Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

GORDON GRDINA’S NOMAD TRIO μια τζαζ ηχογράφηση από το Βανκούβερ

Τρεις μουσικοί της jazz, ο συνθέτης, κιθαρίστας και ουτίστας Gordon Grdina, ο πιανίστας Matt Mitchell και ο ντράμερ Jim Black, βρέθηκαν, τον Ιανουάριο του 2018, σ’ ένα στούντιο του Βανκούβερ (στη δυτική ακτή του Καναδά), προκειμένου να ηχογραφήσουν έξι πρωτότυπες συνθέσεις (όλες του Grdina), τυπώνοντάς τες σ’ ένα ωραίο all-paper CD.
Ο Grdina, που είναι γεννημένος στο Βανκούβερ το 1977, βρίσκεται στη σκηνή τουλάχιστον μια 15ετία έχοντας ηχογραφήσει και με rock, αλλά και με jazz γκρουπ. Αγαπάει, επίσης, τις μουσικές της Ανατολής (γι’ αυτό παίζει συχνά και ούτι), ενώ έχει βρεθεί στο πάλκο ή και την δισκογραφία με μεγάλα ονόματα (Gary Peacock, Paul Motian, Mats Gustafsson, Benoît Delbecq κ.ά.). Η δισκογραφία του είναι και αυτή εκτεταμένη (στο discogs, πέραν των προσωπικών άλμπουμ του, καταγράφονται οι βασικές συμμετοχές του σε δεκατρείς ακόμη σχηματισμούς), ενώ η παρουσία του στις σκηνές είναι συνεχής, με τις tour dates να διαδέχονται η μία την άλλη και μέσα στον τρέχοντα Ιανουάριο (εμφανίσεις σε Seattle, L.A., San Francisco, Halifax, Montreal, Ottawa, Toronto, NYC).
Στο παρόν φερώνυμο άλμπουμ με το τρίο του Nomad [Skirl Records, 2020], o Grdina φανερώνει στοιχεία ικανού συνθέτη (και οργανοπαίκτη φυσικά). Πόσω μάλλον όταν έχει δίπλα του μουσικούς, που να μπορούν να υποστηρίξουν το συγκεκριμένο υλικό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο – καθώς ο Black είναι ένας ντράμερ με άπειρες συνεργασίες (και με δισκογραφία δεκάδων άλμπουμ) και ο Mitchell ένας πιανίστας, που, τα τελευταία 20 χρόνια, δείχνει μεγάλη και σοβαρή δραστηριότητα.
Το εισαγωγικό track (“Wildfire”), που διαρκεί λίγο πάνω από τα δέκα λεπτά είναι απολύτως ενδεικτικό του τρόπου που συνθέτει ο καναδός κιθαρίστας, επηρεασμένος σε ίσες δόσεις και από την jazz και από το πιο avant-rock, δίνοντας την ευκαιρία και στους δύο συνοδοιπόρους του να δείξουν και να αποδείξουν τις εκτελεστικές ικανότητές τους. Η σύνθεση είναι ορμητική, ενώ από τη μέση και μετά αποκτά και μιαν «άγρια ομορφιά», με τα παιξίματα α λα Cecil Taylor του Mitchell και τους συνεχείς ρούλους του Black να πηγαίνουν παράλληλα με την ταχύτατη και δεξιοτεχνική φρασεολογία του Grdina στην κιθάρα. Ιδανικό για αρχή! Στο “Nomad” που ακολουθεί ο Grdina δείχνει τόσο τις σολιστικές ικανότητές του στο ξεκίνημα, όσο και την δυνατότητά του, στη συνέχεια, να διατυπώνει μελωδικώς, σ’ ένα επίσης συναρπαστικό πλαίσιο.
Αν και στα προηγούμενα tracks το rock ήταν μια σοβαρή αναφορά, στο “Ride home” είναι, θα λέγαμε, κυρίαρχο. Όπως κυρίαρχη είναι στο “Benbow” και μια υπαινικτική αύρα, με τη σύνθεση να κυλάει αργά στο ξεκίνημά της, αλλά στη συνέχεια να ανεβάζει στροφές, αποκτώντας μια καταιγιστική τροπή (με τον πιανίστα Mitchell να εντυπωσιάζει για μιαν ακόμη φορά). Το προτελευταίο κομμάτι τού CD, το “Thanksgiving”, ξεκινά μ’ ένα εντυπωσιακό open drumming από τον Black, για να εξελιχθεί προς ένα ακόμη ευφραδές fusion, με το “Lady choral” (εδώ ο Grdina χειρίζεται ούτι) να ολοκληρώνει σ’ ένα κλίμα ethnic-jazz, χωρίς άσκοπους εντυπωσιασμούς, προσεγγίζοντας με γνώση και ουσία τον... άλλο κόσμο. (Στο ίδιο μήκος κύματος, δε, κινούνται και οι δύο συνοδοιπόροι του).

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

LUIS BORDA / GEORGIA VELIVASAKI το “Aleli” τώρα ξανά σε βινύλιο και CD, με bonus tracks

Το 2015 είχε κυκλοφορήσει στην Enja / Yellowbird [AN Music] το άλμπουμ των Georgia Velivasaki & Luis Borda “Aleli / De Creta a Buenos Aires” (13 tracks). Πριν λίγο καιρό, προς το τέλος του 2019, βλέπει το φως της δισκογραφίας ένα νέο άλμπουμ των δύο καλλιτεχνών, της τραγουδίστριας Γεωργίας Βεληβασάκη και του αργεντινού κιθαρίστα Luis Borda, που τιτλοφορείται “Aleli / Encuentros y Despedidas” [Μετρονόμος], και το οποίον κυκλοφορεί τόσο σε LP (11 tracks), όσο και σε CD (16 tracks). Παρατηρώντας τα δύο CD, εκείνο της Enja / Yellowbird από το 2015 και το παρόν του Μετρονόμου, βλέπουμε πως και οι 13 τίτλοι του γερμανικού CD εμπεριέχονται στην νέα ελληνική έκδοση (προστίθενται δε τα tracksNoche de tango”, “Un poquito de amor” και “Erotokritos”).
Παρότι έψαξα να το βρω στη δισκοθήκη μου το CD της Enja / Yellowbird, ώστε να μπορέσω να διαπιστώσω αν τα κοινά tracks των δύο άλμπουμ αφορούν στο ίδιο session, τελικώς δεν το κατόρθωσα. Δεν κατόρθωσα να το βρω. Κάπου είναι χωμένο ή σε λάθος θέση... Anyway. Βρήκα όμως αυτό, από το site της Γεωργίας Βεληβασάκη (velivasaki.gr):
«Στο Encuentros y Despedidas (“Συναντήσεις και Αποχαιρετισμοί”) εμπεριέχονται παλαιότερες συνθέσεις με νέες ενορχηστρώσεις (cd Aleli-De Creta a Buenos Aires), καινούρια τραγούδια (Noche de Tango, Un poquito de amor) και διασκευές (Ερωτόκριτος, Αγρίμια, La Pastora, Volver), ενώ στο έντυπο συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των στίχων των τραγουδιών».
Σε κάθε περίπτωση, αφού εδώ, στο CD και στο LP του Μετρονόμου, έχουμε το ίδιο κατά βάση υλικό (έστω και σε νέες ενορχηστρώσεις) δεν μπορεί παρά να γράψουμε εν πολλοίς τα ίδια – εννοώ εκείνα που είχαμε γράψει και τον Νοέμβριο του 2015 και τα οποία είχαν δημοσιευθεί στο lifo.gr. Υπάρχει λοιπόν από τότε ένα κείμενο, το οποίον μεταφέρουμε στο τώρα με τις προσήκουσες μικροαλλαγές και μικροπροσθήκες.
Οι συνεργασίες «διαφορετικών» μουσικών, οργανοπαικτών κ.λπ. είναι κάτι σύνηθες πια – κάτι, όμως, που εξελίχθηκε πολύ τα τελευταία 25-30 χρόνια. Εξελίχθηκε λέμε, καθότι απροσδόκητες συνεργασίες πάντα συνέβαιναν στη μουσική. Απλώς, από τα nineties και μετά αυτές οι συναντήσεις έγιναν κάπως σαν καθεστώς. Είδαμε κι ακούσαμε πολλά όλα αυτά τα χρόνια, και, είναι αλήθεια, όχι πάντοτε επιτυχημένα.
Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα του ethnic –έτσι το είπαμε– παρήχθησαν… ακαταλαβίστικα πρότζεκτ, δημιουργήθηκαν κιτς καταστάσεις (υπό την έννοια της συνύπαρξης των ασχέτων), που κουκούλωσαν, κατά βάση, τα αληθινά αξιόλογα crossovers. Η μόδα πέρασε, ξεθύμανε. Και τι απέμεινε; Απέμειναν οι καλοί δίσκοι και κυρίως απέμεινε μια κληρονομιά. Η σιγουριά πως οι απανταχού μουσικοί μπορεί να βρεθούν μαζί, αρκεί να ξεπεράσουν μέσα από μια δημιουργική επαφή τα ποικίλα εμπόδια (γεωγραφικά, κοινωνικά, κουλτούρας, γλώσσας, κ.λπ.), εμβαθύνοντας στην ουσία. Ή, μάλλον, επιχειρώντας να την ανακαλύψουν. Την τομή εννοούμε, πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί μιαν απρόσμενη συνεργασία.
Η Γεωργία Βεληβασάκη γνωστή ερμηνεύτρια, και ακόμη συγγραφέας και ποιήτρια, γεννημένη στο Ηράκλειο και ο αργεντινός κιθαρίστας Luis Borda, ένα «όνομα» στο χώρο του nuevo tango από τα μέσα του ’80 και μετά, συνευρίσκονται σ’ ένα άλμπουμ που τυπώνει τώρα ο Μετρονόμος. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό και είναι αυτό το θέμα μας…
Όπως διαβάζουμε στο μέσα μέρος του ενθέτου… «alelí είναι ένα είναι ένα όνομα, ένα λουλούδι, ένα άρωμα, μια ιστορία, ένα τραγούδι, είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς συναντήσεων και χωρισμών από την Κρήτη στο Μπουένος Άιρες».
Κάπως γενικόλογα είναι αυτά, αν και εφάπτονται σε κάποιο βαθμό με τη θεματολογία του άλμπουμ – μια σειρά αργεντίνικων τραγουδιών, κατά βάση, στα οποία εμφιλοχωρούν και κάποια κρητικά στοιχεία, όπως ένα μελωδικό άπλωμα, ας πούμε, προς το τέλος του εισαγωγικού “Vergüenza” ή τα κρητικά μέτρα του “Atahualpa” (ένα ωραίο τραγούδι για τον θρύλο Atahualpa Yupanqui). Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια πολύ προσεκτική και βεβαίως ουσιαστική προσέγγιση της «επικοινωνίας», που έχει ως στόχο την ανάδειξη των μελωδικών γραμμών τού νέου τάνγκο πρωτίστως, και όχι ένα ανορθόδοξο ανακάτεμα που θα αποσκοπούσε στην ψεύτικη εντύπωση.
Τούτο το διαπιστώνει ο καθείς σε κομμάτια όπως το “Vivo, en San Telmo”, ένα άσμα για την… τανγκογειτονιά της αργεντίνικης πρωτεύουσας, με την Βεληβασάκη να νοιώθει εντελώς άνετα μέσα σ’ αυτό το «άλλο» ένδυμα, και ακόμη στο “Loca en nubes”, ένα δίγλωσσο (ισπανικά-ελληνικά) τραγούδι, με έξοχη μελωδία και παιξίματα.
Το φερώνυμο “Alelí” είναι επίσης πολύ ωραίο, με τους στίχους του να καταγράφουν μια στοιχειωτική ιστορία αγάπης, με αναφορές στα αργεντίνικα… δικτατορικά seventies (το κλίμα με παραπέμπει στην ταινία του Juan José Campanella El Secreto de sus Ojos, που είχαμε δει και στη χώρα μας πριν κάποια χρόνια), ενώ η milonga “Guitarra triste” υψώνει φωνή και κιθάρα μαζί.
Δύο κιθάρες (Luis Borda, Ανδρέας Ζιάκας), κρητική λύρα συχνά σε ρόλο βιολιού, βιόλας ή τσέλου (Λευτέρης Ανδριώτης) και κάποια διακριτικά κρουστά (Ιάσων Γερεμτζές) είναι τα κύρια όργανα, που συνοδεύουν τη φωνή της Βεληβασάκη. Κι αυτό είναι εντυπωσιακό, υπό την έννοια πως, ενώ έχουμε να κάνουμε με tangos κατ’ ουσίαν, απουσιάζει απ’ αυτά το bandoneon (ακούγεται μόλις σε δύο tracks).
Τούτο, από ενορχηστρωτικής πλευράς δίνει περισσότερες επιλογές στον Borda και στους μουσικούς που είναι δίπλα του να νοιώσουν πιο απελευθερωμένοι παράγοντας άλλου τύπου ηχοχρώματα. Και τι πιο απτό από το “Milonga de Alejandría”, που συνδυάζει με τρόπο αποδοτικό αργεντίνικα, oriental και γενικότερα μεσογειακά στοιχεία… Και όμως το νέο “Alelí” δεν τελειώνει εδώ. Έχει κι ένα άλλο μέρος, μιαν άλλη πλευρά, ας το πούμε έτσι, που αποτελείται από τα τραγούδια “Meli” σε μουσική Ανδρέα Ζιάκα, “La pastora” (σεφαραδίτικο), “Volver” (του Carlos Gardel), “Agrimia ki agrimakia mou” και “Erotokritos”. Τα τραγούδια αυτά, να το πούμε, αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο το «μέταλλο» της Γεωργίας Βεληβασάκη, που τραγουδά πάντα αβίαστα και με μέτρο. Λίγες λεπτομέρειες…
Το σεφαραδίτικο “La pastora” είναι το «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» (στίχοι Γεώργιος Ζαλοκώστας), που εξύψωσε κάποτε ο Δημήτρης Ζάχος (το έχουν πει φυσικά δεκάδες). Εδώ το ακούμε στα σεφαραδίτικα από την Βεληβασάκη (Una pastora yo ami/ Una hija hermoza/ De mi chikes yo l'adori/ Mas qu'eya no ami/ De mi chikes yo l'adori/ Mas qu'eya no ami…) και στα ελληνικά από τον Θοδωρή Βουτσικάκη (Μια βοσκοπούλα αγάπησα/ μιά ζηλεμένη κόρη/ και την αγάπησα πολύ/ ήμουν αλάλητο πουλί/ δέκα χρονών αγόρι…), σαν σε διάλογο. Οι φωνές κάνουν τη διαφορά οπωσδήποτε, αλλά και η ενορχήστρωση έχει να πει (συνδράμει ο κιθαρίστας Ανδρέας Ζιάκας).
Το “Agrimia” είναι το γνωστό μας «Αγρίμια κι αγριμάκια μου/ λάφια μου μερωμένα/ πέστε μου πού ’ναι οι τόποι σας/ πού ’ναι τα χειμαδιά σας…», ένα κλασικό ριζίτικο δηλαδή, που το γνωρίζουμε όλοι μας από τον Νίκο Ξυλούρη. Εδώ η ενορχήστρωση του Κωνσταντίνου Αθυρίδη που παίζει moog και fender rhodes είναι haunted ροκάδικη, ξεφεύγοντας εντελώς απ’ ό,τι άλλο καταγράφεται στο άλμπουμ. Να μια ωραία ιδέα, για μιαν ωραιότερη συνέχεια…
Το “Volver” είναι ένα από τα πιο γνωστά τάνγκο του θρυλικού Carlos Gardel (μέσα ’30) σε στίχους Alfredo Le Pera. Φωνή και κιθάρα, Βεληβασάκη και Borda δηλαδή, σε μια οριακή, για το άλμπουμ, επικοινωνία.
Τέλος, το “Erotokritos” διαθέτει τα ωραία παιξίματα του παλαιού krautrocker (Embryo κ.λπ.) Roman Bunka στο ούτι, ενώ και σαν μελωδία-λόγος το τραγούδι δεν μπορεί παρά να είναι (ως συνήθως) ανατριχιαστικό.
Και κάτι που αξίζει να το επισημάνουμε. Και στο “Alelí, Encuentros y Despedidas” συμμετέχουν και guests μουσικοί, που συμβάλλουν και αυτοί στον τελικό ηχητικό διάκοσμο. Είναι ο Γιάννης Μαυρίδης bombo (λατινοαμερικάνικο κρουστό), ο Κωνσταντίνος Αθυρίδης πλήκτρα, ο Olivier Gatto κοντραμπάσο, ο Franco Luciani αρμόνικα, ο Marcelo Mercadante μπαντονεόν και ο Roman Bunka ούτι (όπως ήδη αναφέρθηκε).
Επαφή: www.metronomos.gr

