Ένα τεύχος του περιοδικού Panderma από το 1975 είχε τίτλο
«Πανόραμα» κι ήταν αφιερωμένο στον Θωμά Γκόρπα (1935-2003). Περιείχε ποιήματα
και πεζά-ποιήματα, αποτελώντας την τρίτη ολοκληρωμένη συλλογή τού μεσολογγίτη
γραφιά – ενός ανθρώπου δηλαδή που ασχολήθηκε όχι μόνο με την ποίηση, αλλά και
με την πεζογραφία, τη λαογραφία, την ιστορία της λογοτεχνίας, το σενάριο, τη
δημοσιογραφία και άλλα διάφορα. Από τη συλλογή, που τη συναντάμε και στο
συγκεντρωτικό βιβλίο του Στάσεις στο Μέλλον [α έκδοση Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979, δ έκδοση Έξοδος, Αθήνα 1983] και αλλού μετέπειτα,
επιλέγω ένα κείμενο…
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Μεγάλωσα με τα «Όχι εσύ!»
«Βερεσέ δεν έχει! Έτσι να πα να πεις της μάνας σου» «Εγώ διατάζω εδώ πέρα! Τράβα όπου γουστάρεις
να πα να βρεις το δίκιο σου…»
Μεγάλωσα με μπαλωμένα ρούχα καβάλα σε τοπία όπου έπαιζαν
όλες οι μουσικές της μελαγχολίας έτρεχαν
οι ανοιχτές πληγές της δυστυχίας
χαχάνιζαν οι ανοιχτές πληγές της προδοσίας και πότιζαν τα φαρμάκια της
κοινωνίας
καινούργια ρούχα ήταν τα φρέσκα χώματα της ερημιάς παλιά τραγούδια ήταν κιόλας τα ρεμπέτικα…
Κατοχές επί κατοχών προδοσίες
επί προδοσιών κι αυτοί που θάταν απ’ την
άλλη μέρα φίλοι μου πεθαίνανε τούς
παίρναν τα καράβια
καράβια έμπαζαν νερά
καράβια βούλιαζαν καράβια
αργοπεθαίναν στα λιμάνια καράβια
χάνονταν κι αυτοί που θάταν απ’ την άλλη
μέρα φίλοι μου αυτοετραυματίζοντο απεχρωματίζοντο διορίζοντο απεμακρύνοντο κ’
ησύχαζαν
παίζαν τον Καραγκιόζο
παίζαν τον Χατζατζάρη παίζαν το
σκύλο με τα τέσσερα και τα εικοσιτέσσερα
μερικοί και το φίλο μου μπας και νομίσω ότι…
Μεγάλωσα χωρίς γιαγιά και παραμύθια δίπλα στο τζάκι
φτιάχνοντας παιχνίδια μόνος μου
καραγκιόζους αυτοκινητιάκια αετούς αξούς μύλους και
σερβιτσάλια και τα πούλαγα με τα λεφτά αγόραζα κουλούρια καραμέλες κάστανα χαλκομανίες
πληγές χρώματα και χρωματιστά όνειρα…
Οι παιδικοί μου κήποι ήταν πράσινα άλογα και τ’ άλογα
φαίνονταν πράσινα μέσα από τα τριφύλλια…
Στα έξη μου στο κορμί μου φώλιαζε γεροντικό μυαλό και καρδιά
αιώνια νανουρισμένη μ’ αναστεναγμούς επιθανάτια φιλιά και σκοτεινά τραγούδια
τα μάτια μου λάμπαν από μόνα τους χριστουγεννιάτικα δέντρα δε λάμψαν μπρος στα
μάτια μου ούτε ξένα ευτυχισμένα
λαμπριάτικα μάτια…
Έξω από ταβέρνες σφόγγισα τα τελευταία μου δάκρυα για
μένα έξω από καφενέδες πηγμένους κορμιά
ρημαγμένα χαρμάνιασα πρώτη φορά το τσιγάρο και τον καφέ που σου τον φέρνει
κάποιος άλλος…
Τα μόνα δικά μου ήταν η θάλασσα η λιμνοθάλασσα και τα
σάλτσινά της και ξένα όλα τ’ άλλα
κ’ η θάλασσα ήταν απέραντη μεγάλη τραγουδίστρια Ανατολής και Δύσης και τα σάλτσινά της παραδεισένιοι κήποι μ’ άνθη-παιδιά πουλιά-αετούς τη μπάλα για νεράιδα…
κ’ η θάλασσα ήταν απέραντη μεγάλη τραγουδίστρια Ανατολής και Δύσης και τα σάλτσινά της παραδεισένιοι κήποι μ’ άνθη-παιδιά πουλιά-αετούς τη μπάλα για νεράιδα…
Μεγάλωσα με τα «Ποιος είσαι συ;» «Ποιος είναι αυτός;» «Μην
πας εκεί!» «Μην πας μ’ αυτούς!» «Κάτσε στ’ αβγά σου!» και «Θεούλη μου φύλαγε…»
ως τα δεκαπέντε μου και μετά σκατά κι απόσκατα…
Πηδάω μάντρα σινεμά καλοκαίρια ’45-’47 βλέπω Ταρζάν Ζορρό Ρομπέν των Δασών Χονδρό-Λιγνό
και Σαρλώ ακούω τραγούδι τής Ντιάνα
Ντάρμπιν γλυκό πηδάω συρματοπλεγμένα
κάγκελα γυμνασίου χειμώνες καλοκαίρια ’47-’52 ανοίγω με συρματάκι την αποθήκη
του γυμναστηρίου κλέβω μουχλιασμένο δίσκο και ρίχνω ελληνική δισκοβολία κλέβω
μουχλιασμένη μπάλλα παίζω βόλλεϋ και μπάσκετ
την άλλη μέρα με καλεί ο κύριος γυμνασιάρχης…
Δηλητήρια μέσα στο μάτωμα
ντρεπόμουν τα πάντα
μέσα σ’ αυτή τη ντροπή ζεστάθηκαν ταξίδια που ακόμα δεν
έκαμα…
του 76 ειμαι και οτι διαβαζω ειναι ''δικα μου''
ΑπάντησηΔιαγραφήαπλα υπεροχο
μπραβο ρε Φωντα
μαγεία
ΑπάντησηΔιαγραφή