(…) Απ’ έξω έγραφε: «Night Club». Από μέσα είχε σκοτάδι. Άναψε τον αναπτήρα –το δώρο τού
παιδικού του φίλου– και προχώρησε. Από κάπου ξεπηδούσε μια μουσική από όργανα
περίεργα. Η ανάσα του ήταν πολύ κοντά στη φλόγα του αναπτήρα. «Το φως!» «Το
φως!» έφτασαν φωνές απ’ όλα τα σημεία του σκοταδιού. «Σβύστε το φως!».
Έσβυσε το φως. Ξανάγινε σιωπή. Η μουσική εξακολουθούσε. Αυτός δεν προχώραγε. Είχε ακόμα την παράξενη αίσθηση της ταβέρνας. Μα δεν υπήρχε πια ρυθμός για να τον κρατήσει με παλαμάκια. Δεν υπήρχε. Γι’ αυτό και τα βήματά του ήταν σπασμωδικά.
Έσβυσε το φως. Ξανάγινε σιωπή. Η μουσική εξακολουθούσε. Αυτός δεν προχώραγε. Είχε ακόμα την παράξενη αίσθηση της ταβέρνας. Μα δεν υπήρχε πια ρυθμός για να τον κρατήσει με παλαμάκια. Δεν υπήρχε. Γι’ αυτό και τα βήματά του ήταν σπασμωδικά.
«Ντάρλινγκ;» άκουσε μια σιγανή φωνή πλάι του. Έστρεψε. Δεν
ξεχώρισε τίποτα. Δεν απάντησε. Ήταν μια αντρική φωνή.
«Γιες ντάρλινγκ» απάντησε μια άλλη φωνή το ίδιο αντρική, το
ίδιο γυναικεία σαν την άλλη, δεν ήταν σίγουρος, κι οι δυο οι φωνές είχανε μέσα
τους και τις δυο φύσεις. Άρχισε μόλις κάτι να διακρίνει! Πτώματα γύρω του. Όλα
πεσμένα στο πάτωμα. Πτώματα που φιλούσαν το ένα τ’ άλλο, που κινιόταν το ένα
πάνω στ’ άλλο. Στο βάθος, ένα φως λίγο πιο δυνατό. Τρεις τέσσερις σκιές εκεί.
Προχώρησε. Πάτησε κάποιο πόδι. Το βογγητό βγήκε βραχνό, σαν ηδονικός σπασμός,
και μια φωνή… και μια φωνή… «Μη σταματάς!... μη σταματάς!...» υπόκωφη. Δε
σταμάτησε. Πλησίασε τις τρεις σκιές. Τώρα μ’ αυτόν έγιναν τέσσερις. Τέσσερις
σκιές που διεκδικούσαν ένα φως. Κάποιος τονε πλησίασε. «Τι θα πάρετε;» «Λίγο
οξυγόνο, είπε, λίγο αέρα!» Εκείνος χαμογέλασε. Έσκυψε, κάτι πήρε, το ’βαλε στο
ποτήρι, το ’φερε μπροστά του. «Κατάλαβα» είπε και γυάλισαν τα μάτια του.
Από δεξιά ήρθε η μια σκιά. Η άλλη πλησίασε από τ’ αριστερά.
«Μόνος;» είπε η δεξιά σκιά. «Κι εγώ μ ό
ν ο ς είμαι…» Η άλλη σκιά τον κοίταζε
από τ’ αριστερά. Είχε πορφυρά μάτια σαν αίμα. Φορούσε πορφυρό παντελόνι στενό.
Στο χέρι ένα ποτήρι. Στα χείλια ένα τσιγάρο. Θα πρέπει να ήταν γυναίκα. Του
έστειλε τον καπνό καταπάνω στα πλεμόνια. «Αέρα!» κραύγασε κείνος με απόγνωση.
Στράφηκε και ακούμπησε την πλάτη στο κοντουάρ. Ήχοι παράξενοι, άρρυθμοι,
ανακατωμένοι με άρρυθμη μουσική σύρθηκαν ως τ’ αυτιά του. Η τρίτη διάσταση τού
έφερνε απ’ το βάθος τον ήχο πολλαπλασιασμένο, τον έσπαγε στ’ αυτί του σαν
διακριτικό κύμα. Ο αφρός του τον έλουζε κι ένοιωθε να του λείπει το οξυγόνο.
Δεν ξέρει αν ήταν χέρι αυτό που πέρασε απαλά σαν φτερό, εκεί
που ένωναν τα δυο του σκέλη… Ήτανε μια γλυκειά αίσθηση, τόσο ανεπαίσθητη, που
δεν την εμπόδισε. Την ένοιωθε πιο απαλή, πιο σίγουρη ν’ ανεβαίνει, ν’
ανεβαίνει… όπως αυτός πριν επάνω στην κολώνα… (…)
Πρόκειται για απόσπασμα από το διήγημα του Φώντα Κονδύλη
(1939-2002) “Prélude
en désespoir”, που περιέχεται στο βιβλίο του Έξοδος απ’ τη
σιωπή [Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου, Αθήνα, Νοέμβριος 1963]
Ωραίο! Μου θύμισε -τηρουμένων των αναλογιών- ένα άλλο διήγημα, τη "Γερτρούδη" του Ανδρέα Αποστολίδη, από το βιβλίο Ζωγραφικοί Πίνακες και Ιδιότροπα Ζώα (Άγρα).
ΑπάντησηΔιαγραφή