Πόσα χρόνια είχε να τυπώσει σόλο πιάνο άλμπουμ ο Σάκης
Παπαδημητρίου; Είκοσι εννέα; Από την εποχή τού γαλλικού “Piano Cellules” (1989); Και πόσα
χρόνια είχε να τυπώσει βινύλιο; Τριάντα; Από την εποχή του βρετανικού “Piano Oracles” (1988); Αν είναι
όντως έτσι, τότε το “Piano Voices”
[To Pikap Records, 2018], η πιο
πρόσφατη κυκλοφορία τού Παπαδημητρίου, δεν μπορεί παρά να έχει (και) έναν
χαρακτήρα εορτασμού – για έναν πιανίστα, αυτοσχεδιαστή, και συγγραφέα και άλλα
διάφορα, που έχει συνδέσει το όνομά του με την ύπαρξη και βεβαίως με την
ανάπτυξη της jazz στην
Ελλάδα.
Ο Παπαδημητρίου, για όσους νεότερους δεν γνωρίζουν, είναι
ένας πιανίστας εντελώς πρωτότυπος. Σίγουρα για τα εγχώρια jazz και improv δισκογραφικά
δεδομένα, αλλά και διεθνώς (όπως μαρτυρούν οι διάφορες παρουσίες του σε εταιρείες
του εξωτερικού – ήδη από τα χρόνια του ’80). Η πρωτοτυπία έγκειται στην
ικανότητά του να δημιουργεί ολοκληρωμένους ηχητικούς κόσμους, χρησιμοποιώντας
πολυποίκιλα το πιάνο του. Prepared piano με παίξιμο «από μέσα», απλώς παίξιμο «από μέσα» και στο σώμα του πιάνου, όπως και κανονικό piano-playing, ικανά να συνθέσουν
μιαν ηχητική αφήγηση μακριά από το αναμενόμενο. Ό,τι πράττει, εν τοιαύτη περιπτώσει, και στο “Piano Voices”,
το τελευταίο long-play του, που είναι
ηχογραφημένο στη Θεσσαλονίκη και που τυπώνεται για την ετικέτα Το Πικάπ (που δεν είναι μόνον ετικέτα, μα και
καφε-μπαρ, δισκάδικο, ραδιοφωνικός σταθμός, εκθεσιακός χώρος κ.λπ.).
Οι αναφορές του Παπαδημητρίου, και σε τούτη τη νεότερη αυτοσχεδιαστική
πιανιστική κυκλοφορία, θα είναι πάντα δύο ειδών. Τζαζ και... κλασικές. Αλλά τι τζαζ; Και
τι... κλασικές;
Να πούμε λοιπόν πως στο “Piano Voices”
μνημονεύεται η πορεία τού προχωρημένου τζαζ-πιάνου, που μπορεί να ξεκινά από
τον Thelonious Monk
και περνώντας από τον Cecil Taylor,
τον Paul Bley και τον Ran Blake
(πιανίστες με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά ταυτοχρόνως και
ιστορικοί καινοτόμοι) να καταλήγει όχι μόνο στον Keith Jarrett (“Piano voices D”), μα κυρίως στους
αβαντγκαρντίστες, στον John Cage
και τον Steve Reich,
και βεβαίως στον «πατέρα» όλων, τον Erik Satie (με τα minimal
επαναλαμβανόμενα και διακεκομμένα μοτίβα να μεταφέρουν αυτήν ακριβώς την
πιανιστική περιπέτεια-λειτουργία).
Δεν είναι εύκολο να γράψεις για μια μουσική, που
πραγματώνεται και υψώνεται τη στιγμή τής γέννησής της (επί τόπου). Για
μια μουσική, καθαρή, αυθόρμητη, που να μπορεί να προβάλλει… οράματα και
καταστάσεις. Αξίζει, βασικά, να είσαι εκεί τη στιγμή που δημιουργείται, που
απλώνεται στο χώρο και το χρόνο, για να νοιώσεις την κλιμάκωσή της και εν τέλει
τη πληθωρική παρουσία της. (Και όσοι έχουν παρακολουθήσει σόλο live τού Σάκη Παπαδημητρίου ξέρουν για το τι ακριβώς συζητάμε).
Βεβαίως και ο δίσκος έχει την αξία του – πόσω μάλλον όταν αυτός επιχειρεί να
αποτυπώσει τη στιγμή με τον πρέποντα σεβασμό σ’ εκείνο που συνέβη. Δίχως
στούντιο επεξεργασίες εννοώ, overdubs και τα τοιαύτα.
Ένα τέτοιο άλμπουμ, καθαρό και απόλυτο έχουμε εδώ. Ένα άλμπουμ που ακούγεται με αυτονόητο ενδιαφέρον – ιδίως, έτσι όπως
«προχωρά» και όπως ανεβαίνει εντατικά προς μια… φοβερή δεύτερη πλευρά.
Επαφή: www.topikap.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου