Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΗΤΟΠΟΥΛΟΣ τα δώρα

Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) αποτελεί μία «σταθερά» στις ποιητικές μελοποιήσεις ή τέλος πάντων στη χρήση των ποιημάτων του, για τις ανάγκες της δισκογραφίας, τα τελευταία χρόνια. Αυτό, είχαμε την ευκαιρία να το δείξουμε εσχάτως με το σχετικό κείμενό μας στο LiFO.gr «H ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη στην ελληνική μουσική και το τραγούδι», που δημοσιεύτηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2021 (https://www.lifo.gr/culture/music/h-poiisi-toy-miltoy-sahtoyri-stin-elliniki-moysiki-kai-tragoydi). Κι έτσι, έπειτα από την πρόσφατη περίπτωση της συνθέτριας Αλεξάνδρας Παπαστεφάνου, η οποία μελοποίησε ποιήματα του Σαχτούρη, στο δικό της σοβαρό και μελετημένο άλμπουμ, έχουμε τώρα μπροστά μας ακόμη μία «έντεχνη» απόπειρα, αυτήν του συνθέτη Γιώργου Νικητόπουλου.
Για τον Γ. Νικητόπουλο είχαμε γράψει το 2017 με αφορμή, τότε, το πρώτο CD του, που είχε τίτλο «Κάτι Από Σένα» [Μετρονόμος]. Κι είχαμε γράψει λόγια καλά ή και πολύ καλά, και σίγουρα ενθαρρυντικά.
Τώρα όμως, σ’ αυτή την δεύτερη(;) δουλειά του, που τιτλοφορείται «Τα Δώρα» [Μετρονόμος, 2022],  ο Νικητόπουλος αλλάζει γήπεδο, τοποθετώντας τον πήχη κάπου αλλού και βασικά πολύ ψηλά, επιχειρώντας να αναμετρηθεί με την δύστροπη ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη (δύστροπη εν σχέσει με την μελοποίησή της).
Το άλμπουμ «Τα Δώρα» περιέχει δώδεκα tracks, εκ των οποίων επτά είναι «καθαρά» τραγούδια, τρία είναι τραγούδια που εμπεριέχουν και απαγγελίες, ένα αποτελεί καθαρή απαγγελία και ένα είναι ορχηστρικό. 
Στις απαγγελίες συναντάμε τον γνωστό ηθοποιό Χρήστο Στέργιογλου, ενώ στις ερμηνείες ακούμε μόνον γυναικείες φωνές, δηλαδή τις Ηρώ Σαΐα, Αγγελική Τουμπανάκη και Παυλίνα Κατσή.
Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη δεν προσφέρεται για εύκολη μελοποίηση, και είναι απορίας άξιον πώς μια τόσο ιδιαίτερη και στην δόμησή της ποίηση (όχι μόνον στα νοήματά της εννοούμε) συναντάται τόσο συχνά στην τραγουδοποιία και την δισκογραφία.
Η προσπάθεια του Γιώργου Νικητόπουλου δεν στερείται ενδιαφέροντος, αλλά παρά τις συνεχείς ακροάσεις δεν μπόρεσα να αντιληφθώ μια «σειρά», μια ενότητα στις μελοποιήσεις, κάτι που να τις «δένει» όλες σε μια γραμμή, ώστε να αιτιολογείται και η γενικότερη ύπαρξη του δίσκου. Θέλω να πω πως ενώ υπάρχουν επιμέρους καλά στοιχεία στα διάφορα tracks, το συνολικό αποτέλεσμα σε αφήνει, με αφήνει, μετέωρο.
Δεν είμαι σίγουρος γιατί συμβαίνει αυτό. Να οφείλεται άραγε στις ενορχηστρώσεις; Το λέμε, επειδή ακούμε πολλά όργανα (πιάνο, κλαρίνο, άλτο σαξόφωνο, τρομπέτα, κόρνο, τρομπόνι, τούμπα, κιθάρες, λαούτο και κρουστά), τα οποία δεν δίνουν ξεκάθαρο «ήχο» στο άλμπουμ. Ίσως με λιγότερα όργανα το αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό. Σίγουρα θα ήταν διαφορετικό και οπωσδήποτε πιο σαφές και πιο πυκνό.
Έπειτα οι μελωδίες του Νικητόπουλου μοιάζουν να είναι πολύ επηρεασμένες και εξαρτώμενες από την προσωδία του λόγου. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούν εύκολα να «ανασάνουν». Το αποτέλεσμα; Μετά από τρεις, τέσσερις, πέντε ακροάσεις να μην θυμάσαι κάτι συγκεκριμένο. Κάτι που να ξεχωρίζει και που να μπορείς και να το σιγο-ψιθυρίσεις κιόλας – γιατί όχι; Αφού για τραγούδια μιλάμε.
Ξαναλέμε πως ο δίσκος δεν είναι αδιάφορος, καθώς συναντάς σ’ αυτόν ποικίλα ενδιαφέροντα σημεία – και ίσως τα πιο ενδιαφέροντα να είναι τελικά εκείνα στα οποία συνυπάρχει τραγούδισμα με απαγγελία. Όπως στο 5, την «Αποστολή» (με Ηρώ Σαΐα, Χρήστο Στέργιογλου) και βασικά στο 12 (και τελευταίο track του CD), το «Τ’ αδέρφια μου» (με Σαΐα-Στέργιογλου ξανά, τις τέσσερις φωνές και τις επιδράσεις από φολκλορικά ακούσματα).
Επαφή: www.metronomos.gr

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

το 1972, τέτοιες μέρες πριν από 50 χρόνια, κυκλοφορεί «Το Βρώμικο Ψωμί» του ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ – γεγονότα και καταστάσεις, που συνδέονται με το ιστορικό άλμπουμ και με την παρουσίασή του στο κλαμπ Κύτταρο

Πέρυσι, στις 29 Μαρτίου 2021, είχαμε γράψει εδώ στο LiFO.gr ένα κείμενο σχετικό με τον «Μπάλλο» του Διονύση Σαββόπουλου, που είχε κυκλοφορήσει προς το τέλος Μαρτίου του 1971. Τώρα θα πράξουμε το ίδιο για «Το Βρώμικο Ψωμί» και πάλι με αφορμή την συμπλήρωση της πεντηκονταετίας.
Αυτά τα δύο άλμπουμ του Διονύση Σαββόπουλου εξετάζονται μαζί. Πρέπει να εξετάζονται μαζί, γιατί αφορούν στην ίδια ιστορική εποχή, έχουν παρεμφερείς μουσικές και στιχουργικές αναζητήσεις, ενώ εντάσσονται κιόλας στο φάσμα του «ελληνικού ροκ», του καλύτερου ελληνικού ροκ όλων των εποχών, όπως εκείνο εξελισσόταν όχι μόνο στην δισκογραφία, αλλά και στα κλαμπ. Και βασικά στο Rodeo και στο Κύτταρο, αν μιλάμε για την περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου.
Όπως είχαμε τονίσει και στο περσινό κείμενο, το να πιστώνεις τον Διονύση Σαββόπουλο στο ελληνικό ροκ προσπορίζει τιμή στο ελληνικό ροκ πρώτα-πρώτα και όχι κατ’ ανάγκην στον Σαββόπουλο. Από την άλλη όμως, αν δεις τον Σαββόπουλο έξω από το ελληνικό ροκ της εποχής, ακυρώνεις την σημαντική εκείνων των δίσκων του και γενικότερα της περιόδου.
Για ποια περίοδο, όμως, συζητάμε – και σε σχέση πάντα με «Το Βρώμικο Ψωμί»; Βασικά λέμε για την τριετία καλοκαίρι / φθινόπωρο 1971-άνοιξη 1974, όταν έχει ολοκληρωθεί πια ο «Μπάλλος» (με τις παραστάσεις στο Rodeo) και ξεκινάει να ετοιμάζεται το υλικό του «βρώμικου ψωμιού». Μια περίοδος που περατώνεται με την τελευταία παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου στο Κύτταρο, την άνοιξη του ’74 (όταν το υλικό από «Το Βρώμικο Ψωμί» ακόμη κυριαρχεί).
Αν και θα μπορούσε, εδώ που τα λέμε, να τραβήξουμε την περίοδο χρονικά μέχρι και τον Νοέμβρη του ’74, όταν κυκλοφορεί το δισκάκι με το «Σαν τον Καραγκιόζη» από την Lyra, που αποτελεί ουσιαστικά το... ένατο και τελευταίο τραγούδι από «Το Βρώμικο Ψωμί».
Η πρώτη «Μαύρη Θάλασσα»
Μετά το καλοκαίρι του ’71 ο Διονύσης Σαββόπουλος αρχίζει να σκέφτεται γύρω από ένα νέο άλμπουμ, μέσα στο οποίο δεν μπορεί παρά να έχει αισθητή παρουσία κι ένα κομμάτι υπό τον τίτλο «Μαύρη Θάλασσα».
Στην αρχή γράφεται η μουσική, χωρίς τα λόγια, πράγμα σπάνιο για τον Σαββόπουλο, καθώς λόγια και μουσική «βγαίνουν» πάντα μαζί, η οποία (μουσική) αποτελείται από τρία τμήματα. Μία εισαγωγή στην οποία κυριαρχεί η ηλεκτρική κιθάρα και το φλάουτο, μία δεύτερη που διαθέτει και φωνή, με το φλάουτο κυρίως, μα και με την ηλεκτρική κιθάρα να κινούνται προς δυναμικές folk-rock περιοχές και μία τρίτη, που έχει να κάνει με τον θρακιώτικο σκοπό «Δω στα λιανοχορταρούδια», που είχε γίνει ευρύτερα γνωστός, πέραν της Θράκης, όταν το ηχογράφησε το συγκρότημα του Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, μαζί με τις κόρες του Λαμπριάνα και Θεοπούλα Δοϊτσίδη, σ’ ένα 45άρι της Music-box το 1969 (το 1971 και σε LP) και που, στις εμφανίσεις της στο Rodeo, θα το τραγουδούσε προφανώς και η Δόμνα Σαμίου.
Η «Μαύρη Θάλασσα» είναι έτοιμη, εννοούμε, από μουσικής πλευράς, το φθινόπωρο του ’71 και κάπως έτσι την ακούμε στο (LP + single) «Ζωντανοί στο Κύτταρο / Η “Ποπ” στην Αθήνα», που κυκλοφορεί από την Zodiac, στις 20 Δεκεμβρίου 1971.
Εκείνη την εποχή κανονικά ο Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια θα έπρεπε να εμφανίζονται στο Rodeo, στην Οδό Χέυδεν 34, που ξεκινά με Θανάση Γκαϊφύλλια & Συνοδούς, Λήδα-Σπύρο, Βαγγέλη Γερμανό, Δόμνα Σαμίου και ακόμη με δύο Ινδούς(!) σε σιτάρ, που μάλλον ήταν οι Darshan Kumari και Yamal Roshan, που εμφανίζονταν και σε συναυλίες με τους Socrates Drank the Conium και τους Morka, που οργάνωναν οι Στέλιος Ελληνιάδης και Παύλος Δαμιανάκος. (Η Kumari είναι διακεκριμένη δασκάλα του σιτάρ, στην Ολλανδία, και στο σάιτ της αναφέρεται και στο πέρασμά της από την Αθήνα του ’71).
Όμως ο Διονύσης Σαββόπουλος απέχει, τουλάχιστον στην αρχή, από τις εμφανίσεις στο Rodeo, καθώς υπάρχει στη μέση το θέμα του Στρατού, που έντονα τον απασχολεί – είναι αυτό που ακούμε, το 1975, στο LP «10 Χρόνια Κομμάτια»... «401, αγωνία για ηλεκτροσόκ, νεκροζώντανοι στο Κύτταρο, σκηνές ροκ». Με το  «401» να μην είναι άλλο από το Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών και με το «νεκροζώντανοι στο Κύτταρο, σκηνές ροκ» να υποδηλώνει και το άλμπουμ «Ζωντανοί στο Κύτταρο», στο οποίο ακουγόταν και ο ίδιος ο Σαββόπουλος (σε φωνές), την εποχή του 401, μαζί με τα Μπουρμπούλια, δηλαδή τους Στέλλα Γαδέδη φλάουτο, φωνή, Νίκο Δαπέρη ηλεκτρική κιθάρα, Βασίλη Ντάλλα μπάσο και Νίκο Τσιλογιάννη ντραμς.
Από εδώ, όμως, ανακύπτει ένα ερώτημα. Το 1971-1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια του θα εμφανίζονταν στο
Rodeo, καθώς το Κύτταρο (Ηπείρου 48 και Αχαρνών) θα άνοιγε, για πρώτη φορά εκείνη τη σεζόν με τους Socrates Drank the Conium, Θανάση Γκαϊφύλλια, Εξαδάκτυλο, Δάμωνα & Φιντία, Δημήτρη Ψαριανό κ.ά. (χωρίς τον Διονύση Σαββόπουλο). Πώς λοιπόν ο Σαββόπουλος βρίσκεται να ηχογραφεί στο Κύτταρο;
Το να υποθέσει κάποιος πως η ηχογράφηση της «Μαύρης Θάλασσας», χωρίς τα λόγια, έγινε στο Rodeo δεν είναι παράλογο, γιατί και το Rodeo και το Κύτταρο, που ήταν κοντά το ένα στο άλλο, τα διαχειρίζονταν το ίδιο πρόσωπο (Παύλος Ζέρβας), οπότε θα μπορούσε, ενδεχομένως, μια εγγραφή από το ένα κλαμπ, να εμφανιζόταν ως εγγραφή του άλλου.
Από την άλλη μεριά, όμως, δεν αποκλείεται Μπουρμπούλια και Διονύσης Σαββόπουλος να βρέθηκαν όντως στο Κύτταρο, εκτάκτως, για την ανάγκη της ηχογράφησης, πιθανώς τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1971, αφού καλλιτέχνες από το σχήμα του Rodeo εμφανίζονταν και στο Κύτταρο την ίδιαν εποχή (όπως ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας).
Το τι ακριβώς συνέβη τελικά δεν έχει και τόση σημασία. Την μεγαλύτερη σημασία έχει αυτή καθ’ αυτή η ηχογράφηση του Γιάννη Σμυρναίου, για το «Ζωντανοί στο Κύτταρο» (LP + single), που έχει τη δική της αξία, έστω και χωρίς τα λόγια της «Μαύρης Θάλασσας», και που δείχνει περίτρανα, πως ο Διονύσης Σαββόπουλος βρισκόταν, τότε, σε φουλ δημιουργική περίοδο, προετοιμάζοντας κάτι, για μιαν ακόμη φορά, ξεχωριστό.
Όμως, από τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του ’71 τα Μπουρμπούλια ήταν πλέον διαλυμένα. Ο János Lambizi φωτογραφίζεται ως μέλος των Socrates Drank the Conium ήδη από τον Οκτώβριο, ο Σπύρος Καζιάνης (φαγκότο-τρομπόνι) είναι πιο κοντά πλέον στην «σοβαρή μουσική», ενώ και ο Νίκος Δαπέρης που παίζει στη «Μαύρη Θάλασσα» στο Κύτταρο (στη θέση του Lambizi) είναι οπωσδήποτε «δανεικός» από τους Πελόμα Μποκιού.
Ουσιαστικά Μπουρμπούλια δεν υπάρχουν, με τους Ντάλλα-Τσιλογιάννη (το rhythm section δηλαδή) να κρατάνε, μόνοι τους, το όνομα του γκρουπ. Και όπως είναι γνωστό, ως Μπουρμπούλια, με την προσθήκη του Παντελή Δεληγιαννίδη κιθάρα και του Παύλου Σιδηρόπουλου τραγούδι (που αποτελούσαν το δίδυμο Δάμων και Φιντίας), θα κυκλοφορούσαν και το 45άρι «Απογοήτευση / Ο Ντάμης ο σκληρός» [Zodiac, 23 Αυγ. 1972], πριν διαλυθούν οριστικά.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/tetoies-meres-prin-apo-50-hronia-kykloforei-bromiko-psomi-toy-dionysi-sabbopoyloy

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

SVANEBORG KARDYB, SUNDA ARC δύο σχήματα της ευρύτερης σύγχρονης jazz, που γράφουν για την Gondwana Records

SVANEBORG KARDYB: Over Tage [Gondwana Records, 2022]
Svaneborg και Kardyb είναι τα επώνυμα των δύο βασικών στελεχών των… Svaneborg Kardyb. Λέμε για ένα δανικό σχήμα, σε κάθε περίπτωση, μέλη των οποίων είναι οι Jonas Kardyb ντραμς, κρουστά και Nikolaj Svaneborg wurlitzer, synth, πιάνο. Δίπλα σ’ αυτούς, σε ορισμένα tracks του πρόσφατου άλμπουμ τους “Over Tage”, παρατάσσονται και οι Sune Pors κιθάρες, Jakob Sørensen τρομπέτα, Jonas Scheffler επίσης τρομπέτα και, κάπως έτσι, όλοι αυτοί μαζί είναι υπεύθυνοι για τη μουσική, που ακούμε εδώ – μια μουσική, που χοντρικώς θα την χαρακτηρίζαμε... ambient electric jazz.
Δανοί από το Aarhus λοιπόν, οι Svaneborg Kardyb, που εμφανίζουν πολλές επιρροές από την jazz των Esbjörn Svensson Trio και γενικά από το σκανδιναυικό, από το nordic κλίμα, παλαιότερο και πιο σύγχρονο (ναι, και πάλι θα γράψουμε για το ακρογωνιαίο Jazz På Svenska” του Jan Johansson, από το 1964).
Σαφείς, οπωσδήποτε, οι Δανοί, είναι σίγουρο πως διαθέτουν γόνιμες συνθετικές ιδέες, τις οποίες μπορούν και υλοποιούν με πολύ λίγα μέσα. Γιατί η λιτότητα είναι, επίσης, μια βασική παράμετρος του nordic sound, επειδή δια της ενορχηστρωτικής απλότητας μπορεί και επιτυγχάνεται αυτό το... αιθέριο, το... ποιητικό κλίμα.
Εντάξει, μπορεί να είναι λίγο ασαφή αυτά, όταν τα γράφεις (τα... αιθέρια και τα ποιητικά), αλλά δεν είναι καθόλου ασαφή, όταν τ’ ακούς, καθώς, επί του προκειμένου, ένα λιτότατο drum-set κι ένα wurlitzer μπορούν και κάνουν «θαύματα». Έχουν τον τρόπο, δηλαδή, να δημιουργούν ολοκληρωμένες ηχητικές προτάσεις, που να μην υπολείπονται εκείνων των κουαρτέτων ή των κουιντέτων.
Φυσικά και η ηλεκτρική κιθάρα στα υπ’ αριθμόν 2, 3 και 10 tracks, όπως και οι τρομπέτες στα υπ’ αριθμόν 2, 3, 5 και 8 βοηθούν στην συγκρότηση ενός ελαφρώς... ευρύτερου ήχου, όμως βασικά, στο “Over Tage”, εκείνα που πρωταγωνιστούν είναι το wurlitzer και τα ντραμς. Το πρώτο με τα δικά του εφφέ (το delay και το reverb) και το δεύτερο, με την πλήρη εκμετάλλευση του «σώματος» των τυμπάνων (και με ποικιλία μπαγκετών), έχουν τον τρόπο να πολλαπλασιάζουν τα ηχοχρώματα, προσφέροντας στις έτσι κι αλλιώς ρέουσες συνθέσεις και μιαν εξωγενή ποικιλία.
Ωραίο και ευχάριστο άκουσμα, που μπορεί να σε «μεταφέρει» στις δικές του σφαίρες.
SUNDA ARC: Night Lands [Gondwana Records, 2022]
Δεύτερο άλμπουμ για τους Sunda Arc, από το Norwich, το “Night Lands” (μετά από το “Tides” του 2020, για το οποίον έχουμε γράψει στο blog), φέρνει και πάλι τους Jordan Smart (άλτο, σοπράνο, μπάσο κλαρίνο, φλάουτο, νέι, σύνθια) και Nick Smart (ντραμς, προγραμματισμός, κιθάρες, πιάνο, σύνθια) στην δισκογραφική επικαιρότητα.
Μέλη και των Mammal Hands, τα αδέλφια Smart συνεργάζονται εδώ με τον Milo Fitzapatrick (πριν στους Portico Quartet και τώρα στους Vega Trails), που χειρίζεται τσέλο και κοντραμπάσο, προτείνοντας ένα παράξενο άλμπουμ, με πολλά στοιχεία ethnic και φυσικά με πάμπολλα ηλεκτρονικά (ή καλύτερα με συνεχή και συνεπή ηλεκτρονική διαχείριση).
Έτσι, αν οι «μουσικές του κόσμου» και οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες είναι εκείνες που χαρακτηρίζουν εν πολλοίς το “Night Lands”, στην πράξη, στο άλμπουμ αυτό, συμβαίνουν πολλά περισσότερα. Εννοούμε πως εδώ θ’ ακούσεις και jazz και electronic music (με την παλιά έννοια) και electro / dance και ambient ή ακόμη και «σύγχρονη κλασική». Και όλα αυτά όχι εντελώς οριοθετημένα, μα συνήθως αναμεμιγμένα και διαχεόμενα το ένα προς το άλλο.
Το κράμα των Sunda Arc λειτουργεί. Αν και ορισμένες φορές μπορεί να ακούγεται κάπως... εργαστηριακό, χωρίς πολλή «ψυχή» δηλαδή, συχνά επίσης έχει τον τρόπο να σε διαψεύδει, με τις αληθινά εμπνευσμένες παρασπονδίες των Βρετανών (“Endless fields”, “Neon forest”), που μπορεί να ακούγονται ταυτοχρόνως μετα-αποκαλυπτικές, μα και αρχέγονες / αρχετυπικές.
Σίγουρα δεν είναι τυχαίοι συνθέτες-οργανοπαίκτες, τα αδέλφια Smart, ο Jordan και ο Nick. Σίγουρα έχουν ακούσει πολλή μουσική, και επίσης κατορθώνουν, με το λεπτό γούστο τους, να μην απομυθοποιούν ηχητικές καταστάσεις, οι οποίες θα είναι πάντα κάπως... υπεράνω κριτικής. Τοποθετούν με σύνεση το μαγικό νέι στα δικά τους passages, κι έχουν τον τρόπο να το παραλληλίζουν με τα layers των ηλεκτρονικών και τα αγχώδη beats.
Γενικώς, δηλαδή, κάνουν πολύ καλή δουλειά, συνετή και προσεκτική, διατηρώντας ένα ύφος. Σημαντικό αυτό (το τελευταίο), γιατί με τόσο διαφορετικές αναφορές δεν είναι δύσκολο να προκύψει μια «κουρελού» με ασύνδετα μεταξύ τους μέρη – που μπορεί καθένα μόνο του να «λέει», αλλά όλα μαζί να μην επικοινωνούν όπως πρέπει. Εδώ δεν συμβαίνει.

Η Gondwana Records εισάγεται από την AN Music

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 480

28/12/2022 
Ασ’ τους κακούς, φως μου μην τους ακούς
είναι όνειρο η ζωή μας και περνά
μια χούφτα φως στα ματάκια σου μπρος
και σφαλίζουνε ξανά

[ένα τεράστιο τραγούδι, από πάσης πλευράς, που δεν το πιάνει το μάτι σου]
https://www.youtube.com/watch?v=XeTx-3-pUNg

28/12/2022
Σαν σήμερα, πριν από 3 χρόνια, πέθανε ο Θάνος Μικρούτσικος.
Έχω γράψει διάφορα κείμενα μέσα στα χρόνια για τον Μικρούτσικο, και το καλύτερο όλων (κατά τη δική μου γνώμη) είναι αυτό για το «Εμπάργκο» (με αφορμή το νέο «Εμπάργκο»), που ξαναπροτείνω τώρα, στο τέλος...
Το κείμενο αυτό, που επιχειρεί να ανασυστήσει την εποχή του παλιού «Εμπάργκο» (1982), τοποθετώντας παράλληλα το νέο «Εμπάργκο» στο τώρα δεν εκτιμήθηκε από κάποιους, που θα έπρεπε να το εκτιμήσουν.
Το Οgdoo, μετά απ’ αυτό το κείμενο, σταμάτησε να μου στέλνει πρόμο (ανθρώπινη αντίδραση, που την κατανοώ, αλλά όχι και επαγγελματική – δεν το λέω με παράπονο φυσικά, καθότι σιχαίνομαι να παραπονιέμαι), ενώ αυτό πάλι το κείμενο θα ήθελα να το δω και στο βιβλίο που ετοιμάζεται για τον Θάνο Μικρούτσικο, τώρα, από τον Μετρονόμο, και που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Αντ’ αυτού προκρίθηκε ένα άλλο κείμενο για τον Θάνο Μικρούτσικο που έχω γράψει, και όχι αυτό για το «Εμπάργκο».
Δεν νιώθω περήφανος για κάθε κείμενο που γράφω – ικανοποιημένος σ’ ένα ποσοστό νοιώθω, γιατί ο χρόνος πάντα πιέζει και πάντα λες... έπρεπε να είχα γράψει κι εκείνο, και το άλλο, κακώς έδωσα βάση σ’ αυτό, έπρεπε να δώσω περισσότερη σ’ εκείνο, έπρεπε να ψάξω πιο πολύ εκείνη την κατεύθυνση και όχι την άλλη κ.λπ.
Για το κείμενο αυτό, όμως, ναι, νιώθω περήφανος.
https://www.lifo.gr/culture/music/empargko-mia-nea-anagnosi-enos-istorikoy-diskoy-toy-thanoy-mikroytsikoy

27/12/2022
Εκείνη την περίοδο ο Cornelius Cardew ήταν μέλος του μαοϊκού Communist Party of England (Marxist-Leninist), που αργότερα μετεξελίχθηκε στο αλβανόφιλο-χοτζικό Revolutionary Communist Party of Britain (Marxist–Leninist) με την κριτική του στον Stockhausen, και γενικότερα στη σκηνή του Darmstadt, να αποκτά πολεμικά χαρακτηριστικά.
[KARLHEINZ STOCKHAUSEN ένα κατατοπιστικό κείμενο, για μία από τις μεγαλύτερες μουσικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα]
https://diskoryxeion.blogspot.com/2018/10/karlheinz-stockhausen-20.html

27/12/2022
>>Θα συμφωνήσω μαζί σας. Όντως η λέξη Fusion είναι «παραξηγημένη». Και αυτό κυρίως οφείλεται σε ανιστόρητους τύπους που ζουν παρασιτικά στις πλάτες του ελέφαντα. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι κάτι σαν παραχαράκτες της ιστορίας. Υπηρέτες ή μη της σώου μπίζνες, δεν διστάζουν να διοχετεύουν εσφαλμένες κι αδόκιμες εκτιμήσεις και κριτικές τους, προς χιλιάδες ακροατές-αναγνώστες τους. Παλαιότερα, είχα σημειώσει ότι, κατ’εμέ, η υπόθεση που στον καιρό μας αποκαλούμε με τον όρο Fusion είναι μια πολύ παλιά μουσική πράξη, η οποία εκτελείται με διάφορους τρόπους ανά τους αιώνες.<<
Ο Κυριάκος Σφέτσας τα βάζει με τους μουσικοκριτικούς, από τελείως λάθος θέση. Και προσβάλλει ένα επάγγελμα, και τους επαγγελματίες του φυσικά συλλήβδην, το οποίο δρα υποβοηθητικά του μουσικού έργου, όταν εκείνο αξίζει να υποβοηθηθεί, καθώς παρεμβαίνει διανοητικά και ανάμεσα στο κοινό και τον καλλιτέχνη, εκτός από το να επικοινωνεί με το ίδιο το μουσικό έργο – κάτι που συμβαίνει από αρχαιοτάτων χρόνων.
Στην τρέχουσα μουσική ορολογία fusion αποκαλείται το jazz-rock, η ανάμειξη δηλαδή της τζαζ με το ροκ. Όταν λέει λοιπόν ο μουσικοκριτικός fusion εννοεί αυτό. Οφείλει να εννοεί αυτό. Από κει και πέρα fusion (ως έννοια) κάνουν οι πάντες, γιατί δεν υπάρχει παρθενογένεση στη μουσική και όλοι παίρνουν πράγματα απ’ όλους. Και ο Ρωμανός ο Μελωδός fusion έκανε και ο Μπαχ και ο Θεοδωράκης και οι πάντες.
Όμως στην μουσική, ξαναλέω, πως ως fusion, αναγνωρίζεται, παλαιόθεν, η ανάμειξη της jazz με το rock. Έτσι, αν αποκαλέσεις τον Θεοδωράκη ή τον Χατζιδάκι fusion μουσικό θα γελάει ο κόσμος. Ενώ αν πεις πως ο Miles Davis έκανε fusion δεν θα γελάσει κανένας.
Αλλιώς αν το πράγμα το «ανοίξουμε» και αποκαλέσουμε και τον Μπαχ-fusion, τότε να πούμε πως και ο Αλκιβιάδης ήταν ροκ περσόνα (όπως τα λένε αυτά κάτι ανόητοι) και ότι τα κυκλαδικά ειδώλια είναι pop-art.
Οι συνθέτες να κοιτάξουν τη δουλειά τους, τις μουσικές τους, και ν’ αφήσουν τους μουσικοκριτικούς ήσυχους να κάνουν κι εκείνοι τη δουλειά τους, που την ξέρουν μια χαρά (και σ’ αυτά τα βασικά ζητήματα).

27/12/2022
Μια ηθική προσέγγιση της spiritual jazz σήμερα...
https://www.youtube.com/watch?v=Rf_VQPY6uiI

26/12/2022
Όταν βρίσκω άγνωστα ελληνικά ποιητικά βιβλία, στα διάφορα ψαξίματα, πάντοτε τα ανοίγω και διαβάζω επί τόπου 2-3 ποιήματα. Αν κάποιο ποίημα με συγκινήσει, με «τραβήξει», τότε αγοράζω χωρίς δεύτερη σκέψη το βιβλίο. Έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο, έχω ανακαλύψει αριστουργήματα. Καταπληκτικά βιβλία εννοώ, εντελώς επισκιασμένα, απολύτως άγνωστα, έως και α-γκουγκλάριστα.
Ένα τελευταίο που βρήκα, εντελώς τυχαία εννοείται, είναι το «Από τις Εφημερίδες» [Σείριος, 1973] του Βασίλη Βάλλη... Εξαιρετικό βιβλίο, εντυπωσιακός ποιητικός λόγος, με δυνατό κοινωνικό περιεχόμενο, με μοντέρνα αφήγηση και με διαχρονικά νοήματα. Βασικό γνώρισμα αυτό της ουσιαστικής ποίησης. Λέει στην εισαγωγή ο ποιητής:
«Σ’ αυτά τα ποιήματα θέλησα να παρουσιάσω την απομυθοποιημένη όψη μερικών καθημερινών καταστάσεων. Πρόκειται για καταστάσεις που έχουν παρεμβληθεί μεσ’ τη ζωή μας, καθιερώθηκαν, μας κυρίεψαν με το πέρασμα του χρόνου και τώρα δεν κάνουν πια καμιά εντύπωση, οχυρωμένες πίσω απ’ τη συνήθεια και την αδράνειά μας. Δεν κάνουν εντύπωση, αλλά διαβρώνουν. Αργά και μεθοδικά μας κατατάξανε στη κατάσταση της αδιαφορίας κι αυτή η αδιαφορία απαλλοτρίωσε το πνευματικό, το ηθικό, το πολιτικό μας “εγώ” και μας έκανε άβουλα εξαρτήματα της εξουσίας...».
Βασίλης Α. Βάλλης

26/12/2022
Άντα Αποστολίδου «Δυο γυφτοπούλες»...
https://www.youtube.com/watch?v=pCmD4zKYWL8

EVGUENI GALPERINE, PIER PAOLO PASOLINI / CHRISTIAN REINER, DUO GAZZANA νέα άλμπουμ των ECM New Series

EVGUENI GALPERINE: Theory of Becoming [ECM New Series, 2022]
Ρώσος συνθέτης, γεννημένος το 1974, αλλά εγκατεστημένος από το 1990 στην Γαλλία, ο Evgueni Galperine κάνει τώρα το ντεμπούτο του στις ECM New Series, μ’ ένα κάπως εντυπωσιακό άλμπουμ.
Εντάξει, στην συγκεκριμένη ετικέτα ο Manfred Eicher «σπρώχνει» το πιο classic, modern classic, avant-garde και experimental υλικό, αλλά το “Theory of Beginning” δεν μπορείς να το κατατάξεις σε κάτι πολύ συγκεκριμένο – απλώς δεν πρόκειται για jazz. Και επειδή δεν πρόκειται για jazz η παρουσία του στις ECM New Series είναι θα λέγαμε επιβεβλημένη.
Το έργο είναι σύνθετο, complex, ενώ περαιώνεται αυτό από τέσσερις μουσικούς, τους Evgueni Galperine ηλεκτρονικά, sampling, Sergei Nakariakov τρομπέτα, Sébastien Hurtaud βιολοντσέλο και Maria Vasyukova φωνή. Βασικά, όμως, εδώ, όλη την δουλειά την κάνει ο Galperine – καθώς οι υπόλοιποι ακούγονται περιστασιακώς (ο τρομπετίστας σε τρία tracks από τα δέκα συνολικώς, ο βιολοντσελίστας σε ένα και η τραγουδίστρια σε ένα).
Το “Theory of Beginning”, όπως είπαμε, δεν μπορείς να το κατατάξεις κάπου εύκολα – και αυτό γιατί διαθέτει και πολλά ηλεκτρονικά στοιχεία, με πολυποίκιλες στουντιακές επεξεργασίες, και άφθονο sampling και συμβατικά όργανα, και βεβαίως ουκ ολίγες modern classical και avant αναφορές.
Πρόκειται για ένα έργο «σκληρό», συμπαγές», υποβλητικό, δυναμικό, έντονων συναισθηματικών φορτίων, που είναι ικανό να σε παρασύρει σ’ αυτήν την κάπως ιδιότροπη και ιδιαίτερη γοητεία του. Και tracks όπως τα “Oumuamua, space wanderings” και “The wheel has come full circle” (που είναι και τα μεγαλύτερα σε διάρκεια – επτάλεπτο και εξάλεπτο αντιστοίχως) είναι από εκείνα, που μπορούν να κάνουν την διαφορά σε μια πρόταση κάπως «ειδική», αλλά σίγουρα άκρως ενδιαφέρουσα.
PIER PAOLO PASOLINI / CHRISTIAN REINER: Land der Arbeit [ECM New Series, 2022]
Το άλμπουμ αυτό κυκλοφορεί με αφορμή την 100ετία από την γέννηση του μεγάλου ιταλού σκηνοθέτη, ποιητή και δοκιμιογράφου Pier Paolo Pasolini (1922-1975) και αφορά αυστηρώς και μόνον σε γερμανόφωνους ακροατές. Δεν περιέχει δε μουσική, παρά μόνο κείμενα του P.P. Pasolini, στην γερμανική, τα οποία διαβάζει ο (γερμανός) ηθοποιός Christian Reiner.
Τα κείμενα είναι επιλεγμένα από διάφορα βιβλία του σχετίζονται με τον P.P. Pasolini, και που έχουν κυκλοφορήσει (στην γερμανική γλώσσα) μετά τον θάνατό του.
Για παράδειγμα το εισαγωγικό “Land der Arbeit” (Χώρα εργασίας) είναι γραμμένο το 1959 και προέρχεται από το βιβλίο “Pier Paolo PasoliniGramscis Asche” (Πιέρ Πάολο Παζολίνι – Οι Στάχτες του Γκράμσι) του 1986 (το βιβλίο υπάρχει και στην ελληνική γλώσσα).
Ανάμεσα στα οκτώ spoken-word tracks υπάρχει κι ένα με «ήχο». Είναι το #5, που έχει τίτλο “Große Vögel, kleine Vögel” και που αφορά σε ηχητικό από την ταινία του Pier Paolo PasoliniUccellacci e Uccellini” (1966).
Τα κείμενα είναι προφανές πως αφορούν τις ποικίλες όψεις της σκέψης του μεγάλου Ιταλού, προσδίδοντας μία όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα του συγγραφικού και θεωρητικού έργου του.
DUO GAZZANA: Tõnu Kõrvits
/ Robert Schumann / Edvard Grieg [ECM New Series, 2022]
Το Duo Gazzana το αποτελούν οι αδελφές Natascia Gazzana βιολί και Raffaella Gazzana πιάνο. Στο παρόν CD, των ECM New Series, οι ιταλίδες αδελφές μάς παρουσιάζουν σύγχρονο και παλαιότερο «σοβαρό» ρεπερτόριο, ξεκινώντας από το έργο “Stalker Suite” for violin and piano (2017) Homage to Andrei Tarkovsky του εσθονού συνθέτη Tõnu Kõrvits (γενν. 1969), περνώντας από την “Sonata No. 1 in A Minor, op. 105” for violin and piano (1851) του Robert Schumann (1810-1856), επιστρέφοντας στον Tõnu Kõrvits με τις “notturni” for violin and piano (2014) και καταλήγοντας με την “Sonata No. 3 in C minor, op.45” for violin and piano (1887) του Edvard Grieg (1843-1907).
Το «ταξίδι» έχει βαθμιαίο ενδιαφέρον για τους πάντες. Για τους ρέκτες της «κλασικής» και «σύγχρονης κλασικής» μεγάλο και για άλλους τους υπολοίπους αναλόγως των παράπλευρων ενδιαφερόντων τους.

Οι ECM New Series εισάγονται στην Ελλάδα από την ΑΝ Music

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

SATOKO FUJII το 100ο προσωπικό άλμπουμ μιας σημαντικής προσωπικότητας της σύγχρονης improv-jazz

Το άλμπουμ αυτό της σημαντικότατης ιαπωνίδας συνθέτριας, πιανίστριας και αυτοσχεδιάστριας Satoko Fujii έχει μιαν ιδιαιτερότητα – την οποίαν μαρτυρά, κατά μίαν έννοια, και ο τίτλος του.
Το Hyaku / One Hundred Dreams[Libra Records, 2022] είναι το 100ο άλμπουμ της Satoko Fujii ως leader ή co-leader, από το 1996, όταν εμφανίζεται για πρώτη φορά το όνομά της σε εξώφυλλο CD –όχι όμως και η πρώτη φορά που συμμετείχε σε δίσκο, καθώς αυτό συνέβη το 1991–, στο ιστορικό πλέον άλμπουμ “Something About Water”, που υπέγραψε τότε (το ’96) με τον μέντορά της πιανίστα Paul Bley.
Από τότε μεσολάβησαν άλλα 98 άλμπουμ, πριν φθάσουμε στο παρόν εκατοστό, που οπωσδήποτε αποτελεί μία εορταστική κυκλοφορία, γι’ αυτήν την πολύ σημαντική προσωπικότητα τής προχωρημένης jazz τής εποχής μας.
Και γράφουμε περί εορταστικού CD, επειδή το “Hyaku / One Hundred Dreams” είναι πολύ περιποιημένο και σαν έκδοση, με την πάντα σταθερή ιαπωνική αισθητική σε cover κ.λπ. (σκληρό gatefold χαρτόνι, obi, εξωτερική διάφανη πλαστική θήκη), συν το άκρως ενδιαφέρον 24σέλιδο, δίγλωσσο (ιαπωνικά, αγγλικά) booklet, στο οποίον η ίδια η Satoko Fujii γράφει για τη ζωή της σε σχέση με τη μουσική (πώς ξεκινάει με κλασικές σπουδές, πώς ανακαλύπτει την jazz και πώς αποφασίζει να αλλάξει τελείως κατεύθυνση, στην μουσική, όταν ακούει στο ραδιόφωνο το “A Love Supreme” του John Coltrane, πώς αποφασίζει να σπουδάσει jazz πρώτα στο Berklee College of Music και μετά στο New England Conservatory και άλλα τινά). Ένα booklet, που ολοκληρώνεται μ’ ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον κείμενο του τζαζ-δημοσιογράφου Ed Hazell, μαζί με το section με τις μικρές φωτογραφίες των 99 «προσωπικών» CD της, με τις αντίστοιχες line-ups! Η Satoko Fujii προσέχει το παραμικρό, έχει τέλεια σχέση με τους αριθμούς και τις καταγραφές, συστηματοποιώντας την δουλειά της σε κάθε επίπεδο – με τάξη και με πρόγραμμα. Έτσι... τακτική είναι και η μουσική της εξάλλου, μέσα στην... ακαταστασία της!
Στο 100ο άλμπουμ της, που είναι ηχογραφημένο στο DiMenna Center for Classical Music, της Νέας Υόρκης, στις 20 Σεπτεμβρίου 2022 (πολύ πρόσφατα δηλαδή), η Satoko Fujii παρουσιάζει πέντε δικές της συνθέσεις, ως μέρος της σουίτας “One Hundred Dreams”, με διάρκειες μεγάλες (15:42, 10:02, 10:46, 11:23, 10:11).
Δίπλα στην πιανίστρια και συνθέτρια ένα σημαντικό γκρουπ, από πάσης πλευράς. Προφανώς η Fujii είχε προετοιμάσει τα πάντα, γι’ αυτήν την 100 η κυκλοφορία της, και κάπως έτσι εκείνο το βράδυ θα βρίσκονταν μαζί της οι Ingrid Laubrock τενόρο, Sara Schoenbeck φαγκότο, Wadada Leo Smith τρομπέτα, Natsuki Tamura τρομπέτα, Ikue Mori ηλεκτρονικά, Brandon Lopez μπάσο, Tom Rainey ντραμς και Chris Corsano ντραμς, προκειμένου να την τιμήσουν σ’ αυτήν την μοναδική γιορτή.
Τιμή, όμως, θα ήταν για τους μουσικούς και βεβαίως για όλους εκείνους που θα παρευρίσκονταν στο live, αυτές καθαυτές οι συνθέσεις της Fujii και βασικά ο ήχος του γκρουπ, που ήταν «τέλειος» (προφανώς και τα τεχνικά θέματα θα ήταν μελετημένα μέχρι κεραίας) και για τον οποίον (ήχο) δεν αντιλαμβάνεσαι με τίποτα πως πρόκειται για «ζωντανός».
Μέσα λοιπόν σ’ αυτήν την εξαιρετική αίθουσα –γιατί μόνο τέτοια θα μπορούσε να ήταν, αν κρίνουμε από το τελικό ηχογραφικό αποτέλεσμα– αναπτύσσεται η σουίτα της Satoko Fujii, τα πέντε μέρη της δηλαδή, που είναι στην μορφή τους εντελώς πληθωρικά, καθώς οφείλουν, κατά μίαν έννοια, να εμπεριέχουν όλες τις συν-θετικές παραμέτρους της ιαπωνίδας μουσικού, δίνοντας μία «περίληψη» τρόπον τινά των πλατύτερων ενδιαφερόντων της.
Το άλμπουμ, περιττό να το πούμε, είναι εντυπωσιακό, με τα κομμάτια να περιφέρονται σε κάθε χώρο της σύγχρονης μουσικής (με το φαγκότο π.χ. να συμβολίζει τα modern / avant / classical ηχοχρώματα και με τα ηλεκτρονικά να παραπέμπουν στις σταθερές παρουσίες και αξίες των live electronics στην avant jazz), βρίσκοντας τρόπους να ισορροπήσει το λυρικό και συναισθηματικό στοιχείο, με το abstract, την παραδοξότητα και τον θόρυβο (ο Tamura είναι για άλλη μια φορά εντυπωσιακός), προσφέροντας στιγμές αληθινά μεγάλης μουσικής, που δεν εξαρτιέται από ταμπέλες, στεγανά και περιχαρακώσεις, παρά μόνο από την τόλμη και τη διάθεση των εννέα μουσικών να συνυπάρξουν κάτω από ένα καθεστώς πρόκλησης (στην αισθητική) και ισοτιμίας (σε σχέση με τις εσώτερες ανάγκες έκφρασης και επικοινωνίας καθενός και καθεμιάς ξεχωριστά).
Απλώς, ένας σημαντικός δίσκος!
Επαφή: www.satokofujii.com, www.librarecords.com

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

o ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ στην τελευταία περίοδο της ζωής του, από το 1968 έως το 1970 – ήταν ένας πληγωμένος άνθρωπος, με πάντα απεριόριστες δυνατότητες, που τον καταλάβαιναν όμως λίγοι

Η τελευταία περίοδος του Μανώλη Χιώτη, από τότε που επέστρεψε από την Αμερική, κάποια στιγμή περί την άνοιξη του 1968, έως και τον θάνατό του, τον Μάρτιο του 1970, είναι η πιο σκοτεινή του κι εκείνη που δεν είναι και τόσο καλά ντοκουμενταρισμένη.
Και τούτο γιατί ο Χιώτης απουσιάζει εντελώς από τον κινηματογράφο, καθότι μετά το 1968 δεν έχει ούτε μία εμφάνιση στο πανί, αφού το λαϊκό σινεμά της εποχής θα πρέπει να τον θεωρεί κάπως σαν ξοφλημένο, ενώ και στην δισκογραφία δεν έχει πια την παλαιά συνολική στήριξη της Columbia, αλλά βασικά των μικρών εταιρειών και κυρίως της Βεντέττας – μιας εταιρείας, που την είχαν ξεκινήσει η Πόλυ Πάνου και ο Πάνος Γαβαλάς το 1966. (Μάλιστα, θα «χώσει» και ο ίδιος κάποια λεφτά, στην Βεντέττα, στα μέσα του ’68, όταν ο Γαβαλάς είχε αποχωρήσει από ’κείνην, ιδρύοντας μιαν άλλη μικρο-εταιρεία, την Sonata).
Και κάπως έτσι, χωρίς την στήριξη κάποιων brand names της εποχής, ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει κάπως μόνος του, και βασικά ριγμένος.
Ο Χιώτης πάει (για τρίτη φορά) στην Αμερική το 1964, μαζί με την Μαίρη Λίντα φυσικά, και επιστρέφει χωρισμένος, το ’68 και με άλλη σύζυγο – την Μπέμπα Κυριακίδου.
Έρχεται κουρασμένος, και μάλλον με φθορά στην υγεία του, γιατί η ζωή στην Αμερική δεν ήταν εύκολη, και βασικά, πατώντας το πόδι του ξανά στην πατρίδα, εκείνο που συναντάει είναι την δυσπιστία – από παράγοντες του χώρου και από τα ποικίλα κυκλώματα, που έχουν προχωρήσει χωρίς αυτόν, και που τον αντιμετωπίζουν κάπως σαν «ξένο σώμα».
Ο Χιώτης βρίσκει τελείως αλλαγμένο το τραγούδι, όταν έρχεται, όπως αλλαγμένο βρίσκει και τον κόσμο. Δεν είχε καμία σχέση το 1964, με το 1968.
Μπορεί ο Χιώτης να μην αντιμετωπίζει προβλήματα με το καθεστώς των συνταγματαρχών, αλλά η δικτατορία έχει διαμορφώσει νέα δεδομένα και στον χώρο του τραγουδιού και σ’ εκείνον της διασκέδασης.
Το κλασικό λαϊκό τραγούδι έχει οπισθοχωρήσει, το έχει «εξυγιάνει» η χούντα, ενώ ένα νέο είδος, το ελαφρολαϊκό, είναι στα πάνω του, με τους τραγουδιστές να μαζεύουν όλο το χαρτί και με τους συνθέτες (άσε τους στιχουργούς) να παίζουν το ρόλο του... φτωχού συγγενή.
Είναι η εποχή του Σταμάτη Κόκοτα, της Μαρινέλλας, του Γιάννη Πουλόπουλου, του νέου Γρηγόρη Μπιθικώτση (που δεν έχει καμία σχέση με τον προ-δικτατορικό), της Βίκυς Μοσχολιού και του Χρηστάκη – που με τα διάφορα καραγκιοζιλίκια του, στην πίστα, πλασάρεται και ως ο... Johnny Hallyday της Ελλάδος.
Όλο αυτό το σκηνικό είναι τελείως ξένο προς τον Μανώλη Χιώτη. Βρίσκει δηλαδή μία νέα κατάσταση, στην οποίαν δεν μπορεί να μπει και... να παίξει μπάλα.
Παράλληλα έχει αλλάξει και η σύνθεση του κόσμου στα μαγαζιά, που δεν είναι πλέον λαϊκή, αλλά κυρίως μεσαία και αστική. Με τα νέα επαγγέλματα, τους εργολάβους, τους μηχανικούς, τους μεγαλέμπορους, τους ανώτερους δημόσιους υπάλληλους, τους εισαγωγείς-εξαγωγείς, για να μην πούμε και για τους... εφοπλιστές, και τους ανθρώπους του καθεστώτος (τους χουντικούς δηλαδή), να αποτελούν το νέο ακροατήριο – στα περισσότερο κυριλέ, πλέον, μαγαζιά της παραλίας ή και του κέντρου (τον χειμώνα).
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-manolis-hiotis-stin-teleytaia-periodo-tis-zois-toy

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 479

24/12/2022 
Give us the money... give us the money... 
[ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!] 

24/12/2022
Εκτιμώ τον φίλο εδώ στο fb Θοδωρή Μανίκα ως παραγωγό, και το επόμενο διάστημα σκοπεύω να γράψω γι’ αυτόν, αλλά τούτο που λέει εδώ πέρα, στο ogdoo.gr, δεν ισχύει:
>>Το σπουδαιότερο τέτοιο άλμπουμ μου στην Λύρα ήταν το tribute-album Μια Γρανίτα Για Τον Χιώτη, που επισημαίνω κάτι που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τότε, ότι δηλαδή είναι ένα από τα πρώτα tribute-album παγκοσμίως! Ο όρος πρωτοεμφανίσθηκε διεθνώς στις αρχές του 1986, ψάξε στην Wikipedia να δεις τι λέω και, η Γρανίτα, βγήκε τον Ιούνιο του 1986!<<
Φυσικά και δεν συμβαίνουν αυτά, όχι μόνο «παγκοσμίως», αλλά ούτε καν για την Ελλάδα.
Να υπενθυμίσω μόνον πως tribute άλμπουμ είχε κάνει ο Σταύρος Ξαρχάκος για τον Μάρκο Βαμβακάρη ήδη από το 1968, το LP «Μάρκος ο Δάσκαλός μας» [Odeon], ενώ και διεθνώς είναι άπειρα τα tributes πριν από το 1986.
Να μερικά (από τα σίξτις και μετά): Various: Can’t Keep from Crying (Topical Blues on The Death of President Kennedy) [Testament, 1964], Aretha Franklin “Unforgettable, A Tribute to Dinah Washington” [Columbia, 1964], Marvin Gaye “A Tribute to the Great Nat King Cole” [Tamla, 1965], Jeff Cooper and The Stoned Wings “Tribute to Jimi Hendrix” [Europa, 1971], Various “A Tribute to Woody Guthrie” [CBS, 1972] κ.ο.κ.

