Πριν λίγους μήνες, τον προηγούμενο Μάιο, επανατυπώθηκε από τον
Μετρονόμο ένα πράγματι σημαντικό (και δυσεύρετο πια στην αρχική έκδοσή του) βιβλίο.
Πρόκειται για μία από τις πρώτες συγγραφικές απόπειρες τού Μανώλη Ρασούλη,
μάλλον η δεύτερη κατάθεσή του, που τιτλοφορείται Μεγάλος ήρωας σε μικρή χαρτοσακούλα και που είχε κυκλοφορήσει
αρχικώς το 1972 από τις Εκδόσεις 70-Πλανήτης. Λέμε για μια συλλογή επτά διηγημάτων,
που φέρουν τους εξής τίτλους: Μεγάλος
ήρωας σε μικρή χαρτοσακούλα, Κάτασπρο
καράβι-κατακόκκινη θάλασσα, Ο τρίτος,
Οι καουμπόιδες καλπάζουν πάνω σε
ταριχευμένες αγελάδες, Φαρενάιτ 1965,
Το σκυλάκι με την κυρία και Έλληνες, γρηγορείτε!. Για να δούμε κάποιες
λεπτομέρειες…
Στο πρώτο απ’ αυτά περιγράφεται η αποτυχημένη προσπάθεια
ενός φοιτητή, επί δικτατορίας, επίδοξου βομβιστή και σαμποτέρ, να ανατινάξει
μια διαφήμιση της κοκακόλας – του πιο διαχρονικού συμβόλου του αμερικανισμού
και γενικότερα του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Πρόκειται για ένα σπαραξικάρδιο
όσο και καυστικό αφήγημα, ενταγμένο οπωσδήποτε μέσα στο πνεύμα της εποχής.
Στο δεύτερο έχουμε μιαν άλλη αποτυχημένη απόπειρα ενός τούρκου,
αυτή τη φορά, αντικαθεστωτικού (κομμουνιστή) να αποδράσει, σκαρφαλώνοντας την
τελευταία στιγμή σ’ ένα καράβι (σ’ ένα τουρκικό λιμάνι). Και εδώ οι περιγραφές
είναι εξόχως διεισδυτικές, όσον αφορά στο ψυχολογικό προφίλ του ήρωα, με τον
συγγραφέα να διαμορφώνει ένα κλίμα αγωνίας, που διαλύεται, κατά το αναμενόμενο,
λίγο πριν το τέλος.
Στον Τρίτο περιγράφεται
ένας αγώνας επιβίωσης στο… βασίλειο των εντόμων – μια... μάχη ανάμεσα σε αράχνες και
μυρμήγκια(!), με την καταλυτική όμως παρουσία, για την έκβαση τής μάχης, του
ίδιου του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα έξοχο αφήγημα, συμβολικό
ασυζητητί, που διαβάζεται απνευστί.
Στους καουμπόιδες,
ένας αστυνομικός με εθνικόφρονα συνείδηση, έχοντας μεγαλώσει… πίνοντας νερό στο
όνομα «Αμερική», θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί με δύο αμερικανούς ναύτες του 6ου
Στόλου, που θα παρεκτραπούν. Κι εδώ το ψυχολογικό προφίλ είναι εκείνο που
φιλοτεχνείται με ακρίβεια, μέσα από μια διαδικασία ανατροπών.
Στο Φαρενάιτ 1965,
ευθεία αναφορά στο Φαρενάιτ 451
(βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι και ταινία του Φρανσουά Τρυφώ) ο συγγραφέας,
γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο, θυμάται την περιπέτειά του στους Λαμπράκηδες και
πώς το κόμμα τον διαγράφει τελικά, όπως ο ίδιος λέει, σαν ένα… «επικίνδυνο στοιχείο, αναρχικό και τρελό».
Αν και αυτοβιογραφικό το συγκεκριμένο αφήγημα είναι, μάλλον, το πιο αδύναμο της
σειράς.
Το σκυλάκι με την
κυρία και όχι το… ανάποδο, ακούγεται σαν ευθυμογράφημα, αλλά δεν είναι (ή
τουλάχιστον δεν είναι εντελώς). Επί της ουσίας έχουμε να κάνουμε με μιαν αφήγηση
διακοσμημένη με ευτράπελα στοιχεία, που αναπτύσσεται (η αφήγηση) κατά τη διάρκεια
μιας ψυχιατρικής εξέτασης, και που ολοκληρώνεται με μιαν απρόσμενη (για τον
αναγνώστη) κατάληξη.
Τέλος, στο Έλληνες,
γρηγορείτε! ο συγγραφέας, στο πιο παραισθητικό αφήγημα του βιβλίου, περιγράφει
(εν είδει ονείρου) τη φανταστική συνεύρεση στο Ηρώδειο των διαχρονικών «φάρων»
της φυλής, από την αρχαιότητα, τη βυζαντινή εποχή και τα νεότερα χρόνια, και που
έχει ως θέμα της την… τύχη του ελληνισμού στο μέλλον. Όλα θα πάρουν το δρόμο
τους πριν να ξημερώσει…
Η πρώτη έκδοση, του 1972 |
Λοιπόν… Μανώλης Ρασούλης. Σπουδαία διηγήματα έχουμε εδώ. Δυο-τρία
θα τα συνέκρινα, μάλιστα, με τα καλύτερα της εποχής – εφάμιλλα ενός Χάκκα ή
ενός Κουμανταρέα.
Ο Ρασούλης αποδεικνύεται μάστορας στη διαχείριση των ψυχικών
/ ψυχολογικών μεταβολών των ηρώων του, που κινούνται συχνά στα όρια τού
κωμικοτραγικού, υιοθετώντας ενίοτε μια σχεδόν σουρεαλιστική αφήγηση, τέμνοντας
το πραγματικό με το φανταστικό και το ονειρικό με το καθημερινό, δίχως τις
λεκτικές και ιδεολογικο-φιλοσοφικές εκζητήσεις των μετέπειτα γνωστότερων
κειμένων του (ή και των τραγουδιών του). Με γλώσσα στρωτή και με κατακτημένη
εκφραστική άνεση, με προσωπικό ύφος, στο οποίο αποτυπώνονται τακτικά οι αγωνίες
του κόσμου της αριστεράς και εν μέρει των διαψεύσεων της, και με διάθεση καθ’
ολοκληρίαν σαρκαστική έως και ανατρεπτική θα έλεγα, ο Ρασούλης θα μπορούσε, αν
το επεδίωκε, να είχε σταθεί, με άνεση, στην ίδια γραμμή με τους κορυφαίους
πεζογράφους της γενιάς του. Κρίμα…
Μπορεί το ελληνικό τραγούδι να κέρδισε έναν μεγάλο
στιχουργό, αλλά η λογοτεχνία μας έχασε, σίγουρα, ένα ίσως ακόμη μεγαλύτερο ταλέντο
της.
Επαφή: www.metronomos.gr
Η υπόθεση του πρώτου διηγήματος μοιάζει με το τραγουδι του de André, il Bombarolo... αν και το δεύτερο κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα. Λες να έπαιζε καμιά υπόγεια επαφή???
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν νομίζω.
ΔιαγραφήΠάντως τέτοιου τύπου δυναμικές ενέργειες ήταν κοινός τόπος επί χούντας. Κάποιες φορές και με ανθρώπινα θύματα.