Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

οι SPHERE ζωντανοί στο Umbria Jazz

Το 1987 είχε κυκλοφορήσει από την RED Records, σε βινύλιο, το άλμπουμ των SphereLive at Umbria Jazz”, που αποτύπωνε αυτό το μετα-bop αμερικανικό κουαρτέτο –που χρωστούσε το όνομά του στον Thelonious Monk φυσικά–, σε μια παράστασή του στο θέατρο Morlacchi της Perugia (της πρωτεύουσας της Umbria), στις 14 Ιουλίου 1986.
Ποιοι αποτελούσαν τους Sphere; Σημαντικότατα ονόματα, σαν τους Charlie Rouse τενόρο σαξόφωνο, Kenny Barron πιάνο, Buster Williams μπάσο (σου παίρνει το σκαλπ ήδη από το πρώτο track, το δικό του 11λεπτο “Tokudo”) και Ben Riley ντραμς.
Εκείνο το παλαιό “Live at Umbria Jazz”, λοιπόν, με τα τέσσερα tracks (“Tukudo” του B. Williams, “Sauds song” του Κ. Barron, “Trinkle, tinkle” του Monk και “Decepticon” ξανά του B. Williams) επεκτείνεται τώρα, μέσω του παρόντος 2CD, δηλαδή του The Complete Live at Umbria Jazz[RED Records / AN Music, 2024], με τρία ακόμη tracks εξίσου μεγαλόπνοα –το 9λεπτο “Christina” (B. Williams), το 14λεπτο “Pumpkins delight” (C. Rouse) και το 18λεπτο “If I should lose you” (το στάνταρντ του Ralph Rainger)–, τα οποία συντελούν στην ηχογραφική ολοκλήρωση του κονσέρτου.
Για ένα live του 1986 η αποτύπωση κατ’ αρχάς (της σημερινής RED) κρίνεται ως καλή ή και αρκετά καλή. Ο ήχος μπορεί να μην είναι τεχνικά όσο θα του ταίριαζε δυναμικός και πλούσιος, όμως είναι το συγκρότημα εκείνο, που, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να σε αποζημιώσει με τα δικά του strong passages, τα ατελείωτα και βεβαίως συναρπαστικά soli, τις διαδοχικές αλλαγές, που προσδίδουν στις μεγάλης διάρκειας συνθέσεις, νέες ζωές, και τη γενικότερη «ζωντανή» ατμόσφαιρα – εκείνη, που φροντίζει να αποτυπώσει κάθε μεγάλο σχήμα, όπως οι Sphere, που γνωρίζει ότι εμφανίζεται σ’ ένα ιστορικό τζαζ φεστιβάλ, το οποίο παρακολουθούν δεκάδες-εκατοντάδες συνάδελφοι-μουσικοί και απλώς κόσμος.
Υπό αυτή την έννοια οι Shpere τα «δίνουν όλα», προσφέροντας το καλύτερο.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

το άλμπουμ «Υπάρχω» του ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ κυκλοφόρησε το 1975 και για πολλούς υπήρξε ο κορυφαίος δίσκος του – τραγούδια σαν τα «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου», «Οι αισθηματίες», «Τι θέλεις από μένανε» και «Υπάρχω» ακούγονται και σήμερα σαν να είναι καινούργια

Η προβολή της ταινίας του Γιώργου Τσεμπερόπουλου «Υπάρχω», που έχει να κάνει με τη ζωή και την τέχνη του Στέλιου Καζαντζίδη, είναι σίγουρο πως θα επαναφέρει στην επικαιρότητα και τα τραγούδια από το ιστορικό LP «Υπάρχω», που κυκλοφόρησε από τη Minos προς το τέλος του 1975 – σαράντα εννιά χρόνια πριν.
Η εποχή είχε κάποιες ιδιαιτερότητες – υπό την έννοια πως το λαϊκό τραγούδι, που υπηρετούσε ο Στέλιος, μέσα από τις σποραδικές δισκογραφικές εμφανίσεις του (καθώς είναι γνωστό πως είχε σταματήσει να τραγουδά ζωντανά, στα κέντρα, από το 1966) ήταν κάπως... εκτός εποχής. Και γιατί ένα μέρος των λαϊκών στρωμάτων, ιδίως στις πόλεις, υιοθετούσε πλέον μικροαστικές συμπεριφορές, και γιατί το ελαφρολαϊκό του Βοσκόπουλου εξακολουθούσε να τραβάει τα πλήθη, και γιατί ο Στράτος είχε θέματα με το νόμο, και γιατί το νέο λαϊκό, που έλεγε ο Μητροπάνος και η Ρίτα Σακελλαρίου ας πούμε, ήταν «σκληρό» και αρχέτυπο, περισσότερο κατάλληλο για τα μαγαζιά των εθνικών οδών, και γιατί καλλιτέχνες σαν τον Πάνο Γαβαλά ή την Πόλυ Πάνου βολόδερναν, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Φυσικά, υπήρχε και το πολιτικό με το αντάρτικο τραγούδι που κυριαρχούσαν, στις προτιμήσεις μεγάλων τμημάτων του κόσμου, εκεί στο ξεκίνημα της μεταπολίτευσης, δημιουργώντας κι άλλα αναχώματα. Οπότε ο Στέλιος είχε να παλέψει με όλα αυτά.
Βασικά ο Στέλιος –και λόγω χαρακτήρα δηλαδή–, έλεγε πάντα το ίδιο τραγούδι. Δεν ενδιαφερόταν να αλλάξει τα μοτίβα του, την αισθητική του, τον τρόπο που προσέγγιζε κοινωνικά το λαϊκό. Μπορεί όλα γύρω του να άλλαζαν, αλλά αυτός εξακολουθούσε να πιστεύει τα ίδια πράγματα για τον λαό – ιδίως για εκείνον της επαρχίας, που πάντα τον ξεχώριζε και πάντα τον θεωρούσε πιο κοντά στα δικά του ιδανικά, τα διαμορφωμένα στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, επί Κατοχής, Εμφυλίου και μετεμφυλιακής περιόδου.
Ο Στέλιος είχε σκληρές απόψεις, που δεν τις άλλαζε. Επί χούντας σχεδόν όλος ο κόσμος (του έντεχνου, του ποπ-ροκ, του λαϊκού) έβγαινε στην τηλεόραση για να διαφημίσει τα τραγούδια του. Ο Στέλιος ήταν ο μοναδικός, αυτού του διαμετρήματος καλλιτέχνης, που ενώ τον καλούσαν, από δω κι από κει, δεν πήγε ποτέ να εμφανισθεί. Τον κυνηγούσε εν τω μεταξύ και το κράτος, και αυτός αμυνόταν με τον τρόπο του. Δεν ήθελε να έχει παρτίδες. Ας πούμε η εφορία τον είχε βάλει στο μάτι. Όπως είχε πει και ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του, τον Μάιο του ’74 (επί δικτατορίας ακόμη) στον «Ταχυδρόμο»:
«Έφαγα μια σφυριά απ’ αυτές που γονατίζουν τον άνθρωπο και τον στέλνουν στον τάφο. Πλήρωσα διαδοχικά στην Εφορία 6.800.000 δρχ. σε δόσεις (σ.σ. τεράστιο ποσό για την εποχή), που η μικρότερη ήταν 40.000 και η μεγαλύτερη 710.000. Δεν θέλησαν να παραδεχθούν για μένα την έκπτωση του 50%, που γίνεται στους καλλιτέχνες, με τη δικαιολογία ότι δεν τραγουδούσα πια και δεν είχα έξοδα παραστάσεως.(...) Το πλήρωσα το ποσό και με πρόστιμα κιόλας».
Ο Στέλιος έβγαζε πολύ καλά λεφτά από τους δίσκους. Το λιγότερο κανα εκατομμύριο το χρόνο, εκείνη την εποχή – λίγο πριν από το «Υπάρχω». Έτσι, όταν θα τον ρωτούσαν, αν τα λεφτά αυτά ήταν πολλά και αν πίστευε στις κοινωνικές ανισότητες θα απαντούσε πως... «οι κοινωνικές ανισότητες υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχει ο πλανήτης» και ότι «αν μοιράσω αυτά που έχω θα προστεθεί ένας ακόμη φτωχός στους χιλιάδες φτωχούς, που δεν θα λιγοστέψουν».
Το πρόβλημα της φτώχιας δεν θα το έλυνε ο ίδιος. Ήξερε τι έλεγε, θέλω να πω, ήταν τρομερά συνειδητοποιημένος και βάδιζε στο δικό του δρόμο, δίχως να λοξοδρομεί. Μπορεί να ήταν αγύριστο κεφάλι, ok. Μπορεί να επέδειξε αφέλεια σε ορισμένες περιπτώσεις, ok. Μπορεί να έκανε κακό στον εαυτό του, κι αυτό ok. Αλλά θα γλίτωνε, εξαιτίας αυτής ακριβώς της συμπεριφοράς του, και από πολλές κακοτοπιές. Δεν γίνεται να τα έχεις όλα δικά σου. Και το τι θα χάσεις, τελικά, το επιλέγεις μόνος σου. Σίγουρα, πάντως, ο Στέλιος δεν έχασε στον τρόπο που τον έβλεπε ο κόσμος, που ήταν το σημαντικότερο για ’κείνον. Εκείνο που θα έχτιζε το μύθο του, θέλω να πω – μαζί, βεβαίως, με τη φωνή του.
Ήδη από το μέσο του ’74 ο Στέλιος σχεδίαζε ένα μεγάλο δίσκο με δώδεκα νέα λαϊκά τραγούδια, που να ήταν όπως εκείνος τα ήθελε. Που να τα κατανοούσε σε κάθε διάστασή τους. Ο Χρήστος Νικολόπουλος ήταν κοντά του, όπως και ο Πυθαγόρας, και κάπως έτσι θα κυκλοφορούσαν στο δεύτερο εξάμηνο εκείνης της χρονιάς τα 45άρια «Μετάνοιωσες / Μια γυναίκα έφυγε» και «Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά / Λυπούμαι που σε χάνω» (αμφότερα στη Minos), που θα αποτελούσαν τον προπομπό του «Υπάρχω» (οι πρώτες πλευρές θα ακούγονταν και στο LP).
Πάμε λοιπόν στο δίσκο, που κυκλοφορεί όπως είπαμε προς το τέλος του ’75 και ας δούμε ένα-ένα τα τραγούδια που περιέχει...
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/yparho-gia-polloys-o-koryfaios-diskos-toy-stelioy-kazantzidi

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

ΗΜΑΡΤΟΝ !υσηχία

Νέο ελληνικό ροκ συγκρότημα από την Καλαμάτα, οι Ήμαρτον κάνουν τώρα την εμφάνισή τους στη δισκογραφία, μ’ ένα ιδιωτικής έκδοσης CD εκατό αντιτύπων (υπάρχει και σε digital φυσικά), που έχει τίτλο «!Υσηχία» [Ιδιωτική Έκδοση, 2024].
Οι Ήμαρτον είναι τέσσερις, δηλαδή οι Ραμήν φωνή, κιθάρες, Tiga Nekra κιθάρες, Emeka Mosi μπάσο και SoNick ντραμς. Έτσι, από τη line-up και μόνον αντιλαμβανόμαστε όλοι πως πρόκειται για ένα κιθαριστικό σχήμα, που κινείται όμως προς punk-rock κατευθύνσεις.
Υπάρχουν διάφορα τινά, που χαρακτηρίζουν τους Ήμαρτον – τον ήχο τους και τα τραγούδια τους εννοούμε. Κατ’ αρχάς το γκρουπ παίζει πολύ δυνατά. Είναι και η εγγραφή τσιτωμένη «από τη μάνα της», αλλά και οι ίδιοι παίζουν «στο κόκκινο». Αυτό προσδίδει στα κομμάτια τους μια έξτρα ώθηση – την οποία χρειάζονται, εδώ που τα λέμε, προκειμένου τα μηνύματα, που κουβαλούν τα λόγια τους, να γίνονται ακόμη πιο προφανή και άμεσα. Με τι καταπιάνονται αυτά (τα λόγια); Κοινωνικοπολιτικές αφετηρίες έχουν, αν και πολλές φορές περνούν μέσα (και) από πιο προσωπικά μονοπάτια. Είναι σωστά γραμμένα, με ορθές διατυπώσεις εννοώ, διαθέτουν περισσές ευαισθησίες, ανακατεμένες, όμως, και με μια κάποια οργή. Είναι, δε, χαρακτηριστικό εκείνο που λένε πως «δεν είναι η αλλοτρίωση ντροπή», «ντροπή είναι η υποταγή», οριοθετώντας έτσι τις κόκκινες γραμμές τους. Ενδιαφέρον, από στιχουργικής απόψεως, έχει και το τραγούδι τους «Παράδοση», στο οποίο τους ακούμε να τραγουδούν... «προέρχομαι από δυο μανάδες: την Έριδα και την Επιβολή / ζεστή αγκαλιά από συμπληγάδες / που αίμα κατασπάραξαν σε κάθε στροφή»... σηματοδοτώντας, ίσως, κάτι (και) από την ιστορία του τόπου που προέρχονται.
Από την πλευρά της μουσικής τώρα οι επιρροές από συγκροτήματα όπως οι Τρύπες ή οι Panx Romana και η Γενιά του Χάους είναι μάλλον εμφανείς, με τον Ραμήν να τραγουδά και να σπηκάρει με το δικό του τρόπο τα λόγια, προσδίδοντάς τους κυρίαρχη θέση στο συνολικό άκουσμα. Συνθετικώς τα κομμάτια ανήκουν σε όλα τα μέλη του γκρουπ, στίχους έχει γράψει ο Ραμήν, ενώ ανάμεσα υπάρχει και μια μελοποίηση του ποιήματος του Κώστα Καρυωτάκη «Δέντρο».
Διάφορα τραγούδια από την «!Υσηχία» ξεχωρίζουν, όπως το «Από στόμα σε στόμα», το «Ευυπόληπτος» κ.λπ., αλλά είναι το σύνολο εκείνο που έχει σημασία στην περίπτωση των Ήμαρτον – ενός γκρουπ από την εκτός Αθήνας Ελλάδα, που δεν αντιμετωπίζει, αναγκαστικά, λιγότερα προβλήματα στην καθημερινότητά του και τη δουλειά του.
Επαφή: imarton.band@gmail.com

μια συνέντευξή μου στο Radio - Ogdoo. gr

Σήμερα Σάββατο, στις 11-12 το πρωί, μιλάω για το «Ραντεβού στο Κύτταρο» [Όγδοο, 2024] στο ιντερνετικό ραδιόφωνο Radio - Ogdoo. gr και στον Νίκο Θρασυβούλου. 
Η εκπομπή θα μεταδοθεί και την Κυριακή την ίδια ώρα. Για όσους πιστούς και πιστές... 
Εδώ το link του σταθμού:
https://www.ogdoo.gr/radio
Κι εδώ ένα δείγμα: 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

DADDY’S WORK BLUES BAND & GIOTIS KYTTARIS ένα ελληνικό blues άλμπουμ

Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα, με αφορμή το πρώτο άλμπουμ των Daddys Work Blues Band...
Το να παίζεις blues στην Ελλάδα έχει κάτι το μοναδικό, καθώς είναι ένα από τα ελάχιστα δυτικά μουσικά είδη, που δεν ήταν ποτέ στη μόδα στη χώρα μας. Μαθημένο, βασικά, από τους λευκούς (Βρετανούς και Αμερικάνους), το blues αποτελεί άκουσμα όλων σχεδόν των κλασικών φίλων του ροκ (ροκάδων και μη), οι οποίοι στην πορεία θα σκύψουν και προς τις original (μαύρες) πηγές, διαμορφώνοντας και από εκείνες το (blues) γούστο τους. Εξορισμένο λοιπόν, και διαχρονικά, από κάθε εμπορική έκφανση, το blues που παίζεται από Έλληνες, το ελληνικό blues ας το πούμε, εξακολουθεί να υπάρχει και να αναπνέει στο περιθώριο των μουσικών εξελίξεων, προσπορίζοντας τιμή, πρώτα-πρώτα, σε όλους εκείνους τους μουσικούς και τα συγκροτήματα, που, αγνοώντας το «τι παίζει», εξακολουθούν να το προβάλλουν στην ηλεκτρική, βασικά, εκδοχή του. Και μιλάμε βεβαίως για τα αμιγώς blues συγκροτήματα και καλλιτέχνες και όχι για εκείνους που, περιστασιακά, μπορεί να ηχογραφήσουν και κάποιο blues
Σ’ αυτή τη χορεία λοιπόν, των εν Ελλάδι blues-groups, οι Daddys Work Blues Band (Δημήτρης Δουλγερίδης κιθάρες, φωνή, Στάθης Ανέστης μπάσο, Ευθύμιος Πολύζος ντραμς και Γιάννης Παχύδης φυσαρμόνικα) φαίνεται πως είναι πλέον έτοιμοι, ώστε να διεκδικήσουν μια πιο μπροστινή θέση. Αν το “First” ήταν μια πρώτη αναγνωριστική δισκογραφική απόπειρά τους, εκεί στην αρχή του 2022, με το πιο νέο “Blues Machine” [Private Pressing, 2024] το αθηναϊκό γκρουπ έρχεται για να υπογραμμίσει την πίστη του στο blues (ηλεκτρικό βασικά, μα και ακουστικό), μέσω ενός δεύτερου CD, το οποίο μοιράζεται, θα λέγαμε, με τον Γιώτη Κύτταρη (Giotis Kyttaris), γνωστό μουσικό του χώρου, με 25ετή πορεία στα πράγματα.
Έτσι έχουμε εννέα κομμάτια εδώ, οκτώ πρωτότυπα, στα οποία έχει γράψει στίχους ο Κύτταρης και μουσική όλη η μπάντα μαζί, συν τη διασκευή στο “Graffiti” του Michael Powers, το οποίο αποδίδει η Cony Efthimiadi (version που διαθέτει και σπηκάρισμα στίχων της Amy Winehouse).
Εντάξει, ο ηλεκτρισμός κυριαρχεί στα τραγούδια των Daddys Work Blues Band, καθώς από τα εννέα tracks του CD μόνο το “Iced moon” είναι ακουστικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με κάποια τυπικά electrified τραγούδια, αφού σχεδόν σε κάθε ένα εξ αυτών διαμορφώνεται και μια διαφορετική βάση. Έχουμε έτσι boogie στο ύφος των Canned Heat, ημι-ηλεκτρικά κομμάτια σαν το “Barrio”, shuffle, πιο αργόσυρτα τραγούδια, άλλα που συνδυάζουν ακόμη και country-rock αναφορές (σαν το “Lockdown”), μα και κλασικά blues-rock, όπως το έσχατο “Tell me mama”, με το swirling όργανο του Γιώργου Στεφανάκη (Πελόμα Μποκιού κ.λπ.).
Γενικώς, η ποικιλία είναι αυτή που δίνει έξτρα credits στο “Blues Machine”, ένα καλοσχεδιασμένο άλμπουμ από πάσης απόψεως (και οπτικά), που δείχνει ότι η μπάντα βαδίζει στον σωστό δρόμο.
Επαφή: https://daddysworkbluesband.bandcamp.com/album/blues-machine-2

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

ASTRAL KOMPAKT, MOONYA, superFLORENCEjam – νέο ροκ από Γερμανία, Γαλλία και Αυστραλία

ASTRAL KOMPAKT: Goldader [Tonzonen Records, 2024]
Για τους Astral Kompakt, από την Κολωνία, δεν θα βρεις πολλές πληροφορίες στο διαδίκτυο. Προφανώς το γερμανικό συγκρότημα, που μάλλον είναι τρίο, θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του, αφήνοντας τη δουλειά του να μιλήσει αντί για ’κείνο.
Το “Goldader”, που είναι το πρώτο άλμπουμ των Astral Kompakt, είναι ένα ορχηστρικό κατ’ αρχάς LP (και digital), που κινείται σε σκληρές και stoner περιοχές. Το ότι πρόκειται για instro δεν το λες και εντελώς σύνηθες, με τις κιθάρες, το μπάσο και τα ντραμς να κινητοποιούνται και να ανακατεύονται σε ποικίλους συνδυασμούς – κάτι που δείχνει, οπωσδήποτε, την άνεση των Γερμανών να αναζωογονούν τα παλαιά hard περιβάλλοντα.
Εντάξει, οι Sabbath-ικές επιρροές βρίσκονται κι εδώ στην ημερησία διάταξη, όπως συμβαίνει, εξάλλου, με κάθε γκρουπ του stoner, που θέλει να σέβεται και τον εαυτό του και την ιστορία – όμως υπάρχουν και άλλα γνωρίσματα στο “Goldader”, που του προσδίδουν μια δική του ταυτότητα. Λέμε βασικά για το progressive σε hard ή λιγότερο hard όψεις, όπως το ακούς σε κομμάτια σαν τα “Batavische tr​ä​ne I” και “II, που ανακαλούν, κατά τόπους, κάτι από τη μεγάλη περίπτωση των May Blitz ας πούμε.
Μια αρκετά καλή περίπτωση, λοιπόν, για κάθε φίλο των εν λόγω μουσικών.
Επαφή: www.tonzonen.de
MOONYA: Faces [Atypeek Music, 2024]
Η Moonya είναι μια γαλλίδα τραγουδοποιός, που έχει ήδη κυκλοφορήσει κάποια EPs, αλλά μόλις τώρα έχει κάτι ολοκληρωμένο, δικό της, να προτείνει. Λέμε για το CD (και digital) “Faces”, που περιλαμβάνει δέκα δικά της τραγούδια – εκεί όπου η γαλλίδα χειρίζεται περαιτέρω σχεδόν όλα τα όργανα (βασικά πλήκτρα, κιθάρες και ηλεκτρονικά). Μόνον ένας ντράμερ, ο Mathieu Pigné, εμφανίζεται αραιά και πού να την βοηθά σε λίγα tracks.
Η τραγουδοποιία της Moonya είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Οι συνθέσεις της, τα τραγούδια της, έχουν κάπου ένα 80s άρωμα, στηρίζονται στις καλές μελωδίες, στη ρυθμική ποικιλία και βασικά στην υιοθέτηση διαφόρων επιμέρους στοιχείων, που τα κάνουν αληθινά ξεχωριστά. Βοηθούν προς αυτό όχι μόνον οι γαλλικοί / αγγλικοί στίχοι, που αφήνουν πίσω τους μια ποιητικότητα, κάπως ρομαντική, κάπως μελαγχολική, αλλά και το μουσικό τους μέρος, που μπορεί να οδεύει άλλοτε προς την μπαλάντα και άλλοτε προς το electro (pop ή rock), με προφανή σπουδαία αποτελέσματα.
Όλο το άλμπουμ έχει ένα χρώμα, μια συνέπεια και μια συνέχεια, και κομμάτια σαν τα “Pensées” και “La face du jour” δεν γίνεται να μην τα ακούς και να μην τα ξανακούς, καθώς η Moonya αριστεύει σε κάθε επίπεδο.
Επαφή: www.atypeekmusic.com/moonya
superFLORENCEjam: 60 Big Ones [Bird’s Robe Records, 2024]
Αν και δεν υφίστανται πλέον οι superFLORENCEjam από το Σίδνεϋ εξακολουθούν να κυκλοφορούν δίσκοι τους.
Στο blog έχουμε ήδη γράψει για το φερώνυμο mini-album τους από το 2009, όπως και για το CD τους “We Always Knew It Would Come To This” από το 2011, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα πως το ύφος των Αυστραλών γειτνιάζει με... το pop-rock-psychedelic, με πολλά ύστερα «μπητλικά» στοιχεία και με ουκ ολίγες χρονικά μεταγενέστερες νύξεις, ακόμη και glam ή και punk α λα Clash (δεν υπάρχει, δηλαδή, η «φτηνή» αναπαραγωγή των late sixties ηχοχρωμάτων) και με τα τύπου Robert Plant φωνητικά του Adam Krawczyk να προσθέτουν, επίσης, σε τούτο την γενικότερη ιδιορρυθμία, που χαρακτηρίζει τους superFLORENCEjam σαν σχήμα.
Το “60 Big Ones” είναι ένα επίσης mini-album των superFLORENCEjam, με έξι κομμάτια, τα οποία ήταν ηχογραφημένα το 2012 και που έρχονται τώρα στην επιφάνεια μέσω του Alex Wilson, μέλος των συμπατριωτών τους sleepmakeswaves.
Με σταθερά μέλη τους Adam Krawczyk φωνή, κιθάρες, Laurence Rosier Staines φωνή, κιθάρες, πλήκτρα, Mike Solo ντραμς και Alex Tulett μπάσο, οι superFLORENCEjam προσφέρουν ένα ακόμη ηχογράφημα γεμάτο με... μουσικοφιλικές αναφορές – όπως μαρτυρούν, για παράδειγμα, το έσχατο «ζεπελινικό» “Want it now” ή το “European vacation”, που αποτείνει φόρο τιμής στο “You really got me” των Kinks.
Όλα τα τραγούδια είναι καλά, όλα ρέουν αβίαστα και το μόνο για το οποίο, εν τέλει, αναρωτιέσαι έχει να κάνει με το τι πήγε στραβά στην πορεία του αυστραλέζικου γκρουπ, που το ανάγκασε, σχετικά νωρίς, να διακόψει τη δραστηριότητά του.  
Επαφή: https://www.birdsrobe.com/

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 617

18/12/2024
[αυτές οι μέρες είναι του Στέλιου]
ώρες-ώρες σκέφτομαι, αν μπορεί να υπάρξει βιβλίο γύρω από την ελληνική μουσική -για όποια μουσική, για όποιο είδος-, που να μην έχει έστω μία αναφορά στον Στέλιο Καζαντζίδη...
[από το "Ραντεβού στο Κύτταρο", Όγδοο, 2024]

18/12/2024
[Αυτές οι μέρες είναι του Στέλιου]
Έχει δίκιο ο άνθρωπος. Το 95% αυτών που διαβάζεις, ως επικαιρότητα, είναι για χέσιμο...

18/12/2024
Κώστας Χαρδαβέλλας: "Οι Πύλες του Ανεξήγητου: Ψάχνοντας τη Χαμένη Ατλαντίδα"
https://www.youtube.com/watch?v=LULnvIpMRmA

17/12/2024
Πέρασε από τις Πύλες του Ανεξήγητου και ο Κώστας Χαρδαβέλλας. Η cult εκπομπή του με τον Ντέμη Ρούσσο, για τις ψυχές και τις μετεμψυχώσεις, έχει γράψει ιστορία...

17/12/2024
Η Ρίτα Μπενσουσάν στις "Μεταμορφώσεις" (1973) του Γιάννη Κοκκόλη. "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]

16/12/2024
Ο Νταλάρας είδε την ταινία του Τσεμπερόπουλου για τον Στέλιο (στην αβάν-πρεμιέρ) και είπε-έγραψε «σειρά έχει ο Μπιθικώτσης». Ναι, αλλά για τον Μπιθικώτση δεν ίσχυαν αυτά που ίσχυαν για τον Στέλιο, εκείνη την κρίσιμη περίοδο της επταετίας, στην οποία μετρήθηκαν τα μπόγια...

16/12/2024
"Οι Απάνθρωποι" (1973) του Παύλου Φιλίππου, με την Σάσα Καστούρα και τον Λάκη Κομνηνό στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]...

14/12/2024
Κώστας Σφήκας "Μοντέλο" (1974) και "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]...

13/12/2024
Μέσα στην 5άδα των καλύτερων άλμπουμ του ελληνικού ροκ, από το '90 και μετά. Πώς δεν έχει σκεφθεί κάποιος να το μετατρέψει σε βινύλιο;
https://www.youtube.com/watch?v=CjQUg7dX6ac

13/12/2024
Cult είναι οι σκηνές καταδίωξης με αυτοκίνητα, στις παλιές ταινίες του Σταύρου Τσιώλη... "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LiFO Books, 2024]

12/12/2024
"Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος" του Σωκράτη Καψάσκη στις "Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου" [LIFO Books. 2024]...

GASPARE PASINI ένας φόρος τιμής στον θρύλο του άλτου Art Pepper

Ο Gaspare Pasini είναι ένας ιταλός άλτο σαξοφωνίστας της jazz, που εδώ συλλαμβάνεται σ’ ένα tribute άλμπουμ, το οποίο έχει να κάνει με τον μεγάλο αμερικανό συνάδελφό του, τον θρύλο Art Pepper (1925-1982). Το άλμπουμ αυτό, που έχει τίτλο Pepperlegacy κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά, με επτά κομμάτια, το 2013, μέσω του ιταλικού περιοδικού “Musica Jazz”, ενώ τώρα (2024) έχουμε την πλήρη έκδοσή του σε 2CD (εννέα κομμάτια), από την RED Records (ΑΝ Μusic). Το πλήρες σετ λοιπόν είναι ηχογραφημένο «ζωντανά» στην πόλη Pordenone της ΒΑ Ιταλίας, στις 25 Ιουνίου 2013, και παρουσιάζεται τώρα στην ιδανική μορφή του.
Φυσικά, εδώ, δεν έχει αξία μόνον η κίνηση, οδηγημένη από έναν άριστο «μαθητή» του Pepper, τον Gaspare Pasini, μα και η σύνθεση της μπάντας, που αποδίδει, με τον πρέποντα τρόπο, αυτή την τιμή στον υψηλό jazzman. Δίπλα, λοιπόν, στον Pasini, έχουμε τον σημαίνοντα πιανίστα George Cables (ο οποίος υπήρξε συνεργάτης του Pepper), τον μπασίστα Essiet Okon Essiet (συνοδοιπόρος του Cables, μέλος των Jazz Messengers του Art Blakey και συνεργάτης δεκάδων, ανάμεσα και του σαξοφωνίστα Δημήτρη Βασιλάκη), συν τον ντράμερ Carl Burnett (επίσης βασικός συνεργάτης του Pepper).
Δύο τινά, για την έκδοση-ηχογράφηση. Πρώτον, το υλικό αποτελείται από επτά συνθέσεις του Art Pepper [“Ophelia”, “One for the bartender”, “AWFN (All written Friday night)”, “Blues 33”, “Our song”, “Patricia”, “Mambo koyama”], μία του Phil Woods (“Au revoir Mrs Poivre”), συν μία του Pasini (“King Arthur” – είναι προφανές ποιος είναι ο... βασιλιάς Αρθούρος).
Δεύτερον, η απόδοση της μπάντας, η ηχογράφηση (θυμίζω πως πρόκειται για live), όπως και η γενικότερη παραγωγή της RED στέκονται πάνω από κάθε προσδοκία. Το κουαρτέτο του Gaspare Pasini «πετάει», φεύγει «με χίλια» εννοώ, παίζοντας διαρκώς στο κόκκινο, με ήχο θρασύ και πληθωρικό, και με το άλτο του Ιταλού να φέρνει στη μνήμη τα τραχιά φυσήματα του Pepper, με το πλήθος, από κάτω, να χειροκροτεί ανά τακτά διαστήματα, όταν δεν παραληρεί, και με την γενικότερη ατμόσφαιρα του “Pepperlegacy” να σε «στέλνει».
Jazz δυναμική λοιπόν, σκληρή και ανηλεής, που ξεδιπλώνεται από μια ομάδα αληθινά σπουδαίων οργανοπαικτών, οι οποίοι έχουν τον τρόπο να μεταφέρουν στο τώρα τον ήχο (και τις συνθέσεις βεβαίως) ενός απολύτως ιδιοσυγκρασιακού και ρηξικέλευθου jazzman, που άκουγε στο όνομα... King Arthur.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

SHELLAC το δεύτερο άλμπουμ του “Chain Reaction”

Το Chain Reaction [Private Pressing, 2024] είναι το δεύτερο άλμπουμ του Έλληνα Shellac (Sellac) μετά από το “Tetractic – Τετρακτύς” (2020). Τι εστί Shellac (Sellac) το έχουμε ξαναπεί, οπότε εδώ ας το υπενθυμίσουμε.
Βασικά, πρόκειται για έναν συν-θέτη τής ηλεκτρονικής. Γράφοντας συν-θέτη και όχι συνθέτη εννοούμε πως ο ίδιος δεν συνθέτει κατά βάση, αλλά συμπεριφέρεται κυρίως ως μεταπράτης. Παίρνει samples δηλαδή, τα επεξεργάζεται, προσθέτει beats, εφφέ και scratches (DJ Micro) και τα παρουσιάζει με μια νέα μορφή, εκεί όπου οι πρώτες ύλες είναι τόσο «πειραγμένες» και διαφοροποιημένες, ώστε στη βάση τους να μην αναγνωρίζονται εύκολα (ή και καθόλου).
Κοιτάζοντας τι είχα γράψει για το “Tetractic – Τετρακτύς” πριν από τέσσερα χρόνια, και ακούγοντας παραλλήλως το “Chain Reaction”, διαπίστωσα πως μεγάλο μέρος εκείνης της κριτικής θα ταίριαζε «γάντι» και σ’ αυτήν. Τούτο σημαίνει πως δεν πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες διαφορές, σήμερα, σε σχέση μ’ εκείνο που είχαμε ακούσει το 2020, και πως ο Shellac (Sellac) έκανε (μάλλον) έναν... πανομοιότυπο δίσκο. Δίσκο-δίσκο, όμως, βινύλιο εννοούμε, που έχει κάτι παλαιικό στα χαρτιά του (εξώφυλλο χωρίς ράχη, γραμματοσειρές κ.λπ.). Με την έκδοση, περαιτέρω, να διαθέτει και insert, με τους τίτλους των κομματιών γραμμένους στα αγγλικά, όταν στο backcover είναι γραμμένοι στα ελληνικά.
Το ύφος στο “Chain Reaction” θυμίζει... library recording, διαθέτοντας πολλά στοιχεία funk, ενώ μοιάζει και με σάουντρακ κατά τόπους (σέβεντις ιταλικών ταινιών π.χ.), με την δεύτερη πλευρά να ακούγεται πιο συναρπαστική από την πρώτη.
Δεν είναι αδιάφορο το “Chain Reaction”, συνολικώς. Απλώς ο Shellac (Sellac) θα πρέπει άμεσα να στρίψει τιμόνι ή, για να το πω αλλιώς, να βαθύνει και να επεκτείνει τις «ιδέες» του, γιατί το άκουσμα μοιάζει κάπως πεπερασμένο. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να κατατεθεί και πρωτότυπο υλικό, ως ένα βαθμό, που, μετά από την πλαισίωσή του με τα έτερα συμπαρομαρτούντα, να μπορεί να στέκεται άνευ των «ξένων» υποστηριγμάτων. Δεν είναι εύκολο, αλλά δεν βλέπω κι άλλη λύση.
Επαφή: https://mrshellac.bandcamp.com/album/chain-reaction

