Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 126

31/10/2018
Παρτιτούρα του (και) συνθέτη Ναπολέοντος Λαπαθιώτη (31 Οκτωβρίου 1888 – 8 Ιανουαρίου 1944).
[Φωτογραφία μέσω του ακαταπόνητου ερευνητή της λόγιας μουσικής των Ελλήνων και των ελληνικής καταγωγής συνθετών φίλτατου Θωμά Ταμβάκου, από τον οποίον μαθαίνουμε πως στον Λαπαθιώτη ανήκουν 154 συνθέσεις και πως «η μουσική εργογραφία του αποτελείται κυρίως από ελεγείες (30), εμβατήρια, μικρές συμφωνικές σουίτες (3), βαρκαρόλλες, ταγκό, βαλς, και τραγούδια για φωνή και πιάνο».

31/10/2018
Από εγγλέζικη LP-συλλογή το ακούω και όχι από 45άρι, αφού κάτι τέτοια δισκάκια κοστίζουν συνήθως περιουσίες και τα έχουν ελάχιστοι.
Τέλη ’50, αρχές ’60 και ό,τι πιο κοντά στο πνεύμα του ροκ, που θα ξεσήκωνε τους πάντες μετά από λίγα χρόνια, είναι αυτά τα φοβερά r&b, που γράφονταν από αγνώστους μουσικούς σε μικρές ή… ανύπαρκτες εταιρείες.
Μετά ήρθαν το freakbeat στο Νησί και το garage-punk στην Αμερική…  

30/10/2018
Στο αφιέρωμα στο ελληνικό queer cinema, που είναι ενταγμένο στο φετινό 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που ξεκινά μεθαύριο, θα προβληθούν 38 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Από πολύ γνωστές (το Vortex του Νίκου Κούνδουρου, το Μετέωρο και Σκιά του Τάκη Σπετσιώτη, η Στρέλλα του Πάνου Χ. Κούτρα), μέχρι σχετικώς άγνωστες ή και εντελώς άγνωστες (στο ευρύτερο κοινό), όπως ο Λίβυος του Γιώργου Καλογιάννη. Δεν θα προβληθεί όμως η Όπερα του Ανδρέα Βελισσαρόπουλου, μια βραβευμένη και πλέον θρυλική ταινία 39 λεπτών από το Φεστιβάλ του 1976, η οποία δεν υπάρχει πουθενά.
Όχι… δεν την έχω… ούτε την έχω δει. Έχω όμως δημοσιεύσεις γι’ αυτή από περιοδικά της εποχής, όπως κι αυτή τη σπάνια φωτογραφία που δεν θα την βρείτε εύκολα αλλού… 

29/10/2018
Έφυγε από τη ζωή ο Δήμος Θέος, στα 83 του. Απώλεια για το σινεμά, το βιβλίο και τη σκέψη...
Πιο κάτω βλέπετε μια σπάνια φωτογραφία από τη δεύτερη αυστηρά προσωπική ταινία του, τη Διαδικασία από το 1976.
Βασικά εδώ ο Θέος αναπλάθει το μύθο της Αντιγόνης, διατηρώντας το μυθολογικό / ιστορικό background, αλλά βάζοντας τους ήρωες να συμπεριφέρονται εντελώς διαφορετικά (και) με όρους, θα έλεγα, της εποχής μας. Οι εξουσιαστικές δομές αλλάζουν χέρια (μητριαρχία-πατριαρχία, η συγγενική οργάνωση της κοινωνίας παραχωρεί τη θέση της στην οργάνωση με βάση τις παραγωγικές σχέσεις, ο στρατός αποκτά νέο ρόλο μέσα από μια ιμπεριαλιστική οπτική και πρακτική κ.λπ.).
Είναι δύσκολο να υπάρξει «περίληψη» της Διαδικασίας, που μάλλον αποτελεί την πιο «ερμητικά κλειστή» ταινία του ελληνικού κινηματογράφου… εντελώς αδύνατον να αποκρυπτογραφηθεί στην ολότητά της.
Αξίζει μια προβολή της, το προσεχές διάστημα, και μια συζήτηση επ’ αυτής, με αφορμή την απώλεια του δημιουργού της… 

29/10/2018
Η ομήγυρη του «έντεχνου» συνθλίβεται συναισθηματικά μέσα από τα δημόσια (αλλά μαγνητοσκοπημένα) δάκρυα του Νταλάρα για το Μάνο Ελευθερίου (που δεν κόπηκαν στο μοντάζ, στην εκπομπή του Παπαδόπουλου στον ΣΚΑΪ… δάκρυα είναι άσε τα να υπάρχουν), ενώ… αναπτερώνει το ηθικό της μέσα από τη συνεργασία Αρβανιτάκη-Κότσιρα (κι ένα πλαδαρό τραγουδάκι, που, παλιά, δε θα εύρισκε θέση ούτε μεταξύ των εικοσιτεσσάρων ενός διπλού LP).
Κουφάρι που επιπλέει είναι το «έντεχνο» της πίστας. Ιδίως αυτό το «μετά το ’90», που επιχειρούν κάποιοι να το αναζωπυρώσουν και που συνειρμικά θα το συνδέω, πάντα, με τις… βούτες του «εκσυγχρονισμού». 

27/10/2018
Ο αληθινά μεγάλος καλλιτέχνης δεν βγάζει ένα-δυο καλά άλμπουμ στην αρχή της καριέρας του και μετά σαβούρα. Βγάζει πάντα μεγάλους δίσκους.
Μόνο θλίψη για το χαμό τού ασύγκριτου Tony Joe White… κι ένα τραγούδι του από το 1998.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ – ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ – ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ «ΕΦΥΓΕ ΕΦΥΓΕ» η ιστορία ενός ελληνικού τραγουδιού, που δονεί Δύση και Ανατολή τα τελευταία 50+ χρόνια

Είναι γνωστό πως υπάρχουν πολλά και διάφορα ελληνικά τραγούδια που έχουν κατά καιρούς ακουστεί στο εξωτερικό – είτε έγιναν, είτε δεν έγιναν παγκόσμια hits. Κάποια μπορεί να τραγουδήθηκαν πριν πολλά-πολλά χρόνια, αλλά σήμερα να είναι σε δεύτερη μοίρα («Ντιρλαντά»), ενώ κάποια άλλα μπορεί να τραγουδήθηκαν και πιο πρόσφατα, δίχως να απασχόλησαν το πλατύ κοινό, αφορώντας περισσότερο στους «μυημένους» (η διασκευή των ιταλών «μεταλλάδων» Holy Martyr στα «Δειλινά» του Ζαμπέτα π.χ.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν είναι πολλά εκείνα τα ελληνικά τραγούδια που εξακολουθούν να μεταδίδονται σε κάθε μήκος και πλάτος τα τελευταία 50 χρόνια. Να ακούγονται και σήμερα σε Ανατολή και Δύση εννοώ, και να γίνονται συνεχώς «επιτυχίες». Ένα απ’ αυτά τα τραγούδια, που… δεν το πιάνει αναγκαστικά το μάτι και το αυτί πολλών, είναι το «Έφυγε έφυγε», που έγραψε ο Βασίλης Βασιλειάδης σε στίχους Πυθαγόρα και τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης (με την Λίτσα Διαμάντη στη δεύτερη φωνή). Το τραγούδι αυτό, μισόν αιώνα μετά, εξακολουθεί να ακούγεται όχι μόνο στην Ελλάδα (βασική… συρτή απόλαυση σε κάθε λαϊκό γλέντι) αλλά και πέραν αυτής, να «χώνεται» πάντα μέσα στα οριενταλικά DJ sets, να μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες και να αποτελεί ένα εκτός λογικής hit σε ποικίλα και αντιδιαμετρικά κυκλώματα.
Το «Έφυγε έφυγε» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα περί τα μέσα του 1966 σ’ ένα 45άρι του Στέλιου Καζαντζίδη στην Odeon ως πρώτη πλευρά (στη δεύτερη ήταν το «Δεν σε πιστεύω»). Και τα δύο κομμάτια εκείνου του μικρού δίσκου, περιττό να το πω, έκαναν πάταγο και ακούστηκαν αμέσως σε όλη τη χώρα. Σε μεγάλη φόρμα οι δύο συντελεστές (Βασιλειάδης, Πυθαγόρας) έγραψαν δύο λαϊκά «διαμάντια», στηριγμένα στην ασυναγώνιστη φωνή του Στέλιου, στις μοντέρνες λαϊκές απόψεις στην ενορχήστρωση που κόμιζε η farfisa (έπαιζε ο ίδιος ο Βασιλειάδης) και φυσικά στους πολύ μελετημένους στίχους ενός τεχνίτη του λόγου (όπως ήταν ο Πυθαγόρας Παπασταματίου), που είχαν, ως είθισται, το χάρισμα της άμεσης απομνημόνευσης. Κατά το τυπικό της εποχής ο κινηματογράφος θα αναλάμβανε αμέσως τα ηνία, με το «Έφυγε έφυγε» να ακούγεται στην ταινία του Κώστα Καραγιάννη Σαπίλα και Αριστοκρατία –όπου η Δέσποινα Στυλιανοπούλου έκανε σεγόντο, υποτίθεται, στον Στέλιο–, ενώ το «Δεν σε πιστεύω» στον Γεροντοκόρο του Ορέστη Λάσκου. Έτσι, ο δίσκος 45 στροφών από τη μια μεριά και ο κινηματογράφος από την άλλη έφεραν τα δύο αυτά τραγούδια στο στόμα όλου του κόσμου, με την πρώτη πλευρά να κάνει σύντομα το πιο μεγάλο άλμα…
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60 το «Έφυγε έφυγε» περνάει τα ελληνικά σύνορα και γίνεται επιτυχία τόσο στην τότε Γιουγκοσλαβία, όσο και στην Τουρκία.
Πρώτη που φαίνεται να το ανακαλύπτει ήταν η… γειτόνισσα Esma Redžepova, η «βασίλισσα των Τσιγγάνων» από τα Σκόπια –ο κόσμος την έμαθε στην Ελλάδα στα nineties, την εποχή του ethnic πανικού, παρότι τραγούδια της κυκλοφορούσαν στη χώρα μας από τα χρόνια του ’60–, η οποία προς τα τέλη του 1969 δισκογραφεί το τραγούδι στη γλώσσα της, ως “Cigančica mala” (Γυφτοπούλα) σ’ ένα EP της RTB (πάντα με την αρωγή του συγκροτήματος του άντρα της, του Stevo Teodosievski). Φυσικά, το τραγούδι έγινε αμέσως επιτυχία (εξάλλου ό,τι τραγουδούσε η Esma γινόταν πάντα επιτυχία στη νότια Γιουγκοσλαβία), με την εκτέλεση να είναι χάρμα ώτων. Η Esma έχει τη φωνή τού… Διονύσου, ενώ τα ακορντεόν της ορχήστρας τού Teodosievski σβήνουν κάπως από τη μνήμη μας την farfisa του Βασιλειάδη. 
