Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα rewa. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα rewa. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

οι TANIA ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ, ROB THORNE και STEVE GARDEN σ’ ένα θυελλώδες αρχαιοπρεπές άκουσμα, με σύγχρονη ανάλυση και επεξεργασία

Και το τρίτο άλμπουμ της πιανίστριας, συνθέτριας και αυτοσχεδιάστριας Τάνιας Γιαννούλη μάς έρχεται από την πολύ μακρινή Νέα Ζηλανδία και την εταιρεία RATTLE, που έχει κυκλοφορήσει και τα προηγούμενα δύο της – το “Forest Stories” το 2012, τη συνεργασία της δηλαδή με τον πορτογάλο χειριστή των πνευστών Paulo Chagas και το “Transcendence” το 2015, που τυπώθηκε κάτω από το όνομα Tania Giannouli Ensemble. Το Rewaείναι ένα ακόμη ξεχωριστό CD, που φανερώνει το προφανές εγώ θα πω… το γεγονός πως η Τάνια Γιαννούλη είναι μία συνθέτρια-αυτοσχεδιάστρια, που επεκτείνει διαρκώς τα αισθητικά όριά της, προσβλέποντας σε νέες ηχητικές κατακτήσεις. Βεβαίως εδώ, στο “Rewa”, δεν είναι μόνη της, καθώς δίπλα της στέκονται επί ίσοις όροις ο Rob Thorne που χειρίζεται ngā taonga pūoro (ας το πούμε και φλάουτο των ιθαγενών Māori) και ο Steve Garden (αφεντικό της RATTLE), που προσθέτει σε ήχους μέσω ηλεκτρονικού editing τής αυτοσχεδιαστικής πρώτης ύλης.
Το “Rewa” είναι ένα άλμπουμ απ’ αυτά που δεν τ’ ακούς παντού και κάθε μέρα. Έχει ύφος διακριτό θέλω να πω, που το κάνει να λάμπει ακόμη και μέσα στην ευρεία κατηγορία του… πού δεν ξέρω, ακριβώς, ποια είναι (world imrpov-jazz… αν υπάρχει κάτι τέτοιο και μπορούμε να το πούμε). Και αυτό το ύφος σχετίζεται, βασικά, με τη μεταφορά μιας ηχητικής αρχαιοπρέπειας στο τώρα, με όρους σύγχρονους όμως. Δεν πρόκειται, θέλω να πω, για κάποιον τύπο world music, που στοχεύει στην αναθέρμανση τού παλαιού, αλλά για κάτι που μέσα από την επικοινωνία του με το πρωτογενές θα μετατραπεί σε κάτι νέο. Μάλιστα, προς αυτή την κατεύθυνση δεν ωθούν μόνον οι ηλεκτρονικές επεξεργασίες τού Garden, αλλά και αυτή καθαυτή η αρχική ύλη – ό,τι προέρχεται από το πιάνο και το προετοιμασμένο πιάνο της Γιαννούλη και το φλάουτο του Thorne εννοώ. Εκεί, επάνω, συντελείται, η… τήξη των αιώνων, ώστε να προκύψει ένα αποτέλεσμα σημερινό.
Ένα όργανο, το ngā taonga pūoro, εντελώς μόνο του, αρχέγονο, αυτόνομο, αυτοδύναμο και βεβαίως μικροτονικό, που μεταφέρει στο στούντιο vibes από το ίδιο το φυσικό τοπίο της χώρας προφανώς (της Νέας Ζηλανδίας), και δίπλα το προετοιμασμένο πιάνο, που ακολουθεί σε «γεμίσματα», «φάλτσα», θορύβους κ.λπ. και βεβαίως το πιάνο έτσι όπως το ξέρουμε, αλλά όχι πάντα έτσι όπως το αναμένουμε – με τη Γιαννούλη να επιδίδεται σε εντυπωσιακά παιξίματα, με ξαφνικά και ιλιγγιώδη clusters, αλλαγές τέμπο, νέες παρεμβάσεις, «νηνεμίες» και πάλι… μπόρες και καταστροφές, σε μια διαρκή επικοινωνία του προμελετημένου με το αυθόρμητο.
Ο εξώκοσμος ήχος τού ngā taonga pūoro είναι βεβαίως όλα τα λεφτά σε κομμάτια όπως το “Prisma” για παράδειγμα, αλλά εκεί όπου μπορείς να μείνεις άναυδος είναι στο έσχατο 15λεπτο “Te tangi a mutu”, ένα ηχητικό ταξίδι στο άγνωστο και το αχαρτογράφητο που διατρέχεται συνεχώς από την έκπληξη και το μυστήριο.
Το κομμάτι… δεν παίζεται – όπως και όλο το άλμπουμ εξάλλου, που τοποθετείται συνολικώς κάπου πέρα, όντας τελείως «μόνο του». 
Επαφή: www.rattle.co.nz

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

TANIA GIANNOULI TRIO το νέο άλμπουμ της πιανίστριας και συνθέτριας, μ’ ένα παράξενο τρίο

Υπάρχουν τέσσερα άλμπουμ τής πιανίστριας-συνθέτριας Τάνιας Γιαννούλη, για την νεοζηλανδέζικη εταιρεία RΑTTLE. Για τρία απ’ αυτά, το “Forest Stories” (2012) [Τάνια Γιαννούλη / Paulo Chagas], το “Transcendence” (2015) [Tania Giannouli Ensemble] και το “Rewa” (2018) [Τάνια Γιαννούλη / Rob Thorne / Steve Garden] υπάρχουν ήδη reviews στο δισκορυχείον και στο LiFO.gr, ενώ για το τέταρτο, το In Fading Light [RATTLE, 2020] θα γράψουμε τώρα ορισμένα λόγια.
Σ’ αυτό το
CD, που περιλαμβάνει δώδεκα συνθέσεις (όλες της Τάνιας Γιαννούλη), καταγράφεται ένα σχήμα, το Tania Giannouli Trio, το οποίον δεν είναι ένα τυπικό, ένα κλασικό jazz-trio – ένα trio πιάνο-μπάσο-ντραμς για παράδειγμα. Και τούτο γιατί πέραν του πιάνου, στην ηχογράφηση ακούγεται η τρομπέτα του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου και το ούτι του Κυριάκου Ταπάκη. Έτσι έχουμε δύο τζαζ όργανα (ας τα πούμε έτσι, αφού ο δίσκος κινείται σε contemporary jazz κατευθύνσεις) κι ένα παραδοσιακό. Δύο έγχορδα κι ένα πνευστό λοιπόν, δίχως μπάσο και δίχως ντραμς-κρουστά, οπωσδήποτε ξενίζουν, σε πρώτη φάση, με την συνύπαρξή τους. Σε πρώτη όμως...
Έχω ακούσει το “In Fading Light” ήδη πέντε φορές και κατά τη διάρκεια τής έκτης ακρόασης, γράφω αυτό το κείμενο.
Το πρόβλημα στο άλμπουμ δεν είναι ο συνδυασμός των τριών οργάνων, καθότι επ’ αυτού έχει γίνει σωστή προεργασία, ώστε να μπορέσει να ενσωματωθεί το ούτι στο setting – και είναι αλήθεια πως πουθενά δεν ξενίζει το άκουσμα, αναφορικά με τον τρόπο που κατανέμονται οι κοινοί ή μη χρόνοι μεταξύ των οργάνων, κατά την διάρκεια των επιμέρους συνευρέσεων. Παρά ταύτα, όμως, θα πω πως το άκουσμα, σαν σύνολο, είναι κάπως... χαοτικό. Δεν ξέρω τι ακριβώς φταίει γι’ αυτό. Ίσως να φταίει το ότι το άλμπουμ διαρκεί περί την μία ώρα. Προσωπικώς, και ασυζητητί, θα το προτιμούσα συντομότερο. Έπειτα, έχει πολλά tracks (δώδεκα όπως είπαμε) και ποικίλων διαρκειών, από 2λεπτα έως 9λεπτα (ένα 9λεπτο δηλαδή, μα και 3λεπτα, 4λεπτα, 5λεπτα, 6λεπτα, 7λεπτα κ.λπ.). Υπάρχει δηλαδή αυτός ο καταμερισμός, σε συνθέσεις και σε χρόνους, που δεν βοηθάει στην διατήρηση μιας συμπυκνωμένης ροής. Αυτό είναι ένα θέμα στο “In Fading Light”, που δεν καλύπτεται, δεν σβήνει, από τα επιμέρους θετικά χαρακτηριστικά του. Πού είναι ποια;
