Τον προηγούμενο Οκτώβριο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Fagotto books το μουσικό βιβλίο της Agnès Gayraud «Η Διαλεκτική της
Ποπ». Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο... «Η
Agnès Gayraud είναι φιλόσοφος, απόφοιτος της École Normale Supérieure και σήμερα διδάσκει στην École Nationale Supérieure dues Beaux-Arts de Lyon. Είναι επίσης μουσικός και
ερμηνεύτρια με το συγκρότημα La Féline. Έχοντας εκπονήσει την διδακτορική
της διατριβή πάνω στον Adorno, τον άτεγκτο εχθρό της
“ελαφράς δημοφιλούς μουσικής”, στο βιβλίο αυτό, για πρώτη φορά, αξιοποιεί την
σκέψη του για να σκιαγραφήσει μια αισθητική της ποπ».
Το γαλλικό βιβλίο είναι του 2018, πράγμα που σημαίνει πως στην περίπτωση τής «Διαλεκτικής της Ποπ» έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σύγχρονο ανάγνωσμα, που εξετάζει την ιστορία της ποπ από το ξεκίνημά της μέχρι τις μέρες μας.
Να πω κατ’ αρχάς πως το βιβλίο διαθέτει 557 σελίδες και πως δεν διαβάζεται εύκολα. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο με ευρύ θεωρητικό λόγο γύρω από την ποπ, αλλά και γιατί είναι... μπερδεμένο. Δεν ακολουθεί, δηλαδή, μία γραμμική αφήγηση – καθώς τα κεφάλαιά του δεν έχουν να κάνουν με την ιστορία της ποπ, και τις ανάλογες εκφάνσεις της μέσα στις δεκαετίες, μα με τη «θεωρία» και τις «ιδέες». Αυτό το αντιλαμβάνεσαι αμέσως κοιτώντας απλώς και μόνο τα περιεχόμενα, αλλά το επιβεβαιώνεις κιόλας ακόμη και μ’ ένα πρόχειρο διάβασμα.
Θέλω να είμαι ειλικρινής – όπως είμαι πάντα, όταν απευθύνομαι στους αναγνώστες μου. Το βιβλίο δεν το διάβασα, όπως θα ήθελα και όπως θα έπρεπε να το διαβάσω. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι δυσκολεύεσαι να το παρακολουθήσεις, επειδή είναι χρονικώς ακατάτακτο, αναπτύσσοντας θέματα, ταυτοχρόνως, για πολλές διαφορετικές εποχές της ποπ, όντας σε διάλογο με τα είδη, αλλά και γιατί είναι πολυσέλιδο (δεν το λέω, φυσικά, σαν μειονέκτημα αυτό).
Το γαλλικό βιβλίο είναι του 2018, πράγμα που σημαίνει πως στην περίπτωση τής «Διαλεκτικής της Ποπ» έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σύγχρονο ανάγνωσμα, που εξετάζει την ιστορία της ποπ από το ξεκίνημά της μέχρι τις μέρες μας.
Να πω κατ’ αρχάς πως το βιβλίο διαθέτει 557 σελίδες και πως δεν διαβάζεται εύκολα. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο με ευρύ θεωρητικό λόγο γύρω από την ποπ, αλλά και γιατί είναι... μπερδεμένο. Δεν ακολουθεί, δηλαδή, μία γραμμική αφήγηση – καθώς τα κεφάλαιά του δεν έχουν να κάνουν με την ιστορία της ποπ, και τις ανάλογες εκφάνσεις της μέσα στις δεκαετίες, μα με τη «θεωρία» και τις «ιδέες». Αυτό το αντιλαμβάνεσαι αμέσως κοιτώντας απλώς και μόνο τα περιεχόμενα, αλλά το επιβεβαιώνεις κιόλας ακόμη και μ’ ένα πρόχειρο διάβασμα.
Θέλω να είμαι ειλικρινής – όπως είμαι πάντα, όταν απευθύνομαι στους αναγνώστες μου. Το βιβλίο δεν το διάβασα, όπως θα ήθελα και όπως θα έπρεπε να το διαβάσω. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι δυσκολεύεσαι να το παρακολουθήσεις, επειδή είναι χρονικώς ακατάτακτο, αναπτύσσοντας θέματα, ταυτοχρόνως, για πολλές διαφορετικές εποχές της ποπ, όντας σε διάλογο με τα είδη, αλλά και γιατί είναι πολυσέλιδο (δεν το λέω, φυσικά, σαν μειονέκτημα αυτό).
Κατά βάση,
και χωρίς υπερβολή, θα πρέπει κάποιος να ασχοληθεί ένα μήνα με το βιβλίο – να
το διαβάζει σιγά-σιγά, να κρατάει σημειώσεις και να γράφει επίσης σιγά-σιγά, αν
θέλει να είναι «εντάξει» μ’ αυτό που λέμε «βιβλιοκριτική». Δεν αντιμετωπίζεται
αλλιώς «Η Διαλεκτική της Ποπ».
Και για να την αντιμετωπίσεις όπως πρέπει θα πρέπει να σταματήσεις (για ένα
μήνα) να ασχολείσαι με οτιδήποτε άλλο – πράγμα από δύσκολο έως ασύμφορο. (Πόσα
θα πληρωθεί ένας επαγγελματίας βιβλιοκριτικός, αν αντιμετωπίσει τοιουτοτρόπως
το βιβλίο; Όσα θα πάρει με το να γράψει 1000 λέξεις, για κάποιο άλλο θέμα, μέσα
σε δυο-τρεις ώρες. Έτσι είναι η κατάσταση. Και αυτό θα πρέπει να το έχουν όλοι
υπ’ όψη τους).
Έχω μια εικόνα του βιβλίου, από το δίωρο-τρίωρο που ασχολήθηκα μαζί του και θα επιχειρήσω να γράψω ένα-δυο πραγματάκια, φοβούμενος, παραλλήλως, ότι το αδικώ. Το λέω αυτό, για να το έχετε κατά νου.
Το βιβλίο της Agnès Gayraud, αν και πανεπιστημιακό, δεν μοιάζει με πολλά ελληνικά ανάλογα διδακτορικά, που μετατρέπονται σε (εμπορικά) βιβλία. Μπορεί να υπάρχει αρκετή θεωρητικολογία εδώ, αλλά αυτή παίρνει αφορμές, συνεχώς, από την ίδια τη μουσική, τα είδη, τους καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα. Που σημαίνει πως η Gayraud δεν έχει διαβάσει μόνο, δεν σκέπτεται μόνο, αλλά έχει ακούσει κιόλας. Θέλω να πω πως δεν καταγράφεται στο βιβλίο της μια ασύστολη θεωρητικολογία, με διαλεκτικές παραθέσεις απόψεων φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, λοιπών (σχετικών) επιστημόνων και των δικών της. Θα έλεγα πως το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα σε ό,τι αποκαλούμε «σκέψη» από τη μια μεριά και «εφαρμογή» από την άλλη – και τούτο είναι, οπωσδήποτε, ένα χαρακτηριστικό των γάλλων φιλοσόφων / κοινωνιολόγων (του rock παλιά, της pop εδώ), που έχει δώσει συγκεκριμένα και μετρήσιμα αποτελέσματα, μέσα στις δεκαετίες.
Ένα δεύτερο που θα
’θελα να σημειώσω έχει να κάνει με το ζήτημα της ορολογίας και της μεταφοράς
της στα ελληνικά. Παρατηρώ προβλήματα, που δεν βοηθούν στην ούτως ή άλλως
δύσκολη, από τη μεριά του αναγνώστη, προσέγγιση του βιβλίου τής Gayraud. Προσπάθησε η μεταφράστρια Μαρία Ζουμπούλη
για το καλύτερο –δεν υπάρχει λόγος–, όμως η δουλειά της ήταν από την αρχή πολύ
δύσκολη. Πόσο μάλλον όταν δεν έχει γίνει συνείδησή της το πώς έχουν «κάτσει»,
μέσα στα χρόνια, διάφοροι ειδολογικοί-περιγραφικοί όροι της μουσικής,
διαχρονικά, στους έλληνες μουσικόφιλους (από τα χρόνια του ’60 ήδη). Τι μπορεί
να αντιλαμβάνεται ο Έλληνας, θέλω να πω, διαβάζοντας περί pop, popular, λαϊκού, φολκλορικού, φολκλοριστικού, παραδοσιακού, μοντέρνου κ.ο.κ.
ούτως ώστε το προτσές του βιβλίου να αποσαφηνίζεται έτι περισσότερο. Όσο καλή
εξοικείωση και να έχει ο έλληνας αναγνώστης με την ιστορία της pop και τα ανακατέματά της, μέσα στις δεκαετίες, θα δυσκολευτεί να
παρακολουθήσει, πλήρως, και το name dropping και τις αισθητικές μεταβολές, που οδηγούν στη
δυνητική αποκρυστάλλωση των ειδών.
Μεταφέρω και την
περίληψη που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Όλοι γνωρίζουν την ποπ, όλοι την αναγνωρίζουν και έχουν άποψη γι’ αυτήν. Ωστόσο, η καλλιτεχνική και φιλοσοφική της ιδιαιτερότητα παραμένει ελάχιστα μελετημένη, σαν ένα ταμπού να βαραίνει αυτήν την μουσική φόρμα που γεννήθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα και της οποίας το πεπρωμένο συνδέεται με τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής και διάχυσής της. Η ιστορική σύνδεσή της με τον κόσμο της φωνογραφίας και κατ’ επέκταση της πολιτιστικής βιομηχανίας εννοείται γενικά ως ψόγος, ως το ντροπιαστικό στίγμα μιας μουσικής που έχει πάψει να είναι πλήρως μουσική και έχει συμβιβαστεί με την ιδιότητα του εμπορεύματος. Η ηχογράφηση και οι συνέπειές της θεωρείται ότι έχουν υποβαθμίσει την μουσική, ότι έχουν αλλοιώσει αυτό ακριβώς που την προστάτευε από την τυποποίηση, και παράγουν μαζικά μια καταναλώσιμη μουσική φόρμα, που είναι μεν απολύτως προσβάσιμη, αλλά και απολύτως μέτρια. Στο βιβλίο αυτό, η Agnès Gayraud εξετάζει το βάθος και το πλάτος της δημοφιλούς μουσικής ξεκινώντας από την καρδιά των έργων, και ξεδιπλώνει όλα τα είδη και όλα τα παράδοξά της, για να αποκαλύψει τις ανύποπτες και πλούσιες αισθητικές προεκτάσεις μιας μουσικής τέχνης που είναι ίσως η σημαντικότερη του εικοστού αιώνα».
Φυσικά το «δισκορυχείον» θα προτείνει την «Διαλεκτική της Ποπ» της Agnès Gayraud σε όλους τους μουσικόφιλους, υπό την προϋπόθεση πως θα βρουν το χρόνο, κάποια στιγμή, για να ασχοληθούν σοβαρά και διεξοδικά μαζί του. Βεβαίως, κι εγώ θα βρω το χρόνο, για να το διαβάσω όπως πρέπει... αλλά δεν ξέρω πότε. Θα ήταν όμως άδικο, για το βιβλίο, να γράψω τα σχετικά μετά από έξι μήνες ή μετά από ένα χρόνο, μη γνωστοποιώντας το τώρα, ώστε να «εκμεταλλευθεί», και αυτό, την καταναλωτική περίοδο των γιορτών.
Επαφή: www.fagottobooks.gr
Έχω μια εικόνα του βιβλίου, από το δίωρο-τρίωρο που ασχολήθηκα μαζί του και θα επιχειρήσω να γράψω ένα-δυο πραγματάκια, φοβούμενος, παραλλήλως, ότι το αδικώ. Το λέω αυτό, για να το έχετε κατά νου.
