Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

ARMAROLI / SCHIAFFINI / SJÖSTRÖM duos & trios στην Leo Records

Όπως ο γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος, περί τα μουσικά, Ettore Garzia, στο μέσα μέρος του digipak:
«Τον Δεκέμβριο του 2019 ο βιμπραφωνίστας Sergio Armaroli προσκάλεσε τον (σοπράνο & σοπρανίνο) σαξοφωνίστα Harri Sjöström στην Ιταλία – γνωρίζοντας την επιτυχία των βερολινέζικων κονσέρτων τού Sjöström με τον Andrea Centazzo και τον Matthias Bauer. Οι Armaroli και Sjöström συμφώνησαν να κάνουν ένα τρίο στην Ιταλία, μαζί με τον τρομπονίστα Giancarlo Schiaffini, έναν σταθερό συνεργάτη του Armaroli τα πιο πρόσφατα χρόνια, αλλά η ανεπάρκεια του προγραμματισμού των ιταλικών φεστιβάλ δεν τους επέτρεψε να ορίσουν κάποια ημερομηνία, για live, και, ως εκ τούτου, αποφασίστηκε να ηχογραφήσουν στο στούντιο, καθώς οι μουσικοί είχαν συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες της διαισθητικής επικοινωνίας τους ούτως ή άλλως. Armaroli, Schiaffini και Sjöström συναντήθηκαν λοιπόν στην Biella (ΒΔ Ιταλία) σ’ ένα αυτοσχεδιαστικό σέσιον, το οποίον αποτελούσαν εννέα ντουέτα ανάμεσα στον Armaroli και τον Sjöström και τρία και με τους τρεις μαζί».
Αυτά τα tracks, δώδεκα στον αριθμό, συναποτέλεσαν το άλμπουμ “Duos & Trios” (2020), που θέτει τώρα σε κυκλοφορία η γνωστή μας, και ιστορική πια, εταιρεία Leo Records.
Για άλμπουμ-συμμετοχές των Armaroli και Schiaffini δεν πρέπει να έχουμε ξαναγράψει στο blog, αλλά ο Harri Sjöström μας έχει απασχολήσει διάφορες φορές, καθώς έχουμε αναφερθεί στα άλμπουμ (του) “The Balderin Sali / Variations” [Leο, 2019], “The Treasures Are” [Creative Sources Recordings, 2019] (με Guilherme Rodrigues), “Up and Out” [Αmirani Records, 2019] (με Philipp Wachsmann, Matthias Bauer, Dag Magnus Narvesen), Aural / Vertigo” [Amirani, 2017] (με Sestetto Internazionale) και “Live at Bauchhund, Berlin 2010” [Amirani, 2011] (με Gianni Mimmo). Φυσικά και οι Armaroli και Schiaffini δεν είναι τυχαίοι μουσικοί –το ακριβώς αντίθετο θα λέγαμε– καθώς ο πρώτος έχει ηχογραφήσει με διάφορα «προσωπικά» σχήματα (τρίο, κουαρτέτο, κουιντέτο), έχοντας συνεργαστεί με τους Riccardo Sinigaglia, Walter Prati, Andrea Centazzo κ.ά., ενώ ο δεύτερος διαπρέπει από τα sixties ήδη, έχοντας υπάρξει μέλος δεκάδων σχημάτων μέσα στα χρόνια (ναι, και των Gruppo di Improvvisazione Nuova Consonanza από το 1972 μέχρι το 1983).
Τρεις μουσικοί λοιπόν με μεγάλη ιστορία και «χιλιόμετρα» στα χέρια τους στο χώρο του free-improv δεν τους είναι δύσκολο να συνυπάρξουν σε ντούο ή τρίο (ένα τρίο στην αρχή, εννέα ντούο στη συνέχεια και δύο τρίο στο τέλος συμπληρώνουν την ηχογραφική δωδεκάδα) προσφέροντας αληθινά ξεχωριστές στιγμές δημιουργικού αυτοσχεδιασμού.
Όπως για παράδειγμα στο 11λεπτο κομμάτι “Duet six”, στο οποίο οι Sergio Armaroli βιμπράφωνο και Harri Sjöström σαξόφωνα προτείνουν μιαν εντυπωσιακή συνομιλία, που ακούγεται σαν... σαν λέμε... να συμμετέχουν κι άλλα όργανα στο setting και δη ηλεκτρονικά, με το 23λεπτο “Trio two” που ολοκληρώνει το άλμπουμ να φέρνει δίπλα-δίπλα και τους τρεις μουσικούς, οι οποίοι συνυπάρχουν δίχως συγκεκριμένο πρόγραμμα και με μοναδική πυξίδα το να παραχθεί μια μουσική με ξεκάθαρη συνάφεια, και όχι κάτι περιπτωσιολογικό και ανερμάτιστο. Το κατορθώνουν, βασικά επειδή και οι τρεις τους (Armaroli, Schiaffini, Sjöström) ξέρουν να διαχειρίζονται τον χρόνο. Ξέρουν δηλαδή πώς να τμήσουν αυτό το μεγάλο διάστημα των 23 λεπτών, ώστε και ισοδυνάμως να συμμετέχουν στο τελικό αποτέλεσμα (μέσα από τις συνοδοιπορίες, τις κόντρες, τα σόλι και τα «γεμίσματά» τους), και η μουσική που τελικώς παράγουν να ακούγεται δίχως την αίσθηση του κατακερματισμένου. 
Για τους ρέκτες του free-improv αυτό το άλμπουμ είναι ό,τι πρέπει.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