Έτσι, δεν είναι παράξενο το γεγονός πως ακόμη ένα «όνομα» της περιοχής, ο Pepi Baftirovski τραγουδά την επόμενη χρονιά (1970) το «Έφυγε έφυγε», στα ελληνικά(!) αυτή τη φορά, σ’ ένα επίσης 7ιντσο EP της Beograd Disk. Το πόσο ακούστηκαν αυτά τα κομμάτια στα Σκόπια αποδεικνύεται από το γεγονός πως στη συγκεκριμένη εγγραφή συνοδεύει τον Baftirovski η ορχήστρα του Tale Ognenovski, του μεγαλύτερου σλαβομακεδόνα μουσικού του 20ου αιώνα (διαβάζεις το άρθρο τής Wikipedia και αντιλαμβάνεσαι «τι παίζει»). Η διασκευή έχει ενδιαφέρον οπωσδήποτε (και όχι μόνο λόγω γλώσσας), δίχως να φθάνει πάντως την «τρέλα» της Esma…
Η πορεία του τραγουδιού στην Τουρκία υπήρξε ακόμη πιο εντυπωσιακή. Ανυπολόγιστα εντυπωσιακή θα έλεγα, αφού το «Έφυγε έφυγε» διασκευάζεται και «πειράζεται» συνεχώς στη γείτονα τον τελευταίο μισόν αιώνα! Είναι γνωστό, εξάλλου, πως οι Τούρκοι νοιώθουν πολύ κοντά τους την ελληνική λαϊκή μουσική, αφού ήδη από τα χρόνια του ’60 τραγούδια των Καζαντζίδη, Μενιδιάτη, Αγγελόπουλου, Γαβαλά κ.ά. μεταφράζονταν στην τουρκική και ερμηνεύονταν από τα δικά τους ανάλογα «αστέρια». (Θέλω να πω πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη εσχάτως με το λεγόμενο «άνοιγμα» των αγορών. Και όταν ήταν… κλειστές οι αγορές τα ελληνικά τραγούδια εύρισκαν τρόπο να ταξιδέψουν προς Τουρκία). Όλοι, επίσης, γνωρίζουν τα τούρκικα τραγούδια που είχε πει ο Στέλιος στις αρχές του ’60, όπως επίσης και τον αλληλοσεβασμό που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σ’ εκείνον, τον Μανώλη Αγγελόπουλο και τον Zeki Müren. Και είναι κι άλλα… πολλά… αλλά θα ξεφύγουμε από το θέμα μας.
Ο πρώτος, λοιπόν, που τραγούδησε το «Έφυγε έφυγε» στην τουρκική ως “Duyduk duymadιk demeyin” [EMI/ Sahibinin Sesi] ήταν ο Özdemir Erdoğan, το 1969. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1940, ο Erdoğan γνώρισε μεγάλη φήμη στα τέλη του ’60 και κυρίως στη δεκαετία του ’70, ηχογραφώντας πολυάριθμα singles και LP, ανακατεύοντας δυτικά (jazz, rock, soul, funk) και τοπικά στοιχεία, προτείνοντας και αυτός (ιδίως με το παίξιμό του στην κιθάρα) το γνωστό anadolu pop ιδίωμα. Το “Duyduk duymadιk demeyin” (Μην πεις ότι τ’ ακούσαμε, δεν έχουμε ακούσει τίποτα – η μετάφραση με την αρωγή του… αυτόματου) είναι εξαιρετικό, κάτι που οφείλεται στην ενορχήστρωση του μπασίστα τής Özdemir Erdogan Orkestrasi, του Günnur Perin και κυρίως στη χρήση του σάζι και του πνευστού (που μοιράζονται τη μελωδία). Επίσης και το hammond τού Ugur Dikmen ανεβάζει το κομμάτι, παρότι χρειάζεται να στήσεις αυτί για να τ’ ακούσεις. Από την άλλη ο Erdoğan μπορεί να μην είναι Καζαντζίδης, αλλά το τραγούδι το υποστηρίζει με μεγάλη άνεση, έχοντας δίπλα του μια σπουδαία ορχήστρα (με το σάζι να τα ρίχνει, ως ήχος όχι ως σόλο, στο… φτωχομπούζουκο).
