Τρίτη 30 Μαΐου 2023

SUN RA: πέρασαν 30 χρόνια από το θάνατο του μεγαλύτερου μύστη της τζαζ – η πρώτη επίσκεψη του Sun Ra στην πνευματική πατρίδα του την Αίγυπτο, το 1971

Ο Sun Ra (1914-1993) παραμένει ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά τον θάνατό του, μία από τις πιο αινιγματικές προσωπικότητες όχι μόνον της τζαζ, αλλά κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης του 20ου αιώνα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το τεράστιο σε έκταση έργο του μελετάται συνεχώς, κατατέμνεται σε «κεφάλαια», αναλύεται και καταλογογραφείται, δίνοντας έμπνευση σε νέες προσεγγίσεις – και ειδικού περιεχομένου (π.χ. η σχέση του Sun Ra με την τεχνολογία και τα συνθεσάιζερ), μα και γενικότερου, καθώς ο Sun Ra «λατρεύεται» σαν ο μύστης μιας νέας αντίληψης για την τέχνη της μαύρης φυλής, και της σχέσης της με την κοινωνία, που έγινε γνωστή, μετά το θάνατό του, ως αφροφουτουρισμός.
Δεν ήταν μόνον φουτουριστική, σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της, η μουσική του Sun Ra, μα ακόμη και η ίδια η εμφάνισή του, όπως και των μουσικών της μπάντας του εξάλλου, της περίφημης Arkestra (μιας εύπλαστης ορχήστρας, που άλλαζε συχνά μέλη και ονομασίες). Όπως γράφει η Valerie Wilmer στο κλασικό βιβλίο της “As Serious as Your Life” (1977), που το είδαμε κάποια στιγμή και στην Ελλάδα ως «Σοβαρό Όσο κι η Ζωή σου» [Praxis, 1984]:
«Ο Sun Ra θα γινόταν πασίγνωστος για την πολύχρωμη αμφίεσή του, καθώς ντύνεται μ’ ένα τρόπο που συνδυάζει στοιχεία της αφρικανικής κουλτούρας και της επιστημονικής φαντασίας, ενώ έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που επέτρεπε σε κάποιους να τον δουν ντυμένο δυτικά. Οι μουσικές του εξερευνήσεις έχουν κοσμικό περιεχόμενο, δίνοντας στις συνθέσεις του τίτλους σαν τους: “Οι ηλιοκεντρικοί κόσμοι του Σαν Ρα”, “Φώτα πάνω σε δορυφόρο”, “Οι άλλοι σ’ έναν κόσμο δικό τους” κ.λπ. Ο Sun Ra, που υιοθέτησε το όνομα του αρχαίου αιγυπτιακού Θεού του Ήλιου και που εκφραζόταν πάντα μυστηριωδώς σε σχέση με την καταγωγή του, είχε προηγηθεί της εποχής του κατά πολλούς τρόπους.(...) Ήταν, ακόμη, ο πιο προχωρημένος αφροαμερικανός καλλιτέχνης αναφορικά με τα πνευματικά ζητήματα και την ανάγκη για πειθαρχία που σχετίζονται μ’ αυτά.(...) Ο Sun Ra πιστεύει πως η πειθαρχία είναι το θεμέλιο κάθε ελευθερίας».
Παρά ταύτα και ο ίδιος ο
Sun Ra, όπως και η μουσική του, για πολλά χρόνια, δεν αντιμετωπίζονταν θετικά από το κύκλωμα της τζαζ – που, σε γενικές γραμμές τον θεωρούσε κάπως σαν... τσαρλατάνο. Όπως γράφει και ο John F. Szwed στο βιβλίο του “Space is the Place / The Lives and Times of Sun Ra” [Da Capo Press, 1998], που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά:
«Οι περισσότεροι αμερικανοί μουσικοκριτικοί είχαν ξεγράψει τον Sun Ra από την αρχή, ενώ τόσο η επιμονή του σ’ αυτά που έκανε, όσο και η αργή ανοδική πορεία του ήταν ακόμη πιο ενοχλητικά. Μια ομάδα οργανοπαικτών, που ζούσαν μαζί και φορούσαν περίεργα ρούχα, δεν ήταν ό,τι το καλύτερο για την τζαζ. Και ο Martin Williams, ο πάπας των τζαζο-κριτικών της εποχής κι ένας από εκείνους που είχαν εργαστεί δυναμικά, ώστε να κάνουν την τζαζ ασφαλή για τη δημοκρατία, είχε πει πως κάποιος θα έπρεπε να απομυθοποιήσει τον Sun Ra και την Arkestra. Επιπροσθέτως και πολλοί μουσικοί στη Νέα Υόρκη ήταν επιφυλακτικοί με τον Sun Ra και τις μεθόδους του...».