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

ANJA LECHNER σε ρεπερτόριο Bach, Abel, Hume

Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα... η βιολοντσελίστρια Anja Lechner είναι αγαπημένη του ελληνικού κοινού, και άρα αρκετά γνωστή στη χώρα μας, συγκριτικώς πάντα με άλλους καλλιτέχνες του δικού της ύφους. Η αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός πως η Lechner έχει συνεργαστεί, στο πλαίσιο της ECM, με έλληνες καλλιτέχνες, συνεπώς υπήρχε ένας παραπάνω λόγος, για να μαθευτεί το όνομά της στην ημεδαπή και να την γνωρίσει πιο εύκολα το κοινό.
Το 2004 η Anja Lechner θα βρισκόταν στο στούντιο με τον πιανίστα Βασίλη Τσαμπρόπουλο στο άλμπουμ “Gurdjieff / Tsabropoulos - Chants, Hymns And Dances”, αποδίδοντας συνθέσεις του «δασκάλου» Γκουρτζίεφ, όπως και του έλληνα πιανίστα, ενώ Lechner / Τσαμπρόπουλος θα συνεργάζονταν και το 2008 (μαζί με τον περκασιονίστα U.T. Gandhi) στο άλμπουμ “Melos”. Πέρασαν τα χρόνια, και το 2019 θα ακούγαμε την γερμανίδα βιολοντσελίστρια και στο άλμπουμ της Μαρίας Φαραντούρη (μαζί με τον Cihan Türkoğlu) “Beyond The Borders”.
Η Anja Lechner έχει φυσικά παλαιότερη ιστορία, που χάνεται στα χρόνια του ’70, όμως στην «οικογένεια» της ECM εισήλθε το 1997, ως μέλος του Rosamunde Quartett (Helmut Nicolai βιόλα, Andreas Reiner βιολί, Simon Fordham βιολί, Anja Lechner βιολοντσέλο). Συνεργάστηκε και με άλλους μουσικούς στην πορεία, όπως με τον αργεντινό μπαντονεονίστα Dino Saluzzi, αλλά το μεγάλο καλλιτεχνικό άλμα τής Γερμανίδας θα γινόταν μέσω ενός άλλου κουαρτέτου, του Tarkovsky Quartet (με τους François Couturier, Jean-Louis Matinier και Jean-Marc Larché να το συμπληρώνουν).
Τέλος πάντων, μπορεί να πει κανείς πολλά για την Anja Lechner, αλλά εδώ αυτό που έχει σημασία είναι το πιο νέο CD της, που αποκαλείται Bach, Abel, Hume [ECM New Series / AN Music, 2024] και το οποίο είναι ένα σόλο της για βιολοντσέλο.
Σ’ αυτό λοιπόν το άλμπουμ η Lechner αποδίδει, με τη σειρά, συνθέσεις των Tobias Hume (c.1579-1645), Carl Friedrich Abel (1723-1787), JS Bach (1685-1750), για να κλείσει και πάλι με συνθέσεις του Hume, εγκαινιάζοντας έτσι και την σόλο συνεργασία της με τις ECM New Series.
Αν και οι συνθέσεις των Hume και Abel ήταν γραμμένες για viola da gamba –εν αντιθέσει με τις συνθέσεις του Bach, που αφορούν τις σουίτες του για βιολοντσέλο “solo Nr.1 in G-Dur BWV 1007” και “solo Nr.2 in d-Moll BWV1008”– η Lechner δεν έχει θέμα, ως φαίνεται, στις μεταγραφές της, ενοποιώντας κατά μίαν έννοια ένα διαφορετικό ρεπερτόριο, που μπορεί να το χωρίζουν έως και 150 χρόνια.
Η ηχογράφηση στην εκκλησία Himmelfahrts(kirche) του Μονάχου, τον Μάιο του ’23, προσθέτει στην ηχογράφηση, πέρα από το φυσικό «βάθος», και μιαν αίσθηση ευλάβειας.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

οκτώ πρόσφατοι ελληνικοί δίσκοι που ξεχωρίζουν – είναι όλων των ειδών (ροκ, τζαζ, μπλουζ, ρέγγε, πειραματικοί, ηλεκτρονικοί, λαϊκοί), δείχνοντας την ποικιλομορφία της σύγχρονης σκηνής

Τυπωμένα σε βινύλιο ή CD και πάντα διαθέσιμα στις ψηφιακές πλατφόρμες, στο bandcamp κ.λπ., τα παρακάτω άλμπουμ αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα των ήχων, που απασχολούν, σήμερα, έλληνες καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Πρόκειται για πολύ καλές δουλειές, που προέρχονται από νεότερα και παλαιότερα ονόματα, και οι οποίες φιλοδοξούν να περιγράψουν τις περισσότερες από τις αισθητικές αναζητήσεις της εποχής μας, δίχως να φλερτάρουν, αναγκαστικά, με την ποπ.
KOLIDA BABO: Spirits of Mauronoros 
[Veego Records, 2024]
Kolida Babo είναι βασικά δύο οργανοπαίκτες, ο HarrisP σύνθια, ντουντούκ, ηλεκτρονικά, farfisa και ο Sokratis Votskos μπάσο & σοπράνο κλαρίνα, ντουντούκ, σοπράνο & βαρύτονο σαξόφωνα, σύνθια, καβάλ, κανόνας. Στο πρόσφατο άλμπουμ τους, που αποκαλείται “Spirits of Mauronoros”, είναι τα δύο βασικά πρόσωπα, που κάνουν σχεδόν τα πάντα – με τους Γιώργο Κλουντζό-Χρυσίδη ντραμς, κρουστά και Θανάση Καφετζή γκάιντα να βοηθούν σε κάποια tracks.
Για τον Βότσκο είχα γράψει τον προηγούμενο Οκτώβριο, εδώ στο LiFO.gr, όταν αναφέρθηκα στο LPPajko, fire in the forest on the mountain” [Fair Weather Friends Records, 2024] του Sokratis Votskos Quartet. Το λέω, επειδή κι εκεί η παράδοση, δηλαδή οι παραδόσεις είχαν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στα καθέκαστα. Έτσι κι εδώ οι ήχοι του κόσμου, θα έλεγα οι ήχοι των ορεινών όγκων των ευρύτερων βορείων και ανατολικών περιοχών, που είτε μας ανήκουν είτε μας περιβάλλουν, αποτελούν το βασικό μενού των συνθέσεων των Kolida Babo, οι οποίες είναι ηχογραφημένες στο διάστημα 2019-2021. (Κόλιντα μπάμπω, που είναι σλάβικη φράση, είναι ένα μακεδονίτικο έθιμο της περιόδου των γιορτών των Χριστουγέννων, ας το πούμε και παγανιστικό, με φωτιές κ.λπ. και βεβαίως βάβω ή μπάμπω είναι η γιαγιά, η γριά. Υπάρχει κι ένα φοβερό ουγγρικό συγκρότημα του ethnic-prog-folk, με την ονομασία Kolinda, από τη δεκαετία του ’70).
Όπως ήδη αντιλαμβάνεστε, από τη line-up του σχήματος, εδώ πρωταγωνιστούν τα πνευστά. Είναι αυτά που καθορίζουν τις μελωδικές γραμμές, τα σόλι και τις συνομιλίες, με τα πλήκτρα και τα ηλεκτρονικά να έχουν υποβοηθητικό ρόλο, δημιουργώντας ατμόσφαιρες, κρατώντας ίσο κτλ., ενώ τα κρουστά και η γκάιντα, όπου εμφανίζονται, έχουν ρόλο μπροστινό στα ηχητικά δρώμενα.
Τα κομμάτια των Kolida Babo στηρίζονται, το επαναλαμβάνω, σε παραδοσιακές φόρμες και ηχούν έντονα. Θέλω να πω πως το θέμα της spiritual jazz, που αναφέρεται γενικώς, είναι προς συζήτηση, υπό την έννοια πως το κλίμα στο “Spirits of Mauronoros” είναι κατά το μάλλον ή ήττον εξωστρεφές. Δεν προσφέρεται δηλαδή για meditation και περίσκεψη. Έτσι, εγώ θα πρότεινα έναν πιο «πεζό» χαρακτηρισμό για τις μουσικές του ντουέτου, εκείνον της ethnic-jazz, με αναφορές ηπειρώτικες, βαλκανικές βεβαίως, που μπορεί να φθάνουν, προς τα ανατολικά, έως και στην Αρμενία. Σίγουρα οι συνθέσεις είναι εύπλαστες, υπό την έννοια πως ένα κάποιο αυτοσχεδιαστικό στοιχείο είναι εμφανές – παρότι οι μελωδίες, κάθε φορά, είναι σαφείς και συγκεκριμένες.
Δύσκολα θα εντοπίσεις κομμάτι, που να ξεχωρίζει εδώ, που να ηχεί πιο εντυπωσιακά από το διπλανό του θέλω να πω (αν και η δεύτερη πλευρά αυξάνει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον), κάτι που δείχνει πως οι Kolida Babo έφτιαξαν έναν δίσκο, που να μπορεί να ακούγεται σερί, δίχως εύκολα highlights. Έτσι, χωρίς να επιδιώκουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του ακροατή με κάτι εντυπωσιακό, οι HarrisP και Sokratis Votskos κινούνται πάντα προσανατολισμένοι προς τον τελικό στόχο τους – που είναι ποιος; Η δημιουργία μιας συνολικής καταγραφής, που να φέρνει την παράδοση σε επικοινωνία τόσο με τη σημερινή ανάγκη για δυναμική έκφραση, όσο και με την τεχνολογία.
Το αποτέλεσμα, το ξαναλέω, στην δεύτερη ιδίως πλευρά, είναι πολύ υψηλού επιπέδου.
Επαφή: https://veegorecords.com/product/kolida-babo-spirits-of-mauronoros/
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/okto-prosfatoi-ellinikoi-diskoi-poy-xehorizoyn