ο QUINSIN NACHOFF παρουσιάζει ένα σύνθετο τζαζ έργο

Όπως έχουμε γράψει και παλαιότερα, ο μεγαλωμένος στο Τορόντο, αλλά πλέον κάτοικος Νέας Υόρκης, τενόρο και σοπράνο σαξοφωνίστας Quinsin Nachoff δεν είναι καινούρια περίπτωση. Ηχογραφεί από το 2006 και στο δισκορυχείον έχουμε ήδη αναφερθεί σε τρία δικά του άλμπουμ – με τη σειρά στο “Flux” (25 Σεπ. 2016), στο CD του με τους Quinsin Nachoffs Ethereal Trio (18 Ιουν. 2017) και τέλος στο “Path of Totality” (14 Φεβ. 2019) με τους Quinsin Nachoffs Flux.
Η πιο νέα δουλειά τού Quinsin Nachoff έχει τίτλο Pivotal Arc [Whirlwind Recordings, 2020] και είναι αρκετά σύνθετη. Τουλάχιστον εκεί μας οδηγεί το γεγονός ότι ο Nachoff συνεργάζεται, στο παρόν CD, με την αμερικανίδα βιολίστρια (και συνθέτρια) Nathalie Bonin (Nachoff και Bonin έχουν βρεθεί μαζί σε άλλα δύο άλμπουμ, στα 00s), με το Molinari String Quartet (δύο βιολιά, βιόλα, τσέλο, κατά το τυπικόν), μα και μ’ ένα 11μελες σύγχρονο τζαζ γκρουπ (με πολλά πνευστά) υπό τον JC Sanford, μεταξύ των μελών του οποίου συναντάμε τον μπασίστα Mark Helias, τον ντράμερ Satoshi Takeishi και άλλους διαφόρους. Το “Pivotal Arc” αποτελείται βασικά από τρία tracks (ασχέτως αν αυτά είναι οκτώ), τα οποία είναι: α. το τριμερές 46λεπτο “Violin Concerto”, β. το 16λεπτο τετραμερές “String Quartet” και γ. το 15λεπτο φερώνυμο “Pivotal Arc”. Συζητάμε λοιπόν για ένα άλμπουμ που ξεπερνά τα 77 λεπτά σε διάρκεια... και πάμε να το ακούσουμε...
Κατ’ αρχάς να πούμε, ή μάλλον να ξαναπούμε, πως η σχέση τού Quinsin Nachoff με την «κλασική», όπως και με την «σύγχρονη κλασική», είναι ιδιαιτέρως σοβαρή – όσο σοβαρή, τέλος πάντων, είναι και η σχέση του με την jazz. Κατά βάση ο Nachoff επιχειρεί να συνθέσει πάνω σ’ αυτό το αισθητικό σκηνικό, κάτι που σε κάθε περίπτωση μπορεί να μην συνιστά πρωτοτυπία, αλλά δεν θα παύσει ποτέ να αποτελεί... ιδιοτυπία. Και τα έργα του Nachoffε είναι ιδιότυπα.
Το “Violin Concerto” αποτελείται όπως είπαμε από τρία μέρη. Εδώ οι αναφορές από Στραβίνσκι, Bartók και Προκόφιεφ είναι μάλλον προφανείς (χωρίς να είναι και οι μόνες). Πέραν, λοιπόν, των «σύγχρονων κλασικών» στο πρώτο μέρος ουσιαστικώς αποδομείται και επαναδομείται ένα tango. Υπάρχει μια αυτοσχεδιαστική προσέγγιση από το βιολί, αλλά υπάρχει και μια ταυτόχρονη συνομιλία με την ορχήστρα, η οποία μέσα από τα ποικίλα «γεμίσματά» της δημιουργεί ένα περιβάλλον με πολλά στοιχεία έντασης. Το αποτέλεσμα είναι μια παράξενη ισορροπία ανάμεσα σ’ ένα λυρικό και σ’ ένα περισσότερο δυναμικό πλαίσιο. Στο δεύτερο μέρος τα ηχοχρώματα είναι πιο «καθησυχαστικά», με την σύνθεση να εξελίσσεται περισσότερο σαν μια τζαζ μπαλάντα (με πολλά blues στοιχεία φυσικά). Τέλος, στο τρίτο μέρος εκείνες που φαίνεται να κυριαρχούν είναι οι ethnic αναφορές (πάντα με μελωδικό άξονα το βιολί), και μάλιστα από τις μουσικές της περιοχής μας (των Βαλκανίων εννοούμε). Η μπάντα επιχειρεί με μεγάλη δεξιοτεχνία είναι αλήθεια, να συνοδεύσει το «πρώτο όργανο», κρατώντας, βασικά, τη ρυθμική εξέλιξη της σύνθεσης. Εντάξει, η σύνθεση (το τρίτο μέρος της εννοούμε) περνάει από πολλά στάδια (διαρκεί εξάλλου 19 λεπτά), υπάρχουν ακόμη και σόλι από άλλα όργανα (κοντραμπάσο, βιμπράφωνο κ.λπ.), χωρίς, πάντως, να χάνεται το αρχικό πρόταγμα.
Το τετραμερές “String Quartet” αποδίδεται φυσικά από το Molinari String Quartet και είναι μια... σύγχρονη, κλασική σύνθεση, με πολλά στοιχεία οργανωμένου αυτοσχεδιασμού. Όπως λέει και ο ίδιος ο Quinsin Nachoff: «Μου αρέσει να συμβαδίζω με αυτό που συμβαίνει τώρα στο γράψιμο ενός κουαρτέτου και αυτό μου δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσω μερικές ιδέες – όπως ας πούμε το τονικό κέντρο, γύρω από το οποίο περιστρέφεται μια μελωδία, χρησιμοποιώντας τέταρτα τόνων κ.λπ.».
Η τελευταία σύνθεση του άλμπουμ αποκαλείται “Pivotal Arc”, όπως προείπαμε, και κινείται στο χώρο της σύγχρονης jazz, με πολύ ιδιαίτερη παρουσία από το μπάσο και τα κρουστά (και το βιμπράφωνο ανάμεσα), και με έντονο το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο. Εξαιρετική και ό,τι έπρεπε για κλείσιμο σ’ αυτό το κάπως βαρύ, αλλά οπωσδήποτε ενδιαφέρον άλμπουμ.
Επαφή: www.quinsin.com

