Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

ΣΙΣΣΥ ΔΟΥΤΣΙΟΥ προσβολή δημοσίας αιδούς

Όπως διαβάζουμε στο pen-greece.org:
«Η Σίσσυ Δουτσίου γεννήθηκε  στην Αθήνα το 1980. Είναι ηθοποιός και ποιήτρια. Σπούδασε αστροφυσική στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή Δήλος το 2009. Συνέχισε την εκπαίδευσή της στην υποκριτική με εργαστήρια της Natalie Portman και της Helen Mirren. Τα μεταπτυχιακά εργαστήρια με τους David Lynch, Martin Scorsese και Spike Lee καλλιέργησαν περαιτέρω τη δημιουργικότητα της. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Πειραματικών Τεχνών και επιμελήτρια του ετήσιου Διεθνούς Φεστιβάλ Βίντεο Ποίησης στην Αθήνα. Πρωταγωνίστησε σε θεατρικές παραστάσεις: “Μεταμόρφωση” Φ. Κάφκα, “Οι Δούλες” Ζ.Ζενέ, “Πεθαίνω Σαν Χώρα” Δ. Δημητριάδη, “Ψύχωση 4.48 Psychosis” Sarah Kane, “Νύχτα!- Yard Gal” R. Prichard κ.ά. Περιόδευσε με θεατρικά έργα, αναγνώσεις ποίησης, performances και διαλέξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ασία. Έχει εμφανιστεί μεταξύ άλλων στην City Judson Memorial Church (Νέα Υόρκη), στο London School of Economics and Political Sciences και στην 1η Μπιενάλε Destroy Athens. Έχει συνεργαστεί με πολλά θέατρα και οργανισμούς όπως η αμερικανική εταιρεία Living Theatre και το Institute for Experimental Theatre στην Καλκούτα. Σημαντικές συναντήσεις με ανθρώπους όπως ο Suprijo Samjadar (Θέατρο Grotowski), ο ανθρωπολόγος David Graeber, ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Jeffrey Perkins από την ομάδα τέχνης Fluxus έχουν επηρεάσει το έργο και την καριέρα της».
Από το βιογραφικό της καλλιτέχνιδας Σίσσυς Δουτσίου, που παραθέσαμε πιο πάνω, φαίνεται πως δεν υπάρχει κάποια εμφανής σχέση της με τη μουσική. Παρά ταύτα, τώρα, έχουμε ένα δικό της δίσκο να γυρίζει στο πλατό – το άλμπουμ «Προσβολή Δημοσίας Αιδούς», το οποίο κυκλοφόρησε εσχάτως από την Inner Ear.
Τι κάνει σ’ αυτό τον δίσκο η Δουτσίου; Απαγγέλλει ποιήματά της υπό τη συνοδεία μουσικής. Μουσική που δεν έχει ταιριάξει η ίδια πάνω στον λόγο της, αλλά διάφοροι ηχο-επιτετραμένοι (Dimitris Koufoudakis, Van Fög, Orphx, ROLVND, Blakaut, Biomass). Μουσική electro γενικώς και ειδικώς, που υποτίθεται πως δρα ως χαλί, επί του οποίου έρχονται να ακουμπήσουν οι λέξεις της Δουτσίου.
Κάποιοι αποκαλούν spoken word αυτό που ακούμε στην «Προσβολή Δημοσίας Αιδούς». Όμως το spoken word, στη βάση του, δεν έχει μουσική, είναι σκέτος ηχογραφημένος λόγος. Τέλος πάντων εδώ έχουμε spoken word μετά μουσικής – η οποία, γενικώς, δεν προσφέρει κάτι το ιδιαίτερο στις απαγγελίες, κάτι το ευρύτερο και το διαφορετικότερο. Δεν «ξεκλειδώνει» κρυφά νοήματα (που δεν υπάρχουν άλλωστε –η ποίηση της Δουτσίου είναι σαφής), ούτε υπογραμμίζει φράσεις ή λέξεις, που θα έπρεπε κάποιος να τις προσέξει ή να τις σκεφθεί περισσότερο.
Ξεκίνησα, λοιπόν, με το να διαβάσω τα ποιήματα της Δουτσίου, στο innersleeve, και κάπου εκεί ένοιωσα πως τελείωσε η αποστολή μου. Θέλω να πω πως ο λόγος της ποιήτριας είναι καθαρός και κατανοητός, είναι αυτόνομος και αυτοδύναμος, δίχως να απαιτεί «χαλιά» ή άλλα υποβοηθήματα. Η δισκογραφία, τώρα, δεν έρχεται, απλώς, να καταγράψει ηχητικά αυτό τον λόγο, αλλά να του προσθέσει και μουσική. Και τα δύο μού φαίνονται αχρείαστα – αλλά σε κάθε περίπτωση αντιλαμβάνομαι το γιατί, στις μέρες μας, η ποίηση μπορεί να βρίσκει διαφυγή και στη δισκογραφία, προκειμένου να πάει μακρύτερα.
Η ποίηση της Δουτσίου είναι ασυζητητί ενδιαφέρουσα ή και πολύ ενδιαφέρουσα. Μοιάζει προσωπική, βιωμένη, έχει τα χαρακτηριστικά της (αστικής) street poetry, είναι σκληρή, «μαύρη», κολασμένη, οργισμένη και τέλος πάντων δεν συμβαδίζει με το... κάπως χαζοχαρούμενο μότο «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Ο κόσμος, αν είναι να σωθεί, θα πρέπει να ανατραπεί και να ξαναχτιστεί αλλιώς απ’ την αρχή – αυτό υποστηρίζει, κατά μίαν έννοια, η Δουτσίου μέσω της ποίησής της, η οποία (ποίηση) ανάμεσα σε άλλα είναι και σφόδρα πολιτική (δεν θα μπορούσε να συνέβαινε αλλιώς). Όπως διαβάζουμε, και όπως απαγγέλλει η ίδια στα «Ισόβια»:
«Θα ήθελα να δω τις τράπεζες καμένες / Θα ήθελα να δω τα υπουργεία πυροβολημένα / Θα ήθελα να δω τα κοινοβούλια κατειλημμένα από πανέμορφες γυναίκες / Θα ήθελα να δω τους καλογυαλισμένους ουρανοξύστες αποξηραμένους στην έρημο των μεγαλουπόλεων / Θα ήθελα να δω την Αμερική, την Κίνα και τις υπερδυνάμεις της Ευρώπης να ζητιανεύουν έλεος από τις φτωχότερες γειτονιές του κόσμου / Θα ήθελα να δω τα μάτια των πολιτικών απόλυτα τρομαγμένα. / Θα ήθελα να δω τα βουνά τοξικών αποβλήτων στην Ιαπωνία / να μολύνουν τα έντερα των επιστημόνων / Θα ήθελα να δω τους λιγόψυχους να γδέρνονται / από το μανιασμένο ύφος των καταπιεσμένων. / Πάνω από τα φέρετρα των καταπιεστών θα ανεμίζουν μαύρες σημαίες.».
Η ελευθεριακή ποίηση της Δουτσίου δεν χρήζει περαιτέρω αποσαφηνίσεων. Επίσης, το ωραίο, ανθοστόλιστο εξώφυλλο δεν θα πρέπει να σας παραπλανήσει.
Επαφή: https://sissydoutsiou.bandcamp.com/album/o

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

DAVE LIEBMAN / BILLY HART / ADAM RUDOLPH τα ονόματα λένε την αλήθεια

Οι τρεις μουσικοί, που συνυπογράφουν αυτό το ελληνοαμερικάνικο άλμπουμ, νομίζω πως δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Ιδίως ο σοπράνο σαξοφωνίστας-φλαουτίστας Dave Liebman και ο ντράμερ Billy Hart – αμφότεροι με τεράστια ιστορία και με ουκ ολίγες αναφορές στα κατορθώματά τους και στο ταπεινό δισκορυχείον. Όμως και για τον πολυοργανίστα Adam Rudolph (εδώ τον ακούμε σε ποικίλα κρουστά, πιάνο, keyboards, live electronics κ.λπ.) έχουμε γράψει επανειλημμένως τα τελευταία χρόνια, λόγω των εμφανίσεών του σε δίσκους της θεσσαλονικιώτικης Defkaz. Να θυμίσω το “Glass Colored Lily” (2024) της Yuki Fujiwara, τα “ArchaismsI (2023) και II (2024), το “Black Earth” (2023) του Kristo Rodzevski, μα ακόμη και την συμμετοχή του στο Karuna Trio, στο άλμπουμ Imaginary Archipelago”, μια παραγωγή της νεοϋορκέζικης Meta από το 2020. Ο λόγος, λοιπόν, για τρεις σημαντικούς συνθέτες και αυτοσχεδιαστές της σημερινής improv scene, οι οποίοι καταγράφονται εδώ, ζωντανά, σε δύο συναυλίες τους στο Stone της Νέας Υόρκης στις 31 Μαρτίου και την 1η Απριλίου του 2023.
Τα κομμάτια, τα οποία είναι αποτυπωμένα στο Beingness [Meta Records / Defkaz Records, 2025] είναι εννέα στον αριθμό, και παρά το γεγονός πως όλα είναι ή εμπεριέχουν έντονα αυτοσχεδιαστικά μέρη, στην πράξη, μοιάζουν με συνθέσεις. Αυτό το υποστηρίζω, επειδή κάθε track αποτελεί έναν «κόσμο» από μόνο του, με τα ντραμς και τα κρουστά να βρίσκονται, συνήθως, στο ρόλο του οδηγού. Δεν είναι τυχαίο, θέλω να πω, πως τα επτά από τα εννέα συνθέματα ξεκινάνε με κρουστά, ένα γεγονός που αποδεικνύει την πρωτοκαθεδρία των percussions στο “Beingness” – χωρίς τούτο να σημαίνει πως και οι «διαρρήξεις», που σηματοδοτούνται από το σοπράνο και τα ξύλινα φλάουτα του Liebman δεν είναι εξίσου αποφασιστικές στην διαμόρφωση των συνολικών ατμοσφαιρών.
Προφανώς και πρόκειται για ένα spiritual άκουσμα, για μια spiritual improv-jazz δηλαδή, και προφανώς ό,τι ακούγεται εδώ είναι περασμένο μέσα από τη γνώση και τον ψυχισμό των τριών οργανοπαικτών, οι οποίοι παίζουν παραδομένοι σε μια κατάσταση... κάπου ανάμεσα στην προσευχή και την έκσταση.
Επαφή: https://adamrudolph.bandcamp.com/album/beingness

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

BRIOTRIO και ZOE PIA / TENORES DI OROSEI ANTONI MILIA jazz και σύγχρονη... παραδοσιακή μουσική από Νορβηγία και Ιταλία

BRIOTRIO: Voyage [Losen Records, 2025]
Νορβηγικό τζαζ τρίο, το Briotrio αποτελείται εκ των Ingrid Øygard Steinkopf πιάνο, φλάουτο, Thomas Aurlund Lossius κοντραμπάσο, mbira, adungu harp και Arne Skorpe Sjøen ντραμς, φωνή, όργανο.
Τρεις οι μουσικοί, αλλά περισσότερα τα όργανα, όπερ σημαίνει πως, στην περίπτωσή μας, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα τυπικό piano trio ας πούμε, αλλά με κάτι ηχητικά ευρύτερο. Βεβαίως λειτουργούν και ως piano trio οι Νορβηγοί, αλλά βασικά είναι μια μικρή ομάδα με πλατύτερες αναφορές (αφρικανικές π.χ.), τις οποίες καλύπτει το διευρυμένο setting – και μάλιστα με ιδιόμορφους τρόπους. Ας πούμε, στα δύο πιο αφρικανικά tracks του άλμπουμ, το “Ring & reply” και το “Kontrakanara”, ακούμε κλασικό piano trio, ενώ σε άλλα tracks, όπως στo “Unbrakonøkkel” και στο “Swirl-in-town”, τα αφρικανικά όργανα έχουν έντονη παρουσία.
Οπωσδήποτε εκείνο που αποτελεί κοινή λογική στο “Voyage” είναι... ο τίτλος του. Το «ταξίδι», εννοούμε, στο οποίο επιθυμούν να μας συμπαρασύρουν οι τρεις νορβηγοί οργανοπαίκτες και συνθέτες (όλα τα κομμάτια του δίσκου, και τα έντεκα, ανήκουν στα μέλη των Briotrio), εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τα συγκεκριμένα μέσα που χρησιμοποιούν. Έτσι, η μουσική τους δεν είναι απλώς λιτή, αλλά και μελωδικά πλήρης, αφού εκείνο που κυριαρχεί είναι οι καθαρές και εμπνευσμένες φράσεις, με τα απολύτως μελετημένα σόλι και τις αφομοιωμένες επιρροές από τα κλασικά τζαζ στάνταρτ (“A sunny day in Bergen town”), από το βαλς (“Velferdsstaten”) ή ακόμη και από τον δημιουργικό διάλογο με συνθέσεις του John Coltrane (στο “Minor leaps”).
Απλότητα και ομορφιά, λοιπόν, σε επικοινωνία αρίστη.
ZOE PIA / TENORES DI OROSEI ANTONI MILIA: Indindara [Losen Records, 2025]
Το “Indindara” είναι ένα αληθινά παράξενο άλμπουμ, το οποίο ξεφεύγει εντελώς από κάθε είδος jazz, που μπορεί να κυκλοφορεί από τη νορβηγική εταιρεία. Βασικά, εδώ, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα δίσκο... σύγχρονης παραδοσιακής μουσικής, ο οποίος συνδέεται στενά με την προφορική μουσική παράδοση της Σαρδηνίας. Βεβαίως η Losen, όπως το έχουμε τονίσει κι άλλες φορές, έχει και μια σοβαρή ιταλική άκρη, αλλά εδώ, όπως και να το κάνουμε, το πράγμα ξεφεύγει αρκετά – χωρίς τούτο να σημαίνει πως στερείται ενδιαφέροντος. Κάθε άλλο μάλιστα.
Μία σαρδηνή συνθέτρια η Zoe Pia, η οποία χειρίζεται κλαρινέτο, launeddas (τριπλό παραδοσιακό σαρδηνικό κλαρίνο) και ακόμη cowbells και ηλεκτρονικά, συνεργάζεται με το φωνητικό σχήμα Tenores di Orosei Antoni Milia πάνω σε μια σειρά πρωτότυπων δικών της συνθέσεων, με στίχους βασισμένους στην τραγουδιστική προφορική παράδοση της νήσου. Τέσσερις τραγουδιστές, ένας σολίστας και τρεις χορωδοί (ένας τενόρος, ένας βαρύτονος κι ένας μπάσος) τοποθετούν τις φωνές τους πάνω στις συνθέσεις της Pia (οι οποίες είναι επηρεασμένες προφανώς από την παράδοση), δημιουργώντας ένα τελείως αλλόκοτο άκουσμα – ιδίως όταν αυτό επεκτείνεται ηλεκτρονικώ τω τρόπω, και μανιπουλάρεται.
Οι τίτλοι των κομματιών του άλμπουμ (“Eudaimonia”, “Dream”, “Souls”, “Eternal life”, “Heaven”, “Timeless”, “Freedom” κ.λπ.) είναι προγραμματικοί, κατά μίαν έννοια, δίνοντας μια αίσθηση των περιεχομένων τους – καθώς συνδέονται με την φωνητική αποτύπωση ενός γνωστικού ταξιδιού, ικανού να αποτυπώσει τα υψηλά φρονήματα του ανθρώπου και τη λειτουργία τους μέσα στον κύκλο της ζωής. Οπωσδήποτε μια ξεχωριστή ηχογραφική στιγμή για την Losen, και μια διαφορετική ακουστική εμπειρία για όλες και όλους.
Επαφή: www.losenrecords.no

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

από τους Ελβετούς Yello στον Γιάννη Μηλιώκα: πέντε άξια τραγούδια από τη δεκαετία του ’80 – μοιάζουν διαφορετικά μεταξύ τους όμως στο βάθος τα ενώνουν κι άλλα, εκτός από την εποχή

Είναι αρκετοί εκείνοι και εκείνες που πιστεύουν πως τα έιτις υπήρξαν η τελευταία πολύ σημαντική δεκαετία στην ιστορία της ποπ μουσικής. Η δεκαετία αυτή στηρίχτηκε μορφικά σε ό,τι της παρέδωσαν τα σίξτις και τα σέβεντις, ντύνοντας τα καινούρια τραγούδια με τις μελωδίες και τους ρυθμούς που προσέφεραν τα νέα, τότε, λαϊκά όργανα της εποχής, που δεν ήταν άλλα από τα συνθεσάιζερ. Φυσικά γράφτηκε και καλό ροκ στη δεκαετία του ’80, αλλά τα σύνθια ήταν εκείνα που χαρακτήρισαν, στις διάφορες αποχρώσεις τους, τα μουσικά έιτις.
Τα τραγούδια που επιλέγω πιο κάτω, για ένα μικρό σχολιασμό, προέρχονται φυσικά από τη δεκαετία του ’80 και είναι τέσσερα «ξένα» κι ένα ελληνικό. Τον χαρακτηρισμό «ξένα» τον χρησιμοποιώ και τον τοποθετώ μέσα σε εισαγωγικά, γιατί έπαιζε ακόμη στις κασέτες, που έγραφαν, άκουγαν και αντάλλασσαν οι νέοι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια, ιδίως όταν αυτές (οι κασέτες) προορίζονταν για τα διάφορα μικρο-πάρτυ (φοιτητικά ή άλλα). Το να έγραφες μια «ενενηντάρα» κασέτα με... ξένα χορευτικά, το 1985, ισοδυναμούσε, πολλές φορές, με θησαυρό – καθώς μια καλή κασέτα, με «σωστές» επιλογές και περασμένη μέσα από κάποιον υποτυπώδη μίκτη, αντιγραφόταν πάραυτα, για να ακολουθήσει πιο μετά τη δική της ανεξιχνίαστη πορεία. Έτσι κάπως δημιουργούνταν οι playlists εκείνη τη δεκαετία.
Θα μπορούσα να διαλέξω μία από τις δικές μου κασέτες με... ξένες χορευτικές επιτυχίες, που έχουν διασωθεί, και να τις σχολιάσω track το track, όμως το κείμενο θα τράβαγε πολύ σε μάκρος, αφού θα έπρεπε να γράψω για καμιά 20αριά τραγούδια. Προτιμώ, λοιπόν, να επιλέξω πέντε μόνο, και να πω λίγα λόγια για το καθένα, καθότι η αφαίρεση έχει πάντα μεγάλο ενδιαφέρον – πολύ μεγαλύτερο από την πρόσθεση. Περιττό να πω πως αυτά τα πέντε τραγούδια αποτελούν δικά μου διαχρονικά αγαπημένα (πέρα από δεκαετίες), μα και πολλών άλλων υποθέτω, παρότι δεν πρόκειται για εντελώς αναμενόμενες επιλογές.
1. YELLO: Call it love (1987)
(από το LP “One Second” σε ετικέτα Mercury)
Οι Ελβετοί Yello ήταν ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα της δεκαετίας του ’80 (υπάρχουν μέχρι τις μέρες μας) ανεξαρτήτως υφών, ειδών και επιμέρους προτιμήσεων. Μέσα στη συγκεκριμένη δεκαετία ηχογράφησαν τους καλύτερους δίσκους τους, έδωσαν τα ωραιότερα τραγούδια τους και υμνήθηκαν από τους fans τους ως ένα μοναδικό synth-pop σχήμα, εντελώς εστέτ, με τη δική του μοναδική electro αφήγηση και την περφεξιονιστική εικαστική επιμέλεια των βιντεοκλίπ του. Κάπως σαν κυρίαρχοι του στυλ.
Το “Call it love” ήταν μια σύνθεση του Boris Blank, που έπαιζε διάφορα πλήκτρα και σύνθια, κάνοντας τον προγραμματισμό και την ενορχήστρωση, βασισμένη σε λόγια του Dieter Meier, που περαιτέρω τραγουδούσε, και η οποία προερχόταν από το πέμπτο άλμπουμ των Yello, το καταπληκτικό “One Second”. Πέραν των Blank και Meier στο τραγούδι ακούγονται, ακόμη, το drum machine του Beat Ash, η ηλεκτρική κιθάρα του Chico Hablas και τα φωνητικά του πρόωρα χαμένου Billy MacKenzie.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/apo-toys-elbetoys-yello-ston-gianni-milioka-pente-axia-tragoydia-apo-ti-dekaetia-toy

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

το “Greek Rock Scene Vol.2” από το Rockap.gr

Το Rockap.gr είναι ένα γνωστό site, αλλά ακόμη κανάλι στο YouTube και σελίδα στο facebook, που ασχολείται με το ελληνικό ροκ, την «ελληνική ροκ σκηνή» όπως την αποκαλεί. Πέρυσι (2024), στο πλαίσιο της προβολής όλων όσων κάνει, το Rockap.gr κυκλοφόρησε ένα πρώτο CD με ελληνικά ονόματα (παλαιότερα και νεότερα, γνωστά, λιγότερο γνωστά και άγνωστα), κάτι που πράττει και στην παρούσα συλλογή, την “Greek Rock Scene Vol.2” (2025).
Το CD ξεκινά μ’ ένα καλό instrumental, το «Φάλαινες» από τους Μπλε Αλεπού, που έχουν κάπως μπρούτα παιξίματα, βγάζοντας, όμως, δυνατά vibes. Indie rock θα το πεις, με καλή μελωδική γραμμή, ανάπτυξη και δόσιμο γενικότερο. “To show” των Πέρα από τον Χρόνο μπορεί να είναι... Τρυπο-ειδές, αλλά είναι πειστικό. Ελληνικό στίχο έχει και το «Ανοιγμένα πανιά» των Noisy Whisper, με τον τραγουδιστή, έτσι όπως αποδίδει, να θυμίζει σέβεντις συγκροτήματα. Γρήγορο, μπιτάτο κομμάτι, που κυλάει ωραία. Το «Ασύγγνωστη πλάνη» του Ευάγγελου Χ. Βαγενά (μαζί με το σχήμα Εκτελεστικό Απόσπασμα) είναι κάπως πιο ατμοσφαιρικό, σαν track, δίχως, πάντως, να κάνει τη διαφορά. Στο «Η ζωή είναι μια τρέλα» των Cameres ακούς πάλι τα ίδια-παλιά σχήματα, δίχως καμία διάθεση ανανέωσης (παρά την ακουστική κιθάρα και το σαξόφωνο). Το «Αποκοιμήσου» των SeaGoat επιχειρεί να κινηθεί σε περισσότερο pop-rock κατευθύνσεις, έχει μια ορμή σαν κομμάτι, αλλά στα αυτιά μου ακούγεται κάπως... ροκ-γιουροβιζιονικό (δεν είναι και «έγκλημα» αυτό). Το «Κέρινα φτερά» των Αντίθετα στηρίζεται περισσότερο στον εκφραστικό τραγουδιστή τους, αλλά το κομμάτι ήθελε περισσότερη δουλειά στο στίχο (συνολικά, όμως, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα της συλλογής). Το όγδοο track αποκαλείται «Το ποίημα των εφήμερων εραστών» και ανήκει στον Van Ripper. Σκληρό στη φόρμα του τραγούδι, με καθαρό ελληνικό στίχο και ωραίες κιθάρες (σε μπροστινό και πίσω επίπεδο), που κάτι θέλει να πει πέρα από τα συνηθισμένα. Η καλύτερη παρουσία της συλλογής (έως αυτή τη στιγμή). Το “Eulogy” είναι ένα αγγλόφωνο track της τραγουδοποιού Livania. Το κομμάτι είναι κάπως folky, αλλά με ενισχυμένο ήχο. Αυτό μπορεί να αφαιρεί κάτι (αρκετό) από την ατμόσφαιρα της σύνθεσης (το πιο χαμηλό volume θα ταίριαζε καλύτερα), δείχνει όμως, έστω κι έτσι, πως εδώ υπάρχει κάτι, που θα μπορούσε να εξελιχθεί (και αυτό από τα πιο ενδιαφέροντα track του “Greek Rock Scene Vol.2”). Λίγο πριν από το τέλος έρχεται η σειρά των Una Fatsa με το «Όλο λέω να φύγω», προκειμένου να απλώσουν το πιο ελληνότροπο τραγούδι του δίσκου, που έχει, οπωσδήποτε, ένα... λαϊκό ενδιαφέρον. Το άλμπουμ θα ολοκληρωθεί με το «Μούγκα» των Άντε Και, που έχει διπλές φωνές (γυναικεία-αντρική), κοινωνικό στίχο και τη δική του ορμή σαν track.
Σε γενικές γραμμές θα έλεγα πως πρόκειται για μια καλή και ενδιαφέρουσα συλλογή, η οποία δείχνει, όπως και να το κάνουμε, το βάθος εκείνου που αποκαλούμε «ελληνικό ροκ» ή τέλος πάντων “greek rock scene”.
Επαφή: https://www.rockap.gr/kykloforise-i-syllogi-greek-rock-scene-vol-2/

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

TURTLE SKULL, MAUVAIS SANG, THE SOUNDBYTE νέα psych, pop και prog άλμπουμ

TURTLE SKULL: Being Here [Art As Catharsis / Copper Feast Records, 2025]
Οι Turtle Skull είναι Αυστραλοί (προέρχονται από το Σίδνεϋ), ηχογραφούν τουλάχιστον από το 2018, με το πιο νέο άλμπουμ τους να αποκαλείται “Being Here”. Τυπωμένο σε βινύλιο και CD, το άλμπουμ αυτό φιλοδοξεί να κινηθεί μέσα στο σύγχρονο psych περιβάλλον, έχοντας να προτείνει μια οκτάδα από καλοφτιαγμένα, γενικώς, τραγούδια.
Το γκρουπ, που είναι τετραμελές (Dean McLeod φωνή, κιθάρες, Ally Gradon φωνή, σύνθια, Julian Frese μπάσο, Charlie Gradon φωνή, ντραμς), κινείται σ' αυτές τις κάπως dreamy psych-pop διαδρομές, έχοντας στα ατού του τα ωραία αρμονικά φωνητικά, που χαρακτηρίζουν εξίσου τα τραγούδια του μαζί με τις ωραίες «εφφετζίδικες» κιθάρες και τα σύνθια (που επίσης εντάσσονται, απλά και ουσιαστικά, στο συνολικό άκουσμα). Ναι μεν «ονειρικοί» λοιπόν (εντυπωσιάζοντας με tracks σαν το “Into the sun”), αλλά ταυτοχρόνως και «σκληροί», με κιθάρες δυνατές και ενδιαφέρουσες ριφ-ολογίες, όταν αποφασίζουν να το κάνουν (“Bourgeoisie”, “It starts with me”). Όμως, ακόμη και σε αυτά τα πιο βαριά tracks οι Turtle Skull δεν χάνουν το πιο βασικό γνώρισμά τους – που είναι η διατήρηση του dreamy πλαισίου, τουλάχιστον στο επίπεδο των φωνών και των φωνητικών. Μάλιστα, αυτά ακριβώς τα κομμάτια, τα πνιγμένα στα δυναμικά φαζαριστά σόλι, είναι από εκείνα που τους κάνουν να ξεχωρίζουν αληθινά – ως μια μπάντα, που μπορεί να εκκινεί από το «χθες», εμφανίζοντας, ταυτοχρόνως, και μια κάποια, σημερινή, doomy-στονεράδικη διάθεση.
Ενδιαφέροντα είναι, επίσης, και τα δύο τελευταία tracks του δίσκου, το 7λεπτο “Modern mess” και το 8λεπτο “Moon & tide”, που δείχνουν ότι οι Turtle Skull έχουν τον τρόπο να εκμεταλλεύονται εξίσου δημιουργικά και τις πιο μεγάλες διάρκειες (κάτι όχι αυτονόητο).
Επαφή: www.turtleskull.com
MAUVAIS SANG: La Faune [Daaganda Records, 2025]
Το “La Faune” είναι η πιο πρόσφατη δουλειά των Γάλλων Mauvais Sang (Mathis Saunier, Léo Simond, Anouck Bizon, Alicja Cetnar). Το γκρουπ σχηματίστηκε το 2016, με τους μουσικούς που το αποτελούν να κινούνται μεταξύ Παρισιού, Γενεύης και Λονδίνου. Υπάρχει λοιπόν, στα τραγούδια των Mauvais Sang, αυτή η γαλλική «σανσονάδικη» αύρα, αλλά ταυτοχρόνως υπάρχουν και άλλα διάφορα στοιχεία της σύγχρονης αγγλοσαξονικής pop (και του eighties new wave), που μπορεί να σχετίζονται ακόμη και με το έντεχνο folk ή με το electro.
Όλα τούτα αποτελούν, βεβαίως, το ένα κομμάτι της τραγουδοποιίας του γαλλικού γκρουπ – καθότι το άλλο αφορά τους στίχους του, που και αυτοί επιχειρούν να περιγράψουν τα σύγχρονα προβλήματα, τα οποία έχουν να κάνουν, χοντρικώς, με το πώς τοποθετείται ο άνθρωπος απέναντι στην κοινωνία και τη φύση.
Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό και με τις ιδιαίτερες ερμηνείες, στις οποίες πρωταγωνιστούν κυρίως οι γυναικείες φωνές, σε πρώτο ή δεύτερο πλάνο, είναι αρκετά καλό, με το “La Faune” να κυλά, αργά, μέσα σ’ ένα κλίμα... ποπ πειραματισμού, κρατώντας καθ’ όλη την διάρκειά του σταθερό το ενδιαφέρον.
Το τελευταίο 10λεπτο track, που αποκαλείται “Loin”, συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τις ιδέες των Mauvais Sang και είναι το ωραιότερο του δίσκου.
Επαφή: https://mauvaissangprojet.bandcamp.com/album/la-faune
THE SOUNDBYTE: Still Quiet [Voices of Wonder, 2025]
Πάνω από 25 χρόνια βρίσκονται στη νορβηγική ροκ σκηνή οι Soundbyte, «όχημα» βασικά για τις μουσικές ιδέες και την τραγουδοποιία του κιθαρίστα Trond Engum (γνωστός και ως ιδρυτικό μέλος των doom-μεταλλάδων The 3rd and The Mortal). Στο δισκορυχείον έχουμε ξαναγράψει για τους Soundbyte (για το άλμπουμ τους Solitary IV” από το 2017), σημειώνοντας, ανάμεσα σε άλλα, πως στην περίπτωσή τους έχουμε να κάνουμε με έναν... μελετημένο συνδυασμό ιδιόμορφου «μετάλλου» (ας το πούμε κάπως πειραματικό-progressive) και παγανιστικού φολκ, από ’κείνο που πάντα θα ευδοκιμεί στη Βόρεια Ευρώπη. Τα ίδια ισχύουν και εδώ, στο νεότερο “Still Quiet”; Σχεδόν, ή περίπου.
Το “Still Quiet” λοιπόν είναι ένα πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ σύγχρονου progressive, με μεταλλικές απολήξεις οπωσδήποτε, αλλά και με φωνές που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα μπορούσες να τις αποκαλέσεις έως και folky κατά τόπους (“When all is gone”, “Can you see me now”, “Will you find a way”).
Τα vibes του δίσκου είναι έντονα, επικά, δυναμικά, με τους Trond Engum (κιθάρες, ηλεκτρονικά) και Rune Hoemsnes (ντραμς) να κάνουν έξοχη δουλειά – και με όλες τις υπόλοιπες βοήθειες, σε φωνές, μπάσο, πλήκτρα και κρουστά, να συμπλέουν και να συνεισφέρουν σε ένταση και σε ατμόσφαιρες.
Δεν υπάρχει σύνθεση άτονη, άνευρη, «λίγη» ή εκτός κλίματος στο “Still Quiet”, το οποίον, εκμεταλλευόμενο στο έπακρο τη μικρή του διάρκεια (περί τη μισή ώρα), απλώνεται στο χώρο καλύπτοντας τα πάντα.
Επαφή: www.thesoundbyte.com

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 645

12/6/2025
Είμαι στην ευχάριστη θέση να κάνω μία πρώτη ανακοίνωση για ένα δικό μου βιβλίο, που θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία τις επόμενες 10-15 μέρες, από το Όγδοο.
Το βιβλίο αυτό, κατ’ αρχάς, θα είναι τριπλάσιου όγκου, όχι σελίδων, από το «Ραντεβού στο Κύτταρο», καθώς μιλάμε για έναν βαρύ τόμο, στον οποίον έχει καταγραφεί μία πυκνή σε γεγονότα και καταστάσεις μουσικο-κοινωνικο-πολιτική ελληνική 18ετία.
Απλά να πω πως τέτοιο βιβλίο με τη συγκεκριμένη θεματολογία, δεν έχει γραφτεί ποτέ στην Ελλάδα, και πως μέσω αυτής της έκδοσης συμπυκνώνονται δεκαετίες ενασχόλησής μου με αυτά τα ζητήματα.
Προφανώς το βιβλίο θα έχει μοναδικές λεπτομέρειες για πολλά θέματα, οι οποίες για πρώτη φορά θα βγουν στο φως, και προσωπικά πιστεύω πως θα γράψει κι αυτό, στην πορεία, τη δική του ιστορία – είμαι δε σίγουρος πως αυτή θα είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του «Ραντεβού στο Κύτταρο». Θα είναι ένα βιβλίο «αναφοράς» θέλω να πω για το είδος του –με τέτοιο στόχο το έκανα εξάλλου–, το οποίο θα παραμένει αδιατάραχτο μέσα στις μέρες, στους μήνες και τα χρόνια. Περισσότερα σε λίγες μέρες...
[αυτό το μικρό κολάζ δεν έχει σχέση με το εξώφυλλο, πιάνει όμως κάτι από το πνεύμα του βιβλίου]

11/6/2025
To γεγονός ότι δεν ήξερε σερφ o Brian Wilson, αλλά παρ' όλα αυτά φωτογραφιζόταν και μεγαλωμένος με τις σανίδες είναι κάπως συγκινητικό. Θα το έκανε ωραίο διήγημα ο Μπόρχες...

11/6/2025
Να συμμετάσχω κι εγώ στην αρκουδολογία των ημερών, μ' ένα τραγουδάκι...
Κάπου λέει ο Mayall...
All the men of Canned Heat are part of my family
Οπότε όταν μιλάει για Aρκούδα,
Well the sun is shining down and the Bear is rolling in the shade
μιλάει για τον Bob Hite…
https://www.youtube.com/watch?v=FKYA5Rn5z7s

10/6/2025
Δεν μπορεί να λειτουργήσει η Βουλή με 297, να πάρουν τους... Δημήτρη Ευθυμάκη, Αλέκο Παπαναστασίου και Ανδρέα Στασινό του Προταγκών να συμπληρωθεί η 300άδα.

10/6/2025
Είχα αγοράσει την επανέκδοση όταν βγήκε, το 1989, από το Happening – 1800 δραχμές τότε, όταν τα πειρατικά έκαναν 2800. Τώρα αυτή η reissue στην See for Miles κάνει 70 ευρώ, ενώ τα πειρατικά μπορείς να τα πουλήσεις φτηνά, μόνο χέρι με χέρι, αφού από τις αγορές είναι εξορισμένα.
Υποτιμημένο βρετανικό folk/soft-rock από τον Pete Dello και τους Φίλους του. Τα originals, σε καλές καταστάσεις πουλιούνται γύρω στα 700 ευρώ, αν ποτέ βρεθούν...
Όταν οι δίσκοι, εννοώ τα τραγούδια, φτιάχνονταν με... τελείως αγνά υλικά και με το απαιτούμενο ταλέντο φυσικά.

9/6/2025
Πάει και ο Sly Stone. Πολλές οι τραγουδάρες...
https://www.youtube.com/watch?v=oPEIFMSAkcQ

9/6/2025
Ντίσκο, XT και Κώστα Γανωτή...
https://www.youtube.com/watch?v=tlokF7xFo58

9/6/2025
Την είχα παρεξηγήσει με τα... χάρτινα καλαμάκια και τη... φαιοπράσινη ενέργεια. Με τον αντιλαϊκό οικολογικό ακτιβισμό των βορείων προαστίων.
7/6/2025
Μίμης Παπαϊωάννου πρώτη εκτέλεση, το 1971. Παίζει και ο Kadir İnanır, ο... Διονύσης Ξανθός της Τουρκίας. Μπύρα πίνει μόνον ο άντρας... αν πίνει κι αυτός.
https://www.youtube.com/watch?v=ibMPATGTYZ8

6/6/2025
Ροκ, όχι τρίχες, με πολύ συναίσθημα, από μουσικάρες από Θεσσαλονίκη μεριά. Seahorse, δεύτερο άλμπουμ...
https://www.youtube.com/watch?v=dJRkCVdgfMM

6/6/2025
Μ’ αρέσει στις θαμπές τις ετικέτες (σ.σ. των δίσκων 78 στρ. εννοεί) / χρυσά σβησμένα γραμματάκια να κοιτώ / να μου ζητούν πληροφορίες οι συλλέκτες / που όλο ψάχνουν για καινούργιο υλικό…
https://www.youtube.com/watch?v=Zp6RH075b9M

5/6/2025
«Η γραπτή επικοινωνία είναι παθητική και ψυχρή. Το βιβλίο μπορεί να χρησιμεύσει ως εγχειρίδιο, για να το διαβάζει ο καθένας μόνος του κι έπειτα να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες και τα δεδομένα στη συλλογική δουλειά. Εκείνο που είναι σήμερα πιο σημαντικό είναι το πραγματικό δεδομένο, το γεγονός, το ντοκουμέντο, το κείμενο. Όχι πια κρυπτογραφήματα, ελιτίστικες ασκήσεις, διανοητικά παιγνίδια, καλλιτεχνικές μεταφορές, προσωπικές φαντασίες».
[Μario Maffi “Underground”]

USURUM το «Μάτια Κάμερες» είναι το πέμπτο άλμπουμ τους

Οι Usurum είναι ένα εξαμελές συγκρότημα (Κοσμάς Λαμπίδης, Σταύρος Ρουμελιώτης, Γιώργος Σταυρίδης, Νίκος Αντωνόπουλος, Φάνης Ζαχόπουλος, Λάμπρος Παπανικολάου), που αισίως, όπως λέμε, φθάνει στον πέμπτο δίσκο του, ο οποίος αποκαλείται «Μάτια Κάμερες» [Melodica Art Productions / B-otherSide Records, 2025]. Στο δισκορυχείον δεν έχουμε ξαναγράψει γι’ αυτούς, οπότε τώρα έχουμε την ευκαιρία να πούμε κάποια λόγια παραπάνω. Όπως διαβάζουμε στο bandcamp τους:
«Οι Usurum δημιουργήθηκαν το 2008 από τέσσερις φίλους, μαθητές του Μουσικού Σχολείου Αλίμου, και έχουν έδρα την Αθήνα. Με ποιητικό λόγο, ηλεκτρονικά και ακουστικά ηχοτοπία, πολυφωνίες και αναλογικά synths, η μουσική τους αντλεί έμπνευση από το αστικό τοπίο. Έχουν κυκλοφορήσει πέντε άλμπουμ και εμφανιστεί σε μεγάλες σκηνές και φεστιβάλ σε όλη την Ελλάδα».
Ακούγοντας το «Μάτια Κάμερες» μπορώ να επιβεβαιώσω και τα ηλεκτρονικά ηχοτοπία, και τις πολυφωνίες, και τα αναλογικά
synths, όπως και το αστικό τοπίο ως έμπνευση. Θέλω να πω πως εκείνο που μένει ανεπιβεβαίωτο είναι, βασικά, ο ποιητικός λόγος. Δεν έχω τη γνώμη πως υπάρχει κάποιου είδους ποίηση στα τραγούδια των Usurum, απλώς υπάρχει η διάθεση να γραφτεί (ελληνικός) ποιητικός λόγος – και είναι αυτή ακριβώς η διάθεση, που υποβοηθείται από τις μουσικές του γκρουπ. Με άλλα λόγια είναι ο τρόπος, μέσω του οποίου αρθρώνονται οι συνθέσεις με τα λόγια, που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ποιητικότητας. Στην πράξη τα λόγια δεν μπορούν να «σταθούν» μόνα τους, ως ποίηση – δίχως, δηλαδή, τις μουσικές και τις ερμηνείες. Η δική μου γνώμη είναι, λοιπόν, για να ολοκληρώσω το θέμα με τον στίχο, πως οι Usurum θα πρέπει να ψαχτούν ακόμη πιο πολύ, αποφεύγοντας την καταφυγή σε επαναληπτικά και φατικά στοιχεία. Άρα απαιτείται και μια (τεχνικής φύσεως) πύκνωση του λόγου τους, μα και μια πιο ουσιαστική κατόπτευσή του σε σχέση με τα νοήματα κ.λπ.
Από ’κει και πέρα είναι δεδομένη η συμπάθειά μας για τους Usurum. Γίνεται αντιληπτή, εννοώ, η προσπάθειά τους να προσδιορίσουν, ηχητικώς, μια περιοχή τραγουδιστικού ηλεκτρονικού ήχου, που να τους διαφοροποιεί από προπάτορες του είδους (την Λένα Πλάτωνος, τους Στέρεο Νόβα) και αυτό, οπωσδήποτε, μόνον ως θετικό μπορεί να καταγραφεί. Επιπλέον ενδιαφέρουσες είναι και οι φωνητικές προσεγγίσεις τους, επί των συνθέσεων, που δημιουργούν νέα δεδομένα (το λέω, γιατί το θέμα των φωνών δεν είναι πρώτης προτεραιότητας για τα περισσότερα σχήματα του είδους), ενώ και οι συνδυασμοί «κλασικών», ακουστικών και ηλεκτρονικών οργάνων δείχνει και αυτή ψάξιμο και ενδιαφέρον για κάτι διαφορετικό.
Οι Usurum δεν είναι ένα ποπ (ηλεκτρονικό ή ό,τι άλλο) συγκρότημα. Τα τραγούδια τους δεν προορίζονται για «χιτ», ούτε είναι απ’ αυτά που θα μεταδοθούν με άνεση από τα τυπικά ραδιόφωνα (όποια είναι και όσα υπάρχουν). Θέλουν το χρόνο τους, εννοώ, για να γίνουν αποδεκτά και να τοποθετηθούν σε μια σειρά – να γίνουν, εννοώ, πλήρως κατανοητά. Προσωπικά από τα εννέα tracks του δίσκου τους ξεχώρισα, μετά από τρεις ακροάσεις, τα «Άλλη γη» και «Με τα κύματα». (Είμαι δε σίγουρος πως αν άκουγα περισσότερες φορές το «Μάτια Κάμερες» κάποια ακόμη θα ξεχώριζα).
Επαφή: https://usurum.bandcamp.com/album/--2

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

JULIAN SHORE TRIO jazz πλήρους συναισθηματικού φορτίου

Ο Julian Shore είναι ένα σημαντικό όνομα της σύγχρονης, πιανιστικής τζαζ σκηνής. Στο δισκορυχείον έχουμε αναφερθεί κάμποσες φορές στην περίπτωσή του, τόσο μέσω δίσκων άλλων, καθώς ο Shore ακούγεται στο φετινό “Ballads” του Noah Preminger (ή και στο “For Us, The Living II: Marcescence” του πνευστού Andrew Hadro από το 2018), όσο και μέσω της προσωπικής δισκογραφίας του, και βασικά των CD του “Which Way Now?” από το 2015 και “Filaments” από το 2012.
Στο πιο νέο άλμπουμ του, που αποκαλείται Sub Rosa[Chill Tone Records, 2025], και που είναι ηχογραφημένο τον Αύγουστο του ’24, κάπου στο Connecticut, ο Shore εμφανίζεται με το τρίο του –δηλαδή τους Martin Nevin μπάσο και Allan Mednard ντραμς– αποδίδοντας πρωτότυπο ρεπερτόριο, μα και διασκευές σε συνθέσεις / τραγούδια των Beach Boys, Duke Ellington, Wayne Shorter και Jerome Kern / Oscar Hammerstein II.
Εκείνο που εντυπωσιάζει, σε πρώτη φάση, στο “Sub Rosa”, είναι γλαφυρότητά του, όπως και η άνεση τού τρίο να κινείται σε ποικίλες αισθητικές περιοχές της jazz με την ίδια, πάντα, συνέπεια.
Φερ’ ειπείν στο άνοιγμα του άλμπουμ υπάρχει η σύνθεση “Messenger” (του Shore), μια ευθεία αναφορά στο ρεπερτόριο των Art Blakey & The Jazz Messengers (εποχής Wayne Shorter, δηλαδή 1959-1964). Ο Shorter υπήρξε δάσκαλος του Shore και μέσω αυτής της σύνθεσης έχουμε μια απόδοση τιμής (από τον μαθητή προς τον μάστερ). Εξάλλου εδώ διασκευάζεται και... κανονικός Shorter (ένα απόσπασμα από το “Pegasus”, από το άλμπουμ “Without a Net” του 2012). Υπάρχει ακόμη track με μπαρόκ αναφορές, το “Must keep going”, ποπ τραγούδια, όπως το κομμάτι των Beach Boys, το θαυμάσιο “Dont talk (Put your head on my shoulders)” (από το “Pet Sounds”), κλασικές τζαζ συνθέσεις (σαν την “Blues in blueprint” του Duke) και στάνταρντ (το “All the things you are”), και βεβαίως, και πάνω απ’ όλα, ωραία και συνεπής jazz, σε κάθε διάστασή της, που έχει ως στόχο την ψυχική και συναισθηματική πληρότητα των πάντων, δηλαδή και του Julian Shore Trio –το αντιλαμβάνεσαι από τον τρόπο που αποδίδουν–, μα και όλων ημών.
Επαφή: www.julianshore.com

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ το comic CD-book «44»

Διαμαντής είναι ο τραγουδοποιός Διαμαντής Διαμαντίδης και «44» [Πλαγκτόν / Εκδόσεις Νήσος, 2025] αποκαλείται ο παρών προσωπικός δίσκος του, που εσωκλείεται σ’ ένα ασπρόμαυρο κόμικ CD-book 20 σελίδων, σχεδιασμένο από την Αγγελική Σαλαμαλίκη. Κατά βάση συζητάμε για οκτώ τραγούδια, που διαθέτουν μουσική, στίχους, ερμηνείες από τον Διαμαντή (ο οποίος παίζει και ακουστικές κιθάρες), με τις ενορχηστρώσεις να τις επιμελείται ο Αλέξανδρος Δανδουλάκης. Τα όργανα που ακούγονται στο «44» είναι ντραμς, μπάσο, βιολί, κιθάρες, πιάνο, πλήκτρα, ενώ υπάρχουν και φωνητικά.
Μπαλάντες και ροκ μπαλάντες ακούμε, βασικά, στο «44», ένα άλμπουμ που θέλει να επιβληθεί, ας το πούμε έτσι, μέσω της απλότητάς του. Τα τραγούδια δεν μοιάζουν απλά, είναι απλά – και αυτό, οπωσδήποτε, περνάει σε όλα τα επιμέρους. Και στις μελωδίες, και στα λόγια, και στις ενορχηστρώσεις, και βεβαίως στις ερμηνείες. Το όλον ύφος προσωπικά μου φέρνει στη μνήμη την τραγουδοποιία του Βαγγέλη Γερμανού (και δεν αναφέρομαι στα «Μπαράκια» σώνει και καλά), είναι παρεΐστικο (το ύφος), χαλαρό, περιγραφικό, χωρίς σκαμπανεβάσματα, με τα τραγούδια να «κολλάνε» μεταξύ τους, δημιουργώντας μια ενότητα.
Ο Διαμαντής τραγουδάει σίγουρα για τη ζωή του, για τα 44 χρόνια του, τους φίλους του, τις παρέες του και βεβαίως για τα ακόμη πιο κοντινά του πρόσωπα... κάπως σαν να παίζει τα τραγούδια του στο σαλόνι του σπιτιού του, με ακροατήριο τους δικούς του ανθρώπους. Και κάπως έτσι προσδοκά να ακούσει, μετά από κάθε σκοπό, τα «καλά λόγια» τους, να δει τα χαμόγελά τους στο πρόσωπό τους, και γιατί όχι, μετά από μια-δυο επαναλήψεις, να ακούσει και την τραγουδιστική συνοδεία τους. Αν αυτό συμβεί και με τους ακροατές του δίσκου του, θα έχει ολοκληρώσει με τον καλύτερο τρόπο την αποστολή του...
Επαφή: www.diama.gr

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

ΤΡΥΦΩΝ ΛΑΖΟΣ το δεύτερο άλμπουμ του «Κάρμα Κομεντί»

Ήδη από την εποχή του πρώτου άλμπουμ του «Αναφορά», στην Puzzlemusik το 2019, ο Τρύφων Λάζος ήθελε να διασαφηνίσει τι ακριβώς επιδιώκει στο ελληνικό τραγούδι. Να δώσει, εννοώ, ένα «πρόσωπο» μιας μετα-ρεμπέτικης τραγουδοποιίας, ενδεδυμένης με ηλεκτρικά όργανα και με αισθητικές αναφορές στο indie rock. Αξιοπρόσεκτη η επιθυμία του, υπό την έννοια πως εκείνη η πρώτη απόπειρά του βρίσκει, τώρα, διέξοδο σ’ ένα επόμενο CD, που αποκαλείται «Κάρμα Κομεντί» (2025) και που κυκλοφορεί και αυτό από την Puzzlemusik. Θέλω να πω πως η συγκεκριμένη προβληματική εξακολουθεί να απασχολεί τον Λάζο – κάτι που σημαίνει πως εδώ υπάρχει πείσμα και ενδιαφέρον, ώστε να βαθύνει κι άλλο εκείνη η ιστορία, η οποία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται προ εξαετίας.
Σίγουρα ο Τρύφων Λάζος, με το «Κάρμα Κομεντί» του, έχει ενδιαφέροντα πράγματα να μας προτείνει, μέσω των οκτώ τραγουδιών και των δύο ορχηστρικών του (στο τέλος κάθε «πλευράς», στις θέσεις πέντε και δέκα) και σίγουρα, εδώ, φαίνεται να βρίσκεται πιο κοντά σ’ αυτό το αισθητικό όραμά του από οποιαδήποτε άλλη φορά. Θέλω να πω πως και οι μελωδίες του είναι πιο ψαγμένες, και τα ακανόνιστα μουσικά μέτρα του πιο ενδιαφέροντα, ενώ και οι ενοργανώσεις έχουν κι αυτές κάτι καινούριο ή περίπου καινούριο να προτείνουν, συνδυάζοντας ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά και ακουστικά στοιχεία. Μάλιστα, ιδιαίτερη σημασία έχουν στο άλμπουμ του τα κρουστά (daf, shaker, ντέφι, άλλα percussions, ούντου), που χειρίζονται οι Δάφνη Σβανιά και Gregorio Perico, μαζί με το τσέλο (Ειρήνη Αναστασίου) και τις δεύτερες φωνές (Ren Water, Greggy K.) – με τον ίδιο τον Λάζο να αναλαμβάνει τις κιθάρες, το μπάσο, το πιάνο, τον προγραμματισμό και το τραγούδι.
Ο Λάζος θέλει να γράψει στίχους απλούς και κατανοητούς, που να εμπεριέχουν, όμως, κάτι από τη βαρύτητα της ρεμπέτικης στιχοπλοκής, ανταποκρινόμενοι, συγχρόνως, και στις απαιτήσεις της δικής μας εποχής. Τούτο είναι το πιο δύσκολο, απ’ όλα όσα πράττει ή επιχειρεί να πράξει, ο καλός τραγουδοποιός, στο «Κάρμα Κομεντί». Εννοώ πως το παλεύει το πράγμα, και βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά χρειάζεται ακόμη πιο μεγάλη προσπάθεια για να δέσει, όπως πρέπει, και τούτο το κομμάτι. Είναι σίγουρο, δε, πως αν ο στίχος βελτιωθεί κι άλλο, και τεχνικά και νοηματικά, τότε ο Λάζος θα κινηθεί ακόμη πιο ψηλά σαν τραγουδοποιός (στην πρώτη γραμμή, εννοώ).
Σαν τραγούδια, συνολικά, ξεχωρίζω από το «Κάρμα Κομεντί» το φερώνυμο track και ακόμη τα «Ο ουρανός χαμογελά» και «Χε χε», ενώ όλο το άλμπουμ, αισθητικά, έχει μια ενότητα κι ένα ύφος, ως προϊόν ευρύτερου ψαξίματος και σωστών επιλογών – κάτι όχι προφανές.
Επαφή: www.puzzlemusik.com

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

CLAUDIO SCOLARI PROJECT το πιο νέο άλμπουμ του electronic-jazz σχήματος

Είναι το πέμπτο άλμπουμ των Claudio Scolari Project, για το οποίο γράφουμε στο δισκορυχείον, καθώς έχουν προηγηθεί τα “Opera 8” (2024), “Intermission” (2023), “Dont Know” (2022) και “Cosmology” (2021), όλα στην Principal Records – τέσσερα CD, που οριοθέτησαν τις διαθέσεις αυτού του ιταλικού σχήματος της σύγχρονης jazz. Ας υπενθυμίσουμε ξανά λοιπόν πως μέλη του Claudio Scolari Project είναι οι Claudio Scolari πρώτο drum set, προγραμματισμός, Daniele Cavalca δεύτερο drum set, live synths, fender rhodes, πιάνο, Simone Scolari τρομπέτα και Michele Cavalca ηλεκτρικό μπάσο, με την πιανίστρια Ilaria Cavalca, που έχει αναλάβει και τις φωνές να επεκτείνει τις δυνατότητες του σχήματος, σαυτό το πιο νέο CD του, που τιτλοφορείται “Bloom” [Principal Records, 2025].
Τι ακούμε λοιπόν εδώ; Οπωσδήποτε ηλεκτρική και... ηλεκτρονική jazz, που μπορεί να παραπέμπει στις ηλεκτρικές μέρες του Miles, μα και των Headhunters, έχοντας να παρουσιάσει, όμως, κι ένα πλήρες αυτοσχεδιαστικό πλάνο. Οι συνθέσεις, εννοούμε, είναι αρκετά ελεύθερες, για το στυλ αυτού του ιδιόμορφου fusion, με πολλές «έκκεντρες» τοποθετήσεις απ’ όλα τα όργανα, καθώς τούτες αναπτύσσονται με γνώμονες τόσο την ένταση, όσο και την μόνιμη έκπληξη.
Σίγουρα, οι τέσσερις μουσικοί, που παίζουν για χρόνια μαζί, έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο επικοινωνίας, ενώ και η πιανίστρια εισέρχεται στο σχήμα αθόρυβα σχεδόν, αφού το πιάνο ήταν ήδη μέρος του setting των Claudio Scolari Project. Βεβαίως, εδώ, είναι κάπως δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος παίζει τι, σε σχέση πάντα με το πιάνο –και αναφέρομαι σε κομμάτια σαν το “Broken thumb” για παράδειγμα–, όμως και αυτό, τελικά, μικρή σημασία έχει. Βασικά, γιατί εκείνο που μετράει στην περίπτωση του “Bloom” είναι η συνολική προσπάθεια να καταγραφεί, σ’ ένα τελειωμένο αισθητικά περιβάλλον, κάτι άλλο, κάτι ξεχωριστό, στηριγμένο πάντα στο γούστο και την έμπνευση.
Επαφή: https://claudioscolariproject.bandcamp.com/album/bloom