Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

τα αυτοκίνητα και τα γραφεία, που έφαγαν το ραδιόφωνο

Μεγάλωσα με το ραδιόφωνο, αλλά εδώ και χρόνια μεγαλώνω χωρίς αυτό. Πλέον ακούω ραδιόφωνο μόνο στις διακοπές, ενώ δεν ακούω καθόλου στο σπίτι, στο γραφείο (που δεν έχω) και στο αυτοκίνητο. Ειδικώς τα γραφεία και κυρίως τα αυτοκίνητα νομίζω πως έχουν καταστρέψει κάθε συνετή ραδιο-ακροαματική διαδικασία. Οι εκπομπές, στην πλειονότητά τους, είναι προσαρμοσμένες, στον τρόπο ζωής των οδηγών και των υπαλλήλων. Στα μιλιούνια, βασικά, που ξεχύνονται στους δρόμους, περιδιαβαίνοντας μηχανικά την μπάντα των FM (δεν υπάρχει εξάλλου και τίποτ’ άλλο). Κάπως έτσι ένας οδηγός, σε μια σύντομη διαδρομή στην πόλη, θ’ ακούσει έναν ή περισσότερους σταθμούς, όμως είναι σίγουρο πως δεν θα τους ακούσει σε τόσο χρόνο ώστε να σχηματίσει μια πλήρη γνώμη για τα προγράμματά τους – ο σκοπός του εξάλλου δεν είναι η κριτική. Λίγο από ’δω, λίγο από ’κει και πάμε παρακάτω… Στα δε γραφεία, ως γνωστόν, παίζουν οι σταθμοί με τις ετοιματζίδικες λίστες, που επαναλαμβάνουν τραγούδια-μαστίχες μέσα από τα πιο προφανή και εκνευριστικά airplays. Αφήνω το γεγονός πως ραδιόφωνο άνευ ραδιοφωνικού λόγου, άνευ παραγωγού εννοώ, είναι μόνο για τα… πανηγύρια. Κάπως έτσι, και μ’ όλα τούτα κατά νου, αποφάσισα στις διακοπές να ξανακούσω ραδιόφωνο με τον τρόπο που ακούγαμε παλιά. Με τη σχετική προσοχή και για πολλές ώρες, ώστε να το ευχαριστηθώ βρε αδελφέ… Προς τούτο κόλλησα τη βελόνα στα κρατικά κανάλια, αυτά που πληρώνουμε δηλαδή, το Πρώτο και το Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ, και αράζοντας ξεκίνησα…

Η πρώτη και η τελευταία εντύπωση περικλείεται σε μια λέξη – απογοήτευση. Μπορεί να ήταν Αύγουστος, μπορεί κάποιοι παραγωγοί να ήταν ξέρω ’γω σε άδεια, μπορεί τον Αύγουστο να μην υπάρχουν ειδήσεις κατά το κοινώς-φαιδρώς λεγόμενο, μπορεί δεν-ξέρω-τι, όμως, και σε κάθε περίπτωση, με τίποτα δεν δικαιολογείται αυτή η κατάντια. Γιατί περί κατάντιας επρόκειτο. Οι λίγες εκπομπές με κάποιο ενδιαφέρον δεν έσωναν φυσικά την κατάσταση, αφού ακόμη και σ’ αυτές δεν αποφεύγονταν οι ανακρίβειες και τα χοντρά λάθη.

Το κρατικό ραδιόφωνο πάσχει, κατ’ αρχάς, από τα ποικίλα άχρηστα ήθη του πιο ηλίθιου ιδιωτικού ραδιοφώνου. Οι ίδιες βλακώδεις διαφημίσεις που πέφτουν βροχή (π.χ. τα απαράδεκτα σποτ της Εφημερίδας των Συντακτών με τα… λιοντάρια και τα κοκόρια), τα γελοία πειράγματα και χαριεντίσματα μεταξύ των παρουσιαστών (σοβαρότης μηδέν), τα ανόητα μηνύματα και τα SMS των ακροατών και όλες οι υπόλοιπες… τρίχες κατσαρές. Πόσες φορές θ’ ακούσεις για παράδειγμα τον αφόρητα κουραστικό «Αύγουστο» του Νίκου Παπάζογλου, δίχως να ξεριζώσεις τα… λυτά της μαλλιά, πόσες φορές ν’ ακούσεις τα… χιλιάδες τραγούδια του Μαχαιρίτσα (τι έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος, τον άμμο της θάλασσας;), πόσες φορές ν’ ακούσεις ξανά-μανά Μάλαμα, Τσαλιγοπούλου και Αρβανιτάκη δίχως να πλαντάξεις; Η κατάσταση είναι αφόρητη. Δεν διορθώνεται με τίποτα. Ούτε με λίγο... προπασοκικό Νταλάρα (τον μεγάλο Νταλάρα των seventies εννοώ, για να μην παρεξηγηθώ), ούτε με λίγο ασ’-τον-κι-ας-σέρνεται Leonard Cohen. Πουθενά μιαν «έκπληξη». Μια επιλογή που να δείχνει γούστο και ψάξιμο μαζί. Ακόμη κι εκείνο το «Να γελάς» του Γιώργου Αντωνίου που κάποτε μετέφερε μια δροσιά κατάντησε πλέον τσίχλα – το κατάντησαν δηλαδή, γιατί το τραγούδι ήταν-είναι πραγματικά ωραίο. Πολλάκις προτιμότερο από τους διάφορους «Αυγούστους»…

Δείτε τώρα τι γίνεται στο κρατικό ραδιόφωνο – σε ονόματα παραγωγών δεν θα αναφερθώ, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή δεν κρατούσα σημειώσεις (σε διακοπές βρισκόμουν). Υπάρχουν λοιπόν ορισμένοι που κάνουν δουλειά αρχείου, έχοντας και σωστό ραδιοφωνικό λόγο. Οι λίγες εκπομπές τους είναι ενδιαφέρουσες οπωσδήποτε, αλλά, ταυτοχρόνως, είναι και μόνες. Θέλω να πω πως μόνο με το καλό ρεμπέτικο και με το αντίστοιχο λαϊκό δεν στέκεται πρόγραμμα (σε κρατικό ραδιόφωνο). Αφήνω το γεγονός πως τα περισσότερα άγνωστα λαϊκά από το ’50 και το ’60, που βρίσκουν χώρο στα προγράμματα, δεν λένε τίποτα ιδιαίτερο. Δηλαδή, καλός είναι ο λόγος για τα στοιχεία και τις εταιρείες, τις χρονιές έκδοσης, τους συνθέτες και τους στιχουργούς, και βεβαίως τους ερμηνευτές, αλλά αν το τραγούδι είναι αδιάφορο, όλα τα υπόλοιπα χάνουν αυτομάτως και την παραμικρή αξία τους. Εκπομπές αρχείου λοιπόν, ναι, αλλά με καλά τραγούδια και όχι με ό,τι να ’ναι.

Το ένα πέμπτο του ελληνικού τραγουδιού μπορεί να έχει την μερίδα του λέοντος στο κρατικό ραδιόφωνο, αλλά τα υπόλοιπα τέσσερα πέμπτα σχεδόν απουσιάζουν. Και μιλώ μόνο για το τραγούδι, γιατί αν μιλήσω για τη μουσική (σκέτη μουσική), απουσιάζει το 99%. Έτσι, δεν άκουσα ποτέ ένα «άγνωστο» τραγούδι του Μαμαγκάκη, δεν άκουσα ποτέ έναν ελαφρώς σκοτεινό Λίνο Κόκοτο (κάτι από τις «Ώρες» θέλω να πω) κι έναν ακόμη πιο σκοτεινό Χριστόδουλο Χάλαρη (έναν Χρύσανθο φερ’ ειπείν), δεν άκουσα έναν ελαφρό Γιάννη Πάριο κι έναν Τόλη Βοσκόπουλο των seventies (για να μη μιλήσω για τραγουδιστές τύπου Λάκη Αλεξάνδρου ή Λευτέρη Μυτιληναίου), δεν άκουσα ελληνικό ροκ από τα eighties (τους KDS… λέμε τώρα), δεν άκουσα ethnic-jazz από τα nineties (έναν Τάκη Μπαρμπέρη ας πούμε), δεν άκουσα χιλιάδες άλλα πράγματα… Απεναντίας, άκουσα πολύ Κραουνάκη, Πορτοκάλογλου, τα ίδια και τα ίδια τραγούδια του Τσιτσάνη, λίγο Χατζιδάκι (κάτι από τους «Όρνιθες» δεν έχει ρε φίλε;) και σχεδόν καθόλου Θεοδωράκη… (Κάποιες φορές μου φαίνεται πως έχει δίκιο όταν φωνάζει ο Μίκης πως δεν παίζονται καθόλου τα τραγούδια του…). Το σύνηθες και το προφανές στην ημερησία διάταξη. Η προσπάθεια ελάχιστη και ο κόπος μηδέν.

Το «ξένο» τραγούδι (και αναφέρομαι στο rock και την pop) είναι υπό διωγμό στην ΕΡΑ. Ελάχιστο και πλημμελώς παρουσιασμένο λάμπει δια της απουσίας του. Τα δε βραζιλιάνικα, αφρικανικά και βαλκανικά δεν σώζουν την κατάσταση, αφού ακούγονται σαν υπολείμματα από το ethnic ξεσάλωμα των nineties. Καλό ήταν το αφιέρωμα στους Eloy, ένα απόγευμα, αλλά όταν ακούς από τον παρουσιαστή πως τα γερμανικά συγκροτήματα του rock στα τέλη των sixties αναλώνονταν σε διασκευές (οι CAN λέω εγώ ή οι Amon Düül II) και πως οι Eloy έκαναν το break γίνεσαι, όπως και να το κάνουμε, επιφυλακτικός σε σχέση με όλα εκείνα που φθάνουν στ’ αυτιά σου.

Ορισμένες πολιτικές/οικονομικές εκπομπές είχαν κάποιο ενδιαφέρον, αλλά η μονομανία κι ένα είδος εγωπάθειας ορισμένων δημοσιογράφων σε απέτρεπαν από το να τις παρακολουθήσεις με άνεση. Χρειάζεται περισσότερο πλάτος, και κυρίως ακόμη περισσότερη ταπεινότητα, ώστε να γίνεις αποδοτικότερος. Πάντως το γενικότερο ενοχλητικό, εδώ, ήταν το γλείψιμο προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Εντάξει, μπορεί να μην ήταν χυδαίο, αλλά υπήρχε και δεν το ανεχόσουν. Προσωπικώς, από ένα κρατικό ραδιόφωνο της… ριζοσπαστικής λέμε-τώρα Αριστεράς θα περίμενα έναν πιο σκληρό και άτεγκτο λόγο, που να μην χαρίζει κάστανα σε κανέναν. Μετέδιδαν συνέντευξη Τύπου του Θεοδωράκη, αλλά ένα μεσημέρι από την αντίστοιχη του Λαφαζάνη «έφαγαν» τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Αν στις συνεντεύξεις Τύπου δεν μεταδίδονται οι ερωτήσεις-απαντήσεις και μεταδίδονται μόνον οι αρχικές τοποθετήσεις δεν βγαίνει νόημα. Ή μάλλον βγαίνει… 

Υπήρχαν και ορισμένες εκπομπές λόγου, που είχαν κάποιο ενδιαφέρον. Θυμάμαι μιαν ωραία απογευματινή με καλεσμένο τον συγγραφέα Θοδωρή Καλλιφατίδη. Τα έλεγε ωραία ο Καλλιφατίδης, αλλά ο δημοσιογράφος που συζητούσε μαζί του δεν είχε πάρει χαμπάρι πως ο φίλος τού συγγραφέα Διαγόρας Χρονόπουλος, το όνομα του οποίου είχε αναφερθεί στη συζήτηση (βασικό στέλεχος της ΕΡΤ για χρόνια, ανάμεσα σε πολλά άλλα), είχε πεθάνει τον προηγούμενο Μάρτιο. Την «πατάτα» τού παρουσιαστή αναγκάστηκε να την διορθώσει με σεμνό τρόπο ο ίδιος ο Καλλιφατίδης... 

Ανήμερα της Παναγίας οι της ΕΡΑ μάς τα πρήξανε με… αφιερώματα, τα οποία θα μπορούσε ν’ ακούγονταν ακόμη κι από ένα ραδιόφωνο της χούντας. Η «Παναγιά» –όχι «Παναγία»– τα προσωνύμιά της, τα έθιμα, τα θαύματα, τα νησιώτικα, το αντιτορπιλικό «Έλλη» και η… Μεσόγειος φλέγεται. Παρά ταύτα τέτοιο κομμάτι δεν παίξανε…

11 σχόλια:

  1. Δεν ακούω πλέον μουσικό ραδιόφωνο, παρά μόνο ειδησιογραφικούς σταθμούς (και σε αυτούς δεν πολυδίνω σημασία). Η μουσική πλέον είναι παντού, εισβάλλει όπου και αν βρεθούμε, όπου και αν σταθούμε (μέχρι και στα εστιατόρια) και έχει καταντήσει να είναι ενόχληση -ιδίως στον δημόσιο χώρο. Έτσι και αλλοιώς την καλύτερη μουσική μπορώ να την ακούσω στο σπίτι μου ή να την κουβαλήσω στο USB μου όπου πάω, και έχω αρκετή για πέντε ζωές.

