Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

MUSIC SOUP ORGAN TRIO το ελληνικό τζαζ τρίο στο νέο άλμπουμ του

Το Music Group Organ Trio είναι ένα ελληνικό τζαζ σχήμα, το οποίο αποτελούν οι Νέστωρ Δημόπουλος κιθάρα, Ευγενία Καρλαύτη όργανο και Βαγγέλης Κοτζάμπασης ντραμς. Από δισκογραφικής πλευράς γνωρίζουμε το σχήμα μέσα από το άλμπουμ του “Cut to the Chase”, που είχε κυκλοφορήσει, το 2016, από την αμερικάνικη εταιρεία Chicken Coop του οργανίστα Tony Monaco. Τώρα, ένα δεύτερο άλμπουμ του σχήματος (με την ίδια ακριβώς line-up) στρίβει στο player – άλμπουμ, που τιτλοφορείται Upbeat Mood (2024) και το οποίο είναι τυπωμένο για την ίδια ετικέτα (την Chicken Coop Records / Summit Records).
Οι Music Soup είναι ένα κλασικό organ-trio (χωρίς μπάσο, όπως ήδη διαπιστώσατε), που βαδίζει πάνω στη μεγάλη παράδοση του είδους, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στις δεκαετίες – από εκείνη του ’50, έως τις μέρες μας. Σαν γκρουπ ερμηνεύει, βασικά, δικές του συνθέσεις (του Δημόπουλου και της Καρλαύτη), παρουσιάζοντας εδώ μία μόνον διασκευή στο κλασικό και ασυναγώνιστο “My little red book” του Burt Bacharach.
Τα κομμάτια είναι κυρίως γρήγορα, και κάποια μέσου τέμπο, ώστε το άκουσμα, τελικώς, να χαρακτηρίζεται από την έξτρα groovy αισθητική του, καθώς το ένα διαδέχεται το άλλο.
Έτσι μέσα από το bluesA day in the park”, το δεξιοτεχνικό up tempoAround the world” με την ταξιδευτική μελωδία και τις latin αναφορές του (το κομμάτι διαθέτει και piano playing από τον Kym Purling), το αισθησιακό “Freeland (To O.P. with love)”, με την καθαρή κιθαριστική φρασεολογία, το έξοχο οργανικό «σκάψιμο» και την σχεδόν ανεπαίσθητη, αλλά τόσο ουσιαστική κρουστή συνοδεία, το λελογισμένα ροκ “Fun island”, το boogalooAppartment in Athens” (που διαθέτει και τρομπέτα από τον Henry Gergen) και βεβαίως με την θαυμάσια version του “My little red book”, στο οποίο η Καρλαύτη δίνει ρέστα, παραλλήλως με την όλο νεύρο συνοδεία του Κοτζάμπαση, ένα είναι φανερό. Δηλαδή ολοφάνερο.
Το Music Soup Organ Trio είναι ένα (ελληνικό) τζαζ σχήμα, που μπορεί να διαπρέψει, και δισκογραφικά, οπουδήποτε στον κόσμο – κάτι που το γνωρίζουν, πρώτοι όλων, οι αμερικανοί συνεργάτες του.
Επαφή: www.summitrecords.com

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 588

25/7/2024
Ο φίλος και συνεργάτης στο Jazz & Τζαζ, και από τους ανθρώπους που στηρίζουν την τζαζ στην Ελλάδα με πολλούς τρόπους, Βαγγέλης Αραγιάννης:
>>Διαβάζω εδώ και μέρες το «Ραντεβού στο Κύτταρο» του Φώντα Τρούσα. Μόνο σε μικρές δόσεις και ποτέ παραπάνω από μερικές σελίδες.
Δεν είναι ότι κουράζει, κάθε άλλο. Ο λόγος ρέει, σε τραβάει να διαβάσεις μονορούφι. Μέσα από μακροχρόνια έρευνα και βαθιά γνώση της περιόδου που πραγματεύεται (1965-1982), ο Φώντας Τρούσας βάζει τα γεγονότα σε χρονολογική αλληλουχία, συνδέει χρονιά με τη χρονιά τα πρόσωπα μεταξύ τους αλλά και με τον περίγυρο της εποχής.
Πέρα από αυτό όμως, όσο και να γνωρίζει κανείς την ελληνική ποπ και ροκ σκηνή και δισκογραφία της περιόδου, είναι δύσκολο να περάσει από σελίδα και να μην πέσει πάνω σε κάτι που δεν ήξερε. Για να διακόψει τελικά την ανάγνωση για να ψάξει, να ακούσει, να ανακαλύψει και να επανέλθει. Κι αυτό είναι, πιστεύω, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά ενός σημαντικού βιβλίου για τη μουσική.<<


24/7/2024
50 ΧΡΟΝΙΑ
"Ελλάς, Ελλάς, τι θα γίνει φίλε μου με μας ;"

24/7/2024
>>Μέχρι το καλοκαίρι του 1965, ο Έρικ Κλάπτον είχε χορτάσει τους Bluesbreakers του John Mayall, αποφασίζοντας να φύγει για την Ελλάδα με κάποιους φίλους. Ο John Mayall θυμάται:
«Ο Έρικ ήταν πάντα ένας ανήσυχος μουσικός και υποθέτω ότι απλώς βαρέθηκε να παίζει ατέλειωτα βράδια, με όλους εμάς, συνεχώς. Ήθελε να φύγει από την Αγγλία να εγκαταλείψει αυτό το σκηνικό. Φυσικά, εμένα όλη αυτή η φάση με πανικόβαλε, γιατί βασιζόμαστε στον Έρικ και υπήρχαν τόσο λίγοι άνθρωποι ώστε να διαλέξουμε έναν για αντικαταστάτη του. Βάλαμε αγγελία στο Melody Maker, είχαμε αμέτρητες απαντήσεις, αλλά καμία από αυτές δεν μου έκανε. Είχα, εν τω μεταξύ, τον Jeff Kirbit από τους Dr K's Bluesband για κιθαρίστα, για λίγο, και κατά τη διάρκεια εκείνων των εβδομάδων που ήταν μαζί μου, ένας άλλος τύπος ερχόταν και μου έλεγε συνεχώς: “Είμαι πολύ καλύτερος απ’ αυτόν, γιατί δεν με χρησιμοποιείς;”. Στο τέλος είχε αγριέψει κι είχε γίνει τόσο φορτικός, ώστε αναγκάστηκα να τον πάρω στο γκρουπ... και ήταν όντως καλύτερος – ήταν ο Peter Green. Τρεις μέρες αργότερα, όμως, ο Έρικ θα γυρνούσε ξανά από την Ελλάδα και του είχα υποσχεθεί τη θέση του στο γκρουπ, αν συνερχόταν απ’ αυτή την κατάσταση που βρισκόταν κι ήθελε, αληθινά, να είναι μαζί μας. Επέστρεψε, λοιπόν στους Bluesbreakers και αυτό δεν θα χαροποιούσε καθόλου τον Peter Green»<<

[Richard Newman: John Mayall Blues Breaker, Castle Communications, 1995]

24/7/2024
>>Με Mick Taylor, με τρία μέλη των μετέπειτα Colosseum (Hiseman, Reeves, Heckstall-Smith) και μερικούς ακόμη άσσους. Ένα από τα πολλά συγκλονιστικά άλμπουμ του John Mayall...
Σπουδαίος καλλιτέχνης. Χαίρομαι γιατί τον έχω δει δύο φορές live, αλλά κυρίως χαίρομαι γιατί και η δική μου "κλάση" μεγάλωσε με τους δίσκους του...<<

Παλιό ποστ από το 2021 είναι αυτό (μαζί με το τραγούδι που ακολουθεί). John Mayall RIP
https://www.youtube.com/watch?v=LPX5-uIpEcc

23/7/2024
Ζηλεύεις πολλά αν (ξανα)δεις σήμερα το “Week-end” του Γκοντάρ, αλλά εκείνο που σε κάνει να μελαγχολείς είναι η ελευθερία της έκφρασης, που σου παρείχε η εποχή (δεύτερο μισό των 60s), σε σχέση με το τώρα. Αν γυριζόταν στις μέρες μας το “Week-end” παίζεται αν η διάρκειά του θα ήταν έστω η μισή.
[τεράστια ταινία, ανυπέρβλητο δοκίμιο – οτιδήποτε και να δεις μετά σου φαίνεται αστείο]

23/7/2024
Κάπου έχω και το CD, αλλά βαρέθηκα να ψάξω να το βρω. Τέλος πάντων σειρά σχεδόν πλήρης...

22/7/2024
Επειδή ασχολούμαστε πολύ περισσότερο με τις αμερικανικές εκλογές από τον μέσο αγελαδάρη της Τζώρτζια θα πρέπει να το δούνε αυτό στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία, και να μας δώσουν πάραυτα το δικαίωμα, όλων ημών που ζούμε στη... μήτρα της δημοκρατίας, να ψηφίζουμε ΚΑΙ στις αμερικάνικες εκλογές.
Και γιατί όχι... οι Έλληνες, τιμητικά να πούμε, θα έπρεπε να ψηφίζουν παντού στον κόσμο όπου γίνονται εκλογές.
Βασικά, δεν θα έπρεπε να κάνουμε τίποτα άλλο στη ζωή μας, εκτός από το να συμμετέχουμε σε προεκλογικούς αγώνες και να ψηφίζουμε σε εκλογές… και να πληρωνόμαστε αδρά γι’ αυτό εννοείται. Τζάμπα μάθαμε σε όλους αυτούς τι εστί δημοκρατία; (γέλιο)

22/7/2024
Εντάξει, μπορεί να τον έστειλαν για απόσυρση τώρα τον εσχατόγηρο, αλλά θα πέσει γερό καλαφάτισμα με μπογκομόλετς, βορονώφ και τα λοιπά και το 2028 θα είναι και πάλι υποψήφιος.

22/7/2024
H φίλη Χαρούλα Νικολαΐδου σε μια ωραία σύνθεση. Την ευχαριστώ.

20/7/2024
Οι ανακοινώσεις για το ελληνικό τραγούδι, όταν προβάλλεται στο πιο υψηλό επίπεδο, από την Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας, και μάλιστα στη συγκεκριμένη συγκυρία, θα πρέπει να διακρίνονται από γνώση της ιστορίας του και απόλυτη ακριβολογία. Κάθε άλλη διατύπωση δεν περιποιεί τιμή ούτε στο τραγούδι μας, ούτε στην Προεδρία αυτή καθ’ αυτή.
Όταν λοιπόν γράφεις για τραγούδια «τα οποία την περίοδο της χούντας εξέφρασαν την εναντίωση στο δικτατορικό καθεστώς και έγιναν σύμβολα ελεύθερης έκφρασης και ψυχικής ανάτασης στη Μεταπολίτευση» δεν γίνεται να έχεις ανάμεσα τραγούδια του Χατζιδάκι, του Πλέσσα και του Τόκα (ο οποίος, εν τω μεταξύ, ήταν τελείως άγνωστος, για το ελληνικό τραγούδι της εποχής).
Ο Χατζιδάκις δεν είχε καμία σχέση με το αντιδικτατορικό τραγούδι, ως γνωστόν, αφού τα σιχαινόταν αυτά τα πράματα, ούτε είχε θέματα με τη λογοκρισία (είναι γνωστές οι απόψεις του από τις συνεντεύξεις του) κ.λπ. και φυσικά κανένα τραγούδι του τού μεταιχμίου (λίγο πριν, λίγο μετά τη χούντα) δεν εξέφρασε το πνεύμα της εποχής.
Ο Πλέσσας επί χούντας δεν έκανε αντιδικτατορικό τραγούδι. Μετά τη χούντα έβγαλε μερικούς δίσκους («Μίλα μου για τη Λευτεριά» κ.λπ.), αλλά κανένα απ’ αυτά τα τραγούδια δεν τα έβαλε ο κόσμος στο στόμα του, στα στάδια κ.λπ. Ο δε Τόκας, όπως προείπα, ήταν ανύπαρκτος ο άνθρωπος, καλλιτεχνικά, τη συγκεκριμένη εποχή στην Ελλάδα.
Και τα τραγούδια του Μίκη ακούγονταν το φθινόπωρο του ’73 στα μαγαζιά της Πλάκας, και γινόταν πανζουρλισμός, αλλά η έκρηξη θα γινόταν μετά, όταν θα απελευθερωνόταν και η δισκογραφία.
Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Σαββόπουλος ναι και Μίκης φυσικά. Τι άλλο; Και άλλα διάφορα – δείτε, ας πούμε, το προηγούμενο ποστ για το σπουδαίο άλμπουμ του Δήμου Μούτση «Μαρτυρίες». Δεν το φτιάχνω, όμως, εγώ το πρόγραμμα της Προεδρίας. Εγώ απλώς διαβάζω, αυτά που ανακοινώνονται, και κρίνω.

19/7/2024
Ο τουρισμός αναδείχθηκε σε «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας επί χούντας, ενώ το ότι θεωρείται ακριβώς το ίδιο και σήμερα και προπαγανδίζεται αναλόγως, από κάτι τύπους σαν τον Πορτοσάλτε, δεν είναι τυχαίο.
Αν τολμούσες να πεις, τότε, κάτι κακό για τους τουρίστες και τον τουρισμό, έκλειναν οι πόρτες πίσω σου. Ο Γιώργος Ιωάννου είχε γράψει, λίγο μετά την επταετία, πως εκείνη την εποχή «το ξεπούλημα της αλκής του ελληνικού λαού είχε λάβει διαστάσεις βιομηχανίας» και πως «αρκούσε να ήταν οι ξένοι ευχαριστημένοι και όλα τα άλλα θεωρούνταν δευτερεύοντα».
Φυσικά, εκφραζόταν και κάποιο δήθεν αντι-τουριστικό μένος στα περιοδικά και τις εφημερίδες, καθώς γράφονταν άρθρα για τους «αλητο-τουρίστες» κ.λπ., αλλά όλα αυτά ήταν «πληρωμένα», προκειμένου να λειτουργήσουν εκτονωτικά προς το ούλτρα συντηρητικό αναγνωστικό κοινό, τους παπάδες κ.λπ. Στην πράξη, όμως, η επίσημη Εκκλησία, άρχισε κάπως να καταφέρεται εναντίον του τουρισμού μετά την χούντα – επί χούντας βασικά έκανε μόκο (τηρώντας τα προσχήματα).
Ο τουρισμός συνδεόταν, τότε, στενά με πολλά και ποικίλα θέματα (ναρκωτικά, ψωνιστήρια κ.λπ. – γράφει και γι’ αυτά ο Ιωάννου) και ακόμη με την αρχαιοκαπηλία. Συχνά στις εφημερίδες διάβαζες ειδησάρια για τουρίστες, που είχαν συλλήσει ναούς, νεκροταφεία, μουσεία κ.λπ., οργανώνοντας παράνομες ανασκαφές και τα τοιαύτα.
Όλα τούτα τα έδειχνε μάλιστα κατά κόρον τόσο ο κινηματογράφος, όσο και η τηλεόραση στη δεκαετία του ’70, μετά την χούντα κυρίως, καθώς είχαν γυριστεί ένα σωρό «έργα» με ξένους, και ντόπια τσιράκια, αρχαιοκάπηλους (μέχρι και ταινία core είχε γυριστεί, το «Σεξ και Αρχαιοκαπηλία» του Ευστρατιάδη).
Το 1971 ο Πάνος Σαββόπουλος, ένας τραγουδοποιός που έκοβε το μυαλό του, και καταλάβαινε πέντε πράματα, είχε γράψει ένα σχετικό τραγούδι τότε, τους «Τουρίστες». Στην αρχή άκουγες: «Μαριγώ τις πόρτες κλείστες / εμφανίστηκαν τουρίστες» και στο τέλος «Παίρνουν σβάρνα κάθε μέρα / εκκλησίες και μουσεία / για να κλέψουν κάποια εικόνα / και αυτόν τον Παρθενώνα».
Φυσικά το τραγούδι σακατεύτηκε από τη λογοκρισία και η επίμαχη στροφή αντικαταστάθηκε από την εξής... «Πάλι τ’ άλλο καλοκαίρι / θά ’ρθουνε από το χέρι / έκλεισε το καφενείο / τους τσιμπάν στο τελωνείο».
Τώρα, γιατί τους τσιμπήσανε... δεν θέλει πολύ για να το καταλάβεις...

19/7/2024
>>Εκείνο τον καιρό δεν είχαμε ούτε τον χρόνο ούτε το μυαλό να αναρωτηθούμε (σιωπηρά, βέβαια, αφού το αντίθετο ίσως μας έβαζε σε μπελάδες) πώς κι έγινε να επιτραπεί στους Beatles η είσοδός τους στη χώρα, ενώ η χούντα είχε απαγορεύσει ακόμη και τα τραγούδια των ποπ συγκροτημάτων;<<
Η λέξη «χούντα» είναι φορτισμένη κι εγώ θα συμβούλευα τον θείο-Μαστ, ως... μικρότερος, να μην την χρησιμοποιεί. Να χρησιμοποιεί την λέξη «δικτατορία» ή καλύτερα «συνταγματάρχες». Είναι πιο κοντά αυτές οι λέξεις στην κουλτούρα και την ιδεολογία του.
Κατά τα λοιπά η μπαρούφα πως η χούντα είχε απαγορεύσει την ποπ στην Ελλάδα, όταν όχι όποιος και όποιος σταθμός αλλά εκείνος των Ενόπλων Δυνάμεων έπαιζε Rolling Stones τον Ιούλιο του ’67, έχει τόσο πολύ παλιώσει, ώστε να μην μπορείς να γελάσεις καν.
Το έχω ξαναπεί. Διάφοροι άσχετοι, που κομπορρημονούν, νομίζουν ότι επειδή άκουγαν ποπ και ροκ εκείνη την εποχή έκαναν αντίσταση, ενώ, στις περισσότερες των περιπτώσεων, για να μην πω σε όλες, ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά του Παττακού (έστω και χωρίς να το ξέρουν κάποια).

19/7/2024
Duran Duran ακούγαμε στα μπαρ, στα κλαμπ, στις καφετέριες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση κ.λπ., χωρίς να το θέλουμε. Μας επιβαλλόταν, όπως κάθε τι το ποπ. Βέβαια ήταν ευχάριστοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα έπρεπε να τους ακούμε πρωί-μεσημέρι-βράδυ, πριν και μετά τα φαγητό.
Το ξαναλέω, όμως, και το έχω πει χιλιάδες φορές, σημασία είχε, τότε, τι πληρώναμε στα δισκάδικα. Κάποιος, που άκουγε Robert Wyatt το ’82 και “Nothing Can Stop Us” ή πλήρωνε για Χ ας πούμε, το “Under the Big Black Sun”, δεν υπήρχε περίπτωση να δώσει για τους Duran Duran ούτε δεκάρα.
Σήμερα; Σήμερα και τζάμπα να μου λέγανε να πάω δεν θα πήγαινα. Και το λέω αυτό δίχως να θέλω να μειώσω ούτε το γκρουπ, ούτε όσους πληρώνουν για να τους δουν. Δεν διακατεχόμεθα από καμία νοσταλγία, για τίποτα.

18/7/2024
Από τα αριστουργήματα του ελαφρολαϊκού... (Δημήτρης Μηλιός-Φίλιππος Νικολάου - μαζί και στους Ariones)
https://www.youtube.com/watch?v=q6tefVoCx0M

ANNA GOURARI / MARKUS POSCHNER / ORCHESTRA DELLA SVIZZERA ITALIANA, DELIAN QUARTETT / CLAUDIA BARAINSKY νέες κυκλοφορίες των ECM New Series

ANNA GOURARI / MARKUS POSCHNER / ORCHESTRA DELLA SVIZZERA ITALIANA: Paul Hindemith, Alfred Schnittke [ECM New Series, 2024]
Αναγνωρισμένη ρωσίδα «κλασική» πιανίστρια, με αξιοσημείωτες κυκλοφορίες στην ECM τα τελευταία χρόνια (σημειώνουμε τα άλμπουμ της “Elusive Affinity” από το 2019, για το οποίο υπάρχει review στο blog, “Visions Fugitives” από το 2014 και “Canto Oscuro” από το 2012), η Anna Gourari έχει νέο CD στις ECM New Series, στο οποίο συνεργάζεται με την Orchestra della Svizzera Italiana, υπό τον Markus Poschner, ερμηνεύοντας ρεπερτόριο Paul Hindemith (1895-1963) και Alfred Schnittke (1934-1998). Η ηχογράφηση είναι πρώτης τάξεως και όσο κι αν μοιάζει να προέρχεται από κάποια μεγάλη αίθουσα συναυλιών της Ευρώπης, στην πράξη όλο το άλμπουμ είναι γραμμένο στο Auditorio Stelio Molo RSI, του Λουγκάνο, τον Δεκέμβριο του 2021.
Το άλμπουμ ανοίγει με το 23λεπτο κονσέρτο για “Klavier und Streichorchester” (1979) του Schnittke, που είναι τρομερά υποβλητικό και με μεγάλη δραματική ένταση. Η Gourari δίνει το στίγμα του έργου, βεβαίως, και μάλιστα από το ξεκίνημά του, όμως και η Orchestra della Svizzera Italiana, έτσι όπως εισβάλλει, στην ηχογράφηση, ακούγεται συγκλονιστική.
Όμως και στα έργα του Hindemith, την “Sinfonie »Mathis der Maler«” (1934) και το “Thema mit vier Variationen »Die vier Temperamente«” (1940) οι συμμετέχοντες μουσικοί αποδεικνύονται ιδανικοί για το συγκεκριμένο ρεπερτόριο («σύγχρονη κλασική» ή μουσική του 20ου αιώνα χονδρικώς), προβάλλοντας τις συναισθηματικές διαστρωματώσεις των έργων με την μέγιστη δυνατή πληρότητα. Οι σημειώσεις του Roman Brotbeck, σε γερμανικά και αγγλικά, βοηθούν, οπωσδήποτε, στην συνολική κατανόηση του ηχογραφήματος.
DELIAN QUARTETT / CLAUDIA BARAINSKY: Schumann / Reimann, Byrd / Pierini, Purcell, Im wachen Traume [ECM New Series, 2024]
Ένα κάπως σύνθετο άλμπουμ των ECM New Series έχουμε εδώ. Αποκαλείται “Im wachen Traume” και περιλαμβάνει αποδόσεις συνθέσεων των Robert Schumann (1810-1856) (στις ενορχηστρώσεις για σοπράνο και κουαρτέτο εγχόρδων του Aribert Reimann), William Byrd (c.1543-1623) (στις ενορχηστρώσεις του Stefano Pierini) και Henry Purcell (1659-1695). Τα διάφορα tracks αποδίδει το Delian Quartett (Adrian Pinzaru βιολί, Andreas Moscho βιολί, Lara Albesano βιόλα, Hendrik Blumenroth βιολοντσέλο), μαζί με την σοπράνο Claudia Barainsky, τον βαρύτονο
Mikhail Timoshenko, συν τους Matthias Lingenfelder δεύτερη βιόλα και Andreas Arndt δεύτερο βιολοντσέλο.
Αποδίδονται λοιπόν τραγούδια του Schumann από την Barainsky και το Delian Quartett, μουσικές και τραγούδια του αναγεννησιακού συνθέτη William Byrd, πάντα από το κουαρτέτο, την Barainsky και τον Timoshenko και τέλος συνθέσεις και τραγούδια της εποχής του μπαρόκ του Henry Purcell (με κουαρτέτο, σοπράνο, βαρύτονο, συν τα επιπλέον βιόλα και βιολοντσέλο).
Το γεγονός πως πολλές από τις συνθέσεις ακούγονται εδώ για πρώτη φορά, σε συνδυασμό βεβαίως με τις τέλειες εκτελέσεις, καθιστά το άλμπουμ “Im wachen Traume” εκείνο που ονομάζουμε «αναφοράς».

