Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

FELIPE SALLES / INTERCONNECTIONS ENSEMBLE the Lullaby Project

Ο βραζιλιάνος συνθέτης, σαξοφωνίστας, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας Felipe Salles δεν είναι τυχαία περίπτωση. Στο δισκορυχείον έχουμε ήδη γράψει για την παρουσία του σε εγγραφές των Reunion Project (brazilian jazz) και των New World Jazz Composers Octet, ενώ έχουμε αναφερθεί και στο προσωπικό άλμπουμ του “Ugandan Suite[Tapestry, 2014], την απόπειρά του να εξερευνήσει τις αφρικάνικες ρίζες τής βραζιλιάνικης μουσικής (της μουσικής της πατρίδας του δηλαδή). Ο Salles, που είναι επίσης καθηγητής της Τζαζ και των Αφροαμερικανικών Μουσικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Amherst της Μασαχουσέτης, έχει τώρα ένα νέο σχήμα, ηγείται εννοούμε ενός νέου σχήματος, του 20μελούς Interconnections Ensemble, μέσω του οποίου καταθέτει ακόμη μια (δισκογραφική) πρόταση, που σχετίζεται με τη γενέτειρά του (τη Βραζιλία), αλλά όχι μόνο μ’ αυτήν (το λέμε, επειδή, ταυτοχρόνως, σχετίζεται και με την Αργεντινή). Περί τίνος πρόκειται;
Στο The Lullaby Project [Tapestry, 2018], που αποτελεί το ένα τμήμα τού πιο πρόσφατου CD του, ο Salles, επηρεασμένος από κάποιες μελωδίες παραδοσιακών βραζιλιάνικων νανουρισμάτων, συνθέτει ένα έργο, να το πούμε έτσι, αποτελούμενο από πέντε μέρη (λέμε για τα πέντε δεκάλεπτα, χοντρικώς, tracksLullaby #1” έως και #5), τζαζ προσανατολισμού οπωσδήποτε, ικανό να διεκπεραιωθεί από το Interconnections Ensemble
Η αλήθεια είναι πως ο Salles έχει επέμβει αρκετά πάνω στο traditional υλικό – και αυτό δεν θέλεις πολύ για να το αντιληφθείς. Οι μουσικές του, και κυρίως κάποιες συγκεκριμένες μελωδικές φάσεις των συνθέσεών του, παραπέμπουν οπωσδήποτε σε μουσικές για… μωρά, ή για λίγο μεγαλύτερα, εν πάση περιπτώσει, παιδιά, αλλά, σε γενικές γραμμές, ο τρόπος του Salles αφορά κυρίως… μεγάλους. Υπάρχουν, λοιπόν, και εντυπωσιακοί αυτοσχεδιασμοί, εδώ, που αναπτύσσονται πάνω στις βασικές μελωδικές γραμμές κάθε μέρους, αυτονόητα και προσεγμένα soli, παιγνίδι με τις αρμονίες, και με τα διάφορα ηχοχρώματα (jazz, κλασικά, folk βραζιλιάνικα, αφρικάνικα κ.λπ.), ενώ δίδεται ιδιαίτερη προσοχή και στο ρυθμικό στοιχείο, που, ουκ ολίγες φορές, διολισθαίνει προς το groovy (προς το groovy ενός… μπιγκμπαντικού hard bop). Οι παρεμβάσεις και βεβαίως το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνουν τον Felipe Salles 100%, καθώς το “Lullaby Project” του είναι εξαιρετικό! Αλλά το άλμπουμ δεν τελειώνει εδώ, αφού διαθέτει και… δεύτερη πλευρά.
Λέμε για τα tracks 6, 7 και 8 (“Odd tango”, “Astor square”, “Carlas tango”), τα οποία είναι επηρεασμένα από το αργεντίνικο tango και βασικά τον Astor Piazzolla. Και αυτές οι συνθέσεις εντάσσονται στον διαρκή και… διακαή πόθο τού Salles να βρει το μονοπάτια, τις κρυφές ή λιγότερο κρυφές διαδρομές, μέσω των οποίων θα επικοινωνήσουν οι παραδοσιακές μουσικές με την jazz. Και τις βρίσκει! Και τα τρία... μπιγκμπαντικά tangos του είναι και αυτά εντυπωσιακά, με δυναμικές αναπτύξεις, έξοχες μελωδίες και υπερχειλίζον αίσθημα.
Ο Felipe Salles είναι ένας πρώτης τάξης/κλάσης συνθέτης της σύγχρονης jazz και αυτά τα επαινετικά που διαβάζω για την περίπτωσή του στο DownBeat, στο JazzTimes κ.λπ. είναι πέρα για πέρα αιτιολογημένα.
Επαφή: www.sallesjazz.com

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

THOMAS STRØNEN για ένα έργο που ο συνθέτης του το ξανακοιτά και το κυκλοφορεί (για δεύτερη φορά)

Όχι καθημερινή περίπτωση (για την κυκλοφορία ο λόγος) ή, τέλος πάντων, όχι και τόσο συνηθισμένη (το ίδιο λέμε!).
Το “Time is a Blind Guide” είχε κυκλοφορήσει το 2015 από την ECM, ενορχηστρωμένο, από τον ντράμερ και συνθέτη Thomas Strønen, για τσέλο (Lucy Railton), κοντραμπάσο (Ole Morten Vågan), κρουστά (Siv Øyunn Kjenstad, Steinar Mossige), πιάνο (Kit Downes) και βιολί (Håkon Aase). Τώρα (2018), ο Strønen επανέρχεται στο ίδιο έργο, αλλάζοντας τίτλο (“Lucus”), τίτλους των tracks και διάρκειες (όπως διαβάζω στο site της εταιρείας), παίζοντας ξανά ο ίδιος ντραμς (εννοείται), διατηρώντας τον βιολιστή, την τσελίστρια και τον κοντραμπασίστα, αφαιρώντας τους επιπλέον κρουστούς και… προσλαμβάνοντας στη θέση τού πιανίστα Kit Downes την Ιαπωνίδα Ayumi Tanaka. Επιπλέον, η πρώτη εκδοχή ήταν στουντιακή (Rainbow Studio, Oslo), ενώ η τωρινή live (Auditorio Stelio Molo RSI, Lugano).
Εντάξει, προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω τι παραπάνω βρήκε ο Manfred Eicher στην παρούσα εκδοχή [ΕCM / AN Music, 2018] και δέχτηκε να ξαναηχογραφηθεί το έργο, με μισοαλλαγμένη την παλαιά line-up, αλλά, οπωσδήποτε, κάτι θα βρήκε. Εγώ πάντως δε βρίσκω τίποτα... βασικά, γιατί δεν έχω ακούσει την προηγούμενη εκδοχή και άρα θα γράψω για το “Time is a Blind Guide” σαν να είναι, τώρα, η πρώτη φορά.
Επικεντρώνομαι στην πιανίστρια και λέω πως οι συνθέσεις του Strønen (και η μία των Strønen / Vågan / Aase) είναι «τοποθετημένες» πάνω στην Ιαπωνίδα, η οποία αποδίδει και αυτοσχεδιάζει με τόλμη και φαντασία, δημιουργώντας εντατικές πιανιστικές καταστάσεις, τις οποίες… απαλύνουν, με μέτρο, τα έγχορδα – που και αυτά οδηγούνται προς την ίδια contemporary περιοχή. Μάλιστα, θα έλεγα, με το φόβο να διαψευστώ (επειδή, το ξαναλέω, δεν έχω ακούσει την προηγούμενη version), πως η παρουσία τής Tanaka προσθέτει στο άκουσμα και μια γενικότερη, αλλά λεπτή, folk σκιά, μετατρέποντας το Time is a Blind Guide” ίσως σε κάτι πιο… φιλικό προς τον ακροατή.
Η νέα, διάρκεια των συνθέσεων, που είναι 5λεπτη κατά μέσο όρο και βεβαίως η δυναμική πιανιστική ακολουθία σε συνδυασμό με τον… υποβολιμαίο ρόλο των εγχόρδων, προσδίδουν στο “Time is a Blind Guide” μιαν ισορροπημένη ομορφιά, που, γενικώς, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζεται (αυτή η ομορφιά) από τις ηχητικές μετατοπίσεις ανάμεσα στο «σκοτάδι» και το «φως». Τόσο απλό...

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 120

27/9/2018
ΑΡΛΕΤΑ 
Ζωγραφιά της από εικονογράφηση παιδικού βιβλίου (δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60)

26/9/2018 
Αυτό το τραγούδι των Shriekback το θυμάμαι από τον Ανθρωποκυνηγό, ένα από τα πιο ιδιόμορφα crime-thriller των έιτις. Ταινιάρα, από το μάστορα Michael Mann, υποβλητικού ρυθμού, σχεδόν ονειρικού, με την απαισιοδοξία και τη διάβρωση (συναισθηματική, ηθική, κοινωνική) να είναι ο πραγματικός υποδόριος πρωταγωνιστής. Την ταινία την είχα δει με το που βγήκε, το 1986, κι άλλη μια φορά πριν από μερικά χρόνια, κι εξακολουθώ να νοιώθω γοητευμένος.
Και το τραγούδι των Shriekback πόσο ταιριαστό! Aπό μόνο του ένας διαλυμένος κόσμος, χαμένος μέσα στη μοναξιά και το φόβο…
 

25/9/2018 
Για τον ηθοποιό Γιώργο Παπαζήση, που πέθανε σήμερα (εν τοιαύτη περιπτώσει σήμερα ανακοινώθηκε ο θάνατός του), είχα ακούσει παλιά πως ήταν φαν της τζαζ! Με δίσκους και τέτοια! Σαν ζωντανό όνειρο θυμάμαι μια ραδιοφωνική εκπομπή πριν 25-30 χρόνια, στην οποία κάτι τέτοιο αναφερόταν. Δεν μπόρεσα να το επιβεβαιώσω ποτέ. Ίσως να είναι και εντύπωσή μου – αλλά τόσων χρόνων και τόσο ισχυρή; Mπορεί… τι να πω… Αν ξέρει κάποιος κάτι…
Πάντως στην πιάτσα του δίσκου ακούγονται κατά καιρούς διάφορα τέτοια τρελά, τα οποία, εδώ που τα λέμε, δεν πρέπει να έχουν και πολύ μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα.  
Θυμάμαι, παλιά, σ’ ένα δισκάδικο να μου λέει κάποιος πως ο μακαρίτης ο Κώστας Ρηγόπουλος ήταν μεγάλος… σοουλάς. Το είχα αναφέρει και στην κόρη του, εδώ στο facebook, σ’ ένα φιλικό τοίχο, αλλά δεν μου το είχε επιβεβαιώσει, ούτε όμως και διαψεύσει 100%. Και γιατί, εξάλλου, να διαψεύσεις σ’ έναν άγνωστο (εμένα) κάτι που μόνον ως αξία, τιμή και μαγκιά μπορεί να ακούγεται για τον πατέρα σου; Anyway… 
Και για να επανέλθουμε στον Παπαζήση… Ίσως να έχετε δει και αλλού αυτή την πολύ ωραία φωτογραφία του με τον Υβ Τριαντάφυλλο, από τα γυρίσματα προφανώς της ταινίας «Υβ-Υβ» του 1972. 

24/9/2018
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες. Και όταν το 1973, με την ιταλική αριστερά στο φόρτε της, κάποιοι αποφάσιζαν να τραγουδήσουν… Νίτσε έσκαβαν ουσιαστικά το λάκκο τους. Το συγκρότημα χάθηκε από προσώπου γης και δεν θα εμφανιζόταν ξανά παρά στη δεκαετία του ’90 πια, λόγω των fans βασικά, που αυξάνονταν συνεχώς και κυρίως λόγω της αγάπης των Ιαπώνων για τη μουσική τους – γι’ αυτό το αριστούργημα, τέλος πάντων, του ιταλικού ροκ, που ακούει στο όνομα “Zarathustra”. 
Από live στο Τόκυο, τον Απρίλη του ’13, που έγινε και 2CD. Φοβεροί Museo Rosenbach… όπως πάντα!
 