Η επιτυχία του “Duyduk duymadιk demeyin” υπήρξε άμεση. Το 1970 το τραγουδούσε όλη η Τουρκία, αφού σ’ ένα top της εποχής είναι δεύτερο, πίσω μόνον από το “Venus” των Shocking Blue. Βοήθησε, βεβαίως, όπως και στην Ελλάδα στις ανάλογες περιπτώσεις, ο κινηματογράφος, μιας και την ίδια χρονιά προβάλλεται στις αίθουσες το δράμα του Aram Gülyüz με τον ίδιο τίτλο, και με το “Duyduk duymadιk demeyin” ν’ ακούγεται καθώς πέφτουν τα «γράμματα» της αρχής. Σχετικό άσχετο. Ο Özdemir Erdoğan είχε στείλει τη σύνθεσή του “Gurbet” (Ξενιτιά) να διαγωνιστεί στην 5η Ολυμπιάδα Τραγουδιού στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Ιούλιος 1972) με ερμηνεύτρια τη σύζυγό του Ayşen Erdoğan. Το τραγούδι, παρότι ήταν «μια χαρά», δεν διακρίθηκε (επειδή δεν ήταν δυτικότροπο θα πω), αλλά πέρασε στη δισκογραφία ερμηνευμένο από τον ίδιο. Φυσικά, και με την ευκαιρία, το ζεύγος Erdoğan δεν παρέλειψε να φωτογραφηθεί στο Σύνταγμα, μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη…
Το  “Duyduk duymadιk demeyin” γίνεται φυσικά «χρυσός δίσκος», γνωρίζοντας στα πρώτα χρόνια του ’70 απανωτές διασκευές και μάλιστα με τρεις τουλάχιστον διαφορετικούς τίτλους/στίχους!! Ως “O gitti” («Πήγε») το είχε πει η Nermin Candan (είναι η… ψυχεδελική version) και ως “Nereye?” («Πού;») η Ayla Dikmen σε ενορχήστρωση του Emin Fındıkoğlu (άξιος μαέστρος – ακούστε οπωσδήποτε την “Çeçen Kızı” του). Ακόμη, με τους πρώτους στίχους του κορυφαίου τούρκου στιχουργού Sezen Cumhur Önal το τραγούδησαν μέσα στα χρόνια η Türkan Şoray, η Nesrin Sipahi, οι Önder Bali ve Dörtlüsü, ο Hurşid Yenigün και το 2002 η Hande Yener (κορυφαία pop icon της γείτονος). Αναφερόμαστε δηλαδή σ’ ένα ελληνικό τραγούδι με απίστευτη όσο και διαχρονική εμπορική πορεία στην Τουρκία. Εννοείται πως τα ακόμη πιο πρόσφατα χρόνια το έχουν περιλάβει και οι DJs (DJ Senol)…
Να προσθέσουμε ακόμη πως ως “Duyduk duymadιk demeyin” το είπε και ο Nino Nikolaidis στο Ισραήλ (στο δίσκο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως “turkish folk song”!).
Κι αν όλα τα προηγούμενα μπορεί να φαίνονται κάπως… άγνωστα, το επόμενο δεν είναι καθόλου μα καθόλου άγνωστο. Την περίοδο 2002-2008 προβαλλόταν στο καλωδιακό αμερικανικό κανάλι HBO η σειρά The Wire, ένα… δραματικό κοινωνικό και αστυνομικό θρίλερ σχετικό με την «άλλη» ζωή στην Βαλτιμόρη, που είχε και… ελληνικό ενδιαφέρον, αφού εμφανιζόταν σε κάποια επεισόδια μια εγκληματική συμμορία, οι… Greeks, αρχηγός της οποίας ήταν ο Έλληνας (αγνώστων λοιπών στοιχείων) και υπαρχηγός της κάποιος… Σπύρος Βονδόπουλος. Οι Greeks ήταν «λουλούδια». Ανακατεύονταν με όλες τις βρωμιές (λαθρεμπόριο όπλων, trafficking, ναρκωτικά κ.λπ.) και κάποια στιγμή, σ’ ένα δείπνο, ακούγεται, στην καλύτερη ηχογραφική απόδοση που θα μπορούσε να αναμένει ο καθείς, το «Έφυγε έφυγε» με τη φωνή του Στελάρα (είχε, δε, προηγηθεί ως background το «Ψωμί της ξενιτιάς»). Τα τραγούδια είχε χώσει ανάμεσα ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος George Pelekanos (από τους βασικούς συντελεστές της σειράς), με το… “Efuge-efuge” να περιλαμβάνεται και στο soundtrack, που είχε κυκλοφορήσει από την Nonesuch το 2008. Έτσι, θα μπορούσε κάποιος ν’ απολαύσει τον Στέλιο Καζαντζίδη δίπλα στους Blind Boys of Alabama, στον Solomon Burke ή τον Tom Waits... Ε ρε χαρές και πανηγύρια! Το «Έφυγε, έφυγε» γινόταν δηλαδή ένα «παγκόσμιο» τραγούδι, αφού τόσο η σειρά, όσο και το soundtrack αγαπήθηκαν από εκατομμύρια θεατές / ακροατές σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Όμως, σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί κάτι…
Ο άνθρωπος εκείνος που τοποθέτησε το «Έφυγε έφυγε» στον αμερικανικό χάρτη, προτείνοντάς το σ’ ένα «άλλο» κοινό, φαίνεται πως ήταν ο πρόωρα χαμένος rapper και παραγωγός J Dilla, ο οποίος είχε σαμπλάρει το κομμάτι ήδη από το 2002! Φυσικά, μετά την προβολή τού The Wire το σάμπλαραν κι άλλοι, όπως ο Action Bronson στο “Eastern Promises” το 2010…
Όπως γίνεται αντιληπτό μια τέτοια (αμερικάνικη) διαφήμιση του τραγουδιού των Βασιλειάδη & Πυθαγόρα δεν θα μπορούσε παρά να το φέρει και πάλι στην επικαιρότητα. Το αποτέλεσμα είναι οι νεότερες εκτελέσεις (και δεν εννοώ τις ελληνικές) να διαδέχονται η μία την άλλη τα τελευταία χρόνια, αφού ο οριενταλισμός πήρε κάποια στιγμή τα σκήπτρα στις πίστες από το afrobeat, όπως τα είχε πάρει κι εκείνο (τα σκήπτρα) από το lounge και την bossa nova στα μισά των 00s… Αν και τελικώς όλα «μέσα» είναι. Από τη στιγμή που δεν παράγεται τίποτα καινούριο, το οποίο να παρουσιάζει αληθινό ενδιαφέρον (για την πλατιά, ή την κάπως πιο πλατιά κατανάλωση – δεν αναφέρομαι στα ειδικά γούστα), ας ακούμε το «Έφυγε έφυγε»… απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Σημειώστε μερικές από τις εκτελέσεις που αναδείχθηκαν τον τελευταίο καιρό.  
Το τραγουδάει κατ’ αρχάς η… underground bellydancer Cherry Bandora (“Duyduk…” και τα λοιπά) στο σχετικώς πρόσφατο άλμπουμ της “The Golden Years” (2014). Το hammond είναι τονισμένο, το μπουζούκι παίζει σωστά, αλλά η κάπως… spooky version δεν μπορεί να συγκριθεί με τις παλαιότερες. Μία άλλη μπάντα από το ανύπαρκτο… Kikiristan, οι Impérial Kikiristan τραγουδούν το “Efige efige” στη γλώσσα μας (2010) και το λένε ωραία – αν και ακόμη ωραιότερα λένε το «Τεφαρίκι» των Μιχάλη Μενιδιάτη / Μίμη Θειόπουλου, που εκτόξευσε, στα seventies, ο Aris San. Υπάρχει επίσης κάποιος Σκανδιναυός, φρονώ, ονόματι Jonas Eriksson που τραγουδά κι αυτός “Efige efige”, όπως κι ένα ακόμη καινούριο γκρουπ οι Mike Malak & The Fakers από τη Γερμανία. Το δικό τους “Efige, efige” το λένε στη γλώσσα μας κάπως σαν… μεθυσμένοι, και γι’ αυτό, ίσως, ακούγονται στ’ αυτιά μου συμπαθείς. Στο βίντεο, όμως, που έχουν ανεβάσει στο YouTube μιλάνε για… “greek pop music after a serbian gypsy song”. Αφήνω εκείνο το “pop” που δεν σηματοδοτεί σωστά (“popular” θα ήταν το σωστότερο), αλλά να εμφανίζεται το τραγούδι των Bασιλειάδη & Πυθαγόρα κάπως σαν επηρεασμένο από σέρβικο… ρομοτράγουδο είναι ενοχλητικό. Εδώ, η Ρομά Esma Redžepova στο δισκάκι της το 1969 το παρουσιάζει ως “Efige, efige” με τα στοιχεία (Vasiliadi/ Pitagora – S. Teodosievski) και θα ’ρθει μετά από 45 χρόνια ο Γερμανός για να μας τα πει αλλιώς; 
Πάντως εγώ, όταν δεν ακούω Στέλιο, Esma ή Erdoğan, προτιμώ τον Ανδρέα Ζακυνθινάκη του ’78, που διαθέτει φωνάρα έχοντας και βαρβάτη γκρούβα, ή ακόμη και τον Χρύσανθο βρε αδερφέ που λέει το άσμα χύμα και στα ποντιακά! Για να μη γράψω για τους «δημοτικούς» μας, μιας και το τραγούδι έχει περάσει προ πολλού και στα κλαρίνα...
Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια μάς πήρε η κάτω βόλτα –με τη διάλυση των γραπτών και άγραφων κοινωνικών συμβολαίων βασικά, όπως και με όλα τα υπόλοιπα σιχάματα που ήρθαν για να κοντύνουν τις ζωές μας– και λησμονούμε ώρες-ώρες τα αυτονόητα. Τη δύναμη της μουσικής που μπορεί να φέρει αντάμα τους ανθρώπους (τους κανονικούς ανθρώπους) και εννοώ εμάς, τους Τούρκους, τους Σκοπιανούς, τους Αμερικάνους ή τους Γερμανούς, κάτι που δεν μπορεί να το πράξει, όπως το πράττει η μουσική, ούτε ο κινηματογράφος, ούτε το θέατρο, ούτε η γλυπτική, ούτε η ζωγραφική.
Γι’ αυτό σας λέω… Ένα σίδερο αναμμένο…

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

FEF (ΦΕΥ) μουσική και εικαστικά

FEF, δηλαδή ΦΕΥ, είναι το παρωνύμιο του μουσικού, εικαστικού και ό,τι άλλο Αριστομένη Θεοδωρόπουλου και “Here”, δηλαδή «Εδώ», ο τίτλος ενός ηχητικού και οπτικού project του, που κυκλοφορεί τώρα σε περιποιημένο βινύλιο από τις εταιρείες Β-Other Side Records και Mr Vinylios. Ο φάκελος, πέραν του βινυλίου, περιλαμβάνει και ένα 16σέλιδο έγχρωμο LP-sized booklet, στο οποίο καταγράφονται στίχοι (σε ελληνικά και αγγλικά), εικονίζονται επτά ζωγραφιές (που αντιστοιχούν στα επτά tracks του LP), ενώ αποτυπώνεται κι ένα επεξηγηματικό κείμενο του Νίκου Ι. Μπασκόζου σε σχέση με το project. Επίσης το “Here / Εδώ” κυκλοφορεί και σε 50 αριθμημένα κουτιά, στα οποία εσωκλείονται, εκτός του βινυλίου και του booklet, έξτρα ζωγραφιά, κασέτα με επιπλέον ηχογραφήσεις, CD με τα tracks του βινυλίου και κονκάρδα.
Σε συνέντευξη του Θεοδωρόπουλου στον M. Hulot, στο lifo.gr (16/10/2018) διαβάζουμε:
«Το ΦΕΥ είναι η δουλειά την οποία ετοίμαζα τα τελευταία τρία χρόνια και ίσως όλη μου τη ζωή, εφτά πίνακες ζωγραφικής και εφτά μουσικά κομμάτια τα οποία είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Δεν είναι ούτε σάουντρακ στα έργα κι ούτε τα κομμάτια εικονογράφηση της μουσικής. Έχω δουλέψει τα κομμάτια όπως θα δούλευα με μπογιές και τους πίνακες τους έχω δουλέψει όπως θα έφτιαχνα μουσική, αντίστοιχα. Είναι φτιαγμένοι από λάδι με ακρυλικά και διάφορες δικές μου αλχημείες υλικών. Από βιομηχανικά και φυσικά υλικά, δημιουργώντας έτσι ένα αντιθετικό, αλλά οργανικό αποτέλεσμα».
Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει αυτά που λέει πιο πάνω ο συνθέτης-εικαστικός Θεοδωρόπουλος, αλλά ένα ζήτημα παραμένει… Το γεγονός, δηλαδή, πως είναι δύσκολο να συνδυάσεις, εσύ ως ακροατής, μουσικές και ζωγραφιές, βγάζοντας ένα κοινό συμπέρασμα – κάτι δηλαδή, που να αφορά το όλον και όχι το ένα ή το άλλο. Ίσως σε μια ζωντανή παρουσίαση τού “Here / Εδώ”, με ταυτόχρονη προβολή τού οπτικού υλικού, να ήταν εφικτή αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ ήχου και εικόνας, αλλά στο σπίτι σου, στον καναπέ σου, δεν είναι εύκολο να συμβεί κάτι τέτοιο. Απαιτούνται πολύ ειδικές συνθήκες, που δεν είναι εύκολο να τις πραγματώσεις.
Γυρνώντας πίσω στο χρόνο θυμήθηκα κάτι βλέποντας, κατ’ αρχάς, το project τού ΦΕΥ. Το άλμπουμ των Γερμανών Faust So Far” [Polydor, 1972], που μαζί με το βινύλιο περιλάμβανε, σ’ εκείνη την πρώτη έκδοσή του, εννέα ζωγραφιές, που αντιστοιχούσαν στα εννέα τραγούδια τού long play. Φυσικά, στην ιστορία του δίσκου υπάρχουν κι άλλες-πολλές, πάμπολλες, εκδόσεις, που περιέχουν και εικαστικό υλικό – και αυτό, από τη μεριά του ΦΕΥ τώρα, να αναπαραχθεί δηλαδή μια παλαιά πρακτική (που μπορεί να του βγήκε αυθόρμητα του ανθρώπου – δεν λέω πως αντέγραψε τους Faust… αν είναι δυνατόν), μόνο στα θετικά μπορεί να καταχωριστεί, επειδή κάθε τι που το αγγίζουμε με τα χέρια μας –για εμάς, τέλος πάντων, που μεγαλώσαμε με το χειροπιαστό των βινυλιακών εκδόσεων– έχει μια ξεχωριστή σημασία. (Ελπίζω, δε, το ίδιο να συμβαίνει, σε όποιο βαθμό μπορεί να συμβαίνει, και με τους νεότερους ακροατές). Πέραν όμως αυτού, εγώ, εδώ, ΔΕΝ θα πω κάτι για το εικαστικό υλικό τού ΦΕΥ, ούτε για την όποια, ενδεχόμενη, σύνδεσή του με τη μουσική (αν αντιλαμβάνομαι κάποια σύνδεση κ.λπ.). Θα μιλήσω αυστηρώς και μόνο για ’κείνο που ακούω. 
Για αρχή να πούμε πως ο ΦΕΥ ενοργανώνει και παρουσιάζει όλο το ηχητικό υλικό τού άλμπουμ, δίχως να καταφεύγει σε έξτρα βοήθειες (παρ’ εκτός μιας γυναικείας φωνής στο φερώνυμο track). Έχει, με άλλα λόγια, τον πλήρη έλεγχο εκείνου που ακούμε, γράφοντας, μουσικές, στίχους, τραγουδώντας και παίζοντας όλα τα όργανα.
Το πρώτο κομμάτι είναι το «Ένα στόμα που καταβροχθίζει / Ένα στόμα που αποβάλλει». Κάπως σκοτεινό και τελετουργικό στη… μισή σύλληψή του, αλλάζει ως άκουσμα μετά τη μέση, αλλά όχι ως διάθεση, εμφανίζοντας κάποιες «έντεχνες» ή και folk (πες τες λαϊκές ή ρεμπέτικες) αποχρώσεις, πάντα εμποτισμένες με μιαν αίσθηση πένθους.
Το «Έξω» ξεκινά κι αυτό στο ίδιο αδιαπέραστο και πνιγηρό mood, πάντα κοντά σ’ ένα… επιτάφιο κλίμα εννοώ, με τις κιθάρες (α λα Sonic Youth) σε οξεία φάση (μελωδικές, αλλά ιεροτελεστικές) και με τη φωνή να επιβεβαιώνει το… κενό («Άδεια πόλη / Έξω σκόνη / Σιωπηλά και απρόσμενα φεύγουν όλοι / Εγώ – εδώ / Έξω / Εδώ – εγώ / Εδώ / Έξω»), πριν την κατάληξη μ’ ένα sample από τραγούδι της Βέμπο.
Στο «Τώρα» υπάρχει η εισαγωγή, που είναι κάπως υποτονική, αν και αρκούντως υπαινικτική, αλλά υπάρχει και η δυναμική… επιστροφή, μετά το 1:50, εκεί όπου κάποιες δέσμες ελληνικού post-rock σπέρνουν έναν ηλεκτρικό πανικό.
Η πλευρά θα κλείσει με το «12:17», που διαρκεί, όμως, λίγο πάνω από τέσσερα λεπτά. Το συγκεκριμένο track δεν έχει στίχους, αλλά παίζει ποικιλοτρόπως με τη μελωδία από το τραγούδι ο «Καϊξής» του Απόστολου Χατζηχρήστου (το οποίο ακούγεται και ως sample).
«Το τελευταίο σχολείο», που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά, μοιάζει με… νεο-ρεμπέτικο, που ενοργανώνεται με κυρίαρχες τις σφοδρές κιθάρες. Οι στίχοι, αν και σημερινοί, είναι γραμμένοι με τον τρόπο του Μάρκου (ας πούμε στο «Αντιλαλούν οι φυλακές»), με το όλον άκουσμα να παραπέμπει σε πιο… εκτροχιασμένους Εν Πλω. Ενδιαφέρον το θέμα, οπωσδήποτε, για το οποίον ο ΦΕΥ γράφει πως είναι εμπνευσμένο από τον ιρανό ταμπουρα-τζή Seyed Khalil Alinezhad (1958-2001).
Το «Εδώ» ανοίγει με samples από παιδικά τραγούδια και στίχους του πέρση ποιητή Τζελαλεντίν Ρουμί. Οι στίχοι τού ΦΕΥ μπορεί να απαγγέλλονται από την Ξανθή Γεωργακοπούλου Ντάβου (Blondie.G.D.), αλλά το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Υπάρχει πάντα η υποβολή και η ίδια η υπαρξιακή αγωνία, που ταλανίζει το λόγο και προετοιμάζει το μέλος.
Το “Here / Εδώ” θα ολοκληρωθεί με το «Ένας θεριστής / Ένας προδότης», που έχει μια Velvet-ική αύρα, οπωσδήποτε, και που ακούγεται κάπως σαν ρέκβιεμ. Όπως σαν ρέκβιεμ ακούγεται ολάκερο το άλμπουμ. Ένας θρήνος για την ουτοπία, που μπλέχτηκε στα δίχτυα του πάνω κόσμου και μετατράπηκε σε κόλαση…
Επαφή: www.b-otherside.gr

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

ΝΑΛΥΣΣΑ ΓΚΡΗΝ μπλουμ… το τρίτο της

Η Nalyssa Green, που γράφει τώρα το καλλιτεχνικό ονοματεπώνυμό της με ελληνικά στοιχεία (Ναλύσσα Γκρην και όχι… Ναλίσα Γκριν – μου αρέσουν και το ύψιλον και τα δύο σίγμα και το ήτα), για να δηλώσει τη μεταστροφή της από τον αγγλικό στον ελληνικό στίχο (εύχομαι η μεταστροφή αυτή να είναι μόνιμη), έχει τώρα έτοιμο προς ακρόαση το τρίτο άλμπουμ της, που το αποκαλεί «Μπλουμ» [Inner Ear, 2018] και που έρχεται έξι χρόνια μετά το “The Seed”. Είναι μεγάλο το διάστημα και αρκετό, νομίζω, για μια τέτοιου τύπου «αλλαγή», ασχέτως αν η τραγουδοποιός δεν ήταν παντελώς χαμένη / εξαφανισμένη όλο αυτά τα χρόνια. Για να μεγεθύνουμε, όμως, σε αυτή τη μεταστροφή της…
Κατ’ αρχάς είναι θετικό ένα τέτοιο γεγονός; Οπωσδήποτε, ναι. Φυσικά δεν είναι «έγκλημα» το να τραγουδά κάποιος Έλληνας / Ελληνίδα στην αγγλική, αλλά το να τραγουδά στην ελληνική είναι κάτι παραπάνω από ουσιαστικό – ενίοτε και πολύ παραπάνω. Είναι απλό. Τα αγγλικά, όσο και να τα κατέχεις, όσο άψογα και να εκφράζεσαι σ’ αυτά δεν παύει να κρύβουν, από το ακροατήριό σου, κάτι απ’ αυτά που νοιώθεις (πολλά ή λίγα) και που θέλεις να βγάλεις προς τα έξω (γεγονός, που μπορεί να συμβαίνει για πολλούς και διαφόρους λόγους). Πολύ πιθανόν, δε, να κρύβουν πολλά και από σένα τον ίδιο, γιατί, αν σκέφτεσαι ελληνικά (όπως κάθε έλληνας τραγουδοποιός), πάντα κάτι θα χάνεται κατά τη μεταφορά τής σκέψης σου στο… τετράδιο. Αν τα αγγλικά μοιάζουν με ένα επιπλέον όργανο στην αγγλόφωνη ελληνική τραγουδοποιία (κι έτσι είναι, και ανεξαρτήτως των νοημάτων που μπορεί να κουβαλούν), τα ελληνικά δεν είναι… όργανο, αλλά η σκέψη που υλοποιείται στον απόλυτο βαθμό. Και όπως έχουμε ξαναπεί… τον έχουν πει άλλοι πριν από εμένα… δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από τη σκέψη που γίνεται πράξη. Στο χαρτί σε πρώτη φάση – ή στην οθόνη του υπολογιστή σου. Προχωρώ…
Η Ναλύσσα Γκρην έχει μια φωνή λεπτή, όχι ιδιαίτερης γκάμας και έκτασης, που θέλει πολύ προσοχή για να αποδώσει στο ακέραιο. Σίγουρα δεν μπορεί να βγει πάνω από μια ροκ ορχήστρα, ενώ και με το «θόρυβο» που μπορεί να δημιουργεί μια electro ενοργάνωση, πάλι έχει ζόρι. Στη Ναλύσσα κολλάει, οπωσδήποτε, το να βγαίνει και να τραγουδάει με μια κιθάρα (το καλύτερο αυτό) ή μ’ ένα πιάνο – άιντε και μ’ ένα lo-fi «χαλί» πίσω από το ένα όργανο και τη φωνή της. Όχι τυχαίως το καλύτερο τραγούδι της στο «Μπλουμ» είναι  «Τα μαλλιά της», που ανακάλεσε στη μνήμη μου κάτι μπαλάντες του Βαγγέλη Γερμανού – ασχέτως αν το τραγούδι της Ναλύσσας (να το κλίνουμε κιόλας τ’ όνομά της) μπορεί να είναι πολύ καλύτερο από πολλά του Γερμανού. Επίσης εξαιρετικό, κι αυτό από την πρώτη πλευρά, είναι το «Κρεβάτι», που έχει εύστροφους στίχους (σίγουρα τους πιο εύστροφους του άλμπουμ) και που δεν ελαττούται, σαν ουσιαστικός «γυμνός» τραγουδιστικός όγκος, από τα κάπως… ξεκάρφωτα beats. Όχι πως τα υπόλοιπα τρία τής πλευράς άλφα είναι άσχημα, αλλά αυτά τα δύο στο τέλος της, είναι τα καλύτερα.
Η πλευρά βήτα ανοίγει με το «Καλοκαίρι». Η «κοριτσίστικη» (ας την πούμε έτσι) φωνή τής Ναλύσσας, που ακούγεται σαν ψίθυρος, είναι σε ισορροπία με την ήπια ενοργάνωση, ενώ και η μελωδία στέκεται καλά – παρά το κάπως αφελές (ή και επιτηδευμένα αφελές) ύφος. Τέτοια τραγούδια έγραφαν οι Poll και οι Blue Birds στις αρχές του ’70. Τα καλύτερά τους, φυσικά, είναι καλύτερα από τα καλύτερα της Ναλύσσας, αλλά τα καλύτερα της Ναλύσσας είναι καλύτερα από τα χειρότερα των Poll και των Blue Birds. (Ελπίζω να μην σας μπέρδεψα). Τέτοιο (ωραίο) τραγούδι π.χ. είναι και η «Παπαρούνα» (ακούστε τo παράλληλα με τον «Κήπο της Έλμας» των Blue Birds, για να δείτε τι εννοώ). Γενικώς, η δεύτερη πλευρά είναι πιο ανεβασμένη –και αυτό μ’ αρέσει στα άλμπουμ– καθώς και το «Πάλι καλά» έχει κάτι ξεχωριστό (το πιάνο και τη φωνή τής Ναλύσσας και κάτι ψιλά στο background), με το «Κοκτέιλ ΙΙ» εκεί στο τέλος να διαθέτει μπασογραμμή από Tangerine Dream στην αρχή (δεν θα σας πω από πού – να το βρείτε μόνοι σας) και που σαν τραγούδι, προσωπικώς, το έχω ανάμεσα στα δυο-τρία καλύτερα του δίσκου.
Φωνή, πιάνο, συνθ, θέρεμιν η Ναλύσσα Γκρην στο «Μπλουμ» και ακόμη Βασίλης Ντοκάκης μπάσο, συνθ, μπιτς, κιθάρα, τύμπανα, φωνή, Λευτέρης Βολάνης κιθάρες, μπάσο, συνθ και Ευάγγελος Ασλανίδης τύμπανα, μπητς, κρουστά (συν κάποιες βοήθειες εδώ κι εκεί) συμπληρώνουν το team.
Δεν ξέρω τι προσδοκίες είχα από τη συγκεκριμένη τραγουδοποιό, γιατί, το ομολογώ, ανά διαστήματα, και με κάποιες αφορμές, ερχόταν το όνομά της στη μνήμη μου και αναρωτιόμουν στο στυλ… πού να βρίσκεται άραγε η Ναλύσσα Γκρην. Με το «Μπλουμ» της πάντως, και λέω την αλήθεια αυτή τη στιγμή, οι όποιες προσδοκίες μου καλύπτονται σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό.
Επαφή: www.inner-ear.gr