Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

η CELESTE ALÍAS τιμά την περίφημη μεξικάνα τραγουδίστρια Chavela Vargas

Το άλμπουμ Tranquila, Celeste Canta Chayela [Segell Microscopi, 2022] είναι αφιερωμένο σε μία μεγάλη περίπτωση του μεξικάνικου τραγουδιού, την περίφημη Chavela Vargas (1919-2012). Τα πρόσωπα που αποτίνουν τον συγκεκριμένο φόρο τιμής είναι η τραγουδίστρια Celeste Alías και ακόμη οι δύο μουσικοί, που εδώ την συνοδεύουν, ο Santi Careta σε κιθάρες, κιθαρόνι, σύνθια και ο Oriol Roca σε ντραμς, κιθάρα, ξυλόφωνο, βιμπράφωνο.
Λέμε λοιπόν για μια ισπανική παραγωγή, που επιχειρεί να αναδείξει το ρεπερτόριο αυτής της τρανής περίπτωσης, της
Chavela Vargas, που σήμαινε και σημαίνει πολλά, όχι μόνον για την μεξικάνικη μουσική σε ολάκερο τον 20ον αιώνα, μα και για την ισπανόφωνη (μουσική και τραγούδι) γενικότερα.
Μεγάλος φαν της Chavela Vargas είναι, ας πούμε, ο Pedro Almodóvar, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές όπου δικές της επιτυχίες αποδόθηκαν από καλλιτέχνες διαφορετικών χωρών.
Η Chavela Vargas ήταν λεσβία – και παρότι έκανε outing σε μεγάλη ηλικία, στα 81 χρόνια της, το πώς ακριβώς χειριζόταν την σεξουαλικότητά της αποτελούσε για τους φίλους της «κοινό μυστικό» (μάλιστα στην wiki διαβάζεις πως είχε σχέση, ανάμεσα σε άλλες, και με την ζωγράφο Frida Kahlo, όταν εκείνη ήταν παντρεμένη με τον επίσης ζωγράφο Diego Rivera).
Η Vargas θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία στις δεκαετίας του ’50 και του ’60, επιβάλλοντας έναν δικό της τρόπο ερμηνείας των rancheras, και ανδροπρεπή, καθώς η ίδια γούσταρε να ντύνεται σαν άνδρας, ερμηνεύοντας με περίσσεια δραματικότητα τραγούδια, που απευθύνονταν στο θήλυ, αρνούμενη να αλλάξει το γένος.
Ένα απ’ αυτά τα περίφημα κομμάτια της, που λατρεύτηκε εννοείται από τη  queer κοινότητα, ήταν το “Macorina” (με στίχους του τύπου... «βάλε το χέρι σου εδώ, Μακορίνα»), το οποίον ακούμε και από την Celeste Alías, στο “Tranquila, Celeste Canta Chayela”, σε μιαν διασκευή αντάξια τής ιστορίας και της βαρύτητας του άσματος.
Γενικώς, το άλμπουμ κινείται σε υψηλό επίπεδο, με τις ερμηνείες της Alías να διαθέτουν ένα αλλόκοτο στοιχείο, δημιουργώντας μία πολύ ιδιάζουσα ατμόσφαιρα. Συμβάλλουν βεβαίως και οι δύο μουσικοί της προς αυτό, και βασικά ο Carera με την πολύ ιδιαίτερη χρήση των συνθεσάιζερ, που αντιμετωπίζονται κατά τόπους κάπως σαν... ιδιόφωνα όργανα, και όχι με τον κλασικό τρόπο.
Υπάρχουν τραγούδια, εδώ, που εξιτάρουν τις αισθήσεις, όπως το “Ella” για παράδειγμα, με τα πομπώδη βαρύγδουπα σύνθια, και άλλα που ακούγονται εντελώς φολκλορικά, σαν το “Un mundo raro”, διαθέτοντας, αμφότερα, τις ιδιότροπες ερμηνείες τής Celeste Alías, που κάνουν, οπωσδήποτε, την διαφορά.
Επαφή: www.microscopi.cat

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ Κεχαριτωμένη

Το «Κεχαριτωμένη» [Pemptousia TV, 2022] είναι το δεύτερο άλμπουμ του συνθέτη Ανδρέα Κατσιγιάννη, που παρουσιάζουμε μέσα στο 2022 – καθώς είχε προηγηθεί τον Φεβρουάριο το «Με Αναστεναγμό» [Ogdoo Music Group, 2021], ένα concept CD, με θέμα την προσφυγιά (μικρασιατική και ελληνοκυπριακή).
Τον συνθέτη Α. Κατσιγιάννη τον ενδιαφέρει το «θέμα», το concept και ο τρόπος λειτουργίας του, κάτι που φαίνεται από το ξεκίνημα σχεδόν της παρουσίας του στην δισκογραφία, εδώ και 20 χρόνια.
Έτσι λοιπόν και στην πιο νέα δουλειά του, την «Κεχαριτωμένη», το concept είναι σαφές. Λέει ο ίδιος ο συνθέτης στο booklet:
«Η “Κεχαριτωμένη” είναι ο δεύτερος κύκλος ενότητας τραγουδιών και ορχηστρικών θεμάτων από το μουσικό μου έργο με τον κεντρικό τίτλο “Μεγάλες Ώρες”.(…) Είναι η Παναγία που επιδρά στην ψυχή και δημιουργεί μοναδικές στιγμές πνευματικής ευφορίας σε κάθε άνθρωπο, για τον λόγο αυτό αφιερώνω αυτό το έργο στην “Κεχαριτωμένη” από αγάπη και σεβασμό προς το πρόσωπό της».
Το έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά ζωντανά σε μια sold out συναυλία στο Ηρώδειο στις 29 Σεπτεμβρίου 2022, ενώ τώρα έχουμε την στουντιακή καταγραφή του.
Η «Κεχαριτωμένη» έχει την μορφή έντεχνου-λαϊκού ορατορίου, είναι στηριγμένη σε στίχους Αλέξανδρου Φωτεινού, ενώ τραγουδούν σε αυτήν η Γλυκερία και ο Δημήτρης Μπάσης (δύο κατ’ εξοχήν λαϊκοί ερμηνευτές) και ακόμη η Ελεάννα Βαρελά και το φωνητικό σύνολο Chorus Vivendi. Βεβαίως υπάρχει και ομάδα (δώδεκα) οργανοπαικτών (σε κλαρίνο, καβάλ, μπουζούκι, βιολί, τσέλο, πλήκτρα, κανονάκι, λάφτα, μαντολίνο, πιάνο, κρουστά, βιόλα), που καθοδηγούνται μέσω της ενορχήστρωσης του Δημήτρη Σιάμπου.
Το έργο αποτελείται από δεκατέσσερα tracks, με διάρκειες χοντρικώς από δύο έως τέσσερα λεπτά και είναι άνετο στην παρακολούθησή του, καθώς τα εντεχνο-λαϊκά χαρακτηριστικά υπερτερούν όλων των άλλων.
Τούτο οφείλεται βασικά στις συνθέσεις του Ανδρέα Κατσιγιάννη, που είναι αληθινά εμπνευσμένες, με τις προσήκουσες βυζαντινές αναφορές να είναι ωραία ενσωματωμένες στο γενικότερο πλάνο, που παραμένει, σε κάθε περίπτωση, προσιτό, προς τον μέσο ακροατή.
Βοηθούν, οπωσδήποτε, προς αυτό και οι ερμηνευτές (μεμονωμένοι τραγουδιστές και χορωδία), οι καλοί (για το θέμα) στίχοι, που θυμίζουν παιδική θρησκευτική ποίηση, όπως και οι ενορχηστρώσεις, αλλά, πάνω απ’ όλα αυτά, στέκεται το μέλος.
Είναι προφανές πως Α. Κατσιγιάννης διαπνέεται από θρησκευτικά αισθήματα, εμπνέεται βαθιά από την Παναγία, «δίνεται» στο θέμα του και κάπως έτσι καταφέρνει να βγάλει τον συγκεκριμένο μελωδικό πλούτο, που είναι ταιριαστός με αυτό που θέλει να παρουσιάσει.
Υπάρχουν ωραία σημεία στην «Κεχαριτωμένη», που ξεχωρίζουν ακόμη και με την πρώτη ακρόαση, αλλά εκείνο που τονίζεται εδώ είναι το σύνολο, με την αδιάσπαστη ενότητά του.
Ένα αρκετά καλό άλμπουμ για το είδος του, λοιπόν, που μπορεί να βρει ανταπόκριση και πέρα από τα θρησκευόμενα ακροατήρια.
Επαφή: www.pemptousia.tv, www.facebook.com/pemptousiagr, kariotis@pure.com.gr

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 475

27/11/2022
Όταν ο Χιώτης γύρισε από την Αμερική γεμάτος εμπειρίες και με όρεξη για νέα πράγματα η «νύχτα» είχε αλλάξει στην Ελλάδα. Το ελαφρολαϊκό, που εκείνος είχε ξεκινήσει στην ουσία, όπως και ο νεοπλουτισμός (πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν νεόπλουτοι) είχαν αλλάξει τα ήθη και μουσικοί σαν τον Χιώτη θεωρούνταν πλέον ξεπερασμένοι.
Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη την περίοδο ο Χιώτης φωτογραφιζόταν με ηλεκτρικές κιθάρες, με βιολιά και με κινέζικα όργανα! Ήταν σαν να έλεγε στους άσχετους... μάγκες εδώ είμαι για νέα πράγματα, αλλά εσείς κοιμάστε.
Η «χίπικη περίοδος» του Χιώτη, δηλαδή το γεγονός πως δεν αποτυπώθηκε αυτή δισκογραφικά, αποτελεί ένα από τα πιο ανομολόγητα «εγκλήματα» που συνέβησαν ποτέ στο χώρο.
Δεν βρέθηκε ένας παραγωγός, κάποιος τέλος πάντων που να τον καταλάβει, να τον εμπιστευτεί και να τον προσανατολίσει προς νέες ανεξερεύνητες διαστάσεις. Ο Χιώτης τα ’χε όλα, και ήταν έτοιμος. Κι αν προλάβαινε την άνοδο του ροκ, στη χώρα, μετά το ’70, καθώς πέθανε πάνω εκεί, στην αλλαγή, κάποιος θα τον «τσίμπαγε» και θα έκανε θαύματα. Για να μην σκεφτούμε τι θα συνέβαινε, αν ζούσε άλλα 30 χρόνια κι έφτανε στα 80...
Αυτά σκέφτομαι, καθώς σήμερα ο Hendrix θα γινόταν 80 χρονών...

26/11/2022
Paul Mauriat “Jesus Cristo”…
https://www.youtube.com/watch?v=tkARm2azMpE

26/11/2022
Τεστ οργανογνωσίας. Να βρεις όλα τα όργανα, που ακούγονται σ’ αυτή τη σύνθεση του Ένιο Μορικόνε, από το εκπληκτικό «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» (1970) του Έλιο Πέτρι. Θυμίζει το θέμα από τη «Συμμορία των Σικελών» βέβαια, αλλά είναι ωραία παραλλαγμένο...

25/11/2022
Καθαρό Ροκ εδώ, χωρίς Ποπ κι άλλες αηδίες... (1969)

25/11/2022
Γιάννης Μαρής με Αλίκη Βουγιουκλάκη στην Lagoudera της Ύδρας...
Όποιοι δεν είδαν το κείμενό μας για το "Έγκλημα στα Παρασκήνια", που ανέβηκε την Κυριακή, ας το δούνε τώρα...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/einai-egklima-sta-paraskinia-i-koryfaia-elliniki-astynomiki-tainia

23/11/2022
Αυτά δεν συνέβαιναν στα τζαζ κλαμπ...
Πήγαν κάτι ναυτικοί, τρεις το πρωί, να ζητήσουν από την Καίτη Ντάλη να πει ένα τραγούδι του Δημήτρη Ξανθάκη. Ο Ξανθάκης έγινε έξω φρενών. Απαγόρευσε στην Ντάλη να το πει, οι ναυτικοί επέμειναν, θα γίνηκαν οι σχετικοί τσαμπουκάδες, και τότε όλοι στο μαγαζί, από τραγουδιστές μέχρι σερβιτόρους, αρχίσανε να τους κοπανάνε (τους ναυτικούς). Ένας στο νοσοκομείο, δύο ελαφρύτερα, και όταν θα πλάκωνε η αστυνομία για να μαζέψει τα υπόλοιπα, θα ’βρισκε το μαγαζί κλειστό...

23/11/2022
Ένας από τους τελευταίους, αν όχι ο τελευταίος πολύ μεγάλος μουσικός της τζαζ, που είχε εμφανιστεί στο Τζαζ Κλαμπ του Μπαράκου, ένα μήνα πριν κλείσει...
5-17 Οκτ. 1983 ο πολωνός σαξοφωνίστας Zbigniew Namyslowski στο κλαμπ. 23 Νοε. 1983 κλείνει το κλαμπ.
https://www.youtube.com/watch?v=gYu7A6roh9U

22/11/2022
Μην γράφετε ότι το Τζαζ Κλαμπ του Μπαράκου ήταν το πρώτο τζαζ κλαμπ, που άνοιξε στην Αθήνα. Εκτός αν πείτε ότι ήταν το πρώτο στο οποίο μπορούσαν να πάνε και ν’ ακούσουν τζαζ άφραγκοι φοιτητές ή φοιτητές με λίγα χρήματα τέλος πάντων – αλλά και πάλι...
Το Galaxy του Hilton τι ήτανε; Δεν ήτανε τζαζ κλαμπ, το οποίο «διηύθυνε» ο τεράστιος πιανίστας Μανώλης Μικέλης με τους συνεργάτες του; Απλώς το Galaxy δεν ήτανε για το λαό. Είχε ανεβασμένες τιμές και πηγαίνανε ξένοι κυρίως και έλληνες, από μεσοαστοί και πάνω.
Τζαζ κλαμπ είχε και η Τρούμπα, για άλλο κοινό φυσικά. Όπως τζαζ κλαμπ είχε και η Ελληνοαμερικανική Ένωση στα τέλη του ’50 – το εντευκτήριό της, στο οποίο σύχναζε και ο Μπαράκος και που γινόντουσαν και live (μέχρι και ο Χατζηνάσιος είχε παίξει – άσημος τότε πιανίστας), γίνονταν ακροάσεις δίσκων (όπως και στου Μπαράκου), συζητήσεις (όπως και στου Μπαράκου) κ.λπ. Δηλαδή ήταν μια κανονική λέσχη (ήτοι κλαμπ).

22/11/2022
Χθες διαδόθηκε εδώ μέσα ότι πέθανε ο Γιώργος Μπαράκος του προαιώνιου Τζαζ Κλαμπ στην Πλάκα. Εγώ πέρασα σήμερα το πρωί από το σπίτι του, αλλά δεν είδα κάτι. Θα περάσω και πάλι το απόγευμα...
Εν τω μεταξύ έχουν bγραφτεί ήδη διάφορες ανακρίβειες και ασυναρτησίες για τον Μπαράκο και το μαγαζί του, και εδώ μέσα (από σχολιαστές, μουσικούς κ.λπ.) και έξω από εδώ (από άσχετους), πράγμα αναμενόμενο – καθότι έχουν περάσει δεκαετίες από τότε και οι μνήμες, των όσων, έχουν ασθενήσει. Όμως και σε κάθε περίπτωση υπάρχουν τα ντοκουμέντα και αν κάποιος γουστάρει, και ξέρει να ψάχνει, μπορεί να γράψει κάτι καλό.
Άλλα δεν έχω για την ώρα να πω. Θα επανέλθω ανάλογα με τις εξελίξεις...

22/11/2022
>>“ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Στις 9:14 πμ, την Πέμπτη, 21 Οκτωβρίου, 2021, έλαβα ηλεκτρονικά από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια (Columbia) το δίπλωμά μου<<
Και το εκτύπωσε αμέσως σε printer 3-D, κορνιζαρισμένο, έτοιμο, με τζάμι, και το πήγε στο Μητσοτάκη...

22/11/2022
Δεν αντιλαμβάνεσαι επακριβώς τι λέει, νοιώθεις όμως ότι κάτι τον ζεματάει και τα λέει. Εδώ υπάρχουν και άρθρα από το σπάνιο εφημεριδάκι του «Σύστημα». Κάποτε είχα βρει κάτι φύλλα...
[Μιχάλης Κατσαρός 1919-21 Νοε. 1998]

21/11/2022
Στο νέο Yellow Box, που κυκλοφορεί στα περίπτερα, γράφουμε για τα 50 χρόνια από την έκδοση του πρώτου άλμπουμ των krautrockers Neu! Η ιστορία του γκρουπ, και ακόμη οι Harmonia και ο Brian Eno, οι La Düsseldorf κ.λπ.

GONDWANA RECORDS μία σημαντική βρετανική εταιρεία της σύγχρονης τζαζ – άλμπουμ των Portico Quartet, Hania Rani, Mammal Hands, Matthew Halsall κ.ά., που γράφουν ιστορία

Μπορεί η Gondwana να ήταν μια προϊστορική υπερ-ήπειρος, από την οποία προήλθαν η Ανταρκτική, η Νότια Αμερική και η Αυστραλία, αλλά στον χώρο της τζαζ “Gondwana” είναι η περίφημη 47λεπτη σύνθεση του Miles Davis, από το εκπληκτικό ιαπωνικό fusion άλμπουμ του “Pangaea” [CBS / Sony, 1975].
Περαιτέρω, από το 2008 και μετά, δρα στον χώρο και η βρετανική εταιρεία της σύγχρονης τζαζ Gondwana Records (AN Music), που έβαλε εμπρός ο τρομπετίστας και συνθέτης Matthew Halsall (με ονομασία επηρεασμένη προφανώς από την σύνθεση του Miles Davis), κατορθώνοντας μέσα σε λίγα χρόνια να δημιουργήσει μεγάλο δεδομένο, υπογράφοντας με κορυφαία συγκροτήματα, όπως με τους Portico Quartet και τους Mammal Hands, προβάλλοντας συνεχώς πολλά και ενδιαφέροντα νέα ονόματα. Γι’ αυτά θα γράψουμε στη συνέχεια...
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/gondwana-records-mia-simantiki-etaireia-tis-syghronis-tzaz

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΡΑΚΟΣ: η τζαζ ήταν η ζωή του – ο πρόσφατος θάνατός του φέρνει ξανά στην επιφάνεια το ιστορικό Τζαζ Κλαμπ, στην Πλάκα, όπως και τις υπόλοιπες δραστηριότητές του

Πριν από μερικές μέρες, στις 20 Νοεμβρίου, έγινε γνωστός ο θάνατος του Γιώργου Μπαράκου – ενός εντελώς ξεχωριστού, ενός μοναδικού προμότερ της τζαζ στη χώρα μας.
Το θλιβερό γεγονός θα ανακοινωνόταν στο facebook από μουσικούς, που είχαν συνεργαστεί μαζί του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, στο περιώνυμο Τζαζ Κλαμπ του, στην Πλάκα, σκορπώντας στους απανταχού φίλους της τζαζ (και εδώ, μα ακόμη και στο εξωτερικό) συγκίνηση και θλίψη. Ήταν και ο τρόπος με τον οποίον «έφυγε» εντελώς απρόσμενα από τη ζωή ο 80χρονος Γιώργος Μπαράκος, που συνέτεινε σ’ αυτό.
Μπορεί στην νεότερη γενιά των jazz fans το όνομά του να μην λέει πάρα πολλά –αν και αποκλείεται να υπάρχει άνθρωπος, που ν’ ακούει τζαζ στην Ελλάδα, και να μην ξέρει τουλάχιστον το βασικότερο όλων–, για τους παλαιότερους, όμως, μουσικούς, fans, ακροατές, ανθρώπους γενικώς που ασχολούνται ή ασχολήθηκαν από διάφορες φάσεις και θέσεις με την τζαζ στην Ελλάδα, ο Γιώργος Μπαράκος ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα θρυλικό πρόσωπο.
Κυρίως, γιατί έστησε μια κατάσταση στην Πλάκα, στην πλατεία Ραγκαβά, στα Αναφιώτικα, από τα τέλη του ’74 έως και τα τέλη του ’83, από αγνή και άδολη αγάπη για την μουσική. Την τζαζ βασικά, αλλά όχι μόνο.
Τελείως έξω από κερδοσκοπικές αντιλήψεις, παντελώς έξω από κάποια κυκλώματα, που πάντα υπήρχαν και που αντιμετώπιζαν την τζαζ άλλοτε ως μουσική των «καταγωγίων», και άλλοτε ως «στυλάτη» μουσική της «υψηλής κοινωνίας», ο Γιώργος Μπαράκος έδωσε στην μουσική που αγαπούσε –συμβάλλοντας με απέραντη αγάπη, προσωπικό κόπο και έξοδα– την αληθινή λαϊκή θέση που της ανήκε, στήνοντας ένα χώρο εκ του μηδενός, που λειτουργούσε και σαν «σχολείο». Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα με μια σειρά...
Στην αρχή ήταν το ροκ εντ ρολ, και η τζαζ της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και του Κολλεγίου
Ο Γιώργος Μπαράκος έμπαινε στην εφηβεία, όταν σκάει το ροκ εντ ρολ στην Ελλάδα, το 1956. Γίνεται ροκεντρολάς, όπως κάθε νέος της εποχής με μουσικές ανησυχίες, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα ανακαλύπτει και την τζαζ, μέσω ενός μεγαλύτερου γείτονά του, που τον μυεί σε κλασικά ακούσματα (Charlie Parker, Dizzy Gillespie, Gerry Mulligan, Thelonious Monk κ.ά.).
Παρότι πολύ νέος ακόμη και πιστός fan του ροκ εντ ρολ, ο Γιώργος Μπαράκος βρίσκει στην νέα μουσική αγάπη του ένα άλλο νόημα. Αντιλαμβάνεται, ας πούμε, την ιδιαίτερη σχέση που συνδέει τον μουσικό της τζαζ, με το όργανό του, που αποτελεί προέκταση της φωνής του, και αυτό τον συνεπαίρνει. Έτσι, σταδιακά, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η τζαζ αποκτά κυρίαρχο ρόλο στα ακούσματά του.
Ίσως αυτό να οφειλόταν και στην σταδιακή αποδυνάμωση του ροκ εντ ρολ, καθώς άλλοι «ήρωές» του σκοτώθηκαν (Buddy Holly, Eddie Cochran), άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά (Gene Vincent), άλλοι είχαν προβλήματα με τον νόμο, με αποτέλεσμα η καριέρα τους να τραβηχτεί «πίσω» (Chuck Berry, Jerry Lee Lewis) και άλλοι ενέδωσαν στο πιο μπλαζέ, κρουνερίστικο στυλ (Elvis Presley), που ήταν η κύρια και συντηρητική ποπ πρόταση της Αμερικής στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60, και που δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, αυτό το ύφος, να εκφράσει τα... οργισμένα νιάτα της εποχής.
Τέλος πάντων ο Μπαράκος πέφτει με τα μούτρα, όπως λέμε, στην τζαζ,  –αν και ποτέ δεν θα σταματήσει να ακούει και ροκ– εκμεταλλευόμενος, στο έπακρο, τις λίγες δυνατότητες που παρείχε η εποχή, ώστε να μορφωθείς όσο γινόταν τζαζικώς.
Υπάρχει, λοιπόν, ο Ελληνο-Αμερικανικός Σύνδεσμος, η δανειστική δισκοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, μετά το 1957, που κάνει καλή δουλειά, υπάρχει το Μοναστηράκι, στο οποίο καταλήγουν οι δίσκοι των Αμερικανών, που υπηρετούν στις Βάσεις γύρω από την Αθήνα και που μετατίθενται ή απολύονται, υπάρχουν οι σχετικές εκδηλώσεις αποφοίτων του Κολλεγίου Αθηνών και βασικά υπάρχει το Εντευκτήριο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, στην Ηρώδου Αττικού 25, που στεγάζει το Jazz Club των Αθηνών και στο οποίο παρουσιάζονται δίσκοι, γίνονται συναυλίες, οργανώνονται ομιλίες κ.λπ.
Σε όλα αυτά ο Γιώργος Μπαράκος είναι «μέσα». Και προφανώς σ’ αυτά τα στέκια πηγαίνει με τον φίλο του σαξοφωνίστα Λάκη Διακογιάννη, προφανώς γνωρίζεται από τότε με τον μεγαλύτερό του και επίσης jazz-fan Δημήτρη Πολύτιμο, ενώ στους ίδιους χώρους κινούνταν και πολλοί άλλοι άνθρωποι, από τον σχεδόν συνομήλικό του Βαγγέλη Παπαθανασίου, μέχρι τους μεγαλύτερους Μίμη Πλέσσα, Τίτο Καλλίρη κ.ά.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/o-thrylos-toy-giorgoy-mparakoy-kai-toy-istorikoy-tzaz-klamp-sta-anafiotka

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΖΙΦΑΚΙΣ flamenco odyssey

Όπως διαβάζουμε στο back cover του CD Flamenco Odyssey (2022), που κυκλοφορεί από την παγκοσμίως αναγνωρισμένη γερμανική εταιρεία της «κλασικής» Naxos:
«Ο γεννημένος στην Αθήνα Χρίστος Τζιφάκις έχει εμφανιστεί διεθνώς ως σόλο κλασικός κιθαρίστας, έχοντας συνθέσει εκτενώς για σόλο κιθάρα, φλαμένκο-τζαζ σύνολα, όπως και για το θέατρο. Το “Flamenco Odyssey” είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του, μέσα από το οποίο ο ακροατής μπορεί να βιώσει το φλαμένκο από την πλεονεκτική θέση ενός ταξιδιώτη βυθισμένου στα ηχοχρώματα και τις γεύσεις, τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής κουλτούρας. Οι ρυθμοί των bulería, soleá και fandango προσφέρουν μέθη, όπως ακριβώς το κάνουν και οι αυτοσχεδιασμοί στα παραδοσιακά κρητικά τραγούδια. Υπάρχουν επίσης πιο σκοτεινές, πιο μελαγχολικές παρορμήσεις, ενώ ο εορταστικός χαρακτήρας αυτού του εκτεταμένου και συναρπαστικού έργου βασίζεται και σε μπλουζ-ροκ επιρροές».
Το “Flamenco Odyssey”, έργο του Χρίστου Τζιφάκι (Christos Tzifakis), συντεθειμένο ανάμεσα στα χρόνια 2007-2018, είναι ενορχηστρωμένο για κιθάρα και ensemble δωματίου από τον συνθέτη Μιχάλη Τραυλό και αποτελείται από εννέα tracks, στα οποία μπορεί να κυριαρχούν τα flamenco ηχοχρώματα (μελωδίες, ρυθμοί κ.λπ.), αλλά δεν είναι τα μόνα.
Το λέμε, γιατί οι επιρροές του Χρίστου Τζιφάκι είναι ευρύτερες, καθώς τούτες μπορεί να αναζητηθούν από τα ριζίτικα τραγούδια, τον Ερωτόκριτο, το waltz και την ελαφρά ορχηστρική μουσική, μέχρι το blues, το folk και το rock.
Και δεν είναι σύνηθες αυτό. Δεν είναι σύνηθες τέτοιου τύπου αντιδιαμετρικές επιρροές να συνυπάρχουν κάτω από την ίδια «στέγη», δίχως πρόβλημα επικοινωνίας. Γιατί αυτό είναι το σημαντικότερο, στην περίπτωσή μας – το μείγμα να είναι ομογενές και όχι patchwork, από ασύνδετα μεταξύ τους τμήματα.
Φυσικά, αυτό, που δεν είναι καθόλου εύκολο, επιτυγχάνεται βασικά μέσα από την βαθιά και προσεκτική μελέτη των εκάστοτε ειδών, που καλούνται να συνυπάρξουν – άρα ο συνθέτης, η προσωπικότητα του συνθέτη, είναι ένα πολύ βασικό «κρατούμενο».
Ένα δεύτερο «κρατούμενο» είναι η ενορχήστρωση. Και αν ο Χρίστος Τζιφάκις αποδεικνύεται εδώ ένας συνθέτης με όραμα, ο ενορχηστρωτής Μιχάλης Τραυλός, σπεύδει, με το δικό του ταλέντο, σ’ αυτό ακριβώς το όραμα να δώσει μιαν υπόσταση.
Το καταφέρνει στον μέγιστο βαθμό.
Το άλμπουμ “Flamenco Odyssey” κυλάει με απόλυτη άνεση, ενώ είναι έτσι διαμορφωμένο, ώστε τελικώς να συνεπαίρνει.
Βεβαίως, και η συνεισφορά των μουσικών δεν είναι μικρή εδώ. Οι Χρίστος Τζιφάκις κιθάρα, Ευάγγελος Σταθουλόπουλος φλάουτο, Evgeny Bukov βιολί, Παναγιώτης Μπουραζάνης ηλεκτρικό μπάσο, Νίκος Καπηλίδης (RIP) ντραμς, Γιάννης Παπαγιαννούλης κρουστά, claps και Χρήστος Ξενάκης virual strings, samples, προγραμματισμός μεταφέρουν ακαριαίως τα vibes του έργου – ενός έργου, που μπορεί να συγκινήσει τελείως διαφορετικούς ακροατές. Ανθρώπους, που μπορεί ν’ ακούν από κλασική μουσική, μέχρι progressive rock, και από σάουντρακ και ελαφρά μουσική, μέχρι avant και λοιπά σύγχρονα ιδιώματα.
Όλα τα tracks είναι καταπληκτικά στο “Flamenco Odyssey”, αλλά και μια ιδιαίτερη προτίμηση στα “El Grecos footsteps”, “Plegaria”, “Nostalgia, ballad” και “Baghdad, bulería” δεν θα ήταν κακό, από μέρους μας, να επισημανθεί.
Αρχοντικό άλμπουμ!
Επαφή: www.naxos.com, kariotis@pure.com.gr

