Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

SVIN, KEVLAR BIKINI, TOMMY AND THE COMMIES τρία νέα ροκ άλμπουμ από τρία εντελώς διαφορετικά συγκροτήματα

SVIN: Virgin Cuts [Mom Eat Dad Records, 2018]
Έχω γράψει και παλαιότερα για τους Svin –για το άλμπουμ τους “Missionær” [PonyRec, 2016]– ένα πολύ ιδιαίτερο, rock να το πούμε(;), συγκρότημα από τη Δανία, που επανέρχεται τώρα με νέο βινύλιο και CD. Λέμε για το “Virgin Cuts”, ένα… πειραματικό άλμπουμ, με πολλά και διαφορετικά (και σίγουρα) ενδιαφέροντα στοιχεία στα αυλάκια του.
Οι Svin είναι τρεις σήμερα, ο Henrik Pultz Melbye πνευστά, ο Thomas Eiler ντραμς και ο Lars Bech Pilgaard κιθάρες, με το γκρουπ να δέχεται βοήθειες από τρεις ακόμη μουσικούς, δίχως να πληροφορούμαστε τι όργανα χειρίζεται καθένας απ’ αυτούς (πάντως στο “Virgin Cuts” ακούγονται επιπλέον σύνθια και ηλεκτρονικά, περισσότερα του ενός πνευστά, tribal κρουστά, φωνές κ.λπ.).
Οι συνθέσεις στο “Virgin Cuts” δεν μοιάζουν μεταξύ τους και αυτό μπορεί να είναι και καλό και κακό. Καλό, γιατί το άλμπουμ εμφανίζει μια… περιπέτεια οπωσδήποτε, αλλά και κακό, γιατί κάπου «χάνεται» ο στόχος (η ενότητά του, εννοώ, είναι ελεγχόμενη). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, καταγράφονται ωραία δείγματα πειραματικού folk/ ethnic/ rock, όπως εκείνα στο “Midori”, που θυμίζουν έναν late seventies συνδυασμό Embryo και Guru Guru Sunband, συνθέσεις που είναι πιο rock-minimal (σαν παλιά αμερικάνικα progressive – το εισαγωγικό “Cuts” έφερε στη μνήμη μου τους Καναδούς Miriodor από τα μέσα του ’80) και άλλες που είναι ακόμη πιο δυναμικές και προχωρημένες, με στοιχεία θορύβου, ηλεκτρονικές ακρότητες, κιθάρες στο στυλ της Metalanguage κ.λπ.
Τα περισσότερα από τα tracks τού “Virgin Cuts” λειτουργούν τελικώς πολύ καλά, με τις λίγες εξαιρέσεις (όπως το αποστασιοποιημένο φωνητικό “Coral 1”) να μην αλλάζουν τη γενικότερη (θετική) εντύπωση.
KEVLAR BIKINI: Rants, Riffage and Rousing Rhythms [Geenger Records, 2018]
Πάνκηδες-χαρντκοράδες από το Ζάγκρεμπ (της Κροατίας) είναι οι Kevlar Bikini, με το “Rants, Riffage and Rousing Rhythms” να αποτελεί το τρίτο άλμπουμ τους (LP, CD, digital), μετά το “Exlpodisiac” (2012) και το “Hi-Fi or Die” (2014). Η μπάντα, που είναι τριμελής (με την προσθήκη ενός guest σαξοφωνίστα σ’ ένα track) παίζει δυνατά, στα όρια της… μανίας, με τα φωνητικά τού (και κιθαρίστα τους) Mario Balta να είναι το μεγαλύτερο προσόν της.
Να πούμε, πάντως, πως από ηχητικής πλευράς οι Kevlar Bikini δεν είναι ακραίοι, καθώς παίζουν απολύτως κατανοητά, όχι βαβούρα του κερατά δηλαδή, κινούμενοι στα όρια των πιο σκληρών ειδών (punk, hardcore, λελογισμένου noise και «μετάλλου»), έχοντας στα ατού και τους ενδιαφέροντες στίχους τους – οι οποίοι αν και είναι ελλειπτικοί (και αγγλικοί) κατορθώνουν να μεταφέρουν τη σκοτεινιά και την απόγνωση της εποχής μας (κι ενός συγκροτήματος, εν πάση περιπτώσει, που θέλει να εκφραστεί μ’ αυτόν τον απροκάλυπτα σκληρό ροκ τρόπο).
Απλά πράγματα και μάλλον ουσιαστικά, από μια μπάντα που κάνει, με το “Rants, Riffage and Rousing Rhythms”, ένα ακόμη πιο αποφασιστικό βήμα για μιαν ευρύτερη αναγνώριση.
TOMMY AND THE COMMIES: Here Come [Slovenly Records, 2018]
Ο Tommy είναι Καναδός (κάπου από το Ontario), το επώνυμό του είναι Commy… και κάπως έτσι προκύπτουν και οι Commies του, που δεν είναι κομμουνιστές, μα κάτι… γεροντοπαλίκαρα, που μοιάζουν με πιτσιρικάδες (ή το παίζουν τέλος πάντων). Ένα power-pop/ punk trio είναι οι φίλοι μας (Tommy Commy, Jeff Houle, Mitch Houle), που είναι σφόδρα επηρεασμένο από τους Buzzcocks, προτείνοντας σ’ αυτή την παρθενική εμφάνισή του στη δισκογραφία οκτώ μονόλεπτα και δίλεπτα τραγούδια. Το mini-LP των Tommy and The Commies αποκαλείται “Here Come”, κατά τα προ δεκαετιών ειωθότα, διαθέτοντας νεανικό παλμό και δύναμη τόσο στις μουσικές, όσο και στα λόγια.
Υποκρίνονται ωραία τους 18χρονους οι Καναδοί, και παρότι πατάνε σε δοκιμασμένες συνταγές είναι άνετοι και φρέσκοι. Τα τραγούδια ή και… τραγουδάκια τους κυλάνε μια χαρά, είναι ολοκληρωμένα μέσα στην άψε-σβήσε εξέλιξή τους, διαμορφώνοντας ενίοτε και μια «μοντάδικη» διάθεση (όχι πολύ μακριά από εκείνη των πρώιμων Jam). Γενικώς, με τέτοιες ωραία υιοθετημένες βρετανικές αναφορές συμπυκνωμένης φόρας δεν θα είναι έκπληξη αν οι Καναδοί πάνε πιο μακριά. Μακρύτερα εννοώ από την Greater Sudbury (του Ontario).

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

JOHN SURMAN / NELSON AYRES / ROB WARING jazz χαμηλών τόνων, αλλά υψηλής αισθητικής

Το Invisible Threads [ECM / AN Music, 2018] είναι το πιο πρόσφατο άλμπουμ τού άγγλου σαξοφωνίστα (εδώ σοπράνο, βαρύτονο και μπάσο κλαρίνο) John Surman. Το άλμπουμ περιέχει δώδεκα συνθέσεις, έντεκα του Surman και μία του πιανίστα του γκρουπ Βραζιλιάνου Nelson Ayres – με το τρίο να συμπληρώνει ο αμερικανο-νορβηγός Rob Waring σε βιμπράφωνο και μαρίμπα.
Αν η ιστορία του John Surman χάνεται στα sixties, αποτυπωμένη σε κάθε περίπτωση στην τεράστια δισκογραφία του (μέρος της οποίας ανήκει και στην ECM), εκείνη του Nelson Ayres δεν είναι το ίδιο απλωμένη και γνωστή. Να πούμε, λοιπόν, πως ο Ayres εμφανίζεται στο “Free” [CTI] του Airto Moreira το 1972 (τόσο νωρίς), πως ήταν μέλος του βραζιλιάνικου latin-jazz συγκροτήματος Mandala, ο μοναδικός δίσκος του οποίου από το 1976 φεύγει σε τρελές τιμές στο discogs, και πως από τα μέσα των seventies και μετά έχει και προσωπική δισκογραφία, αλλά και συνεργασίες με πολύ μεγάλα ονόματα (Dizzy Gillespie, Benny Carter, Milton Nascimento, Astrud Gilberto κ.ά.). Δίπλα σ’ αυτούς τους δύο jazz βετεράνους, ας τους πούμε έτσι, στέκεται ένας λίγο νεότερος μουσικός, ο Rob Waring, που και αυτός έχει παίξει με γερά ονόματα (Jon Eberson, Torbjørn Sunde κ.ά.).
Οι συνθέσεις του Surman και στο “Invisible Threads”, που είναι ηχογραφημένο πριν ένα χρόνο (Ιούλιος 2017) στο Rainbow Studio του Όσλο, είναι για άλλη μια φορά εξαιρετικές – καθώς επιβάλλονται μέσω των πλουσίων μελωδικών ποικιλιών τους και κυρίως μέσω της ηρεμίας και της πραότητας, με τις οποίες αναπτύσσονται. Μουσική αβίαστη δηλαδή, απολύτως προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρειά της, με λεπτές και περίτεχνες διαστρωματώσεις, κάπως μελαγχολική στην εξέλιξή της, αλλά πάντα πλησίον της… ομορφιάς και της ωραιότητας.
Αν ο Surman είναι, εδώ και δεκαετίες, ένας αναγνωρισμένος τζαζ μελωδός, κάτι που εξακολουθεί να το δείχνει καθώς στέκεται, στα 74 χρόνια του πια, ως συνθέτης-οργανοπαίκτης σε πολύ υψηλό επίπεδο, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η παρουσία των άλλων δύο μουσικών, τόσο του πιανίστα Ayres, που «γεμίζει» με ανεπαίσθητο τρόπο, το συνολικό πλαίσιο, μελοδώντας το ίδιο αργά και κυρίως επιλεκτικά, όσο και του κρουστού Waring, που έχει πάντα έτοιμα τα θωπευτικά vibes του, υπογραμμίζοντας τις πιο λεπτές των αφηγήσεων με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ένα ακόμη έξοχο jazz άλμπουμ είναι το “Invisible Threads” – μία από τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες της ECM.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 114

29/8/2018
Όπου πας, ακόμη και στο πιο α-google-άριστο χωριό, μπορείς να πιεις και από μια τοπική μπύρα. Δεν ξέρω… αλλά νομίζω πως έχει παραγίνει το κακό μ’ αυτές τις μικροζυθοποιίες. Εμένα μου τη σπάει θέλω να πω, επειδή στα μικρά μέρη δεν «μπουκαλιάζουν» τοπικά ποτά και την έχουνε δει όλοι… Γερμανοί. Θα προτιμούσα, εννοώ, τα τοπικά αναψυκτικά και άλλα διάφορα ποτά ή χυμούς από ’κείνα που μπορεί να παράξει η κάθε περιοχή (και αυτά να σου προτείνουν), και όχι τα κριθάρια. Φαντασία, τέλος πάντων, μηδέν και καινοτομία υπό το μηδέν –σαν τα σουβλατζίδικα στην Αθήνα– και μάλιστα με μια «ιδέα», που μας έχει έρθει απ’ έξω.  
Αφήνω δε το γεγονός πως όσες τοπικές μπύρες έχω δοκιμάσει δεν μου αρέσουν. Είναι κάπως διαφορετικές ρε παιδί μου και βασικά χλιαρές… λες και δεν παγώνουν. Δεν χρειάζεται να πω πως προτιμώ, ασυζητητί, τις κλασικές… παλιοποιότητες. Όπως και οι περισσότεροί μας εξάλλου... 

28/8/2018
Έχει πει πολλή σαβούρα ο Roberto Carlos, αλλά έχει πει και αριστουργήματα, σαν τον Πάριο να πούμε (το λέω γιατί αυτή είναι η «σωστή» αναλογία, σαν μέγεθος, με τα δικά μας).
Στο “Quando”, του 1967, είχε γράψει μουσική και στίχους ο ίδιος, με το κλιπ να προβάλλει, μαγικά, μια κάποια χλιδή από τη μια μεριά, αλλά και μια λαϊκότητα (που αποτυπώνεται στα πρόσωπα πρώτα-πρώτα) από την άλλη. Απίθανα τα κορίτσια, εκεί ψηλά στους αέρηδες. Αληθινές βραζιλιάνικες ομορφιές, δίχως πλαστικά υποστυλώματα…

28/8/2018 
Η αμερικάνικη «αριστερά» είναι αυτή. Πρόεδρε, ξύρισέ τους το σκαλπ… 

28/8/2018 
Είπα την πρώτη βδομάδα προσαρμογής μετά από τις διακοπές να μη σχολιάσω τα πολιτικοκοινωνικά, αλλά δεν θα το αντέξω τελικά… 
Όλα τα γιουροταγάρια τύπου Ντάισελμπλουμ, Βίζερ κ.λπ. τραπεζώνονται το ένα μετά το άλλο από τα ελληνικά καθεστωτικά μίντια αραδιάζοντας τόνους ψέματα μόνο και μόνο για να κουκουλώσουν τις δικές τους ευθύνες, που προήλθαν από τα δικά τους καταστροφικά μνημόνια. 
Όμως το να δίνεις βήμα σε τοιούτους ξεδιάντροπους γούκους, στο όνομα της (ψευτο)πληροφόρησης, αφήνοντάς τους να πετάνε τη μια μαλακία πίσω από την άλλη, κάνοντάς τους μάλιστα και πάσες, προκειμένου ν’ αναπτύξουν τις… απόψεις τους, το μόνο που επιβεβαιώνει (για ακόμη μια φορά) είναι την έσχατη κατάντια ρεζίληδων τινών, που, ως δοκιμασμένοι πλέον «συνεργάτες», δεν θα… λιποψυχήσουν ούτε μπροστά στον πιο εμετικό ενδοτισμό. 

27/8/2018 
«Και επέμενες θυμάμαι να σπουδάσω χημικός
γιατί ήταν το όνειρό σου, όταν ήμουνα μικρός» 
Εν αντιθέσει με τον… πατέρα τού Πασχάλη ο δικός μου πατέρας δεν επέμενε να σπουδάσω Χημεία (με άφησε να διαλέξω μόνος μου…). Κρίμα, γιατί τη Χημεία τη γούσταρα πραγματικά. Και μόνο όταν την είχα ξεσκίσει –καθώς στο Γυμνάσιο έψαχνα και διάβαζα πανεπιστημιακά βιβλία, που τα ξεφορτώνονταν φοιτητές στα παλιατζίδικα– έχοντας μετατρέψει το δωμάτιό μου σε εργαστήριο, ανακάλυψα κάτι άλλο, για το οποίο αποφάσισα πως μ’ ενδιέφερε πιο πολύ. Κάνουμε και μαλακίες στη ζωή... 
Καλή φοίτηση λοιπόν σε όσα παιδιά πέρασαν στα «χημικά» τμήματα (άιντε και στα «χημικά μηχανικά»), καθώς πριν από λίγο ανακοινώθηκαν οι βάσεις, και να σκαναρισμένο το βιβλίο που μ’ έμαθε Χημεία, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70, γραμμένο από το μεγάλο δάσκαλο Κώστα Μανωλκίδη (μαζί με τον Κ. Μπέζα).  
Τότε που το διάβαζα ήταν 15 χρόνια παλιό (πρόκειται για έκδοση του 1965), αλλά ακόμη και σήμερα αντέχει… 

26/8/2018
«Στα μάτια μου χόρευαν ποτάμια από πολύχρωμους γαλαξίες. Στο αίμα μου σταυρώνονταν εκατομμύρια σπίθες, που σμίγαν σ’ έναν καταρράχτη φλογισμένο. Πετούσα ή πέταγα; Είχα σάρκες ή έμοιαζα με μια σάρπα που σκέπαζε ζεστά το ψυχρό δειλινό της πολιτείας; Λες πως η μολυβένια βροχή, που τώρα καιρούς μ’ ακολουθούσε καταπόδι, απολιθώθηκε μπρος στα μάτια μου, έγινε αμέτρητες χρυσές κλωστές κι έσμιξε μια φρέσκια γη με τους γαλανούς ουρανούς. Θεέ μου τι φως!» 
Μια σπάνια… ψυχεδελική περιγραφή από το σπαραχτικό κατοχικό, αλλά αντιηρωικό μυθιστόρημα «Νύχτα» του Πάνου Σαμαρά, ενός αγνοημένου των ελληνικών γραμμάτων, που τυπώθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1952 και που επανεκδόθηκε πέρυσι από τις εκδόσεις Σκαρίφημα.
Ό,τι πιο σημαντικό διάβασα τον τελευταίο καιρό…

BLUES REVIVAL 59: ROBERT PETE WILLIAMS (1914-1980)

