Ο απροσδόκητος θάνατος του πιανίστα της jazz Frank Kimbrough (2 Noε. 1956 – 30 Δεκ. 2020),
πρόπερσι, στα 64 χρόνια του, είναι η αφορμή γι’ αυτή την τιμητική κυκλοφορία, που
αποτελεί μία επανέκδοση κατά βάση των εγγραφών του Kimbrough, στην Palmetto Records του Matt Balitsaris, στα χρόνια
2003-2006. Λέμε για τα άλμπουμ “Lullabluebye”
[Palmetto, 2004, rec. 15-16 Apr. 2003] και “Play” [Palmetto, 2006, rec. 25-26 Apr. 2005], που τώρα πακετάρονται μαζί,
σε ενιαία συσκευασία, κάτω από τον τίτλο “2003-2006 / Volume One Lullabluebye /
Volume Two Play” [Palmetto Records,
2022], για
να προσφερθούν σ’ ένα διπλό CD,
με τετραπλά διπλωμένο all-paper cover.
Ο Frank Kimbrough υπήρξε μια ξεχωριστή τζαζ περίπτωση και αυτό είχαμε την ευκαιρία να το επισημάνουμε και στο blog, μέσα από κριτικά σημειώματα για προσωπικά άλμπουμ του, όπως το “Quartet” [Palmetto, 2014] και το “Solstice” [Pirouet, 2016] ή για την παρουσία του σε σημαντικές ορχήστρες, όπως ήταν/είναι εκείνες της Maria Schneider και του Ryan Truesdell.
Ο Frank Kimbrough υπήρξε μια ξεχωριστή τζαζ περίπτωση και αυτό είχαμε την ευκαιρία να το επισημάνουμε και στο blog, μέσα από κριτικά σημειώματα για προσωπικά άλμπουμ του, όπως το “Quartet” [Palmetto, 2014] και το “Solstice” [Pirouet, 2016] ή για την παρουσία του σε σημαντικές ορχήστρες, όπως ήταν/είναι εκείνες της Maria Schneider και του Ryan Truesdell.
Στο “Lullabluebye”
o Frank Kimbrough πιάνο, συμπράττει
με τους Ben Allison
μπάσο και Matt Wilson
ντραμς, ένα αναγνωρισμένο, δηλαδή, rhythm section με το οποίο είχε συνεργαστεί και
στο Herbie Nichols Project
(1996-2001), παρουσιάζοντας μία σειρά δέκα συνθέσεων (οκτώ δικές του, μία του Allison και μία version στο “You only live twice” του John Barry), οι οποίες ρέουν με
απαράμιλλη τζαζ γλαφυρότητα.
Πιανίστας, με πολλές και ποικίλες αναφορές-επιρροές, βασικά από πρωτοπόρους δημιουργούς, όπως οι Thelonious Monk (άκου το “Whirl”) και Paul Bley, έως Bill Evans, Herbie Nichols και Andrew Hill (συνθέσεις του οποίου έχει διασκευάσει σε διάφορα άλμπουμ του), ο Frank Kimbrough κατορθώνει, εδώ, να δημιουργήσει ένα απολύτως απολαυστικό σετ, που ακούγεται αυτοσχεδιαστικό σε μεγάλο βαθμό, υπό την έννοια πως έχουν δοθεί κάποια αρχικά σχεδιάσματα, πάνω στα οποία στηρίζονται και οι τρεις μουσικοί, προκειμένου να δώσουν στις συνθέσεις έναν τελείως απροσχημάτιστο και παιγνιώδη χαρακτήρα.
Λελογισμένη «ελευθερία» λοιπόν, από ένα piano-trio, αρκετά προχωρημένο για την εποχή του, που δεν θα μπορούσες να το «μπερδέψεις» ούτε με το trio του Brad Mehldau, ούτε με τους Bad Plus (για να αναφέρουμε δύο προβεβλημένα σχήματα της εποχής), ούτε φυσικά με τα ανάλογα ευρωπαϊκά.
Πιανίστας, με πολλές και ποικίλες αναφορές-επιρροές, βασικά από πρωτοπόρους δημιουργούς, όπως οι Thelonious Monk (άκου το “Whirl”) και Paul Bley, έως Bill Evans, Herbie Nichols και Andrew Hill (συνθέσεις του οποίου έχει διασκευάσει σε διάφορα άλμπουμ του), ο Frank Kimbrough κατορθώνει, εδώ, να δημιουργήσει ένα απολύτως απολαυστικό σετ, που ακούγεται αυτοσχεδιαστικό σε μεγάλο βαθμό, υπό την έννοια πως έχουν δοθεί κάποια αρχικά σχεδιάσματα, πάνω στα οποία στηρίζονται και οι τρεις μουσικοί, προκειμένου να δώσουν στις συνθέσεις έναν τελείως απροσχημάτιστο και παιγνιώδη χαρακτήρα.
Λελογισμένη «ελευθερία» λοιπόν, από ένα piano-trio, αρκετά προχωρημένο για την εποχή του, που δεν θα μπορούσες να το «μπερδέψεις» ούτε με το trio του Brad Mehldau, ούτε με τους Bad Plus (για να αναφέρουμε δύο προβεβλημένα σχήματα της εποχής), ούτε φυσικά με τα ανάλογα ευρωπαϊκά.
Στο “Play”
τώρα, του 2006, η line-up αλλάζει, καθώς στο μπάσο
έχουμε τον Masa Kamaguchi και στα ντραμς έναν άσσο του οργάνου, τον Paul Motian. Το υλικό κι εδώ, στο
μεγαλύτερο μέρος του (οκτώ στα δέκα κομμάτια) ανήκει στον Frank Kimbrough, ενώ υπάρχουν και
δύο συνθέσεις του P. Motian.
Σε γενικές γραμμές το ύφος είναι αλλαγμένο στο “Play”, σε σχέση με το προηγούμενο CD, και οπωσδήποτε, η παρουσία του Paul Motian σ’ αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Σε γενικές γραμμές το ύφος είναι αλλαγμένο στο “Play”, σε σχέση με το προηγούμενο CD, και οπωσδήποτε, η παρουσία του Paul Motian σ’ αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Το άλμπουμ ανοίγει με μια μπαλάντα (“Beginning”), για να ακολουθήσει ένα waltz (“The spins”), που είναι αφιερωμένο
στον Steve Lacy,
όπως διαβάζουμε. Το “Conception vessel” είναι η μία από τις δύο συνθέσεις του Paul Motian,
που καταγράφονται στο CD και η οποία προέρχεται από ένα άλμπουμ με τον ίδιο τίτλο, που είχε
τυπώσει ο αμερικανός ντράμερ στην ECM, το 1973. H σύνθεση ξεκινά με open drumming, για να συνεχίσει και να ολοκληρωθεί με το πιάνο σε
πρώτο πλάνο, που δημιουργεί ένα κάπως σκοτεινό και πάντως πολύ διαδραστικό
περιβάλλον. Πολύ ωραίο και το blues
“Jimmy
G”, το
αφιερωμένο στον Jimmy Giuffre,
με το 6λεπτο “Regeneration”
να αποτελεί μία συνύπαρξη-συνομιλία ανάμεσα στο πιάνο και το μπάσο (δίχως τα
ντραμς του Motian), που
ακούγεται κάπως σαν... ικεσία.
Η ομορφιά είναι ένα από τα πλέον βασικά γνωρίσματα αυτού του δίσκου, προϊόν ενός πιανίστα, που μπορεί να μην είναι πολύ γνωστός στο ελληνικό τζαζόφιλο κοινό, έχοντας προλάβει, όμως, ν’ αφήσει πίσω του ολοκληρωμένο έργο.
Επαφή: https://twitter.com/palmettorecords?lang=el
Η ομορφιά είναι ένα από τα πλέον βασικά γνωρίσματα αυτού του δίσκου, προϊόν ενός πιανίστα, που μπορεί να μην είναι πολύ γνωστός στο ελληνικό τζαζόφιλο κοινό, έχοντας προλάβει, όμως, ν’ αφήσει πίσω του ολοκληρωμένο έργο.
Επαφή: https://twitter.com/palmettorecords?lang=el
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου