Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ στα τέλη του ’60 στην Αμερική και η γνωριμία του με μεγάλα συγκροτήματα και τραγουδοποιούς της ψυχεδελικής εποχής – έργα που έγιναν δίσκοι και έργα που έμειναν στα χαρτιά, στερώντας από τους μουσικόφιλους τη χαρά ανέλπιστων συνεργασιών

Ο Μάνος Χατζιδάκις φεύγει για την Αμερική προς τα τέλη του 1966, βασικά λόγω του “Ilya Darling” – του μιούζικαλ του Jules Dassin, με την Μελίνα Μερκούρη, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Τίτο Βανδή, την Δέσπω Διαμαντίδου κ.ά., στο οποίο θα έγραφε την μουσική. Το θεατρικό, ως γνωστόν, στηριζόταν στην πολύ επιτυχημένη ταινία “Never on Sunday” (1960), ανεβαίνοντας σε θέατρα στην Αμερική ήδη από τον Ιανουάριο του 1967, πριν καταλήξει τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς στο Broadway.
Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα βρίσκει δηλαδή τους έλληνες ηθοποιούς, όπως και τον Μάνο Χατζιδάκι, στην Αμερική.
Η Μελίνα Μερκούρη εκδηλώνεται πολιτικά, με δηλώσεις της εναντίον της δικτατορίας, στα αμερικάνικα μίντια, με αποτέλεσμα η χούντα των Αθηνών, στις 12 Ιουλίου 1967, να της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια, επειδή δρούσε «αντεθνικώς εις το εξωτερικόν». Ο Μάνος Χατζιδάκις φαίνεται, όμως, πως είχε άλλη γνώμη για τα πράγματα.
Έτσι, όταν εκείνος θα επιστρέψει στην Ελλάδα, στις 2 Οκτωβρίου 1967, οι εφημερίδες θα γράψουν πως είχε διαφωνήσει από την αρχή με τον τρόπο που είχε ανεβεί το “Ilya Darling” στην Αμερική, από τους Μελίνα Μερκούρη και Jules Dassin, συμπληρώνοντας πως «η πλήρης διάστασίς μου επήλθε μετά τις ενέργειές τους εναντίον της χώρας μας» (εφημερίδα «Απογευματινή», 3 Οκτωβρίου 1967).
Στην Ελλάδα θα παραμείνει περί τον ένα μήνα ο Μάνος Χατζιδάκις και όταν θα επιστρέψει στην Αμερική, μέσω Παρισιού, θα επανέλθει στο θέμα, με νέες δηλώσεις του στην γαλλική εφημερίδα France-Soir. Σε άρθρο της εφημερίδας «Μακεδονία» με ημερομηνία 2 Νοεμβρίου 1967 διαβάζουμε:
«Παρισίοι, 1 (Αθην. Πρακτ.) Η Μερκούρη εξεμεταλλεύθη τον όρον “δημοκρατία” δια να ενισχύση την εμπορικήν επιτυχίαν του έργου “Ιλια Ντάρλινγκ”. Τούτο συνάγεται από δήλωσιν του Έλληνος συνθέτου Μάνου Χατζιδάκι(...). Ο Χατζιδάκις διευκρινίζων ότι δεν ασχολείται με την πολιτικήν, είπεν ότι το κινηματογραφικόν έργον “Ποτέ την Κυριακή”, το οποίον έγινε μουσική κωμωδία με τίτλο “Ίλια Ντάρλινγκ”, δεν θα είχε κρατήσει ούτε ένα μήνα εις το Μπροντγουαίη, χωρίς την εντυπωσιακήν εκμετάλλευσιν την οποίαν έκαμεν η Μερκούρη(...). Δημοκρατία, φασισμός, δικτατορία, είναι παχειά λόγια, που λέγονται πολύ εύκολα, παρετήρησεν ο εκλεκτός Έλληνας συνθέτης κ. Χατζιδάκις».
Οι τεταμένες σχέσεις –ουσιαστικά μη-σχέσεις– ανάμεσα στον Μάνο Χατζιδάκι και την Μελίνα Μερκούρη υφίστανται τουλάχιστον έως τον Σεπτέμβριο του 1971. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Κώστα Ταχτσή «Το Φοβερό Βήμα» [Εξάντας, 1989] σε κείμενό του με ημερομηνία 26.9.71:
«Μόνο ο Χατζιδάκις –που είναι κι αυτός εδώ (σ.σ. εννοεί στην Νέα Υόρκη)– δε βλέπει καθόλου τη Μελίνα. Για να ’μια ειλικρινής δεν ξέρω ούτε εγώ τι αισθήματα θα με συνείχαν αν μου ’χαν αγοράσει ένα έργο μου αντί πινακίου φακής κι είχαν κερδίσει εκατομμύρια. Αλλά τώρα δεν είναι μόνον αυτό, είναι κι οι πολιτικές διαφορές ανάμεσα στην “αντιστασιακή” Μελίνα και τον “δεξιό” Χατζιδάκι(...)».
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-manos-hatzidakis-kai-i-amerikaniki-psyhedeliki-skini-ton-60s

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

NOFRENØ κάτι σκοτεινό και απέραντο... από την Λευκωσία

Από την Λευκωσία προέρχονται οι Nofrenø (Dimitris Mylis φωνή, ρυθμική κιθάρα, Charalampos Charalampous lead κιθάρες, Constantinos Hadjigeorgiou μπάσο, Fragkiskos Petrides ντραμς), ένα ελληνόφωνο ροκ συγκρότημα, που έχει κυκλοφορήσει ήδη έναν πρώτο δίσκο το 2019, για να επανέλθει τώρα με το δεύτερο LP του, που τιτλοφορείται «Κάτι Σκοτεινό και Απέραντο» (2021) και που κόβεται σε εκατό αριθμημένα αντίτυπα από την B-otherSide Records.
Οι Nofrenø είναι ένα στιβαρό και δυναμικό σχήμα, με πολλά nineties ελληνορόκ χαρακτηριστικά. Θα τους τοποθετούσαμε, δε, στην παράδοση των Τρύπες / Ξύλινα Σπαθιά, με επιρροές και από τα δύο αυτά γκρουπ –και άλλες φυσικά, ακόμη και «λαϊκές»– ωραία αφομοιωμένες προς την κατεύθυνση ενός κατά το μάλλον ή ήττον «προσωπικού» ήχου. Το καταφέρνουν οι Nofrenø και με το παραπάνω, όχι μόνο γιατί ξέρουν να φτιάχνουν πιασάρικα, με την σωστή έννοια, τραγούδια (σίγουρα τους πρέπουν πολλά airplays), αλλά και γιατί έχουν φροντίσει επαρκώς και τα τεχνικά θέματά τους (ηχογράφηση, μείξη και γενικότερη παραγωγή), τα οποία κινούνται σε υψηλά επίπεδα. (Όλη η πρώτη και βασική δουλειά έχει γίνει στην Κύπρο, ενώ το mastering έχει γίνει στην Γαλλία).
Πολλά τα καλά τραγούδια στο «Κάτι Σκοτεινό και Απέραντο», ξεκινώντας από το lead track «Στη Νησί των Φαιάκων», για να ακολουθήσουν το «Ο κ. Κανείς» και ο «Νόστος» από την πρώτη πλευρά του άλμπουμ, ενώ στο ίδιο ύψος στέκονται και τα «Δαίμονες» και «Μόνος εντός» από την δεύτερη πλευρά – χωρίς κάποιο από τα υπόλοιπα τραγούδια να υστερεί σε κάτι βασικό ή λιγότερο βασικό.
Οι Nofrenø υιοθετούν, χοντρικώς, έναν κιθαριστικό θορυβώδη τρόπο στην ανάπτυξη του ήχου τους, που κάποιες φορές, στα πιο ακραία όριά του, αγγίζει ακόμη και το «μέταλλο», χωρίς βεβαίως να χάνεται το γενικότερο ροκ ύφος τους, που διαθέτει ακόμη και ποπ χροιές (υπάρχουν ποπ ρεφρέν π.χ.), καθώς βοηθά προς τα ’κει και ο τρόπος που διαχειρίζονται τις φωνές.
Με τραγούδισμα που σε φάσεις θα μπορούσε να αποκληθεί έως και dreamy και με διπλές φωνητικές εγγραφές (με ταυτόχρονο τραγούδι-απαγγελία), οι Nofrenø έχουν τον τρόπο να τεντώνουν τις αισθήσεις του ακροατή, με φυσικό τρόπο και όχι εκβιάζοντας καταστάσεις.
Τούτο, το τελευταίο, σημαίνει απλώς πως το πρωτογενές υλικό τους είναι πολύ καλό.
Επαφή: https://el.b-otherside.gr/, https://nofreno.bandcamp.com/album/--2