Οι ECM New Series εισάγονται από την AN Music

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

JORDINA MILLÀ & BARRY GUY, LUCIAN BAN / MAT MANERI, NORMA WINSTONE / KIT DOWNES τρία άξια ντουέτα, στις νέες κυκλοφορίες της ECM

JORDINA MILLÀ & BARRY GUY: Live in Munich [ECM Records, 2024]  
Εντάξει ο βρετανός κοντραμπασίστας Barry Guy (γενν. 1947), είναι μια θρυλική θα λέγαμε μορφή του δημιουργικού αυτοσχεδιασμού, καθώς σφυρηλατεί τη διαδρομή του από την εποχή της London Jazz Composers Orchestra ή και ακόμη πιο πριν (με τεράστιες συνεργασίες μέσα στα χρόνια), αλλά η Jordina Millà (γενν. 1984) ποια είναι; Για την οποία, τέλος πάντων, ανοίγει τώρα η πόρτα της ECM;
Λέμε λοιπόν για μια ισπανίδα πιανίστρια και αυτοσχεδιάστρια, που την τελευταία 15ετία, χοντρικά, έχει κάνει διακριτή την παρουσία της στο χώρο της πιο απαιτητικής jazz, με γερές συνεργασίες, live και δισκογραφία. Μάλιστα με τον Barry Guy έχει συγκροτήσει ένα ντουέτο, που θεωρείται αυτή τη στιγμή ως ένα από τα πιο εντυπωσιακά στο σχετικό κύκλωμα, καταγραμμένο ήδη σε δύο άλμπουμ – στο “String Fables” [Fundacja Słuchaj!, 2022] και στο παρόν “Live in Munich”, που κυκλοφορεί τώρα από την ECM.
Το άλμπουμ συλλαμβάνει την Millà και τον Guy ζωντανά ηχογραφημένους, τον Φεβρουάριο του 2022, στο Schwere Reiter του Μονάχου, σ’ ένα σετ έξι κομματιών, με διάρκειες μικρές (τέσσερα λεπτά), μεσαίες (δέκα λεπτά) και μεγάλες (είκοσι τρία λεπτά).
Ανεξαρτήτως των διαρκειών εκείνο που εντυπωσιάζει εδώ έχει να κάνει με τον «κόσμο» που οικοδομούν οι δύο αυτοσχεδιαστές εκμεταλλευόμενοι δύο μόλις όργανα, που ακούγονται σαν... δέκα. Υπάρχει λοιπόν μια ειδική χρήση των οργάνων και βασικά του πιάνου, με παιξίματα «μέσα-έξω» και με ήχους φαινομενικά αλλοπρόσαλλους, μέσα από τους οποίους καταγράφονται νηνεμίες και εντάσεις, με συνεχή σκαμπανεβάσματα, επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, δημιουργώντας στον ακροατή κάπως... υπερβατικά συναισθήματα. Είναι σαν να... σφίγγεται η ανάσα σου κάποιες φορές, και κάποιες άλλες σαν να συμμετέχεις σ’ ένα κατολισθητικό γεγονός ανεξακρίβωτου τέλους. Φυσικά, εδώ, δεν είναι εντυπωσιακή μόνον η Jordina Millà, αλλά και ο σημαίνων Barry Guy, που κατορθώνει με τα παιξίματά του (και «τσιμπητά» και με δοξάρι) να δημιουργεί την ίδια υποβλητική ατμόσφαιρα, αυτοσχεδιάζοντας με συνεχείς ανατροπές στη ροή, που παραμένει πάντα συνεχής, εντυπωσιακή και με εξωφρενικές απολήξεις.
Δύσκολο άκουσμα, αλλά όχι (δύσκολο) για τους fans του είδους.
LUCIAN BAN / MAT MANERI: Transylvanian Dance [ECM Records, 2024]
Ο ρουμανο-αμερικανός πιανίστας Lucian Ban (γενν. 1969) και ο αμερικανός χειριστής της βιόλας Mat Maneri (γενν. 1969) είναι δύο μουσικοί που συνεργάζονται στενά τα τελευταία χρόνια. Τα... πόσο τελευταία; Ας πούμε την τελευταία 15ετία. Καρπός αυτής της συνεργασίας είναι ποικίλα άλμπουμ, και κάποια σε σχήμα ντούο εννοείται – μ’ ένα απ’ αυτά να έχει τίτλο “Transylvanian Concert” [ECM], τυπωμένο πίσω στο 2013.
Σαν μια συνέχεια εκείνου του δίσκου μπορεί να λογιστεί το παρόν “Transylvanian Dance”, ηχογραφημένο ζωντανά στις 29 Οκτωβρίου 2022, στο CJT Hall, στην Timișoara (της Ρουμανίας), στο πλαίσιο του κύκλου “Retracing Bartók”, που θα ανέπτυσσαν οι Alin Rotariu and Jazz Updates, με αφορμή την... Timișoara 2023 European Capital of Culture.
