PHRONESIS: We Are All [Edition / AN Music, 2018]
Οι Phronesis είναι ένα από τα καλύτερα σύγχρονα (ευρωπαϊκά) jazz trios – κάτι που το έχουμε
γράψει και ξαναγράψει στο δισκορυχείον
με αφορμή τις κριτικές μας για τα άλμπουμ τους “The Behemoth” [Edition, 2017] και “Life to Everything” [Edition, 2014], όπως και για
τις προσωπικές εκδόσεις των μελών τους (το “Moksha” του Ivo Neame
π.χ.). Τώρα, το πιο νέο άλμπουμ των Phronesis (Jasper Høiby κοντραμπάσο, Ivo Neame πιάνο, Anton Eger ντραμς), το “We Are All” έρχεται απλώς να
επαναβεβαιώσει το προφανές μέσω μιας σειράς συνθέσεων, για τις οποίες ο όρος contemporary
jazz συχνά
φαντάζει λίγος.
Και είναι αλήθεια –και δεν συμβαίνει μόνο με τους Phronesis, τα τελευταία 20-25
χρόνια– πως η jazz, με
όποιον προσδιορισμό και να τεθεί μπροστά της, αδυνατεί να περιγράψει επακριβώς εκείνο
που ακούμε. Συμβαίνει αυτό με τους Phronesis,
όπως συνέβαινε και με τους e.s.t., όπως συμβαίνει και με κάμποσα ακόμη
σύγχρονα (ευρωπαϊκά κυρίως) jazz-trios. Το να μιλήσουμε,
λοιπόν, για ένα νέο είδος μουσικής είναι κάτι σύμφυτο με αυτό που φθάνει στ’
αυτιά μας – ασχέτως αν η jazz
αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, μια σημαντική αναφορά. Αλλά το ίδιο σημαντικός δεν
είναι και ο κλασικός πιανιστικός ρομαντισμός – ιδίως στην περίπτωση των Phronesis; Σίγουρα. Όπως και
όλες οι άλλες καλά καλυμμένες αναφορές, που μπορεί να εκκινούν από το folk και το rock (άκου ας πούμε το τελευταίο κομμάτι
τους εδώ, το “The tree did not die”,
που είναι ένα… τυπικό, δηλαδή έξοχο, progressive), πηγαίνοντας οπουδήποτε. (Και στην jazz εννοείται, όταν δεν εκκινούν από εκεί).
Είναι ευφυείς, ως… contemporary jazz συνθέτες οι
Phronesis (και οι τρεις
τους δηλαδή, επειδή και οι τρεις τους συνθέτουν), αν και προσωπικώς έχω τη
γνώμη πως μπορεί πανεύκολα να ξεπεράσουν τα αισθητικά όρια ενός τυπικού jazz-trio και…
εξηλεκτρίζοντας σεμνά τον ήχο τους (όπως κάνουν στο έσχατο track) να μετατοπιστούν σε άλλες
γειτονιές. Πιο ευεπίφορες, γενικώς, σε αισθητικές «αυθαιρεσίες»…
ANT LAW: Life I Know [Edition / AN Music, 2018]
Κιθαρίστας είναι ο Ant Law και το “Life I Know” είναι η τρίτη δισκογραφική
απόπειρά του. Σ’ αυτό το CD,
που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, ο Law συνεργάζεται με μια ομάδα μουσικών (Ivo Neame πιάνο, από τους Phronesis, Mike Chillingworth άλτο, Tom Farmer κοντραμπάσο, James Maddren ντραμς)
προτείνοντας ένα σύγχρονο τζαζ άλμπουμ, συχνά με κάπως «στρογγυλά»
χαρακτηριστικά. Όχι, όμως, πάντα…
Και αναφέρομαι βασικά στο “Introduction to Laurvin Glaslowe”, στο οποίο ο Asaf Sirkis κάνει σκατ κατά τον
καρνατικό τρόπο. Δυνατή όμως είναι και η συνέχειά του, το “Laurvin Glaslowe”, που διαθέτει fusion χαρακτηριστικά,
με ροκ πενιές και σκληρό ρυθμικό τμήμα. Όμως η κορυφαία στιγμή του “Life I Know” είναι το 13λεπτο “The act itself”, στο οποίο ο Ant Law αποδεικνύει τη συνθετική
μαεστρία του, πέραν της οργανοπαικτικής και ενοργανικής (εδώ ακούγονται και
έξτρα σαξόφωνα από τον Tim Garland),
ορίζοντας ποικίλα περιβάλλοντα, που ενώ εκκινούν από την jazz φυσικά, γλιστρούν παροδικά προς την
«κλασική», για να τιμήσουν στην πορεία αρκούντως και το rock. Το fusion είναι εδώ ο όρος
TOM BARFORD: Bloomer [Edition / AN Music, 2018]
Βραβευμένος με Kenny Wheeler Jazz Prize και με καλά λόγια για
το παίξιμό του, ως σαξοφωνίστας (τενόρο, σοπράνο), ακόμη και από τον Evan Parker, o νεαρός Tom Barford πιθανώς να αποτελεί
το επόμενο μεγάλο σαξ «όνομα» για την βρετανική jazz. Προς τούτο έρχεται να συνδράμει
και το ντεμπούτο άλμπουμ του “Bloomer”,
που περιλαμβάνει μόνο δικές του συνθέσεις και που ολοκληρώνεται με τη συμβολή
των Billy Marrows
κιθάρα, Rupert Cox
πιάνο, Flo Moore
μπάσο και Dave Storey
ντραμς.
Ο Barford,
ως συνθέτης κατ’ αρχάς, εμφανίζεται θα έλεγα μ’ έναν αρκετά επαγγελματικό και
σίγουρα κυρίαρχο τρόπο. Όλα τα tracks
είναι έτσι αναπτυγμένα και τοποθετημένα, ώστε να αναδεικνύουν τα ποικίλα
προσόντα του – και βασικά τις συνθέσεις του, που κινούνται σε contemporary πλαίσια,
με αναφορές που δεν συνάδουν φυσικά με το free-improv
του Parker, έχοντας
περισσότερο σύγχρονους αμερικανικούς υπαινιγμούς.
Με tracks,
λοιπόν, αληθινά… περίπλοκα και με τις μελωδίες να διαδέχονται η μία την άλλη μ’
έναν τρόπο θα έλεγα εκρηκτικό, που φθάνει στα όριά του στο μεγαλύτερο σε
διάρκεια track του
άλμπουμ, το 10λεπτο “F step”
(που έχει και σφοδρή κιθάρα, και που κινείται σε fusion δρόμους,
χωρίς όμως εμφανείς εναγκαλισμούς με το χθες), ο Barford αποδεικνύει με το “Bloomer” πως είναι ένας ολοκληρωμένος
συνθέτης-μουσικός, που ξέρει να χαλιναγωγεί και τη (νεανική) ορμητικότητά του,
δίνοντας αληθινά… αισθησιακά κομμάτια. Σαν το “Music for an imagined film” π.χ., που του λείπουν
μόνο τα λόγια, ώστε να γίνει ένα καταπληκτικό τραγούδι.
JULIAN ARGÜELLES: Tonadas [Edition / AN Music,
2018]
Από τους πιο αξιοπρόσεκτους βρετανούς σαξοφωνίστες τα
τελευταία 30+ χρόνια, ο τενορίστας, σοπρανίστας, εδώ και percussion player, Julian Argüelles έχει
έτοιμο καινούριο CD, που
αποκαλείται “Tonadas”. Στο
άλμπουμ αυτό ο Argüelles συνεργάζεται με τους Ive Neamo (πανταχού
παρών ο πιανίστας των Phronesis),
Sam Lasserson κοντραμπάσο
και James Maddren
ντραμς, κρουστά, παρουσιάζοντας οκτώ δικές του συνθέσεις, που αναφέρονται στην…
spanish jazz.
Μπορεί ο Βρετανός να μην είναι ο πρώτος μη Ισπανός, που
προτείνει ένα τζαζ άλμπουμ απηχώντας μελωδίες και ρυθμούς τής ιβηρικής χώρας,
αλλά αυτό δεν μπορεί να μειώνει επ’ ουδενί την προσπάθειά του – την προσπάθεια
να μεταφέρει σ’ ένα αυθεντικό νέο-bop περιβάλλον μελωδίες, εμπνευσμένες από
παραδοσιακά υποθέτω μοτίβα, τις οποίες και εντάσσει στη σημερινή τζαζ
πραγματικότητα. Η ικανότητά του, δε, σ’ αυτόν τον τομέα τής… ισπανικής προσαρμογής
είναι απολύτως εμφανής σε κομμάτια όπως το “Bulerías” και το “Alegrías”, όπως και
σχεδόν σε κάθε ένα απ’ όλα τα υπόλοιπα (με το “Sevilla”, για παράδειγμα, να σε κερδίζει
με την ορμή του, έτσι όπως αυτή προκύπτει από τους συνεχείς
αυτοσχεδιασμούς πάνω στη βασική μελωδική γραμμή).
Γενικώς, η jazz που ακούμε στο “Tonadas” μπορεί να διαθέτει πλείστα όσα ισπανικά ηχοχρώματα, αλλά το συνολικό concept δεν διολισθαίνει προς την jazz με παραδοσιακά στοιχεία, την ethnic-jazz κ.λπ. Είναι ένα καθαρό άκουσμα, με πολύ ισχυρή «τζαζική» βάση σμιλεμένη από δεκαετίες.
Γενικώς, η jazz που ακούμε στο “Tonadas” μπορεί να διαθέτει πλείστα όσα ισπανικά ηχοχρώματα, αλλά το συνολικό concept δεν διολισθαίνει προς την jazz με παραδοσιακά στοιχεία, την ethnic-jazz κ.λπ. Είναι ένα καθαρό άκουσμα, με πολύ ισχυρή «τζαζική» βάση σμιλεμένη από δεκαετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου