(1927-1985) –ένας από τους σημαντικότερους έλληνες λογοτέχνες της
μεταπολεμικής περιόδου–, ούτε χρειάζεται να υπενθυμίσω την δεινή στιχουργική
δουλειά του στο άλμπουμ «Κέντρο Διερχομένων» (1982) με τις μουσικές του Νίκου
Μαμαγκάκη. Να πω μόνον πως το… αντιτουριστικό κείμενο, που θα διαβάσετε παρακάτω,
προέρχεται από τον τόμο
[Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα, Αθήνα
11/1974] και πως αν δημοσιευόταν σήμερα (προσανατολισμένο ας πούμε και προς έτερες αλητείες, που προέκυψαν εν τω μεταξύ) θα γινόταν της κακομοίρας στα
και στις φυλλάδες. Όσα
έχουμε δει/ ακούσει/ διαβάσει, κατά καιρούς, εναντίον δηλώσεων
θα ωχριούσαν
μπροστά σ’ εκείνα που θα έσερναν οι «διάφοροι γελοίοι» στον… ανελέητο Γιώργου
Ιωάννου… Να προσθέσω μόνον πως οι εμφάσεις είναι δικές μου και πως αφορούν σε σημεία
με χιούμορ (έτσι νομίζω) αλλά όχι πάντα…
Η ΑΝΑΓΟΥΛΑ ΠΟΥ
ΛΕΓΕΤΑΙ «ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ»
Παρόλη την απέχθεια που με κυριεύει ακόμα και στο άκουσμα
της λέξης «τουρισμός», είμαι υποχρεωμένος να αναγνωρίσω ότι από το τέρας αυτό
δεν είναι δυνατό πια να γλιτώσουμε ολότελα.
Μπορούμε όμως, πιστεύω, ν’ αρχίσουμε μια προσπάθεια για να
περιορίσουμε τη συμφορά. Να δημιουργήσουμε π.χ. «διαδρόμους» και χώρους όσο
γίνεται πιο στεγανούς, όπου θα μπορούν οι τουρίστες –όσοι θα επιμένουν ακόμα να
έρχονται– να επιδίδονται στα «τουριστικά» έργα τους, χωρίς να παραδειγματίζουν
ολέθρια το σύνολο του εντόπιου πληθυσμού. Ή να πάρουμε άλλα, πιο πρακτικά,
μέτρα. Δεν επιμένω.
Πάντως, από τώρα μπορούμε ν’ αρχίσουμε να διαφωτίζουμε με
κάθε τρόπο το λαό για το μέχρι που φτάνει σήμερα η φιλοξενία κι από πού και
πέρα αρχίζει η δουλοπρέπεια και ο αφανισμός. Ιδιαίτερα, πρέπει να κόψουμε τη
γλώσσα των δασκάλων εκείνων, που εξακολουθούν να μιλούν για «Ξένιο Δία», σα να
είμαστε ακόμα στην αρχαιότητα. Άλλο που
δε θέλουν και οι τουρίστες.
Εφόσον οι ξένοι ισχυρίζονται ότι θέλουν τον ήλιο και τη
θάλασσά μας, θα τα έχουν. Τις αρχαιότητές μας, θα τις έχουν. Όχι όμως και τον
λαό, τις ψυχές μας, τα παιδιά και τα κορίτσια μας. Αυτά δεν πρέπει να τα έχουν,
γιατί θα μας διαλύσουν.
Δεν μισώ τα ξένα ήθη, ούτε κατέχομαι από καμιά φυλετική
προκατάληψη. Ορισμένοι απ’ τους ξένους λαούς, τους μικρούς ιδιαίτερα, είναι
συμπαθέστατοι και ίσως-ίσως καλύτεροι από μας. Δεν μπορώ να ανεχθώ όμως αυτή τη διεθνική λαίλαπα, αυτό το πνεύμα της
λεηλασίας, που έχει οργανωθεί με όλους τους κανόνες της εμπορικής στρατηγικής
εις βάρος μας. Οι τουρίστες δεν
έχουν εθνικότητα· είναι σαν τις πολυεθνικές εταιρίες. Πρέπει να
αντιδράσουμε σκληρά και εν ανάγκη να ξεσηκωθούμε.
Βέβαια δεν περιλαμβάνω όλους τους ξένους μας μέσα στις
παραπάνω βαρύτατες κατηγορίες. Και δεν το λέω αυτό, για να δημιουργήσω ένα χώρο
καταφυγής για μένα, αλλά γιατί έτσι είναι. Ούτε νομίζω ότι ο ελληνικός λαός
αποτελείται από αθώες περιστερές – κάθε άλλο. Αυτό όμως αφορά εμάς και όχι
όλους αυτούς, που έρχονται γυρεύοντας. Πάντως, γεγονός είναι ότι αρκετοί ξένοι
έρχονται πραγματικά για να ξεκουραστούν και να θαυμάσουν. Πιστεύω όμως ότι οι
ξένοι αυτής της ποιότητας εγκρίνουν τα όσα λέω. Άλλωστε, κατ’ επανάληψη μου
έχει τύχει ξένοι φίλοι μου ν’ αγανακτούν, όταν τους αποκαλώ δοκιμαστικά
«τουρίστες». Είναι γενικότερα
δυσφημισμένο το όνομα.
Άλλο «ξένοι» λοιπόν και άλλο «τουρίστες». Οι ξένοι έχουν
όνομα, έχουν εθνικότητα, αίσθημα ευθύνης βέβαια· και ανάμεσα στους «ξένους»
παρουσιάζονται παρεκτροπές, αλλά δεν είναι η παρεκτροπή και το βρώμισμα το
έμβλημά τους. Στους «τουρίστες», μπερδεύονται καμιά φορά και μερικοί καλοί,
αλλά κυρίως περιλαμβάνονται όλα τα ξετσίπωτα εκείνα όντα, που παίρνουν κάθε
χρόνο μπάλα τους δρόμους για «περιπέτεια», ναρκωτικά, ασκήμια, και γενικά
«κουλτούρα» όπως τη λένε. Ο λαός μας όμως κάπως αλλιώς αντιλαμβάνεται όλες
αυτές τις πνευματικές ανησυχίες·
«της πουτανιάς το φλάμπουρο συμμαζεμό δεν έχει» λέει ορθά η παροιμία μας. Μόνο
που ο λαός πρέπει να ενθαρρυνθεί και να δείχνει έμπρακτα τη γνώμη του αυτή.
Όποτε ξεχαστώ και περάσω από την πλατεία Συντάγματος, η μέρα
μου πηγαίνει στραβά. Τόσο πολύ συγχύζομαι. Δεν μπορώ να τους βλέπω να κάθονται
σα ναυαγισμένοι εκεί πέρα, έχοντας συχνά εξωφρενικές επιγραφές μπροστά τους, με
τις οποίες προτείνουν σε όποιον θέλει να τους πάρει με το αυτοκίνητό του για το
βοριά ή το νοτιά. Άλλες διαστάσεις, ευτυχώς, δεν έχει η χώρα μας. Μα πιο πολύ
δεν μπορώ να βλέπω τους δικούς μας «ζιγκολό» να ψωνίζονται , να κορδακίζονται ή
να χαϊδολογούνται με διάφορες γριές, αμφοτέρων των φύλων. Βέβαια, εκεί στο
Σύνταγμα είναι που αλυσοδέθηκε επί χουντοκρατίας ο λεβέντης εκείνος γερμανός
συγγραφέας· για ν’ αναφέρω και κάτι το δροσερό και παρήγορο. (σ.σ. ο Ιωάννου αναφέρεται στην περίπτωση του Günter
Wallraff, που διαμαρτυρήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο στο Σύνταγμα, την 15/5/1974,
διανέμοντας προκηρύξεις «αντεθνικού περιεχομένου», όπως διαβάσατε προχθές). Αλλά ο σκοπός δεν είναι να διορθώσουμε εμείς τους τουρίστες. Ούτε μπορούμε,
ούτε και μας ενδιαφέρει αυτό. Εμάς μας ενδιαφέρει να τους κάνουμε ανίκανους να
μας βλάφτουν. Να τους απομονώσουμε ή να τους απομακρύνουμε.
Η Εκκλησία μας, που μας έχει πικράνει πολύ τα τελευταία
χρόνια, υπήρξε σε μια τουλάχιστο ενέργειά της ιδιαίτερα σοβαρή. Εννοώ τη δέηση
που έστειλε να διαβαστεί στους ναούς, για να μας προστατέψει και να μας
γλιτώσει ο Θεός από την τουριστική επιδρομή. Λυπάμαι που δεν έχω αυτό το
κείμενο, κι ακόμα πιο πολύ λυπάμαι που δεν είχα το σθένος να βγω να το
υπερασπιστώ, όταν διάφοροι γελοίοι το χτύπησαν και το διέσυραν με τους ετοιματζήδικους
εκείνους χαρακτηρισμούς: «μεσαιωνικό», «καλογερίστικο», «ανήκουστο» και τέτοια.
Και φυσικά, η Εκκλησία περίτρομη έσπευσε να το καταχωνιάσει. Αυτά παθαίνεις, άμα έχεις τη φωλιά σου
λερωμένη. Καλά θα κάνουν όμως να κυκλοφορήσουν και πάλι τη δέηση. Και να
ορίσουν να διαβάζεται κάθε Κυριακή στους ναούς όλης της χώρας. Είναι ένα καλό
μέτρο αυτό. Βέβαια, θα την ενστερνιστούν
τα διάφορα λαδικά και τα γερόντια, που συχνάζουν στις εκκλησίες, θα το
πληροφορηθούν όμως και πολλοί σοβαροί άνθρωποι και θα χαρούν.
Η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να υποχωρεί τόσο εύκολα στις
φωνές των προαγωγών και των διαφόρων
ύποπτων λογίων, γιατί έχει βαριές ευθύνες. Όμως τις πιο πολλές ευθύνες τις
έχει το Κράτος.
Αλλά μέχρι τώρα η κρατική πολιτική βαδίζει εντελώς αντίθετα.
Μέσα στα δολώματα που ρίχνει για να μαζέψει τουρίστες χρησιμοποιεί ψυχρά και
υπολογισμένα και τον ελληνικό λαό. Όλοι μας έχουμε δει –και όχι μόνο κατά την
επταετία– φωτογραφίες ή ταινίες, όπου τουρίστριες χορεύουν χέρι χέρι με ναύτες
και ψαράδες ή «συναδελφώνονται» με καλοφτιαγμένους λαϊκούς τύπους μπρος στα
βαρέλια της γιορτής του κρασιού. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Δεν σημαίνουν αυτό που
λέει η λογική;
Ο τουρισμός ξέρει τι κάνει. Προβάλλει τις αρσενικές ομορφιές
του τόπου, γιατί στους τουρίστες επικρατεί το θηλυκό στοιχείο, υπάρχει
αναζήτηση και δίψα του αρσενικού και μάλιστα του πρωτόγονου. Κάτι τέτοιο, και
σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, συμβαίνει, φαίνεται, και με την Τουρκία…
Κατά την δικτατορία,
όπου κάτω από τη στέγη του αλλοπρόσαλλου συνθήματος «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»
συνέβησαν τα πιο αντιχριστιανικά πράγματα, το ξεπούλημα της αλκής του ελληνικού λαού είχε λάβει διαστάσεις
βιομηχανίας. Αρκεί να ήταν οι ξένοι
ευχαριστημένοι και όλα τα άλλα θεωρούνταν δευτερεύοντα. Το αίσχος της
Πλάκας με τα «ψωνιστήρια» για κάθε γούστο έφτασε τότε στο αποκορύφωμά του. Και οι παροικίες των ναρκομανών τότε είναι
που φούντωσαν. Όλοι μας έχουμε ακούσει ιστορίες φοβερές για τα μεγάλα
ξενοδοχεία.
Έχω φυλάξει ένα απόκομμα από μια απογευματινή εφημερίδα της
21-12-1972. Το ’κοψα γιατί το θεώρησα ότι ξεπερνούσε σε ξετσιπωσιά κάθε τι που
ήξερα ως τότε για τις «πλάτες» του κράτους προς τους τουρίστες. (σ.σ. Το δημοσίευμα αναφερόταν σε 108 Ροδίτες, οι οποίοι θα
ταξίδευαν με αεροπλάνο από την Ρόδο με προορισμό την Κοπενχάγκη και την
Στοκχόλμη, για να συναντήσουν τα αμόρε τους και να περνούσαν μαζί τους τις γιορτές
των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους. Ήταν, κατά έναν τρόπο, η ανταπόδοση της
«φιλοξενίας» που είχαν τύχει οι Σκανδιναυές το καλοκαίρι του ’72 στην Ρόδο).
Τι φτήνια, Θεέ μου! Τι ρουφιανιά!
Ποιος άραγε είχε δώσει διαβατήρια σ’ όλους αυτούς τους
αδιάντροπους νεαρούς; Και τι να είχαν γράψει ως σκοπό του ταξιδιού τους; Και να
σκεφτεί κανείς ότι την εποχή εκείνη δεν μπορούσαν να φύγουν για έξω επιστήμονες
ολκής, καλλιτέχνες αξίας ή βαρειά άρρωστοι άνθρωποι. Κι όμως! έφευγαν με τόση
ευκολία –ίσως και με «εθνική υπερηφάνεια»– όλα αυτά τα αποκτηνωμένα όντα.
Τι άλλο να πω πια;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