Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

blues παλιοσειρές…

Ρίχνοντας στο μηχάνημα το “Rockin’ Boogie Blues” [Blues Boulevard, 2010] του ClarenceGatemouthBrown (1924-2005) μού δημιουργήθηκε η εντύπωση πως τα κομμάτια, έτσι όπως διαδέχονταν το ένα το άλλο, κάπου τα είχα ξανακούσει.
Και όντως. Το 2007 η Music Avenue (παράρτημα της οποίας είναι η Blues Boulevard) είχε δώσει το CDRock My Blues Away”, που περιείχε τα ίδια ακριβώς 23 τραγούδια, με την ίδια ακριβώς σειρά! Όποτε το ζήτημα, έτσι όπως τίθεται (πέραν από το γενικώς ανεπίτρεπτο, το ίδιο label να επανεκδίδει μέσα σε τρία χρόνια το ίδιο ακριβώς ηχογραφικό υλικό, αλλάζοντας μόνο εξώφυλλο και τίτλο) είναι, κατά πρώτον, αν η συλλογή έχει νόημα και, δεύτερον, ποια από τις δύο θα ήταν η προτιμητέα. Εγώ λέω η παλαιότερη. Αρχικώς, γιατί περιλαμβάνει ένα κάποιο κατατοπιστικό κείμενο. Και δεύτερον, γιατί αναγράφει (τουλάχιστον) από πού προέρχονται τα εν λόγω tracks. Τα πρώτα δύο από το ρεπερτόριο της Alladin και τα υπόλοιπα 21 από εκείνο της Peacock. Και φθάνει αυτό θα μου πείτε; Όχι, φυσικά. Γι’ αυτό και προσθέτω πως τα πρώτα δύο αφορούν στον Αύγουστο του ’47, ενώ τα υπόλοιπα 21 στη δεκαετία 1949-1959. Θα μπορούσα να προσθέσω και άλλα στοιχεία, αλλά τώρα δεν γίνεται… Κατά τα λοιπά οι forties/fifties εγγραφές του πολυ-μουσικού από τη Λουιζιάνα, αλλά μεγαλωμένου στο Texas, Clarence Brown (χειριζόταν κιθάρα, βιολί, φυσαρμόνικα, μαντολίνο, βιόλα, ντραμς) είναι κλασικές και πολλάκις επιδραστικές («ρωτήστε» και τους κυρίους Albert Collins, Stevie Ray Vaughan, Frank Zappa, JohnnyGuitarWatson κ.ά.).
Όσον αφορά, τώρα, στο “Broken Hearted Blues” [Blues Boulevard, 2010] του Buddy Guy ας πω πως τα δέκα από τα είκοσι κομμάτια υπάρχουν και στο CDChicago Blues Festival” [Blues Boulevard, 2009]. Πρόκειται για εγγραφές στο Chicago από τα μέσα των 60s. Τα υπόλοιπα δέκα αφορούν σε ηχογραφήσεις των ετών 1957-1960. Βασικά στα πρώτα τραγούδια τού Buddy Guy για την Artistic το 1958 (“Sit and cry the blues”, “Try to quit you baby”, “You sure cant do”, “This is the end”), στα τέσσερα για την Chess το 1960 (“Slop around”, “Broken hearted blues”, “I got my eyes on you”, “First time I met the blues”), καθώς και στις δύο πολύ πρώιμες εγγραφές, από το WXOK Radio της Baton Rouge, τον Μάιο του ’57. Χρήσιμη λοιπόν συλλογή, «καθρέφτης» των early days τούτης της ύψιστης πενιάς.
Κι ας συνεχίσω μ’ ένα παλαιότερο άλμπουμ, οπωσδήποτε κλασικότερο και σε κάθε περίπτωση blues μέχρι το κόκκαλο. Στο “Live in Eighty-Five” [Arena Music, 2010] του Bo Diddley αναφέρομαι, ηχογραφημένο την 25/10/1985 στο Irvine Meadows Amphitheatre, στην California. Αν κάτι διαφοροποιεί αυτή ταύτη την εγγραφή από άλλες ανάλογες του Diddley, δεν είναι η απουσία των ιστορικών κομματιών του (σε 46 λεπτά είναι λογικό τα… μισά να μένουν απ’ έξω), ούτε το δικό του συνθετικό και κιθαριστικό στυλ, που «φωνάζει» από μακρυά, όσο η συμμετοχή μιας ντουζίνας (και βάλε) πρώτων ονομάτων που πάτησαν στη σκηνή για να τον τιμήσουν. Οι Chuck Berry, Ron Wood, John Hammond, Carl Wilson, John Mayall, Bill Champlin, John Lodge, Mick Fleetwood, Mitch Mitchell, Carmine Appice, Ronnie Lane και… και… και… πράττουν το καθήκον τους, ενθουσιάζοντας, προφανώς, το παρευρισκόμενο πλήθος, αφήνοντας όμως σ’ εμένα την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Μάλλον η ηχογράφηση θα ευθύνεται.
Δύο seventies άλμπουμ του James Cotton σε συσκευασία μία, κάτω από τον τίτλο How Long Can A Fool Go Wrong [Blues Boulevard, 2011] οπωσδήποτε συνιστούν θέμα. Κοινή πλέον, αλλά πάντα «σωστή» ιδέα· πόσω μάλλον όταν τα δύο άλμπουμ είναι κοντινά στο χρόνο, πιάνοντας συγκεκριμένη περίοδο δράσης του διακεκριμένου, στην περίπτωσή μας, αρμονικίστα. Αναφέρομαι στο “100% Cotton” [Buddah, 1974] και στο “Live & On the Move” [Buddah, 1976], πασίγνωστα LP της εποχής (το δεύτερο ήταν διπλό), που συλλαμβάνουν τον Cotton και την μπάντα του (ανάμεσα και ο άσσος της πενιάς Matt Murphy) ν’ αποδίδουν πρωτότυπο και στάνταρντ υλικό (κομμάτια των Willie Mabon, Willie Cobb, Preston Foster, Sonny BoyJohn LeeWilliamson, Muddy Waters…) με δύναμη και σέβας. Αν ήταν να επιλέξω ανάμεσα στα δύο, θα έλεγα πως το “Live & On the Move”  έχει το «κάτι παραπάνω» (βαθύ rhythm section, funky υποστρώματα και βεβαίως την «ρεπερτοριακή» περιεκτικότητα του live). Για τη φυσαρμόνικα δεν το συζητώ.
Έχω ξαναγράψει πριν πολλά χρόνια στο Jazz & Τζαζ για τους Persuasions, το περίφημο αμερικανικό φωνητικό συγκρότημα, που ξεκίνησε τη δισκογραφική καριέρα του με το LPAcappella” [Straight, 1969] και τη στήριξη του Frank Zappa, δημιουργώντας σχεδόν 30 χρόνια αργότερα το “The Persuasions sing Zappa/ Frankly A cappella” [EarthBeat, 2000] και 40 σχεδόν χρόνια αργότερα το “Knockin’ on Bob’s Door” [Zoho Music, 2011]. Ναι, ένας δίσκος αποτελούμενος από 14 τραγούδια του Bob Dylan, διασκευασμένα μ’ έναν εντελώς απίθανο, φύσει και θέσει, τρόπο. Παρότι, λοιπόν, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τα sixties και παρότι από τα original μέλη των Persuasions, σήμερα, είναι στις τάξεις του γκρουπ μόνον ο τενόρος Joe Russell και ο μπάσος Jimmy Hayes (οι υπόλοιποι είναι o lead τενόρος Dave Revels, ο πρώτος τενόρος Raymond Sanders και ο βαρύτονος BernardB.J.” Jones) εντούτοις το απρόσμενο, το απροσδόκητο και η έκπληξη καραδοκoύν σε κάθε στροφή τούτου του απολαυστικού CD. Έχοντας λοιπόν με το μέρος τους ένα κλασικό ρεπερτόριο, αφού κλασικότερο δε γίνεται (“Mr. Tambourine man”, “All along the watchtower”, “Like a rolling stone”, “Blowing in the wind”, “Positively 4th street”, “Just like a woman” κ.λπ., κ.λπ.), οι Persuasions με το να εμπλουτίζουν αρμονικώς τα κομμάτια, τραγουδώντας και «παριστάνοντας» με το στόμα τους τη ρυθμική τους βάση, διατηρούν άπαντα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία των σκοπών τού Dylan, προσφέροντας ένα «ζεστό», θεραπευτικό άκουσμα, μέσα από το οποίο φέγγει οπωσδήποτε η gospel συνείδηση. Τα Χριστούγεννα είναι λίγο μακριά ακόμη, αλλά το soundtrack το έχω ήδη έτοιμο…

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

κάτι ακόμη για το αθηναϊκό underground…

Στην προηγούμενη ανάρτηση της 8ης Ιουλίου είναι αλήθεια πως γκρίνιαξα. Ασχολήθηκα μ’ ένα μόνο κεφάλαιο του βιβλίου «Το Αθηναϊκό Underground» [εκδ. ATHENS voice books, Αθήνα 2012] που αφορούσε στη μουσική (καθότι αυτός είναι ο τομέας που με νοιάζει περισσότερο) και φάνηκε σαν να υποτιμώ το όλον project (όπως μου επεσήμαναν κι ένας-δυο φίλοι). Φυσικά, από τη μεριά μου δεν υπήρχε ουδεμία τέτοια διάθεση και πρόθεση, κι αν έτσι φάνηκε οφείλω να ζητήσω συγγνώμη απ’ όσους αισθάνθηκαν, λόγω των (στοχευμένων) γραπτών μου, να υποτιμάται η συνολική προσπάθεια. Όπως είχα γράψει και τότε «στο χώρο λειτούργησε έκθεση εντύπων, πινάκων, κολάζ, σχεδίων, ενώ έγιναν συγχρόνως προβολές ταινιών και συζητήσεις σχετικές με το αντικείμενο – παρήχθη δηλαδή ένα έργο, το οποίο καθοδήγησαν και επόπτευσαν ο Θανάσης Μουτσόπουλος και ο Νεκτάριος Παπαδημητρίου». Παρακολούθησα μερικές από τις εκδηλώσεις –όλες είχαν ενδιαφέρον–, συζήτησα με ανθρώπους, γνώρισα (από κοντά) και κάποιους από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, και γενικώς πέρασαν «ζωντανά» μερικά ζεστά καλοκαιρινά βράδια. Αν σε κάτι πρέπει να σταθώ περισσότερο τούτο έχει να κάνει με την έκθεση πινάκων, εντύπων, κολάζ και σχεδίων, που ήταν κατ’ εμέ το πιο σημαντικό κομμάτι όλης τής ιστορίας.
Από τους διοργανωτές πληροφορήθηκα κατ’ αρχάς τις δυσκολίες που προέκυψαν στην εύρεση των έργων και των εντύπων. Ως γνωστόν πολλοί καλλιτέχνες –και όχι μόνον εκείνοι που παρουσιάστηκαν με έργα τους στο CAMP!, που αποτελούν, ούτως ή άλλως, μία ειδική κατηγορία– δεν λειτουργούν με τη δική μας λογική. Τη λογική του «μαζώχτρα», του συλλέκτη, του μελετητή ή του απλώς φιλότεχνου. Ζουν το παρόν μέσω των έργων τους, τα οποία για εκείνους έχουν εφήμερο χαρακτήρα, και για τα οποία (συνήθως) δεν είναι οι καλύτεροι κριτές των. Μου έχει τύχει κι εμένα, ορισμένες φορές, να συνευρεθώ με ανθρώπους-καλλιτέχνες που θεωρούν τις μετριότητές τους «αριστουργήματα», υποτιμώντας και απαξιώνοντας τα πραγματικά σημαντικά τους. Έτσι είναι φυσικό, συχνά, αξιόλογα έργα να είναι χαμένα, πεταμένα ή κατεστραμμένα, ενώ άλλα λιγότερο σημαντικά (θα μου πείτε «ποιος το κρίνει αυτό;» – μην πιάσουμε τώρα τέτοια συζήτηση) να έχουν διασωθεί και να προβάλλονται ως «χαρακτηριστικά», αν όχι ως «αριστουργήματα». Οι διοργανωτές πάλεψαν για να εξασφαλίσουν ό,τι καλύτερο και αυτό προβλήθηκε στην έκθεση (σε επίπεδο έργων).
Με τα έντυπα η ιστορία είναι διαφορετική. Επειδή τα έντυπα –και τα underground εννοείται– κυκλοφορούν σε πολλά αντίτυπα (όταν λέω «πολλά» υπολογίστε μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες) υπάρχει περίπτωση να εντοπιστούν με λίγη τύχη, ακέραια, ακόμη και σήμερα σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές ή στα παλαιοβιλιοπωλεία, στα υπαίθρια παζάρια και αλλαχού. Πιο δύσκολο, φυσικά, είναι τούτο για τα έντυπα των δεκαετιών ’60 και ’70, ενώ πιο εύκολο φαίνεται για εκείνα της δεκαετίας του ’80. Αν και ούτε αυτό ισχύει στον απόλυτο βαθμό, επειδή τα έντυπα των eighties δεν τα πετούν όσοι τα έχουν στις βιβλιοθήκες τους (άνθρωποι της ηλικίας μου ας πούμε), ενώ εκείνα των sixties και των seventies βρίσκονται στις αγορές επειδή τα ξεφορτώνονται οι… κληρονόμοι. Εν πάση περιπτώσει. 
Στην έκθεση είδα έντυπα τα οποία δεν είχα ξαναδεί, ενώ, για κάποια αγνοούσα και την ύπαρξής τους (κυρίως τα φεμινιστικά και τα comics). Έτσι, είδα περιοδικά που τα ξέρω-ψάχνω χρόνια (όχι εντατικώς – αν πέσουν στο μάτι μου), όπως το Φάσμα του σκηνοθέτη Δημήτρη Παναγιωτάτου (βγήκαν δύο τεύχη το 1971, όπως μάς πληροφορεί ο Νεκτάριος Παπαδημητρίου στο βιβλίο «Το Αθηναϊκό Underground»), το Μετείκασμα του Κώστα Φέρρη από το 1980 (ένα τεύχος) και το Μουσικό Αυτί του Στέλιου Παπαθανασόπουλου (δύο τεύχη το 1978), και άλλα που δεν τα ήξερα καν όπως το Tarkidi των Αντώνη και Σπύρου Χατζάρα (βγήκαν 3 τεύχη το 1980) και το Καζανάκι του Δημήτρη Κορρέ (ένα τεύχος το 1980). Φυσικά, από τις προθήκες δεν απουσίαζε το βαρύ πυροβολικό του χώρου, τεύχη δηλαδή των περιοδικών Ανοιχτή Πόλη, Ιδεοδρόμιο, Κούρος, Λωτός, Μορμώ, Πάλι, Panderma, Πεζοδρόμιο, Residu, Σήμα, Σινεμά (το παλαιό Σινεμά, του Μάκη Μωραΐτη), Συν και Πλην, Τραμ, Τρύπα, Τzaz, Φιλμ, Χιονάτη για μεγάλους… Νομίζω δηλαδή πως υπήρχαν τεύχη από τα περισσότερα (αν όχι απ’ όλα), για όλα όμως (μα και για ακόμη περισσότερα) υπάρχουν πληροφοριακά στοιχεία στο κεφάλαιο του βιβλίου «Underground Press/ Έντυπα ενάντια στο ρεύμα/ (Από τους beat στα fanzinesαπό τον Νεκτάριο Παπαδημητρίου.
Καλή συνέχεια…