Ο Robert Pete Williams αποτελεί, πιθανώς, την κορυφαία ανακάλυψη του blues revival. Κορυφαία, αν αναλογισθούμε τον τρόπο με τον οποίο συνέβη (στις φυλακές Angola το 1959) και κυρίως αν προσμετρήσουμε, στο βαθμό που οφείλουμε να το κάνουμε, δηλαδή στο μέγιστο, την εντελώς ακατάτακτη περίπτωσή του. Ο Robert Pete Williams, παρ’ ότι χοντρικώς εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία του folk-blues, δεν αποτελεί συνέχεια καμμιάς καταγραμμένης παράδοσης, μετεξέλιξη κανενός στυλ, με την τραγουδοποιητική τεχνική του να μην έλκεται από καμμία προηγούμενη φόρμα. Ακούγοντας έστω και ένα δικό του τραγούδι αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι τίποτα δεν υπάρχει που να τον θυμίζει από το παρελθόν ή το παρόν της τέχνης του. Αποτελώντας λοιπόν «κατηγορία» από μόνος του ο Robert Pete Williams θα υπηρετήσει σθεναρά το στυλ του, αντιστεκόμενος μέχρι πέρας στις δυσκολίες που του δημιουργούσε η γενικότερη άτεγκτη συμπεριφορά του. Περιττό, δε, να πούμε ότι πολλά χρόνια αργότερα, στα 00s π.χ., τα τραγούδια του θεωρήθηκαν εντελώς hip, συμβατά με τις πιο ουσιαστικές καταβυθίσεις στη μουσική του «χθες», διαρκής πηγή μελέτης και κυρίως λύτρωσης. Σημειώστε, επ’ αυτού, την επανέκδοση του σπάνιου άλμπουμ του στην Ahura Mazda από το 1971 στην Fat Possum, το 2001.
Τον Robert Pete Williams τον ανακάλυψαν στην Angola State Penitentiary (εκεί όπου εξέτιε ποινή φυλάκισης για δολοφονία εν ψυχρώ – σκότωσε κάποιον εν αμύνη, όπως είχε ισχυριστεί, τον Απρίλιο του 1956) οι εθνομουσικολόγοι Harry Oster και Richard B. Allen, το 1959. Ο Dr. Oster, βλέποντας τι ακριβώς είχε μπροστά του, αδιαφορώντας για την ποινική κατάσταση του άσημου φυλακισμένου, θα επιχειρήσει αμέσως να τον απελευθερώσει, πράγμα το οποίον οριστικώς θα καταφέρει το 1964, καθώς μέχρι τότε ο Robert Pete Williams μπαινόβγαινε στη φυλακή. Εξάλλου, οι πρώτες ηχογραφήσεις του θα γίνουν εκεί, κάτω από πρόχειρες συνθήκες, οι οποίες, πάντως, δεν θα τον εμποδίσουν να δώσει, από την πρώτη στιγμή, έργο ζωής. Αναφερόμαστε, κυρίως, στο άλμπουμ “Those Prison Blues”, μία από τις κορυφαίες field recording στην ιστορία της αμερικανικής μουσικής.
Βαθειά θρησκευόμενος ο Robert Pete Williams, μ’ έναν τρόπο σχεδόν μυστικιστικό και διαρκώς σε κόντρα με τα καλλιτεχνικά και παρακαλλιτεχνικά κυκλώματα στην Αμερική, θα βρεθεί πολλές φορές εκτός δράσης, σαμποταρισμένος από το κυρίως ρεύμα.
Ο John Fahey ήταν πάντως εκείνος που θα του δώσει μια στέγη στην Takoma Records το 1966 (το ίδιο είχε πράξει και ο Kenneth S. Goldstein για την Prestige, το 1961), πριν ο Robert Pete Williams πάρει το δρόμο για την Ευρώπη (αν και στην Αγγλία δεν φαίνεται να πήγε, λόγω θεμάτων με την πρότερη φυλάκισή του). Ηχογραφήσεις λοιπόν στην Αυστρία, τη Δυτική Γερμανία και την Ανατολική Γερμανία (στο American Folk Blues Festival του 1966), τη Δανία, τη Γαλλία και λιγότερο την Αμερική, στην οποία πάντα αντιμετώπιζε προβλήματα στο να «περνάει» τη δουλειά του. Ήταν, βλέπετε, οι προοδευτικές απόψεις του, το πάθος του για την ελευθερία, η θέση του για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, η ανέχεια, που συχνά εμφανιζόταν στα τραγούδια του, όχι ως μοίρα, αλλά ως όνειδος.
Να υπενθυμίσουμε, τέλος, πως ο Robert Pete Williams εμφανίζεται (και) στην ταινία τού Ροβήρου Μανθούλη από το 1973 Le Blues Entre les DentsΜπλουζ με Σφιγμένα Δόντια, όπως έγινε γνωστή στην Ελλάδα).
Δισκογραφία 
1. Angola Prisoners’ Blues – Louisiana Folklore Society LFS A-3 – 1959 (ως Robert Pete Williams / Guitar Welch / Hogman Maxey) 
2. Free Again – Prestige / Bluesville BVLP 1026 – 1961 
3. Those Prison Blues – Folk-Lyric Recording Company FL-109 – 1963? 
4. Louisiana Blues – Takoma B 1011 – 1966 
5. Live! – AUS. Roots SL 501 – 1966 (ως Son House and Robert Pete Williams)  
6. Robert Pete Williams – Ahura Mazda AMS 2002 – 1971 
7. Blues from the Bottoms – UK. 77 LEU 12/50 – 1971 (ως Robert Pete Williams / Roosevelt Sykes) 
8. Robert Pete Williams with Big Joe Williams – DEN. Storyville SLP 225 – 1972 
9. Sugar Farm – W.GER. Blues Beacon 1932 101 ST – 1972 
10. When I Lay my Burden Down – Southland SLP-4 – 197? 
11. The Legacy of the Blues Vol.9 – UK. Sonet SNTF 649 – 1973
12. I Blues di Robert Pete Williams – IT. Dischi Della Quercia Q 28004 – 1978 (rec. Μιλάνο 9/1977) 
13. “Ferraillages” – FR. Spalax SPX 6818 – 1980 (ως Dick Annegarn / Robert Pete Williams (rec. 11/1979) 
14. Santa Fe Blues – FR. Paris PLB 2.28504 – 1980 (rec. 11/1979) 
15. Live 1974 – AUS. Wolf 120.919 – 199?  
16. I’m Blue as a Man Can be – Arhoolie CD 394 – 1994 
17. When a Man Takes the Blues – Arhoolie CD 395 – 1994 
18. Long Ol’ Way from Home – Fuel 2000 CD 061391 – 2004 (rec. Σικάγο 1965) 
19. Louise – AUS. Wolf CD 120.912 – 2007 (rec. Μαϊάμι 1974)