Τι σχέση έχει ο Béla Bartók με το εν λόγω project; Μεγάλη, αν αναλογιστούμε πως όλα τα κομμάτια που ακούγονται εδώ, και τα οκτώ, είναι βασισμένα σε λαϊκά τραγούδια και χορούς, που θα συνέλεγε ο ίδιος ο Bartók στην Τρανσυλβανία, στο διάστημα 1909-1917.
Οι Ban και Maneri, όμως, δεν διασκευάζουν, χωρίς να παρεμβαίνουν, καθώς εναρμονίζουν εκ νέου αυτές τις μελωδίες, τις οποίες αφού πλαισιώσουν με τις δικές τους αυτοσχεδιαστικές προσεγγίσεις, που κινούνται πάντα μέσα στο πνεύμα των πρωτοτύπων, καταλήγουν να προτείνουν κάτι νεότερο, κάτι διαφορετικό και σε κάθε περίπτωση μελωδικότατο και... ατμοσφαιρικότατο. Δείχνουν, έτσι, πως και οι δύο, σαν συνεργάτες, έχουν κατακτήσει έναν άριστο βαθμό επικοινωνίας, προβάλλοντας ταυτοχρόνως μ’ έναν μεστό και εντυπωσιακό τρόπο αυτές τις θαυμάσιες μελωδίες – σε αποδόσεις μέσης διάρκειας, που βρίθουν έντονων συναισθηματικών διακυμάνσεων. (Το αναλυτικό πληροφοριακό κείμενο του Steve Lake στο ένθετο βοηθά, οπωσδήποτε, στην αμεσότερη κατανόηση των ηχογραφημάτων).
NORMA WINSTONE / KIT DOWNES: Outpost of Dreams [ECM Records, 2024]
Πέρυσι τον Απρίλιο, όταν η Norma Winstone (αυτή η βρετανή κυρία του απαιτητικού τζαζ τραγουδιού) ηχογραφούσε το τελευταίο άλμπουμ της, το “Outpost of Dreams”, ήταν 82 ετών. Το συγκλονιστικό, όμως, που συμβαίνει, καθώς το ακούς, είναι πως πολύ δύσκολα θα έβαζες με τον νου σου την ηλικία της. Είναι τέτοια η έκταση της φωνής της, η τεχνική της, η εκφραστική μαεστρία της, ώστε όλα τούτα να σε κάνουν να αναρωτιέσαι... αν η Winstone έχει, τελικά, τα μισά χρόνια, απ’ όσα λέει η ταυτότητά της. Το είχε αποδείξει αυτό η Winstone, το πόσο μεγάλη σημερινή τραγουδίστρια παραμένει, και με το προηγούμενο ECM-άλμπουμ της, το “Descansado / Songs for Films” από το 2018, όταν ήταν πέντε χρόνια νεότερη, αλλά εδώ φρονούμε πως η φωνή της είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή, με πάντα απίστευτες και αστείρευτες δυνατότητες.
Σ’ αυτό λοιπόν το πιο νέο CD της, το “Outpost of Dreams”, η Winstone συνεργάζεται με τον πιανίστα Kit Downes, γνωστός μας από την εποχή του πρώτου προσωπικού δίσκου του στην ECM (του “Obsidian” από το 2018) ή και ακόμη παλαιότερα (από την εποχή των Troyka).
Ένα άλμπουμ για πιάνο-φωνή είναι, προφανώς, το “Outpost of Dreams”, που καταγράφει δέκα tracks του ντούο – ήτοι πρωτότυπες συνθέσεις του Downes σε στίχους της Winstone, μα και κομμάτια των John Taylor, Carla Bley, Ralph Towner, Aidan ORourke (πάντα με τους ποιητικούς στίχους της βρετανίδας σε πρώτο πλάνο), συν δύο παραδοσιακά (“Black is the colour”, “Rowing home”).
Σε όλο αυτό το εν πολλοίς ποικίλο ρεπερτόριο τόσο ο Downes, όσο και η Winstone εμφανίζονται «άπαιχτοι». Τα κομμάτια διαδέχονται το ένα το άλλο εντελώς ανεπαίσθητα, οικοδομώντας ένα... τοίχος προστασίας τελικά, έτσι θα πρέπει να το πούμε, έναντι όλων εκείνων των ηχητικών φληναφημάτων, που μας περιτριγυρίζουν. Πρωτότυπα και διασκευές διαθέτουν άπαντα μια σπάνια ευφράδεια, και καθώς ο χρόνος κυλάει, από το “Fly the wind” και το “Beneath an evening sky”, στο “Nocturne” και το “Black is the colour”, όλα φαίνεται να αποκτούν το αληθινότερο νόημά τους.

Η ECM Records εισάγεται από την AN Music

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

AGUSA το καινούριο σπουδαίο prog/folk άλμπουμ τους

Οι Agusa (Mikael Ödesjö κιθάρες, Jenny Puertas φλάουτο, φωνή, Simon Ström μπάσο, Roman Andrén πλήκτρα, Nicolás Difonis ντραμς, κρουστά, φωνή), από την πόλη Malmö της Σουηδίας, είναι μια ιδιαιτέρως αγαπητή μπάντα στο ελληνικό κοινό – κάτι που φαίνεται, όπως έχουμε ξαναγράψει, όχι μόνον από το γεγονός πως έχουν παίξει στα μέρη μας επανειλημμένως (Six D.O.G.S, Death Disco...), αλλά και από το γεγονός πως το άλμπουμ τους “In Concert” (2018) ήταν γραμμένο στην Death Disco, στις 9 Δεκ. του 2016. Τα άλμπουμ των Agusa, εν τω μεταξύ, εισάγονται και διανέμονται στην Ελλάδα από την Sound Effect Records και αυτό τα κάνει, οπωσδήποτε, περισσότερο προσβάσιμα σε όλους και κυρίως φθηνότερα (αν συνυπολογίσει κανείς και τα ταχυδρομικά τέλη από το εξωτερικό, που δεν είναι πλέον λίγα).
Το πιο νέο LP των Agusa αποκαλείται Noir[Kommun2, 2024] και είναι σάουντρακ – γραμμένο για την ταινία “Malmö Noir” (2022) του Augustin Sjöberg. Η ταινία καταγράφεται στην IMDb ως “comedy”, “crime” και “mystery” και το στόρι της σε δυο γραμμές είναι το εξής: Ένας ταχυδρόμος αγνοείται στο Μάλμε κι ένας νεαρός ντετέκτιβ από την πόλη Λουντ, κάπως κυνικός, αναλαμβάνει να ερευνήσει την υπόθεση. Δεν ξέρει ότι το Μάλμε, πρωτεύουσα του εγκλήματος της Βόρειας Ευρώπης κι ένα γενικά σκοτεινό μέρος, θα καθορίσει την συμπεριφορά του. Έτσι, όσο πιο βαθιά ψάχνει, τόσο μεγαλύτερες θα είναι και οι αποκαλύψεις, που θα τον αναγκάσουν να αμφισβητήσει όχι μόνο τις δικές του προκαταλήψεις, αλλά και την ίδια τη λογική του.
Γι’ αυτή λοιπόν την ταινία συνθέτουν μουσική οι Agusa, και βασικά ορχηστρικά tracks (με κάποιες λίγες φωνές ανάμεσα), μικρής γενικώς διάρκειας (κανένα δεν ξεπερνά τα πέντε λεπτά, ενώ το πιο σύντομο στο χρόνο διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό), τα οποία όμως ακούγονται «σαν ένα». Εννοούμε με αυτό πως η μουσική έχει συνέχεια και πως κάθε επόμενο κομμάτι ξεπηδά από το προηγούμενό του, δημιουργώντας ένα σφιχτό όσο και πνιγηρό ακρόαμα, που φέρνει στο νου τους μεγάλους συμπατριώτες τους από την δεκαετία του ’70, τους Älgarnas Trädgård, και κυρίως τον δίσκο τους “Delayed”.
Οπωσδήποτε το progressive rock και το progressive folk είναι τα «είδη», που έλκουν τους Agusa και κυρίως τους έλκει ένας αξιοζήλευτος όσο και αξεδιάλυτος συνδυασμός τους, μία τήξη αυτών των στυλ, με τα δικά της χαρακτηριστικά, που θα παραμένει πάντα το πιο μεγάλο ατού τους. Βαθιά υποβλητική και πλήρους συναισθηματικής έντασης μουσική, με υπέροχα παιξίματα και με ανατριχιαστικές αλλαγές και κορυφώσεις.
Στα high lights του άλμπουμ, που ακούγεται με διαρκές ενδιαφέρον από την αρχή έως το τέλος του, θα τοποθετούσα τα tracks “Τunnelseende”, Skånsk rapsodi nr:1”, “Vind för våg”, “Svart på vitt”, “Stad i mörker”, “Bön för Öresund” και “Stad i mörker (repris)”.
Σπουδαίος δίσκος!
Επαφή: www.soundeffect-records.gr, https://agusaband.bandcamp.com/album/noir

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

RITUAL HALMA, AIRBAG το σύγχρονο progressive rock

RITUAL: The Story of Mr. Bogd, Part 1 [Karisma Records, 2024]
Οι Ritual είναι ένα από τα ηγετικά σχήματα της σύγχρονης σουηδικής prog σκηνής. Συγκρότημα της δεκαετίας του ’90 βασικά, οι Ritual υπάρχουν και σήμερα, και όχι απλώς υπάρχουν, αλλά διαπρέπουν κιόλας, αν κρίνουμε από το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, που αποκαλείται “The Story of Mr. Bogd, Part 1”.
Οι Ritual είναι τετραμελείς, αποτελούμενοι εκ των Jon Gamble πλήκτρα, φωνητικά, Fredrik Lindqvist μπάσο, ιρλανδικό μπουζούκι, dulcimer, recorders, whistles, φωνητικά, Patrik Lundström φωνή, ηλεκτρικές, ακουστικές κιθάρες και... τουριστικό μπουζούκι και Johan Nordgren ντραμς, κρουστά, nyckelharpa, φωνητικά. Από τον αριθμό των οργάνων που χειρίζονται τα μέλη του γκρουπ είναι ολοφάνερο πως η ηχητική ποικιλία δεν απολείπει από τα passages των Σουηδών – και αυτό είναι μια πραγματικότητα.
Βεβαίως η πιο μεγάλη πραγματικότητα είναι οι ίδιες οι συνθέσεις των Ritual, που είναι γενικώς πολύ ωραίες έως και καταπληκτικές. Μπορεί οι επιρροές από τα βασικά art-rock συγκροτήματα των seventies, τους Yes, τους Genesis, τους Moody Blues κ.λπ. να είναι οι αναμενόμενες, αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι, υπό την έννοια πως, εδώ, έχουμε πρωτότυπο υλικό εφάμιλλης αξίας μ’ εκείνο το παλαιό και πρωτογενές – όχι κάτι στο περίπου ή τέλος πάντων τετριμμένο.
Μάλιστα, ηχητικώς, οι Ritual προσεγγίζουν άψογα και το folk-rock, με τις ακουστικές κιθάρας, την nyckelharpa, τις σφυρίχτρες κ.λπ., να δημιουργούν, με άνεση καλλιτεχνική, τα ανάλογα ηχοχρώματα.
Στιχουργικά το άλμπουμ έχει concept, αφού οι Ritual πολλές φορές στους δίσκους τους είναι επηρεασμένοι από τα λογοτεχνήματα της Tove Jansson (1914-2001) και βασικά από την «μυθολογία» των Moomins, που αφορά μικρούς και μεγάλους. (Η Jansson είναι πολύ αγαπητή και στην Ελλάδα, με διάφορα βιβλία της να κυκλοφορούν και στη γλώσσα μας). Τέλος πάντων, εδώ, οι Ritual, αναπτύσσουν την παράξενη ιστορία του μυστηριώδους Mr. Bogd – το πρώτο μέρος της, καθότι θα ακολουθήσει στο άμεσο μέλλον και το δεύτερο.
Το “The Story of Mr. Bogd, Part 1” έχει μοναδική ενότητα, ακούγεται εντελώς συμπαγές, με το ένα κομμάτι να διαδέχεται το άλλο με απόλυτη συνέπεια, δημιουργώντας μια ωραία φανταστική ατμόσφαιρα. Πολλές οι κομματάρες εδώ, σαν το “The Feline companion” ή το “The three heads of the well”, είναι όμως το πλήρες άλμπουμ που εντυπωσιάζει καθ’ όλο το μήκος και το πλάτος του.
Επαφή: www.ritual.se, www.karismarecords.no
HALMA: Driving by Numbers [Kapitän Platte]
Οι Halma είναι Γερμανοί (από το Αμβούργο), υπάρχουν ως σχήμα πάνω από 25 χρόνια κι έχουν ηχογραφήσει, μέχρι σήμερα, κάμποσα άλμπουμ – με το “Driving by Numbers” να είναι το πιο πρόσφατα απ’ αυτά. Στο δισκορυχείον έχουμε γράψει άλλη μια φορά γι’ αυτούς, όταν αναφερθήκαμε στο “The Ground” του 2019, σημειώνοντας πως το γερμανικό γκρουπ κινείται σε heavy-progressive / stoner κατευθύνσεις – κάτι που, χονδρικώς, δεν ισχύει εδώ. Θα πούμε τι ισχύει...
Κατ’ αρχάς να σημειωθεί πως μέλη των Halma είναι οι Gundi Voigt μπάσο, Thorsten Carstens κιθάρα, Fiona McKenzie ντραμς, κρουστά, Andreas Voss βαρύτονη κιθάρα, συν τον guest Gregor Henning, που χειρίζεται κάποιο είδος άρπας σ’ ένα track και ακόμη πως η μπάντα παρουσιάζει στο “Driving by Numbers” τέσσερα μεγάλης διάρκειας tracks (από οκτώ έως δεκατρία λεπτά).
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος το stoner, εκείνο που μένει αλώβητο είναι το heavy progressive, το οποίο αποκτά, εδώ, περισσότερο cosmic και ψυχεδελικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή οι Halma ακούγονται ακόμη περισσότερο ως Γερμανοί, έχοντας αυτό το μακρόπνοο και «χαμένο» στις συνθέσεις τους, που διατυπώνονται μ’ έναν εντελώς τριπαριστό τρόπο.
Τούτο ισχύει και για τα τέσσερα κομμάτια του νέου δίσκου τους, που αναπτύσσονται αργά γενικώς, μ’ έναν τρόπο ευθύ και αβίαστο, δίχως να εκβιάζονται καταστάσεις. Κάθε track, εδώ, έχει το νόημά του και όλα μαζί φτιάχνουν ένα σφιχτό και περίτεχνο σύνολο, που έχει τον τρόπο να σε τηλεμεταφέρει οπουδήποτε.
Επαφή: www.kapitaen-platte.de
AIRBAG: The Century of the Self [Karisma Records, 2024]
Σύγχρονο progressive rock συγκρότημα από το Όσλο της Νορβηγίας, οι Airbag έχουν τώρα νέο άλμπουμ στα καταστήματα, το έκτο στη σειρά, που αποκαλείται “The Century of the Self”.
Οι Airbag, για τους οποίους έχουμε γράψει και παλαιότερα στο blog (για τον δίσκο τους “A Day at the Beach” από το 2020), είναι βασικά τρεις, με τον Bjorn Riis να αποτελεί το πιο γνωστό μέλος τους, αφού η δισκογραφία του είναι και επαρκής και διακριτή. Έτσι, στο blog, θα βρείτε επιπλέον κείμενα και για τους δίσκους του Riis “A Fleeting Glimpse” (2022), “Everything to Everyone” (2022), “A Storm is Coming” (2019) και “Forever Comes to an End” (2017).
Μετά απ’ όλα αυτά είναι νομίζω προφανής (τουλάχιστον για τους φίλους του δισκορυχείου) ο ήχος των Airbag, που, εκτός του Riis (χειρίζεται κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα και κάνει φωνητικά), αποτελούνται εκ των Asle Tostrup φωνή, πλήκτρα, προγραμματισμός και Henrik Bergan Fossum ντραμς – με τις επιπλέον «βοήθειες» σε μπάσο, κιθάρες και πλήκτρα να ολοκληρώνουν τον ήχο τού “The Century of the Self”.
Το prog-rock των Airbag είναι γλαφυρό, και εντελώς ευχάριστο. Θα χαρακτήριζα δε τον ήχο τους ακόμη και art-rock, υπό την έννοια πως οι επιρροές από συγκροτήματα όπως οι Genesis, οι Yes και βεβαίως οι Pink Floyd είναι επιμελώς σπαρμένες μέσα στα μελωδικά patterns των Νορβηγών, που βρίθουν ωραίων οργανικών μερών (άπλετων βασικά, με λυρικές εντάσεις και βαθιά κιθαριστικά σόλι), μα και φωνητικών, καθώς ο βασικός τραγουδιστής ερμηνεύει με γνώμονα την απλότητα, τη σαφήνεια και την ωραιότητα. Τα θετικά vibes περνούν εν τω μεταξύ και στα λόγια των τραγουδιών, του γκρουπ, που είναι αναπτερωτικά, προβάλλοντας αισιόδοξα μηνύματα.
Δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις κομμάτι από το “The Century of the Self” των Airbag, από ένα άλμπουμ δηλαδή, πυκνό και στιβαρό, αλλά καθόλου «δύσκολο», που ακούγεται με απαράμιλλη ευκολία.
Επαφή: www.airbagsound.com, www.karismarecords.no