    Δεν νομίζω ότι το μουσικό ραδιόφωνο στην εποχή μας έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Άλλαξαν οι εποχές και οι τρόποι ακρόασης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Θα σου πω κάτι spacefreak, που για μένα κάνει τη διαφορά. Μ’ αρέσει ν’ ακούω κάτι, και να βλέπω κάτι (στην TV), γνωρίζοντας ότι αυτό, την ίδια ώρα, το βλέπουν και το ακούν χιλιάδες άλλοι. Δεν ξέρω, ένοιωθα πάντα μιαν «ασφάλεια» σ’ αυτού του τύπου την επικοινωνία. Το ν’ ακούει ο καθένας μόνος του αυτά που θέλει δεν είναι το παν – καθότι αυτό το κάναμε και στα eighties ας πούμε. Ακούγαμε δηλαδή τους δίσκους μας μόνοι μας, αλλά ακούγαμε ταυτοχρόνως και ραδιόφωνο. Και τότε, βεβαίως, άκουγες μουσική οπουδήποτε, και όχι μόνο στα μπαρ και στα κλαμπ. (Θυμάμαι σε διαλείμματα κινηματογράφων π.χ. να μας γίνεται κατάπλασμα το «Μάη μου» με τον Φίλιππο Νικολάου).
      Βεβαίως, τώρα, το πράγμα έχει ξεφτιλιστεί. Οι οδοντογιατροί, φερ’ ειπείν, νομίζουν πως αν βάλουν μουσική στις αίθουσες αναμονής των ιατρείων τους θα μας κάνουν να νοιώσουμε καλύτερα. Και το χειρότερο είναι πως δεν ρίχνουν ένα δικό τους CD στο player (αυτό θα μπορούσε να περιείχε μια κάποια «έκπληξη», φανερώνοντας και το γούστο τους ή το μη γούστο τους), αλλά συντονίζονται σε κωλοσταθμούς (δήθεν ποιοτικούς), κάνοντάς μας να ασφυκτιούμε.
      Πάντα ο λόγος ενός ενημερωμένου παρουσιαστή έχει πράγματα να πει. Να δώσει αφορμές για περαιτέρω ακροάσεις και κουβέντα. Ακόμη και να ενημερώσει, καθότι δεν τα ξέρουμε όλα. Να δέσει τα παλιά με τα καινούρια, να προτείνει «άγνωστα» και κυρίως να δώσει στα «γνωστά» μία διαφορετική αύρα. Και αυτό περιμένω από το κρατικό ραδιόφωνο. Δεν μ’ ενδιαφέρει θέλω να πω το ιδιωτικό, τα κριτήρια του οποίου είναι σχεδόν πάντα εντελώς αγοραία.
      Για μένα, πέρα από το γενικότερο σημερινό τουρλουμπούκι, λείπουν τα πρόσωπα από το ραδιόφωνο. Και κυρίως από το κρατικό ραδιόφωνο, που ενώ ακούγεται παντού και το πληρώνουμε όλοι μας, δεν επιτελεί την αποστολή του.

      Διαγραφή
  2. Φώντα.

    Αντιλαμβάνομαι πλήρως αυτά που αναφέρεις, αλλά προσωπικά έχω ήδη φύγει από εκεί. Στα 80s -ευτυχώς για μένα- ήταν πολύ πιο εύκολο να ακούσουμε μουσική με παρέα. Τυπικό τελετουργικό: 5-6 δίσκοι που αγοράστηκαν προσφάτως και κάλεσμα στα φιλαράκια για ακροάσεις και κασσετογραψίματα, μέχρι πρωϊας. Ιδιαίτερα όσοι είχαμε το προνόμιο να μένουμε μόνοι μας, κέντρο διερχομένων το σπίτι...

    Και το ραδιόφωνο ήταν αλλοιώς. Πιο ανοιχτό σε ήχους, πιο οικουμενικό σε ερεθίσματα. Να 'ταν τα πρόσωπα; Να ΄ταν η σχετική δυσκολία πληροφόρησης; Και τα δύο συνδυαστικά νομίζω. Γιατί θεωρούμενοι "καλοί" παραγωγοί αποδείχτηκαν ελάχιστοι όταν έπεσαν τα τείχη του 'απομονωτισμού".

    Τώρα είναι αλλοιώς. Ολο το παίγνιο είναι στις "νέες" τεχνολογίες. Η μουσική είναι πανταχού παρούσα ως ταπετσαρία και δεν αποτελεί προτεραιότητα για κανέναν, πλην ελαχίστων. Και οι καιροί δεν γυρίζουν πίσω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σπύρο, κάθε άνθρωπος και μια ιστορία, κάθε ακροατής και μια περίπτωση. Όλοι ακούμε μουσική με φίλους, ακόμη και σήμερα, αλλά τις καλύτερες και πιο βαθιές ακροάσεις τις έκανα μόνος μου. Οι ακροάσεις με παρέες ήταν περισσότερο χαβαλετζίδικες, με μπύρες, αστεία και τέτοια… Δεν μπορούσες και τόσο να συγκεντρωθείς στο άκουσμα. Στο σπίτι όμως, μόνος σου, ήταν αλλιώς. Εκεί είχες όλο τον ήχο δικό σου, και μέσω μιας συνολικότερης ηρεμίας απολάμβανες. Εγώ έτσι ακούω ακόμη και σήμερα το 90% της μουσικής. Μόνος μου. Όπως και τότε δηλαδή. Δεν λειτουργώ on the road με στικάκια και τέτοια πράγματα. Δεν κατηγορώ, ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ, κάποιον που ακούει με άλλους τρόπους. Ο καθένας όπως γουστάρει και όπως απολαμβάνει. Προσωπικώς, πάντως, θα γούσταρα ν’ ακούω ρεμπέτικα από καθαρούς δίσκους 78 στροφών, παρά από CD, MP3 και τα τοιαύτα… Συμβιβάζομαι όμως και με την τρέχουσα τεχνολογία…
      Το ραδιόφωνο και για μένα έχει «πεθάνει», αφού ακούω μόνο στις καλοκαιρινές διακοπές. Πάντα όμως είμαι έτοιμος να λυγίσω μπροστά σ’ έναν παραγωγό, που θα ρίξει στο πρόγραμμά του ένα τραγούδι σαν το “Jimmy Clay” του Patrick Sky (το άκουγα πριν λίγο από βινύλιο, γι’ αυτό και το θυμήθηκα).

      Διαγραφή
  3. Ο 9.84 (Δημοτικός σταθμός της Αθήνας) έχει συχνά ενδιαφέρουσες ποπ και ροκ επιλογές στις παραγωγές του.
    Σωτήρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Υπάρχει πάντα και ο «Στο Κόκκινο 105.5 FM», με τις ωραίες εκπομπές των Θανάση Μήνα, Νίκου Πετρουλάκη, Αλέξη Βάκη κ.ά. Εκεί που ήμουν όμως δεν έφθανε το σήμα του σταθμού…

      Διαγραφή
  4. Φώντα,

    έχεις απόλυτο δίκιο σε αυτά που γράφεις. Είναι κάτι που σκεφτόμουνα και εγώ τον τελευταίο καιρό. Ακούω ξανά την ΕΡΑ Θεσσαλονίκης (102 fm και 9,58fm μαζί). Γενικά, δεν είμαι πολύ "ψαγμένος" με την Ελληνική λαϊκή μουσική. Ακούγοντας, λοιπόν, κάποιες εκπομπές παραγωγών που έχουν κάτι να πουν, διαπίστωνα πως παρά όλο τον πρόλογο, τα σχετικά ιστορικά στοιχεία και τις λεπτομέρειες της κυκλοφορίας, πάντα έμπαινε ένα χιλιοπαιγμένο τραγούδι. Ο ίδιος Χατζηδάκις, ο ίδιος Θεοδωράκης, ακόμα και ο ίδιος Θ. Παπακωνσταντίνου. Ωσάν να μην υπάρχει από τους ίδιους δίσκους ένα ωραίο τραγούδι που να μην έχει παιχτεί πολύ και να κρύβει μια δική του ιστορία που αξίζει να ακουστεί. Μου δείχνει αυτό παραγωγούς που ταυτόχρονα θέλουν να είναι αρεστοί στους ακροατές τους και να μην παιδεύονται για να ετοιμάσουν την εκπομπή τους.

    Να είσαι καλά.

