Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

BOBO STENSON TRIO, ANDERS JORMIN / LENA WILLEMARK / KARIN NAKAGAWA / JON FÄLT, RALPH TOWNER νέες κυκλοφορίες της ECM

BOBO STENSON TRIO: Sphere [ECM Records, 2023]
Με περίεργο ρεπερτόριο καταπιάνεται σ’ αυτό το CD του ο αναγνωρισμένος σουηδός πιανίστας της jazz Bobo Stenson, με το κλασικό πλέον τρίο του. Το οποίο συναποτελούν ποιοι; Ο κοντραμπασίστας Anders Jormin και ο ντράμερ Jon Fält.
Σε τι συνίσταται αυτό το «περίεργο» ρεπερτόριο; Σε συνθέσεις του Δανού
Per Nørgård (γενν. 1932), του Σουηδού Sven-Erik Bäck (1919-1994), του Κορεάτη Jung-Hee Woo, του Φινλανδού Jean Sibelius (1865-1957), του Νορβηγού Alfred Janson (1937-2019) και του μέλους του γκρουπ Anders Jormin (σημαντικότατη μονάδα της ευρωπαϊκής σκηνής).
Υπάρχει μίαν αίσθηση «σύγχρονης κλασικής» λοιπόν στα κομμάτια του τρίο του Bobo Stenson, που εκπηγάζει από μία γενικότερη διάθεση των βορειοευρωπαίων μουσικών να «συνομιλήσουν» με την παράδοσή τους – μια παράδοση, που μπορεί να υπερβαίνει την jazz, επικοινωνώντας, ταυτοχρόνως, μαζί της, μέσα από τις ατέλειωτες και βαθιές μελωδίες και τον άκρατο λυρισμό. Ένας λυρισμός βορειοευρωπαϊκός, όμως, δηλαδή πιο minimal, πιο «σκοτεινός», πιο απέριττος, πιο ομιχλώδης, πιο αργός και πιο υπαινικτικός, από τον νοτιοευρωπαϊκό ας πούμε – ένας λυρισμός, που χαρακτηρίζει μεγάλο κομμάτι της nordic jazz, ήδη από τα χρόνια του ’60.
Σαν «κέντημα» μοιάζουν τα κομμάτια από το “Sphere”. Σαν ένα... εργόχειρο εννοούμε, που αναπτύσσεται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, μέσα από πιανιστικά fractals και ακολουθίες, με το μπάσο και τα ντραμς να στηρίζουν με εσωτερική και υπόγεια ένταση, αυτές τις μελωδίες, που έχουν τον τρόπο να σε κρατούν ακουστικώς δεσμευμένο, μέσω της παγερής ομορφιάς τους.
ANDERS JORMIN / LENA WILLEMARK / KARIN NAKAGAWA / JON F
ÄLT: Pasado en Claro [ECM Records, 2023]
Τα 2/3 του Bobo Stenson Trio, δηλαδή ο κοντραμπασίστας Anders Jormin και ο ντράμερ-περκασιονίστας Jon Fält, ενώνονται με την Lena Willemark (φωνή, βιολί, βιόλα) και την Karin Nakagawa (25-χορδο κότο), προτείνοντας ένα «διαφορετικό» άλμπουμ, που αποκαλείται “Pasado en Claro” (Το παρελθόν είναι καθαρό) και που παίρνει τον τίτλο του από το ποίημα με τον ίδιο τίτλο τού Μεξικανού Octavio Paz (1914-1998).
Willemark και Jormin συνεργάζονται, στην δισκογραφία από το 2002, και στην ECM από το 2004 (στο άλμπουμ του JorminIn Winds, In Light”), ενώ το 2015 οι Jormin, Willemark και Nakagawa θα βρίσκονταν μαζί, για την ολοκλήρωση του δίσκου “Trees of Light” [ECM]. Οπότε το τωρινό “Pasado en Claro” δεν μπορεί παρά να αποτελεί μία κάποια συνέχεια εκείνης της απόπειρας (με την προσθήκη, βεβαίως, του Jon Fält).
Βασικά, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα τραγουδιστικό άλμπουμ, με την φωνή της Willemark χονδρικώς να κυριαρχεί, καθώς τα δέκα από τα έντεκα tracks διαθέτουν vocals.
Ο λόγος, τώρα, σε αυτά τα κομμάτια, που σε γενικές γραμμές θα τα περιγράφαμε (ως άκουσμα) ως folk-avant-jazz, είναι οπωσδήποτε ποιητικός, αποτελούμενος από στίχους των Ouyang Xiu (κινέζος ποιητής και άλλα τινά του 11ου αιώνα), Jörgen Lind (σύγχρονος σουηδός ποιητής γενν. το 1966), Lena Willemark, Tomas Tranströmer (σουηδός ποιητής, που έζησε μεταξύ 1931-2015), Πετράρχη, Octavio Paz φυσικά, Yamabe no Akahito (Ιάπωνας του 8ου αιώνα) και Anna Greta Wide (σουηδή ποιήτρια, που έζησε μεταξύ των ετών 1920-1965).
Υπάρχει λοιπόν μία πανσπερμία ποιητικού λόγου (από διαφορετικούς αιώνες, από διαφορετικούς τόπους, τεχνοτροπίες κ.λπ.), την οποίαν (πανσπερμία) υποτίθεται πως ραφινάρει και ενώνει η μουσική, μαζί με τις ερμηνείες. Υποτίθεται; Συμβαίνει θα λέγαμε σ’ έναν ικανοποιητικό βαθμό, γιατί παρά το δύσκολο της περίπτωσης οι τέσσερις μουσικοί κατορθώνουν να δώσουν στο “Pasado en Claro” μιαν ενιαία γραμμή, η οποία, χωρίς σκαμπανεβάσματα, οδηγεί το άκουσμα, από την αρχή μέχρι το τέλος του.
Εντάξει, δεν είναι εύκολο, σαν άλμπουμ, το “Pasado en Claro” – και παρότι οι στίχοι υπάρχουν στο ένθετο, σε σουηδικά και αγγλικά, χρειάζεται υπομονή από τον ακροατή, για να το ακούσει, και να το ευχαριστηθεί στο μέτρο του δυνατού.
Η μελοποίηση του ποιήματος του Paz ξεχωρίζει, αλλά δεν είναι η μόνη, σ’ ένα άλμπουμ κάπως βαρύ και ακαδημαϊκό, που απαιτεί χρόνο για να σε κερδίσει.
RALPH TOWNER: A First Light [ECM Records, 2023]
Ήταν 1973, όταν ο κιθαρίστας Ralph Towner θα έκανε ένα άλμπουμ για την ECM (το “Trios / Solos”, μαζί με τον κοντραμπασίστα Glen Moore) και είναι 2023, δηλαδή 50 χρόνια αργότερα, όταν ο κορυφαίος αυτός μουσικός επανέρχεται μ’ έναν δίσκο στην ECM, που αποκαλείται “A First Light”. (Περιττό να πούμε πως το συντριπτικώς μεγαλύτερο κομμάτι της προσωπικής δισκογραφίας του 83χρονου σήμερα Towner ανήκει στην γερμανική εταιρεία).
Γιατί “First Light”, κατ’ αρχάς; Ίσως γιατί εδώ ο Towner επανέρχεται σ’ εκείνες τις μουσικές, που θα τον κινητοποιούσαν από μικρό, οδηγώντας τον να ασχοληθεί σθεναρά με την μουσική. Και κάπως έτσι, με όχημα την κλασική κιθάρα του, θα περιδιάβαινε τον μουσικό κόσμο –έναν κόσμο, που θα μετέτρεπε τον ίδιο σε δημιουργό–, συνθέτοντας κομμάτια με συγκεκριμένες αναφορές και διασκευάζοντας άλλα.
Σόλο κλασική κιθάρα λοιπόν έχουμε εδώ και έντεκα εν συνόλω tracks, εκ των οποίων τα οκτώ είναι πρωτότυπα και τα τρία διασκευές (η πρώτη στο “Make someone happy” του Jule Styne, η δεύτερη στο παραδοσιακό “Danny Boy” και η τρίτη στο “Little old lady” των Stanley Adams / Hoagy Carmichael).
Κατά δήλωση του ίδιου του Towner (σε κείμενό του που υπάρχει στο booklet) μερικοί από τους συνθέτες που θα τον επηρέαζαν εκεί στο ξεκίνημά του (μα και γενικότερα) ήταν και οι George Gershwin, John Coltrane, John Dowland και Bill Evans – και κάπως έτσι υπαινιγμούς από συνθέσεις όλων αυτών μπορείς να βρεις στο πρωτότυπο υλικό αυτού του άλμπουμ, που διακρίνεται για τους χαμηλούς τόνους, την «ευγένειά» του, το λιτό ύφος του και την περίτεχνα απλή διατύπωσή του, ηχώντας μεταξύ classical, folk και jazz, σ’ ένα αξεδιάλυτο και ομογενές μείγμα, με συγκεκριμένες προδιαγραφές και σταθερή γοητεία.
(Ηχογράφηση από το Stelio Molo RSI, στο Λουγκάνο, τον Φεβρουάριο του 2022 και παραγωγή από τον Manfred Eicher φυσικά).
H ECM Records εισάγεται από την AN Music

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΑΝΤΗΣ Χάραμα Καισαριανής

«Ο Γιάννης Τσιαντής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976 και είναι ιατρός-καρδιολόγος. Όπως διαβάζουμε σε βιογραφικό του... από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την μουσική και τον στίχο, παρακολουθώντας μαθήματα πιάνου, κλασικής κιθάρας και τρίχορδου μπουζουκιού. Επίσης μαθαίνουμε ότι έχει υπάρξει μέλος του συγκροτήματος Λαβύρυθμος, με το οποίο έχει γράψει δύο δίσκους, τους «Πόλη Εποχές Άνθρωποι» [Δίκτυο, 2009] και «Ζωή από το Παράθυρο» [Ode Music, 2015]. Η πιο πρόσφατη δισκογραφική απόπειρα του Τσιαντή έχει να κάνει με το άλμπουμ «Το Κορίτσι του Τεκέ / Οδοιπορικό Δραπετσώνα» [Μετρονόμος, 2020]. Πρόκειται για μια σειρά λαϊκών τραγουδιών (δέκα δικά του και ένα των Ηλία Ανδριόπουλου-Μάνου Ελευθερίου, που είχε πει το 1985 η Σωτηρία Μπέλλου), τα οποία συναποτελούν ένα θέμα».
Αυτά γράφαμε στις 2 Ιουνίου 2020, αναφερόμενοι σ’ εκείνο το βιβλίο-CD του Γιάννη Τσιαντή («Το Κορίτσι του Τεκέ / Οδοιπορικό Δραπετσώνα») και αυτά επαναλαμβάνουμε και τώρα, έτσι ως εισαγωγή, με αφορμή το πιο νέο βιβλίο-CD του, που αποκαλείται «Χάραμα Καισαριανής» (2023) και που τυπώνεται και αυτό από τον Μετρονόμο.
Λέμε λοιπόν για ένα μυθιστόρημα 284 σελίδων, που ολοκληρώνεται με τους στίχους των 15 τραγουδιών και βεβαίως με το ένθετο CD, στο μέσα μέρος του οπισθόφυλλου το άλμπουμ.
Σε σχέση με το μυθιστόρημα δεν μπορούμε να πούμε κάτι ειδικότερο, πέραν εκείνων που διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Χρονικό της κατοχικής Αθήνας και κυρίως της Καισαριανής, μέσα από ορόσημες αλλά και παραμερισμένες σελίδες της ιστορίας, όπως ζυμώθηκαν και χαράχτηκαν στα προσφυγικά, στις μάχες των γειτονιών, στις ταβέρνες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στα φριχτά μπουντρούμια της Κομανταντούρ. Ένα θυμίαμα από αίμα και μελάνη μιας εποχής σκληρής επιβίωσης και θυσιαστικής αντίστασης με άσημους, γνωστούς και μυθοπλαστικούς πρωταγωνιστές που διατήρησαν σαν ιερό κειμήλιο τον κυτταρικό μας πολιτισμό... την Ελευθερία, την Αλληλεγγύη, το Γλέντι και το Σεβντά!».
Από τα 15 τραγούδια, που συνοδεύουν το βιβλίο, μουσικές του Γιάννη Τσιαντή έχουν τα 14 (ένα έχει μουσική του Γιώργου Πετρόπουλου ή Γέρου), ενώ οι στίχοι είναι γραμμένοι από τους Τάσο Κακλαμάνη (7), Γιάννη Τσιαντή (5), Γιώργο Πετρόπουλο, Κώστα Βάρναλη (ο ποιητής) και Δημήτρη Λέντζο. Τα τραγούδια αποδίδουν οι Κατερίνα Τσιρίδου (4), Σωτήρης Παπατραγιάννης, Φώτης Βεργόπουλος, Βασίλης Κορακάκης, Αντώνης Ξηντάρης, Αντώνης & Θοδωρής Ξηντάρης, Γιάννης Τσιαντής, Ελένη Δήμου, Ιουλία Καραπατάκη, Γιάννης Χαραλαμπάκης, Βιβή Βουτσελά και Γιώργος Ξηντάρης. Χαμός από ονόματα...
Οι παρατηρήσεις που μπορεί να γίνουν επί των τραγουδιών είναι συγκεκριμένες και βασικά ίδιες, πάνω-κάτω, μ’ εκείνες του παλαιότερου κειμένου.
Κατ’ αρχάς τα δεκαπέντε τραγούδια είναι πολλά, ενώ και οι πολλοί ερμηνευτές σε κάνουν να «χάνεσαι» σαν ακροατής. Αυτό συμβαίνει και για πρακτικούς λόγους, γιατί θα πρέπει να ξεφυλλίζεις το βιβλίο, για να βλέπεις ποιος τραγουδάει τι (δεν υπάρχει κάπου συγκεντρωμένο, σε μια σελίδα, το track list), μα και για ουσιαστικούς, αφού δεν είναι όλα τα τραγούδια τόσο διακριτά, ώστε να μπορείς να τα ταυτοποιείς και να τα ξεχωρίζεις από το προηγούμενο και το επόμενο. 
Προσωπικώς ενίσταμαι και επί διαφόρων στίχων καθώς η θεματολογία τους έχει κάτι το επιτηδευμένο. Αντιλαμβάνομαι την αγάπη και το ενδιαφέρον των συντελεστών για την λαϊκή και κοινωνικοπολιτική ιστορία της Καισαριανής κ.λπ., αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να προκύψουν μεγάλοι στίχοι και περαιτέρω μεγάλα τραγούδια. Τέλος πάντων υπάρχει ένας λυρισμός εδώ και μια υφολογική καλλιέπεια, που αποβαίνει εις βάρος της αυθεντικότητας – με τις περιγραφόμενες καταστάσεις να βολοδέρνουν μέσα σ’ ένα περιβάλλον φολκλορισμού.
Νομίζουμε πως με δυο-τρεις ερμηνευτές (και βασικά με την Κατερίνα Τσιρίδου σε πρώτο ρόλο), με δώδεκα τραγούδια, ή και δέκα, και όχι με δεκαπέντε, με στίχους περισσότερο «σφιχτούς», δωρικούς και κυρίως υπαινικτικούς (χωρίς τόση πολλή... ονοματολογία ανάμεσα), με μια σταθερή ορχήστρα τεσσάρων-πέντε μουσικών, και κυρίως με το CD αυτονομημένο από το βιβλίο, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα για τον Γιάννη Τσιαντή – γιατί διάφορες μελωδίες του δεν στερούνται ενδιαφέροντος.
Τώρα, ακόμη και οι κάποιες καλές στιγμές του δίσκου («Αίμα και μελάνι», «Βαρύς χιονιάς», «Κάτω ο φασισμός», «Άφιλτρα Sante») χάνονται μέσα στο γενικότερα περίγραμμα (με το CD να μοιάζει κάπως σαν παραπεταμένο, εκεί στο τέλος ενός πολυσέλιδου βιβλίου).
Επαφή: www.metronomos.gr

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 497

27/3/2023
>>Σώτη Τριανταφύλλου στον Δανίκα: Παράδεισος γεμάτος γκρινιάρηδες και αχάριστους η Γαλλία<<
Σκέψου τι θα λέει για την Ελλάδα...
Σώτη, θα πληρώσουμε 40 χρόνια εισφορές από την τσέπη μας, για να πάρουμε να-μην-πω-τι, στα 60όποτε... Πώς το ανεχόσαστε αυτό εσείς οι... αριστερο-φιλελεύτεροι;
Είμαστε η αδικημένη γενιά του '60, δίχως κατοχή και πείνα, χωρίς ρετσίνα... Αυτή είναι η ουσία. Όλα τ' άλλα που λες, τα οποία δεν τα διάβασα εν τω μεταξύ, γιατί έχουμε και δουλειές, δεν έχουν ουδεμία σημασία. Ειδικά, όταν καίγεται ο κwλος μας..

24/3/2023
Τι να μας πούνε τώρα οι μαστοράκηδες... Αυτά τα λέει αντιστράτηγος, από το 1970...
[δεν κάνω πλάκα - πατήστε κλικ στην εικόνα, για να μεγαλώσει και διαβάστε το]

24/3/2023
Ο Marc Aryan είναι ένας από τους 2-3 πιο αγαπημένους μου γαλλόφωνους τραγουδιστές και τραγουδοποιούς, όλων των εποχών. Έχω ποστάρει μερικές φορές τραγούδια του εδώ μέσα, και θα συνεχίσω να το κάνω. Και είμαι ασυγχώρητος, γιατί δεν έχω γράψει, μέχρι σήμερα, κάτι ευρύτερο γι' αυτόν τον τεράστιο τραγουδιστή, αλλά υπόσχομαι πως θα το κάνω...
https://www.youtube.com/watch?v=b5zMBXZgLlQ

22/3/2023
Λόγω επικαιρότητας θυμήθηκα αυτό το ποστ, που έχει μια ιδιαιτερότητα. Είναι το ποστ με τα περισσότερα χτυπήματα του blog - πάνω από 24.000. (Αυτό το λέει ο blogger, αν και τα στατιστικά του δεν είναι και τόσο εμπιστεύσιμα).
Εδώ τα χώνουμε λοιπόν στον Σταύρο Θεοδωράκη, σε σχέση με τον Μανώλη Αγγελόπουλο...
(όσοι και όσες δεν το έχουν δει θα βρουν πραματάκια)
https://diskoryxeion.blogspot.com/2014/01/blog-post.html

22/3/2023
Και το τραγούδι είναι καλό, αλλά εγώ το προτείνω για την ενορχήστρωση, τα παιξίματα και την ηχογράφηση-παραγωγή. Μεγάλοι μουσικοί (δεν ξέρω ποιοι είναι, αλλά μπορώ να υποθέσω), που τα χώνουν άγρια (ακούστε τον μπασίστα – τρομάζεις έτσι όπως παίζει), μέσα σ’ ένα σχεδόν... μπαρόκ σκηνικό, πλημμυρισμένο από φοβερό παλμό και ασύστολη έξαψη.
Μπορεί να έχει προχωρήσει η τεχνολογία, έτσι λένε, αλλά τέτοιες ηχογραφήσεις δεν γίνονται τώρα ούτε με σφαίρες. Όλα ακούγονται ψεύτικα, φτιαχτά και προγραμματισμένα. Και πρέπει να είναι κάτι πολύ σπουδαίο, για να αγνοήσεις το πώς ηχογραφείται.
Εδώ υπάρχει μόνον αλήθεια. Και δεν λέμε για μουσική-στίχους-ερμηνεία. Άσε το αυτό. Λέμε για τα άλλα... (Δημήτρης Ξανθάκης, 1976)
https://www.youtube.com/watch?v=YUFSQDWfZ0M

22/3/2023
Κάτι από τα παλιά... από το 2015... για να ξαναγελάσουμε λιγάκι...
«Ελπίζω πως ο σπόρος του διχασμού, που τόσο απερίσκεπτα έριξαν κάποιοι στην ελληνική κοινωνία, για να εξυπηρετήσουν μόνο τα μικροκομματικά τους οφέλη, δεν θα καρποφορήσει. Και όσο μπορώ να ξέρω περπατώντας στη Δυτική Αθήνα, στο ΑΙΓΑΛΕΩ, στην ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ και στο Χαϊδάρι νομίζω ότι ο λαός θα παραμερίσει όλους αυτούς τους άφρονες που πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα για έναν επόμενο διχασμό(…)».
Σταύρος Θεοδωράκης
Δηλώσεις στο Χαϊδάρι του... μεγάλου πολιτικού ανδρός ήταν αυτές, την ημέρα του δημοψηφίσματος του 2015. Να και λίγα αποτελέσματα...
ΟΧΙ
Ασπρόπυργος 79,20%, Φυλή 77,22%, Πέραμα 76,64%, Μενίδι 75,25%, Κερατσίνι - Δραπετσώνα 72,84%, Νίκαια - Άγιος Ιωάννης Ρέντης 72,61%, ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ 72,75%, Ελευσίνα 71,88%, Λαυρεωτική 71,81%, Ταύρος 71,28%, ΑΙΓΑΛΕΩ 70,68%, Περιστέρι 70,31%...
ΝΑΙ
Εκάλη 84,62%, Διόνυσος 69,78%, Βουλιαγμένη 66,27%, Δροσιά 65,42%, Κηφισιά 64,59%, Βούλα 63,88%...
Περνάει ακόμη από τη Δυτική Αθήνα ο κυρ-Σταύρος;

21/3/2023
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Την Αννίτα Κουτσουβέλη την ξέρουν μόνον οι ρέκτες του ελληνικού ροκ. Πιο λίγοι κι απ’ αυτούς είναι εκείνοι που την ξέρουν από τα ποιητικά βιβλία της, ενώ ακόμη λιγότεροι έχουν δει τις ταινίες που έχει παίξει.
H Κουτσουβέλη υπήρξε μαθήτρια του Lee Strasberg στην Αμερική (Actors Studio), έγραψε ποίημα για τον Martin Luther King, όπως και για τις δολοφονίες των τεσσάρων φοιτητών από την Εθνοφυλακή του Ohio, στο πανεπιστήμιο του Kent, στις 4 Μαΐου 1970, κατ’ αναλογία με τους Crosby, Stills, Nash & Young και το τραγούδι τους “Ohio” – και γενικώς είχε καλές προθέσεις εκείνο το κορίτσι, που πλέον δεν βρίσκεται στη ζωή, ασχέτως του γεγονότος πως δεν ήξερε να τραγουδάει.
Οι συλλέκτες σκίζονται για να βρουν το δισκάκι της εν τω μεταξύ (απορώ πώς το έβγαλε ο Πατσιφάς, έστω και στην τουριστική Minerva), δίνοντας πολλά λεφτά (για μένα, σαν άκουσμα δεν αξίζει φράγκο – παρά τις καλές προθέσεις), ενώ τα βιβλία της είναι πιο εύκολο να εντοπιστούν και σίγουρα είναι φθηνότερα, και καλύτερα. Εννοώ πως τα ποιήματα της Κουτσουβέλη είναι αξιοπρεπή, εν αντιθέσει με τα τραγούδια της που δεν ακούγονται. Για τις ταινίες της δεν ξέρω...
Το βιβλίο της Αννίτας Κουτσουβέλη «Κόσμος» από το 1971 το έχω βρει 2-3 φορές, στα 10 ευρώ ή και λίγο παραπάνω, αλλά περίμενα να το βρω κάποια στιγμή εντελώς φτηνό και τότε το αγόρασα. Κάποιοι παλαιοβιβλιοπώλες έχουν κάνει τη σύνδεση με το ελληνικό ροκ και το «χτυπάνε» λίγο, ψάχνοντας πελάτες ανάμεσα σ’ αυτούς που αναζητούν το δισκάκι της, αλλά αυτοί που ψάχνουν για δίσκους, δεν ενδιαφέρονται συνήθως για τα βιβλία – ας το ξέρουν αυτό οι παλαιοβιβλιοπώλες...

21/3/2023
Το ακούω τις τελευταίες μέρες συνεχώς. Τεράστιο άλμπουμ από τον Μπάμπη Παπαδόπουλο. Με διαφορά ο πιο δημιουργικός μουσικός της γενιάς του και όχι μόνο – δηλαδή απ’ αυτούς που είναι σήμερα ανάμεσα στα 50 με 60-65. Έχω ήδη γράψει κείμενο, αλλά θα δημοσιευθεί εν καιρώ, επειδή ποτέ δεν δημοσιεύω κριτικές εν θερμώ. Συγκλονιστικό και συνάμα συγκινητικό κομμάτι, μόνο με τρεις κιθάρες κι ένα μπάσο! Δεν παίζεται ο άνθρωπος... Ποίηση... Πετάτε τους δίσκους σας από τα παράθυρα...
(Προσωπικά το ακούω κάπως σαν την Διεθνή. Κομμάτι για το δρόμο...)
https://www.youtube.com/watch?v=cMcIno05WH0

21/3/2023
Πριν από τους Πελόμα Μποκιού ο Τάκης Μαρινάκης έπαιζε ντραμς στους Blue Rocks (το 1968), και λογικά ακούγεται εδώ (το έχει πει ο ίδιος πως είχε ηχογραφήσει με τους Blue Rocks - ένα από τα λίγα γκρουπ, τότε, που είχαν γυναίκα στη σύνθεσή τους). Εν ειρήνη...
https://www.youtube.com/watch?v=1m_dOYdWhBo

20/3/2023
>>«Ωραία. Στο Μάτι γιατί δεν είχαμε διαδηλώσεις;».
-Γιατί ήταν καλοκαίρι, είχαν πάει για μπάνια. «Οχι, δεν είναι αυτός ο λόγος. Ο λόγος ήταν ότι οι αντίθετοι, η Νέα Δημοκρατία, δεν καλούσαν τον κόσμο να διαμαρτυρηθεί».<<

1. Δεν καλούσε η ΝΔ τους οννεδίτες να διαμαρτυρηθούν (γιατί αυτός είναι ο... κόσμος της), επειδή είχαν πάει για μπάνια.
2. Αλλά και να ’τανε χειμώνας, και να μην είχαν πάει οι οννεδίτες για μπάνια, η δεξιά μπορεί να βγάλει κόσμο έξω, μόνον αν έχει ακροδεξιά και φιλελέδικη ατζέντα, βλ. μακεδονικό, μενουμευρώπηδες, λαοσυνάξεις Χριστόδουλου και τέτοια.
3. Τον κόσμο δεν τον βγάζει ο Σύριζα έξω, για να διαμαρτυρηθεί για τα Τέμπη. Και δεν είναι ο κόσμος, γενικώς και αορίστως, που διαμαρτύρεται, αλλά βασικά η νεολαία. Γιατί νέοι άνθρωποι χάθηκαν – και γιατί θα μπορούσε όλοι αυτοί που βγαίνουν στους δρόμους να ήταν στις θέσεις εκείνων που δολοφονήθηκαν. Αυτό το κρύβουν εντέχνως -το ότι είναι η νεολαία που πρωτοστατεί στις διαδηλώσεις-, για να παρασιωπούν το χάσμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στο νέο κόσμο και την κυβέρνηση.
Κατά τα λοιπά κουβέντα για πολλά γέλια...

20/3/2023
Πολύ ωραία εκτέλεση. Υποτιμημένο κομμάτι από τους... υποτίθεται ψαγμένους ροκάδες. Εγώ, που το άκουσα τότε που βγήκε, το άκουγα κάθε μέρα επί μήνες. Από πειρατική κασέτα Radial...
https://www.youtube.com/watch?v=0IyXaUWVydg

20/3/2023
Στο νέο Yellow Box, που κυκλοφορεί στα περίπτερα...

19/3/2023
Κανονικά, αν είχαν περάσει από διαφωτισμό, θα έπρεπε να ξεσηκωθούν αν το όριο συνταξιοδότησης πήγαινε από τα 62 στα 60, και όχι γιατί θα πάει από τα 62 στα 64... (γέλιο)

19/3/2023
>>Ολική επαναφορά Πολάκη: Επιτέθηκε σε Χατζηνικολάου λίγες ώρες μετά την επιστροφή<<
Το παρουσιάζουν λες και του την είχε στημένη σε κάποια γωνία και μόλις εμφανίστηκε ο Χατζηλάουλάου, του την έπεσε ο άτιμος ο μπαμπέσης ο κρητικός, ο μοβόρος, η μαύρη ψυχή, το βρωμόσκυλο του κερατά...
Ρε μην... επιτίθεστε στον Χατζηλάουλάου. Να τον ραίνετε μόνο με ροδοπέταλα...

18/3/2023
Τον είχα βρει κάποτε αυτό τον δίσκο μπροστά μου και δεν τον αγόρασα, γιατί ήταν λίγο ακριβός και μου φαινόταν τουριστικός. Καλά να πάθω... Ας επανεκδοθεί κι αυτός κάποια στιγμή σ' ένα φτηνό βινύλιο. Σε χαρτί λεπτό, λίγο γυαλιστερό και φάκελο wrap-around. The Greeks / Εύη Μυλοπούλου...
https://www.youtube.com/watch?v=NQyFZw-l9qo

18/3/2023
>>Μητσοτάκης: Η καλύτερη δικαίωση των θυμάτων στα Τέμπη να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα ξαναγίνει<<
Δικαίωση για τα θύματα δεν υπάρχει. Δεν χάθηκαν στο μέτωπο της Αλβανίας, δεν έπεσαν υπέρ πατρίδος σε καιρό πολέμου. Μόνο εκεί υπάρχει δικαίωση. Το να πολεμάς εν γνώσει σου ότι μπορεί να σκοτωθείς, για τη υπεράσπιση και τη λευτεριά της πατρίδας σου. Το να μιλάς για δικαίωση θυμάτων, σε καιρό ειρήνης, δηλαδή το να αντιλαμβάνεσαι το έγκλημα που διέπραξες ως δήθεν θυσία ανθρώπων, που δεν είχαν κανέναν απολύτως λόγο να θυσιαστούν, είναι ύβρις, είναι κοροϊδία και αποποίηση-μετάθεση ευθυνών και όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, στο κοινωνικό επίπεδο, θέτει τον εαυτό του εκτός της κοινωνίας και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ασχολείσαι μαζί του.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

LUNG τεύχος #17, Μάρτιος 2023

Το LUNG συνεχίζει την περιοδική πορεία του, έχοντας το νέο 17ο τεύχος του σε κυκλοφορία, πάντα στο γνωστό σχήμα με τις 105 γεμάτες σελίδες και με το εξ ίσου γεμάτο CD-R, με τα 15 tracks (παραγωγής 2022-23).
Αυτά που έχουμε γράψει στο παρελθόν για το LUNG ισχύουν και για το παρόν τεύχος φυσικά, και σε σχέση με την ύλη του και σε σχέση με την κυκλοφορία του αυτή καθ’ αυτή – γεγονότα, αμφότερα, που επιβεβαιώνουν την ανεξαρτησία του.
Η ύλη πολλή και πλούσια και σ’ αυτό το τεύχος, με πάμπολλα κείμενα στο γνωστό στυλ τού fanzine-περιοδικού – με στόχευση, δηλαδή, στην εναλλακτική σκηνή και στις ποικίλες εκφάνσεις της (post-rock, pop, folk, psych, black metal, electro κ.λπ.).
Τα κείμενα τώρα, χοντρικά, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Είναι οι παρουσιάσεις-δισκοκριτικές, είναι τα αφιερώματα και είναι και οι συνεντεύξεις, με πλήθος κειμένων για κάθε κατηγορία.
Το αφιέρωμα που κυριαρχεί είναι εκείνο στο indie-folk, για τα πρώτα 23 χρόνια του νέου αιώνα (υπάρχει, όμως, και η σύνδεση με το παρελθόν), που καταλαμβάνει 16 σελίδες (από την 30 έως την 46), ενώ ακολουθεί εκείνο για την Creep Records (την εταιρεία-ναυαρχίδα του ελληνικού new-wave και των παρακλαδιών του, από την δεκαετία του ’80) ως επίσης και το ενδιαφέρον “Lost Jazz Albums” (με νύξεις σε «χαμένους» δίσκους των John Coltrane, Charles Mingus, Miles Davis κ.ά.).
Ξεχωρίζουν, επίσης, οι αναφορές στους Yo La Tengo, η συνέντευξη με τους And Also the Trees, τα κείμενα για τους Mecano, τον Jason Molina, τον Oren Ambarchi, τους avant-metal Neurosis (από το Oakland της Καλιφόρνιας), τα σχετικά με την επανέκδοση της «Ύδρας των πουλιών» (Εγγονόπουλος, Πουλικάκος, Socos) και άλλα διάφορα. Δείτε τα περιεχόμενα...
Πολύ ενδιαφέρον είναι και το CD, με πολλά και καλά κομμάτια, ελληνικά και ξένα, ωραία τοποθετημένα, που διακρίνονται για την μεγάλη αισθητική ποικιλία τους (παιδιά να βάζετε νούμερα στο track list, στο back cover του CD, γιατί ψάχνουμε να δούμε τι ακούμε και δεν το βρίσκουμε εύκολα).
Το έχουμε γράψει κι άλλες φορές για το LUNG, και το ξαναλέμε. Μία πολύ καλή προσπάθεια.
Επαφή: www.lungfanzine.gr

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΤΣΥΦΑΣ το ενδιαφέρον κιθαριστικό άλμπουμ του

Ο Θοδωρής Κότσυφας (Thodoris Kotsifas) είναι κιθαρίστας (ηλεκτρικός-ακουστικός) και μπασίστας, και σ’ αυτό το άλμπουμ του, το “New War Design” [Puzzlemusik, 2023], που περιέχει μόνον instrumentals, τον συνοδεύουν μερικοί ακόμη μουσικοί όπως οι Ορέστης Πετράκης πιάνο, πλήκτρα, Θάνος Χατζηαναγνώστου ντραμς, Δημήτρης Κλωνής ντραμς και Γιάννης Παπαδόπουλος πλήκτρα, ενώ σαν guests ακούμε και τους Haig Yazdjian ούτι και Ανδρέα Πολυζωγόπουλο τρομπέτα.
Το άλμπουμ του Θ. Κότσυφα διαθέτει ευφάνταστο εξώφυλλο, έχει χαρτονένιο cover, που ξεδιπλώνει στα τρία –είναι ελκυστικό δηλαδή ως εξωτερική εμφάνιση–, ενώ δεν χάνεται το ενδιαφέρον μας, γι’ αυτό, και κατά την διάρκεια της ακρόασης, όταν αποκαλύπτονται και οι όποιες αρετές του.
Κατ’ αρχάς να πούμε, αν και είναι ήδη φανερό, πως ο δίσκος αυτός στηρίζεται βασικά στις συνθέσεις του Κότσυφα και βεβαίως στα κιθαριστικά παιξίματά του. Όχι πως οι άλλοι μουσικοί ακούγονται ως τυπικά «συμπληρώματα», αν και, σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος τους είναι πολύ συγκεκριμένος, ου μην αλλά και περιορισμένος.
Λογικό, από μια πλευρά. Ο Κότσυφας συνθέτει για την κιθάρα του, ενώ δεν είναι λίγη η παρουσία του στον ρυθμικό τομέα της εγγραφής, αφού παίζει και μπάσο, επιμελούμενος και τις ενορχηστρώσεις.
Τα πλήκτρα έχουν βεβαίως μια παρουσία, κυρίως για να «γεμίζουν» τον ήχο, είτε διαρκώς στο background είτε με ξαφνικά breaks, ενώ καθοριστική θα χαρακτηρίζαμε και την παρουσία των ντραμς, που είναι διπλά, και ηχογραφημένα μπροστά και δυνατά.
Το ύφος του Κότσυφα είναι σε γενικές γραμμές το fusion και μαζί μ’ αυτό το εκλεπτυσμένο hard rock. Δηλαδή το άκουσμα είναι συχνότερα rock και λιγότερο συχνά jazz, με ήχους από Jeff Beck, Joe Satriani, Allan Holdsworth και άλλους «ήρωες» του fusion και του hard rock, των eighties και των nineties, να αποτελούν τις δημιουργικές αναφορές.
Λέμε «δημιουργικές», γιατί οι συνθέσεις του Κότσυφα είναι προσεγμένες, με ωραίες κιθαριστικές φρασεολογίες, μελωδικές αρετές και παιξίματα με δοκιμασμένες τεχνικές, υπό τύπου ασκήσεων, που σίγουρα θα τα βρουν πολύ ενδιαφέροντα (τα παιξίματα) όχι μόνον οι ακροατές αυτού του στυλ, μα και οι σπουδαστές της ηλεκτρικής κιθάρας.
Πολύ καλό το κλείσιμο με το 12λεπτο “A daily ray of light”.
Επαφή: www.puzzlemusik.com

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

ESP-DISK: μία από τις πιο σημαντικές ανεξάρτητες εταιρείες στην ιστορία της jazz και όχι μόνο – Μια σειρά από άλμπουμ, με πολύ ιδιαίτερες μουσικές, που θεωρούνται πλέον θρυλικά

Δημιούργημα του δικηγόρου Bernard Stollman (1929-2015), η ESP-Disk (ή Esperanto-Disk) έκανε αισθητή την παρουσία της στα μέσα των σίξτις, όταν έδωσε βήμα σε ό,τι πιο «προχωρημένο» αναπτυσσόταν στις ζωντανές σκηνές της ανατολικής αμερικάνικης ακτής (Νέα Υόρκη κυρίως), προσφέροντας στέγη –αν και όχι τροφή– σε καλλιτέχνες που άλλαζαν το σκηνικό στη «μεγάλη μαύρη μουσική», δηλαδή στην jazz, μα ακόμη και στο rock, στο folk και στην avant-garde.
Όλοι, βεβαίως, θα θυμούνται την ESP-Disk εξαιτίας των ηχογραφήσεων εκεί του Albert Ayler και ακόμη του Sun Ra και των Fugs, αλλά και λόγω Archie Shepp, Paul Bley, Pharoah Sanders, Ornette Coleman, Marion Brown, Burton Greene, Ran Blake, Milford Graves, Frank Wright, Henry Grimes, Gato Barbieri, Pearls Before Swine, Godz και ακόμη, λόγω Timothy Leary, William Burroughs, Ed Askew, Cromagnon... και... και... και... Ένας απίστευτος κατάλογος!
Ο Bernard Stollman, που ως δικηγόρος είχε υπάρξει εκφραστής κάποιων «συμφερόντων» της Billie Holiday και του Charlie Parker, δεν ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που ζούσαν για τη μουσική. Κάποια αισθητική ανάγκη ή κάτι άλλο φαίνεται πως τον έσπρωξε προς την υπόγεια σκηνή των κλαμπ της Νέας Υόρκης, εκεί στις αρχές του ’60, βάζοντας ο ίδιος ως σκοπό της ζωής του να βοηθήσει ορισμένους μαύρους μουσικούς, που αγωνίζονταν να εκφράσουν το καινούριο.
Έτσι κάπως θα βρεθεί μια νύχτα στην Chambers Street για ν’ ακούσει τον Cecil Taylor και κάπως έτσι θα γνωριστεί με τον Ornette Coleman, κυκλοφορώντας στην ESP-Disk ένα δικό του session στο Town Hall, από το 1962.
Και βεβαίως, λίγο πριν την Πρωτοχρονιά του ’64, σ’ ένα άλλο κλαμπ, το Baby Grand στο Χάρλεμ, ο Stollman θα πάει «φυτευτός» για να δει τον Albert Ayler. Ο Ayler έπαιζε εκεί και ο δικηγόρος, που παρότι δεν ήξερε πολλά από jazz, αλλά το μάτι του «έκοβε», κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο έχοντας την πρόταση επί θύραις:
«Φίλε ξεκινάω μια εταιρία και θέλω να είσαι ο πρώτος καλλιτέχνης που θα ηχογραφήσω. Είσαι;». Ο Albert Ayler «ήταν» ως γνωστόν και η ιστορία γράφτηκε.
Αλλά, τέλος πάντων, τι είδους ετικέτα θα ήταν εκείνη που θα έφτιαχνε ο Stollman, αλλάζοντας ή μάλλον γράφοντας ένα μοναδικό κεφάλαιο στη σύγχρονη μουσική; Πρότυπό του, βάσει όσων ο ίδιος είχε πει, ήταν η περίφημη Folkways του Moses Asch – μια εταιρία την οποία ήξερε από κοντά ο φίλος μας, αφού παρείχε κι εκεί νομικές υπηρεσίες.
Τού άρεσε η προσήλωση της ετικέτας στην αμερικανική μουσική, αλλά, κυρίως, του άρεσε η αισθητική της Folkways με τους στιβαρούς μαύρους χαρτονένιους φακέλους και τα κολλημένα χαρτιά με τα στοιχεία.
Μέχρι το 1968 η ESP-Disk δούλεψε καλά (οι Pearls Before Swine, που ήταν το εμπορικότερο όνομά της, είχαν πουλήσει 250 χιλιάδες αντίτυπα), συνεχίζοντας να κυκλοφορεί άλμπουμ για μερικά ακόμη χρόνια, πριν διακόψει, προσωρινά –γιατί η ESP-Disk υπάρχει και σήμερα– στα μέσα της δεκαετίας του ’70.

ESP-DISK «κλασικοί» δίσκοι και λοιπές ιδιαιτερότητες
«Κλασικό» για τα μέτρα της ESP-Disk, σημαίνει π.χ. ο πρώτος δίσκος του Paul Bley Quintet (στην ετικέτα). Μάλιστα το “Barrage”, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του ’64, ίσως να λογίζεται και ως το παρθενικό, σκιώδες έστω, άλμπουμ της Carla Bley, μιας και ο Paul Bley επιλέγει να παρουσιάσει, σ’ αυτό, αποκλειστικά δικές της συνθέσεις.
Με καίρια μπάντα συνοδείας (Eddie Gomez μπάσο, Milford Graves κρουστά, Dewey Johnson τρομπέτα και Marshall Allen άλτο, που προερχόταν από την Sun Ra Arkestra βεβαίως) ο Paul Bley χτίζει ένα μοναδικό περιβάλλον, στο οποίο συγκρούονται οι cool αναφορές του –μοντερνιστής, αλλά περισσότερο κοντά στον Bill Evans, παρά στον Cecil Taylor– με το γεμάτο πάθος και θέρμη παίξιμο των υπολοίπων.
Μία από τις πιο αινιγματικές φιγούρες της περιόδου ήταν ο βοστονέζος πιανίστας Lowell Davidson, που είχε προταθεί στην ESP-Disk από τον Ornette Coleman. Έτσι, τον Ιούλιο του ’65, ο Davidson θα μπει για πρώτη φορά (μάλλον) σε στούντιο και «με τη μία» θα γράψει το “Trio”, συμπράττοντας με τους Gary Peacock μπάσο και Milford Graves κρουστά.
Βιοχημικός στο κανονικό του επάγγελμα, αυτός ο μάλλον παράξενος άνθρωπος, προσπάθησε να ενσωματώσει στο πιάνισμά του στοιχεία της χρωματικής θεωρίας.
Τούτο τον έκανε να μοιάζει ακόμη περισσότερο με τον Paul Bley για παράδειγμα, αν και ακούγοντας κομμάτια όπως το “Stately 1” αντιλαμβάνεσαι την «απέχθεια» του Davidson για την cool προσέγγιση και, παράλληλα, το δόσιμό του σ’ έναν ιδιότυπο, ευρωπαϊκής αίσθησης, ρομαντισμό.
Απλές μελωδικές φράσεις, σύντομα θέματα μεγάλης εκφραστικής δύναμης, που στέκονται αυτόνομα μέσα στη συνολικότερη σύνθεση, ένας Keith Jarrett πριν από τον Keith Jarrett, που έπαυσε επίσημα να ηχογραφεί, που είχε κάποιο σοβαρό ατύχημα στο εργαστήριό του και που πέθανε ξεχασμένος κοντά στα 50 του, το 1990.
Ο reedman Giuseppi Logan –χειριζόταν άλτο, τενόρο, μπάσο κλαρίνο, φλάουτο, άλλα «εξωτικά» πνευστά– είναι μία από τις πιο αινιγματικές free προσωπικότητες της εποχής.
Συνεργάτης των Archie Shepp, Pharoah Sanders και Bill Dixon, σχημάτισε εκεί γύρω στο ’64 το δικό του κουαρτέτο αποτελούμενο από τους Don Pullen πιάνο, Eddie Gomez μπάσο και Milford Graves κρουστά. Με αυτήν ακριβώς την line-up θα ηχογραφήσει τον Οκτώβριο του ’64, στη Νέα Υόρκη, το πρώτο άλμπουμ του –θ’ ακολουθήσει λίγο αργότερα το “More”, ενώ τον Απρίλιο του ’66 θα συμμετάσχει και στο “College Tour” της τραγουδοποιού Patty Waters, πάντα για την ESP-Disk–, στο οποίο εμφανίζει όλα εκείνα τα ιδιώματα της σύγχρονης μαύρης μουσικής που έδειχνε, τότε, να τον ενδιαφέρουν.
Τις πρώιμες world αναφορές, κυρίως την ινδική ρυθμοδυναμική, με την επαναληπτικότητα υπό μορφή «κύκλων» και βεβαίως το ψάξιμο του ήχου των οργάνων. Στο άλτο π.χ., το βασικό του πνευστό, κατόρθωνε να παράγει πάνω από τέσσερις οκτάβες, κρατώντας το κεφάλι του πολύ πίσω καθώς φυσούσε, γεμίζοντας τα πνευμόνια του και το όργανο με αέρα, που μπορούσε να τον κάνει ό,τι ήθελε. Δυστυχώς για εκείνον ο δύστροπος, οξύθυμος χαρακτήρας του, αλλά και η ροπή του προς τα ναρκωτικά, τον έθεσαν από πολύ νωρίς εκτός μάχης. Κι εδώ είναι το θαύμα.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά, το 2008, τον Giuseppi Logan θα τον ανακαλύψει μία χριστιανική ιεραποστολική ομάδα στη Νέα Υόρκη. Αποτέλεσμα; Να ξαναμπεί στο στούντιο, ηχογραφώντας τον πρώτο του δίσκο μετά από 44 χρόνια! (Πρόκειται για το “Giuseppi Logan Quintet” στην νεοϋορκέζικη Tompkins Square, το 2010).
Το 1967 ο Gato Barbieri είχε ήδη μία πολύχρονη καριέρα πίσω του, ξεκινώντας από την πατρίδα του την Αργεντινή στα τέλη του ’50 και λίγο αργότερα από την Ιταλία, στην οποία θα βρεθεί το 1962, εκεί όπου θα γνωρίσει τον Don Cherry – τον μουσικό που θ’ αλλάξει έκτοτε τους αισθητικούς προσανατολισμούς του.
Τον Μάρτιο του ’67 ο Barbieri μπαίνει σε κάποιο νεοϋορκέζικο στούντιο για να γράψει το “In Search of the Mystery”, το πρώτο και τελευταίο άλμπουμ του για την ESP-Disk (μπροστά στο εξώφυλλο δεν υπήρχε ουδεμία ένδειξη)
Η ηχογράφηση είναι από ’κείνες που θα λέγαμε «μια κι έξω». Είναι σίγουρο πως έγινε μέσα σε ελάχιστες ώρες και, το κυριότερο, είναι σίγουρο πως έγινε για κάποιον πολύ συγκεκριμένο λόγο. Για ν’ αποσαφηνιστεί, βασικά, η σχέση του Gato Barbieri με τον τελευταίον ήχο του John Coltrane και κυρίως με τον ήχο του Albert Ayler.
Το υλικό είναι «ελεύθερο» (συνοδεύουν οι Calo Scott τσέλο, Norris “Sirone” Jones μπάσο, Bobby Kapp ντραμς) κι εκείνο που αξίζει να πούμε είναι πως, εδώ, διακρίνεται ο trippy-space και πάντα θρασύς ήχος του Barbieri, εκείνος που θα έφθανε στο αποκορύφωμά του με τους εκπληκτικούς δίσκους του στην Flying Dutchman, λίγο καιρό αργότερα.  
Το παίξιμο και τον ήχο του κρουστού Milford Graves μπορεί κανείς να τα ακούσει σε δεκάδες άλμπουμ, όντας δίπλα (ή μέσα) στους New York Art Quartet, Jazz Composer’s Orchestra, Albert Ayler, Paul Bley, Giuseppi Logan, Miriam Makeba, Andrew Cyrille, John Zorn κ.ά.
Στο μοναδικό προσωπικό του LP στην ESP-Disk ως leader, με τον υπότιτλο “Percussion Ensemble”, ο Graves μαζί με το συνοδοιπόρο του περκασιονίστα Sunny Morgan, παρουσιάζουν ένα μοναδικό only percussions album (ηχογράφηση από τον Ιούλιο του ’65), το οποίο θα άφησε πολλά στόματα ανοιχτά στην εποχή του – αν και η ουσία είναι πως τέτοια έργα, με τόση ιστορία πίσω τους, ακούγονται σήμερα όχι, απλώς, ως ντοκουμέντα (του τότε), μα κυρίως ως προτάσεις (του αύριο).
Είναι, με άλλα λόγια, αυτή η χαμηλών τόνων homemade αντίληψη –οι άνθρωποι χειρίζονται μόνον 4-5 κρουστά–, μέσω μιας, εκλεπτυσμένης και διαποτισμένης από το zen, μινιμαλιστικής φιλοσοφίας, η οποία δημιουργεί τετελεσμένο. Όλοι οι τίτλοι των θεμάτων είναι “Nothing” (είπαμε... το zen), έχοντας δίπλα τους κάποια νούμερα (5-7, 11-10, 19, 13), τα οποία μοιάζει ν’ αντιστοιχούν στα beats των περκασιονιστών ανά (μουσικό) μέτρο. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, δεν είναι ν’ απορεί κανείς για το γεγονός πως το άλμπουμ ολοκληρώνεται απολαυστικά, σε λιγότερο από 34 λεπτά.
Μπασίστας στην περίφημη Arkestra του Sun Ra, την περίοδο 1958-1966 και περιστασιακά έως τις αρχές των seventies, ο Ronnie Boykins είναι ένας μουσικός που άργησε να δει προσωπική δουλειά του στο βινύλιο – γεγονός που συνέβη μόλις το 1975, όταν το “The Will Come, Is Now” πρωτοκυκλοφόρησε από την ESP-Disk.
Ο Boykins, στα mid-seventies, είχε μεταπηδήσει πια σ’ έναν άλλον αστερισμό – εκείνον του jazz underground, με το «βαθύ» spiritual αποτύπωμα.
Με έξοχες μελωδικές στιγμές, πληθωρικά παιξίματα από τρεις σαξοφωνίστες κι έναν τρομπονίστα (Joe Ferguson, Monty Waters, James Vass, Daoud Haroom), δύο κρουστούς εν παρατάξει (Art Lewis, George Avaloz) και με το κοντραμπάσο άλλοτε «σκέτο» και άλλοτε με δοξάρι (“Starlight at the wonder inn”) να παραλληλίζεται με τις γραμμές των πνευστών, ο Ronnie Boykins προσφέρει ένα opus της black jazz ικανό να συναγωνιστεί –όχι πως ήταν αυτός ο σκοπός του– τα μεγάλα άλμπουμ των Art Ensemble of Chicago.
Κορυφαία στιγμή η παρουσία του «μυστικού» deep afro-jazz “The third I”, που αναπαριστά τον φυσικό κόσμο της ζούγκλας.
Ένα από τα πιο ιδιόμορφα άλμπουμ της ESP-Disk υπήρξε ασυζητητί το «σκοτεινό», αλλά ιδιαίτερης συναισθηματικής δύναμης, “Color by the Number” (1969) του MIJ (άλλως Jim Holmberg).
Πρόκειται για ένα από τα πιο απροσάρμοστα, αλλά με μεγάλη καλλιτεχνική αξία, folk LPs που ηχογραφήθηκαν τότε στην Αμερική, απολύτως συμβατό ακόμη και με τις νεότερες lo-fi folk αναζητήσεις.
Προσωπική ανακάλυψη του Bernard Stollman, ο MIJ, αυθεντικός performer του δρόμου, παρουσιάζει ένα υλικό στηριγμένο στο ταλέντο του φυσικά – μα και στον τρόπο εκμετάλλευσης του reverb, το οποίο επιφυλάσσει για την κιθάρα και τη φωνή του (τραγούδι με yodeling και όχι μόνο) ο μηχανικός ήχου Onno Scholtze.
Κομμάτια όπως τα “Never be free”, “Look into the (k)night” και “Grok” αποτελούν μεγάλες στιγμές του ακουστικού psychedelic-folk, οι οποίες ακούγονται εντελώς «προχωρημένες» ακόμη και σήμερα. Ένα εξωπραγματικό άλμπουμ!
Όσο περνούσε ο καιρός εν τω μεταξύ φαίνεται πως η κατάσταση «ξέφευγε» τελείως από τα χέρια του Bernard Stollman, ο οποίος φιλοξενούσε πια στην εταιρεία του ό,τι πιο ιδιόμορφο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Και κάπως έτσι προκύπτει το άλμπουμ “We Are The Levitts” (1968) των Levitts, μιας οικογενειακής μπάντας την οποίαν οδηγούσε ο Al Levitt, ένας διακεκριμένος τζαζ ντράμερ, συνεργάτης των Charles Mingus, Lennie Tristano, Stan Getz, Paul Bley, Sidney Bechet, Stephane Grappelli και μερικών... εκατοντάδων άλλων.
Πίσω λοιπόν από τον Levitt στοιχίζονταν όχι μόνον η κυρία Stella Levitt, μα και τα τέκνα Michele, Teresa, Minou, Sean, George και Robin –όλοι έπαιζαν και τραγουδούσαν–, ενώ ανάμεσα υπήρχαν και κανονικοί μουσικοί, όπως ο Chick Corea!
Το άλμπουμ δεν περιγράφεται. Pop να το πεις; Flower-power μήπως; Folk με βραζιλιάνικες αναφορές ίσως; Είναι απ’ όλα – με τα tracksNotes so high”, “Fun city” και “Were all through” αληθινά να ξεχωρίζουν.
Και τώρα μερικά από τα κλασικά ονόματα της εταιρείας...

Albert Ayler και Henry Grimes
Πρώτος και καλύτερος ο σαξοφωνίστας Albert Ayler (1936-1970), μία από τις πολύ μεγάλες μορφές της free jazz και avant jazz των sixties.
O
Ayler, σ’ εκείνη τη φάση, στα χρόνια 1965-66, τυπώνει τέσσερα άλμπουμ στην ESP-Disk, τα “Spiritual Unity”, “Bells”, “New York Eye and Ear Control” και “Spirits Rejoice”, έχοντας πάντα δίπλα του τον ντράμερ-περκασιονίστα Sunny Murray, συχνότατα τον κοντραμπασίστα Gary Peacock, μα και άλλους κατά περίπτωση μουσικούς.
Και τα τέσσερα αυτά LP θεωρούνται must have, για κάθε free jazz δισκοθήκη, περιέχοντας εντελώς δημιουργική και βασικά... ανήκουστη έως τότε μουσική, με ισχυρό πνευματικό στοιχείο, ανακατωμένη με δυναμικές εκρήξεις και λυρικές εκτροπές (στο τενόρο σαξόφωνο) και πάντα με απροσδόκητη εξέλιξη.
Ειδικότερα, τώρα, το άλμπουμ “New York Eye and Ear Control” αποτελούσε σάουντρακ μιας πειραματικής ταινίας του σκηνοθέτη Michael Snow, με τον ίδιο τίτλο, με το παίξιμο του Albert Ayler να αναδύει εκείνη τη βαθιά μελαγχολία «των θρησκειών του παλιού καιρού», κάτω από τις μυστικιστικές επιδράσεις των οποίων δημιουργούσε συνήθως.
Θυμόμαστε ακόμη τη συνέντευξη του μπασίστα Henry Grimes, στο περιοδικό “The Wire” (issue 227, 1/2003), στον άνθρωπο που τον «ανακάλυψε», κάποιον jazz-fan ονόματι Marshall Marrotte, σ’ ένα ξενοδοχείο του L.A.
Εξαφανισμένος κοντά 33 (τότε) χρόνια, πρεσαρισμένος για κάποιο διάστημα από μανιοκατάθλιψη και παντελώς έξω από τα πράγματα, ο Grimes αγνοούσε πως ο Albert Ayler και κάμποσοι ακόμη μουσικοί με τους οποίους είχε βρεθεί στο πάλκο –Don Cherry, Ed Blackwell, Sonny Sharrock, Billy Higgins, Jimmy Lyons, Charles Moffet– ήταν ήδη πεθαμένοι!
Το μοναδικό «προσωπικό» άλμπουμ του Henry Grimes από τα sixties, που είχε τίτλο “The Call” (1966), τυπωμένο για την ESP-Disk φυσικά, είναι ένα ακόμη από τα διαμάντια της περιόδου.
Ο Bernard Stollman, σ’ ένα μικρό σημείωμά του στο μέσα μέρος της CD-reissue, το 2008, γράφει πως αντί το άλμπουμ αυτό να καταχωρίζεται στο όνομα του Grimes, θα ήταν πιο δίκαιο να υπογραφόταν από τους Henry Grimes και Peter Robinson, ομού.
Μπορεί και να έχει δίκιο (ο Stollman). Είναι, όντως, μεγάλη η συμβολή του (λευκού) κλαρινίστα Robinson, όχι μόνο συνθετικώς (υπογράφει δύο από τα έξι θέματα), όσο κυρίως στην οριστική διαμόρφωση του ήχου του τρίο –συμπληρώνει ο ντράμερ Tom Price–, ώστε κάτι τέτοιο να λέγεται τελικά, δίχως υποψία υπερβολής.
Βεβαίως, ο ρόλος του μπασίστα δεν μπορεί να υποτιμηθεί και αν κάτι τέτοιο συμβαίνει ευθύνεται περισσότερο η ηχογράφηση –με την εντελώς αρχαϊκή αποτύπωση του κοντραμπάσου– παρά η «φευγάτη» φαντασία και οι (ινδικοί) τρόποι του Grimes.
Σε μια γρήγορη ματιά, που ρίξαμε εκ των υστέρων στο διαδίκτυο, «συναντήσαμε» κριτικούς από Ευρώπη και Αμερική να υπερθεματίζουν για το “The Call” (πέντε αστέρια κ.λπ.). Λογικό. Μόνο έναν διαβάσαμε, ο οποίος αποφαινόταν με... ένα αστέρι. Όχι για τη μουσική, αλλά για να τα «ρίξει» στον Stollman. O οποίος λέγεται πως είχε δώσει, εφάπαξ, πριν από 57 χρόνια, δέκα δολάρια στον Grimes και έκτοτε ούτε σέντς!

To extreme folk στην ESP-Disk
Η Patty Waters μαζί με την Erica Pomerance, ήταν οι δύο folk κυρίες της ESP-Disk. Folk; Όχι ακριβώς...
Το “Sings”, πρώτο άλμπουμ της Waters στην νεοϋορκέζικη εταιρεία, αποδεικνύει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία τυπική folk περίπτωση. Βεβαίως, το ρεπερτόριο μπορεί να ήταν folk, ή σχεδόν folk, αλλά ο τρόπος που τραγουδά η Patty Waters (μελετώντας την Billie Holiday) ήταν jazz ή, μάλλον, κάτι πέρα από την jazz.
Όλα καλά λοιπόν με την πρώτη πλευρά του δίσκου (και την αφηγηματική της νηνεμία), δεν έχει να πει κανείς πολλά. Τα πολλά βγαίνουν στη φόρα με το 14λεπτο folk στάνταρντ “Black is the color of my true love’s hair”, που κλείνει το άλμπουμ.
Έχοντας αφήσει το πιάνο της στην άκρη και «προσλαμβάνοντας» τους Burton Greene πιάνο, Steve Tintweiss μπάσο και Tom Price κρουστά, ως μουσικούς συνοδούς, η Patty Waters διαλύει τούτον τον βαθιά συναισθηματικό folk ύμνο, «κόβοντάς» τον στα φωνολογικά αρχέτυπά του.
Οι θυελλώδεις εκφορές της, στα όρια της κακοφωνίας α λα Yoko Ono και της παγανιστικής τελετουργίας α λα Diamanda Galás, κατατάσσουν, χωρίς μεγάλη σκέψη, την Patty Waters στη βάση της πυραμίδας του φωνητικού ακροβατισμού (βοκαλισμός). Εμπειρία να την ακούς, αλλά και τι εμπειρία θα ήταν να την ηχογραφείς το 1965!