Το βιβλίο της Agnès Gayraud, αν και πανεπιστημιακό, δεν μοιάζει με πολλά ελληνικά ανάλογα διδακτορικά, που μετατρέπονται σε (εμπορικά) βιβλία. Μπορεί να υπάρχει αρκετή θεωρητικολογία εδώ, αλλά αυτή παίρνει αφορμές, συνεχώς, από την ίδια τη μουσική, τα είδη, τους καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα. Που σημαίνει πως η Gayraud δεν έχει διαβάσει μόνο, δεν σκέπτεται μόνο, αλλά έχει ακούσει κιόλας. Θέλω να πω πως δεν καταγράφεται στο βιβλίο της μια ασύστολη θεωρητικολογία, με διαλεκτικές παραθέσεις απόψεων φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, λοιπών (σχετικών) επιστημόνων και των δικών της. Θα έλεγα πως το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα σε ό,τι αποκαλούμε «σκέψη» από τη μια μεριά και «εφαρμογή» από την άλλη – και τούτο είναι, οπωσδήποτε, ένα χαρακτηριστικό των γάλλων φιλοσόφων / κοινωνιολόγων (του rock παλιά, της pop εδώ), που έχει δώσει συγκεκριμένα και μετρήσιμα αποτελέσματα, μέσα στις δεκαετίες.
«Όλοι γνωρίζουν την ποπ, όλοι την αναγνωρίζουν και έχουν άποψη γι’ αυτήν. Ωστόσο, η καλλιτεχνική και φιλοσοφική της ιδιαιτερότητα παραμένει ελάχιστα μελετημένη, σαν ένα ταμπού να βαραίνει αυτήν την μουσική φόρμα που γεννήθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα και της οποίας το πεπρωμένο συνδέεται με τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής και διάχυσής της. Η ιστορική σύνδεσή της με τον κόσμο της φωνογραφίας και κατ’ επέκταση της πολιτιστικής βιομηχανίας εννοείται γενικά ως ψόγος, ως το ντροπιαστικό στίγμα μιας μουσικής που έχει πάψει να είναι πλήρως μουσική και έχει συμβιβαστεί με την ιδιότητα του εμπορεύματος. Η ηχογράφηση και οι συνέπειές της θεωρείται ότι έχουν υποβαθμίσει την μουσική, ότι έχουν αλλοιώσει αυτό ακριβώς που την προστάτευε από την τυποποίηση, και παράγουν μαζικά μια καταναλώσιμη μουσική φόρμα, που είναι μεν απολύτως προσβάσιμη, αλλά και απολύτως μέτρια. Στο βιβλίο αυτό, η Agnès Gayraud εξετάζει το βάθος και το πλάτος της δημοφιλούς μουσικής ξεκινώντας από την καρδιά των έργων, και ξεδιπλώνει όλα τα είδη και όλα τα παράδοξά της, για να αποκαλύψει τις ανύποπτες και πλούσιες αισθητικές προεκτάσεις μιας μουσικής τέχνης που είναι ίσως η σημαντικότερη του εικοστού αιώνα».
Φυσικά το «δισκορυχείον» θα προτείνει την «Διαλεκτική της Ποπ» της Agnès Gayraud σε όλους τους μουσικόφιλους, υπό την προϋπόθεση πως θα βρουν το χρόνο, κάποια στιγμή, για να ασχοληθούν σοβαρά και διεξοδικά μαζί του. Βεβαίως, κι εγώ θα βρω το χρόνο, για να το διαβάσω όπως πρέπει... αλλά δεν ξέρω πότε. Θα ήταν όμως άδικο, για το βιβλίο, να γράψω τα σχετικά μετά από έξι μήνες ή μετά από ένα χρόνο, μη γνωστοποιώντας το τώρα, ώστε να «εκμεταλλευθεί», και αυτό, την καταναλωτική περίοδο των γιορτών.
Επαφή: www.fagottobooks.gr
Vassilis Serafimakis
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνδιαφέρον! Κι επειδή είμαι καχύποπτος με τις μεταφράσεις, βλέπω πολύ καλά πράγματα γιά την μεταφράστρια: αν. καθηγήτρια Μουσικών Σπουδών Παν/μίου Ιωαννίνων, με γνωστικό αντικείμενο την Πολιτισμική ιστορία, με έμφαση στην ιστορία των αισθητικών θεωριών και σπούδασε στη Γαλλία.