    Κώστας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μου άρεσε κι εμένα κάποτε το ραδιόφωνο, οπότε, Φώντα (επίτρεψέ μου τον ενικό, παρότι ειναι η πρώτη φορά που σχολιάζω) συμφωνώ με τα σχόλιά σου. Νομίζω πως οι playlist (είτε με, είτε χωρίς παραγωγούς) είναι η απόλυτη καταστροφή του καλού ραδιοφώνου, αφενός γιατί τίθενται με εξωμουσικό κριτήριο (τη διαφήμιση και έναν ομογενοποιητικό "μέσον όρο" που ευνοεί κατά κανόνα τις μετριότητες), αφετέρου γιατί βολεύουν αρχικά τον παραγωγό (λιγότερη δουλειά) και στη συνέχεια το σταθμό που δεν χρειάζεται να ψάχνει απαραίτητα κάποιον/α που "ξέρει" από μουσική, αλλά να κάνει δημόσιες σχέσεις. Αποτέλεσμα ένας χυλός χωρίς καμμία ουσία (με ελάχιστες εξαιρέσεις (του Μήνα, του Πετρουλάκη ή του Μηλάτου).
    Νομίζω κάτι αντίστοιχο ισχύει και στα μπαρ, σπάνια πετυχαίνεις κάποιο που θα σου κάνει "κλικ" λόγω μουσικής. Νομίζω, τέλος, πως είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα της εργαλειακότητας και της ομογενοποίησης που ευνοεί η γενική συνθήκη του σύγχρονου καπιταλισμού (αν και μ' αυτό, γνωρίζω, την πάω μακριά τη βαλίτσα).

    Καλό Σεπτέμβρη, κατα τα άλλα...

    Περικλής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Πολύ ενδιαφέρον το κείμενο, όπως και συζήτηση που ακολούθησε στα σχόλια. Εγώ, πριν εκθέσω τη γνώμη μου, να σημειώσω ότι κρατικό ραδιόφωνο άκουγα ελάχιστα στη διάρκεια της εφηβείας μου, τη μουσική εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη.

    Γενικότερα για την κατάσταση του μουσικού ραδιοφώνου στην Ελλάδα σήμερα, έχω να πω ότι η πλειονότητα, τουλάχιστον των ιδιωτικών σταθμών διακρίνεται από κακή αισθητική και χαμηλή ποιότητα, με τα playlist, τα χαζά σχόλια των παραγωγών κλπ. Ωστόσο, υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις, όπως το Ρόδον Fm των Σερρών και ο Nova FM της Μαγνησίας. Στον δεύτερο σταθμό κάνω κι εγώ εκπομπή τα τελευταία πεντέμιση περίπου χρόνια. Ο ιδιοκτήτης του συνειδητά δεν έχει θυσιάσει την ποιότητα στην εμπορικότητα: δεν υπάρχουν playlists, ενώ από το απόγευμα μέχρι το βράδυ μεταδίδεται μια σειρά από ενδιαφέρουσες εκπομπές, στις οποίες οι παραγωγοί παίζουν ό,τι μουσική θέλουν. Βέβαια, οι μουσικές επιλογές, ειδικά όταν δεν μεταδίδονται εκπομπές και παίζει "στον αυτόματο", δεν είναι πάντα του δικού μου γούστου φερ' ειπείν, αλλά πάντα υπάρχει μια άλφα ποιότητα.

    Επίσης, θεωρώ απαραίτητο σε μια συζήτηση για τις τρέχουσες εξελίξεις στο ελληνικό ραδιόφωνο να συμπεριλάβουμε και τους διαδικτυακούς σταθμούς, που είναι πάρα πολλοί και αρκετοί αξιόλογοι και πετυχημένοι. Εκεί παίζεται κατά κύριο λόγο το παιχνίδι του ραδιοφώνου πλέον.

    Τέλος, θα συμφωνήσω με τον Spacefreak για την αλλαγή του τρόπου ακρόασης μουσικής στις μέρες μας, είναι πράγματι βιαστική, "στο πόδι". Γι' αυτό, συχνά προσπαθώ να ακούω προσεκτικά και συγκεντρωμένα μουσική.

    Καλή σας συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. (σχεδόν) άσχετο με την ανάρτηση, (νομίζω το έχω ξαναγράψει σε σχόλιο εδώ).
    ωραίο όλο το άλμπουμ του Γιώργου Αντωνίου. Στα ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης τότε γινότανε κακός χαμός με το Να Γελάς

    ΑπάντησηΔιαγραφή