Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

δέκα άλμπουμ σύγχρονης ελληνικής τζαζ, που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους μήνες – όλα τα είδη και όλα τα στυλ της τζαζ, καταγραμμένα από νέους και παλαιότερους μουσικούς

Ο όρος «ελληνική τζαζ» χρησιμοποιείται, τις πιο πολλές φορές, καταχρηστικά. Αν δεν υπάρχουν ελληνικά στοιχεία, παραδοσιακά ή άλλα, στις συνθέσεις των τζαζιστών μας, τότε η ελληνικότητα είναι κάτι το αδιευκρίνιστο.
Σε άλλα άλμπουμ, λοιπόν, μπορεί να ανιχνεύονται ελληνικά στοιχεία στις συνθέσεις, ενώ σε άλλα όχι. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να σημαίνει κάτι από αξιολογικής πλευράς. Είναι, απλώς, μια τυπική διαπίστωση.
Στις περιπτώσεις που θα εξετάσουμε, στην συνέχεια, έχουμε δίσκους jazz, στους οποίους εμφανίζονται πάμπολλοι έλληνες μουσικοί, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε συνεργασίες και με μουσικούς από άλλες χώρες (κάτι απολύτως φυσιολογικό και για τους έλληνες τζαζίστες από... αρχαιοτάτων χρόνων).
Σημασία πάντως έχει, σε κάθε περίπτωση, να προτείνονται κυκλοφορίες (LP, CD ή digital), που να έχουν νόημα και αξία, μέσα από την αποτύπωση νέων προβληματισμών και την οριοθέτηση νέων αισθητικών πλαισίων.
Συμβαίνει; Και με το παραπάνω, θα λέγαμε, καθώς η σκηνή αναπτύσσεται συνεχώς, με νέα ονόματα να έρχονται και να προστίθενται σε όσα παλαιότερα, με διακεκριμένους μουσικούς από το εξωτερικό να εμφανίζονται με δικά μας σχήματα και με την δημιουργική ώσμωση, γενικότερα, να αποδεικνύεται πως είναι ο καταλύτης ακόμη πιο εντυπωσιακών προτάσεων για το άμεσο μέλλον.
Η σειρά παρουσίασης των δέκα άλμπουμ δεν είναι αξιολογική. Είναι τυχαία πιο πολύ.
2.
YAKO TRIO: OdesSea
[Fair Weather Friends Records, 2022]
Οι Yako Trio είναι ένα jazz-trio, που προέρχεται από την Θεσσαλονίκη. Μέλη του είναι ο πιανίστας Λέανδρος Πασιάς, ο κοντραμπασίστας Βαγγέλης Βραχνός και ο ντράμερ Γιώργος Κλουντζός-Χρυσίδης.
Ως Yako Trio υπάρχει ένα ακόμη (ψηφιακό) άλμπουμ τους από το 2018, το “Ode to Yannis”, που ήταν αφιερωμένο στον παλαιό συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη, ενώ τώρα, μέσω του πιο καινούριου “OdesSea”, που κυκλοφορεί και σε πολύ περιποιημένη έκδοση βινυλίου, το σχήμα επανέρχεται με μία νέα ολοκληρωμένη πρόταση.
Το άλμπουμ αυτό ηχογραφείται σε δύο sessions. Στην πρώτη, τον Μάιο του 2019, με την συμμετοχή και του ελβετού σαξοφωνίστα Nicolas Masson (με άλμπουμ στην ECM και αλλού) και στην δεύτερη, τον Φεβρουάριο του 2020, με την συμμετοχή και του νεοζηλανδού σαξοφωνίστα James Wylie (γνωστός μας από ντόπιες εγγραφές των Million Hollers, των Meating for Business, της Μαρίας Θωίδου κ.ά.).
Το πρώτο κομμάτι του δίσκου αποκαλείται “The call” και διαρκεί 9:20. Είναι σύνθεση του Λ.Πασιά, έντονη, με afro δυναμική και με συνεχές πύρινο σόλο, στην αρχή, στο άλτο σαξόφωνο, από τον James Wylie. Θα ακολουθήσει ο πιανίστας, στο ίδιο μοτίβο, πριν παραχωρήσει την θέση του στο κοντραμπασίστα – και όλα αυτά πριν από την τελική επαναφορά, σ’ ένα track αρκετά groovy γενικώς και... ό,τι πρέπει για άνοιγμα.
Δεύτερο στη σειρά το “OdesSea”. Και αυτό σύνθεση του Λ. Πασιά, και αυτό με το σοπράνο σαξόφωνο του Nicolas Masson στην αρχή να παίρνει μερικά μέτρα, και με το πιάνο να ακολουθεί σ’ έναν πολύ ιδιότυπο κρουστό ρόλο. Μάλιστα, στη συνέχεια, το κομμάτι μετατρέπεται ουσιαστικά σε μια ρυθμική καταιγίδα, με μπάσο, ντραμς και πιάνο να δημιουργούν ένα συναρπαστικό rhythm section, πριν την τελική μελωδική εκτόνωση.
Η Side A θα ολοκληρωθεί με το “Afromacedonian dance”, σύνθεση του Β. Βραχνού, που επιχειρεί να συνδυάσει εγχώρια φολκλορικά μελωδικά στοιχεία (στο άλτο ξανά ο Wylie) με περισσότερο ελεύθερες ρυθμικές προσμείξεις, με το αποτέλεσμα να είναι, τελικώς, εκείνο που πρέπει.
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το “Sand”, σύνθεση του Β. Βραχνού με το τενόρο του Masson να πρωταγωνιστεί, μαζί, φυσικά, με το πιάνο του Πασιά. Αργό blues, που ανεβαίνει στην πορεία σε ένταση, με έντονη κινητικότητα «από κάτω», κάποια στιγμή αποκτά ακόμη πιο έντονα «νοσταλγικά» χαρακτηριστικά (κάπως σαν της αιθιοπικής tezeta).
Το “Indian dream” (κι αυτό σύνθεση του Β. Βραχνού) είναι μπαλάντα, με το άλτο του Wylie να μελωδεί λιτά, χαμηλά, αλλά παθιασμένα, και με τα υπόλοιπα όργανα να συνοδεύουν σαν από απόσταση. Στα τελευταία δύο λεπτά η σύνθεση ανεβαίνει σε ένταση, με τα ντραμς να γεμίζουν συνεχώς και με το άλτο να πρωταγωνιστεί και πάλι σ’ αυτήν την... ανατροπή. Ωραία σύνθεση.
Το άλμπουμ θα ολοκληρωθεί με το “Lullaby”, σύνθεση του Λ. Πασιά, ένα ακόμη λιτό track, ήσυχο και νωχελικό, με πολύ ωραία μελωδική εξιστόρηση.
Ένα απλό και ουσιαστικό άλμπουμ είναι το “OdesSea”, του Yako Trio. Αυτό κρατάμε.
Επαφή: https://fwfrecords.bandcamp.com/album/yako-trio-odessea
4. MILCHO LEVIEV / LAKIS TZIMKAS: Conversations from the Past
[defkaz PRODUCTIONS, 2022]
«Συνομιλίες» από το παρελθόν, ανάμεσα στον φημισμένο βούλγαρο πιανίστα, συνθέτη και αυτοσχεδιαστή Milcho Leviev (1937-2019) και τον κοντραμπασίστα Λάκη Τζήμκα, ηχογραφημένες τον Ιούνιο του 2014, στην Θεσσαλονίκη, περιέχει το παρόν CD των defkaz PRODUCTIONS.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, εδώ, για τον Milcho Leviev, μία μεγάλη μορφή της jazz, με καριέρα τεράστια, που ξεκινά στα χρόνια του ’60, στην Βουλγαρία (ας θυμηθούμε τους περίφημους Jazz Focus 65) και που θα συνεχιζόταν μετά βαΐων και κλάδων, λίγο αργότερα, στις ΗΠΑ (συνεργασίες με Don Ellis, Billy Cobham, Art Pepper, Roy Haynes, Airto Moreira, Al Jarreau κ.ά.).
Ο Milcho Leviev, που είχε αναπτύξει δεσμούς και με την χώρα μας, από ένα σημείο και μετά, παίζοντας «ζωντανά» και ηχογραφώντας δίσκους και με έλληνες καλλιτέχνες (Βίκυ Αλμαζίδου, Reggetiko Project…), είναι και εδώ επί των επάλξεων, σ’ αυτό το ιδιαίτερο ντούο του με τον κοντραμπασίστα Λάκη Τζήμκα (με συμμετοχές σε σημαντικά jazz και rock projects, όπως Apopsis Trio, Freecall, Trio Balkano, Μωρά στη Φωτιά κ.λπ. και με ακμαία δισκογραφία), ένα ντούο που περιλαμβάνει συνθέσεις αμφοτέρων.
Leviev και Τζήμκας γνωρίζονταν, όπως διαβάζουμε, από το 2002, όταν ο βούλγαρος μουσικός είχε ταξιδέψει από το Λος Άντζελες, για να εμφανιστεί στην χώρα μας μαζί με την τραγουδίστρια Βίκυ Αλμαζίδου και την Magic Road Big Band (μέλος της οποίας ήταν και ο Τζήμκας). Από ’κει, εξάλλου, θα ξεκινούσε η φιλία, ανάμεσα στους δύο μουσικούς, η οποία θα κρατούσε μέχρι τον Οκτώβριο του 2019, όταν ο Milcho Leviev θα έφευγε από την ζωή.
Σ’ αυτές, λοιπόν, τις κοινές εγγραφές, που συγκεντρώνονται κάτω από τον τίτλο “Conversations from the Past” και που περικλείονται σ’ ένα ωραίο triple folded φάκελο, με ζωγραφιά του Χρήστου Γερμένογλου στο εξώφυλλο, ο Leviev κατ’ αρχάς θυμάται συνθέσεις του από το παρελθόν, όπως την “Monday morning” (γνωστή από την εποχή των Jazz Focus 65) και την “Morning mystery” (που την ακούμε σε δύο takes, με το πρώτο εξ αυτών να είναι καταπληκτικό!), με τον Λάκη Τζήμκα να μας υπενθυμίζει και αυτός το παρελθόν του, μέσω του “Different faces” π.χ. (και αυτή σε δύο takes) και με συνθέσεις σαν την “For Milcho” (επίσης σε δύο εκδοχές) να αποσαφηνίζει την συναισθηματική και αισθητική επικοινωνία του με τον βούλγαρο πιανίστα.
Σε κάθε περίπτωση, στο “Conversations from the Past” έχουμε συνθέσεις, από τις οποίες δεν λείπουν οι «περιπετειώδεις» ή και αυτοσχεδιαστικές επεκτάσεις, παρότι, και σε κάθε περίπτωση, ό,τι ακούγεται εδώ δεν παύει να είναι το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου προγράμματος, που αναπτύσσεται επιστημονικά, αλλά καθόλου ψυχρά, ανάμεσα σε αποφασισμένα όρια.
Επαφή: https://www.facebook.com/iannis.koufaelas
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/10-almpoym-syghronis-ellinikis-tzaz-poy-kykloforisan-toys-teleytaioys-mines

Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

DEAD MAN’S EYES, DEZ DARE rock από την Γερμανία και την Αγγλία

DEAD MAN’S EYES: III [Tonzonen Records, 2022]
Περίεργη ροκ μπάντα οι Dead Mans Eyes, από την Κολωνία, με πολλές και ποικίλες αναφορές από το χθες. Το είχαμε γράψει και παλαιότερα αυτό (2018), όταν είχαμε αναφερθεί στο πρώτο long-play τους, το “Words of Prey” [Tonzonen] – και θα το πούμε και τώρα, ξανά, με αφορμή την πιο καινούρια δουλειά τους, που αποκαλείται “III” (κι ας είναι η δεύτερη ολοκληρωμένη).
Για την μπάντα είναι πολύ λίγα πράγματα γνωστά, καθώς στο άλμπουμ δεν αναγράφονται μέλη, όργανα κ.λπ. Αναγράφεται, όμως, μηχανικός ήχου-παραγωγός (Nima Davari), όπως και... μαστεράς (ο γνωστός μας Eroc).
Τέλος πάντων οι Γερμανοί αναπτύσσουν έναν ήχο, με πολλές sixties αναφορές και άλλες, βγαλμένες, από την αναβίωση των 80s, συνδυάζοντας pop, rock, folk και blues passages, με διάθεση γενικότερη ψυχεδελική.
Αυτό σημαίνει πως υπάρχει ψάξιμο και ανακάτεμα, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, ώστε οι συνθέσεις να μην ακούγονται «μονόπαντα». Να μην είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, αλλά μια παλέτα από διάφορα ηχοχρώματα, που να δημιουργούν ζωηρά και καλοφτιαγμένα τραγούδια.
Έχουν ταλέντο οι Γερμανοί, και αυτό το είχαμε πει επίσης στο πιο παλαιό κείμενο – με tracks σαν τα “Take off soon” και “On the wire” αληθινά να ξεχωρίζουν.
Όμως όλο το “III” είναι ξεχωριστό, γιατί είναι αβίαστο. Αυτό είναι το πιο βασικό γνώρισμά του. Πως εξελίσσεται χωρίς προσκόμματα, χωρίς τραβήγματα.
Τα τραγούδια των Dead Mans Eyes κυλάνε με άνεση, εννοούμε, έχουν αρχή, μέση και τέλος, καθώς είναι φτιαγμένα με τις παλαιές συνταγές και κυρίως διαθέτουν hooks, που μπορεί, ως ακροατή, να σε πιάσουν εύκολα. Κάτι από μόνο του αποφασιστικό, για την περίπτωση τούτων των ταλαντούχων Γερμανών.
Επαφή: www.tonzonen.de
DEZ DARE: Ulysses Trash [CH!MP Records, 2022]
Δεύτερο άλμπουμ για τον / τους Dez Dare, από το Brighton, μετά το περσινόHairline Ego Trip” [CH!MP Records, 2021], για το οποίον επίσης υπάρχει review στο blog. Λέμε για το “Ulysses Trash”, έναν ροκ δυναμίτη, που κινείται σε punk και garage δρόμους (όχι garage-punk).
Όπως είχαμε γράψει και πέρυσι... πίσω από τους Dez Dare κρύβεται ο τραγουδοποιός, πολυ-οργανίστας και παραγωγός Darren John Smallman. Ο Smallman, που έχει μεγαλώσει στην Αυστραλία, δραστηριοποιείται στο rock περισσότερο από 30 χρόνια, με το όνομά του να το ανακαλύπτεις πίσω από μπάντες / projects σαν τις / τα El Grumpos, The Sound Platform, The Vinyl Creatures, Toad, Warped κ.λπ. Το δε λήμμα του στο discogs περιλαμβάνει 30 σχεδόν κυκλοφορίες, από το 1992 μέχρι σήμερα.
Το “Ulysses Trash” είναι ένα καθαρό κοινωνικοπολιτικό άλμπουμ, με λόγια που καίνε. Τα θέματα, που απασχολούν τον / τους Dez Dare έχουν να κάνουν με τον λάθος τρόπο της ζωής μας, που τον αποδεχόμαστε αδιαμαρτύρητα, λέγοντας ψέματα στον εαυτό μας, με τους πολιτικούς, που μπροστά... χαριεντίζονται, ενώ πίσω νομοθετούν και πράττουν την καταστροφή κ.λπ.
Ακόμη το “Ulysses Trash” περνά και κάποια οικολογικά μηνύματα, σε σχέση με την θέση μας στον κόσμο – την ενταγμένη στο μεγάλο κάδρο, που είναι η συνύπαρξή μας, με τις υπόλοιπες ζωές και το φυσικό στοιχείο.
Τέλος πάντων όλα αυτά τα ωραία κι ενδιαφέροντα βγαίνουν προς τα έξω με μία αναλόγου ποιότητας μουσική, ροκ μουσική, σκληρή ροκ μουσική, που αφήνει vibes από Stooges μέχρι Butthole Surfers και Mudhoney.
Το αποτέλεσμα είναι πολύ καλό, δηλαδή φοβερό, με τις κομματάρες να διαδέχονται η μία την άλλη, σ’ ένα άλμπουμ απαράμιλλης ροκ διάθεσης, που δεν κατεβάζει τη σημαία ούτε για δευτερόλεπτο.
Επαφή: https://dezdare.bandcamp.com/album/ulysses-trash

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

FRANK KIMBROUGH επανεκδόσεις δύο άλμπουμ, από την περίοδο 2003-2006, του πιανίστα της jazz που έφυγε πρόπερσι από την ζωή

Ο απροσδόκητος θάνατος του πιανίστα της jazz Frank Kimbrough (2 Noε. 1956 – 30 Δεκ. 2020), πρόπερσι, στα 64 χρόνια του, είναι η αφορμή γι’ αυτή την τιμητική κυκλοφορία, που αποτελεί μία επανέκδοση κατά βάση των εγγραφών του Kimbrough, στην Palmetto Records του Matt Balitsaris, στα χρόνια 2003-2006. Λέμε για τα άλμπουμ “Lullabluebye” [Palmetto, 2004, rec. 15-16 Apr. 2003] και “Play” [Palmetto, 2006, rec. 25-26 Apr. 2005], που τώρα πακετάρονται μαζί, σε ενιαία συσκευασία, κάτω από τον τίτλο “2003-2006 / Volume One Lullabluebye / Volume Two Play” [Palmetto Records, 2022], για να προσφερθούν σ’ ένα διπλό CD, με τετραπλά διπλωμένο all-paper cover.
Ο Frank Kimbrough υπήρξε μια ξεχωριστή τζαζ περίπτωση και αυτό είχαμε την ευκαιρία να το επισημάνουμε και στο blog, μέσα από κριτικά σημειώματα για προσωπικά άλμπουμ του, όπως το “Quartet” [Palmetto, 2014] και το “Solstice” [Pirouet, 2016] ή για την παρουσία του σε σημαντικές ορχήστρες, όπως ήταν/είναι εκείνες της Maria Schneider και του Ryan Truesdell.

Στο “Lullabluebyeo Frank Kimbrough πιάνο, συμπράττει με τους Ben Allison μπάσο και Matt Wilson ντραμς, ένα αναγνωρισμένο, δηλαδή, rhythm section με το οποίο είχε συνεργαστεί και στο Herbie Nichols Project (1996-2001), παρουσιάζοντας μία σειρά δέκα συνθέσεων (οκτώ δικές του, μία του Allison και μία version στο “You only live twice” του John Barry), οι οποίες ρέουν με απαράμιλλη τζαζ γλαφυρότητα.
Πιανίστας, με πολλές και ποικίλες αναφορές-επιρροές, βασικά από πρωτοπόρους δημιουργούς, όπως οι Thelonious Monk (άκου το “Whirl”) και Paul Bley, έως Bill Evans, Herbie Nichols και Andrew Hill (συνθέσεις του οποίου έχει διασκευάσει σε διάφορα άλμπουμ του), ο Frank Kimbrough κατορθώνει, εδώ, να δημιουργήσει ένα απολύτως απολαυστικό σετ, που ακούγεται αυτοσχεδιαστικό σε μεγάλο βαθμό, υπό την έννοια πως έχουν δοθεί κάποια αρχικά σχεδιάσματα, πάνω στα οποία στηρίζονται και οι τρεις μουσικοί, προκειμένου να δώσουν στις συνθέσεις έναν τελείως απροσχημάτιστο και παιγνιώδη χαρακτήρα.
Λελογισμένη «ελευθερία» λοιπόν, από ένα piano-trio, αρκετά προχωρημένο για την εποχή του, που δεν θα μπορούσες να το «μπερδέψεις» ούτε με το trio του Brad Mehldau, ούτε με τους Bad Plus (για να αναφέρουμε δύο προβεβλημένα σχήματα της εποχής), ούτε φυσικά με τα ανάλογα ευρωπαϊκά.

