνονταν απλωμένοι μέσα στο δικό μας «είναι» αποκτώντας κάτι από την τότε… αθανασία μας, όμως και σε κάθε περίπτωση, ακόμη και τώρα εννοείται, το γερό άλμπουμ κάνει μπαμ από μακριά. Κι εδώ το «μακριά» δεν είναι μόνο το παρελθόν του γκρουπ, αλλά και το έσχατο σκοτεινό εξώφυλλό του, όπως και ο τίτλος του (“Down”), που δεν κρύβει τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν στο μέσα μέρος.
Το Down [Inner Ear, 2017] είναι βυθισμένο στην αμερικανική «ροκ μυθολογία» – να το πούμε αυτό από την αρχή. Και εννοώ εκείνο που αποκαλούμε εμείς, εδώ στην Ελλάδα, «ροκ μυθολογία». Μετά ωραία του και τ’ άσχημά του… Βγαίνει τούτο, θέλω να πω, από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Ας πούμε λοιπόν, για να διευκολυνθούμε στην πορεία, δυο-τρία κλασικά ονόματα από το απώτερο χθες (γιατί μπορούμε να πούμε και πιο καινούρια) που να έχουν νόημα. Neil Young, Tony Joe White, Tom Waits. Μην περιμένετε, όμως, ν’ ακούσετε εδώ έναν ήχο, που να παραπέμπει ευθέως σε κάποιον απ’ τους τρεις. Οι Illegal Operation είναι ένα συγκρότημα με τη δική του προσωπικότητα, έχοντας έναν δικό του τρόπο να αντιμετωπίζει τον ήχο κατ’ αρχάς και μετέπειτα τον στίχο.
Η βάση λοιπόν στο “Down” είναι το blues. Όχι με την πιο κλασική μορφή του, αλλά με μιαν άλλη το ίδιο αφηγηματική, αλλά με περισσότερα σκοτεινά ροκ στοιχεία πλαισιωμένη. Μονότονες κιθάρες, με αργές αλλαγές, βαριά rhythm-section, πνιχτός λόγος, που να πηγαίνει παράλληλα με το κλίμα… του βάλτου (είπαμε Tony Joe) και τις ανάλογες ιστορίες. Φοβερά, σ’ αυτό το μοτίβο, τα “A whisper” και “Getting there” από την πρώτη πλευρά, με την δεύτερη να μην υπολείπεται στα σχετικά αποπνιχτικά vibes.
Έτσι κι εδώ έχουμε μιαν εισαγωγή, χωρίς τραγούδι, αλλά στο μιλητό – με τη φωνή να αφήνεται πάνω σ’ ένα αργό τέμπο (λέω για το “By a pale light”), σμπαραλιασμένο από την bluesy κιθάρα, για ν’ ακολουθήσει το “Barstool blues”, που, και σ’ αυτή την περίπτωση, η παραφθαρμένη φωνή βγαίνει, λες, από κάποιο υπόγειο, με τις κιθάρες ν’ ανεβαίνουν λίγο (καθώς ανεβαίνει και το τέμπο) και με τα πεντάλια να κάνουν την πιο σωστή δουλειά.
Το “Down” θα κλείσει με το “Ill change your mind”, ίσως το πιο έντονο και τοποθετημένο «μπροστά» κομμάτι του δίσκου – ένα ωραίο τραγούδι, σε όλα τα επίπεδα, που έχει το ρόλο που πρέπει να έχει εκεί στο τέλος.
Περιττό να πω πως όλα τα επιμέρους ζητήματα, από τα εξωτερικά (εξώφυλλο, ένθετο), μέχρι τα εσωτερικά (ηχογράφηση, παραγωγή) συντελούν, και αυτά, προς τη γενικότερη άριστη εντύπωση.
Επαφή: www.inner-ear.gr