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

KATE McGARRY girl talk

Μπορεί να μην είναι ιδιαιτέρως γνωστή στην Ελλάδα, όμως στην Αμερική θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες jazz-singers της γενιάς της. Στην Kate McGarry αναφέρομαι, μία τραγουδίστρια που έχει κάνει αισθητή την παρουσία της, με live και ηχογραφήσεις, την τελευταία δεκαετία.
Γεννημένη στο τουριστικό Hyannis της Μασαχουσέτης το 1970, η McGarry σπούδασε την αφροαμερικανική μουσική στο University of Massachusetts, στο Amherst, μελέτησε την κελτική, βραζιλιάνικη και ινδιάνικη φωνητική παράδοση, μαθήτευσε δίπλα στον Archie Shepp και μετά από μία μακρά παραμονή στο Los Angeles, θα επιστρέψει στην ανατολική ακτή (Νέα Υόρκη) στα τέλη των nineties, ξεκινώντας κατά βάση την καριέρα της. Με όλες σχεδόν τις ηχογραφήσεις της να τυπώνονται για την Palmetto Records του Ελληνοαμερικανού Matt Balitsaris, η McGarry θα γνωρίσει την επιτυχία με το προηγούμενο άλμπουμ της, το “If Less Is MoreNothing Is Everything” (2008), το οποίον είχε προταθεί για το 2009 Grammy Award for Best Jazz Vocal Album, ετοιμάζοντας στο μεσοδιάστημα (από το ’09 έως σήμερα) το πιο πρόσφατο CD της που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες.
Το “Girl Talk” [Palmetto, 2012] είναι ένας δίσκος που επαναφέρει την McGarry στο φως, μετά από μία περίοδο απωλειών και αλλαγών, συμβολίζοντας μιαν αναγέννηση ούτως ειπείν που πατάει, όμως, σταθερά στις ρίζες. Έτσι λοιπόν μία επιστροφή στο (τραγουδιστικό) παρελθόν είναι και μία αφορμή, συγχρόνως, για να ενδυναμώσεις εντός σου όλα εκείνα που αγαπάς, παίρνοντας (ενδεχομένως) και τη δύναμη να συνεχίσεις. Το “Girl Talk” είναι ένα πλήρες swinging και groovy άλμπουμ, που ξαναφέρνει μαζί σταθερούς φίλους-παίκτες της τραγουδίστριας. Βασικά αναφέρομαι στους Gary Versace όργανο, πιάνο, Reuben Rogers μπάσο και Clarence Penn ντραμς, κρουστά, φυσικά στον σύζυγο και κιθαρίστα Keith Ganz (ενορχηστρωτής και παραγωγός επίσης) και ακόμη στον crooner κ.λπ. Kurt Elling, έναν από τους διασημότερους jazz τραγουδιστές της εποχής μας.
Το άλμπουμ ανοίγει με το “We kiss in a shadow” από το musical των Rodgers και HammersteinThe King and I” (1951), με την εύπλαστη, mezzo φωνή της McGarry να μοιάζει ιδανική για αυτό το, μέσων τόνων, ξεκίνημα. Στο “Girl talk” που ακολουθεί, γραμμένο από τον Neal Hefti για το φιλμ “Harlow” (1965), που αναφερόταν φυσικά στη ζωή της Jean Harlow, η McGarry ξεδιπλώνει το φωνητικό της τάλαντο· εδώ σ’ ένα αργό blues, με ωραία γεμίσματα και soli από το όργανο και την κιθάρα. Το “The man I love” των Gershwins είναι ένα τραγούδι που αναφέρεται στο ερωτικό ανεκπλήρωτο, την επιθυμία ή την προσδοκία εν πάση περιπτώσει, και γι’ αυτό αποπνέει μια δραματικότητα. Η McGarry, οι παίκτες που τη συνοδεύουν και βεβαίως η ενορχήστρωση είναι άπαντα προς τη «σωστή» κατεύθυνση. Δεν χρειάζεται να πω πως το τραγούδι το έχουν απογειώσει η Billie Holiday, η Ella Fitzgerald, η Barbra Streisand και πολλές ακόμη μεγάλες φωνές στην πορεία. Στο “O cantador” του Dori Caymmi (και του Nelson Motta) η Kate McGarry συνεργάζεται στο φωνητικό κομμάτι με τον Kurt Elling. Τα δύο πρόσωπα δίνουν άλλη διάσταση σε τούτη την υπέροχη μελωδία. Το “This heart of mine” είναι ένα τραγούδι του 1945 και πρωτακούστηκε στο score του musical Ziegfeld Follies με ερμηνεία από τον Fred Astaire (το χόρευες κιόλας, εννοείται, με συνοδό την Lucille Bremer). Η ερμηνεία της Kate McGarry είναι από τις πιο αξιοσημείωτες του άλμπουμ. Λιτή συνοδεία, με ωραίο σόλο στην κιθάρα και στο κοντραμπάσο και με τη φωνή να υπερβαίνει οτιδήποτε. Το I know that you know(μουσική: Vincent Youmans) προέρχεται από το musical του Broadway Oh, Please! (1926). Ως σύνθεση είναι αρκετά εύπλαστη και προσφέρεται για λελογισμένους φωνητικούς ακροβατισμούς. Φοβερό τραγούδι το “Looking back” του Jimmy Rowles (δε θυμάμαι να το είχα ξανακούσει, παρότι γράφτηκε στα sixties). Η McGarry αποδίδει με απέραντη άνεση το moody κλίμα του άσματος. Αλλά και για το “Charade” του Henry Mancini (στίχοι Johnny Mercer) τι να πεις; Η κάπως υπόγεια γκρούβα, που βγαίνει πολλάκις (με εντυπωσιακά αποτελέσματα) στην επιφάνεια, δίνει άλλη διάσταση σ’ αυτή τη θεσπέσια μελωδία. Το “Its a wonderful world” του Jan Savitt (από το ρεπερτόριο και της Ella Fitzgerlad) που κλείνει το “Girl Talk” είναι ένα κομμάτι άλλης διάθεσης, ιδανικό ενδεχομένως για ένα σκερτσόζικο φινάλε σ’ ένα, έτσι κι αλλιώς, ποικίλων αποχρώσεων τραγουδιστικό άλμπουμ.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