Jazz & rock avant και world music
Οι Ritual-All-7-70, το project του Alan Sondheim, είναι αυτό το «άλλο», που θα ανέμενε ο καθείς από μία ετικέτα όπως η ESP-Disk.
Το δεύτερο άλμπουμ του σχήματος (πρώτο για τους Δίσκους Esperanto) είχε ως τίτλο το όνομά τους και ήταν ηχογραφημένο στην Providence του Rhode Island, τον Ιανουάριο του 1967.
Έξι μουσικοί αποτελούσαν το γκρουπ, με τον Sondheim να χειρίζεται πάνω από δέκα όργανα (από koto και bansuri, μέχρι άλτο σαξόφωνο και κιθάρες) και με τους υπολοίπους να συνοδεύουν αυτοσχεδιάζοντας.
Δεν είναι jazz, με τη στενή έννοια, ό,τι ακούγεται στο “Ritual-All-7-70”. Είναι μία εκτροχιασμένη world music –ο ίδιος ο Sondheim μιλά για τις μουσικές της Υεμένης, της Ινδίας, του Μπαλί, της Κίνας, την εβραϊκή, τη γαλλική και την jazz παράδοση– η οποία αντιμετωπίζεται μέσα στο πνεύμα της «ελεύθερης» θύελλας, που συνέπαιρνε, τότε, την εποχή.
Μοναδικό, απροσπέλαστο άκουσμα, με τα ηλεκτρισμένα, λαρυγγικά φωνητικά της Ruth Ann Hutchinson να παραπέμπουν σε «εκστατικές» καταστάσεις και με το πνεύμα του (ζώντος, ακόμη τότε) Albert Ayler να βαραίνει πάνω από τα φυσήματα τού Sondheim.
Ένα χρόνο αργότερα με το “T’other Little Tune”, επίσης στην ESP-Disk, o Sondheim θα δώσει το έργο της ζωής του, αφήνοντας άναυδους, χρόνια αργότερα, ακόμη και τους Nurse With Wound...
Ξανακούγοντας το LP των Cromagnon “Orgasm” ή “Cave Rock”, όπως ονομάστηκε αργότερα, αντιλαμβάνεσαι αμέσως γιατί αυτός ο δίσκος παραμένει μεταξύ των πιο απίστευτων ηχητικών γεγονότων, που κληροδότησαν τα sixties, ένα έργο για το οποίο το πρόθεμα proto δύναται να αποκτά, ακόμη και σήμερα, ακόμη και αύριο... άπειρες ολοκληρώσεις. 
Proto-punk, proto-kraut, proto-industrial, proto-EBM, proto-metal... δύσκολο να περιγράψεις τι ακριβώς προτείνουν με το «ροκ των σπηλαίων» οι Austin Grasmere και Brian Elliott.
Αν, όντως, όπως έλεγε ένας αρχαίος μύθος (και μόνο μύθος), λίγα χρόνια αργότερα αυτά τα δύο πρόσωπα (ή τρία, γιατί τρία φαίνονται στη φωτογραφία του back-cover) οδήγησαν τους Residents (ή τους Negativland) τότε πολλά μπορεί να εξηγηθούν. Αν όχι, που είναι και το πιθανότερο, δηλαδή το σίγουρο, τότε οι Cromagnon θα παραμείνουν εκεί όπου βρίσκονται, απείραχτοι, την τελευταία 50ετία και βάλε. Στην κορυφή των πιο σοβαρών αναδομητών της pop αφήγησης.

Ριζοσπαστική jazz
Το 1964 η jazz σκηνή της Νέας Υόρκης ριζοσπαστικοποιείται, μέσα από συνασπισμούς καλλιτεχνών, ίδρυση νέων ανεξάρτητων labels, οργάνωσης συναυλιακών γεγονότων, happenings και δημοσίων συζητήσεων για ’κείνο που ερχόταν, με στόχους πολλαπλούς – ενίοτε προκαλώντας για την πρόκληση.
Ο Jazz Composers Guild (που ίδρυσαν οι Bill Dixon και Cecil Taylor εκείνη τη χρονιά) ήταν ένας τέτοιος ανεξάρτητος και σίγουρα αβαντ «μηχανισμός», που στόχευε στην επαφή τού “new thing” με τα υποψιασμένα ακροατήρια.
Κάτω από την επικεφαλίδα «Οκτωβριανή Επανάσταση στην Τζαζ» οργανώνονται κονσέρτα στο Cellar Café, ενώ προετοιμάζεται και το πρώτο 4ήμερο φεστιβάλ στο Judson Hall (o «ναός» της σκηνής, αφού εκεί θα ηχογραφηθούν ζωντανοί οι Albert Ayler, Noah Howard κ.ά.), στo τέλος Δεκεμβρίου 1964.
Στην εκδήλωση θα πάρουν μέρος οι Cecil Taylor και Bill Dixon φυσικά, και ακόμη οι Archie Shepp, Paul Bley, New York Art Quartet (με John Tchicai και Roswell Rudd), ως επίσης και η Le Sun Ra Arkestra, λίγο πριν από την ηχογράφηση των δύο περιώνυμων LPThe Heliocentric Worlds of Sun Ra” (στην ESP-Disk φυσικά). 
Από τα 72 περίπου λεπτά εκείνου του live είχαν δισκογραφηθεί περίπου τα 27 – στο πολύ σπάνιο LP τής El Saturn “Featuring Pharoah Sanders & Black Harold”, το 1976 (μάλιστα ως τόπος ηχογράφησης αναφερόταν το Cellar Café και ως ημερομηνία η 15 Ιουν. 1964).
To
2009 η ESP-Disk θα εξέδιδε για πρώτη φορά όλο εκείνο το κονσέρτο, φέρνοντάς μας σ’ επαφή μ’ ένα κομμάτι της τζαζ ιστορίας, που είχε συγκεκριμένο νόημα.
Πρόκειται για τη μοναδική, όπως φαίνεται, εγγραφή του Pharoah Sanders (είχε αντικαταστήσει τον αποχωρήσαντα τενορίστα John Gilmore) με την Arkestra του Sun Ra και μάλιστα σε μια σημαντική στιγμή της πορείας της. Στη line-up, ανάμεσα σε άλλους, ο φλαουτίστας Black Harold και ακόμη οι Marshall Allen, Pat Patrick, Alan Silva και Ronnie Boykins.  
Αν και κομμάτια όπως τα “The voice of Pan” (με τους flute-βοκαλισμούς του Harold σε πρώτο πλάνο) και “The world shadow” έχουν ήδη το κύρος που τους πρέπει στη Sun Ra-δισκογραφία, ήταν το ανέκδοτο 20λεπτο “The other world” εκείνο που έδειχνε την αναμφισβήτητη ικανότητα του «βασιλιά» (και της μπάντας του), να ίπταται πάνω από ταμπέλες, προτείνοντας την «τελευταία λέξη».
Ο Pharoah Sanders, με προ-κολτρεϊνική συμπεριφορά, παίζει soli με μανία, με την Arkestra να κινείται προς new thing κατευθύνσεις. Τα όργανα συμπλέκουν ανά δύο, με τo απίθανο 10λεπτο ντραμ σόλο του Jimmhi Johnson να αποτελεί την roots γέφυρα, λίγο πριν το free ομαδικό τελείωμα – καθώς το “The second stop is Jupiter” ακολουθεί...

Η ESP-Disk πατάει πόδι στην Ευρώπη
Gunter Hampel Group κατ’ αρχάς, κι ένας τίτλος που τα έλεγε όλα, “Music from Europe”!
Μπορεί να είχε προηγηθεί το “Heartplants” στην γερμανική SABA το 1965, όμως ήταν το παρόν LP, μέσω του οποίου ο γερμανός πνευστός και το κουαρτέτο του (Willem Breuker vibes, μπάσο κλαρίνο, φλάουτο, Piet Veening μπάσο, Pierre Courbois κρουστά) αποτύπωσαν το πνεύμα του σημαντικού, που κουβαλούσαν τότε, ως Group, στα τζαζ κέντρα της Ευρώπης.
Ζωντανό λοιπόν στην Baarn της Ολλανδίας (12/1966), το συγκρότημα δείχνει έτοιμο να αναμετρηθεί με την τζαζ πρωτοπορία της εποχής, παρουσιάζοντας κομμάτια, που μπορεί, από ψυχολογική σκοπιά, να μην είχαν την σφοδρότητα αναλόγων αμερικανικών, είχαν όμως σ’ ένα πρώτο αισθητικό επίπεδο την ίδιαν ακριβώς αξία.
Ο Breuker είναι (ήταν από τότε) η γνωστή πνευστή καταιγίδα, ο Hampel συμπαρίσταται, γενικώς, ελέγχοντας ταυτοχρόνως τα tempi και τις εντάσεις, το rhythm section κρατά μια συνοχή, όταν σκάνε όλοι μαζί, κάνοντας όμως και τα δικά του. Όλα τούτα για την «πρώτη πλευρά», την 7μερή σουίτα “Assemblage”, γιατί στο δεύτερο μέρος (“Heroicredol...”, “Make love not war...”) το συγκρότημα χαλαρώνει κάπως και το απολαμβάνει. Κι εμείς μαζί του...
Ο τσεχοσλοβάκος βιμπραφωνίστας, σαξοφωνίστας κ.λπ. Karel Velebny και το συγκρότημά του, οι SHQ, πέφτουν στην αντίληψη του Bernard Stollman κατά την διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Πράγα.
Ο Αμερικανός ενδιαφέρεται για την περίπτωσή τους και κάπως έτσι, οι τσεχοσλοβάκοι μουσικοί (στην μπάντα και οι Jiri Stivin άλτο, φλάουτο, recorder, Ludek Svabensky πιάνο, Karel Vejvoda μπάσο, Josef Vejvoda ντραμς), που μάλλον είχαν κάτι έτοιμο, ηχογραφημένο το 1967, σ’ ένα δυτικογερμανικό στούντιο, δεν θα αργήσει να βρεθούν στον κατάλογο της ESP-Disk.
Το άλμπουμ “Karel Velebny / SHQ (PF 69)” είναι εξαιρετικό. Μπορεί να μη συνάδει με το ακραίο πνεύμα της ετικέτας –οι SHQ παίζουν σ’ ένα μετά-bop στυλ, παρουσιάζοντας μουσικές που δημιουργούν εικόνες, δεν αποδομούν– είναι όμως πέρα για πέρα προϊόν μιας σκηνής με μεγάλο βάθος, για την οποία πήραν γραμμή από πολύ νωρίς οι Αμερικανοί (Miroslav Vitous, Jan Hammer κ.ά.).

Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη στο περιοδικό Yellow Box, στα τεύχη #14 (Ιούνιος-Ιούλιος 2022) και #15 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2022)