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

ΞΕΦΡΕΝΟ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ το πρώτο καλοκαίρι του κόσμου

Εδώ και μια δεκαετία δισκογραφεί το Ξέφρενο Αερόστατο, το «όχημα» του Οδυσσέα Γραμματικάκη, ο οποίος απαγγέλλει, παίζει κιθάρες (ηλεκτρικές, κλασικές, ακουστικές), σοπράνο σαξόφωνο, ηλεκτρονικά κ.λπ. Τι απαγγέλλει ο Γραμματικάκης; Βασικά δικά του κείμενα, για τα οποία συν-θέτει περιβάλλοντα. Άρα έχουμε ένα είδος spoken word, με κιθάρες και ηλεκτρονικά, που επιχειρεί να δημιουργήσει μια κατάσταση, ένα κλίμα.
Δημιουργείται; – γιατί αυτό είναι το κύριο και το βασικό ερώτημα, σε σχέση με «Το Πρώτο Καλοκαίρι του Κόσμου» [Ιδιωτική Έκδοση, 2021], που είναι το τελευταίο άλμπουμ του «οχήματος» Ξέφρενο Αερόστατο. Δεν είμαστε σίγουροι γι’ αυτό.
Το άλμπουμ παρά τις καλές προθέσεις του σ’ αυτό ακριβώς το σημείο (στην δημιουργία κατάστασης και κλίματος) χωλαίνει. Σε τι να οφείλεται αυτό; Το λέμε, επειδή και το μουσικό κομμάτι είναι σωστά επεξεργασμένο, ενώ και τα πρωτότυπα κείμενα δεν στερούνται ενδιαφέροντος. Πρωτότυπα; Ναι, γιατί υπάρχουν και κείμενα ή προσαρμογές κειμένων ή ηχογραφήσεις από Ε.Χ. Γονατά, Allen Ginsberg, Emily Dickinson και Κ.Π. Καβάφη.
Μια βασική αιτία, η βασικότερη, που σε κρατά «δαγκωμένο» στο «πρώτο καλοκαίρι του κόσμου», είναι οι φωνές, οι απαγγελίες.
Έχουμε την γνώμη πως ο Γραμματικάκης πρέπει να βρει έναν «επαγγελματία» απαγγελτή, κάποιον που να μπορεί να υποστηρίξει με την φωνή του τις επιλογές του. Να τους προσδώσει την βαρύτητα που έχουν, να τονίσει όσα σημεία πρέπει να τονιστούν, να βρει τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στις λέξεις, νοηματικές, φωνολογικές και άλλες, αποδίδοντάς τες με γνώση και με τόλμη.
Εκεί πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια, γιατί για τα υπόλοιπα σημεία... ok. Εξάλλου και τα υπόλοιπα θα κριθούν καλύτερα, όταν και άμα βοηθηθούν από την φωνή. Αλλιώς, τώρα, δεν έχει και τόσο νόημα να μιλάς μόνο για τις μουσικές ή μόνο για τα κείμενα, επειδή το σύνολο είναι εκείνο που μετράει και εν τέλει κρίνεται.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του CD είναι πάντως το προτελευταίο, η «μονοτονία» (Κ.Π. Καβάφης), όπου πάνω σ’ ένα σταθερό electro-rock υπόστρωμα, καταγράφεται σωστά, σε χαμηλότερη ένταση, η απαγγελία. Είναι ένα τέχνασμα αυτό, εννοούμε, που εν προκειμένω «πιάνει». Η φωνή να μένει «πιο κάτω» από το (δημιουργικά έντονο) οργανικό κομμάτι. Αν εφαρμοζόταν συχνότερα ή παντού στο άλμπουμ σίγουρα τα πράγματα θα ήταν αλλιώς.
Επαφή: https://franticaerostat.bandcamp.com/album/--6

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

SUBFIRE power metal από την Λιβαδειά και για όλο τον κόσμο

Στον κατάλογο της Symmetric Records, με τις έξτρα επιμελημένες παραγωγές του Bob Katsionis, ανήκουν και οι Subfire (Symeon Sanidas ντραμς, George Larentzakis κιθάρες, Veandok φωνή, Rindra Rado μπάσο), ένα μεταλλικό συγκρότημα που σχηματίστηκε στην Λειβαδιά το 2004, έχοντας τώρα το πρώτο CD του – το άλμπουμ Define the Sinner [Symmetric Records, 2021], που είναι τυπωμένο σε 500 αριθμημένα αντίτυπα.
Οι Subfire είναι ένα γκρουπ του power metal, με πολλά δυναμικά-επικά χαρακτηριστικά. Σαν γκρουπ δε (ήχος κ.λπ.) εμφανίζεται πλήρες εδώ – κάτι που δεν είναι άσχετο της μακριάς (και μη δισκογραφημένης) ιστορίας του. Με άλλα λόγια οι συνθέσεις είναι εξαιρετικές, τα λόγια πολύ καλά, κινούμενα στα γνωστά μοτίβα του χώρου, τα αγγλικά τους «μια χαρά», ασχέτως αν μπορούν να γίνουν ακόμη καλύτερα, το τραγούδισμά τους πολύ καλό – με τον Veandok να δίνει δείγματα, συνολικά, ωραίου τραγουδιστή, ικανού να ανταποκριθεί και στα χαμηλών τόνων περάσματα και εκεί όπου απαιτείται η high pitched ερμηνεία.
Φυσικά, τέλειοι ως οργανοπαίκτες είναι και οι υπόλοιποι τρεις Subfire, σε κιθάρες, μπάσο και ντραμς, ενώ για ακόμη μία φορά μνημειώδης είναι η παραγωγή του Bob Katsionis, που κατορθώνει, με τα λίγα με τα λιγότερα, να δώσει σε τρία μόλις όργανα... συμφωνικές διαστάσεις. Απολύτως «γεμάτος» ήχος, με φοβερά vibes προς κάθε διάστασή του, και με τα τρία όργανα plus φωνή να ακούγονται στ’ αυτιά σου λες και παίζουν οι πρώτοι επαγγελματίες του είδους.
Λέμε, λοιπόν, για μία ultra επαγγελματική παραγωγή, που, από μόνη της, έχει τον τρόπο να ανεβάσει τα όντως πολύ καλά τραγούδια των Subfire ένα και δύο επίπεδα.
Κομμάτια που παίζουν στο repeat είναι το “Fate of a sinister world”, το “Night of renaissance”, το “Fairytale”, χωρίς πρακτικά να υστερεί κανένα από τα υπόλοιπα.
Ένα εξαιρετικό ντεμπούτο!
Επαφή: www.facebook.com/symmetricrecords/

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

OLGA KONKOVA TRIO, PER MATHISEN / JAN GUNNAR HOFF with GARY NOVAK δύο jazz piano-trio από την Νορβηγία

OLGA KONKOVA TRIO: Open Secret [Losen Records, 2021]
Όπως είχαμε γράψει και πιο παλαιά... η ρωσονορβηγίδα πιανίστρα Olga Konkova δεν είναι χθεσινή. Βρίσκεται στη σκηνή από τα χρόνια του ’90, έχοντας ηχογραφήσει διάφορα άλμπουμ – είτε με δικά της σχήματα είτε ως συνεργάτις σε άλλα. Στο blog έχουμε ήδη αναφερθεί στο CD της (ομού με τον κιθαρίστα Jens Thoresen) “Old Songs” [Losen, 2017], ενώ τώρα θα γράψουμε για το πιο νέο άλμπουμ της, το “Open Secret”, στο οποίο η Olga Konkova, που χειρίζεται πιάνο και fender rhodes, συνεργάζεται με τον Per Mathisen κοντραμπάσο και τον Gary Husband ντραμς.
Να προσθέσουμε πως και οι δύο συνεργάτες της είναι διακεκριμένα μέλη (και) της νορβηγικής σκηνής, σε δουλειές των οποίων επίσης έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Ανάμεσα σ’ αυτές (τις δουλειές) περιλαμβάνεται και το κοινό άλμπουμ τους “Sounds of 3 / Edition 2” [Losen, 2019].
Το “Open Secret” περιέχει δώδεκα tracks, όλα συνθέσεις της Olga Konkova. Τι είδους αισθητικής και χρώματος; Χοντρικά θα κάναμε λόγο για contemporary jazz, ορισμένες φορές κοντά στο κλίμα-ECM (όπως στο φερώνυμο “Open Secret”), που αναπτύσσεται σε αργές ταχύτητες, δίνοντας την ευκαιρία στους τρεις οργανοπαίχτες όχι να «συνομιλήσουν», αλλά να ανταποκριθούν από κοινού στις ανάγκες της συνύπαρξης, με ισότιμους ρόλους.
Οι συνθέσεις γενικότερα, από την δομή τους, βοηθούν προς αυτό, έχοντας να παρουσιάσουν γερό αρμονικό υπόβαθρο και τον συνακόλουθο σχεδιασμό, χωρίς ιδιαίτερες εκχωρήσεις προς αυτοσχεδιαστικές πρακτικές. Εντός αυτού του κλίματος τοποθετούνται και άλλα tracks του “Open Secret” φυσικά, όπως το “Discovering the truth” και το “Triste realidad” εκεί στο τέλος, αλλά υπάρχουν και συνθέσεις τελείως άλλης λογικής και προοπτικής, όπως εκείνες, φερ’ ειπείν, στις οποίες η Konkova χειρίζεται fender rhodes (“The man with the van”, “Les hommes des sables”), που μπορεί να κατακρατούν στοιχεία ακόμη και από το Canterbury-sound.
Γενικώς, θα γράφαμε για ένα άλμπουμ συγκρατημένης τζαζικής περιπέτειας, που έχει, πάντα, τον τρόπο να σε παρασύρει μέσων των... κυμάτων του.
PER MATHISEN / JAN GUNNAR HOFF with GARY NOVAK: Gladiator [Losen Records, 2021]
Ο μπασίστας Per Mathisen πρωταγωνιστεί και σ’ αυτό το CD, το “Gladiator”, μόνο που τώρα συνθέτει κιόλας (τρία από τα οκτώ tracks του νέου άλμπουμ του είναι δικά του), ενώ αντί για κοντραμπάσο χειρίζεται ηλεκτρικό μπάσο. Οι άλλοι δύο που τον συνοδεύουν, σ’ αυτήν την πολύ «ανεβαστική» ηλεκτρική τζαζ ηχογράφηση, είναι ο ντράμερ Gary Novak και ο συνεργάτης του από τα παλιά Jan Gunnar Hoff σε πιάνο και πλήκτρα [οι δυο τους έχουν βρεθεί στο Jan Gunnar Hoff Group, στο άλμπουμ “featuring Mike Stern / Par Mathisen, Auden Kleive” (2018), στα “Barxeta” (2012) και “Barxeta II” (2018)  κ.λπ.].
Το “Gladiator”, που σχετίζεται εν μέρει με την γνωστή ταινία “Gladiator” (2000) του Ridley Scott, καθώς διασκευάζεται επιπλέον και το έξοχο “Now we are free” του Hans Zimmer (από το soundtrack), έχει στον κεντρικό πυρήνα του την άνοδο και την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παραλληλίζοντας (και όχι ταυτίζοντας) εκείνη την εποχή με την σημερινή, εστιάζοντας στις σκοτεινές στιγμές της καθημερινότητας, που αφορούν (όπως διαβάζουμε στις liner notes) στην καταστρατήγηση ποικίλων δημοκρατικών δικαιωμάτων (από την ελευθερία του λόγου, της μετακίνησης και των συναθροίσεων, έως το να αποφασίζουμε μόνοι μας για το σώμα μας), σε σχέση πάντα με την νόσο covid-19.
Τέλος πάντων μέσα απ’ όλη αυτήν την μαυρίλα οι Mathisen, Gunnar Hoff και Novak βρίσκουν τον τρόπο ή και την δύναμη, αν θέλετε, να δημιουργήσουν μία μουσική ζωντανή, θετικής διάθεσης (καθότι το άλμπουμ κλείνει με το “Good news”), την οποία συνδέουν, φυσικά, με το ξεπέρασμα τούτης της δυσοίωνης συγκυρίας.
Πολύ ωραίο CD, δυνατό, ευθύβολο, με ροκ δυναμική και τζαζ ενδοσκόπηση – με το κάθε κομμάτι να είναι ωραιότερο από το προηγούμενό του.
Επαφή: www.losenrecords.no

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 409

26/10/2021
Οι άγνωστες τζαζ και ποπ ηχογραφήσεις της Τζένης Βάνου. Δύο άλμπουμ με εξαιρετικά τραγούδια, που κυκλοφόρησαν κατόπιν εορτής και πέρασαν απαρατήρητα.
Και σε podcast...
https://www.lifo.gr/podcasts/hxhtika-arthra/oi-agnostes-tzaz-kai-pop-ihografiseis-tis-tzenis-banoy

25/10/2021
Το ότι οι νεκροί θα μπορούσε να ήταν τρεις στο Πέραμα –ενώ από καθαρή «τύχη» είναι μόνον ένας– δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας περί των προθέσεων των αστυφυλάκων.

25/10/2021
Ακόμη και στην πρώτη φρικτή οκταετία του Καραμανλή τους τεντυμπόυδες που κλέβανε αυτοκίνητα δεν τους εκτελούσανε, το πολύ-πολύ να τους κούρευαν γουλί και να τους χώνανε φυλακή με τον διαβόητο ν.4000.

23/10/2021
Πρόκειται για ένα 16σέλιδο πρόγραμμα του 1949, που το βρήκα πριν κάτι μήνες σχεδόν τζάμπα (ένα ή δύο ευρώ). Μεταξύ των σελίδων του και οι διαλέξεις του Θεάτρου Τέχνης την περίοδο Ιανουάριος-Απρίλιος 1949 (έχω σκανάρει τις ομιλίες του Ιανουαρίου). Ανάμεσα και η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο...

23/10/2021
Κάθε φορά που κάποιος αστυφύλακας θα βγάλει όπλο για να σκοτώσει κάποιον (σκοτώνοντάς τον τελικά) γεμίζει ο τόπος με φασιστόμουτρα, που λένε και γράφουν, δίχως φυσικά να έχουν ουδεμία εικόνα του περιστατικού, «καλά του έκανε», «μπράβο στους αστυνομικούς» και άλλες τέτοιες παπαρίες.
Ακόμη χειρότερα είναι βέβαια τα πράγματα με τα δήθεν «δημοσιογραφικά» σάιτ, που φροντίζουν να ενημερώσουν την κοινή γνώμη πως ο (άοπλος) σκοτωμένος ήταν «σεσημασμένος», ώστε να μην τίθεται εν αμφιβόλω η (εγκληματική) ενέργεια του αστυφύλακα.
Αν όμως το ψάξεις λίγο, ρίχνοντας μια ματιά στους κανονισμούς, πολλά τέτοια περιστατικά αστυνομικής βίας μοιάζει να μην διαφέρουν καθόλου από τα κοινά, εκ προθέσεως, εγκλήματα.
>>7.Πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης απαγορεύεται:
α. εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος, β. εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι, γ. εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου. Ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, δ. εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο.
8.Όταν οι αστυνομικοί ενεργούν ως ομάδα, για τη χρήση πυροβόλου όπλου, απαιτείται προσταγή του επικεφαλής αυτής, εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωσή του.
9.Αντισυνταγματική ή προδήλως παράνομη διαταγή ανωτέρου για χρήση πυροβόλου όπλου δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του αστυνομικού.
10.Κάθε περίπτωση χρήσης όπλων από αστυνομικό αναφέρεται αμέσως στην αρμόδια αστυνομική Υπηρεσία και Δικαστική Αρχή.<<


22/10/2021
Κι ένα δεύτερο ποστ για τον Κυριάκο Κατζουράκη, που πέθανε σήμερα. Εδώ ως αναρχικός φοιτητής Ζαδίκ στο Κιέριον (1968) του Δήμου Θέου

22/10/2021
Πέθανε στα 77 του ο εικαστικός, συγγραφέας, σκηνοθέτης και άλλα πολλά Κυριάκος Κατζουράκης.
Το «Τέμπλο – Οίκος Ενοχής» [Εξάντας, 1996] ήταν ένα σύνθετο έργο, που συνδύαζε ζωγραφική και θέατρο. «Το έργο έγινε με την προοπτική να ταξιδεύει σαν “πρόσφυγας ναός” στα Βαλκάνια, μεταφέροντας την ιδέα της συνύπαρξης διαφορετικών θρησκειών». Τα γεγονότα της εποχής όμως (γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι) δεν το επέτρεψαν. Ανέβηκε στην Ελλάδα όμως, όπως και στην Κύπρο. Μάλιστα, είχε προκύψει κι ένα εξαιρετικό CD από ’κει, το «Τέμπλο» [Virgin, 1997], με συνθέσεις του Γιώργου Χριστιανάκη.

20/10/2021
Και να μην ξεχνάμε πως ο ΓΑΠ ανατράπηκε με πρωτοφανές κοινοβουλευτικό πραξικόπημα τον Νοέμβριο του ’11 (δουλειά που παλιότερα κάνανε τα τανκς), καθώς είχε πάρει απόφαση για δημοψήφισμα (ναι ή όχι σε δεύτερο μνημόνιο), που πήγαινε κόντρα στα συμφέροντα του γερμανο-γαλλικού άξονα. Απειλήθηκε από βουλευτές του και υψηλά ιστάμενα στελέχη (Βενιζέλος κ.λπ.) πως αν δεν αποσύρει το δημοψήφισμα και πως αν δεν παραιτείτο και ο ίδιος(!) δεν θα έπαιρνε ψήφο εμπιστοσύνης!
Ο ΓΑΠ λύγισε και άφησε τις ύαινες (κυβέρνηση Παπαδήμου) να συνεχίσουν την διάλυση της κοινωνίας και της χώρας.

20/10/2021
Μοιάζει αυτό το πρόσωπο με την Σαπφώ Νοταρά; Γραμματόσημο-ντροπή στη μνήμη της...
update

δείτε στα σχόλια τα άλλα γραμματόσημα της σειράς, που είναι "μια χαρά" και σκεφτείτε γιατί μόνον η Νοταρά παρουσιάστηκε μ' έναν τέτοιο τρόπο, και αν αυτό το γραμματόσημο τελικά, δηλαδή η απόφαση να παρουσιαστεί ως μη-αναγνωρίσιμη, τιμά ή όχι την μνήμη της

19/10/2021
Πολύ κρύος αυτός ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός. Ποτέ δεν μου άρεσε, αλλά υπάρχει ένα άλμπουμ του που το ψάχνω χρόνια και δεν το βρίσκω. Δεν το έχω τρακάρει δηλαδή μπροστά μου.
Δεν θα πω ποιο είναι και γιατί το ψάχνω, για να μην πάρουνε γραμμή κάποιοι κωλέκτορες και σηκώσουν την τιμή του στα ύψη. Τους έχει φοβηθεί το μάτι μου... Και η τσέπη μου...
https://www.youtube.com/watch?v=Hy9Im904pTE

19/10/2021
ΓΑΠικός δεν είμαι, αλλά τα έχω πάρει με την αισχρή συστημική επίθεση στον ΓΑΠ. Οι τύποι κατάπιανε αμάσητο τον διπλο-τριπλο-καταστροφέα Σαμαρά, ο ΓΑΠ τους έβγαλε τα μάτια; Μην μου πείτε πάλι για την απλή αναλογική – τα ξέρω. Παίζει και για τους παλιούς συντρόφους από Πάτρα...

19/10/2021
Βρίζουν τον ΓΑΠ όλοι εκείνοι που ύμνησαν τον «μερκελισμό», έχοντας ψωμοτύρι το «μαζί τα φάγαμε» και κραυγάζοντας ανενδοίαστα «βάστα Σόιμπλε».
Σχιζοφρενικές καταστάσεις... για πολλά γέλια.

19/10/2021
Το έκτο από τα δώδεκα βασικά LP της International Artists. Σπουδαίος Lightnin’ Hopkins, με μέλη των 13th Floor Elevators εδώ...
https://www.youtube.com/watch?v=nJz2bW_mBjY

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΟΛΦΕΣΗΣ ΜΕ ΑΣΤΑΡΤΗ ένα ανέλπιστο άλμπουμ του ελληνικού ροκ, από το 1981

Με τις μουσικές και τα τραγούδια του Αλέξανδρου Μολφέση συνδέομαι από πολύ παλιά, από την εφηβεία μου ήδη, καθότι τότε είχα αγοράσει το πρώτο LP του, το «Ξεκίνημα» [Polydor, 1983], διαβάζοντας στα περιοδικά της εποχής τις κριτικές που γράφονταν για τον δίσκο και βεβαίως τις συνεντεύξεις του. Σε μια τέτοια συνέντευξή του, στην «Μουσική», από τον Ιούνη του ’83 (τεύχος #67), μάθαινες και για το ακόμη πιο παλιό συγκρότημά του, την Αστάρτη. Πιο συγκεκριμένα έλεγε ο Αλέξανδρος Μολφέσης, αναφερόμενος στις ενορχηστρώσεις εκείνου του πρώτου δίσκου του:
«Η ενορχήστρωση πρέπει να σου πω ότι είναι δικιά μου. Γιατί είχα κάνει ένα γκρουπ, την Αστάρτη, που εκτός από μικρές συναυλίες, είχαμε ετοιμάσει κι ένα υλικό για δίσκο –για ανεξάρτητη παραγωγή, θυμάμαι– που δεν έγινε, γιατί δεν υπήρχαν φράγκα, αλλά οι ενορχηστρώσεις υπήρχανε, οπότε ο Χάρης Ανδρεάδης (σ.σ. ο ενορχηστρωτής του LP) τις πήρε έτοιμες κι απλώς τις πέρασε σε παρτιτούρα, προσθέτοντας κάτι πνευστά...».
Εκείνες οι ηχογραφήσεις του συγκροτήματος Αστάρτη, μαζί με άλλο πρόσθετο υλικό (θα πούμε και γι’ αυτό) απλώνονται σ’ ένα καινούριο LP (κι ένα CD), αποτελώντας την νέα έκδοση της B-otherSide Records, που τιτλοφορείται «Αλέξανδρος Μολφέσης με Αστάρτη» (2021) και που είναι τυπωμένη σε 100 μόλις αριθμημένα αντίτυπα (σε wrap-around cover, με την ιστορία του γκρουπ και φωτογραφίες, συν ένθετο δύο όψεων με στίχους). Μια ωραία έκδοση αρχείου λοιπόν, για τους φίλους του ελληνικού ροκ, με την πάντα προσεγμένη δουλειά της B-otherSide Records και του Δημήτρη Βασιλειάδη.
Κατ’ αρχάς να πω πως μερικά κομμάτια της νέας έκδοσης τα θυμάμαι ακόμη, παρότι έχω να τ’ ακούσω δεκαετίες, επειδή υπάρχουν και στο LP του ’83. Λέμε βασικά για το «Ξεκίνημα», το «Ζήσαμε» και το «Αν είχα ένα δίφραγκο», που εδώ το ακούμε ως «Εχθές το απόγευμα» (αυτά μου έχουν μείνει στη μνήμη), ενώ και τα «Απεναντινή μου σκέψη», «Στον αέρα» και «Μια χαρά» συμπεριλαμβάνονται και στις δύο εκδόσεις (την τωρινή και του ’83). Πιθανώς να υπάρχουν κι άλλα κοινά τραγούδια, κρυμμένα πίσω από διαφορετικούς τίτλους, αλλά δεν έχει και τόσο νόημα να το ψάξω τώρα...
Τέλος πάντων εδώ δεν έχουμε ένα απλώς... prequel του LP «Ξεκίνημα» του Αλέξανδρου Μολφέση, αλλά κάτι πολύ παραπάνω – το σύνολο των διασωθέντων ηχογραφήσεων της Αστάρτης, ενός γκρουπ που έμεινε για λίγο στα πράγματα (1980-81), προλαβαίνοντας να δώσει κάποια live, ηχογραφώντας κιόλας τα κομμάτια του.
Ξεκινώντας από το LP, να πούμε πως αυτό περιέχει δώδεκα τραγούδια της Αστάρτης (συν την παρουσίαση της μπάντας), ηχογραφημένα το καλοκαίρι του 1981, με την τελευταία εμφάνιση του γκρουπ να καταγράφεται σε μια συναυλία του, στο θέατρο Σμαρούλα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1981.
Περίεργη χρονιά το 1981 για το ελληνικό ροκ – εκεί όπου χοντρικά κατατάσσονται και οι ηχογραφήσεις της Αστάρτης.
Τα νέα χρώματα του new wave και του punk δεν έχουν αρχίσει να γεμίζουν την δισκογραφία (καθώς αναπτύσσονται στις σκηνές ακόμη), στο μπροστινό κομμάτι της οποίας κυριαρχούν οι Φατμέ, οι Sharp Ties με τους Scraptown, ενώ κυκλοφορούν τα LP «Σαμποτάζ» της Λένας Πλάτωνος, «Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού, «Στο Δρόμο» των Κυριάκου Σφέτσα-Κατερίνας Γώγου και ορισμένα ακόμη, που θα τα έτρωγε, όμως, το σκοτάδι.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν ήταν από δύσκολο έως αδύνατο να εύρισκαν διέξοδο τα τραγούδια της Αστάρτης στον κεντρικό ρου της δισκογραφίας, για πολλούς και διαφόρους λόγους, ενώ και για τον παράπλευρο ρου (της ανεξάρτητης παραγωγής) επίσης ήταν δύσκολα τα πράγματα (και όχι εύκολα όπως είναι τώρα). Έπρεπε, ως άτομο ή ως γκρουπ, να χώσεις πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη και με τελείως αβέβαια αποτελέσματα (τόσο στο ζήτημα της παραγωγής, όσο και σ’ εκείνο του promotion και της κατανάλωσης). Επί του προκειμένου όμως...
Ο Αλέξανδρος Μολφέσης είναι ένας τραγουδοποιός, που έχει μεγαλώσει με την pop και το rock των δεκαετιών του ’60 και του ’70 (από Beatles μέχρι και Genesis). Κάτι πολύ λογικό.
Γράφει τα λόγια του στη ελληνική γλώσσα και υιοθετεί για τα τραγούδια του φόρμες που πρωτακούσαμε στα καθ’ ημάς από τον Γιώργο Ρωμανό, τους Poll και τους τραγουδοποιούς που ξεπήδησαν από ’κει (Κώστας Τουρνάς, Σταύρος Λογαρίδης, Robert Williams), μα και από τον... Λουκιανό Κηλαηδόνη. Εξάλλου και η φωνή τού Α. Μολφέση, που μοιάζει με του Κώστα Τουρνά (αλλά είναι μάλλον καλύτερη – δεν είναι τόσο «ξερή») παραπέμπει εκεί ακριβώς.  
Από πλευράς στίχου ο Μολφέσης επίσης κινείται στο χώρο του... ψαγμένου ελληνικού (ελληνόφωνου) ροκ, προτείνοντας λόγια με απλές διατυπώσεις, που προβάλλουν όμως γενικότερο ζητήματα (και πολιτικοκοινωνικά και πιο προσωπικά, υπαρξιακά κ.λπ.). Θυμηθείτε ξανά –όχι ως κάτι ίδιο– τους Poll και τον Κ. Τουρνά ή ακόμη και των Λ. Κηλαηδόνη των «Μικροαστικών» (τον στιχουργό Γιάννη Νεγρεπόντη δηλαδή).
Το αποτέλεσμα εδώ, και σε συνδυασμό με τους πολύ καλούς μουσικούς τής Αστάρτης, είναι αρκετές φορές πάνω από το αναμενόμενο, εξασφαλίζοντας την έκπληξη.
Τραγούδια όπως τα «Ζήσαμε», «Μεταμόρφωση» (εξαιρετικό!), «Φεύγουν οι μέρες» και ορισμένα ακόμη, θα μπορούσε, μέσα από μια πιο επαγγελματική παραγωγή –αν είχαν κυκλοφορήσει τότε και με την σχετική προώθηση– να δημιουργήσουν μια πολύ γερή εντύπωση στον χώρο των γκρουπ, στον πλουραλισμό, τέλος πάντων, των pop-rock αισθητικών προτάσεων της περιόδου, ανοίγοντας δρόμους. Δυστυχώς δεν συνέβη. Μα ακόμη και αν συνέβαινε το πιο πιθανό θα ήταν ο δίσκος να θαβόταν, από την ντεμέκ αυστηρή δισκοκριτική της εποχής. Τέλος πάντων...
Βασικά μέλη της Αστάρτης ήταν οι: Αλέξανδρος Μολφέσης τραγούδι, κιθάρες, σύνθια, Ντάνι Συρίγος κιθάρες, Δημήτρης Χαραμόπουλος μπάσο, Κωνσταντίνος Ιωαννίδης ντραμς και Παντελής Καραγεώργης πιάνο (ο πολύ γνωστός αργότερα και αξιολογότατος jazzman).
Στο CD τώρα, που συνοδεύει την έκδοση, καταγράφονται έντεκα tracks από διάφορες εποχές του Αλέξανδρου Μολφέση και της Αστάρτης.
Υπάρχει ένα τραγούδι από το 1981, το «Μια χαρά» (που εμπεριέχεται και στο «Ξεκίνημα» του ’83), τέσσερα τραγούδια από ένα demo του 1986 (θυμάμαι στο ραδιόφωνο, σε εκπομπές με «τραγούδια προσεχώς» να μεταδίδεται το “Lets play chess”), πέντε από ένα demo του 2004 (σε στίχους του ντράμερ της Αστάρτης Κωνσταντίνου Ιωαννίδη) και ένα από το 2019 (μια νεότερη εκδοχή του τραγουδιού «Μεταμόρφωση» από το ρεπερτόριο της Αστάρτης), που δίνουν, όλα μαζί, επιπλέον διαστάσεις στο πακέτο.
Τι δεν πρέπει να ξεχάσουμε; Πως το εικαστικό του εξωφύλλου ανήκει στον χορογράφο, χορευτή και σκηνοθέτη performances Δημήτρη Παπαϊωάννου! Πασίγνωστος σήμερα. Παντελώς άγνωστος τότε.
Επαφή: https://el.b-otherside.gr/

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

CAMERON MIZELL & CHARLIE RAUH jazz και folklore

Μπορεί το Local Folklore [Destiny Records, 2021] των Cameron Mizell (ακουστικές, ηλεκτρικές κιθάρες) και Charlie Rauh (ακουστικές κιθάρες) να είναι ηχογραφημένο στο Brooklyn της Νέας Υόρκης, στο διάστημα Νοέμβριος 2020-Ιούλιος 2021, στην πράξη όμως αντανακλά όψεις της επαρχιακής, αγροτικής Αμερικής και των ήχων που την συνοδεύουν.
Χωρίς να είναι country με το στανιό, έχοντας περισσότερο έναν ήχο κοντά στο Piedmont style, με κάποιες δόσεις αρχαϊσμού (των καλλιτεχνών της Takoma Records), συν βεβαίως τις πολλές και ποικίλες λαϊκές-παραδοσιακές αναφορές, το “Local Folklore” είναι ένα άλμπουμ, με πολλή συνοχή, εσωτερική ένταση κι έναν κάποιο κοινωνικό παλμό.
Τα λέμε αυτά και για τον επιπρόσθετο λόγο πως οι Mizell και Rauh δεν διασκευάζουν εδώ, δεν παρουσιάζονται ως entertainers, προσδοκώντας μιαν εύκολη και άνετη αποδοχή. Συνθέτουν. Και συνθέτουν όλο το υλικό, και τα δέκα tracks του CD, δείχνοντας πως το έχουν δουλέψει το project και πως έχουν βρει εκείνη την κοινή συνισταμένη, ώστε να το κάνουν πρόσφορο στον καθέναν.
Και στους φίλους της jazz, που θα βρουν εδώ ωραίες contemporary μελωδίες, με τέλεια αρμονική επεξεργασία, και σ’ εκείνους του rock, που θα δουν τον συνδυασμό ακουστικής και ηλεκτρικής κιθάρας ν’ αγγίζει ακόμη και ψυχεδελικές διαστάσεις, και βεβαίως σ’ εκείνους του folk και του (ακουστικού) blues, που επίσης θα εντοπίσουν στο “Local Folklore” πολλά σημεία, περάσματα, τραγούδια, που αληθινά θα τους μαγέψουν.
Εξάλλου οι Cameron Mizell και Charlie Rauh δεν είναι τυχαίοι μουσικοί. Ο πρώτος, με τον οποίον έχουμε ασχοληθεί παλαιότερα στο blog (15 Οκτ. 2016), παρουσιάζοντας το άλμπουμ του “Negative Spaces”, που επίσης διέθετε jazz και americana ηχοχρώματα, έχει κυκλοφορήσει τουλάχιστον οκτώ άλμπουμ τα τελευταία 17 χρόνια (από jazz-funk έως και πιο «προχωρημένα» στυλ), ενώ και ο Rauh έχει συμμετοχές σε διάφορα projects από pop, rock, country και folk έως jazz και «ηλεκτρονικά».
Αυτή η ποικιλία φαίνεται εν πολλοίς και στις συνθέσεις τούτου του θαυμάσιου CD.
Επαφή: www.cameronmizell.com, www.charlierauh.com, www.destinyrecordsmusic.com

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

ΤΖΕΝΗ ΒΑΝΟΥ οι τζαζ και ποπ ηχογραφήσεις της από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 – δύο άλμπουμ με εξαιρετικά τραγούδια, που κυκλοφόρησαν κατόπιν εορτής και πέρασαν απαρατήρητα

Πολύς κόσμος ακούει «Τζένη Βάνου» και σκέφτεται αμέσως την απίστευτη τραγουδίστρια με την τεράστια φωνή και τα πολλά καταπληκτικά τραγούδια. Και όμως η Τζένη Βάνου (1939-2014) ταλαιπωρήθηκε πολύ στην καλλιτεχνική πορεία της.
Πέρασε από πολύ δύσκολες φάσεις – και δεν αναφερόμαστε μόνο στα τελευταία 20+ χρόνια της ζωής της, όταν η φωνή της είχε ουσιαστικά εκπέσει, παλεύοντας ωστόσο, η ίδια, με αξιοπρέπεια για την επιβίωση.
Ζόρια πέρασε η Τζένη Βάνου και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, όπως και στις αρχές του ’70, την εποχή όπου η φωνή της βρισκόταν στην πιο υψηλή ακμή της και θα έπρεπε, λογικά, να σαρώνει.
Η Τζένη Βάνου ηχογραφούσε έως τα μέσα του ’60 σε τρεις εταιρείες, την Columbia, την Philips και την Lyra. Οι επιτυχίες της ήταν κυρίως με την Columbia, ενώ η παραγωγή της τυπωνόταν βασικά σε δίσκους 45 στροφών, κάνοντας μέσα σε μια δεκαετία ένα μόλις LP – το «Έξη Τραγούδια του Μίμη Πλέσσα και Έξη Λαϊκά Τραγούδια» [Lyra, 1965].
Ήδη από το 1965, δηλαδή, φαινόταν πως υπήρχε έλλειψη ρεπερτορίου και μια προσπάθεια να διαφανεί προς ποια κατεύθυνση θα κινιόταν, ενδεχομένως, εκείνη η μεγάλη φωνή.
Το ότι οδηγείται η Τζένη Βάνου να τραγουδήσει έξι λαϊκά τραγούδια (των Τσιτσάνη, Περιστέρη, Μητσάκη, Καζαντζίδη, Χατζιδάκι, Καλδάρα) δεν μπορείς να το πεις και την ευτυχέστερη στιγμή στην πορεία της εκείνων των χρόνων. Η φωνή της είχε άλλες ποιότητες, άλλα χαρακτηριστικά. Τραγούδησε «πολύ κάτω», για τα μέτρα της, για να υποστηρίξει τα συγκεκριμένα κομμάτια. Ήταν σίγουρο πως δεν βρισκόταν στο λαϊκό τραγούδι το μέλλον της – σε μιαν εποχή όπου το ελαφρό τραγούδι βρισκόταν ήδη στο τελείωμά του και φωνές σαν της Τζένης Βάνου έμοιαζε να έρχονταν από... άλλη εποχή.
Θα μπορούσε άνετα να υποστηρίξει ποπ ρεπερτόριο εκείνη την περίοδο η Τζένη Βάνου, όπως ποπ ρεπερτόριο υποστήριξαν άλλες συναδέλφισσές της με εξ ίσου σπουδαίες φωνές (κοντινές ή κάπως κοντινές με την δική της). Να θυμηθούμε την Ζωή Κουρούκλη, την Γιοβάννα, ακόμη και τις νεότερες (τότε) Αλέκα Κανελλίδου και Νέλλη Μάνου. Ουσιαστικά δεν πέρασε ποτέ στην ποπ η Τζένη Βάνου εκείνη την εποχή και μοιραία το 1966 βρέθηκε όχι μόνο χωρίς ρεπερτόριο, αλλά και έξω από τις εταιρείες! Αυτή η τεράστια φωνή φαινόταν σχεδόν χαμένη.
Το επόμενο συμβόλαιο της Τζένης Βάνου ήταν για μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία, την Βεντέττα, που είχαν ιδρύσει η Πόλυ Πάνου με τον Πάνο Γαβαλά, το ’66, δύο σημαντικοί εκπρόσωποι του λαϊκού τραγουδιού μας, που προσδοκούσαν να διεκδικήσουν μεγαλύτερες καλλιτεχνικές και επιχειρηματικές ελευθερίες, έξω από τις αναγνωρισμένες εταιρείες (πολυεθνικές ή μη).
Τι δουλειά είχε η Τζένη Βάνου σε μια ετικέτα κατά τεκμήριο «λαϊκή» ένας θεός ήξερε. Μην έχοντας κάπου αλλού να στεγαστεί, προφανώς, στεγάστηκε στην Βεντέττα. Και ηχογράφησε αρκετά στην Βεντέττα, τζαζ ακόμη και ποπ ρεπερτόριο, κάνοντας και μία τεράστια επιτυχία, όταν κόπηκε το δισκάκι της με το «Σ’ αγαπώ» (1969) του Νίκου Μαμαγκάκη από το σάουντρακ της ταινίας του Νίκου Φώσκολου «Η Λεωφόρος του Μίσους» (1968). Τους στίχους («Ο ήλιος βγαίνει μεσ’ στα μάτια σου / λάμπουν στα μάτια σου τ’ αστέρια» κ.λπ.) είχε γράψει ο ίδιος ο Φώσκολος κι ας μην αναγράφηκε αυτό ποτέ στους δίσκους.
Μία επιτυχία, σε μια πενταετία, για μια τραγουδίστρια του ύψους και του φωνητικού κύρους της Τζένης Βάνου ήταν... ψύλλοι στ’ άχυρα.
Το 1969 η Τζένη Βάνου εγκαταλείπει την Ελλάδα (κλείνει ή έχει κλείσει εν τω μεταξύ και η Βεντέττα) και μεταναστεύει στην Αμερική, προκειμένου να μπορέσει καλλιτεχνικώς και επαγγελματικώς να επιβιώσει. Ουσιαστικά, δηλαδή, δεν πρόλαβε να υποστηρίξει ούτε το «Σ’ αγαπώ» στα κέντρα κ.λπ., με το τραγούδι να γίνεται επιτυχία σχεδόν ερήμην της.
Στην Αμερική η Τζένη Βάνου θα τραγουδήσει σε μαγαζιά (για Έλληνες και Ελληνοαμερικάνους), και θα προσπαθήσει να κάνει και κάποια δισκογραφία, απευθυνόμενη μάλιστα στο διεθνές κοινό με το ποπ 45άρι “Sagapo (I love you, only you) / Is it too late” στην εταιρεία κάποιου Eλληνοαμερικανού ονόματι Raftis Records, τυπώνοντας άλμπουμ και για την Fiesta / Grecophon. Όλα αυτά θα αποδεικνύονταν όμως ασήμαντα, κι έτσι μετά από δύο χρόνια, το 1971, η Τζένη Βάνου θα επέστρεφε στην Ελλάδα, χωρίς να ανήκει σε κάποια εταιρεία, χωρίς ρεπερτόριο και σχεδόν ξεχασμένη.
Ο άνθρωπος που ανέστησε εκείνη την στιγμή την Τζένη Βάνου ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος. Αν ο Βοσκόπουλος δεν της έγραφε δύο τραγούδια, το ένα εκ των οποίων θα γινόταν αμέσως επιτυχία, κανείς δεν ξέρει τι πορεία (καθοδική) θα είχε πάρει αυτή η τεράστια φωνή.
Εκείνο το οριακό 45άρι ήταν το «Αγόρι μου / Σε παρακαλώ σήκω και φύγε», με τις μουσικές του Τόλη Βοσκόπουλου και τους στίχους του Μίμη Θειόπουλου (το πρώτο) και του Ηλία Λυμπερόπουλου (το δεύτερο). Ένα 45άρι, που θα κυκλοφορούσε από την MINOS το 1971, και που θα έθετε την πορεία της Τζένης Βάνου, μόνο του αυτό, σε μιαν άλλη τροχιά. Την ελαφρολαϊκή.
Έτσι ακριβώς («Αγόρι μου...») θα ονομαζόταν και το πρώτο LP, στην νέα διαδρομή της, που θα τυπωνόταν το 1973 από την MINOS, εγκαινιάζοντας τα χρυσά χρόνια της, με συνεχή άλμπουμ και μεγάλες επιτυχίες (πάντα για την MINOS) έως και το 1987.
Πριν όμως από το LP «Αγόρι μου...» σκάει από το πουθενά ένα άλλο άλμπουμ τής Τζένης Βάνου, το «Σ’ Αγαπώ» (1972), σε ετικέτα Panivar!
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/tzeni-banoy-oi-tzaz-kai-pop-ihografiseis-tis-apo-ta-teli-tis-dekaetias-toy-60

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

ΚΩΣΤΑΣ ΒΛΗΣΙΔΗΣ ρεμπετολογικά ποικίλα / έξι μελετήματα

Γνωστός μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού με πολλά και ποικίλα πονήματα, ο Κώστας Βλησίδης έχει πρόσφατο βιβλίο, που αποκαλείται «Ρεμπετολογικά ποικίλα / έξι μελετήματα» [Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 10/2021].
Στο «δισκορυχείον» έχουμε γράψει παλαιότερα (20 Μαΐου 2010) για την εργασία του Κ. Βλησίδη «Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929-1959)» [Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2006], ενώ και ο ίδιος τιμώντας το blog (όπως το τιμά κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης-σχολιαστής) παρεμβαίνει από καιρού εις καιρόν, σε θέματα της αρμοδιότητάς του, πάντοτε δημιουργικά, προσφέροντας εξειδικευμένες πληροφορίες (για τις οποίες τον ευχαριστούμε και δημοσίως).
Στο νέο βιβλίο του ο Κώστας Βλησίδης επεξεργάζεται και συμπληρώνει έξι παλαιότερα κείμενά του, δυσεύρετα κάπως, τα οποία είχαν δει το φως της δημοσιότητας κατά πρώτον στο περιοδικό «συλλογές», στο οποίον επίσης έχουμε αναφερθεί στο blog. Τα κείμενα αυτά έχουν τους εξής τίτλους:
1. Τα «βλάμικα» και «ρεμπέτικα» τραγούδια της λογιοσύνης (1883-1932)
2. Όψεις της λεξικογραφικής αναπαράστασης του ρεμπέτη και του ρεμπέτικου
3. Οι αστυνομικές διώξεις του νεοελληνικού αστικολαϊκού τραγουδιού
4. Το χρονικό της πολεμικής των μουσικών σωματείων κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού [1946-1965]
5. «Ελληνική Φωνογραφία»: νεότερα για το πρώτο ελληνικό εργοστάσιο δίσκων γραμμοφώνου
6. Αυτοβιογραφία Μάρκου Βαμβακάρη: αναψηλάφηση δύο εξιστορήσεων
Στο πρώτο κεφάλαιο ο Κ. Βλησίδης, μεταξύ πολλών, αναφέρεται και στην σατιρική εβδομαδιαία εφημερίδα της Σμύρνης «Κόπανος», εκεί όπου σε φύλλο της 12ης Αυγ. 1912 εντοπίζεται «στιχούργημα του συντάκτη υπό τα αρχικά Ο.Σ., με τίτλο “Ρεμπέτικο”, όρο που για πρώτη φορά εμφανίζεται σε έντυπο όπου γης, κάτι που ενδιαφέρει απολύτως τη ρεμπετολογία(...)».
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο μελετητής-ερευνητής ασχολείται με την λεξικογραφική αναπαράσταση του ρεμπέτη / ρεμπέτικου, εκεί όπου «καταγράφονται δύο ευδιάκριτες τάσεις», αναλόγως των σημείων εκκίνησης και κατάληξης των εκάστοτε ρεμπετολόγων ή ρεμπετολογούντων, που σχετίζονται είτε με το «“τουρκικό” rebet» είτε με την «αρχαιοελληνική ρέμβη». Προφανές το τι εννοείται και υπονοείται στην κάθε περίπτωση.
Το επόμενο κεφάλαιο έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθότι εδώ ανασκαλεύονται οι ποικίλοι αστυνομικοί κώδικες και διατάξεις, βασικά από τις δεκαετίες του ’30, του ’40 και του ’50, πάνω στους οποίους και τις οποίες στηριζόταν όχι η λογοκρισία, αλλά η καταστολή του «αστικολαϊκού τραγουδιού». Οπότε εδώ έχουμε κατασχέσεις δίσκων, απαγορεύσεις σε δημόσιους χώρους αναμεταδόσεως τραγουδιών με «άσεμνο» ή αντι-θρησκευτικό περιεχόμενο, αμανέδων κ.λπ.
Στο τέταρτο κεφάλαιο τον συγγραφέα απασχολεί ένα άλλο πολύ ζωτικό θέμα, επίσης αγνοημένο στις λεπτομέρειές του, που έχει να κάνει με το πώς αντιμετωπιζόταν το ρεμπέτικο, επισήμως, από τα αναγνωρισμένα μουσικά σωματεία (Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος, Σύνδεσμος Δεξιοτεχνών Καθηγητών Μουσικής κ.λπ.), την κρίσιμη 20ετία 1946-1965. Φυσικά και εδώ τα ποικίλα εμπόδια που ορθώνονταν από τις επίσημες θέσεις των σωματείων, αναφορικώς με την προέλαση του ρεμπέτικου τραγουδιού προς τις μάζες, δεν ήταν ούτε μικρά, ούτε άνευ σημασίας.
Πολύ ενδιαφέρον έχει βεβαίως και το προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο Κ. Βλησίδης επικεντρώνεται (προσκομίζοντας νέα στοιχεία) στην ιστορία του πρώτου ελληνικού εργοστασίου δίσκων γραμμοφώνου «Ελληνική Φωνογραφία», που ξεκίνησε την παραγωγή του πριν από το εργοστάσιο της Columbia, στον Περισσό, με το βιβλίο να ολοκληρώνεται με το έκτο και τελευταίο κεφάλαιό του, στο οποίον ο συγγραφέας αναψηλαφεί δύο θέματα που προκύπτουν από το βιβλιογραφικό holy grail του ρεμπέτικου, την «Αυτοβιογραφία» (1973) του Μάρκου Βαμβακάρη. Τα δύο υποθέματα, με τα οποία καταπιάνεται ο Κ. Βλησίδης, έχουν τίτλους «Ο Μάρκος στην Παλιά Στρατώνα» και «Ο Λεονάρδος Βαμβακάρης», μέσα από τα οποία αποδεικνύεται για μιαν ακόμη φορά πως η λεγόμενη «προφορική ιστορία», όταν δεν συνδυάζεται με λεπτομέρειες και με αδιάσειστα στοιχεία (ντοκουμέντα) εκείνων που λέγονται, θα αφήνει πάντοτε ρωγμές και κενά – για τα οποία θα έρθει κάποια στιγμή το πλήρωμα του χρόνου, ώστε να καλυφθούν και αυτά.
Να σημειώσουμε στα υπέρ του βιβλίου το ύφος του συγγραφέα, που διατηρεί μια προσεκτική, επιστημονικής προσέγγισης γραφή, χωρίς να περιπίπτει πάντως στον από καθέδρας «ξύλινο» πανεπιστημιακό λόγο (εξάλλου ο Κ. Βλησίδης δεν είναι πανεπιστημιακός) και ακόμη την μαχητική διάθεσή του (σε σχέση με κείμενα συναδέλφων του ρεμπετολόγων και ρεμπετολογούντων), δια της οποίας (μαχητικής διάθεσης) αναδεικνύονται ακόμη καλύτερα τα ζητήματα και οι τρόποι προσέγγισής τους μέσα στα χρόνια και τις δεκαετίες, ώστε κάποια στιγμή να καταλήξουμε στο επίμαχο – που δεν είναι άλλο από την «αλήθεια».
Χρησιμότατο βιβλίο, που θα ενθουσιάσει τους fans του ρεμπέτικου, ελκύοντας γενικότερα τους μουσικόφιλους.
(Όλα τα πλάγια γράμματα είναι του συγγραφέα)
Επαφή: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, τηλ. 210 3800520, eikostouprotou@otenet.gr

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

JON GORDON ένας άλτο σαξοφωνίστας, που ηχογραφεί για την artistShare

Ο άλτο σαξοφωνίστας Jon Gordon ηχογραφεί βασικά για την artistShare την τελευταία δεκαετία και για ένα από αυτά τα άλμπουμ του, το “Evolution” (2009) είχαμε γράψει παλαιά (27 Ιαν. 2010) στο δισκορυχείον (και κατά πάσα πιθανότητα και στο Jazz & Τζαζ).
Μετά από πολύ καιρό λοιπόν επιστρέφουμε σ’ αυτόν τον εξαιρετικό μουσικό, συνθέτη και αυτοσχεδιαστή, μέσω του πιο καινούριου δίσκου του, που αποκαλείται Stranger than Fiction [artistShare, 2021] – ένα άλμπουμ που «πιάνει» τον Gordon, βασικά σε φάση... κουιντέτου.
Λέμε για ένα σχήμα δηλαδή με τον αλτίστα Gordon επικεφαλής, έχοντας δίπλα του τους Derrick Gardner τρομπέτα, Alan Ferber τρομπόνι, Julian Bradford μπάσο και Fabio Ragnelli ντραμς. Κοντά σ’ αυτήν την τριών πνευστών διαστάσεων ομάδα, περιστασιακώς να πούμε, εμφανίζονται και κάποιοι άλλοι παίκτες (guests), σε ποικίλα όργανα, όπως τενόρο σαξόφωνο (Reginald Lewis, Tristan Martinuson), μπάσο κλαρίνο (John Ellis, Anna Blackmore), κιθάρες (Jocelyn Gould, Larry Roy) και πιάνο (Orrin Evans), εις τρόπον τέτοιο ώστε σε κανένα track, τελικώς, να μην ακούγονται μόνον οι πέντε βασικοί οργανοπαίκτες.
Το “Stranger than Fiction” περιέχει δέκα tracks, που είναι όλα συνθέσεις του Jon Gordon. To εισαγωγικό τρίλεπτο “Pointillism” είναι ένα κομμάτι που αναπτύσσεται με μικρές φράσεις, από πνευστά και πιάνο, κάπως σαν riffs, δημιουργώντας χώρο ώστε να προκύψει στην πορεία μια συνομιλία ανάμεσα στα ντραμς και το άλτο σαξόφωνο βασικά (με τους υπόλοιπους μουσικούς να παρακολουθούν από πιο πίσω θέσεις). Στο 7λεπτο “Havens” έχουμε ένα δείγμα σύγχρονης τζαζ, σίγουρα πολυεπίπεδης, που επιχειρεί μέσα από ένα κάπως groovy-latin ρυθμικό pattern να δημιουργήσει αφορμές, προκειμένου να «πατήσουν» τα σόλι σε άλτο και πιάνο. Στο φερώνυμο “Stranger than fiction” κατεβαίνουν κάπως οι τόνοι, σ’ ένα ακόμη groovy έως και bluesy track, με τις μελωδίες και τους αυτοσχεδιασμούς πάνω σε αυτές να κυριαρχούν. Κι άλλη 7λεπτη σύνθεση στην σειρά, υπό τον τίτλο “Dance”, που διακρίνεται για τα περισσότερο ευφρόσυνα vibes της, με το ενάμισι λεπτού “Sunyasin” να οριοθετείται από τις ινδικές αναφορές του, τόσο στο επίπεδο της κλίμακας, όσο και των φωνητικών (από την κιθαρίστρια Jocelyn Gould).
Κάθε σύνθεση του Jon Gordon εν τω μεταξύ έχει και κάτι διαφορετικό να παρουσιάσει, όπως ας πούμε η 8λεπτη “Bella”, με τον σημαντικό πιανίστα Orrin Evans (από Bad Plus κ.λπ.) να κερδίζει τις εντυπώσεις, με ένα ωραίο σόλο, ακολουθούμενος από ένα επίσης θαυμαστό από τον κοντραμπασίστα Julian Bradford.
Ωραίο άλμπουμ, σοβαρό, ψαγμένο και μετρημένο, που θα ενθουσιάσει τους jazz fans.
Επαφή: www.jongordonmusic.com

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

ΤΑΚΗΣ ΣΟΥΚΑΣ πρώτη φορά

Υπάρχει άραγε «πρώτη φορά» για τον 81χρονο Τάκη Σούκα, έναν από τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες μας από το ’60 και μετά; Δεν ξέρουμε αν υπήρχε κάτι πιο βαθύ στο μυαλό των παραγωγών τού τελευταίου άλμπουμ τού κορυφαίου τραγουδοποιού – όμως το «πρώτη φορά» φαίνεται να συνδέεται με το γεγονός πως σημαντικές φωνές τού ελληνικού τραγουδιού αποδίδουν, για πρώτη φορά, νέες δημιουργίες του Τάκη Σούκα. Λέμε, λοιπόν, από την αρχή πως το CD «Πρώτη Φορά» [Ogdoo Music Group, 2021] είναι ένα αξιόλογο άλμπουμ, που τιμά και τον ηπειρώτη συνθέτη, και την ιστορία του, όπως και όσους συμμετείχαν για την ολοκλήρωσή του με τους στίχους, τις φωνές, τα όργανά τους κ.λπ.
Μια πολύ καλή, λοιπόν, λαϊκή παραγωγή έχουμε εδώ, όχι λαϊκή με τα στάνταρ του ’60 και του ’70, ούτε και του ’80, μα κάπως πιο έντεχνη, με ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις (Γιώργος Θεοδωρόπουλος), που μπορεί να ξενίζουν, κάπως, σε πρώτο άκουσμα, και τις οποίες αποδέχεσαι σταδιακώς – καθότι αντιλαμβάνεσαι πως εδώ, ίσως, κάτι να παίζει εν τέλει, πολύ σημαντικό, για «πρώτη φορά». Να δοθεί, στα τραγούδια, στις συνθέσεις του Τάκη Σούκα, ένας ήχος σημερινός, χωρίς να παραπέμπει στις μεγάλες στιγμές του από τις παλαιότερες δεκαετίες, όντας ταυτοχρόνως... σεμνά μεγαλοπρεπής (ο ήχος).
Προς αυτή την πεποίθηση συντελεί και το γεγονός πως οι φωνές που ακούγονται στο άλμπουμ, και που είναι πολλές –κάπως σαν να αποδίδεται στον Τάκη Σούκα ένας ιδιάζων φόρος τιμής–, είναι διαφορετικές και διαφορετικών εποχών, αντιπροσωπεύοντας ποικίλες όψεις του ελληνικού τραγουδιού. Σαν ο Τάκης Σούκας να είναι ένας τραγουδοποιός όλων των Ελλήνων –όπως και είναι– όχι μόνον εκείνων που ακούνε «λαϊκά» όμως, μα και άλλα είδη.
Αυτή η προσπάθεια τοποθέτησης του σημαντικού καλλιτέχνη σε μιαν υψηλή, σε μια περίοπτη θέση, σ’ ένα high level να το πούμε έτσι, που να ξεπερνά την εικόνα που έχει ο κόσμος του «λαϊκού» για ’κείνον, είναι και θεμιτή, και χρήσιμη. Τα μεγάλα μεγέθη πρέπει να καταδεικνύονται, να ξεφεύγουν του χώρου τους, καλύπτοντας το άπαν. Αρκεί τούτο να γίνεται με γνώση, σύνεση και μέτρο – κάτι που ισχύει, καταφανώς, στην περίπτωση του «Πρώτη Φορά».
Καινούριες μουσικές του Τάκη Σούκα λοιπόν, που ντύνουν στίχους των Νίκου Αναγνωστάκη και Κώστα Μπαλαχούτη, δημιουργώντας τραγούδια που τα αποδίδουν, κατά σειρά εμφανίσεως, οι Φοίβος Δεληβοριάς (2), Γιώργος Νταλάρας (2), Γλυκερία (2), Χρήστος Δάντης (2), Φωτεινή Βελεσιώτου, Ηρώ Σαΐα, Μανώλης Μητσιάς και Ορφέας Περίδης. Τραγουδιστές διαφορετικών γενεών, ύφους, πορείας στα πράγματα κ.λπ. που προσπαθούν, και εν πολλοίς το καταφέρνουν, να αναδείξουν, τη βοηθεία των ενορχηστρώσεων, άλλες διαστάσεις της τραγουδοποιίας του Τ. Σούκα, πιο λυρικές, πιο συναισθηματικές, πιο έντεχνες, ευρύτερου πνεύματος και αντιλήψεων.
Από τα παλαιά ονόματα την παράσταση κλέβει ο Γιώργος Νταλάρας, καθώς η φωνή του εξακολουθεί να εκπέμπει σε υψηλά επίπεδα (και τα δύο τραγούδια που λέει είναι αξιοπρόσεκτα, αλλά το «Χόρεψε» είναι και-κάτι-παραπάνω, με τις ωραίες latin flavours), ενώ επίσης πολύ καλά είναι τα «Φοβάμαι» με την Ηρώ Σαΐα, «Άντε να βρεις» με τον Ορφέα Περίδη, «Θα κρατήσω τα όνειρα» με τον Φοίβο Δεληβοριά (και την Νεφέλη Φασούλη στις δεύτερες φωνές), «Την ζωή μου παραπέρα» με τον Χρήστο Δάντη (και τον Απόστολο Ψυχράμη στις δεύτερες) κ.λπ.
Γενικώς κανένα τραγούδι δεν υστερεί, κανένα δεν ακούγεται «λίγο» για τους στόχους αυτού του άλμπουμ, που είναι εντελώς προσεγμένο προς πάσα κατεύθυνση. Από την πρώτη (υλικό), μέχρι την δεύτερη (τα τεχνικά θέματα) και την τρίτη (το εικαστικό πακέτο, τα τυπογραφικά υλικά).
Σπουδαίος Τάκης Σούκας λοιπόν, και στα 81 του. Και πέρα απ’ αυτά...
Επαφή: www.ogdoomusicgroup.gr