Νιρβάνα (Το Blues Συναντά Ξανά το Ρεμπέτικο)
Όλοι οι τραγουδοποιοί που κουβαλούν «βαρειά» ονόματα ξεκινούν από θέση μειονεκτική. (Εδώ δεν λειτουργούν τα «τζάκια» και οι νεποτισμοί...). Οφείλουν ν’ αποδείξουν (αν τους ενδιαφέρει...) ότι είναι αυτόφωτοι, ότι υπάρχουν εις πείσμα όσων βιάζονται να τους κατατάξουν στους ανέξοδους σκυταλοδρόμους. Ο Στέλιος Βαμβακάρης – δεν υπάρχει ογκωδέστερο επώνυμο στο ελληνικό τραγούδι από το δικό του – επιχειρεί, από 25ετίας τουλάχιστον, να οικοδομήσει ένα χώρο καλλιτεχνικής δράσης, ο οποίος, είναι μεν «μοναδικός», αλλά, από τη φύση του, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε πήλινα πόδια. Ξαναρωτώ λοιπόν. Ποία η ανάγκη να «επικοινωνήσει» το blues με το ρεμπέτικο; Τι μας σπρώχνει να τμήσουμε, σώνει και καλά, δύο παντελώς διαφορετικές παραδόσεις; Γιατί επιμένουμε να κάνουμε λόγο για τα κάποια επουσιώδη «κοινά σημεία» blues και ρεμπέτικων και όχι για την ουσιώδη διαφορετικότητά τους; Πότε θα δεχθούμε, επιτέλους, ότι η θεματολογία δεν μπορεί ν’ αποτελεί – αν είμαστε αυστηροί – ούτε καν το «κοινό επίπεδο» ανάμεσά τους, αφού αυτή θα είναι παντού και πάντοτε η ίδια (στη λαϊκή μούσα τουλάχιστον); Πότε θα αντιληφθούμε, άραγε, ότι τέτοιου τύπου μουσικά fusions δεν είναι αποτέλεσμα μονομανών ενασχολήσεων, αλλά προϊόντα ευρύτερων (κοινωνικών) διεργασιών (μετακινήσεις πληθυσμών, μεταναστευτικά ρεύματα, «παγκοσμιοποίηση»); Νομίζω πως σε όλα αυτά έχει απαντήσεις ο Στέλιος Βαμβακάρης – όχι, αναγκαστικώς, διαφορετικές από τις δικές μου – αρέσκεται όμως να σκάβει, μονίμως, στον ίδιο κήπο. Ok, κάποια στιγμή πετρέλαιο θα βγει... Εννοώ, πως το ταλέντο υπάρχει και όμορφα τραγούδια θα προκύψουν. Ας μείνουμε σ’ αυτά λοιπόν και ας αφήσουμε κατά μέρος τη θεωρητικολογία – για να μην πω τις γραφικότητες και φανώ «κακός» – γιατί από ’κει δεν θα υπάρξουν ούτε στηρίγματα, ούτε απαντήσεις. Μάρκος και John Lee Hooker δεν πήδησαν ποτέ στο ίδιο ποτάμι.
Σέβομαι αυτό που κουβαλά ο Στέλιος Βαμβακάρης. Τον έχω δει και live από επιλογή, τον έχω δει, τυχαίως, πώς στέκεται και περπατά στο δρόμο (την τηλεόραση δεν τη λογαριάζω... γιατί εκεί βλέπεις μόνο «ρόλους») δίνοντάς μου την αίσθηση ενός αγέρωχου ανθρώπου, σκεπτόμενου, «συννεφιασμένου». Είναι η ζωή δίπλα στον πατέρα, η διαχείριση του ονόματος, του ονόματος «Μάρκος» εννοώ – για το οποίο χιλιάδες, σχετικοί ή μη, έχουν να πουν καθημερινώς τα δικά τους, με τον ίδιον να είναι υποχρεωμένος να «επεξεργάζεται» τα πάντα, παίρνοντας θέση –, είναι μία φυσική έλξη-ταύτιση με τ’ «όνομα», η οποία γιγαντώνεται καθώς εξέλισσεται ο βίος περιορίζοντας σε ρόλο δεύτερο το προσωπικό «εγώ», είναι τάχα ένα είδος απαιτητικής «εκδίκησης», εις το όνομα του πατρός, για ό,τι εκείνος δεν απέλαβε; Τα ερωτήματα συγκροτούν το δικό μου ενδιαφέρον της περίπτωσης «Στέλιος Βαμβακάρης» και κάπως έτσι, «βεβαρημένος», ακούω και ξανακούω το τελευταίο του έργο. Και ναι, υπάρχουν διάσπαρτα στη «Νιρβάνα» [Legend] κομμάτια λαϊκά με μεγάλη αξία, όπως π.χ. το «Το τραγούδι σου» σε στίχους Σωτήρη Κακίση, το οποίο αφορμάται από τις καλύτερες μπαλάντες του Καζαντζίδη (ανατριχιάζω, σαν μου περνάει απ’ το μυαλό με τη φωνή του), αναπλάθοντας τα μελωδικά αραβουργήματα του Απόστολου Καλδάρα. Εξαιρετικά επίσης τα «Από νωρίς τον είδαμε», «Με λεν τρελό», στα οποία ο Βαμβακάρης υποβάλλει τα σέβη του στον Μανώλη Χιώτη (κάνω λάθος;), τον άνθρωπο που άπλωσε χέρι «απέναντι» πριν απ’ όλους, και ακόμη το... ηπειρώτικο «Ειν’ απ’ έξω κι είμαι μέσα» με τη φωνή της Εβελίνας Αγγέλου. Υπάρχουν, φυσικά, και οι στίχοι. Νομίζω πως οι... «μόνος κάθομαι και πίνω/ άμα λάχει και τα ξύνω/ έχω ανοίξει την παντιέρα/ όλους θα σας κάνω πέρα», δεν αφήνουν έδαφος για να βλαστήσουν ξένα λόγια. Ο Στέλιος Βαμβακάρης συμπυκνούται στο είναι του, ατενίζοντας το τέλος του χάρτη. Κάπως σαν το «λοχία»... με την «Ευδοκία» μέσα του.
Σέβομαι αυτό που κουβαλά ο Στέλιος Βαμβακάρης. Τον έχω δει και live από επιλογή, τον έχω δει, τυχαίως, πώς στέκεται και περπατά στο δρόμο (την τηλεόραση δεν τη λογαριάζω... γιατί εκεί βλέπεις μόνο «ρόλους») δίνοντάς μου την αίσθηση ενός αγέρωχου ανθρώπου, σκεπτόμενου, «συννεφιασμένου». Είναι η ζωή δίπλα στον πατέρα, η διαχείριση του ονόματος, του ονόματος «Μάρκος» εννοώ – για το οποίο χιλιάδες, σχετικοί ή μη, έχουν να πουν καθημερινώς τα δικά τους, με τον ίδιον να είναι υποχρεωμένος να «επεξεργάζεται» τα πάντα, παίρνοντας θέση –, είναι μία φυσική έλξη-ταύτιση με τ’ «όνομα», η οποία γιγαντώνεται καθώς εξέλισσεται ο βίος περιορίζοντας σε ρόλο δεύτερο το προσωπικό «εγώ», είναι τάχα ένα είδος απαιτητικής «εκδίκησης», εις το όνομα του πατρός, για ό,τι εκείνος δεν απέλαβε; Τα ερωτήματα συγκροτούν το δικό μου ενδιαφέρον της περίπτωσης «Στέλιος Βαμβακάρης» και κάπως έτσι, «βεβαρημένος», ακούω και ξανακούω το τελευταίο του έργο. Και ναι, υπάρχουν διάσπαρτα στη «Νιρβάνα» [Legend] κομμάτια λαϊκά με μεγάλη αξία, όπως π.χ. το «Το τραγούδι σου» σε στίχους Σωτήρη Κακίση, το οποίο αφορμάται από τις καλύτερες μπαλάντες του Καζαντζίδη (ανατριχιάζω, σαν μου περνάει απ’ το μυαλό με τη φωνή του), αναπλάθοντας τα μελωδικά αραβουργήματα του Απόστολου Καλδάρα. Εξαιρετικά επίσης τα «Από νωρίς τον είδαμε», «Με λεν τρελό», στα οποία ο Βαμβακάρης υποβάλλει τα σέβη του στον Μανώλη Χιώτη (κάνω λάθος;), τον άνθρωπο που άπλωσε χέρι «απέναντι» πριν απ’ όλους, και ακόμη το... ηπειρώτικο «Ειν’ απ’ έξω κι είμαι μέσα» με τη φωνή της Εβελίνας Αγγέλου. Υπάρχουν, φυσικά, και οι στίχοι. Νομίζω πως οι... «μόνος κάθομαι και πίνω/ άμα λάχει και τα ξύνω/ έχω ανοίξει την παντιέρα/ όλους θα σας κάνω πέρα», δεν αφήνουν έδαφος για να βλαστήσουν ξένα λόγια. Ο Στέλιος Βαμβακάρης συμπυκνούται στο είναι του, ατενίζοντας το τέλος του χάρτη. Κάπως σαν το «λοχία»... με την «Ευδοκία» μέσα του.
(πρώτη δημοσίευση: JAZZ & TZAZ 193, 4/2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου