Η
περίπτωση του Νίκου Κοεμτζή
(1938-2011) είναι γνωστή σε όλους. Και είναι διατυπωμένη στο δίκτυο, σε διάφορα
άρθρα, σε όλα τα σάιτ, με πολλές λεπτομέρειες, με σωστές περιγραφές των
γεγονότων (στα λιγότερα άρθρα) και με ποικίλων ειδών λάθη και ανακρίβειες (στα
περισσότερα άρθρα).
Εμείς, εδώ, δεν θα πούμε πάρα πολλά από τη μεριά μας. Θα αρκεστούμε, βασικά, στην επαναφορά, στο προσκήνιο, ορισμένων ντοκουμέντων.
Τα ντοκουμέντα αυτά είναι βασικά τέσσερα. Το πρώτο σχετίζεται με τα γεγονότα, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν σε εφημερίδα της εποχής. Το δεύτερο είναι ο λόγος του ίδιου του Νίκου Κοεμτζή, μέσα από το βιβλίο του. Το τρίτο είναι ο λόγος τής τότε Αστυνομίας Πόλεων, μέσα από το δικό της περιοδικό. Και το τέταρτο είναι ο λόγος του Διονύση Σαββόπουλου, που σχετίζεται με το θρυλικό τραγούδι του «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο».
Κατ’ αρχάς να πούμε πως το σκηνικό του θανάτου (τρεις νεκροί, επτά τραυματίες) θα στηνόταν από τον Νίκο Κοεμτζή στο λαϊκό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» –στην Αγίου Μελετίου 45, στην Κυψέλη, κοντά στην διασταύρωση με την Ιωάννου Δροσοπούλου– και όχι σκέτο «Νεράιδα», όπως διαβάζουμε εδώ κι εκεί. Δεν πρέπει ο κόσμος να συγχέει την περιώνυμη «Νεράιδα» της Λένας Παμέλα, στο Καλαμάκι (στέκι του Ωνάση κ.ά.), με το λαϊκό μαγαζί της Κυψέλης.
Επίσης να πούμε πως ο χαρακτηρισμός «σκυλάδικο», που έχει δοθεί στην «Νεράιδα της Αθήνας» δεν μας βρίσκει και τόσο σύμφωνους. Ο συγκεκριμένος χώρος βρισκόταν στην Κυψέλη, σε μια μεσοαστική περιοχή ακόμη (το 1973), που κρατούσε από τις μέρες του ’60. Δεν ήταν κάποια λούμπεν περιοχή, ούτε καν αμιγώς λαϊκή, στην οποία θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ένα «σκυλάδικο».
Αρκεί να σας πούμε πως στο ίδιο μαγαζί, που ήταν και ταβέρνα (δηλαδή είχε φαγητό) τραγουδούσαν πιο πριν, στις αρχές του ’70, ακόμη και «ελαφροί» τραγουδιστές, όπως ο Σώτος Σιδηρόπουλος, ενώ εμφανίζονταν και μίμοι όπως ο Γιάννης Μπουρνέλλης, χωρίς να λείπει φυσικά και το λαϊκό πρόγραμμα (Σπύρος Σκορδίλης-Λένα Νταϊάνα).
Στις αρχές του ’73 το λαϊκό πρόγραμμα φαίνεται πως κυριαρχούσε, πια, στην «Νεράιδα της Αθήνας», αφού επικεφαλής ήταν οι λαϊκοί τραγουδιστές Κώστας Καρουσάκης και Τάκης Αθανασιάδης, ενώ τραγουδούσαν ακόμη οι όχι και τόσο γνωστοί Βικτώρια, Ρέα Κούκα, Θόδωρος Ζαφειράκης και ορισμένοι ακόμη. Το πρώτο όνομα φυσικά ήταν ο Κώστας Καρουσάκης, που είχε ήδη σημαντική πορεία στο λαϊκό τραγούδι, πιο πολύ σαν συνθέτης (συνεργαζόταν στενά με την στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), μα και σαν τραγουδιστής.
Δηλαδή οι Κοεμτζήδες με την παρέα τους δεν πήγαν να διασκεδάσουν σε κάποιο κακόφημο μαγαζί, που σύχναζε υπόκοσμος και περιθωριακά άτομα, σώνει και καλά, αλλά σ’ ένα μαγαζί «καθώς πρέπει». Όχι της «πρώτης κατηγορίας» σαν εκείνα της παραλίας (με Βοσκόπουλο και Μαρινέλλα), αλλά ούτε και σε κανένα ανώνυμο χαμαιτυπείο της Λεωφόρου Καβάλας.
Εξάλλου να μην ξεχνάμε πως οι Κοεμτζήδες είχανε φθάσει παράωρα στην «Νεράιδα της Αθήνας», καταλήγοντας εκεί μετά από διασκέδαση σε κάποια ντισκοτέκ(!) της Λεωφόρου Συγγρού, όπως είχε πει τότε στις εφημερίδες ο Δημοσθένης Κοεμτζής (αδελφός του Νίκου Κοεμτζή).
Δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί κινούνταν ολούθε, ως φαίνεται, και όχι μόνο στα λαϊκά μαγαζιά, διασκεδάζοντας σε «αντίθετους» χώρους – τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, που, όπως και τώρα, ήταν περίοδος αποκριάς. Όχι η τελευταία Κυριακή, καλή ώρα, αλλά η Κυριακή του Ασώτου – δηλαδή η δεύτερη Κυριακή της αποκριάτικης περιόδου (Τελώνου & Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω, Τυρινής).
Με αυτά που γράψαμε παραπάνω επιθυμούμε να τοποθετήσουμε το συγκλονιστικό αυτό περιστατικό σε κάποιες πιο ρεαλιστικές διαστάσεις και όχι στις μυθικές, που το έχει τοποθετήσει ο χρόνος.
Συνέβη δηλαδή, εκείνο που συνέβη, σ’ ένα καθημερινό λαϊκό κέντρο διασκέδασης, στο οποίο θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας από εμάς και όχι σε κάποιο κέντρο του υποκόσμου, ούτε σε κάποιο σκληρό «σκυλάδικο». Και είναι η περίοδος της χούντας και ακόμη οι ασπρόμαυρες και γκρίζες φωτογραφίες, που παρασύρουν πολλούς από εμάς σε ποικίλων ειδών φαντασιώσεις. Όχι.
Ήταν και τότε (1973) ηλιόλουστη η Αθήνα, με πολύ ζωντανά χρώματα, ζωντανότερα μάλλον από τα τωρινά, σίγουρα αθωότερη, σίγουρα πιο ανθρώπινη, με λιγότερο άγχος και η οποία (Αθήνα) διασκέδαζε τη φτώχεια της, ή την ολιγάρκειά της αν θέλετε, όσο μπορούσε καλύτερα.
Τα μαγαζιά ήταν πάμπολλα, και όλων των ειδών, καθώς το καθεστώς αντιλαμβανόταν την πίεση, την ανελευθερία και την βαναυσότητα με την οποίαν αντιμετώπιζε τις καταστάσεις, στο πολιτικό πεδίο, έχοντας αφήσει όλα τα υπόλοιπα να κινούνται σχεδόν ανεξέλεγκτα, ώστε να μετριάζει τις αντιδράσεις. Ήταν κι αυτό μέσα στο παιγνίδι.
Βασικά επικρατούσε ένα χάος στη διασκέδαση (το... ησυχία, τάξη και ασφάλεια, που υποτίθεται ότι βίωνε η χώρα, ήταν όνειρο θερινής νυκτός, καθώς δεν ίσχυε τίποτα από τα τρία), με περιοχές σαν την Πλάκα, ας πούμε, να θεωρούνται κάπως σαν «άβατο», καθώς ήταν παραδομένες στον τουριστικό παροξυσμό και την χωρίς-αύριο εκμετάλλευση.
Η συνέχεια
εδώ...
https://www.lifo.gr/san-simera/prin-apo-50-hronia-o-nikos-koemtzis-aimatokylise-nyhterino-kentro-neraida-tis-athinas
Εμείς, εδώ, δεν θα πούμε πάρα πολλά από τη μεριά μας. Θα αρκεστούμε, βασικά, στην επαναφορά, στο προσκήνιο, ορισμένων ντοκουμέντων.
Τα ντοκουμέντα αυτά είναι βασικά τέσσερα. Το πρώτο σχετίζεται με τα γεγονότα, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν σε εφημερίδα της εποχής. Το δεύτερο είναι ο λόγος του ίδιου του Νίκου Κοεμτζή, μέσα από το βιβλίο του. Το τρίτο είναι ο λόγος τής τότε Αστυνομίας Πόλεων, μέσα από το δικό της περιοδικό. Και το τέταρτο είναι ο λόγος του Διονύση Σαββόπουλου, που σχετίζεται με το θρυλικό τραγούδι του «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο».
Κατ’ αρχάς να πούμε πως το σκηνικό του θανάτου (τρεις νεκροί, επτά τραυματίες) θα στηνόταν από τον Νίκο Κοεμτζή στο λαϊκό κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας» –στην Αγίου Μελετίου 45, στην Κυψέλη, κοντά στην διασταύρωση με την Ιωάννου Δροσοπούλου– και όχι σκέτο «Νεράιδα», όπως διαβάζουμε εδώ κι εκεί. Δεν πρέπει ο κόσμος να συγχέει την περιώνυμη «Νεράιδα» της Λένας Παμέλα, στο Καλαμάκι (στέκι του Ωνάση κ.ά.), με το λαϊκό μαγαζί της Κυψέλης.
Επίσης να πούμε πως ο χαρακτηρισμός «σκυλάδικο», που έχει δοθεί στην «Νεράιδα της Αθήνας» δεν μας βρίσκει και τόσο σύμφωνους. Ο συγκεκριμένος χώρος βρισκόταν στην Κυψέλη, σε μια μεσοαστική περιοχή ακόμη (το 1973), που κρατούσε από τις μέρες του ’60. Δεν ήταν κάποια λούμπεν περιοχή, ούτε καν αμιγώς λαϊκή, στην οποία θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ένα «σκυλάδικο».
Αρκεί να σας πούμε πως στο ίδιο μαγαζί, που ήταν και ταβέρνα (δηλαδή είχε φαγητό) τραγουδούσαν πιο πριν, στις αρχές του ’70, ακόμη και «ελαφροί» τραγουδιστές, όπως ο Σώτος Σιδηρόπουλος, ενώ εμφανίζονταν και μίμοι όπως ο Γιάννης Μπουρνέλλης, χωρίς να λείπει φυσικά και το λαϊκό πρόγραμμα (Σπύρος Σκορδίλης-Λένα Νταϊάνα).
Στις αρχές του ’73 το λαϊκό πρόγραμμα φαίνεται πως κυριαρχούσε, πια, στην «Νεράιδα της Αθήνας», αφού επικεφαλής ήταν οι λαϊκοί τραγουδιστές Κώστας Καρουσάκης και Τάκης Αθανασιάδης, ενώ τραγουδούσαν ακόμη οι όχι και τόσο γνωστοί Βικτώρια, Ρέα Κούκα, Θόδωρος Ζαφειράκης και ορισμένοι ακόμη. Το πρώτο όνομα φυσικά ήταν ο Κώστας Καρουσάκης, που είχε ήδη σημαντική πορεία στο λαϊκό τραγούδι, πιο πολύ σαν συνθέτης (συνεργαζόταν στενά με την στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), μα και σαν τραγουδιστής.
Δηλαδή οι Κοεμτζήδες με την παρέα τους δεν πήγαν να διασκεδάσουν σε κάποιο κακόφημο μαγαζί, που σύχναζε υπόκοσμος και περιθωριακά άτομα, σώνει και καλά, αλλά σ’ ένα μαγαζί «καθώς πρέπει». Όχι της «πρώτης κατηγορίας» σαν εκείνα της παραλίας (με Βοσκόπουλο και Μαρινέλλα), αλλά ούτε και σε κανένα ανώνυμο χαμαιτυπείο της Λεωφόρου Καβάλας.
Εξάλλου να μην ξεχνάμε πως οι Κοεμτζήδες είχανε φθάσει παράωρα στην «Νεράιδα της Αθήνας», καταλήγοντας εκεί μετά από διασκέδαση σε κάποια ντισκοτέκ(!) της Λεωφόρου Συγγρού, όπως είχε πει τότε στις εφημερίδες ο Δημοσθένης Κοεμτζής (αδελφός του Νίκου Κοεμτζή).
Δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί κινούνταν ολούθε, ως φαίνεται, και όχι μόνο στα λαϊκά μαγαζιά, διασκεδάζοντας σε «αντίθετους» χώρους – τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, που, όπως και τώρα, ήταν περίοδος αποκριάς. Όχι η τελευταία Κυριακή, καλή ώρα, αλλά η Κυριακή του Ασώτου – δηλαδή η δεύτερη Κυριακή της αποκριάτικης περιόδου (Τελώνου & Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω, Τυρινής).
Με αυτά που γράψαμε παραπάνω επιθυμούμε να τοποθετήσουμε το συγκλονιστικό αυτό περιστατικό σε κάποιες πιο ρεαλιστικές διαστάσεις και όχι στις μυθικές, που το έχει τοποθετήσει ο χρόνος.
Συνέβη δηλαδή, εκείνο που συνέβη, σ’ ένα καθημερινό λαϊκό κέντρο διασκέδασης, στο οποίο θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας από εμάς και όχι σε κάποιο κέντρο του υποκόσμου, ούτε σε κάποιο σκληρό «σκυλάδικο». Και είναι η περίοδος της χούντας και ακόμη οι ασπρόμαυρες και γκρίζες φωτογραφίες, που παρασύρουν πολλούς από εμάς σε ποικίλων ειδών φαντασιώσεις. Όχι.
Ήταν και τότε (1973) ηλιόλουστη η Αθήνα, με πολύ ζωντανά χρώματα, ζωντανότερα μάλλον από τα τωρινά, σίγουρα αθωότερη, σίγουρα πιο ανθρώπινη, με λιγότερο άγχος και η οποία (Αθήνα) διασκέδαζε τη φτώχεια της, ή την ολιγάρκειά της αν θέλετε, όσο μπορούσε καλύτερα.
Τα μαγαζιά ήταν πάμπολλα, και όλων των ειδών, καθώς το καθεστώς αντιλαμβανόταν την πίεση, την ανελευθερία και την βαναυσότητα με την οποίαν αντιμετώπιζε τις καταστάσεις, στο πολιτικό πεδίο, έχοντας αφήσει όλα τα υπόλοιπα να κινούνται σχεδόν ανεξέλεγκτα, ώστε να μετριάζει τις αντιδράσεις. Ήταν κι αυτό μέσα στο παιγνίδι.
Βασικά επικρατούσε ένα χάος στη διασκέδαση (το... ησυχία, τάξη και ασφάλεια, που υποτίθεται ότι βίωνε η χώρα, ήταν όνειρο θερινής νυκτός, καθώς δεν ίσχυε τίποτα από τα τρία), με περιοχές σαν την Πλάκα, ας πούμε, να θεωρούνται κάπως σαν «άβατο», καθώς ήταν παραδομένες στον τουριστικό παροξυσμό και την χωρίς-αύριο εκμετάλλευση.
https://www.lifo.gr/san-simera/prin-apo-50-hronia-o-nikos-koemtzis-aimatokylise-nyhterino-kentro-neraida-tis-athinas
Σχόλια από το δίκτυο...
ΑπάντησηΔιαγραφήJean Balleaut
https://www.google.com/.../antzela-dimitriou-eide.../amp/
Η Άντζελα Δημητρίου είδε το φονικό του Κοεμτζή - «Ήταν αποκρουστική σκηνή, είχα κρυφτεί πίσω από τα ντραμς» | in.gr
Η Α. Δημητρίου σε συνέντευξη της αναφέρει ότι εμφανιζόταν στο συγκεκριμένο κέντρο.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Ασ' την να λέει.
Pantelis Tsalouchidis
Πολύ καλό κυρίως για το πού και πώς. Τώρα άκρη ξεκάθαρη δε βγαίνει για το πώς ξεκίνησε η ιστορία, πάντως ο Σαββόπουλος βασίστηκε προφανώς πάνω στη διήγηση του τρίτου της παρέας που τον μαχαίρωσε επίσης ο Κοεμτζής
Costas Lemonidis
Με αδελφική αγάπη
(φωτογραφία αφιέρωσης)
Δημητρης Σαλτος
αυτό που δεν έχω καταλάβει είναι αν κατάλαβε πως είναι μπάτσοι, και οι μπάτσοι αναγνώρισαν ποιος είναι από τα διαφορά τμήματα που μπαινοβγαίνε. η πιο "ψυχρη" αφήγηση λέει πως απλά η φάση έγινε για την παραγγελια επειδή θόλωσε, αλλά κάπου διάβασα μετά πως ο κοεμτζης έλεγε πως του επιτέθηκαν προσωπικά επειδή τον αναγνώρισαν και του είπαν άσε ρε που θέλετε και παραγγελίες.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Έχω άποψη για το θέμα, αλλά μόνο για κουβέντα εκτός δικτύου.
Γιώργος Γιαννόπουλος
ΔιαγραφήΦυσικά και δεν έχει καμμιά σχέση με το "χαρικέην". Ο ντύλαν μιλάει για κάποιον που πιστεύει ότι κατηγορείται άδικα. Ο σαββόπουλος για κάποιον που έχει αναμφισβήτητα και ομολογημένα διαπράξει φόνους. Εγώ βρίσκω αναλογίες με το "ballad of reading gaol" του όσκαρ γουάιλντ, λόγω φόρμας (proletarian ballad) και έκτασης, πλην της θεματικής συγγένειας, της συμπάθειας για τους outcasts κλπ.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
>>Φυσικά και δεν έχει καμμιά σχέση με το "χαρικέην".<<
ξέρεις ποιος το είχε γράψει για το "Hurricane"... Το ότι ξεσήκωσε μια ιδέα από εκεί μάλλον ισχύει, αλλά αυτό δεν λέει τίποτα.
Kostas Nychtomanis
!!!!
Kostas Drosopoulos
Εξαιρετικό κείμενο. Τεκμηριωμένο.
Να σημειώσω (αν θυμάμαι καλά) πως το Βαρύ Ζαεμπεκικο παίχτηκε από το Γ πρόγραμμα. Έγινε χαμός. Και ο Χατζιδάκις ζήτησε να ξαναπαιχτει γιατί δεν είχε ακούσει την εκπομπή!!!
Ένα άλλο θέμα που το έχω ακούσει μόνο από τον πατέρα μου (30 χρονών τότε, γιατρός Παθολόγος - Καρδιολόγος δεν είχε καμία ανάμιξη στο θέμα ). Μού έλεγε με βεβαιότητα, πως οι 3 ήτανε μπράβοι τού μαγαζιού.
Δεν μπορώ να καταλάβω από πού αντλούσε αυτήν την βεβαιότητα.
Δεν το γράφω για να δικαιωσω τον Κοεμτζη. [Και ο πατέρας μου δεν γούσταρε τα νυχτερινά κέντρα - ούτε τον Κοεμτζη] .