Ο άνθρωπος που θα έκανε γνωστόν στους λευκούς τον Sun Ra, και άρα και στα μίντια, στις αρχές των 70s, ήταν ο ποιητής, συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής John Sinclair, που βρισκόταν πίσω από τους MC5 (όντας ιδρυτικό στέλεχος του White Panther Party κ.λπ.), όταν ο Sun Ra, μετά από προτροπή του, θα εμφανιζόταν στο περιώνυμο Ann Arbor Blues & Jazz Festival (1972-74), στην πόλη Ann Arbor του Michigan.
Ένας άλλος promoter, που θα βοηθούσε από νωρίς τον Sun Ra, ώστε να περάσουν οι μουσικές του σε μεγαλύτερα ακροατήρια, ήταν οπωσδήποτε ο γερμανός μουσικός (βασικά περκασιονίστας), συνθέτης, δημοσιογράφος, συγγραφέας, filmmaker κ.λπ. Hartmut Geerken (1939-2021), που τον ξέρουμε πολύ καλά κι εμείς, εδώ στην Ελλάδα, από τη θητεία του στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας (Goethe-Institut Athen). [Ο Geerken ως υπάλληλος του Goethe-Institut είχε υπηρετήσει στο Κάιρο (1966-1972), στην Καμπούλ (1972-1979), στην Αθήνα (1979-1983), ίσως και αλλού πιο μετά].
Στην Ελλάδα, εν τω μεταξύ, γνωρίζουμε τον Geerken όχι μόνο από τη σχέση του με τον Sun Ra και τη μεσολάβησή του ώστε να έρθει στην Αθήνα η Sun Ra Arkestra και να εμφανισθεί στον Ορφέα, στο φεστιβάλ Praxis ’84, σ’ εκείνο το ιστορικό live της 27ης Φεβ. 1984, μα και για την παρουσία του σε ελληνικούς δίσκους της Praxis Records του Κώστα  Γιαννουλόπουλου – δηλαδή το LPContinent” (1981), όταν θα συνεργαζόταν με τον σαξοφωνίστα John Tchicai και ακόμη τα LP Cassava Balls” (1985), “The African Tapes Volume 1” (1987) και “The African Tapes Volume II” (1988), παίζοντας μαζί με τους Famoudou Don Moye ντραμς-κρουστά και John Tchicai τενόρο, φλάουτο κ.λπ.
Ακόμη ο Hartmut Geerken ήταν κοντά στον αμερικανό ποιητή Robert Lax (για τον οποίον έχουμε ήδη γράψει ξεχωριστό κείμενο), ο οποίος ζούσε τότε στην Πάτμο, είχε μεσολαβήσει (ο Geerken) για να παίξουν οι Γερμανοί του ethnic-rock Embryo στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1978, είχε συνεισφέρει σ’ ένα αφιέρωμα στο Γκαίτε στον γερμανό σκηνοθέτη της πρωτοπορίας Herbert Achternbusch, ενώ είχε οργανώσει ανάμεσα σε πολλά άλλα και το “5. Bielefelder Colloquium Neue Poesie (Συνέδριο της Νέας Ποίησης του Μπίλεφελντ), που θα διεξαγόταν στην Αθήνα στις 13-16 Μαΐου 1982, στο Τεχνοχώρο του πρώην εργοστασίου Φιξ στα Πατήσια.
Οι δραστηριότητες του Hartmut Geerken στην Ελλάδα αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου (ο άνθρωπος είχε ηχογραφήσει δική του μουσική μέχρι και στο Σαρακήνικο της Γαύδου!), όμως τώρα, εδώ, θα επικεντρωθούμε σε κάτι πιο συγκεκριμένο. Σ’ ένα κείμενό του που θα εμφανιζόταν στο παλαιό περιοδικό «ΤΖΑΖ» (τεύχος #10, Ιούλιος 1980) και που θα είχε τίτλο «Ο Sun Ra στην Αίγυπτο». (O Geerken, εν τω μεταξύ, έχει τυπώσει φοβέρα βιβλία για τον Sun Ra, με φωτογραφικό και όχι μόνον υλικό, που είναι cult ασυζητητί).
Στο τέλος της ευρωπαϊκής περιοδείας του, το 1971, ο
Sun Ra με την ορχήστρα του είναι στην Δανία. Δίνει ένα κονσέρτο στην Κοπεγχάγη στις 5 Δεκεμβρίου και από ’κει, έχοντας αποδεχτεί την πρόταση του Hartmut Geerken, από τον Ιούνη, για να επισκεφθεί την Αίγυπτο, το πράττει εγκαταλείποντας την Ευρώπη στις 7 του ίδιου μήνα.
Απ’ αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινάει το κείμενο του Geerken, που είχε δημοσιευθεί κατά πρώτον στο γερμανικό περιοδικό Jazz Podium (Nr.3, March 1972), ενώ στο ελληνικό «ΤΖΑΖ» θα παρουσιαζόταν σε μετάφραση της Έρσης Παπαχρυσάνθου...
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/sun-ra-perasan-30-hronia-apo-thanato-toy-megalyteroy-mysti-tis-tzaz

Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

HERMES RECORDS δίσκοι από το Ιράν (και όχι μόνον Ιρανών)

Στην εταιρεία Hermes Records, από το Ιράν, έχουμε αναφερθεί και πάλι στο blog, κατά το παρελθόν. Η Recordisc, η εταιρεία που την αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα, έχει διαθέσιμα μερικά ακόμη CD της... ιρανικής ECM, και αυτά παρουσιάζουμε στην συνέχεια...
DIMINISHED: Station Two [Hermes Records, 2018]
Για τους Diminished έχουμε ξαναγράψει και πιο συγκεκριμένα για το άλμπουμ τους “Station One” (2015), τονίζοντας πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα… progressive κατά βάση σχήμα, ένα σχήμα που ανακατεύει jazz / improv, folk, rock και avant μ’ έναν αναπάντεχο –γιατί όχι;– τρόπο.
Αυτό ισχύει και για το δεύτερο άλμπουμ του ιρανικού γκρουπ, που αποκαλείται “Station Two” και που αποτελεί επίσης μία, χοντρικώς, ακατάτακτη προσπάθεια. Μέλη στην τότε φάση των Diminished ήταν οι Ehsan Sadigh ηλεκτρική κιθάρα, Mazyar Younesi πιάνο, φωνή, Soheil Peyghambari κλαρίνο, μπάσο κλαρίνο, σοπράνο σαξόφωνο και Rouzbeh Fadavi, με τις έξι συνθέσεις να είναι ηχογραφημένες στην Κωνσταντινούπολη, τον Δεκέμβριο του 2016.
H πιο μεγάλη στο χρόνο σύνθεση του δίσκου είναι η “Cluster”, που διαρκεί σχεδόν 17 λεπτά και στην οποία συνυπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία, που κάνουν διακριτή την μουσική των Diminished από μακριά. 
Βασικά λέμε για τα avant, μινιμαλιστικά, επαναληπτικά, ρυθμικά στοιχεία (με το πιάνο να εκτελεί τέλεια τον ρυθμικό ρόλο του), τα breaks από τα πνευστά, που φέρνουν στην μνήμη, μερικές φορές, συγκροτήματα του Rock in Opposition, τα ηλεκτρικά κιθαριστικά parts, που επίσης αντανακλούν ανάλογες επιρροές και φυσικά, ανάμεσα σε όλα αυτά, κάνουμε λόγο και για τις παραδοσιακές αναφορές, μαζί μ’ ένα εξερευνητικό, αυτοσχεδιαστικό πνεύμα, που διέπει κάθε μικρή ή μεγάλη σύνθεση. Οπότε με το “progressive” πιάνεις όλον αυτόν τον κυκεώνα των επιρροών των Diminished – ενός συγκροτήματος με τελείως δικό του ήχο και δική του «προσωπικότητα».
Έξοχο το εισαγωγικό “Station two”, όπως και το υποχθόνια, λυρικό-ελεγειακό “Mood II”, χωρίς κανένα από τα υπόλοιπα tracks να υστερεί και με το άλμπουμ να εμφανίζει απαράμιλλη αισθητική ενότητα.
[Να πούμε πως οι Diminished έχουν και τρίτο άλμπουμ, το “Station Three” από το 2020].
ENZO FAVATA / SALVATORE MAIORE / MARCELLO PEGHIN: Secret Window [Hermes Records, 2017]
Στην Hermes Records δεν τυπώνονται μόνον sessions ιρανών μουσικών, αλλά και άλλων εθνοτήτων και φυσικά Ευρωπαίων. Ένα τέτοιο CD είναι και το “Secret Window” των Ιταλών Favata, Maiore και Peghin, που ηχογραφήθηκε κάπου στην Σαρδηνία, τον Απρίλιο του 2016.
Οι ιταλοί μουσικοί δεν ήταν / είναι τυχαίοι. Και ο Enzo Favata (σοπράνο σαξόφωνο, άλτο & μπάσο κλαρίνο), και ο Salvatore Maiore (κοντραμπάσο, τσέλο) και ο Marcello Peghin (10χορδη κλασική κιθάρα, βαρύτονη κιθάρα, βραζιλιάνικη 10χορδη κιθάρα) είχαν / έχουν πάμπολλες sessions στα χέρια τους (και καλή δισκογραφία εννοείται), οπότε με το “Secret Window” θα έρχονταν, απλώς, να επιβεβαιώσουν το προφανές, ή έστω το αναμενόμενο.
Συνθέτουν και οι τρεις στο “Secret Window” και συνθέτουν με πολλές folk αναφορές (ακόμη και John Fahey «ακούς» στα παιξίματα του Peghin), με τον ακουστικό ήχο να κυριαρχεί φυσικά, και με τις λυρικές αύρες να χαρακτηρίζουν όλα τα κομμάτια, τα οποία διακρίνονται για την αισθητική πληρότητά τους.
Κοντολογίς συζητάμε για καταπληκτικές συνθέσεις σαν τις “Carrela”, “Gosos”, “El sur” και “Steps to heaven”, που συνδυάζουν στοιχεία μεσογειακής jazz, folk ακουστικού ήχου και μουσικής δωματίου.
Οπωσδήποτε ένα κλίμα-ECM υπάρχει εδώ, κυρίως όσον αφορά στην σοβαρότητα και την βαρύτητα των περιγραφόμενων καταστάσεων, αν και Ιταλοί –αναμενόμενο αυτό–  είναι περισσότερο φωτεινοί από τους συνοδοιπόρους τους Βορειοευρωπαίους.
Πολύ καλό CD!
KLAUS GESING / BJÖRN MEYER / SAMUEL ROHRER: Amiira [Hermes Records, 2017]
Ένα δεύτερο στην σειρά διεθνές session της Hermes έχουμε εδώ. Πρόκειται για το άλμπουμ “Amiira”, που είναι ηχογραφημένο στην Βέρνη της Ελβετίας από τον γερμανό μπάσο-κλαρινετίστα & σοπράνο σαξοφωνίστα Klaus Gesing, τον σουηδό μπασίστα Björn Meyer και τον ελβετό ντράμερ-περκασιονίστα Samuel Rohrer.
Και οι τρεις μουσικοί είναι γνωστά ονόματα της ευρωπαϊκής σκηνής, με τον Gesing να τον συναντάμε σε ουκ ολίγα άλμπουμ της ECM, δίπλα στην Norma Winstone ή τον Anouar Brahem, με τον Meyer να ηχογραφεί για την ECM το “Provenance” το 2017 και με τον Rohrer να συμμετέχει σε ποικίλα άλμπουμ της γερμανικής εταιρείας σαν τα “Currents” (2007) και “Post Scriptum” (2011) του Wolfert Brederode Quartet, “Rruga” (2011) του Colin Vallon Trio, “April” (2001) της Susanne Abbuehl κ.λπ.
Λέμε, λοιπόν, για πεπειραμένους και σημαντικούς μουσικούς, κάτι, τέλος πάντων, που αποδεικνύεται και από τούτη εδώ την συνύπαρξή τους – ένα γενικώς καταπληκτικό άλμπουμ, πολύ υποβλητικό, με ουσιαστική στουντιακή συνεισφορά σε επεξεργασίες και τα λοιπά, που ακούγεται το ίδιο jazz και avant-garde.
Δύο πνευστά, ένα ηλεκτρικό μπάσο, που χρησιμοποιείται και σαν ηλεκτρονικό παραφερνάλιο κι ένα σετ ντραμς είναι αρκετά όλα αυτά, ως φαίνεται, προκειμένου να δημιουργηθεί μια σειρά πολύ δυνατών προχωρημένων συνθέσεων, που ενίοτε αγγίζουν όψεις του Canterbury-sound (δίσκους του Hugh Hopper ας πούμε), για παράδειγμα το κομμάτι “Source one” ή ακόμη το “Refraction” και το “What we leave”.
Δίσκος του 2017 είναι το “Amiira”, αλλά αυτό δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Ακούστε τον, όπου τον πετύχετε...  
MEHRAN ROUHANI: Three Piano Pieces [Hermes Records, 2017]
Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για τον συνθέτη Mehran Rouhani (γενν. 1946), μα ούτε και για τον πιανίστα Neysun Ruhani (γενν. 1974), που μάλλον είναι γιος του και ερμηνευτής των “Three Piano Pieces”.
Ένα σόλο πιάνο άλμπουμ έχουμε εδώ λοιπόν, ένα θαυμάσιο σόλο πιάνο άλμπουμ, που περιλαμβάνει τρία έργα του Mehran Rouhani, τα “Variations on a theme by Abolhasan Saba”, “SuiteDomestic’” και “Mirrors”, ειδικών αφετηριών.
Στο πρώτο ο ιρανός συνθέτης αποτίνει φόρο τιμής στον φημισμένο συνάδελφό του και συμπατριώτη του Abolhasan Saba (1902-1957), μάστερ επίσης του βιολιού και του σετάρ. Ο Saba υπήρξε μεγάλη επιρροή για τον Rouhani, ο οποίος συνθέτει, βασιζόμενος σ’ ένα πολύ γνωστό (για τα ιρανικά αυτιά, όπως διαβάζουμε) θέμα του. Το κομμάτι είναι καταπληκτικό και το παίξιμο του Neysun Ruhani, ικανό να μεταφέρει, προς εμάς, όλα εκείνα τα βαθιά συναισθηματικά vibes, που απαιτεί η σύνθεση (που διαθέτει φυσικά, πολλά παραδοσιακά μελωδικά στοιχεία).
Το δεύτερο track είναι μια τριμερής σουίτα, με κάθε μέρος να είναι γραμμένο για τα μέλη της οικογένειας του συνθέτη (η romance για την σύζυγό του, το scherzo για την κόρη του και το rondo για τον γιο του). Εδώ οι ρομαντικές-σοπενικές αναφορές είναι πιο εμφανείς, προσφέροντας στην σύνθεση μία ονειροπόλα αύρα.
Το τελευταίο κομμάτι του CD, το “Mirrors”, είναι αφιερωμένο από τον Mehran Rouhani στον πατέρα του, που ήταν αρχιτέκτονας και που χρησιμοποιούσε τους καθρέφτες ως βασικό στοιχείο των κατασκευών του. Τριμερές και αυτό αναπαριστά σε κάθε μέρος του κάτι διαφορετικό, εν σχέσει με την χρήση των καθρεφτών στην ιρανική αρχιτεκτονική (που δεν αφορά μόνο σε κατοικίες, αλλά και σε τζαμιά και άλλα τινά κτίσματα). Εδώ οι αναφορές είναι περισσότερο «σύγχρονες κλασικές», καθώς ανακατεύονται με πιο «βαριά» παιξίματα (στο μεσαίο μέρος).
HESAM INANLOU: Mane and Wind [Hermes Records, 2016]
Εδώ έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό, δηλαδή... σύγχρονη ιρανική μουσική, από σπουδαίους σολίστες. Το ότι είναι σπουδαίοι το αντιλαμβάνεσαι αμέσως, ακόμη και από το πρώτο track, το 12λεπτο “Bitter”, που είναι εκπληκτικό, και που δείχνει το υψηλότατο επίπεδο (συνθετικό, αυτοσχεδιαστικό και εκτελεστικό όλων αυτών των παικτών).
Λέμε λοιπόν για τον Hesam Inanlou που χειρίζεται τον παραδοσιακό ιρανικό kemancheh (έγχορδο φυσικά), τον Soheil Peyghambari σε κλαρίνο, μπάσο κλαρίνο, τον Arman Ameri σε νέι και την Neda Moshrefizadeh σε τσέλο – με όλα τα κομμάτια (μαζί με τις ενορχηστρώσεις) να ανήκουν στον Inanlou.
Βασικά εδώ έχουμε τελείως εξωπραγματικά, για το δυτικό αυτί, tracks, που χοντρικά και μόνον, σαν αίσθηση δηλαδή, θα μπορούσε να φέρνουν στη μνήμη κάποια avant-folk άλμπουμ της ECM – υπό την έννοια του... όπως πραγματεύονται τα δικά τους ανάλογα ο Stephan Micus, η Lena Willemark ή ακόμη και η Σαβίνα Γιαννάτου με τους Primavera en Salonico κάτι παρεμφερές πράττουν και στο εν λόγω CD οι ιρανοί μουσικοί. 
Αν εξαιρέσεις το πρώτο 12λεπτο track τα περισσότερα από τα υπόλοιπα έχουν μικρή διάρκεια (τρία με τέσσερα λεπτά), δίχως, στην πράξη, αυτό να φαίνεται.
Οι μουσικές του Hesam Inanlou, έτσι όπως αναδύονται μέσα από τα παιξίματα των τεσσάρων οργανοπαικτών, απεμπολούν κάθε αίσθηση του χρόνου. Είναι τελείως «ταξιδιάρικες», χωρίς αρχή και τέλος...
PEYMAN
YAZDANIAN / HESAM INANLOU: Tame [Hermes Records, 2016]
Εδώ έχουμε μια ζωντανή συνύπαρξη (Vahdat Hall, Οκτώβριος 2014), δύο μεγάλων μορφών της σύγχρονης ιρανικής μουσικής, του πιανίστα Peyman Yazdanian και του χειριστή του kamancheh Hesam Inanlou (για τον οποίον γράψαμε μόλις πριν).
Γεννημένος το 1968, ο Yazdanian έχει και δυτική μουσική παιδεία (με σπουδές σε Αυστρία και Γαλλία), ενώ θεωρείται, ως κλασικός ερμηνευτής, εξπέρ σε έργα Μπετόβεν, Λιστ και Σοπέν. Φήμη μεγάλη δε θα αποκτούσε o Yazdanian και μέσω του κινηματογράφου, καθώς έχει συνεργαστεί με μερικούς από τους πιο αναγνωρισμένους ιρανούς ή ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτες, όπως τους Abbas Kiarostami, Ramin Bahrani, Maziar Bahari, Jafar Panahi κ.ά. – με τα δικά του σάουντρακ να είναι δεκάδες και με την δισκογραφία του να είναι επίσης σημαντική.
Σ’ αυτό το live ντούο τους, τώρα, οι δύο ιρανοί δεξιοτέχνες δεν παύει να συνθέτουν αυτοσχεδιάζοντας, και να αυτοσχεδιάζουν συνθέτοντας, μέσα σ’ ένα πνεύμα βιωματικής επικοινωνίας, με τις μελωδίες να κυριαρχούν, και με τις εντάσεις να «πιάνουν» όλο το φάσμα – από τις πιο ήρεμες, σχεδόν ζεν συνομιλίες, μέχρι τα πιο έντονα και δυναμικά parts, εκεί όπου νομίζεις πως περισσότερα χέρια βρίσκονται πάνω στα πλήκτρα και τα τάστα, και όχι μόνον τέσσερα.
Δεν είναι η δεξιοτεχνία μόνον, που μαγεύει, εδώ, αλλά όλο το «πακέτο», που στέκεται σε υψηλό επίπεδο (ακόμη και στο εικαστικό του μέρος).

Επαφή: Music Corner, Πανεπιστημίου 56, Αθήνα, τηλ. 210-3304000, www.musiccornerstore.gr