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ένα δεύτερο άλμπουμ του κιθαρίστα της jazz, μέσα στη χρονιά

Πότε ήταν που γράψαμε για έναν δίσκο του κιθαρίστα της jazz Απόστολου Λεβεντόπουλου (Apostolos Leventopoulos); Μα μόλις τον προηγούμενο Απρίλιο, στις 30 του μηνός (λέμε για το άλμπουμ του “Songs for Acoustic Guitar”). Και να τώρα, επτά μήνες, αργότερα, ένα δεύτερο CD του Α. Λεβεντόπουλου να στρίβει στο player, ένα CD που αποκαλείται After the Spirit [Breeze House, 2022] και που είναι τελείως διαφορετικό από το προηγούμενό του. Λογικό. Δεν θα έκανε ο άνθρωπος μέσα σ’ ένα τόσο μικρό διάστημα έναν «ίδιο» δίσκο.
Να πούμε λοιπόν πως στο “After the Spirito Απόστολος Λεβεντόπουλος δεν είναι μόνος του, όπως ήταν στο “Songs for Acoustic Guitar”, καθώς συνοδεύεται από ακόμη δύο μουσικούς, πασίγνωστους στον χώρο, τον Γιώργο Κοντραφούρη, που χειρίζεται hammond και τον Αλέξανδρο Δράκο Κτιστάκη στα ντραμς.
Άρα έχουμε ένα trio κιθάρα-hammond-ντραμς, που δεν μπορεί παρά να κινείται σε groovy hard-bop δρόμους.
Και ναι, έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα, με το “After the Spirit” να περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις (από 4:06 η πιο σύντομη στο χρόνο, έως 7:40 η πιο μεγάλη σε διάρκεια), ανήκουσες όλες στον Απόστολο Λεβεντόπουλο.
Έτσι, εδώ, ο Α. Λεβενόπουλος δεν παρουσιάζεται μόνον ως κιθαρίστας, μα και ως... γεννήτορας του υλικού (άρα και σίγουρος για τον... συνθέτη εαυτό του), πράγμα που δεν είναι ούτε απλό, ούτε καθημερινό στην ελληνική τζαζ πραγματικότητα.
Το πρώτο που οφείλουμε να πούμε, λοιπόν, είναι πως οι συνθέσεις δείχνουν την ικανότητα και την άνεση, και βεβαίως την εμπειρία του πρώτου τη τάξει.
Ο Λεβεντόπουλος δεν εμφανίστηκε «χθες» στην σκηνή. Έχει μακριά πείρα στο χώρο, και πέρα απ’ αυτόν, και κάτι από το παρελθόν του μπορείτε να δείτε και στο προηγούμενο review μας (https://diskoryxeion.blogspot.com/2022/04/blog-post_30.html), ώστε να αποκτήσετε μια κάπως πληρέστερη εικόνα.
Βεβαίως εδώ δεν βρίσκεται μόνον ο Λεβεντόπουλος στο στοιχείο του, με την ηλεκτρική κιθάρα του, διατρέχοντας μίλια τζαζ κιθαριστικής παράδοσης, μα ακόμη και οι υπόλοιποι δύο μουσικοί, και βασικά ο Γιώργος Κοντραφούρης, που για μιαν ακόμη φορά γκρουβάρει με γνώση είτε «μπροστά», είτε «στο βάθος».
Άξιος συνοδοιπόρος, φυσικά, και ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης με το λιτό παίξιμό του, συνοδεύει τέλεια αυτές τις συνθέσεις, που είτε είναι γρήγορες, είτε μεσαίες, είτε αργές, βγάζουν πάντα την ίδια ένταση.
Μάλιστα, τα πιο αργά κομμάτια, όπως ας πούμε το bluesA blues story” και το έσχατο “Morning song”, που ακούγεται κάπως σαν προσευχή (σίγουρα η «πνευματικότητά» του δεν είναι άσχετη της γνώσης του συνθέτη περί την τζαζ παράδοση) είναι από τα ωραιότερα του άλμπουμ, δείχνοντας, για να το πούμε κάπως παραστατικά, την ικανότητα του Λεβεντόπουλου να συνθέτει σαν... αφροαμερικάνος.
Φυσικά, το άλμπουμ κυλάει «νεράκι», με την γκρούβα παντού να κυριαρχεί και με κομμάτια σαν τα “The trap”, “Open roads” και “After the spirit” να προσφέρονται για πολλαπλές αναγνώσεις – και όσον αφορά στην παρουσία, σε αυτά, των συγκεκριμένων οργάνων, μα και σε σχέση με επιρροές, αναφορές κ.λπ.
Ένα πλήρες άλμπουμ λοιπόν από τον Απόστολο Λεβεντόπουλο και την παρέα του, με καλή παραγωγή και μεγάλο δόσιμο, που δείχνει, για μιαν ακόμη φορά, τον δρόμο, τα χιλιόμετρα, που έχουν καλυφθεί από τους έλληνες μουσικούς, οι οποίοι πλέον καταγράφουν δουλειές... άλλου επιπέδου.
Επαφή: https://apostolosleventopoulos.bandcamp.com/releases

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ ο πολύ αξιόλογος «έντεχνος» δίσκος του

Τον τραγουδιστή Δημήτρη Νικολούδη τον γνωρίσαμε, οι περισσότεροι, το 1994, όταν τον ακούσαμε στο άλμπουμ του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Το Αιώνιο Παράπονο» [Ανατολή Music Productions]. Τα επόμενα χρόνια ο Δ. Νικολούδης τραγούδησε και Σταύρο Κουγιουμτζή και βασικά έναν αξιόλογο, αλλά όχι πολύ γνωστό συνθέτη από την βόρεια Ελλάδα, τον Πάρι Παρασχόπουλο, και κάπου εκεί τα ίχνη του χάθηκαν από την δισκογραφία...
Κατά μίαν έννοια αυτή η κυκλοφορία, η πλέον πρόσφατη του Δ. Νικολούδη, που αποκαλείται «Στην Άκρη του Δρόμου» [Μετρονόμος, 2022], ήταν κάτι το απρόσμενο, που, σε κάθε περίπτωση, άξιζε τον κόπο να επιχειρηθεί. Και γιατί ο Δημήτρης Νικολούδης παραμένει ένας πολύ ιδιαίτερος και εκφραστικός τραγουδιστής, και γιατί το υλικό, με το οποίον αποφάσισε ο ίδιος να μας ξανασυστηθεί, μετά από χρόνια, είναι σε γενικές γραμμές από πολύ καλό έως και εξαιρετικό.
Και μπράβο του δηλαδή, που το έψαξε και που κατόρθωσε να εντοπίσει άξια τραγούδια, που του πάνε. Τραγούδια διαφόρων συνθετών (Παντελής Θαλασσινός, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Γιώργος Καζαντζής, Κώστας Θωμαΐδης, Χρήστος Βερνάρδος, Μανόλης Ανδρουλιδάκης, Γιάννης Τσολακίδης, Πάρις Παρασχόπουλος, Χρήστος Κολοβός, Κώστας Πρατσινάκης) και επίσης διαφόρων στιχουργών-ποιητών (Γιώργος Δ. Μπίμης, Αντώνης Παπαϊωάννου, Ναντίνα Κυριαζή, Σπύρος Μπαλτογιάννης, Φίλιππος Γράψας, Δημήτρης Λέντζος, Γιάννης Τσολακίδης, Διονύσιος Σολωμός, Κική Δημουλά, Πρόδρομος Μάρκογλου, Χρήστος Παναγιωτόπουλος, Στέργιος Πολύζος, Σταύρος Ζαφειρίου), τα οποία τραγούδια ενοποιούν και οι ενορχηστρώσεις (Σάκης Λάιος, Πάρις Παρασχόπουλος, Χρήστος Βερνάρδος), αλλά βασικά ο ίδιος ο Δ. Νικολούδης με την φωνή και τις ερμηνείες του.
Με σεμνά, λιτά, αλλά... οξυδερκή σχήματα συνοδείας, συνήθως τεσσάρων μουσικών, αλλά υπάρχουν και τραγούδια με δύο και τρεις μουσικούς, όπως και λίγα με περισσότερους από πέντε, ο Δημήτρης Νικολούδης –γιατί σ’ αυτόν θα πρέπει να χρεώσουμε, τελικώς, τις αποφάσεις–, κατορθώνει να ετοιμάσει ένα «έντεχνο» άλμπουμ, πολύ σοβαρό, όχι σοβαροφανές, που σημαίνει πως ο άνθρωπος αυτός έχει ακονισμένο λαϊκό αισθητήριο, κάτι που είναι, φυσικά, το σημαντικότερο όλων. Το να μπορείς να διαλέγεις, δηλαδή, «ένα κι ένα» τραγούδια, που να σου πηγαίνουν.
Από τα δεκατρία κομμάτια του δίσκου τα οκτώ μού άρεσαν πολύ, πάρα πολύ, ενώ και τα υπόλοιπα πέντε είναι «μια χαρά», καθώς ο δίσκος κινείται όλος σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Υπάρχουν τραγούδια, εδώ, που άλλοτε παραπέμπουν σε Σωκράτη Μάλαμα, άλλα ηχούν απρόσμενα, όπως το χασάπικο των Θ. Γκαϊφύλλια-Α. Παπαϊωάννου, άλλα είναι πιο «χατζιδακικά», αλλά βγάζουν μιαν ένταση, ωραία οριοθετημένη, όπως το «Ρημαδιό» των Χ. Βερνάρδου-Φ. Γράψα, σε άλλα δημιουργούν μιαν αίσθηση ευφορίας οι ενορχηστρώσεις, μαζί με τις μελοποιήσεις φυσικά – έξοχο το «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» των Π. Παρασχόπουλου-Δ. Σολωμού, καταπληκτικό το κάπως «θεοδωρακικό» «Στην άκρη του δρόμου» των Χ. Βερνάρδου-Π. Μάρκογλου και σπουδαίο το «Άλικα λάθη» των Χ. Κολοβού-Σ. Πολύζου.
Είναι δύσκολος και απαιτητικός ο χώρος του «έντεχνου», στον οποίον κινείται ο Δημήτρης Νικολούδης. Από την μια μεριά υπάρχει η μεγάλη παράδοση των δεκαετιών του ’60 και του ’70, και από την άλλη υπάρχει το «τράβηγμα» από το ’90 και μετά.
Εδώ όμως, στο άλμπουμ «Στην Άκρη του Δρόμου», δεν υπάρχει κανένας... εκβιασμός καταστάσεων, κανένα «τράβηγμα», καμία παραχώρηση σε μανιέρες και τετριμμένα σχήματα. Όλα κινούνται σε υψηλές διαδρομές, όλα έχουν τους λόγους τους και τις αιτίες εκεί όπου βρίσκονται – και αυτό, όπως και να το κάνουμε, πιστώνεται στους ανθρώπους που βρέθηκαν πίσω από τον πολύ αξιόλογο αυτόν δίσκο.
Επαφή: www.metronomos.gr

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

CORY SMYTHE το νέο παράξενο άλμπουμ ενός σύγχρονου δημιουργικού μουσικού της jazz

Στα 45 του πια, ο πιανίστας, συνθέτης και αυτοσχεδιαστής Cory Smythe αποτελεί μια προσωπικότητα στον χώρο της σύγχρονης avant-jazz. Με τα «δύσκολα» άλμπουμ του να διαδέχονται τα ένα το άλλο, ο Cory Smythe έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να ορίσει έναν χώρο πειραματισμού, βασικά μέσα από τις τρεις τελευταίες κυκλοφορίες του στην Pyroclastic Records, που διαθέτει ισχυρές θεωρητικές και πρακτικές καλύψεις.
Βασικά λέμε για τα άλμπουμ του “Circulate Susanna” (2018), εκεί όπου o Smythe επανεξέτασε, με το δικό του τρόπο, την «σκληρότητα» τινών minstrel songs, “Accelerate Every Voice” (2020) (άλμπουμ με καινοτόμους πειραματισμούς πάνω στο θέμα «φωνή», για το οποίον υπάρχει review στο blog) και βεβαίως για το έσχατο Smoke Gets in Your Eyes(2022), που και αυτό διαθέτει την δική του ανατρεπτική  λογική.
Βασικά, εδώ, ο Cory Smythe, έχοντας στο νου του την καταστροφή του περιβάλλοντος, πειραματίζεται πάνω σ’ ένα στάνταρτ τού great american songbook, του “Smoke gets in your eyes”, ενός τραγουδιού του 1933, σε μουσική Jerome Kern και στίχους Otto Harbach, που είπαν ή διασκεύασαν μουσικώς, στην πορεία, οι πάντες (Nat King Cole, Harry Belafonte, Charlie Parker, Eartha Kitt, Sara Vaughan, The Platters, Blue Haze, Bryan Ferry…) και το οποίον αναπροσαρμόζει τόσο... φωνολογικώς, όσο και μουσικώς.
Έτσι, οι κάπως θλιβεροί στίχοι τού “Smoke gets in your eyes”, με τον καπνό που θολώνει μεταφορικώς το μυστήριο της αγάπης, περισφίγγοντας την καρδιά και προκαλώντας δάκρυα στα μάτια, μετατοπίζονται προς ένα ευρύτερο σύγχρονο οικολογικό-πολιτικό-κοινωνικό ζήτημα, που σχετίζεται με την απαξίωση και από ’κει και πέρα με την καταστροφή του περιβάλλοντος (δεν είναι τυχαία η φωτογραφία του Russell Kaye στο εξώφυλλο, που απεικονίζει μια wildfire, στην Manitoba του Καναδά, το 1994), με τον Cory Smythe να ανατέμνει τα βασικά στοιχεία του τραγουδιού, δημιουργώντας έτσι μια νέα, αλλά το ίδιο δυσβάσταχτη αποτύπωση.
Το “Smoke Gets in Your EyesCD χωρίζεται βασικά σε δύο μέρη. Στο πρώτο, ήτοι στα κομμάτια ένα έως τέσσερα, ο φορέας είναι ένα σύγχρονο γκρουπ, με πολύ σημαντικές μονάδες (Sofia Jernberg φωνή, Joshua Modney βιολί, Tomeka Reid τσέλο, Peter Evans τρομπέτα, Zekkereya El-magharbel τρομπόνι, Ryan Muncy άλτο σαξόφωνο, Ingrid Laubrock τενόρο σαξόφωνο, David Leon άλτο, βαρύτονο, κλαρινέτο, Jessie Cox ντραμς, κρουστά, Stephan Crump κοντραμπάσο, Cory Smythe πιάνο), το οποίο αυτοσχεδιάζει πάνω στην «στοιχειωμένη» μελωδία του πρωτότυπου τραγουδιού, σπάζοντας τους στίχους σε συλλαβές, που αποδίδονται με τελείως κατακερματισμένο τρόπο, και την κυρίαρχη μελωδία σε σύντομα περιγράμματα. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μ’ αυτόν τον τρόπο ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον (από εκείνο του τραγουδιού), από το οποίον, όμως, αναδύεται η ίδια σπαρακτική εικόνα. Στο τέταρτο track της σειράς, το “Combustion 2”, υπάρχει και πιο συμβατικό τραγούδισμα, όπως και παίξιμο (ένα blues επί της ουσίας), αλλά η γενικότερη διάθεση, ακόμη κι εδώ, δεν παύει να είναι ανατρεπτική.
Στο δεύτερος μέρος του CD, δηλαδή στα κομμάτια πέντε έως έντεκα, έχουμε κάτι ακόμη πιο ακραίο (ίσως).
Σε αυτά τα tracks ακούγεται μόνον ο Cory Smythe με το πιάνο του. Τα tracks έχουν όλα τον ίδιο τίτλο, δηλαδή “Smoke gets in your eyes”, και αφορούν σ’ ένα εντελώς «προσωπικό» piano-playing.
Ουσιαστικώς σε αυτά τα επτά tracks, που διαρκούν από 2:57 (το πιο σύντομο στο χρόνο), έως 11:36 (το πιο πλατύ), ο Smyth επαναπροσδιορίζει, μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις, το κλασικό αυτό τραγούδι, αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε επιμέρους μελωδικά patterns, χρησιμοποιώντας το πιάνο του «μέσα-έξω», μαζί με ελαφρό ηλεκτρονικό μανιπουλάρισμα, παίζοντας με τελείως απρόσμενο τρόπο, παράγοντας σύντομες φράσεις, μικροτόνους, ακόμη και φάλτσες (ξεκούρδιστες) νότες, δημιουργώντας αλλόκοτες, γενικώς, καταστάσεις.
Οπωσδήποτε ένα «βαρύ», «ειδικό» και πολύ ερμητικό άκουσμα, που διατηρεί όμως τη δική του παράξενη γοητεία.
Επαφή: www.corysmythe.com, www.pyroclasticrecords.com

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

BAZOOKA κάπου αλλού...

Το τέταρτο άλμπουμ των Bazooka, που αποκαλείται «Κάπου Αλλού…» [Inner Ear, 2022] και που κυκλοφορεί σε LP, CD, κασέτα και digital, είναι διαφορετικό από το προηγούμενό τους, το “Zero Hits”. Θα λέγαμε, μάλιστα, αρκετά διαφορετικό, και αυτό δεν ξέρουμε αν είναι καλό ή κακό. Πιθανώς να μην είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί, σίγουρα, οι προσδοκίες του καθενός μας είναι διαφορετικές. Άλλοι δηλαδή θα το βρουν περισσότερο προσγειωμένο, λιγότερο άγριο, πιο pop ίσως, ενώ άλλοι αυτά ακριβώς τα ζητήματα μπορεί να τα θεωρήσουν ως επιπλέον «προσόντα».
Σε κάθε περίπτωση το «Κάπου Αλλού…» είναι ένα συνεπές άλμπουμ, το οποίον κατ’ αρχάς εντάσσεται άνετα κάτω απ’ αυτή την γενική ταμπέλα του «ελληνικού ροκ». Γιατί, θα μου πείτε, τα προηγούμενά τους ήταν λιγότερο «ελληνικό ροκ»; Ναι, μάλλον. Εξαρτάται, βεβαίως, και εδώ, από το τι εννοεί ο καθένας ως «ελληνικό ροκ». Τέλος πάντων, με αυτά δεν ξεμπερδεύει κανείς εύκολα...
Στην πράξη συζητάμε για ένα άλμπουμ, με δέκα τραγούδια, που επιχειρεί κατ’ αρχάς να... μοιράσει ξανά την τράπουλα στο επίπεδο του στίχου. Λέμε, λοιπόν, για λόγια ζωντανά, σημερινά, που γράφονται και με... τον σημερινό τύπο, αλλά γενικώς καλύτερα και εκφραστικώς σωστότερα από άλλες φορές, και που επιχειρούν να καταδείξουν μ’ έναν τρόπο πιο φωτεινό την... μαυρίλα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Τούτο φαίνεται ήδη από το εισαγωγικό track «Κατά βάθος», στο οποίο η περιγραφή διαθέτει στοιχεία σκληρά, ειρωνικά, αισιόδοξα και ελπιδοφόρα μαζί.
Το «Κρυφτό» είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ, διαθέτοντας ωραίες κιθάρες «από κάτω» και με την φωνή ακόμη «πιο μπροστά» («Βλέπω παντού κυνηγητό / Στην έκφρασή σου πρωτόγονο ουρλιαχτό / Κάθε μέρα κατρακυλώ / Δώσε μου θάρρος κι ας είναι δανεικό»).
Στο «Κάπου αλλού…» ακούμε ακόμη και surf με oriental υπαινιγμούς, με τον κιθαρίστα να μην... ντρέπεται να παίξει σόλο και καλά κάνει. Κάπως πιο τυχαίο από στιχουργικής πλευράς, το track αυτό στέκεται παραπάνω από καλά από μουσικής πλευράς.
Με το μπάσο μπροστά και αρκετά μπιτάτο γενικώς «Το όνειρο των παλαβών» είναι ένα κομμάτι με ωραία ανάπτυξη, «σκασίματα», λόγια και κιθάρες. Κι αυτό από τα ωραιότερα του δίσκου.
Η πρώτη πλευρά θα κλείσει με το «Δικιά μου αλήθεια». Ο τραγουδιστής αποδίδει κάπως μ’ ένα late sixties-early seventies αίσθημα, ενώ και τα παιξίματα είναι ωραία, όπως και το κομμάτι γενικότερα, που είναι και αυτό από εκείνα που ξεχωρίζουν.
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το «Καταραμένοι άνθρωποι». Οι Bazooka είναι ένα πολύ δεμένο γκρουπ και αυτό φαίνεται σε κομμάτια όπως αυτό, που είναι από τα πιο punky του άλμπουμ, με την φωνή να αποδίδει... χαριτωμένα και αυθάδικα.
Αντιθέτως το «Προεδρική φρουρά» θυμίζει ελληνικά 80s, αλλά είναι πιο απλοϊκό... και συνολικά όχι από εκείνα τα tracks που σου μένουν. Οι στίχοι πάντως... «είμαι χαμένος βαριέμαι πολύ / Δε ξέρω τι θέλω από αυτή τη ζωή» περιγράφουν με σίγουρο τρόπο εκείνο που συμβαίνει και που απασχολεί όχι μόνο τους νεότερους, μα και πολλούς μεγαλύτερους με αβέβαιο μέλλον.
Αν και θα άξιζε στους στίχους να υπάρχει περισσότερη δουλειά, το «Πάνω από τη γη» είναι και αυτό ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του «Κάπου Αλλού...», με την φωνή πάντα να κάνει μπαμ ιδίως στο μεσαίο μέρος.  
Λίγο πριν από το τέλος... ακούμε το «Τζατζούκα», που ξεχωρίζει βασικά για την κιθάρα εκεί προς τη μέση, ενώ το έσχατο «Βελούδινο κακό» παίζει ωραία με τις φωνές, παρότι τα βασικά στοιχεία του τραγουδιού (σύνθεση, λόγια) υπολείπονται των «δευτερευόντων» (που είναι πάντα ανεβασμένα).
Γενικώς, οι Βazooka, δηλαδή οι Ξάνθος Παπανικολάου φωνή, lead κιθάρες, σύνθια, όργανο, φωνητικά, Άρης Ράμμος μπάσο, Γιάννης Βούλγαρης ντραμς, κρουστά, φωνητικά και Βασίλης Τζελέπης κιθάρες φωνητικά, δίνουν ένα ακόμη καλό ή και πολύ καλό άλμπουμ, που κυλάει με άνεση. Όχι τόσο «ανατρεπτικό» συνολικώς, αλλά οπωσδήποτε σίγουρο και κατασταλαγμένο, και αυτό δεν μπορεί παρά να λογαριάζεται σαν πρόοδος.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

NAΣΟΣ ΜΑΤΡΑΚΑΣ ένα άλμπουμ του από το 2020 κι ένα από το 2008

Τραγουδοποιός με κάποιαν ιστορία πίσω του και με τρεις έως ώρας δίσκους, τους «Ένας Ξανθομάλλης Ήλιος» (1994), “Hellas as Hell” (2008) και «Αγοραίο» (2020), ο Νάσος Ματράκας αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση, την οποία αξίζει να μελετήσουμε και ν’ αποτιμήσουμε, γράφοντας, τώρα, για το πιο πρόσφατο άλμπουμ του, και ρίχνοντας μια ματιά και στο προηγούμενό του...
ΝΑΣΟΣ ΜΑΤΡΑΚΑΣ: Αγοραίο [Καθρέφτης Ήχων Αληθινών, 2020]
Δεν θα πούμε πολλά, εν αντιθέσει με τον Ν. Ματράκα που λέει πολλά, αλλά όχι αδιάφορα. Θα είμαστε σύντομοι λοιπόν και επί της ουσίας.
Το «Αγοραίο» είναι ένα πάρα πολύ καλό άλμπουμ, που κινείται στο χώρο του... εντεχνορόκ. Θα μπορούσε δηλαδή να αφορά ακροατές που γουστάρουν Σ. Μάλαμα, Θ. Παπακωνσταντίνου, Μ. Πασχαλίδη, Χ. Θηβαίο και όλους τους άλλους «ανάλογους» τραγουδοποιούς.
Εγώ, έτσι όπως ακούω τον Νάσο Ματράκα στο «Αγοραίο» θεωρώ πως έχει κάνει τελευταίο δίσκο καλύτερο απ’ όλους τους τελευταίους δίσκους των... συνοδοιπόρων του. Τόσο καλό είναι το «Αγοραίο»!
Ο Ματράκας δεν υποκρίνεται τον ριζοσπάστη και καινοτόμο τραγουδοφτιάχτη. Πατάει πάνω σε κλασικά πρότυπα –σε όλους τους μεγάλους έλληνες τραγουδοποιούς, και ορισμένους ξένους, από το ’60 και μετά– αλλά με μέτρο και με γνώση. Δεν ξεπατικώνει, δεν αντιγράφει, δεν σφετερίζεται το στυλ άλλων. Έχει δικό του. Και του φτάνει αυτό.
Ο Ματράκας γουστάρει το ροκ, αλλά γουστάρει και το ρεμπέτικο-λαϊκό τραγούδι, θα προσέθετα δε ακόμη και το κρητικό, έχοντας ισχυρές προσλαμβάνουσες από τη ζωή στην επαρχία – τις οποίες προσλαμβάνουσες τις μετατρέπει σε λόγια και μουσικές, μ’ έναν τρόπο που δείχνει και ταλέντο και ευαισθησίες. Το να είσαι ευαίσθητος δεν είναι δύσκολο, δύσκολο είναι να φτιάχνεις τραγούδια που να στέκονται αγέρωχα και αυτοδύναμα. Και ο Ματράκας αυτή την τέχνη την κατέχει όσο λίγοι (στον παρόντα χρόνο και τόπο). Οι μουσικές του είναι «ζωντανές» και τα λόγια του απλά και σίγουρα, «μπλεγμένα» με μαστόρικο τρόπο.
Έτσι λοιπόν αυτά που ακούω εγώ, στο «Αγοραίο», στέκονται και με το παραπάνω. Στέκονται δηλαδή ψηλά – όχι όπου κι όπου.
Εν τω μεταξύ η μαγκιά του Ματράκα (μαγκιά με την σωστή έννοια), δεν φαίνεται μόνο στην πρώτη ύλη, στις μελωδίες και τα λόγια του εννοώ, μα ακόμη στον τρόπο που τραγουδάει όλα τα τραγούδια του (σημειώστε το αυτό – όλα τα τραγούδια του, δίχως «συμμετοχές») και ακόμη στον τρόπο που ενορχηστρώνει, μα και στον τρόπο που ακούγονται τα τραγούδια του (μαζί με τους μουσικούς του φυσικά όλα αυτά, μα και με τον ηχολήπτη του). Ήχος, που, το ξαναλέμε, δίχως να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, είναι γερά δομημένος, πακτωμένος, με εσωτερική ένταση, και με εντελώς δημιουργική χρήση των midi-οργάνων. Φοβάμαι δε πως αν είχε όλα τα όργανα «κανονικά» μπροστά του ο Ματράκας δεν θα έφθανε στο ίδιο αποτέλεσμα – πιθανώς να ακουγότανε περισσότερο κοινότοπος ή και «σβηστός».
Κάτι συνέβη, δηλαδή, εδώ πέρα –δεν ξέρω αν προέκυψε και τυχαίως, εδώ που τα λέμε– και ο ήχος κάνει στράκες.
Ξαναλέω, όμως, πως το πρωτογενές υλικό είναι εκείνο που αριστεύει, στο «Αγοραίο», γιατί χωρίς αυτό, χωρίς την καθαρή ματιά του Ματράκα, όλα τα υπόλοιπα θα ήταν άνευ νοήματος.
Ο δίσκος ακούγεται «νεράκι», περιττό να το πω, με όλα τα τραγούδια να είναι από καλά και πάνω (δεν υπάρχει μέτριο κομμάτι στο CD), με πολλά πολύ καλά, και δυο-τρία έξοχα. Σ’ αυτά θα κατέτασσα τα «Στην επαρχία», «Ομφάλιος λώρος», «Η αγάπη», ακόμη και το «Άγρια μανιτάρια».
Άξιος δίσκος, ενός χώρου που υποφέρει...
ΝΑΣΟΣ ΜΑΤΡΑΚΑΣ:
Hellas as Hell [Καθρέφτης Ήχων Αληθινών, 2008]
Ακούω το “Hellas as Hell” από το 2008 κι ενώ έχω ακούσει πολλές φορές το «Αγοραίο».
Είναι σίγουρο πως ακόμη και αν δεν το ξέρεις αντιλαμβάνεσαι πως πρόκειται για δίσκο του ίδιου ανθρώπου. Και το λέω τούτο παρότι η φωνή του Ματράκα δεν είναι η ίδια – και δεν θα μπορούσε να ήταν η ίδια, μετά από 12 χρόνια.
Τα τραγούδια, θέλω να πω, εμφανίζουν τις ίδιες πάνω-κάτω ποιότητες, τις ίδιες πάνω-κάτω αναφορές, παρουσιάζοντας την ίδιαν απλότητα και την ίδια άνεση σε λόγια και μελωδίες.
Γενικώς, το “Hellas as Hell” μπορεί να μην φθάνει στο ύψος του «Αγοραίο» και αυτό το θεωρώ «σωστό» κατά μίαν έννοια, καθώς η τραγουδοποιία του Ματράκα από ένα σημείο «άλφα» έχει μετατοπιστεί στο «δύο επί άλφα», αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι αδιάφορος δίσκος. Ίσα-ίσα!
Το μεγαλύτερο ζήτημα εδώ το εντοπίζω κυρίως στα θέματα των ενορχηστρώσεων / ήχου κ.λπ., που είναι περισσότερο αναμενόμενα, αν και σε κάθε περίπτωση επιμελημένα, ενώ δεν απολείπουν και από το “Hellas as Hell” οι τραγουδάρες – και τέτοιες θα χαρακτήριζα το «Έκλεισα την πόρτα», το «Hacker των ψυχών» και τη «Νύχτα» (με το πρώτο να είναι ένα έξοχο ροκ-ζεϊμπέκικο και με μπουζούκι, το δεύτερο ένα το ίδιο δυνατό ελληνορόκ τραγούδι και το τρίτο μια λαϊκή μπαλάντα, χωρίς μπουζούκι).
Ένα αρκετά ενδιαφέρον άλμπουμ ήταν / είναι το “Hellas as Hell”, που έδειχνε / δείχνει το δρόμο.
(Αμφότερα τα CD είναι τυπωμένα από τον Καθρέφτη Ήχων Αληθινών του Μωυσή Ασέρ).
Επαφή: www.musicmirror.gr

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

«Έγκλημα στα Παρασκήνια»: η θρυλική αστυνομική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη από το 1960 – βασισμένη σε σενάριο του Γιάννη Μαρή παραμένει αγέραστη μέχρι σήμερα

Το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960), σε σκηνοθεσία Ντίνου Κατσουρίδη, είναι μία από τις πιο απολαυστικές ελληνικές ταινίες. Όποτε και να τη δεις, όσες φορές και να την έχεις παρακολουθήσει αποκλείεται να μην σε παρασύρει στο ρυθμό της, αποκλείεται να μην σε παγιδεύσει στην αναπάντεχη και υπόγεια ατμόσφαιρά της.
Πολύ σπάνια συναντάς σε ελληνικές ταινίες, ανεξαρτήτως είδους, τέτοια καθαρή αφήγηση, τέτοια σκηνοθετική βιρτουοζιτέ, μαζί με μια κινηματογραφική ζωντάνια, κατ’ ευθείαν βγαλμένη από την μεγάλη παράδοση του αμερικάνικου και γαλλικού crime film.
Πέραν πάσης αμφιβολίας το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» είναι η κορυφαία αστυνομική ταινία στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, ένα σχεδόν εξπρεσιονιστικό αριστούργημα με γοητεία διαχρονική.
Οπωσδήποτε η σκηνοθεσία του Ντίνου Κατσουρίδη υπήρξε απαράμιλλη –κάτι που το διαπιστώνεις πιο εμφατικά, αν έχεις διαβάσει το βιβλίο με τον ίδιο τίτλο του Γιάννη Μαρή, στο οποίο βασίστηκε το σενάριο–, αλλά το ίδιο απαράμιλλη είναι και η «σκοτεινή» φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη-Fuchs και βεβαίως η μουσική του Μίμη Πλέσσα.
Οι δεύτεροι και οι τρίτοι ρόλοι απογειώνουν την ταινία
Εν τω μεταξύ, το σπάνιο και το απρόσμενο, που συμβαίνει με το «Έγκλημα στα Παρασκήνια», είναι η διαμόρφωση των δεύτερων και τρίτων ρόλων της ταινίας.
Ενώ οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές, ο Αλέκος Αλεξανδράκης (δημοσιογράφος Μακρής) και ο Τίτος Βανδής (αστυνόμος Μπέκας) είναι αυτοί που πρέπει να είναι, χωρίς εξάρσεις στις ερμηνείες τους, κάτι που το απαιτούσε χοντρικά και το σενάριο (ιδίως στην περίπτωση του Μπέκα), είναι οι δεύτεροι και οι τρίτοι ρόλοι εκείνοι, που απογειώνουν την ταινία.
Κορυφαία ανάμεσα στους κορυφαίους, εδώ, η Ζωρζ Σαρρή (ως ηθοποιός Θάλεια Χαλκιά), που υποδύεται με μοναδική αυτοσυγκράτηση αυτήν τη φοβισμένη, την υποχθόνια, αλλά και ραδιούργα γυναίκα, που ουσιαστικά κινεί όλα τα νήματα της ιστορίας, ελέγχοντας με τον τρόπο της τους πάντες. Όχι άδικα, λοιπόν, την Ζωρζ Σαρρή θα τιμούσε η 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου (Θεσσαλονίκη, 20-26 Σεπτεμβρίου 1960) με βραβείο Β Γυναικείου Ρόλου.
Εκτός από την Ζωρζ Σαρρή, τώρα, υπάρχουν πέντε(!) ακόμη ηθοποιοί σε τρίτους(!) ρόλους, που κλέβουν ασυζητητί την παράσταση. Μπορεί, στην ταινία, να μην εμφανίζονται για περισσότερο από ένα, δύο ή τρία λεπτά ο καθένας. Είναι όμως αρκετά αυτά, για να δώσουν στο «Έγκλημα στα Παρασκήνια» μια μαγική ώθηση – να το απογειώσουν!
Μία τέτοια απογειωτική σκηνή είναι εκείνη της αρχής, πριν πέσουν οι τίτλοι, όταν ο «άγνωστος» ψηλός, με το καπέλο και την καμπαρντίνα (Γκίκας Μπινιάρης) πηγαίνει στο Θέατρο Γκλόρια, μπαίνοντας από την πόρτα των παρασκηνίων και ζητώντας από τον θυρωρό (Δήμος Σταρένιος) να δει την πρωταγωνίστρια Ρόζα Δελλή (Έφη Μελά).
Ο Γ. Μπινιάρης, που υποδύεται τον Μάκη Αγγέλογλου, τον πιο αποσυνάγωγο «ήρωα» της ταινίας, δεν θα ξαναεμφανιστεί, παρά μόνον νεκρός και από μακριά, αλλά στη συγκεκριμένη σκηνή, και μέσα από τον διάλογο με τον θυρωρό, καταφέρνει να σε βάλει αμέσως στο κλίμα.
Κατ’ αρχάς το ότι μπαίνει στο θέατρο από τα παρασκήνια αρκεί. Το ότι ανεβαίνει από την πίσω σκάλα στο καμαρίνι τής Δελλή, επίσης αρκεί. Όλοι αντιλαμβανόμαστε πως εδώ κάτι συμβαίνει, πως τον άνθρωπο αυτόν δεν πρέπει να τον δει κανείς, παρά μόνον η Δελλή. Έτσι, το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται από τα πρώτα δευτερόλεπτα, χωρίς καθυστερήσεις...
Εκπληκτικός είναι, περαιτέρω, και ο σπουδαίος ηθοποιός Γιώργος Δαμασιώτης (θείος του Μάκη Αγγέλογλου και φύλακας σ’ ένα μισοδιαλυμένο οικοδόμημα), στην πιο μαύρη και πιο νυχτερινή σκηνή της ταινίας, σ’ έναν τελείως σπαραχτικό ρόλο.
Έξοχη είναι ακόμη η Σαπφώ Νοταρά, στο ρόλο της παραδουλεύτρας τής Θάλειας Χαλκιά, στο σπίτι της οποίας κρύβεται (η Χαλκιά), με την μνημειώδη ατάκα, εκεί προς το τέλος, που μάλλον ήταν εντελώς δική της, εκφράζοντας παράλληλα και τον γενικότερο ψυχισμό της: «και μη μου σεκλετίζεσαι (κυρά μου), οι άντρες όλοι ίδιοι είναι, γουρούνια»!
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/einai-egklima-sta-paraskinia-i-koryfaia-elliniki-astynomiki-tainia

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 474

19/11/2022 
«Tι είναι αυτοί οι χίπηδες; Eγώ είμαι χίπης χρόνια!»
Γιάννης Τσαρούχης (1967)
Be sure to wear flowers in your hair...

18/11/2022
«Τόσες μέρες τόσες νύχτες απ' τον κόσμο απουσίασα» ρε Γονίδη, όχι «απουσίαζα». Έτσι ελαφρά τη καρδία αλλάζεις λέξεις του σοφού Πυθαγόρα; Θα πέσει φωτιά να σε κάψει...
[Ευπρεπής πάντως, χωρίς τσιριτσάντζουλες]
https://www.youtube.com/watch?v=1dgM7hOlptQ

18/11/2022
Το τι μ@λακίες γράψανε χθες, για το Πολυτεχνείο, οι δεξιοί, οι ακροδεξιοί, οι κρυφοφασίστες (άσε τους φανερούς) και διάφοροι άλλα φαιδρά πρόσωπα, δεν λέγεται. Μέχρι και το δικό μου κείμενο μαγάρισαν, για το Θέατρο Άλφα, με σχόλια της πλάκας, αλλά τα έσβησα. Δεν είναι να κάνεις διάλογο μαζί τους. Γιατί εκτός από φασίστες είναι και φουλ ανιστόρητοι.
Πλήρης παραπληροφόρηση, εντελώς φέικ νιουζ, και ακόμη μια εξοργιστική και παραπειστική χρήση «όπλων» της απέναντι μεριάς (σε σχέση με την Πανσπουδαστική Νο 8 ας πούμε), κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται αποκλειστικώς οι ίδιοι, αλλά και διάφοροι από την μεριά μας, που είναι ταμπουρωμένοι στις ιδεοληψίες τους και που δεν αντιλαμβάνονται πως άθελά τους παίζουν το παιχνίδι της αντίδρασης, δίνοντάς της επιχειρήματα.

18/11/2022
>>Είναι ήδη τόσες οι πληροφορίες που περιτριγυρίζουν το εγχείρημα, που το κάνουν ακόμα πιο γοητευτικό. Θα αρχίσει να λειτουργεί λίγο πριν τις γιορτές και έχει έναν ακόμα σταθερό, αδιαπραγμάτευτο άξονα: Την μουσική που ανήκει στην κατηγορία eclectic. Όχι live (ίσως μια φορά το χρόνο αλλά μέχρι εκεί). Free jazz, βραζιλιάνικα των 60’s, afrobeat, ηλεκτρονική τζαζ, γιαπωνέζικα των 80’s, σύγχρονη όπερα.<<
Δηλαδή τα γιαπωνέζικα των 70s δεν σας κάνουν; Με τα καφάσια θα φεύγουνε τα σάκε...
https://www.youtube.com/watch?v=yr0v81RNl7o

16/11/2022
“The night of the vampire”, “Two headed dog”, “Creature with the atom brain”… και δε συμμαζεύεται.
Μέγας fan των (κακοφτιαγμένων) αμερικάνικων horror και ψευδο-επιστημονικών b-movies των fifties, που υπέκρυπταν και αντικομμουνισμό, και που προφανώς τις έβλεπε παιδί και τον επηρέασαν βαθιά, ο Roky Erickson έφτιαξε μ’ αυτά ακριβώς τα υλικά μερικά από τα καλύτερα ροκ τραγούδια την εποχή που το ροκ ψοφολογούσε...
https://www.youtube.com/watch?v=F7aLXehSXAo

15/11/2022
Άλλος ένας που μπερδεύει την έννοια της λέξης – ο ηθοποιός Γιάννης Τσορτέκης. Την αναποδογυρίζει δηλαδή. Δεν ξέρω τι είναι η Τέχνη, και όχι η τέχνη (του τσαγκάρη), αλλά το να αποκαλείς την Τέχνη γενικά «αντιδραστικό μηχανισμό» είναι μεγάλη παπαρία. Αντιδραστικός σημαίνει οπισθοδρομικός, συντηρητικός – «μαύρη αντίδραση» λέγανε παλιότερα οι άνθρωποι. Ο απεργός δρα, ο απεργοσπάστης αντιδρά. Ορισμένοι θέλουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε κι αυτά τα ελληνικά που ξέρουμε.
Εν τω μεταξύ ρε φίλε έχει και λάθος στον Βάρναλη. «Πλαστουργός της νιας ζωής», της «νέας ζωής» δηλαδή, όχι της «μιας».
Εγώ σίριαλ δεν βλέπω, βαριέμαι τις συνέχειες, και θα το έκανα μόνο για επαγγελματικούς λόγους, αν μου ζητούσε κάποιος να γράψω κριτική ας πούμε, αλλά όπου έχω δει τον Τσορτέκη στο σινεμά (J.A.C.E., Το Μικρό Ψάρι κ.λπ.) δεν μου αρέσει. Παίζει υπερβολικά, χωρίς μέτρο. Οι ήρωες που υποδύεται μοιάζουν ψεύτικοι, σαν από κόμικ, σαν καρικατούρες. Βιαστικοί. Να εντυπωσιάσουν μέσα από εκρήξεις.
Πρέπει να πάρει μαθήματα ο Τσορτέκης για το πώς βιώνεται ψυχολογικά η υπερένταση, που οδηγεί στη βία, βλέποντας ας πούμε τον Ανέστη Βλάχο στο «Φόβο», έναν κατ’ εξοχήν κινηματογραφικό ηθοποιό.
Κατά τα λοιπά από την συνέντευξή του στο Κουτί της Πανδώρας δεν βγάζεις και πολύ νόημα. Τα λέει... μπερδεμένα. Σαν τον Βέλτσο...

15/11/2022
Αυτά τα είχα γράψει έτσι ακριβώς, εδώ στο fb, στις 23 Γενάρη 2020... Λήτης RIP...
Μου αρέσει που ο Λήτης αυτοαποκαλείται «βασιλιάς του περιθωριακού ροκ». Ούτε underground, ούτε άλλα τέτοια κουραφέξαλα.
Αυτό το τραγούδι του το ακούω, τώρα, πιο ευχάριστα από «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο» του Σαββόπουλου.
[Δεν λέω ότι είναι καλύτερο τραγούδι – λέω ότι το ακούω πιο ευχάριστα]
«Τις θυμάμαι απ’ το σχολείο, σπαστικούλες και οι δύο / φόραγαν και οι δυο γυαλιά και κοκαλάκι στα μαλλιά / δεν μιλούσαν στο Μανώλη, γιατί ήτανε κλεφτρόνι / ούτε και στον Παντελή, που ’χε πατέρα φυλακή»...
https://www.youtube.com/watch?v=zuNYuA6FQD8

15/11/2022
Ανάμεσα σε Rolling Stones (1967) και Police (1980) είχαν γίνει πάμπολλες συναυλίες ξένων συγκροτημάτων στην Ελλάδα. Και πολύ γνωστών ονομάτων (δηλαδή πασίγνωστων) και εντελώς αγνώστων. Το ξαναλέμε, επειδή υπάρχουν πολλοί αφελείς, που νομίζουν ότι η χούντα κυνήγαγε το ροκ.
Τούτοι εδώ ήταν Άγγλοι, λέγονταν Γκριτ (μάλλον Grit) κι είχαν έρθει στα μέρη μας, το 1973.
Ψάχνοντάς το λίγο, γιατί δεν έχω χρόνο, βρήκα στο δίκτυο πληροφορίες για ένα αγγλικό hard γκρουπ ονόματι Grit Band από το Μάντσεστερ, αλλά στο σχετικό άρθρο λέει ότι αυτοί είχαν διαλυθεί στο τέλος του 1972.
Ίσως να ήταν άλλοι λοιπόν αυτοί που είχαν έρθει στην Ελλάδα, ποιος ξέρει... Πάντως τα έδιναν όλα στη σκηνή (του Παλαί ντε Σπορ) απ’ ό,τι φαίνεται...

14/11/2022
Άμα σε ρωτάνε τι είναι ελληνικό ροκ, πες τους αυτό το τραγούδι κι ας είναι διασκευή. Τα σέβη μου...
https://www.youtube.com/watch?v=0ej-ZHbyyf8