για το CANTO GENERAL και άλλα διάφορα

Δεν συμβαίνει μόνο με τα βιβλία και τους δίσκους, αλλά και με τις εφημερίδες, αφού μέχρι να διαβάσεις ή ν’ ακούσεις ό,τι αγοράζεις μπορεί και να περάσουν εβδομάδες. Ακόμη και οι εφημερίδες λοιπόν στοιβάζονται, φθάνοντας, κάποια στιγμή, στην ώρα που θα πρέπει να τις πετάξεις· τότε τις ξεφυλλίζεις εν τάχει.
Πρόλαβα λοιπόν κι έριξα μια ματιά, χθες, στα Νέα του Σαββατοκύριακου 14-15 Ιουλίου 2012, στο ένθετο Νσυν, καθώς και στην «προσφορά» (αυτήν δε θα την πέταγα), το βιβλίο «Ένα Τραγούδι Μια Ιστορία», που περιλαμβάνει κείμενα διαφόρων σχετικά με μερικά γνωστά (ελληνικά ή μη) τραγούδια. Στο ένθετο Νσυν υπήρχε ένα κείμενο για το “Canto General” του Μίκη Θεοδωράκη (το υπέγραφε ο Δημήτρης Ν. Μανιάτης), το οποίο θα παρουσιαζόταν (παρουσιάστηκε) την Τρίτη 17 Ιουλίου, στο Ηρώδειο (στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών) από τους παλαιούς ερμηνευτές του, την Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή, τον ηθοποιό/αφηγητή Τάσο Νούσια και ακόμη τις χορωδίες της ΕΡΤ και του Δήμου Αθηναίων, υπό την διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Το κείμενο στην εφημερίδα στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικώς σε αφήγηση του Μίκη Θεοδωράκη, στα ελάχιστα σημεία, όμως, που παρεμβαίνει ο Μανιάτης δεν αποφεύγεται το λάθος.
Όπως βλέπετε και στη φωτογραφία (άνω), σκαναρισμένη από την εφημερίδα, ο συντάκτης γράφει στη λεζάντα για «το εξώφυλλο της πρώτης ελληνικής έκδοσης του ‘Canto General’ στην Ελλάδα το 1975 (Minos)…» κ.λπ., κ.λπ. Όμως, όπως βλέπουμε όλοι, το συγκεκριμένο εξώφυλλο έχει τα λογότυπα της EMI/Columbia στο front cover και όχι της MINOS. Πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα;
Μέσα στο 1975 κυκλοφορούν δύο ελληνικές εκδόσεις με το “Canto General” (προσωπικώς, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ποια ήταν η πρώτη). Η μία έχει τίτλο «Canto General/ Σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη πάνω στο ποίημα του Πάβλο Νερούδα» [EMI/Columbia 2J 064-13006, 1975] και περιλαμβάνει την ηχογράφηση του “Canto General” στο Παρίσι, την επαύριο της παρουσίασης του έργου στο φεστιβάλ της Humanité την 7/9/1974 (αίθουσα Mutualite, 8-12/9/1974). Συμμετείχαν η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής βεβαίως, και ακόμη Τα Κρουστά του Στρασβούργου (J. Batigne, J.P. Finkbeiner, C. Ricou, G. Bouchet, D. Kieffer, G. Van Gucht), η Εθνική Χορωδία υπό τη διεύθυνση του Jacques Grimbert και η ορχήστρα αποτελούμενη από τους πιανίστες Jean Martin και Alberto Neuman, τους Λάκη Καρνέζη, Αχιλλέα Κωστούλη, Αντώνη Πολεμίτη, Θανάση Σαρελά ή Σαρέλα μπουζούκια, τους κιθαρίστες Jean-Paul Charlap, Creixams de Herrera και Νίκο Μανιάτη, τον μπασίστα Lucien Marangone και τον ντράμερ Gerard Berlioz. Από αυτήν την έκδοση μονού βινυλίου, το τέταρτο και τελευταίο μέρος “Los Libertadores” είναι εντυπωσιακό (ίσως το ωραιότερο απ’ όσα ηχογραφημένα “Canto General” έχω ακούσει).
Την ίδια χρονιά (Αύγουστος 1975) κυκλοφορεί στην Ελλάδα και η άλλη έκδοση του “Canto General”, το 2LP «Μίκη Θεοδωράκη, Πάβλο Νερούδα/ Canto General” [MINOS MSM 252-253]. Είναι το άλμπουμ στο οποίο αναφέρεται ο συντάκτης των Νέων και όχι εκείνο που εικονίζεται στην εφημερίδα (βλέπετε το εξώφυλλό του πιο πάνω) και το οποίον ήταν όντως ηχογραφημένο «ζωντανά» στις συναυλίες που είχαν δοθεί στο διάστημα 13-16/8/1975 στο Στάδιο Καραϊσκάκη και στο Γήπεδο Παναθηναϊκού. Στην ηχογράφηση, που έγινε από τον Γιάννη Σμυρναίο, ακούγονταν επτά μέρη του έργου (Algunas Bestias, Voy a Vivir, Los Libertadores, La United Fruit Co, Vienen Los Pajaros, Vegetaciones, America Insurrecta 1800), ενώ συμμετείχαν εκ νέου η Μαρία Φαραντούρη, ο Πέτρος Πανδής, η Εθνική Χορωδία της Γαλλίας υπό τη διεύθυνση του Jacques Grimbert, τα Κρουστά του Στρασβούργου, ο πιανίστας Alberto Neuman, και ακόμη η πιανίστα Ντόρα Μπακοπούλου, οι κιθαρίστες Ευάγγελος Ασημακόπουλος, Λίζα Ζώη, καθώς και λαϊκή ορχήστρα υπό τον Γιάννη Διδίλη με τα μπουζούκια των Λάκη Καρνέζη και Χρήστου Κωνσταντίνου σε πρώτο πλάνο. Απήγγειλε ο Μάνος Κατράκης. Το πώς ο Γιάννης Σμυρναίος κατόρθωσε να παρουσιάσει ένα τόσο δυναμικό αποτέλεσμα, κλείνοντας εντός όλη την «κάψα» της Μεταπολίτευσης, δίχως εκπτώσεις στο αισθητικό/τεχνικό μέρος είναι απορίας άξιον. Τόσο «γεμάτος» ζωντανός ήχος και μάλιστα σε ανοιχτό χώρο (το κυριότερο και δυσκολότερο) είναι αδιανόητος για εκείνη την εποχή. Πρόκειται περί τεχνικού επιτεύγματος!
Το “Canto General”, ένα από τα ωραιότερα επικο-λυρικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη, έχει εκδοθεί σε διάφορες χώρες. Μάλιστα, υπάρχουν και εκδόσεις των τριών LP, όπως η σουηδική στην Prophone/Proprius Music [PROP 7876-78, 1982] (με τους Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, S:t Jacobs Motettkör, Stockholmsorkestern υπό τη διεύθυνση των Μίκη Θεοδωράκη και Stefan Sköld), που κυκλοφόρησε και από την RCA [PL 30.094] στην τότε Δυτική Γερμανία (ηχογράφηση στο Μόναχο το 1981) και η οποία περιλαμβάνει 13 tracks. Τα πέντε επιπλέον (A mi partido, Lautaro, Sandino, Amor America 1400, Emiliano Zapata) στηρίζονται, και αυτά, σε αντίστοιχα ποιήματα του Neruda, ενώ το έκτο (Neruda Requiem) συνετέθη από τον Μίκη Θεοδωράκη με αφορμή το θάνατο του χιλιανού ποιητή, την 23/9/1973. Όλα μαζί, και τα 13 θέματα δηλαδή, αποτελούν την πιο πλήρη καταγραφή του “Canto General” κατά Θεοδωράκη. 
Άλλες ενδιαφέρουσες εκδόσεις του έργου αφορούν σ’ εκείνη της ανατολικογερμανικής Amiga [8 45 202/203] από το Palast der Republik του Ανατολικού Βερολίνου την 14/2/1980, 2LP με την Μαρία Φαραντούρη και τον Heiner Vogt, στο πλαίσιο του δέκατου Festival des Politischen Liedes, στη δυτικογερμανική (2LP) της Blue Angel [B-3625/26] με την Φινλανδή Arja Saijonmaa και τον Πέτρο Πανδή (rec. Αμβούργο 28-29/9/1985), στην πρώτη αμερικανική (1988) της Atma-Sphere [3-001] με την Mary Preus και τον Πέτρο Πανδή (3LP), αλλά και σ’ ένα 2CD (13 tracks) της γερμανικής Intuition [INT 31142, rec.1989, έκδοση από το 1993] με τον βαρύτονο Φραγκίσκο Βουτσίνο, την mezzo Αλεξάνδρα Παπατζιάκου, την Berliner Instrumentalisten υπό τον Λουκά Καρυτινό και την Rundfunkchor Berlin υπό τον Sigurd Brauns. 
Περαιτέρω. Το “Canto General” έχει μελοποιηθεί από διάφορα χιλιανά συγκροτήματα του folk και folk-rock. Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τα ποιήματα του Neruda πρέπει να ήταν οι Aparcoa (Julio Alegría, Felipe Canales, Miguel Córdova, Jaime Miqueles), ένα από τα καλύτερα γκρουπ του chilean folk. Μία πρώτη μελοποίηση παρουσιάστηκε την 5/12/1970 στο Teatro Municipal του Santiago (με αφορμή τα επινίκια της εκλογικής επιτυχίας του Allende), παρουσία του ίδιου του Neruda, και με αφηγητή τον ηθοποιό Mario Lorca, ενώ ο στούντιο δίσκος πρέπει να τυπώθηκε την επόμενη χρονιά από την Philips. Στα Νέα ο Θεοδωράκης λέει: «Μια μέρα (το 1972) βρέθηκα στο Βαλπαραΐσο, όπου ταξίδεψα για ν’ ακούσω τη σύνθεση δύο[sic] χιλιανών συνθετών, βασισμένη στο ‘Canto General’. Στα παρασκήνια, όπου πήγα για να συγχαρώ τους συντελεστές της συναυλίας, δεν ξέρω πώς μου ήρθε να πω ’θα γράψω κι εγώ μουσική πάνω σ’ αυτό το ποίημα και θα ’ρθω να το διευθύνω εδώ». Στο χιλιανό site oocities.org/transiente/aparcoa.htm οι Aparcoa σημειώνουν: «Το έργο εμφανίστηκε επίσης στο Βαλπαραΐσο, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν παρών. Aργότερα σε μια συνέντευξή του τον Απρίλη του 1993 μάς υπενθυμίζει αυτό το γεγονός με τ’ ακόλουθα λόγια: ‘Μετά τη συναυλία πήγα στο Βαλπαραΐσο να συγχαρώ τους μουσικούς στο καμαρίνι τους. Δεν καταλαβαίνω σχεδόν καθόλου ισπανικά, αλλά ο αφηγητής του κειμένου τού Νερούδα με γοήτευσε... Αυτή ήταν η αρχική έμπνευση για μένα. Έτσι, πήγα στους συναδέλφους μου και τους είπα πως έχω ήδη αποφασίσει να γράψω τη δική μου εκδοχή για το Canto General’». Η αρχή λοιπόν για το ελληνικό “Canto General” ήταν οι Aparcoa και ο Mario Lorca, και βεβαίως το φοβερό soundtrack από την… Κατάσταση Πολιορκίας του Κώστα Γαβρά, με τους (Los) Calchakis· ο Θεοδωράκης συνέθετε σχεδόν ταυτοχρόνως το “Canto General” και το “State of Siege” προς το τέλος του 1972, στο Παρίσι, αμέσως μετά την επιστροφή του από τη Χιλή. (Εξάλλου διάφορα θέματα από το “State of Siege” ακούστηκαν επεξεργασμένα και στο “Canto General”, όπως το “Pueblo en lucha”, το “Tupamaros, ή το “America insurrectaπου ενσωματώθηκαν στο “Los Libertadores”).
Ένα άλλο χιλιανό συγκρότημα που μελοποίησε ποιήματα από το “Canto General” ήταν οι περίφημοι Los Jaivas. Τους λέω «περίφημους», γιατί είναι ένα από τα σημαντικότερα folk και rock συγκροτήματα, που βγήκαν ποτέ από τη Λατινική Αμερική. Μέχρι και η γερμανική Shadoks τούς πήρε χαμπάρι και τύπωσε κάποια στιγμή (2005) το παρθενικό τους άλμπουμ. Έχω ακούσει έξι άλμπουμ των Jaivas – όλα εξαιρετικά. Πιθανώς να ξεχώριζα το “Canción del Sur” [EMI/Odeon, 1977], ή και το “Los Jaivas” [FR. Sonopresse, 1975], αλλά αυτά τώρα δεν έχουν και τόσο σημασία. Σημασία έχει το άλμπουμ τους “Alturas de Machu Picchu” [Sym Producciones, 1981], ή “Hauteurs de Machu Picchu” στη γαλλική Carrere [67.867, 1981], το οποίο είναι χάρμα ακροάσθαι. Los Jaivas εκείνη την εποχή ήταν οι Gato Alquinta τραγούδι, κιθάρες, μπάσο, cuatro, kena, zampona, ocarina, Mario Mutis μπάσο, κιθάρες, zampona, kena, Eduardo Parra πλήκτρα, Claudio Parra πλήκτρα και Gabriel Parra ντραμς, κρουστά (ρίχνοντας μια ματιά στη line-up του πρώτου LP τους από το 1971 παρατηρώ πως είναι η ίδια ακριβώς). Οι Jaivas επιλέγουν έξι ποιήματα από το “Canto General” δίνοντας ένα ακόμη top-rated progressive rock άλμπουμ· και ας ήταν 1981. Το ραφιναρισμένο στυλ τους, που μπορεί σε κάποιους να θυμίσει τους Camel, είναι εντελώς «δικό τους» υπό την έννοια ότι τραγουδούν στη γλώσσα τους, χρησιμοποιούν ως έμπνευση τις μελωδίες και τους ρυθμούς των Άνδεων, ενώ και πλείστα όσα όργανα από το set τους είναι παραδοσιακά (μαζί βεβαίως με τις ηλεκτρικές κιθάρες, το fender rhodes, το mini-moog και διάφορα άλλα «δυτικά»).
Ποιοι άλλοι έχουν μελοποιήσει το “Canto General”; Οι πασίγνωστοι Quilapayún, ένα από τα κύρια ονόματα του χιλιανού nueva canción. Το έπραξαν σε διάφορα άλμπουμ τους, αλλά όλο(;) το υλικό το βασισμένο σε ποίηση Neruda το συγκέντρωσαν κάποια στιγμή (1983) στο LP “Quilapayún Chante Neruda” [FR. EMI/Pathé Marconi 1727681], για τα δέκα (τότε) χρόνια από το θάνατο του χιλιανού νομπελίστα. Εκεί, υπάρχουν τρία τραγούδια από το “Canto General”.
Επίσης ο Χιλιανός Sergio Ortega ασχολήθηκε με τη μελοποίηση του “Canto General”. Υπάρχει ένα LP του υπό τον τίτλο “Chants d'Exil et de Lutte” [FR. Le Chant du Monde LDX 74577, 1975] στο οποίο συμμετέχουν οι Francesca Solleville, Marc Ogeret και το… Le Groupe ‘Canto General’. Το LP είναι βασισμένο σε ποιήματα του Neruda (ανάμεσα τους και κάποια από το “Canto General”).
Τέλος, ψάχνοντας στο δίκτυο (discogs, YouTube…), εντόπισα ακόμη μία μελοποίηση του “Canto General” από τον ολλανδό συνθέτη της σύγχρονης κλασικής/avant-garde Peter Schat (1935-2003) στο άλμπουμ του “To You/ Canto General” [Composers’ Voice DAVS 7475/1] από το 1974. Η πρώτη πλευρά στηρίζεται στο ποίημα “To You” του Βρετανού Adrian Mitchell από το βιβλίο του “Out Loud” (1968), ενώ στη δεύτερη μελοποιούνται κάποια αποσπάσματα από το “Canto General” με την mezzo-soprano Lucia Kerstens, τον πιανίστα Reinbert de Leeuw και την βιολίστρια Vera Beths. Πρέπει να ήταν «περίπτωση» ο Schat, δεν τον ήξερα, και τώρα θα τον «ψάξω» περισσότερο.
Και για να γυρίσω στα των Νέων, και στο βιβλίο που μοιράστηκε με το φύλλο της 14-15/7. Όπως έγραψα και στην αρχή ο τίτλος του ήταν «Ένα Τραγούδι μια Ιστορία» και περιελάμβανε κείμενα των συντακτών της εφημερίδας (Δημήτρης Ν. Μανιάτης, Μαρία Μαρκουλή, Χάρις Ποντίδα), σχετικά με κάποια τραγούδια που έγραψαν ιστορία. Είπα να το ξεφυλλίσω. Στις πρώτες σελίδες υπάρχει αναφορά στο «Ρίτα, Ριτάκι» των Κατσιμιχαίων. Η Χάρις Ποντίδα γράφει πως στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας το 1982  ο Πάνος Κατσιμίχας είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο με το «Μια βραδιά στο λούκι». Εγώ θυμάμαι πως το βραβείο ήταν το τρίτο και όχι το πρώτο. Αυτό λέει και ο ίδιος ο Πάνος Κατσιμίχας σε μια συνέντευξη που υπάρχει στο hotstation.gr: «Η πρώτη και πιο σημαντική στιγμή της καριέρας μου ήταν το Σεπτέμβριο του 1982, όταν πήγα στους Μουσικούς αγώνες της Κέρκυρας. Εκεί γνώρισα το Μ. Χατζιδάκι. Αυτός διηύθυνε την ορχήστρα εγώ τραγούδησα το ‘Μια βραδιά στο Λούκι’ και στο τέλος της βραδιάς, πήρα από το χέρι του το τρίτο βραβείο». Πιο κάτω γράφει η κ. Ποντίδα πως: «αν αγαπούσες κάτι τύπου ‘Its raining men’ ή Μάικλ Τζάκσον δεν υπήρχε περίπτωση να ήξερες τους Σπυριδούλα (Παύλο Σιδηρόπουλο) ή να ακούς Γιάννη Πετρίδη στο ραδιόφωνο». Σιγά τα ωά. Για το “Its raining men” δεν θυμάμαι αν το μετέδιδε ο Πετρίδης (αν και είμαι σίγουρος ότι το έπραττε!), αλλά ο Michael Jackson ήταν σταθερή αξία στις εκπομπές του. Έτσι όπως το διατυπώνει η συντάκτις εμφανίζει τον Πετρίδη κάπως σαν να έκανε καμμιά… underground εκπομπή για λίγους. Πιο κάτω μάς λέει για το «διήμερο φεστιβάλ που είχε διοργανωθεί στο Καλλιμάρμαρο με τους Stranglers, Depeche Mode, Clash και Cure – το ’85…», ξεχνώντας τους Culture Club, τη Nina Hagen, τους Talk Talk και τους Telephone (26-27/7/1985). Ενώ μας λέει και για την τεράστια επιτυχία που γνώρισε το «Ρίτα Ριτάκι» στα μέσα της δεκαετίας. Εγώ θυμάμαι πως το «Ρίτα Ριτάκι» στην αρχή δεν το άκουγε κανείς. Φυσικά, όταν βγήκε ο δίσκος στην πρώτη έκδοση δεν υπήρχε επάνω η στάμπα «περιέχει την επιτυχία ‘Ρίτα Ριτάκι’». Ορισμένοι μπορεί να νομίζουν ότι η στάμπα υπήρχε εξ αρχής, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Το τραγούδι έγινε σιγά-σιγά επιτυχία… για να μην πω πως η στάμπα μπήκε αρκετούς μήνες μετά (μήπως το 1986;). Τα «Ζεστά Ποτά» εγώ τα αγόρασα την εβδομάδα που βγήκαν (πρέπει να ήταν Άνοιξη του ’85, Απρίλιος-Μάϊος κάτι τέτοιο), επειδή γνώριζα τους Κατσιμιχαίους από τις συνεργασίες τους με τους Αγάπανθος, Ηρακλή Τριανταφυλλίδη, Σπυριδούλα (σε live) κ.ά. και όχι από τον... Νταλάρα και το Περοκέ όπως γράφει η κ. Ποντίδα (η συνεργασία στο Περοκέ έγινε το Χειμώνα του 1985-86, μετά τα «Ζεστά Ποτά» δηλαδή, όταν οι Κατσιμιχαίοι είχαν αποκτήσει κάποιο όνομα). Ό,τι θέλει γράφει ο καθένας.
45άρι του Χρήστου Κυριαζή στην EMI/Columbia [2J 006-70485] από το 1975. Το «Σκύβω και σε φιλώ» το τραγούδησε και ο Βλάσσης Μπονάτσος το 1983.
Πιο κάτω στο κεφάλαιο για το «Έχω κλάψει» του Χρήστου Κυριαζή, ο Μανιάτης γράφει πως ο Κυριαζής «τη δεκαετία του ’80 είχε φτιάξει το ροκ γκρουπ Πρόκες», πράγμα που δείχνει την άγνοια του ανθρώπου με αυτά τα θέματα, αφού οι Πρόκες ήταν γκρουπ του πρώτου μισού των 70s, έχοντας ηχογραφήσει και το 45άρι «Κι αν η τύχη μου/ Διαμορφώσου» [Zodiac ZS 8307] το 1973. Μάλιστα ο Μανιάτης γράφει πως το συγκρότημα έπαιζε «σε μπαράκια και ζαχαροπλαστεία». Σιγά μην έπαιζε και σε… τουλουμπατζίδικα. Από τη μια μεριά ο άνθρωπος δεν ξέρει αν οι Πρόκες ήταν γκρουπ των seventies ή των eighties, από την άλλη έχει και το θράσος να μας πληροφορήσει για το που έπαιζαν. Κι ενώ ο Κυριαζής ηχογραφούσε τραγούδια υπό το όνομά του, ήδη από τα mid-seventies (και δεν εννοώ με τις Πρόκες), o Μανιάτης φαίνεται να αγνοεί τα πιο σημαντικά. Πως ο Κυριαζής στους πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας (1981) είχε στείλει ένα από τα καλύτερα τραγούδια της διοργάνωσης, το οποίο είχε αγνοηθεί στα βραβεία το «Κυριακή απόγευμα», που τραγούδησε ο Βασίλης Λέκκας–, ενώ την επόμενη χρονιά (1982) σκόραρε τέρμα τρελό με το «Αύριο», που απέδωσαν οι 2002 GR.
Διορθώνω και συμπληρώνω, όπως βλέπετε, κάποια πράγματα, αλλά οι πιο βασικές διαφωνίες μου είναι σε θέματα απόψεων. Δεν προχωρώ όμως. Δεν υπάρχει νόημα…

