Πρέπει να έχω όλους τους δίσκους του
Χρήστου Λεοντή μέχρι και τις «Συναυλίες ’81». Ο τελευταίος που αγόρασα ήταν
σίγουρα το άλμπουμ «Μαντζουράνα στο Κατώφλι» (1980) – κάτι που πρέπει να συνέβη
πριν καμμιά 15αριά χρόνια. Θέλω να πω πως από τις αρχές των 00s δεν έχω ξανακούσει
Λεοντή, όπως δεν έχω ακούσει και οτιδήποτε δικό του που τυπώθηκε μετά το 1981.
Μ’ αρέσουν οι μελωδίες του Χρήστου Λεοντή
και κυρίως μ’ αρέσει αυτό το λυρικό-φολκλορικό στοιχείο που διαθέτει (και στους
ρυθμούς του), και βεβαίως ο τρόπος που το συνταιριάζει με τα πιο λαϊκά
ακούσματα (στα ζεϊμπέκικά του ή τα χασάπικα). Εν ολίγοις, η τραγουδοποιία του
Λεοντή είναι γενικώς διακριτή κι ας έχεις ν’ ακούσεις τραγούδια του χρόνια. Αρκεί
βεβαίως να ’χεις ακούσει, τουλάχιστον, το «Αχ… Έρωτα» (1974).
Στο πιο πρόσφατο CD του, που έχει τίτλο «Φλόγα που Καίει»
[Μετρονόμος, 2017] ο Χρήστος Λεοντής συνεργάζεται με τον στιχουργό Δημήτρη
Λέντζο – με τον οποίον είχαν κάνει και το άλμπουμ «Έρωτας Αρχάγγελος» το 2007.
Ο Λέντζος είναι ένας από τους σημερινούς στυλοβάτες τού «έντεχνου» και όπως
είχαμε γράψει λίγο παλαιότερα σε σχέση με τη στιχουργική του: «Στο στίχο του Λέντζου διακρίνεται κατ’ αρχάς μια… μεγαλοπρεπής
ονοματολογία που παραπέμπει στον Νίκο Γκάτσο, αλλά οι “ομοιότητες” σταματούν
εκεί. Περαιτέρω, υπάρχουν εμφανείς αναφορές στη στιχουργία του Μάνου
Ελευθερίου, κυρίως όσον αφορά στον τρόπο μέσω του οποίου επικοινωνεί το λαϊκό
με τη σκέψη (κάτι όχι εύκολο). Υπάρχει, μ’ άλλα λόγια, ένα διανοητικό παιγνίδι
στα στιχάκια και τις στροφές, που καταλήγει κάπου – σ’ ένα συμπέρασμα, σ’ ένα
δίδαγμα, όπως θα λέγαμε παλιά. Ένα δίδαγμα, βεβαίως, που δεν είναι αμέσως και
εξ ολοκλήρου προφανές, αλλά κρυμμένο πίσω από προσωπικές διαδρομές, που
απαιτούν τη συμμετοχή του ακροατή προκειμένου να αποκρυπτογραφηθούν. Υπ’ αυτήν
την έννοια οι στίχοι του Λέντζου ξεχωρίζουν όσο ελάχιστοι άλλοι στο σύγχρονο
έντεχνο τραγούδι… και γιατί αποτελούν συνέχεια μιας σημαντικής παράδοσης».
Ο Λεοντής έχει λοιπόν έναν πολύ συγκεκριμένο στίχο για να
μελοποιήσει και σε κάποιες περιπτώσεις κατορθώνει να ξεπεράσει το αναμενόμενο.
Βεβαίως, αυτές οι περιπτώσεις είναι λίγες – χωρίς τούτο να σημαίνει πως στις
υπόλοιπες το αποτέλεσμα μοιάζει λιγότερο αντιπροσωπευτικό για τον συνθέτη.
Απλώς, κάποια κομμάτια ξεχωρίζουν (πολύ) δείχνοντας πως ο 77χρονος Λεοντής έχει
ακόμη τη δύναμη να εκπλήσσει… και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα.
Στην πρώτη γραμμή θα κατέτασσα το εισαγωγικό κομμάτι «Παράξενη
νοσταλγία» με τον Θοδωρή Βουτσικάκη, με τη θαυμάσια μελωδία και την
επεξεργασμένη ενορχήστρωση (ο Λεοντής είναι νομίζω από τους ελάχιστους έλληνες συνθέτες
που ξέρει να εκμεταλλεύεται ένα όργανο όπως η φυσαρμόνικα π.χ.) και κυρίως το
«Κόκκινη κραυγή» (ξανά με τον Βουτσικάκη), ένα έξοχο τραγούδι και κάπως ροκ,
χωρίς όμως ροκ όργανα. Το τραγούδι αυτό θα το ζήλευαν πολλοί 30χρονοι, αλλά το
έγραψε ένας σχεδόν 80χρόνος… Υπάρχουν κι άλλα ωραία κομμάτια στο «Φλόγα που
Καίει», όπως το «Κάτασπρο γιασεμί» (θυμίζει τα τραγούδια του Λεοντή, που έλεγε
η Τσανακλίδου στα seventies)
και η «Σιταρήθρα» αμφότερα με την Ιωάννα Φόρτη.
Να πούμε, τέλος, πως στο άλμπουμ τραγούδια ερμηνεύει και ο
Αλέξανδρος Τσιωνάς (τα πιο λαϊκά), ενώ η ενορχήστρωση και η διεύθυνση όλων
ανήκει φυσικά στον Χρήστο Λεοντή.
Ένας απλός, σεμνός δίσκος, από έναν συνθέτη που ξεκίνησε να
ηχογραφεί πριν 54 χρόνια (1963) και συνεχίζει ακόμη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου