Βασικά λέμε για τα avant,
μινιμαλιστικά, επαναληπτικά, ρυθμικά στοιχεία (με το πιάνο να εκτελεί τέλεια
τον ρυθμικό ρόλο του), τα breaks από τα πνευστά, που φέρνουν στην μνήμη,
μερικές φορές, συγκροτήματα του Rock in Opposition,
τα ηλεκτρικά κιθαριστικά parts,
που επίσης αντανακλούν ανάλογες επιρροές και φυσικά, ανάμεσα σε όλα αυτά, κάνουμε λόγο και για τις παραδοσιακές αναφορές, μαζί μ’ ένα εξερευνητικό, αυτοσχεδιαστικό πνεύμα, που
διέπει κάθε μικρή ή μεγάλη σύνθεση. Οπότε με το “progressive” πιάνεις όλον αυτόν
τον κυκεώνα των επιρροών των Diminished – ενός συγκροτήματος με τελείως δικό του
ήχο και δική του «προσωπικότητα».
Έξοχο το εισαγωγικό “Station
two”,
όπως και το υποχθόνια, λυρικό-ελεγειακό “Mood II”, χωρίς κανένα από τα
υπόλοιπα tracks
να υστερεί και με το άλμπουμ να εμφανίζει απαράμιλλη αισθητική ενότητα.
[Να πούμε πως οι Diminished έχουν και τρίτο
άλμπουμ, το “Station Three”
από το 2020].
ENZO FAVATA / SALVATORE MAIORE / MARCELLO
PEGHIN: Secret Window [Hermes Records, 2017]
Στην
Hermes Records
δεν τυπώνονται μόνον
sessions ιρανών μουσικών, αλλά και άλλων εθνοτήτων και φυσικά
Ευρωπαίων. Ένα τέτοιο
CD
είναι και το “
Secret Window”
των Ιταλών
Favata,
Maiore και
Peghin, που ηχογραφήθηκε κάπου στην
Σαρδηνία, τον Απρίλιο του 2016.
Οι ιταλοί μουσικοί δεν ήταν / είναι τυχαίοι. Και ο
Enzo Favata (σοπράνο σαξόφωνο,
άλτο & μπάσο κλαρίνο), και ο
Salvatore Maiore (κοντραμπάσο,
τσέλο) και ο
Marcello Peghin
(10χορδη κλασική κιθάρα, βαρύτονη κιθάρα, βραζιλιάνικη 10χορδη κιθάρα) είχαν /
έχουν πάμπολλες
sessions στα χέρια τους (και καλή δισκογραφία εννοείται), οπότε με το
“
Secret Window”
θα έρχονταν, απλώς, να επιβεβαιώσουν το προφανές, ή έστω το αναμενόμενο.
Συνθέτουν και οι τρεις στο “
Secret Window” και συνθέτουν με πολλές
folk αναφορές (ακόμη και
John Fahey «ακούς» στα παιξίματα
του
Peghin), με τον
ακουστικό ήχο να κυριαρχεί φυσικά, και με τις λυρικές αύρες να χαρακτηρίζουν
όλα τα κομμάτια, τα οποία διακρίνονται για την αισθητική πληρότητά τους.
Κοντολογίς συζητάμε για καταπληκτικές συνθέσεις σαν τις “
Carrela”, “
Gosos”, “
El sur” και “
Steps to heaven”, που συνδυάζουν στοιχεία
μεσογειακής
jazz,
folk ακουστικού ήχου και
μουσικής δωματίου.
Οπωσδήποτε ένα κλίμα-
ECM υπάρχει εδώ, κυρίως όσον αφορά στην σοβαρότητα και την
βαρύτητα των περιγραφόμενων καταστάσεων, αν και Ιταλοί –αναμενόμενο αυτό–
είναι περισσότερο φωτεινοί από τους
συνοδοιπόρους τους Βορειοευρωπαίους.
Πολύ
καλό
CD!
KLAUS GESING / BJÖRN MEYER / SAMUEL ROHRER: Amiira [Hermes Records, 2017]
Ένα δεύτερο στην σειρά διεθνές
session της
Hermes έχουμε εδώ. Πρόκειται για το
άλμπουμ “
Amiira”, που
είναι ηχογραφημένο στην Βέρνη της Ελβετίας από τον γερμανό μπάσο-κλαρινετίστα
& σοπράνο σαξοφωνίστα
Klaus Gesing,
τον σουηδό μπασίστα
Björn Meyer και τον ελβετό ντράμερ-περκασιονίστα
Samuel Rohrer.
Και οι τρεις μουσικοί είναι γνωστά ονόματα της ευρωπαϊκής
σκηνής, με τον
Gesing
να τον συναντάμε σε ουκ ολίγα άλμπουμ της
ECM, δίπλα στην
Norma Winstone
ή τον
Anouar Brahem,
με τον
Meyer να
ηχογραφεί για την
ECM
το “
Provenance” το 2017
και με τον
Rohrer να
συμμετέχει σε ποικίλα άλμπουμ της γερμανικής εταιρείας σαν τα “
Currents” (2007) και “
Post Scriptum” (2011) του
Wolfert Brederode Quartet, “Rruga” (2011) του Colin Vallon Trio,
“April” (2001) της
Susanne Abbuehl κ.λπ.
Λέμε, λοιπόν, για
πεπειραμένους και σημαντικούς μουσικούς, κάτι, τέλος πάντων, που αποδεικνύεται
και από τούτη εδώ την συνύπαρξή τους – ένα γενικώς καταπληκτικό άλμπουμ, πολύ
υποβλητικό, με ουσιαστική στουντιακή συνεισφορά σε επεξεργασίες και τα λοιπά,
που ακούγεται το ίδιο jazz
και avant-garde.
Δύο πνευστά, ένα
ηλεκτρικό μπάσο, που χρησιμοποιείται και σαν ηλεκτρονικό παραφερνάλιο κι ένα
σετ ντραμς είναι αρκετά όλα αυτά, ως φαίνεται, προκειμένου να δημιουργηθεί μια
σειρά πολύ δυνατών προχωρημένων συνθέσεων, που ενίοτε αγγίζουν όψεις του Canterbury-sound (δίσκους του Hugh Hopper ας
πούμε), για παράδειγμα το κομμάτι “Source one”
ή ακόμη το “Refraction”
και το “What we leave”.
Δίσκος του 2017 είναι
το “Amiira”, αλλά αυτό δεν έχει κάποια ιδιαίτερη
σημασία. Ακούστε
τον, όπου τον πετύχετε...
MEHRAN ROUHANI: Three Piano Pieces [Hermes
Records, 2017]
Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τον συνθέτη
Mehran Rouhani (γενν. 1946), μα ούτε
και για τον πιανίστα
Neysun Ruhani
(γενν. 1974), που μάλλον είναι γιος του και ερμηνευτής των “
Three Piano Pieces”.
Ένα σόλο πιάνο άλμπουμ έχουμε εδώ λοιπόν, ένα θαυμάσιο σόλο
πιάνο άλμπουμ, που περιλαμβάνει τρία έργα του
Mehran Rouhani, τα “
Variations on a theme by Abolhasan Saba”, “
Suite ‘
Domestic’” και “
Mirrors”, ειδικών αφετηριών.
Στο πρώτο ο ιρανός συνθέτης αποτίνει φόρο τιμής στον
φημισμένο συνάδελφό του και συμπατριώτη του
Abolhasan Saba (1902-1957), μάστερ επίσης του
βιολιού και του σετάρ. Ο
Saba
υπήρξε μεγάλη επιρροή για τον
Rouhani,
ο οποίος συνθέτει, βασιζόμενος σ’ ένα πολύ γνωστό (για τα ιρανικά αυτιά, όπως
διαβάζουμε) θέμα του. Το κομμάτι είναι καταπληκτικό και το παίξιμο του
Neysun Ruhani, ικανό να μεταφέρει,
προς εμάς, όλα εκείνα τα βαθιά συναισθηματικά
vibes, που απαιτεί η σύνθεση (που
διαθέτει φυσικά, πολλά παραδοσιακά μελωδικά στοιχεία).
Το δεύτερο
track
είναι μια τριμερής σουίτα, με κάθε μέρος να είναι γραμμένο για τα μέλη της
οικογένειας του συνθέτη (η
romance για την σύζυγό του, το
scherzo για την κόρη του και το
rondo για τον γιο του). Εδώ
οι ρομαντικές-σοπενικές αναφορές είναι πιο εμφανείς, προσφέροντας στην σύνθεση
μία ονειροπόλα αύρα.
Το τελευταίο κομμάτι του
CD, το “
Mirrors”,
είναι αφιερωμένο από τον
Mehran Rouhani
στον πατέρα του, που ήταν αρχιτέκτονας και που χρησιμοποιούσε τους καθρέφτες ως
βασικό στοιχείο των κατασκευών του. Τριμερές και αυτό αναπαριστά σε κάθε μέρος
του κάτι διαφορετικό, εν σχέσει με την χρήση των καθρεφτών στην ιρανική αρχιτεκτονική
(που δεν αφορά μόνο σε κατοικίες, αλλά και σε τζαμιά και άλλα τινά κτίσματα).
Εδώ οι αναφορές είναι περισσότερο «σύγχρονες κλασικές», καθώς ανακατεύονται με πιο
«βαριά» παιξίματα (στο μεσαίο μέρος).
HESAM INANLOU: Mane and Wind [Hermes Records,
2016]
Εδώ έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό, δηλαδή... σύγχρονη
ιρανική μουσική, από σπουδαίους σολίστες. Το ότι είναι σπουδαίοι το
αντιλαμβάνεσαι αμέσως, ακόμη και από το πρώτο
track, το 12λεπτο “
Bitter”, που είναι εκπληκτικό, και που
δείχνει το υψηλότατο επίπεδο (συνθετικό, αυτοσχεδιαστικό και εκτελεστικό όλων
αυτών των παικτών).
Λέμε λοιπόν για τον
Hesam Inanlou που χειρίζεται τον παραδοσιακό ιρανικό kemancheh (έγχορδο
φυσικά), τον
Soheil Peyghambari σε κλαρίνο, μπάσο κλαρίνο, τον
Arman Ameri σε
νέι και την
Neda Moshrefizadeh
σε τσέλο – με όλα τα κομμάτια (μαζί με τις ενορχηστρώσεις) να ανήκουν στον
Inanlou.
Βασικά εδώ έχουμε τελείως εξωπραγματικά, για το δυτικό αυτί,
tracks, που χοντρικά
και μόνον, σαν αίσθηση δηλαδή, θα μπορούσε να φέρνουν στη μνήμη κάποια
avant-
folk άλμπουμ της
ECM –
υπό την έννοια του... όπως πραγματεύονται τα δικά τους ανάλογα ο
Stephan Micus, η
Lena Willemark ή ακόμη και η
Σαβίνα Γιαννάτου με τους
Primavera en Salonico
κάτι παρεμφερές πράττουν και στο εν λόγω CD οι ιρανοί μουσικοί.
Αν εξαιρέσεις το πρώτο 12λεπτο
track τα περισσότερα από τα υπόλοιπα
έχουν μικρή διάρκεια (τρία με τέσσερα λεπτά), δίχως, στην πράξη, αυτό να
φαίνεται.
Οι μουσικές του
Hesam Inanlou, έτσι όπως αναδύονται μέσα από τα παιξίματα των τεσσάρων
οργανοπαικτών, απεμπολούν κάθε αίσθηση του χρόνου. Είναι τελείως
«ταξιδιάρικες», χωρίς αρχή και τέλος...
PEYMAN YAZDANIAN / HESAM INANLOU: Tame [Hermes Records, 2016]
Εδώ έχουμε μια ζωντανή συνύπαρξη (Vahdat Hall, Οκτώβριος
2014), δύο μεγάλων μορφών της σύγχρονης ιρανικής μουσικής, του πιανίστα Peyman
Yazdanian και του χειριστή του kamancheh Hesam Inanlou (για τον οποίον γράψαμε
μόλις πριν).
Γεννημένος το 1968, ο Yazdanian έχει και δυτική μουσική
παιδεία (με σπουδές σε Αυστρία και Γαλλία), ενώ θεωρείται, ως κλασικός
ερμηνευτής, εξπέρ σε έργα Μπετόβεν, Λιστ και Σοπέν. Φήμη μεγάλη δε θα αποκτούσε
o Yazdanian και
μέσω του κινηματογράφου, καθώς έχει συνεργαστεί με μερικούς από τους πιο
αναγνωρισμένους ιρανούς ή ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτες, όπως τους Abbas
Kiarostami, Ramin Bahrani, Maziar Bahari, Jafar Panahi κ.ά. – με τα δικά του
σάουντρακ να είναι δεκάδες και με την δισκογραφία του να είναι επίσης
σημαντική.
Σ’ αυτό το
live ντούο τους, τώρα, οι δύο ιρανοί δεξιοτέχνες δεν παύει να
συνθέτουν αυτοσχεδιάζοντας, και να αυτοσχεδιάζουν συνθέτοντας, μέσα σ’ ένα
πνεύμα βιωματικής επικοινωνίας, με τις μελωδίες να κυριαρχούν, και με τις
εντάσεις να «πιάνουν» όλο το φάσμα – από τις πιο ήρεμες, σχεδόν ζεν συνομιλίες,
μέχρι τα πιο έντονα και δυναμικά
parts, εκεί όπου νομίζεις πως περισσότερα χέρια βρίσκονται πάνω
στα πλήκτρα και τα τάστα, και όχι μόνον τέσσερα.
Δεν είναι η δεξιοτεχνία μόνον, που μαγεύει, εδώ, αλλά όλο το
«πακέτο», που στέκεται σε υψηλό επίπεδο (ακόμη και στο εικαστικό του μέρος).