Οι πολύ ενδιαφέρουσες συνθέσεις – ιδίως κάποιες απ’ αυτές στις οποίες είναι με δημιουργικό τρόπο ενσωματωμένες παραδοσιακές αναφορές. Τις οποίες παραδοσιακές αναφορές δεν τις διεκπεραιώνει μόνο το ούτι, μα και το πιάνο, και μάλιστα σε ρόλους πολυποίκιλους – ακόμη και κρουστούς. Ένα τέτοιο track, κι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα του άλμπουμ, είναι σίγουρα το “When then”, με το όλον τρίο να βρίσκεται σε μοναδική σύμπνοια. Πολύ καλό, δηλαδή εξαιρετικό, και το “Belas dance”, ένα… balkan track, ξεχωριστής και αβίαστης ομορφιάς, με την Γιαννούλη να κρατάει το ρυθμικό κομμάτι, τον Πολυζωγόπουλο να «γεμίζει» με την τρομπέτα του και τον Ταπάκη, πίσω και διακριτικά, να «φορτώνει» με το ούτι.
Καθεμία από τις συνθέσεις τού άλμπουμ έχει νόημα, κι έχει πράγματα να φανερώσει. Και για το διττό ταλέντο τής Τ. Γιαννούλη (ως συνθέτρια και ως πιανίστρια) και για τη συνολική επικοινωνία τού τρίο. Και η πιο μεγάλη σε διάρκεια στιγμή, η 9λεπτη “Hinemoas lament”, διαθέτει έξοχο μελωδικό μοτίβο, με πολύ σωστά τοποθετημένες τις παραδοσιακές αναφορές της, φέρνοντας στη μνήμη μου σημαντικές στιγμές της βορειοευρωπαϊκής τζαζ – όπως για παράδειγμα εκείνο το αριστουργηματικό “Bitter Funeral Beer” του Bengt Berger, στην ECM. Εντάξει, κλίμα-ECM ανιχνεύεις σε διάφορες συνθέσεις τού “In Fading Light”, αλλά σε ορισμένες είναι εντυπωσιακότερο. Κι ενώ λοιπόν... καθεμία από τις συνθέσεις τού άλμπουμ έχει νόημα, αν την ακούσεις μεμονωμένα –για να επανέλθω στην αρχή της παραγράφου–, είναι το σύνολο εκείνο που δεν λειτουργεί στον απόλυτο βαθμό.  
Η δική μου γνώμη είναι πως αν το “In Fading Light” ήταν συντομότερο στο χρόνο, έχοντας στο διάβα του κάποια συγκεκριμένα κομμάτια (εντάξει... δεν θα κάνω εγώ το track list, δεν είναι δική μου δουλειά αυτή) θα ήταν, πραγματικά, το «κάτι άλλο». Τώρα, όμως, δεν μπορώ παρά να δηλώσω τις επιφυλάξεις μου ως προς το σύνολο, σε σχέση με την πυκνότητα των μουσικών νοημάτων και σε σχέση με την αφηγηματική ενότητα.
Επαφή: www.rattle.co.nz