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 216

28/1/2020
Με αφορμή το θάνατο του Γιώργου Κοτανίδη θυμήθηκα το θεατρικό τού Tom Stoppard Rock n’ Roll, που είχε ανεβεί στο θέατρο Πόρτα, το 2008. Θυμάμαι, μάλιστα, πως στην παράσταση είχανε σκάσει και μέλη του τσέχικου συγκροτήματος Plastic People of the Universe κι είχαν παίξει μουσική. Ήταν σίγουρα ο σαξοφωνίστας Vratislav Brabenec, ενώ ο βιολιστής (γιατί υπήρχε και βιολιστής) πρέπει να ήταν ο Jiří Kabeš. Εξ όσων επίσης θυμάμαι πρέπει να είχε έρθει στην Αθήνα και ο καλλιτεχνικός ηγέτης των Plastic People, o Ivan Martin Jirous.
Εκείνη την εποχή διάφοροι άσχετοι στα μίντια βρίζανε τον κομμουνισμό κ.λπ., γιατί είχε απαγορεύσει τάχα το rock στην Τσεχοσλοβακία! Διάβαζες απίστευτες αρλούμπες (δεν θέλω τώρα να αναφερθώ σε ονόματα), από άτομα που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με το rock, και που έπαιρναν τοις μετρητοίς όσα έγραφε ο Stoppard στο έργο και όσα έπαιζαν οι Κοτανίδης και Συσσοβίτης στο θέατρο.
Εντάξει, εμένα η παράσταση δεν μου είχε αρέσει φυσικά (για ιδεολογικούς λόγους, όχι για αισθητικούς), αλλά τώρα δεν θα κάνω κριτική σ’ ένα έργο που, μετά από 12 χρόνια, το θυμάμαι μέσες-άκρες.
Θα πω μόνον πως υπήρχαν εκατοντάδες συγκροτήματα που διέπρεψαν στην Τσεχοσλοβακία επί κομμουνισμού και πως οι Plastic People of the Universe ήταν μια σχεδόν ασήμαντη λεπτομέρεια, που της έδωσε όγκο η δυτική αντικομμουνιστική προπαγάνδα τα χρόνια μετά το ’77 (και την περιβόητη Χάρτα 77).
Κατ’ αρχάς ποτέ οι ίδιοι οι Plastic People δεν παρουσιάστηκαν ως «επαναστάτες», που ήθελαν να ανατρέψουν τον κομμουνισμό και πως γι’ αυτό τον λόγο τους κυνηγούσαν. Πάντα πρόβαλλαν πως ήταν μόνο μουσικοί και πως δεν τους ένοιαζε τίποτ’ άλλο, χωρίς επίσης να διευκρινίσουν επίσης ποτέ (τουλάχιστον δεν έπεσε κάτι τέτοιο στη δική μου αντίληψη) ποιοι ακριβώς ήταν οι λόγοι βάσει των οποίων κοντραρίστηκαν με το καθεστώς. (Η δική μου γνώμη, απ’ αυτά που έχω διαβάσει και αντιληφθεί, είναι πως διώχθηκαν, πριν την Χάρτα, για απλές αστυνομικές παραβάσεις, που σχετίζονταν με την «κοινή ησυχία» ας πούμε και για άλλα τέτοια ανάλογα θέματα, και όχι γιατί είχαν αντικαθεστωτική και ανατρεπτική έναντι του συστήματος συμπεριφορά). Anyway…
Ορισμένοι αδαείς έχουν / είχαν την εντύπωση (το διαπίστωσα και πρόσφατα εδώ στο facebook) πως στην παλιά Τσεχοσλοβακία υπήρχε μόνο ένα ροκ συγκρότημα και πως εκείνο είχε κυνηγηθεί από τους κομμουνιστές! Μιλάμε για τέτοια πληροφόρηση...
Τσεχοσλοβακία, 1970. Τι να μας πούνε τώρα οι Plastic People και ο Tom Stoppard;

28/1/2020
Όταν πεθαίνει κάποιος παλιός ΕΚΚΕτζής, όπως ο Γιώργος Κοτανίδης σήμερα, θυμάμαι πάντα αυτούς τους απίστευτα αστείους, σουρεαλιστικούς στίχους του Πανούση από το «παιδί του σωλήνα», και αμέσως επανέρχομαι στην προτέρα κατάσταση...
«Ο δότης μπαμπάς του ήταν στο Ε.Κ.Κ.Ε. / κι έχει λατέρνα που παίζει ρέγκε»

28/1/2020
Όταν σκοτώνεται ένα παιδί 13 ετών, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, λυπάμαι πολύ. Κλαίω.
Όταν σκοτώνεται ένας φραγκάτος διάσημος πατέρας, που δεν μπορεί να πάει από την Ομόνοια στη Βάρκιζα με το αυτοκίνητό του, όπως όλος ο κόσμος, αλλά θέλει ελικόπτερο για να μην ταλαιπωρείται στην κίνηση, και το ελικόπτερο πέφτει και σκοτώνονται εκτός από κείνον και άλλα οκτώ άτομα (μαζί και η κόρη του) τότε το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό να πω, αυθόρμητο, και το είπα, ήταν τούτο. Ρε τον ηλίθιο τι έκανε...

27/1/2020
OI KOKKINOI
[Robert Wyatt ντραμς - Paul Rutherford τρομπόνι, ευφώνιο]
Υπάρχει και άλμπουμ που παίζουν μαζί. Ακούστε φοβερό κομμάτι στα σχόλια...

27/1/2020
Πρόσεξε, τώρα, ξεδιάντροπο άρθρο από την iefimerida.
Πήγε ο Μητστοτάκης στο Άουσβιτς, για τα 75 χρόνια από την απελευθέρωση του στρατοπέδου και διαβάζεις στους τίτλους:
>>Πρώτη φορά Έλληνας πρωθυπουργός συμμετέχει στις εκδηλώσεις για το Αουσβιτς 27 αρχηγοί κρατών και 200 επιζώντες του Ολοκαυτώματος στις εκδηλώσεις για τα 75 χρόνια από την απελευθέρωση του στρατοπέδου<<
Αφήνω κατά μέρος τα λιβανίσματα («πρώτη φορά» και κάτι τέτοιες τρίχες) και μένω στο ουσιώδες.
Γιατί δε γράφετε, ρε, ποιος απελευθέρωσε το στρατόπεδο στους τίτλους; Μόνο του απελευθερώθηκε; Γιατί δεν συμπληρώνετε, εκεί στο τέλος «75 χρόνια από την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τον Κόκκινο Στρατό»; Ντρέπεστε; Κωλώνετε;
Κι άμα πατήσεις κλικ και «μπεις» στο κείμενο, εκεί «χωμένο», στη μέση, μπορεί να πάρει το μάτι σου κι ένα «Ερυθρό Στρατό»! Άκου «Ερυθρό»! Έβαλα τα γέλια.
Σου λέει, μάς διαβάζουν κι ένα κάρο αγράμματοι που μπορεί να νομίσουν ότι ο «Ερυθρός Στρατός» ήταν, ξέρω ’γω, ο... στρατός του «Ερυθρού Σταυρού», οπότε ok. Και «Κόκκινο» δεν γράφουμε, παρασιωπούμε δηλαδή, και παραπλανούμε ταυτοχρόνως.
Γκέμπελς κανονικοί. Θέλουν να το παίξουν και αντιφασίστες τα ζαγάρια.

27/1/2020
Ο Φοίβος Δεληβοριάς είδε, λέει, στον ύπνο του δύο γιγάντια @ρχίδι@ κι έγραψε τραγούδι («Άγρια ορχιδέα» το λέει), που έχει μέσα και την έκφραση «@ρχιδίσι@ ερημιά». Ψέματα λέει. Έιτις ταινίες με τον Ψάλτη έβλεπε.
Στη στιχοπλοκή τα ψιλοκαταφέρνει ενίοτε ο Δεληβοριάς, είναι ριμαδόρος, αλλά τα τραγούδια του, σαν τραγούδια γενικώς, πολύ συχνά είναι «λίγα». Κι αν αρχίσει να γράφει για @ρχίδι@ και για άλλα τέτοια... παπαροειδή θα είναι ακόμη λιγότερα.

26/1/2020
Τώρα φέρτε τους... (γέλια)

25/1/2020
Στις 20 Ιανουαρίου έφυγε από τη ζωή με απρόσμενο τρόπο ο Χάρης Βρουλής (Harry Vroulis), στο Χιούστον, εκεί όπου ζούσε από πολλά χρόνια. Ο Βρουλής που ήταν 74 ετών, ουσιαστικά πέθανε στον μαραθώνιο του Χιούστον (16o μίλι), τον οποίον δεν άντεξε να ολοκληρώσει.
Ποιος είναι ο Χάρης Βρουλής, θα αναρωτηθούν πολλοί...
Εντάξει, δεν είναι γνωστός ως μουσικός, αλλά έχει κι αυτός την ιστορία του.
Στο 10ον Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονικής (8-10 Σεπτ. 1971) η Μαρίνα είχε πει το τραγούδι του «Το τραίνο τώρα...».
Την ίδια εποχή, το 1971, ο Βρουλής είχε κυκλοφορήσει κι ένα πολύ καλό αγγλόφωνο 45άρι – ένα από τα ωραιότερα του ελληνικού folk-rock. Στην πρώτη πλευρά είχε το τραγούδι “Golden cross” και στη δεύτερη «Το τραίνο τώρα...» στα αγγλικά (ως “The train now…”).
Έκανε κι άλλα πράγματα, σε σχέση με τη μουσική ο Βρουλής, στην πορεία, αλλά δεν είναι τώρα η ώρα να πούμε περισσότερα.
Θα τον θυμόμαστε, πάντα, γι’ αυτό το εκπληκτικό άσμα..

24/1/2020
Γνωρίζοντας Manu Dibango και Fela Kuti (και 2-3 άλλους ακόμη) όλοι υποθέταμε πως στην Αφρική, στα σέβεντις, θα γινόταν πανικός με το φανκ. Όταν όμως στα τέλη των 90s και τις αρχές των 00s άρχιζε σιγά-σιγά να επανεκδίδεται το άγνωστο υλικό, από τα βάθη των τροπικών, απλώς το επιβεβαιώσαμε. Marijata, Γκάνα '76.
[Πέρασαν κιόλας 18 χρόνια από τότε που το πρωτακούσαμε...]

MATS GUSTAFSSON μουσική επηρεασμένη από τα έργα του Edward Jarvis

Όπως διαβάζουμε στο δίκτυο: «Ο πολυχώρος Underflow φιλοξενεί την πρώτη ατομική έκθεση του Σουηδού καλλιτέχνη Edward Jarvis στην Ελλάδα. Γνωστός στον κόσμο των εικαστικών και της μουσικής, ο Jarvis έχει εκθέσει σε μουσεία και γκαλερί στην Σουηδία και εκτός, ενώ έχει συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής. Στην Αθήνα, μάς συστήνεται με τα ζωγραφικά του έργα σε ξύλο, παρουσιάζοντας έναν ιδιαίτερο κόσμο εμπνευσμένο από ποιητές, μύθους διαφόρων χωρών και την τέχνη διαφόρων εποχών. Το παράξενα πληθωρικό εικονογραφικό ιδίωμα του Jarvis έχει στοιχεία από σημαντικούς καλλιτέχνες και αφηγητές που έχουμε δει ή διαβάσει. Στους πίνακές του μας ταξιδεύει σε έναν πλούσιο κόσμο σε αλληγορίες, συμβολισμούς και αντιθέσεις, όπου συναρπαστικές σκηνές εκτυλίσσονται θέλγοντας το μάτι και το πνεύμα του θεατή. Πρωταγωνιστές είναι κυρίως άνθρωποι και ζώα σε έρημα τοπία, άδειους χώρους και απόξενα περιβάλλοντα. Εγκαίνια: Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020».
Να συμπληρώσουμε στα προηγούμενα πως η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 26 Μαρτίου.
Τώρα, τι σχέση μπορεί να έχει ο γνωστός μας σουηδός πνευστός improviser Mats Gustafsson με τα έργα τού Jarvis δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθούμε.
Ως Σουηδοί και οι δύο, λοιπόν, συνεργάζονται πολλά χρόνια, τουλάχιστον από το 1990, όταν ο Jarvis είχε φωτογραφήσει για το άλμπουμ των Gush / Sven-Åke Johansson “Tjo Och Tjim” (ο Mats Gustafsson ήταν μέλος των Gush). Έκτοτε ο Jarvis έχει επιμεληθεί εικαστικώς διάφορα άλμπουμ του Gustafsson, όπως ας πούμε το “Vi Är Alla Guds Slavar” (2013) των Mats Gustafsson / Thurston Moore ή το “A Duo(s)” (2015) των Mats Gustafsson, John Russell & Phil Minton, με τη συνεργασία τους να φθάνει μέχρι το έσχατο “Worn.Kissed / Music inspired by the paintings of Edward Jarvis” [Underflow Record Store & Art Gallery, 2020], ένα ελληνικό box, το οποίον περιλαμβάνει το φερώνυμο LP, ένα LP-sized βιβλίο 48 σελίδων με έργα του Jarvis, συν ένα κομμάτι από το πεντακοσίων κομματιών παζλ του Jarvis, με το έργο του The Hypnagogic Puzzle.
Σε τι αφορά το LP; Σε improv μουσικές του Mats Gustafsson, επηρεασμένες από τα έργα του Edward Jarvis. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Suono Studio στην Αθήνα, από τον Αλέξη Μπόλπαση, με μίξη στο ίδιο στούντιο από τον Gustav Penka και με mastering & κοπή από τον Andreas [Lupo] Lubich, στο Loop-O του Βερολίνου. Άρα έχουμε μιαν ελληνική-διεθνή κυκλοφορία, ενός αυτοσχεδιαστή, του Mats Gustafsson, γνωστού και αγαπημένου στους παροικούντες και στην Ελλάδα – και μάλιστα όχι μόνο μέσα από τις μουσικές του, αλλά και από το digging και την μεγάλη συλλογή του με improv, jazz, avant κ.λπ. δίσκους βινυλίου (για την οποία, επίσης, είναι διάσημος).
Στην ηχογράφηση ο Gustafsson χειρίζεται fluteophone (ένα φλάουτο, που μοιάζει με παιδικό παιγνίδι, αλλά, εν πάση περιπτώσει, είναι φλάουτο), βαρύτονο σαξόφωνο, κανονικό φλάουτο και ηλεκτρονικά – αποτελείται δε αυτή (η ηχογράφηση) από τρία tracks, το 22λεπτο “The hypnagogic puzzle”, που καταλαμβάνει όλη την Side A, και τα “Guide to the underworld, nine icons” και “The final judgement” της Side B.
Το πρώτο κομμάτι, παρότι έχει διάρκεια 22 λεπτά, δεν εμφανίζει μιαν ενιαία αφήγηση – έχει «κενά» θέλω να πω, ευμεγέθη κενά (που μπορεί και να ξεπερνούν το μισό λεπτό) και που ως τέτοια (ως κενά) θα πρέπει και αυτά να λογαριάζονται ως μέρος της αφήγησης. Ο Gustafsson χρησιμοποιεί σκληρές, multiphonics τεχνικές προκειμένου να βγάλει από το βαρύτονο και τo φλάουτο ταχεία και βαθιά φωνήματα-παιξίματα, με τα εγκάρσια «βιομηχανικά» ηλεκτρονικά να υπερτονίζουν το avant-improv όλης της κατασκευής. Θέλει ψυχή. Όχι για να το ακούσεις. Για να παίξεις έτσι.
Στο Guide to the underworld, nine iconsη αφήγηση είναι ενιαία, συνεχής, χωρίς κενά και δίχως να είναι εικονοκλαστική στον απόλυτο βαθμό. Οπωσδήποτε ο Gustafsson έχει πλήρη αίσθηση τού τι βλέπει ή τι έχει δει (δεν ξέρω, δηλαδή, αν και στο στούντιο είχε μπροστά του τα έργα του Jarvis ή ανακαλούσε εντυπώσεις) και αυτό περνάει στη μουσική του. Απεναντίας, στο “The final judgement” η αφήγηση στην αρχή είναι περισσότερο abstract, με παιξίματα πάνω στις τάπες (κρουστά δηλαδή) και με φυσήματα ακαριαία, δίχως κάποιο background, με οργιώδη «κολασμένα» multiphonics και με συνεχή παραγωγή ποικίλων timbre. Μουσική αποφασιστική, αυθόρμητη και πηγαία, που εξελίσσεται ας πούμε γραμμικά από ένα σημείο και μετά.
Μια ιδιαίτερη πρόταση λοιπόν, από έναν πάντα απρόβλεπτο reedman.
Επαφή: www.underflow.gr