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ «Κατάσταση Πολιορκίας»: το θρυλικό έργο από το 1968 – σήμερα ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης γίνεται 95 ετών

Θα υπάρχει πάντα το soundtrack του Μίκη Θεοδωράκη για την ταινία του Κώστα Γαβρά État de Siège (1972), για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ https://www.lifo.gr/articles/cinema_articles/253207/kostas-gavras-kai-mikis-theodorakis-se-katastasi-poliorkias-mia-tainia-ton-70s-poy-egrapse-istoria, αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική «κατάσταση πολιορκίας» του μεγάλου μας συνθέτη. Υπάρχει άλλη μία, ως γνωστόν, από το 1968 και γι’ αυτήν θα γράψουμε τώρα...
Να πούμε λοιπόν, για αρχή, πως αυτή η πρώτη «Κατάσταση Πολιορκίας» αποτελεί την μελοποίηση τού ποιήματος με τον ίδιο τίτλο της Ρένας Χατζηδάκη (Μαρίνα) (1943-2003), κόρης της Λιλής Ζωγράφου. Το ποίημα είχε μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, το 1968.
Όπως διαβάζουμε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο τού έλληνα συνθέτη Το Χρέος [Εκδόσεις Τετράδια της Δημοκρατίας, Ρώμη 1972] (τα κεφαλαία γράμματα είναι του πρωτότυπου):
«Ιανουάριος 1968. Η Μαρίνα έμεινε στο διάδρομο μπροστά στο κελλί αρ. 1. Μαζί με μιαν άλλη κοπέλα που φορούσε πανταλόνια. Όταν με ξαναπήγαν πλάι στο παλιό κελλί, η Μαρίνα είχε μεταφερθεί στο κελλί των γυναικών. Όταν έκανα τη μεγάλη απεργία πείνας άκουγα τη φωνή της Μαρίνας που φώναζε τον φρουρό.
Η Μαρίνα έγραψε ένα ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποίημα. Κάθε λέξη, εικόνα, νόημα, μπήγονταν στη σάρκα μου. Με πονούσαν. Με ανακούφιζαν. Με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας. Ήταν τα ίδια μου τα λόγια –οι ελπίδες– που έγιναν “σαπισμένα σταφύλια”. Ήταν η οργή. Η πίκρα. Κι’ όμως ήταν η δύναμή μας.
Έλαβα πρώτα, το πρώτο μέρος. Συνέθεσα δίχως ανάσα τη μουσική. Αργότερα στο Βραχάτι μου ’στειλαν το δεύτερο και το τρίτο μέρος. 
Σα μουσική φόρμα είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσω το δρόμο που άνοιξα με τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ-ΑΒΕΡΩΦ. Ήταν ένα καινούριο “τραγούδι-ποταμός” σε τρία μέρη.
Στην αρχή ο τίτλος ήταν “ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΒΕΡΩΦ”, γιατί εκεί γράφτηκε, μετά την καταδίκη της Μαρίνας από το στρατοδικείο. Η Μαρίνα έγραφε κι’ έσκιζε ευθύς τα ποιήματά της. Σώθηκαν τα δικά μας χάρη σε μια συγκρατούμενη φίλη της που φρόντισε  να τα αντιγράψει (σ.σ. Σύλβα Ακρίτα). Αργότερα μπήκε ο οριστικός τίτλος: ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ».

Η συνέχεια εδώ...

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

JACK ELLISTER cosmic-folk από έναν Πολωνογερμανό, που το ψάχνει

Για τον Πολωνό, μεγαλωμένο στην Γερμανία Jack Ellister (πραγματικό όνομα Jacek Janiszewski) είχα διαβάσει για πρώτη φορά στο ελληνικό fanzine TimeMazine (Vol.9, Autumn 2016). Εκεί υπήρχε και παρουσίαση τού τότε άλμπουμ του “Tune Up Your Ministers And Start Transmission From Pool Holes To Class O Hypergiants” [Fruits de Mer Records, 2016] και συνέντευξή του, μα και δικό του κομμάτι, από το συγκεκριμένο LP, στο σχετικό CD που συνόδευε την έκδοση. Υπήρχαν, δηλαδή, όλα τα εχέγγυα για μια καλή γνωριμία με τον συγκεκριμένο μουσικό, που τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, τον συναντάμε και πάλι στην πιο καινούρια δουλειά του, που τιτλοφορείται “Lichtpyramide” [Tonzonen Records, 2020] και που αποτελεί ένα cosmic-folk κατασκεύασμα. Και... κομψοτέχνημα μαζί; Πιθανώς, κάποιοι να το αποκαλέσουν κι έτσι...
Παρότι, λοιπόν, το νέο LP τού Ellister περιλαμβάνει δεκατέσσερα tracks μικρής και μέσης διάρκειας (από 1:49 έως 5:22), θεωρητικώς και μόνον τούτο ακούγεται «σαν ένα» – καθώς τα tracks δεν χωρίζονται με κενά, παρέχοντας την εντύπωση ενός ενιαίου και συμπαγούς έργου. Υπάρχει, λοιπόν, αυτό το χαρακτηριστικό, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν, στην περίπτωσή μας, λειτουργεί όπως πρέπει, και τούτο επειδή τα κομμάτια, παρ’ όλη την λείανσή τους, ώστε να προσαρμοστούν κάτω από ένα ενιαίο πλέγμα, διατηρούν την ειδική ιδιαιτερότητά τους. Έτσι, ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά αυτού τους είδους του rock ή του folk-rock, με την «κοσμική» εξέλιξη, που έχει να κάνει με το «τράβηγμα» των συνθέσεων, τους αυτοσχεδιασμούς, τους πειραματισμούς κ.λπ. –θυμηθείτε ας πούμε το “Crawling to Lhasa” των Kalacakra– εδώ δεν εφαρμόζεται στη βάση του, παρά μόνον σ’ έναν εξωτερικό τύπο του.
Ακούγοντας το “Lichtpyramide” τρεις φορές λέω πως το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον κατά τόπους, ιδίως στις πιο ακουστικές στιγμές του (“Stand auf”), βρήκα ενδιαφέρουσα τη χρήση των γερμανικών, όπου αυτά ακούγονται (οι περισσότεροι τίτλοι των tracks είναι στα γερμανικά, αλλά υπάρχουν τίτλοι και στα πολωνικά, όπως και στα αγγλικά), ενώ μου φάνηκε κάπως «τυπικό», για να μην πω «ανέμπνευστο» (επειδή αυτή είναι βαριά κουβέντα, και δεν είμαι 100% βέβαιος αν ισχύει στην περίπτωση τού Jack Ellister) στα σημεία όπου κυριαρχούν τα πλήκτρα, κάτι vintage πλήκτρα προφανώς, που προσθέτουν στο “Lichtpyramide” ακόμη περισσότερη «σεβεντίλα».
Οι fans της kosmische musik μάλλον θα γουστάρουν, αλλά μην περιμένουν εδώ ν’ ακούσουν Flute & Voice, Witthüser + Westrupp και τα συναφή.