Απλώς αναρωτιέμαι μήπως είχε κυκλοφορήσει τέτοια φήμη.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Για τον Χατζιδάκι την ξέρω την ιστορία και υπάρχουν και λεπτομέρειες, αλλά δεν ήθελα να αναφερθώ, γιατί δεν κόλλαγε για το τέλος. Ήθελα να το κλείσω με Σαββόπουλο το κείμενο.
Yannis Fyssas
ΔιαγραφήΘάνκ Γιου
Lefteris Karkas
Αυτό το βιβλίο του Κοεμτζή είναι ενα τρομακτικό ντοκουμέντο. Κι όχι μόνο για το τι τράβηξε ως κρατούμενος, αλλά κυρίως γι' αυτά που προηγήθηκαν και για την παιδική του ηλικία. Εκεί μπορεί να δει κανείς το αίσχος της μετεμφυλιακής Ελλάδας: Δοσίλογοι, Λευκή τρομοκρατία, ξύλο, ταπείνωση και ανελέητο κυνηγητό..
Yannis Fyssas
Θα το ψάξω, ευχαριστώ !
https://www.protoporia.gr/koemtzhs-nikos-to-makry...
Το μακρύ ζεϊμπέκικο ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ - Νίκος Κοεμτζής - 2229602562954 | Protoporia.gr
Lefteris Karkas
αξίζει τον κόπο.
Yannis Fyssas
Μέ επιφύλαξη ρωτάω, η ταινία "ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ"
https://www.imdb.com/title/tt0081304/
... είναι ακριβής , κατα την γνώμη σας?
Σαν ταινία υποθέτω, θα έχει ορισμένες παραλλαγές από την πραγματικότητα...
Parangelia! (1980) - IMDb
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Δεν θέλω να πω τώρα κάτι για την ταινία. Όπως θα πρόσεξες ούτε στο άρθρο είπα κάτι.
Vangelis Tzoukas
Εκπληκτικό κείμενο
Vangelis Tzoukas
Νομίζω ότι ο Καρουσακης έχει βγάλει ένα βιβλίο για την πορεία του στον χώρο αλλά δεν το έχω διαβάσει και δεν ξέρω αν γράφει κάτι για την υπόθεση
Pitsoulis Achilleas
Κειμενο για προβληματισμό.
Απο τα ωραιότερα που έχω διαβάσει από σένα.
Koma Gaeshi
Εξαιρετικό κείμενο! Μου κάνει εντύπωση που τελικά δεν τον εκτέλεσαν, δεν είναι και τόσο σαφές τι σημαίνει "σύνθετο έγκλημα". Δεδομένου ότι σκοτώθηκαν αστυνομικοί θα περίμενε κανείς να "τραβήξουν" την ερμηνεία όπως ήθελαν.
Kostas Drosopoulos
Koma Gaeshi Η ποινή τού θανάτου καταργήθηκε τυπικά το 1993.
Ουσιαστικά το 1973 με την εκτέλεση Λυμπερη.
Και πολλοί άλλοι διάσημοι (με την κακή σημασία τής λέξης) εγκληματίες καταδικαστηκαν σε θάνατο. Πχ Μπεσκος, Παπαχρονης.
Στον Κοεμτζη θα μπορούσε να αναγνωριστεί βρασμός ψυχικής ορμής (299. 2ΠΚ). Δεν τέθηκε τέτοιο θέμα από την υπεράσπιση (όσο ξέρω) . Μόνο ο Κοεμμτζης ζήτησε να αναγνωριστεί το ακαταλόγιστο ή η μειωμένη ικανότητα καταλογισμού (34 και 36 ΠΚ αντίστοιχα ) επειδή είχε πάρει απαλλαγή από τον Στρατό για ψυχολογικούς λόγους. [Το ίδιο ο αδερφός του.]
Οι άλλοι δύο( Μπεσκος Παπαχρονης) , που εδώ και 20 χρόνια κυκλοφορούν ελεύθεροι, όταν έπεφτε η νύχτα βγαίνανε και βίαζαν /σκότωναν. Τουλάχιστον 2 δολοφονίες ο καθένας και δεκάδες βιασμοι.
Kwstas Agas
Ευχαριστούμε για το πολύ ενδιαφέρον κείμενο που μας προσφέρεις Φώντα... Το διάβασα μια φορά και θα το διαβάσω ξανά με περισσότερη προσοχή, ιδίως σε κάποια σημεία του. Τον Κοεμτζή τον θυμάμαι για πολλά χρόνια ακριβώς έξω από τη μεγάλη είσοδο στα δικαστήρια της Ευελπίδων (αυτή με τη μπάρα για τα αυτοκίνητα)! Και πάντα ίδιος: με την τραγιάσκα του και τα λευκά γένια του και τα ίδια ρούχα! Και αραδιασμένα τα αντίτυπα του βιβλίου του προς πώληση... Κάθε φορά που πήγαινα για τη δουλειά ήταν κι αυτός εκεί, κάποιες φορές - όχι συχνά - περιστοιχιζομενος από κόσμο με τους οποίους έπιανε κουβέντα (πολλές φορές με κουστουμαρισμενους δικηγόρους)! Προσωπικά δεν του έπιασα κουβέντα ούτε μια φορά (αν και θα έπρεπε, έστω δύο κουβέντες να ανταλλάξουμε... Έκανε την αποτρόπαια πράξη του, τιμωρήθηκε, πλην όμως εξέτισε την ποινή του... Το παρελθόν του ήταν λερωμένο και στιγματισμένο με τον χειρότερο τρόπο, όχι όμως το μέλλον του... )... Όμως μια φορά τον άκουσα να διηγείται στους γύρω του - δικηγόροι με κουστούμια αν θυμάμαι καλά - ότι είχε πρωτοστατήσει σε εξέγερση στις φυλακές Κέρκυρας, όπου αναποδογύρισαν τα καζάνια....
Gregory Pap
ΔιαγραφήΑπό οικογενειακή γνωστή πάντως που ζει στην περιοχή από τα παιδικά της χρόνια και έχει ζήσει την εποχή, έχω μία επιφύλαξη για πως ήταν η ευρύτερη περιοχή την συγκεκριμένη περίοδο. Ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 60 η περιοχή αρχίζει να υποβαθμίζεται και ειδικά μετά το κλείσιμο της Τρούμπας (1967) κατακλύζεται από οίκους ανοχής και κάθε είδους μπάρ (πιο κοντά σε Αχαρνών και πλατεία Βικτωρίας βέβαια σε σχέση με την θέση του συγκεκριμένου κέντρου). Το 1973 η υποβάθμιση πρέπει να είναι εμφανής πλέον, αν και ακόμα πρέπει να διατηρούνται στοιχεία του αστικού παρελθόντος. Πιθανόν εκεί να οφείλεται και η επιλογή του συγκεκριμένου κέντρου να στραφεί προς το καθαρό λαϊκό ρεπερτόριο, εγκαταλείποντας τα πιο ελαφρολαϊκά ακούσματα.
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Υπήρχαν πολλά μαγαζιά όλων των ειδών στην Κυψέλη στις αρχές των 70s. Άλλο Αχαρνών τώρα, Βικτώρια, Φυλής κ.λπ. και άλλο Φωκίωνος, Δροσοπούλου κ.λπ. Υπήρχαν και ελαφρά στέκια τότε στην Κυψέλη, όπως το Μονσενιέρ, με Τάκη Μωράκη και Νάντια Κωνσταντοπούλου, στην Κεφαλληνίας, μα και κλαμπ για μοντέρνο χορό, όπως το Vip's επίσης στην Κεφαλληνίας και ο Φλίσκος πιο πάνω από τη Νεράιδα της Αθήνας.