23/9/2018
Ξερνάω μ’ αυτά που διαβάζω στα σχόλια των μεγαλοφυλλάδων του διαδικτύου. Ζούμε ανάμεσα σε χιλιάδες εν δυνάμει εγκληματίες, που περιφέρονται ανενόχλητοι στους δρόμους και τις γειτονιές μας. «Πολίτες» τους λένε. Που μπορεί να σε πλακώσουν στις μπουνιές ή στις κλωτσιές, αν κατά λάθος γλιστρήσεις σ’ ένα πεζοδρόμιο και φωνάξει κάποιος μαλάκας «κλέφτης, πιάστε τον».

21/9/2018
Σεπτέμβριος 1970. Ε ναι, 48 χρόνια πριν...

20/9/2018 
Τι έγινε ρε παιδιά; Ο μπαρμπα-Πωλ με τα τραγουδάκια του πρώτη θέση στο Billboard 200 κι από κάτω όλη η σάρα και η μάρα της ποπ και του χιπχόπ (Eminem, Drake, Ariana Grande, Nicki Minaj κ.λπ.. κ.λπ.) να… ξεμαλλιάζεται; Φάτε χώμα…

19/9/2018
Όταν είχε πρωτοβγεί το “La Buona Novella” στην Ιταλία, τέλη ’69-αρχές ’70, ο Fabrizio De André είχε "κατηγορηθεί" πως είχε κάνει ένα άλμπουμ θρησκευτικό και βασικά συντηρητικό, όταν η Ιταλία συνταρασσόταν από τον δικό της… Μάη, το Θερμό Φθινόπωρο του 1969.
Και όμως η «Καινή Διαθήκη» ήταν ένα αλληγορικό άλμπουμ, που, με πρόσχημα τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς το Γολγοθά, μιλούσε για την κατάχρηση της εξουσίας και για την ανάγκη μιας πανανθρώπινης ισότητας και αδελφοσύνης. Και το κυριότερο; Περιείχε ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ, όπως είναι ο Δρόμος του Σταυρού…

MOTO TOSCANA, KRAKOW, PARDANS, GENGHIS KHAN από stoner-progressive μέχρι hip hop

MOTO TOSCANA: S/T [Tonzonen, 2018]
Εδώ κι αν έχουμε να κάνουμε με κάτι ξεχωριστό. Μ’ ένα rock trio, που αποτελείται μόνο από φωνή (Andy Versus), μπάσο (Chrisch Linke) και ντραμς (Michi Witt) – δεν υπάρχει κιθάρα δηλαδή. Βέβαια το μπάσο παίζει με fuzz και υποκαθιστά μια χαρά την κιθάρα, οπότε εκείνο που λείπει περισσότερο είναι μάλλον το κανονικό μπάσο (το οποίο βολεύει, όπως μπορεί να το βολέψει μόνος του ο ντράμερ). Τέλος πάντων μ’ αυτά τα «περίεργα», να το πούμε έτσι, προχωράνε οι Moto Toscana, παρουσιάζοντας ένα σέτ εννέα τραγουδιών, το master των οποίων έχει κάνει ο Eroc (και ξέρουν οι… παλιοσειρές Eroc τι σημαίνει).
Συνθετικά, και ως εμπνεύσεις, τα τραγούδια των Moto Toscana ακούγονται «μια χαρά» και συμβατά, τέλος πάντων, με το ύφος του σκληρού (αλλά...έντεχνου) progressive των early seventies (των May Blitz βασικά – γιατί αυτοί είναι η πηγή του συγκεκριμένου ήχου), ανεξαρτήτως αν υπάρχουν και αναφορές και σε άλλα ιστορικά γκρουπ (στους Black Sabbath π.χ.), όπως και σε πιο καινούρια «πράγματα» (και πώς θα μπορούσε, δηλαδή, να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο). Λέμε για stoner βεβαίως, για doom κ.λπ., επιρροές που σε κάθε περίπτωση αποδεικνύονται εντελώς λειτουργικές στην προσπάθεια των Γερμανών να δώσουν ώθηση σε κάτι σκληρό και ξεχωριστό, που να είναι μάλιστα γραμμένο «μια κι έξω». Με δίχως cuts, overdubs κ.λπ. Φυσικά, και εδώ, κάποια tracks ξεχωρίζουν από κάποια άλλα (όπως το “Sweet demise” ή το “Craving”), αν και όλο το υλικό είναι ισορροπημένο.
KRAKOW: Minus [Karisma, 2018]
Σκληροί, progressive στονεράδες από τη Νορβηγία, οι Krakow (Frode Kilvik μπάσο, φωνή, Arctander ντραμς, φωνή, René Misje κιθάρες, πλήκτρα, Kjartan Grønhaug κιθάρες, φωνή – συν τον Phil Campbell των Motörhead κιθάρες στο εισαγωγικό track!) έχουν νέο στούντιο άλμπουμ, το τέταρτο (στη σειρά), ικανό και αυτό, οπωσδήποτε, να τους διατηρήσει ψηλά ή ακόμη και στην ευρωπαϊκή πρώτη γραμμή τούτου του «μεταλλικού» είδους, που ευδοκιμεί και με το παραπάνω στο… σκοτεινό βορρά.
Βαρύγδουποι, ανελαστικοί, με τελετουργικό ρυθμικό τμήμα, φωνητικά διαφόρων επιπέδων (μελωδικά, υποχθόνια κ.λπ.) και με κιθάρες που διαπλέκονται δημιουργικά (η μία να παίζει riffs μπροστά και η άλλη soli πίσω), οι Krakow ευνοούνται, σ’ αυτό που πράττουν, από την εντυπωσιακή παραγωγή του Iver Sandøy (παίζει με φωνές και όργανα επίσης), ενός φημισμένου, εκεί στα βόρεια κλίματα, μουσικού, παραγωγού, μαστερά και άλλα τινά, στη σελίδα του οποίου στο discogs καταγράφονται περισσότερα από 200 άλμπουμ!
PARDANS: Spit and Image [Tambourhinoceros, 2018]
Πολύ περίεργο συγκρότημα αυτοί οι Δανοί. Pardans το όνομά τους και μέλη τους οι: Rasmus Hastrup μπάσο, φωνητικά, Oskar Dinesen ντραμς, Rasmus Skovmose κιθάρα, Gustav Berntsen φωνή, σύνθια, Daniel Honoré σαξόφωνα και Patrick Rathbu βιόλα, κιθάρα, πιάνο. Τι παίζουν; Είναι ένα θέμα. Από τη μια μεριά υπάρχει η ορμητικότητα του πιο καθαρού punk, αλλά το setting των οργάνων τους δεν είναι καθαρό punky. Υπάρχει λοιπόν τα συγκεκριμένα ηχοχρώματα, αλλά συγχρόνως υπάρχει και κάτι (πολύ) από το νεοϋορκέζικο no wave (Lydia Lunch, James Chance and the Contortions), μέχρι την punk-jazz και το punk-funk. Όλα αυτά τα αλέθουν με δημιουργικό τρόπο οι Pardans, δημιουργώντας ένα long-play (κυκλοφορία σε LP και digital), το “Spit and Image”, που συν τοις άλλοις διατηρεί εντός του και την ένταση του live.
(Η μπάντα, μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, που τοποθετείται για τις αρχές Οκτωβρίου, ξεκινάει περιοδεία, πέρα από τη Δανία, σε Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία. Στη γειτονιά της δηλαδή…).
GENGHIS KHAN: Her Absence is my AntiChrist [Atypeek Music]
Να κι ένα hip hop για το τέλος, που, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι… εντελώς κακό. Ο MC και παραγωγός λέγεται Genghis Khan (και καλά) και προέρχεται από το Greensboro, της Βόρειας Καρολίνας. Ο… Χαν δεν είναι τωρινός, υπάρχει τουλάχιστον από το 2008, προσπαθώντας να φτιάξει το δικό του χιπχοπάδικο στυλ, που ορισμένοι, εξ όσων διάβασα, το αποκαλούν… industrial hip hop. Εντάξει… κάπως υπερβολικό μου ακούγεται αυτό, παρά τις διάφορες… βιομηχανικές πινελιές που πετάει από ’δω κι από ’κει ο Αμερικάνος. Δεν μπορώ να πω πολλά για το “Her Absence is my AntiChrist”, παρ’ εκτός πως έχει «σωστά» samples (της κακομοίρας γίνεται, δηλαδή χαμός από το κόψε-ράψε) και αρκετά καλή προσωδία. Το ξέρει το… άθλημα ο Χαν, δεν υπάρχει θέμα, και τα αποτελέσματα είναι ανάλογα.