Στο “Play” τώρα, του 2006, η line-up αλλάζει, καθώς στο μπάσο έχουμε τον Masa Kamaguchi και στα ντραμς έναν άσσο του οργάνου, τον Paul Motian. Το υλικό κι εδώ, στο μεγαλύτερο μέρος του (οκτώ στα δέκα κομμάτια) ανήκει στον Frank Kimbrough, ενώ υπάρχουν και δύο συνθέσεις του P. Motian.
Σε γενικές γραμμές το ύφος είναι αλλαγμένο στο “Play”, σε σχέση με το προηγούμενο CD, και οπωσδήποτε, η παρουσία του Paul Motian σ’ αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Το άλμπουμ ανοίγει με μια μπαλάντα (“Beginning”), για να ακολουθήσει ένα waltz (“The spins”), που είναι αφιερωμένο στον Steve Lacy, όπως διαβάζουμε. Το “Conception vessel” είναι η μία από τις δύο συνθέσεις του Paul Motian, που καταγράφονται στο CD και η οποία προέρχεται από ένα άλμπουμ με τον ίδιο τίτλο, που είχε τυπώσει ο αμερικανός ντράμερ στην ECM, το 1973. H σύνθεση ξεκινά με open drumming, για να συνεχίσει και να ολοκληρωθεί με το πιάνο σε πρώτο πλάνο, που δημιουργεί ένα κάπως σκοτεινό και πάντως πολύ διαδραστικό περιβάλλον. Πολύ ωραίο και το bluesJimmy G”, το αφιερωμένο στον Jimmy Giuffre, με το 6λεπτο “Regeneration” να αποτελεί μία συνύπαρξη-συνομιλία ανάμεσα στο πιάνο και το μπάσο (δίχως τα ντραμς του Motian), που ακούγεται κάπως σαν... ικεσία.
Η ομορφιά είναι ένα από τα πλέον βασικά γνωρίσματα αυτού του δίσκου, προϊόν ενός πιανίστα, που μπορεί να μην είναι πολύ γνωστός στο ελληνικό τζαζόφιλο κοινό, έχοντας προλάβει, όμως, ν’ αφήσει πίσω του ολοκληρωμένο έργο.
Επαφή: https://twitter.com/palmettorecords?lang=el

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

MARK LOCKHEART τζαζ «βαριά», περιπετειώδης και απρόσμενη κατά τι

Συμπληρώνεις τουλάχιστον μια σελίδα τετραδίου, αν αρχίσεις να γράφεις για τις συνεργασίες των Mark Lockheart σαξόφωνα, Elliot Galvin πλήκτρα, Tom Herbert μπάσο και Dave Smith ντραμς – των τεσσάρων μουσικών, δηλαδή, που συμμετέχουν στην ηχογράφηση του πιο πρόσφατου δίσκου του Lockheart, που αποκαλείται “Dreamers”.
Ο Mark Lockheart, γνωστός βασικά από Loose Tubes, Polar Bear και Malija, είναι ένας απολύτως ευφάνταστος μουσικός, πράγμα που διαπιστώνεις και σ’ αυτό το έσχατο άλμπουμ του, που περιλαμβάνει δώδεκα συνθέσεις (δέκα δικές του και δύο που ανήκουν και στα τέσσερα μέλη του γκρουπ).
Η jazz του Lockheart στο Dreamers [Edition Records / ΑΝ Μusic, 2022] είναι βαριά, περιπετειώδης και απρόσμενη κατά τι. Αυτό οφείλεται βεβαίως στις συνθέσεις και βασικά στα παιξίματα των σαξοφώνων, αλλά δίπλα σ’ αυτά «στέκονται» και τα πλήκτρα, που με ήχους ποικίλων αποχρώσεων «γεμίζουν» και εν πολλοίς «ξεχωρίζουν» τον ήχο του γκρουπ.
Γκρουπ; Δηλαδή όχι (τζαζ) σχήμα, κουαρτέτο κ.λπ.; Ναι, γκρουπ, γιατί η ορμή του rock δεν είναι άγνωστη στον Mark Lockheart, ούτε και η γκρούβα του, το έντονο χορευτικό στοιχείο.
Δημιουργεί ένα άλμπουμ ιδιαίτερων αποχρώσεων, λοιπόν, ο Lockheart, που δεν είναι ούτε στενά jazz, ούτε στενά rock, φέρνοντας στην μνήμη πολλά και μάλλον αντιθετικά πράγματα.
Κάποιες μελωδίες ας πούμε διαθέτουν πιο πολλά easy στοιχεία, όταν το ρυθμικό τμήμα μοιάζει κάπως «ψυχεδελικό». Τα γεμίσματα των πλήκτρων από την άλλη άλλοτε γειτνιάζουν με την synth-jazz και άλλοτε με το progressive rock, ενώ δεν είναι λίγες και οι κάπως περισσότερο... πειραματικές στιγμές, κοντά στο ύφος της psych-jazz των late sixties (το “Weird weather” είναι ένα τέτοιο κομμάτι, και είναι από τα ωραιότερα του CD).
Θα μπορούσες να εκλάβεις τον ήχο του Mark Lockheart στο “Dreamers” ακόμη και ως μια μετεξέλιξη του ευρύτερου Canterbury sound; Ναι, και αυτό δεν θα ήταν άστοχο. Προσωπικώς, ακόμη και Gong ακούω στο “King of the world (Jagdish reprise)” ή στο “Mirage”, με το έσχατο “Mingle tingle” να προσφέρει την «χαριστική βολή» σ’ αυτό το εντελώς παράξενο CD – μια σύνθεση απολύτως prog rock, με θαυμάσια παιξίματα στο τενόρο, με συνεχή breaks από τα keyboards και με το ρυθμικό τμήμα σε πολύ γρήγορο τέμπο, να ανεβάζει διαρκώς την ένταση. Καταπληκτικό! Και όλο το άλμπουμ, εδώ που τα λέμε.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

STEVE TIBBETTS μια ανθολογία από τα άλμπουμ του στην ECM

O αμερικανός συνθέτης και κιθαρίστας Steve Tibbetts (γενν. 1954) είναι μία από τις πιο ακατάτακτες μουσικές προσωπικότητες του ρόστερ της ECM (στην Ελλάδα από την AN Music). Εμφανίστηκε εκεί το 1982, με το τρίτο άλμπουμ του “Northern Song”, για να ακολουθήσουν ακόμη επτά δίσκοι του, μέχρι και το 2018. Ας θυμηθούμε τους τίτλους τους:
“Safe Journey” (1984), “Exploded View” (1986), “Big Map Idea” (1989), “The Fall of Us All” (1994), “A Man About a Horse” (2002), “Natural Causes” (2010) και “Life of” (2018).
Τώρα (2022) η ECM τιμά αυτόν τον τελείως μοναδικό και εν πολλοίς πρωτότυπο δημιουργό με μια συλλογή – μια πολύ καλή συλλογή, την “Hellbound Train / An Anthology” αποτελούμενη από δύο CD, συν το ανάλογο booklet, προτείνοντας 28(!) συνθέσεις από το εν λόγω έργο. Απ’ όλο το έργο; Σχεδόν, καθώς απουσιάζουν tracks μόνον από το πρώτο-πρώτο άλμπουμ του Tibbetts εκεί, το “Northern Song”. Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα...
Αν και υπάρχουν μουσικοί ή και ήχοι της ECM, που θα μπορούσε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ακούγοντας Steve Tibbetts (τον Ralph Towner ας πούμε), στην πραγματικότητα το έργο αυτού του ανθρώπου με ελαχίστων άλλων θα μπορούσε να συγκριθεί από τη σύγχρονη σκηνή – ίσως μόνο μ’ εκείνο του Stephan Micus, αν κι έχουμε την γνώμη πως ο Tibbetts είναι μία ακόμη πιο ιδιαίτερη και σίγουρα καλλιτεχνικώς εσωστρεφής περίπτωση. (Ας σκεφτούμε π.χ. πως οι δίσκοι του ηχογραφούνται σχεδόν μόνιμα σε κάποιο στούντιο στην πόλη St. Paul της Minnesota, στην οποία ζει σταθερά από το 1972).
Δεν ξέρουμε αν ο Steve Tibbetts ανήκει στη φάση τού μουσικού αναχωρητισμού, τύπου Micus, σε κάθε περίπτωση, πάντως, παραμένει για 45 χρόνια, ως συνθέτης και εκτελεστής, μια τελείως ιδιότυπη και έξω από τα πλαίσια προσωπικότητα – κάτι που επιβεβαιώνεται, φυσικά, ακούγοντας ένα προς ένα τα tracks αυτής της θαυμάσιας συλλογής.
Το ύφος των συνθέσεων του Steve Tibbetts είναι-και-δεν-είναι εύκολο να περιγραφεί.
Το rock είναι ας πούμε μια βασική παράμετρος, υπό την έννοια πως όταν χρησιμοποιεί τις ηλεκτρικές κιθάρες του αυτές δεν μένουν σε πίσω-πλάνο, καθώς βγαίνουν «μπροστά», παρουσιάζοντας soli με «έπαρση», αλλά εξ ίσου βασικές παράμετροι στο έργο του είναι η folk αντίληψη, όταν ο ήχος γίνεται περισσότερο ακουστικός, η synth-music (με στοιχεία περιβαλλοντικού new-age), φυσικά ένα είδος contemporary jazz και οπωσδήποτε οι «μουσικές του κόσμου» (ο ίδιος ο Tibbetss συχνά χειρίζεται και kalimba, μαζί με πιάνο, dobro ή και κρουστά).
Ένα επίσης αξιοσημείωτο των δίσκων του είναι η παρουσία σε αυτούς του περκασιονίστα Marc Anderson (συνεργάτης του Tibbetts, σταθερά, από το LPYr”, του 1980), o οποίος είναι υπεύθυνος εν πολλοίς για τον ρυθμικό πλούτο των ηχογραφήσεων, παίζοντας congas, gongs, steel drum, handpan και διάφορα άλλα μικροκρουστά, ενώ όχι σπανίως συναντάς στις διάφορες line-ups και κάποιους άλλους μουσικούς, ως guests, σε πολύ συγκεκριμένους ρόλους.
Το έργο του Steve Tibbetts είναι σίγουρα ιδιοσυγκρασιακό, ξεχωριστό, κινούμενο μακριά από εφήμερες μόδες, ανοίγοντας δρόμους προς μιαν ευρύτερη αντίληψη της μουσικότητας, ικανής να κινητοποιηθεί και να αναπτυχθεί μέσα από συνθήκες ηρεμίας, διαλογισμού και πνευματικότητας.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΠΕΡΑΚΗΣ έφυγε από τη ζωή ένας σπουδαίος τραγουδιστής, με μεγάλη διαδρομή στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 – είχε πρωτοστατήσει στο ελαφρολαϊκό τραγούδι, στην ελληνόφωνη disco και στην αναβίωση των τραγουδιών της οπερέτας

Την Τρίτη 19 Ιουλίου μάθαμε για τον θάνατο του τραγουδιστή Περικλή Περάκη.
Ο Περικλής Περάκης (αν και το σωστό είναι «Περράκης», με δύο «ρ», παρότι υπέγραφε άλμπουμ και ως «Περάκης») ήταν για πολλά χρόνια εκτός δουλειάς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι νεότεροι φίλοι του ελληνικού τραγουδιού να μην τον γνωρίζουν. Να μην ξέρουν τα τραγούδια του, αγνοώντας, εντελώς, κάποιες πολύ ιδιαίτερες στιγμές της πορείας του, στα καλλιτεχνικά πράγματα, που έχουν πολύ μεγάλη σημασία.
Κατ’ αρχάς λίγοι ξέρουν πως ο καλλίφωνος Περικλής Περάκης είχε ξεκινήσει επαγγελματικά (και) ως λυρικός τραγουδιστής.
Και αυτός, και η αδελφή του, η αγαπητή σε πολλούς τραγουδίστρια Ξανθή Περάκη, είχαν σπουδάσει τραγούδι και μάλιστα σε τρία ωδεία –όπως είχε πει η ίδια η Ξ. Περάκη, στον Αλκίνοο Μπουνιά της Espresso, το 2016–, στο Εθνικό, στο Ελληνικό και στο Ορφείο!
Ο ίδιος ο Περικλής Περάκης στο εξώφυλλο ενός δίσκου του είχε γράψει πως ήδη από το 1967 τραγουδούσε λυρικό τραγούδι, με τη Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Ηρώδειο!
Και όντως, αφού συμμετείχε στο ανέβασμα των οπερών, του μεγάλου ανανεωτή του είδους, Christoph Willibald Gluck (1714-1787) «Ιφιγένεια η Εν Αυλίδι» και «Ιφιγένεια η Εν Ταύροις», που είχαν παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, τον Ιούνιο του 1967, ενώ είχε εμφανισθεί και το 1969 στην όπερα του Giuseppe Verdi «Μάκβεθ». Βεβαίως όχι στους κεντρικούς ρόλους, τους οποίους είχαν «καπαρώσει» οι αναγνωρισμένοι λυρικοί τραγουδιστές της εποχής (Βασίλης Γιαννουλάκος, Ευθύμιος Μιχαλόπουλος, Κική Μορφωνιού κ.ά.), μα στην χορωδία.
Είχε προηγηθεί, όμως, η παρουσία του Περικλή Περάκη στις μπουάτ της εποχής. Όπως μας είπε η τραγουδοποιός Μαίρη Δαλάκου:
«Στο ξεκίνημά μου στις μπουάτ της Πλάκας γνώρισα τον Περικλή, όταν βρεθήκαμε να τραγουδάμε μαζί, ένα χειμώνα στο Συμπόσιον του Γιώργου Μπουκουβάλα. Ερχόταν σπίτι μου για πρόβες, καθώς και η ηθοποιός Ελένη Κυπραίου, που απήγγειλε. Συνόδευα και τους δύο στο πιάνο –εκτός από τον εαυτό μου, όταν έλεγα τα τραγούδια μου–, γιατί δεν υπήρχε άλλος πιανίστας. Ο Περικλής ερμήνευε εξαιρετικά Μάνο Χατζιδάκι, τα τραγούδια από τον “Κύκλο με την Κιμωλία” και τον “Κύκλο του C.N.S.”. Έγινε υπέροχος φίλος και συνεργάτης!».
Στα πρώτα χρόνια του ’70 κυριαρχεί στις πίστες και στην δισκογραφία το ελαφρολαϊκό τραγούδι. Ο Περικλής Περάκης, που έχει τέλεια φωνή γι’ αυτό το στυλ τραγουδιού, ξεκινά με δύναμη, με μερικά πολύ ωραία τραγούδια, το 1973.
Είναι η εποχή όπου κυριαρχούν μερικές αξιοθαύμαστες φωνές στο χώρο, καθώς πέρα από το ηγετικό δίδυμο Τόλης Βοσκόπουλος-Μαρινέλλα, υπάρχουν ακόμη ο Γιάννης Πάριος, ο Κωστής Χρήστου, η Τζένη Βάνου, ο Λευτέρης Μυτιληναίος, η Λίτσα Διαμάντη, ο Λάκης Αλεξάνδρου και άλλοι βεβαίως, που λένε ωραιότατα τραγούδια. Μέσα σ’ αυτή την ομάδα των ερμηνευτών εντάσσεται, με άνεση, και ο Περικλής Περάκης.
photo: Studio Ένωση - Κλεισθένης
Παρότι ο Περάκης ηχογραφούσε για μικρή εταιρεία, την
Sonora, οι δίσκοι του πουλάνε αρκετά (ιδίως τα 45άρια) και ακούγονται παντού. Και πώς να μην ακούγονται, όταν σ’ αυτούς χαράζονται τραγούδια όπως τα «Απονιά» και «Έλα ένα βράδυ» (Στ. Σωτηρίου-Καλ. Μαρμαρινού), το «Ποιος θα το πίστευε» (Στ. Σωτηρίου-Αλ. Καγιάντα-Καλ.Μαρμαρινού) και λοιπά;
Λέμε για την αφρόκρεμα του ελαφρολαϊκού, για σπουδαία κομμάτια, που αποδίδονται από την δυνατή, λαμπερή, αρρενωπή, καθαρή, αισθαντική και πάνω απ’ όλα άνετη και αβίαστη φωνή του Περικλή Περάκη.
Όχι τυχαία τα τραγούδια αυτά θα τα έλεγαν τα μεταγενέστερα χρόνια πολλοί και διάφοροι (Μανώλης Λιδάκης, Βασίλης Τερλέγκας, Βασίλης Καρράς, Χριστίνα Μαραγκόζη κ.ά.), κάνοντάς τα γνωστά στους νεότερους ακροατές, αλλά, ως συνήθως, καμία απ’ όλες αυτές τις εκτελέσεις δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει εκείνες του Περάκη...
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/periklis-perakis-enas-tragoydistis-me-simantiki-diadromi-stis-dekaeties-toy-70-kai

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

ADOLF PLAYS THE JAZZ ένα νέο «σκοτεινό» άλμπουμ από το ελληνικό συγκρότημα

Δεν ήξερα ότι οι (Έλληνες) Adolf Plays The Jazz υπάρχουν από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Νόμιζα ότι είναι πιο καινούριο γκρουπ, αφού θυμάμαι να τους ακούω κυρίως προς το τέλος των 00s με αρχές των 10s. Τέλος πάντων η μπάντα υπάρχει πολλά χρόνια, φαντάζομαι με διαφορετικές line-ups μέσα σ’ όλο αυτό το διάστημα, ενώ τώρα κυκλοφορεί ένα ακόμη άλμπουμ, που μάλλον είναι το έκτο της, και που έχει τίτλο Low Life / We Cant Lose. We Have Already Lost” [Blackspin Records / Primitive Music, 2022].
Μέλη, σήμερα, των Adolf Plays The Jazz είναι οι Nefeli φωνή, Vasilis κιθάρες, θόρυβοι, Nikos L κιθάρες, θόρυβοι, Nikos Z μπάσο, Panos ντραμς, Aggelos σαξόφωνα, Iraklis σαμπλ, θόρυβοι, σύνθια και Petros πλήκτρα, σύνθια, με το “Low Life / We Can’t Lose. We Have Already Lost” να ακούγεται αρκετά «βαρύ» και σκοτεινό, επιχειρώντας να περιγράψει με μουσικές, λόγια, φωνές και εγγραφή-παραγωγή, τα αδιέξοδα της καθημερινής ζωής.
Πάνω σ’ αυτό το καταπιεστικό ή και καταδικαστικό μοτίβο, που βιώνει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία δώδεκα χρόνια –μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην αρχή, που εξελίχθηκε σε βαθιά κοινωνική στην πορεία, μέσω των νέων δεινών που επέφερε η νόσος covid-19 αμέσως μετά και μέσω του πολέμου στην Ουκρανία εσχάτως– είναι δομημένα τα κομμάτια, τα ορχηστρικά και τα τραγούδια, των Adolf Plays the Jazz, που είναι δέκα στον αριθμό, με διάρκειες ανεβασμένες (από 4:29 έως 8:38), και κυρίως γραμμένα και παιγμένα με μιαν ορμητικότητα, σφιχτή και στην πορεία εκτονωτική, δημιουργώντας μία πολύ πειστική (και πάντα σκοτεινή) ροκ εικόνα.
Πολλά τα ενδιαφέροντα εδώ. Πέρα από τα λόγια (αγγλικά ή ελληνικά), πέρα από την βασική (γυναικεία) φωνή, που είναι αρκετά καλή, εντύπωση προκαλεί το δέσιμο της  μπάντας και ήχος της.
Εντάξει, για μουσικούς, που μπορεί να παίζουν χρόνια μαζί (ή και όχι μαζί), το να φτιάξεις μια δεμένη ομάδα ίσως να είναι κάτι το αναμενόμενο. Όμως είναι άλλο το τι μπορεί να αναμένει ο καθείς και άλλο εκείνο, που φθάνει τελικά στ’ αυτιά σου.
Με επιρροές από το πιο μεγάλο μέρος του rock από το ’90 και μετά, από αυτό που ονομάζεται post-rock, shoegaze και noise-rock, οι Adolf Plays The Jazz, εκείνο που κατορθώνουν, τελικώς, είναι να δαμάσουν όλες αυτές τις επιρροές τους, προτείνοντας ένα άλμπουμ με απαράμιλλη ενότητα, που σφύζει από δύναμη και πάθος.
Πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις κομμάτι ή κομμάτια από ένα τόσο συμπαγή και ακατάβλητο concept.
Επαφή: https://adolfplaysthejazz1.bandcamp.com/

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

«Εφιάλτης»: το μνημειώδες ψυχολογικό θρίλερ του Ερρίκου Ανδρέου από το 1961 – με αφορμή την πρόσφατη απώλεια της πρωταγωνίστριας της ταινίας Βούλας Χαριλάου

Πριν από λίγες μέρες (18 Ιουλίου) έγινε γνωστός ο θάνατος της ηθοποιού Βούλας Χαριλάου.
Η Χαριλάου, που πέθανε σε μεγάλη ηλικία φυσικά, είχε σταματήσει να εμφανίζεται στον κινηματογράφο ήδη από το 1965, καθώς για τελευταία φορά θα την έβλεπε ο κόσμος στην πολύ καλή ταινία «Αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη.
Ψάχνοντας, περαιτέρω, για την Βούλα Χαριλάου βρήκαμε μερικά στοιχεία, σε σχέση με την διαδρομή της μετά το 1965 –πέρα από την παρουσία της σε εκπομπές ραδιοφωνικού θεάτρου («Το θέατρο της Κυριακής», «Το θέατρο της Τετάρτης»)–, που έχουν κάποια σημασία.
Κατ’ αρχάς, συμμετείχε ως ηθοποιός στην κωμωδία των Πολύβιου Βασιλειάδη-Λάκη Μιχαηλίδη «Ο Άγουρος και το Τρελλοκόριτσο», που είχε ανεβεί το καλοκαίρι του 1972 στο Θέατρο Μινώα από τον θίασο Κώστα Βουτσά-Βέρας Κρούσκα-Γιάννη Βογιατζή – πράγμα που σημαίνει πως μέχρι τότε, τουλάχιστον, η Βούλα Χαριλάου δεν είχε εγκαταλείψει το θέατρο.
Ακόμη, τον Σεπτέμβριο του 1975 όταν ο ηρωικός συνταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής (1926-1986), ανάπηρος από τα βασανιστήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ, επί δικτατορίας, θα επισκεπτόταν τα Χανιά, η Βούλα Χαριλάου, που του παρέδιδε μαθήματα ορθοφωνίας, γιατί ο άνθρωπος από τα βασανιστήρια δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, θα βρισκόταν δίπλα του.
Το τελευταίο στοιχείο που εντοπίσαμε, για την άξια ηθοποιό, προέρχεται από τον Σεπτέμβριο του 1980, όταν η Βούλα Χαριλάου είχε κάνει αίτηση, τότε, για να προσληφθεί στο Εθνικό Θέατρο. Πιθανώς η αίτησή της να μην είχε γίνει δεκτή, γιατί, ψάχνοντας στο αρχείο του Εθνικού Θεάτρου, δεν βρήκαμε το όνομά της σε κάποια παράσταση.
Η αφίσα της ταινίας σχεδιασμένη από τον Μιχάλη Νικολινάκο 
Εγκαταλείποντας λοιπόν την κινηματογραφική οθόνη τόσο νωρίς (1965), το όνομα της Βούλας Χαριλάου θα αποκτούσε μία ξεχωριστή αίγλη μέσα στις δεκαετίες – βασικά, γιατί όλοι μας είχαμε αντιληφθεί πως επρόκειτο για μία σπουδαία ηθοποιό, το ταλέντο της οποίας, για αδιευκρίνιστους λόγους, δεν είχε απλωθεί όπως και όσο θα άξιζε, όλα τα κατοπινά χρόνια.
Η Βούλα Χαριλάου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σινεμά στην γνωστή, καλή ταινία της Μαρίας Πλυτά «Δούκισσα της Πλακεντίας» (1956), αλλά ο ρόλος μέσω του οποίου θα αποδείκνυε πόσο σημαντική ηθοποιός υπήρξε θα ήταν εκείνος της Άννας Μαργκό, στην ταινία «Εφιάλτης» (1961) του Ερρίκου Ανδρέου.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/efialtis-mnimeiodes-psyhologiko-thriler-toy-errikoy-andreoy-apo-1961

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

SVIN μυστήρια avant-prog μπάντα από την Κοπενχάγη

Οι SVIN είναι ένα πολύ ιδιαίτερο avant-rock γκρουπ από την Δανία, που έχει τυπώσει επτά άλμπουμ μέχρι σήμερα – με το έβδομο να είναι το Introducing [Tonzonen Records, 2022], για το οποίο θα κάνουμε τώρα λόγο.
Μάλιστα, για δύο από αυτά, το “Virgin Cuts” [Mom Eat Dad Records, 2018] και το “Missionær” [PonyRec, 2016], υπάρχουν reviews στο blog, οπότε ας θεωρήσουμε πως οι SVIN δεν είναι τελείως άγνωστοι στους αναγνώστες μας (εδώ).
Οι SVIN είναι βασικά τριμελείς (Henrik Pultz Melbye πνευστά, Thomas Eiler ντραμς, Lars Bech Pilgaard κιθάρες), με το γκρουπ να δέχεται βοήθειες σε φωνές και σε τρομπέτα.
Οι Δανοί είναι... μυστήρια μπάντα, όπως γράψαμε και στον τίτλο.
Το rock που παίζουν είναι πολύ έντονο, πολύ δυναμικό, αλλά ταυτοχρόνως είναι και... απροσάρμοστο. Για καλό το λέμε αυτό το τελευταίο. Στα καλύτερα κομμάτια τους, τα πιο speedy, τα πιο εξωφρενικά, οι SVIN ακούγονται σχεδόν punky – αλλά μπορεί να υπάρξει punk με τρομπέτες και σαξόφωνα; Φυσικά, δεν είναι οι πρώτοι οι SVIN που το κάνουν (θυμηθείτε π.χ. τους James Chance and The Contortions), χωρίς βεβαίως να συγκαταλέγονται στις punk μπάντες.
Το avant-rock των SVIN δείχνει να μην έχει όρια. Καθώς είναι αύθαδες, δημιουργικό, πειραματικό, απρόσμενο, με συνεχείς εκρήξεις και με συνεχείς επινοήσεις.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχουν επιρροές από τα συγκροτήματα του R.I.O., ακόμη και από τους King Crimson, αλλά στην πράξη αυτό που ακούμε στο “Introducing SVIN” είναι πρωτότυπο και απόλυτα δικό τους.
Είναι τέτοια η προσωπικότητα των δανών μουσικών, θέλουμε να πούμε, ώστε να μην αφήνουν περιθώρια για παρανοήσεις. Πως εδώ υπάρχει ένας μεταπρατισμός, μια προσπάθεια να ειπωθούν κάποια «πράγματα» του χθες, μ’ έναν τρόπο... πιο σημερινό.
Όχι, πουθενά δεν αντιλαμβάνεσαι κάτι τέτοιο, ότι οι SVIN κάπου πατούν, και μέσω αυτού του «κάπου» επιχειρούν να πάνε παραπέρα.
Οι άνθρωποι εδώ παίζουν σαν μεγάλο γκρουπ, με τόση σιγουριά και αυτοπεποίθηση, τις οποίες βλέπεις μόνο στις πολύ σπουδαίες μπάντες.
Εντάξει, είχαμε γράψει καλά ή και πολύ καλά και για τα δύο προηγούμενα άλμπουμ των SVIN, αλλά αυτά που ακούμε εδώ (στο 9λεπτο “Deadweight”, για παράδειγμα) ξεπερνούν κάθε προσδοκία.
Επαφή: www.tonzonen.de

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

LUNG τεύχος #14, Ιούνιος 2022

Το LUNG είναι ένα μουσικό περιοδικό, ένα fanzine, που ομνύει στο rock, βασικά από το ’80 και μετά. Κυρίως, όμως, στο σημερινό rock, σε όλα τα παρακλάδια του, από τα πιο σκληρά και ακατέργαστα στυλ, μέχρι το folk-rock ή το country-rock. Κάπου, λίγο, ανάμεσα σε όλα αυτά, μπορεί να παρεισφρέει και η jazz (συνήθως κάποιες «σελίδες» από την ιστορία της), ενώ σπανιότερα θα βρεις να διαβάσεις για κάποιο άλλο στυλ.
Εντάξει, το περιοδικό έχει οικοδομήσει ένα ύφος, και πάνω εκεί βαδίζει. Με συνέπεια. Ακολουθεί, δηλαδή, την παράδοση (και) των ελληνικών fanzines από τα 80s, που αναπτύσσονταν πάνω-κάτω με την ίδια συνταγή.
Βασικά, εκείνο που χαρακτηρίζει το LUNG είναι τα σύντομα κείμενα (είτε για τα ξένα συγκροτήματα είτε για τα ελληνικά), κάπως σαν δισκοπαρουσιάσεις (ίσως λίγο πιο εκτεταμένες). Από κει και πέρα υπάρχουν οι συνεντεύξεις και ανάμεσα κάποια αφιερώματα σε παλαιότερα γκρουπ (από τα 80s και μετά πάντα), για τα οποία εξετάζεται η δισκογραφία τους.
Εννοούμε, με αυτά, πως η δισκογραφία κανονίζει, εν πολλοίς, την ύλη του περιοδικού.
Στο παρόν LUNG αφιερώματα υπάρχουν στους Dead Can Dance (Μιχάλης Κουρής), στους Bauhaus (Χριστίνα Δραγγανά), στους The Jesus and Mary Chain (Σταύρος Μπέκας) και στους And Also The Trees (Βασίλης Μπέκας).
Μου άρεσε η αναφορά στην εταιρεία (από την Θεσσαλονίκη) Made of Stone (γράφουν οι Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος, Πάνος Δρόλιας και Νίκος Ζέρης), όπως μου άρεσε και το CDA Guide to Made of Stone Recordings”, με δώδεκα επιλογές (ελληνικών και ξένων γκρουπ) από τον κατάλογο της ετικέτας (Maha Sohona, Tortuga, Daliborovo Granje, Bonzai, Prosperina, The Noise Figures, Halocraft, The Dead Ends, Supermoon, Paranoid Reverb, Liquify, Black Sky Giant), που συνοδεύει την έκδοση.
Η υπόλοιπη ύλη, τώρα, αφορά στους Fontaine D.C., Spiritualized (συνέντευξη), Black Country, New Road, Midlake, Ian Noe, Halocraft (συνέντευξη) και άλλα διάφορα.
Τα ονόματα τα βλέπετε, εξάλλου, και στο εξώφυλλο, ενώ σκανάρουμε και τα περιεχόμενα του τεύχους, ώστε να έχετε και την πλήρη εικόνα.
Επαφή: www.lungfanzine.gr