23/12/2022
Το να μιλάς δημοσίως μια ξένη γλώσσα, που δεν την κατέχεις όσο πρέπει δείχνει θράσος, μπορεί να δείχνει ότι είσαι και αδίστακτος, γενικότερα, αλλά μπορεί να δείχνει πως είσαι και λίγο στον κόσμο σου, πως είσαι καλό παιδί και πως απλώς θέλεις να... ξετρίψεις. Εξαρτάται από το ποιος είσαι...
Επίσης μπορεί να δείχνει ανασφάλεια, αν είσαι επώνυμος, καθώς φοβάσαι την κριτική από τους κοσμοπολίτες, τους ευρωλιγούρηδες κ.λπ., τους οποίους επιχειρείς να εξευμενίσεις με τσάτρα-πάτρα αγγλογαλλικά, μήπως και σου κάνουν χάρη και δεν σε πιάσουν στο στόμα τους.
Αν τώρα είσαι επιφανές δημόσιο πρόσωπο οφείλεις να ξέρεις πως το να κυκλοφορείς με μεταφραστή σού προσθέτει κύρος. Ποτέ δεν θα ακούσεις την Μέρκελ, τον Ερντογάν, τον Πούτιν ή δεν ξέρω γω ποιον άλλον, σε επίσημες φάσεις, να μιλούν δημοσίως αγγλικά. Μιλάνε στη γλώσσα τους. Είναι και θέμα κουλτούρας και προβολής του ισχυρού. Άμα νοιώθεις ισχυρός το κάνεις. Άμα νοιώθεις άποικος μιλάς και στην γλώσσα... του κυρίου σου.
Τώρα, αν είσαι «ανώνυμος», κανονικός άνθρωπος δηλαδή, κι έχεις μάθει αγγλοϊταλικά στις παραλίες και στις ντίσκο, τα καλοκαίρια στα νησιά, και όχι στον Όμηρο και τον Στρατηγάκη, μην φοβάσαι τίποτα. Θα βγαίνεις πάντα ασπροπρόσωπος.

22/12/2022
Ε Ντε Λα Μαγκέν Ντε Κορωπίκ

22/12/2022
Αγόρασα σήμερα το βιβλίο του Αλέξη Βάκη για τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μάνου Χατζιδάκι, από τις εκδόσεις οξ υ.
Ευχαριστώ κατ’ αρχάς τον συγγραφέα για τις δύο αναφορές σε κείμενά μου (ένα, που είχα γράψει για τον «Καπετάν-Μιχάλη» και ένα για τον Δημήτρη Ψαριανό).
Διαβάζοντας εν τάχει το βιβλίο –θα το διαβάσω και με μεγαλύτερη προσοχή κάποια στιγμή– θα πω πως έχει το ενδιαφέρον του, αλλά γενικώς το θεωρώ «λίγο». Θα μπορούσε να ήταν διπλάσιο και πιο ουσιαστικό. Λείπουν πράγματα εννοώ, που αφορούν στην περίοδο καλοκαίρι 1972-1973 (καθώς ο συγγραφέας το φθάνει το θέμα έως και την εποχή του Πολυτεχνείου).
Είναι θετικό το ότι στο βιβλίο υπάρχουν συνεντεύξεις εποχής του Χατζιδάκι, και όχι μεταγενέστερες – αλλά οι συνεντεύξεις δεν αποδίδουν όσα πρέπει να αποδώσουν, γιατί μένουν βασικά ασχολίαστες.
Έτσι, ο νεότερος αναγνώστης, αλλά και κάθε αναγνώστης δεν μπορεί να αντιληφθεί λεπτομέρειες σε σχέση με την εποχή. Αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί αν δεν μπορεί να ανασυσταθεί το κλίμα, με πληροφορίες και κρίσεις του συγγραφέα, η προσπάθεια μένει ανολοκλήρωτη.
Εγώ το έχω κάνει αυτό στα σχετικά κείμενα που έχω γράψει για τον Χατζιδάκι, και με την συνέντευξη στον Ρεσβάνη, και με την συνέντευξη στα Νέα (στον Πηλιχό) (αυτές οι συνεντεύξεις υπάρχουν και στο βιβλίο), παίρνοντας θέση.
Σαν να μην θέλει ο συγγραφέας να κάνει κριτική στον Χατζιδάκι... Σαν να αδιαφορεί ή να κωλώνει... δεν ξέρω τι συμβαίνει... Και δεν θέλει σίγουρα, αφού τον βλέπουμε κάποια στιγμή να κάνει κριτική στον δημοσιογράφο(!) που παίρνει την συνέντευξη και όχι στον ίδιο τον Χατζιδάκι, που είναι το θέμα μας!
Το βιβλίο έχει κάποιο ενδιαφέρον, το ξαναλέω, αλλά έχει πολλές ελλείψεις και βεβαίως λάθη.
Ας πούμε στην σελίδα 61 διαβάζουμε «ο Μ.Χ. πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Ελλάδα μετά από έξι χρόνια απουσίας στις 28 Ιουλίου 1972» και λίγες γραμμές πιο κάτω διαβάζουμε από συνέντευξη εποχής «ύστερα από απουσία τεσσάρων και πλέον ετών ο Μάνος Χατζιδάκις επέστρεψε στην Ελλάδα».
Ποιο από τα δύο είναι το σωστό τελικά; Το έξι χρόνια απουσίας του Βάκη ή το τέσσερα και πλέον του Βήματος, του ’72; Ο συγγραφέας το περνάει στο ντούκου, και ο καημένος ο αναγνώστης δεν ξέρει ποιον να πιστέψει από τους δύο.
Λοιπόν ο Βάκης δεν ξέρει πως ο Χατζιδάκις δεν έφυγε μονοκοπανιά από Ελλάδα τέλη ’66 και γύρισε Ιούλιο ’72 (χοντρικά πέντε χρόνια και οκτώ μήνες, άιντε πες έξι χρόνια), καθώς ξαναγύρισε τον Οκτώβριο του ’67 και ξαναέφυγε τον Νοέμβριο του ’67 (άρα μέχρι τον Ιούλιο του ’72 είναι τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες). Το Βήμα του ’72 τα λέει σωστά δηλαδή, ενώ ο Βάκης του 2022 τα λέει λάθος.
Άλλο λάθος, ακόμη πιο σοβαρό; Στη σελ. 11 διαβάζουμε πως ο Μεγάλος Ερωτικός είναι το πρώτο έργο του Χατζιδάκι που κυκλοφόρησε σε δίσκους μετά την εξαετή παραμονή του στην Αμερική. Ε λοιπόν δεν είναι ο Μεγάλος Ερωτικός το πρώτο έργο του Χατζιδάκι μετά την επιστροφή του από την Αμερική, αφού προηγείται ο δίσκος “Greece” για τον χουντικό ΕΟΤ, τον Οκτώβριο του ’72, που δεν είναι άλλος από τον «Σκληρό Απρίλη του ’45».
Και αυτό το θέμα έχει πολύ ζουμί, εννοείται και δεν θίγεται καθόλου στο βιβλίο...

22/12/2022
>>Δημητρακόπουλος: «Η Εύα Καϊλή είναι αθώα»<<
Κάποτε είχα δει μια βάρκα σ’ ένα επαρχιακό λιμανάκι, που έγραφε στο σκαρί της «Η Αθώα»...
Δεν πρέπει να έχω συναντήσει τίποτα αθωότερο στη ζωή μου...

21/12/2022
Φήμες κυκλοφορούν διάφορες. Σ’ αυτές που προέρχονται από βιβλία και περιοδικά, δίνω κάποια βάση και το ψάχνω, επειδή σέβομαι τον τυπωμένο λόγο, αλλά στο ίντερνετ και σ’ αυτά που ακούω από δω κι από κει, στις παρέες, είμαι πάντα πολύ επιφυλακτικός, έως ότου εξακριβώσω κάτι από μόνος μου.
Όταν έγραφα πέρσι, τέτοια εποχή πάνω-κάτω, το κείμενο για τον σκηνοθέτη Γιάννη Κοκκόλη, το πρώτο που γράφτηκε ποτέ, συνολικά για την εντελώς ιδιότυπη και παράξενη περίπτωσή του, συμπεριέλαβα εκεί όλα όσα ήξερα κι ήμουν σίγουρος γι’ αυτά.
Δεν έγραψα πολλά πράγματα για το «Πειραματόζωο» (αυτό το cult των cult του ελληνικού σινεμά), επειδή κυκλοφορούν πολλές φήμες και δεν θέλω να μπλέξω με πρόσωπα και καταστάσεις (γιατί ο κόσμος έχει τρελαθεί και μπορεί να σε σύρει στα δικαστήρια για ψύλλου πήδημα – είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει με την σύγχρονη δικομανία, που για μένα είναι μάστιγα και συνώνυμη της ανελευθερίας), όπως δεν έγραψα και τίποτα για την «Φθορά» του, εν τω μεταξύ, μια ταινία ακόμη πιο σπάνια και από το «Πειραματόζωο», για την οποία είχα ακούσει μόνο φήμες.
Λοιπόν, τώρα δημοσιεύω μια φωτό από την ταινία, που μπορεί να μην λέει τίποτα αισθητικά (η φωτό), αλλά είναι ντοκουμέντο. Και σπάνια εννοείται.
Δεν θα πω πολλά για την «Φθορά», γιατί ξέρω κάποια πράγματα, αλλά είναι ανεξακρίβωτα, θα πω όμως πως η ταινία γυρίστηκε, στις αρχές του ’72, ολοκληρώθηκε κατά πάσα πιθανότητα, προοριζόταν για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς, αλλά κατασχέθηκε, γιατί η εταιρεία που την είχε κάνει φαλίρισε εν τω μεταξύ και έκτοτε η τύχη της αγνοείται.
Η ταινία είναι απίστευτα σπάνια, σπανιότερη και από το «Πειραματόζωο» όπως προείπα, εννοείται πως δεν έχει προβληθεί ποτέ και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν την έχει ούτε ο σκηνοθέτης της.
[στη φωτό ο Μιχάλης Μιχαήλος και η Γεωργία Εμμανουήλ από την «Φθορά» του Γιάννη Κοκκόλη]
https://www.lifo.gr/culture/cinema/giannis-kokkolis-i-istoria-enos-entelos-paragnorismenoy-kai-tolmiroy-skinotheti

21/12/2022
Τουλάχιστον μ’ αυτούς ήξερες με τι είχες να κάνεις...
Με Παντσέρι, Κοτσολίνο,Ταραμπέλα, Φραντσέσκο Καϊλή και τα λοιπά έχει χαθεί η μπάλα...

21/12/2022
Και με Specials χορέψαμε και Special AKA ακούσαμε και πολύ γουστάραμε όταν είδαμε μέλη των Specials να συνεργάζονται με Robert Wyatt και διαβάσαμε το «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας / Από το Μπρίξτον στο Λίβερπουλ» και ταινίες ανάλογες είδαμε και άλλα τινά κάναμε και RIP για τον Terry Hall τέλος πάντων, αλλά εγώ θέλω να ξαναγράψω για τον Μπίγαλη, μετά απ’ όσα διάβασα στο olafaq. Να συνεχίσω δηλαδή το προηγούμενο ποστ...
Τον Μπίγαλη τον έμαθα στα τέλη των σέβεντις λόγω Jesus Christ Superstar, από τις διασκευές των Πλέσσα-Μαλαβέτα, που πολύ μου άρεσαν γιατί τις άκουγα στο ραδιόφωνο, και περίμενα πώς και πώς για να βγούνε και σε δίσκο. Γιατί ακούγαμε και Apocalypsis τότε με Παλαμίδα και Βασιλόπουλο (που έπαιζε και στο Jesus Christ). Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ τελικά, αφού τα «δικαιώματα» θα ήταν απαγορευτικά. Χώθηκαν όμως αργότερα δυο-τρία tracks σ’ ένα άλμπουμ – στη ζούλα υποθέτω.
Από κει έμαθα τον Μπίγαλη, που τον ακούγαμε στις ντίσκο αργότερα, τα καλοκαίρια, λόγω I miss you, αλλά και πιο μετά, στο τέλος του '80 και στις αρχές του ’90 πια, όταν μαζί με Αλέξια, Ρακιντζή, Αντρέα Μικρούτσικο και όλους τους άλλους έσερνε τη βάρκα της ελληνικής ποπ.
Βέβαια, εμείς τότε, που ήμασταν πιο μεγάλοι, και δεν ήμασταν 15χρονοι, γελάγαμε με όλα αυτά, τα βλέπαμε αφ’ υψηλού και τα κοροϊδεύαμε, γιατί τ’ ακούγαμε συνέχεια και βασικά στις καφετέριες. Δηλαδή αν καθόσουνα 2-3 ώρες σε μια καφετέρια αποκλείεται να μην τα άκουγες όλα αυτά 5-6 φορές το καθένα. Σου σπάζανε τα νεύρα. Και κάναμε πλάκα και λέγαμε διάφορα, που δεν γράφονται δημοσίως... και δωσ’ του να ’χει η... Αθερίνα...
https://www.youtube.com/watch?v=3BvXHB73iDU

20/12/2022
>>Το 1973 λοιπόν, η δισκογραφική Columbia/ΕΜΙ διοργάνωσε ένα διαγωνισμό νέων συγκροτημάτων σε συνεργασία με το περιοδικό «Φαντάζιο». Στον διαγωνισμό «Pop Festival ’73» συμμετείχαν εκατοντάδες τότε νεανικές μπάντες<<
>>Και ο Κώστας Μπίγαλης περνάει επισήμως, το 1973, το κατώφλι μιας δισκογραφικής εταιρείας. Και η καριέρα του ξεκινάει. «Το 1977 έκανα το πρώτο μου single με την EMI. Τότε παραγωγός μου ήταν ο μετέπειτα δημοσιογράφος Τέρενς Κουίκ και μου είπε πως θέλει να μου αλλάξει το όνομα και να μου το κάνει “Αλέξης”<<
Για το Pop Festival ’73 επικρατεί σκοτάδι. Πουθενά δεν έχω δει να γράφεται ούτε πότε έγινε (μήνας / μέρα), ούτε που έγινε, ούτε πόσες μπάντες είχαν δηλώσει συμμετοχή, που δεν ήταν σίγουρα «εκατοντάδες» (ήταν, πάντως, πάνω από 100).
Και ο Μπίγαλης ξεκινάει να ηχογραφεί το ’74 μόνος του, και όχι το ’77 όπως λέει, ως Κων/νος Μπίγαλης (με το κανονικό του όνομα δηλαδή) και μετά, επειδή τα δισκάκια πατώσανε, τον γράψανε Αλέξη, που ήταν πιο πιασάρικο σαν όνομα («Αλέξης» ήταν τότε και ο Βάσος Αδριανός στο «Μεθοριακό Σταθμό»). Και ως «Αλέξης» πάτωσε βέβαια, γιατί τα τραγούδια ήταν χαζά, και χαζά τραγούδια το ’75 ο κόσμος δεν άκουγε. Όπως άκουγε το ’90, ας πούμε...

20/12/2022
Αυτοκράτωρ Εμμανουήλ ο Τετράχορδος...
https://www.youtube.com/watch?v=oFuXE7D4C2A

19/5/2022
Τις τελευταίες μέρες ασχολήθηκα πολύ με το «Βρώμικο Ψωμί» του Διονύση Σαββόπουλου. Το είχα υποσχεθεί εξάλλου, τον Σεπτέμβριο, όταν έγραψα κριτική για το πρόχειρο βιβλίο του Κάσδαγλη. Ένα θα σας πω μόνο...
Τόσα χρόνια, δεκαετίες να πούμε, δεν έχει γραφεί τίποτα ουσιαστικό για την περίοδο αυτή του Σαββόπουλου, που συνδέεται επίσης με το Κύτταρο και με άλλα διάφορα.
Αναπαράγονται, συνέχεια, τα ίδια και τα ίδια, υπάρχει πληθώρα προσωπικών εντυπώσεων, σκέψεων, ασκήσεων, φαντασιοπληξιών κ.λπ. και δεν υπάρχει κανένα απολύτως ντοκουμεντάρισμα για το τι συνέβη ακριβώς, πού συνέβη και πότε συνέβη.
Έψαξα αρκετά, όχι πάρα πάρα πολύ, για να εξακριβώσω πολλά και διάφορα πράγματα και κάπως έτσι προέκυψαν δύο βασικά κείμενα (και ιδέες για άλλα μικρότερα), που ξεπέρασαν (και τα δυο μαζί) τις 10 χιλιάδες λέξεις. Το ένα θα δημοσιευθεί την άλλη βδομάδα, όταν θα συμπληρωθούν τα 50 χρόνια από το «Βρώμικο Ψωμί» και το άλλο όποτε...
Ένα θα σας πω μόνο – όσο και να σας φανεί περίεργο. Θα διαβάσετε πράγματα, που δεν τα έχετε ξαναδιαβάσει και που μπορεί να τα ξέρετε στο περίπου ή και καθόλου]
[από τα απόνερα του ψαξίματος, για όσους ψυλλιάζονται, ξέρουν ή και... αγνοούν – «σαν σήμερα» πριν από 51 χρόνια]