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

MOONJUNE RECORDS νεότερα και ανώτερα

Όπως έχω γράψει και στο παρελθόν… η νεοϋορκέζικη MoonJune Records εξακολουθεί να επιμένει σ’ ένα new progressive style, που κατακρατεί τον αυθορμητισμό του χθες, προβάλλοντας, συγχρόνως, τη δραματικότητα του τώρα. Κάποιες από τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες τής εταιρείας αγγίζουν ποικίλα περιβάλλοντα, παρέχοντας ευκαιρίες για «διαφορετικές» ακροάσεις.
Έχω αναφερθεί παλαιότερα στους douBt, και στο άλμπουμ τους “Never Pet A Burning Dog” (2010), γράφοντας πως επρόκειτο για ένα… κλασικό Canterbury style έργο και όχι μόνο γιατί μέλος εκείνου του γκρουπ ήταν ο Richard Sinclair. Τώρα, δύο μέλη των doubt, ο κιθαρίστας Michel Delville (γνωστός από τους Wrong Object) που χειρίζεται ακόμη μπουζούκι και ηλεκτρονικά, και ο ντράμερ Tony Bianco που επεξεργάζεται και λούπες, συνδέονται με τον φλαουτίστα-σαξοφωνίστα Jordi Grognard σχηματίζοντας τους Machine Mass Trio. Ηχογραφημένο στη Λιέγη το πρώτο CD τού συγκροτήματος, που έχει τίτλο “As Real as Thinking” [MJR041, 2011], είναι οπωσδήποτε –έστω με το δικό του τρόπο– ενταγμένο στο γενικότερο Canterbury σκηνικό, δίχως πάντως να ανακαλείται στη μνήμη μου κάτι πολύ συγκεκριμένο. Μπορεί η έντονη παρουσία της κιθάρας να σχετίζεται περισσότερο με τον fusion μακρόκοσμο, όμως τα οργανικά «συμπληρώματα», ο τρόπος που εντάσσεται το μπουζούκι φερ’ ειπείν στο “Khajurao” και στο “Palitana mood”, οι λούπες και οι ηλεκτρονικές παρεμβολές, μετατοπίζουν τους Machine Mass Trio προς περισσότερο avant-artistic, ή ακόμη και kraut καταστάσεις. Ενδεικτικά θέματα της ταυτότητας τού trio θα θεωρούσα αρχικώς το περίπου 7λεπτο “UFO-RA”, εκεί όπου πάνω σε μία απλή «τζαζική» βάση απλώνονται ωραία σαξοφωνικά σόλι και progressive πληκτρονικά γεμίσματα και βεβαίως το 18λεπτο “Falling up”, ένα από τα αρτιότερα κομμάτια radical rock, που έφθασαν στ’ αυτιά μου τα τελευταία χρόνια. Εδώ, η ρυθμική βάση, με άλλα λόγια τα τύμπανα του Bianco, ρέοντα και διαρκώς σε κίνηση προσφέρουν όλα όσα χρειάζεται ο Delville προκειμένου ν’ αρχίσει να ξεδιπλώνει τα στρατοσφαιρικά του soli στην κιθάρα. Το άκουσμα έχει οπωσδήποτε ταξιδευτικά χαρακτηριστικά, τοποθετώντας  κατ’ ουσίαν τους Machine MassDuo στη space ομήγυρη. Ατελείωτο λοιπόν έτσι κι αλλιώς…
Για τους Ιταλούς (από τη Νάπολι) Slivovitz έχω ξαναγράψει με αφορμή μία ζωντανή παράστασή τους εκεί, που κυκλοφόρησε σε CD από την MoonJune υπό τον τίτλο “Hubris” το 2009. Οι Domenico Angarano μπάσο, Derek Di Perri αρμόνικα, Marcello Giannini κιθάρες, Salvatore Rainone ντραμς, Ciro Riccardi τρομπέτα, Pietro Santangelo τενόρο, σοπράνο και Riccardo Villari βιολί είναι ένα συγκρότημα progressive οπωσδήποτε, αλλά με γερά πατήματα προς την ethnic-jazz συνιστώσα. Θα μπορούσε να γράψει κάποιος για μία μετεξέλιξη της μουσικής των Area, των Stormy Six και των Il Volo στο σήμερα –πράγμα ουδόλως μειωτικό!– αν οι Slivovitz στο “Bani Ahead” [MJR039, 2011] δεν εμφάνιζαν τις πολλές και καλοβαλμένες αναφορές τους (και από άλλα περιβάλλοντα), καταγράφοντας εν τέλει τη δική τους άποψη. Canterbury sound, RIO, Ennio Morricone (στην ασυνήθιστη για prog σχήμα χρήση της φυσαρμόνικας) και ακόμη την ολοκληρωμένη αίσθηση του μεγαλόπνοου (έστω και στα 5λεπτα ή 6λεπτα κομμάτια τους), που κληρονόμησαν από τους Camel και τους Yes· και δίπλα σε όλα τούτα το fusion του Frank Zappa και του Miles Davis να χρωματίζει με ανεξίτηλες jazz πινελιές μερικές από τις καλύτερες των στιγμών τους (“02-09”). Τώρα, αν σε κομμάτια όπως το φερώνυμο “Bani ahead” ανακαλούν στη μνήμη μου τους Mode Plagal ή το gypsy fusion της ευρύτερης Βαλκανικής εντάσσεται, και αυτό, στο γενικότερο… ανάμεικτο πλάνο. Άσσος το “Cleopatra through”. Θα το ζήλευαν οι Arti e Mestieri
Έχει νόημα να προσέξει κάποιος πώς διαχειρίζεται και πώς επεκτείνει τον κατάλογό της η MoonJune Records. Κάθε κυκλοφορία έχει μεν το δικό της χρώμα, όμως καμμία δεν τοποθετείται έξω από το progressive/fusion πλάνο. Υπάρχει δηλαδή μία πίστη σ’ έναν ήχο, ο οποίος μπορεί ν’ ακούγεται στ’ αυτιά ορισμένων ως «παλιομοδίτικος», όμως επ’ ουδενί δε συγγενεύει με ανούσια αναμασήματα. Δεν πρόκειται δηλαδή για εντεταλμένες αναβιώσεις και vintage καρικατούρες, αλλά για αυθεντικές γεμάτες παλμό καταγραφές. Πριν λίγο καιρό η MoonJune επανακυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του Boris Savoldelli, το “Insanology”, που είχε τυπωθεί μόνο στην Ιταλία το 2007, όμως το πιο πρόσφατο CD του ιταλού τραγουδιστή και βοκαλίστα είναι το “Biocosmopolitan” [MJR037], ένα δισκάκι που έχει να επιδείξει και δύο αναγνωρισμένους guests· τον Paolo Fresu που παίζει τρομπέτα και φλούγκελχορν σε δύο κομμάτια και τον μπασίστα Jimmy Haslip (από τους Yellowjackets κ.λπ.) που συμμετέχει στη φερώνυμη σύνθεση. Βασικά, τα πάντα στο “Biocosmpolitan” καθοδηγούνται από τον Savoldelli, ο οποίος έχει την ευθύνη όλων των φυσικών/τεχνητών φωνητικών και των εφφέ, παίζοντας ταυτοχρόνως και πιάνο. Αυτό που πράττει ο Ιταλός μπορεί να μην είναι πρωτότυπο από τη στιγμή κατά την οποίαν όλοι έχουμε ακούσει τον Al Jarreau και τον Bobby McFerrin (και βεβαίως στο επίπεδο των γκρουπ τους Manhattan Transfer και τους Ladysmith Black Mambazo), όμως τούτο δε σημαίνει πως και η δουλειά του Ιταλού στερείται προσωπικού στοιχήματος. Υπάρχει στο “Biocosmopolitan” και η φαντασία και η γνώση και εν τέλει το υψηλό αποτέλεσμα σε κομμάτια όπως το “Biocosmo” (ένα αιθέριο/δραματικό track, που συνδυάζει φωνητικούς και φυσικούς ήχους), το “Springstorm” (με τις «χιπ-χοπάδικες» και poppy φωνητικές δομές – ανάμεσα ακούγεται και η ελληνική λέξη «φωνάζω») και βεβαίως στη version του “Crosstown traffic” του Jimi Hendrix, με τον Salvodelli ν’ ανακατεύει σκληρά φωνητικά, ομόηχα με κιθαριστικό wah-wah, τοποθετημένα μαγικώς πάνω σε βάσεις διπλών-τριπλών φωνητικών κύκλων. Υπάρχει άποψη και δεν κρύβεται.
Το δεύτερο άλμπουμ των Moraine (έχει προηγηθεί το “manifest deNsity” το 2009) έρχεται να επιβεβαιώσει τη θέση του συγκροτήματος από το Seattle στο παν-αμερικανικό progressive κύκλωμα. Κουιντέτο οι Moraine, απαρτιζόμενοι από τον κιθαρίστα Dennis Rea (μέλος των από τα seventies Earthstar και με προσωπική δισκογραφία στην MoonJune), την βιολίστρια Alicia DeJoie, τον βαρυτονίστα, φλαουτίστα James DeJoie, τον μπασίστα Kevin Millard και τον ντράμερ Stephen Cavit συλλαμβάνονται στο “Metamorphic Rock/ Live at NEARfest 2010” [MJR040, 2011], ζωντανά ηχογραφημένοι στο North East Art Rock Festival, στην Βηθλεέμ της Pennsylvania, την 20/6/2010. Και πώς συλλαμβάνονται; Σε εξαιρετική φόρμα, με άψογο ήχο, με την προσήκουσα φαντασία και δεξιοτεχνία και βεβαίως με μια σειρά ένδεκα συνθέσεων, κανονικής, μέσης και μεγάλης διάρκειας, τυπικά και άρα… απολαυστικά δείγματα του προσωπικού τους neo-prog χαρακτήρα. Οι Moraine, ως αμερικανική μπάντα λοιπόν, εμφανίζει το δικό της τρόπο άσκησης της progressive τέχνης. Όσο και αν βρετανικά σχήματα τύπου Curved Air και Wolf φαίνεται, με τη δημιουργική έννοια, να τους επηρεάζουν, είναι τα «προσωπικά» στοιχεία που τους κάνουν ξεχωριστούς. Βασικά, ένα κάποιο «κόλλημα» που έχουν ως σύγχρονοι αμερικανοί progsters με την αναπροσαρμογή ήχων της φύσης (στην ακρότητά της αυτή η κατάσταση έδωσε π.χ. πνοή στο new age), και το… θεραπευτικό world. Τούτα εμφαίνονται περισσότερο στη 12λεπτη σύνθεσή τους “Disoriental suite”, ένα θαυμάσιο οργανικό που μου θυμίζει τις καλές ημέρες των Jade Warrior και του “Last Autumn’s Dream” (1972) – με τις παραδοσιακές κινέζικες μελωδίες να εντάσσονται με ξεχωριστή επιτυχία στο κυρίως «προοδευτικό» σώμα. Εξαιρετικό κομμάτι, και δεν είναι το μόνο…
Επαφή: www.moonjune.com

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ με λένε Στέλιο

Ήταν προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν είχα δει στην ΕΤ-1 –για πρώτη και τελευταία έως ώρα φορά– την ταινία του Σουηδού Johan Bergenstråhle “Jag Heter Stelios” από το 1972 (ξαναπροβλήθηκε από την ET-3 την 30/12/2000, όπως διαπίστωσα από ένα ψάξιμο στο δίκτυο). Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο λόγος· το λέω, γιατί κάποιος λόγος θα υπήρχε. Μπορεί κάτι να είχα διαβάσει πιο πριν, κάποια κριτική σε κινηματογραφικό περιοδικό, κάτι τέλος πάντων… δεν μπορώ να θυμηθώ. Η ταινία εκείνη, με τον ελληνικό τίτλο «Με Λένε Στέλιο», με είχε εντυπωσιάσει· δεν ξέρω αν θα με εντυπωσίαζε το ίδιο και τώρα, αλλά τότε ήμουν 20+ ετών, ενώ τώρα όχι…
Όπως αντιλαμβανόμαστε και από το σχετικό κείμενο-απόκομμα, που είχα την πρόνοια να φυλάξω δίχως, πάντως, να σημειώσω την ημερομηνία προβολής (μάλλον γραμμένο από τον Νίνο Φένεκ Μικελίδη στην Ελευθεροτυπία), το “Jag Heter Stelios” ήταν ένα κοινωνικό φιλμ, που πραγματευόταν τα προβλήματα προσαρμογής μιας παρέας ελλήνων μεταναστών στην σοσιαλδημοκρατική Σουηδία των τελών της δεκαετίας του ’60 με αρχές του ’70 (επί πρωθυπουργίας Olof Palme δηλαδή). Εκείνο που μου είχε προξενήσει εντύπωση στο φιλμ, και το οποίον εξακολουθώ μετά από τόσα χρόνια να θυμάμαι, είναι η άνεση του σουηδού σκηνοθέτη να δείξει και να καταδείξει, ένα άλλο πολύ διαφορετικό πρόσωπο (το οποίον, ίσως, ν’ αγνοούμε ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα), εκείνο του (σουηδικού) ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Για να πω την αλήθεια, την ταινία τη θυμήθηκα με αφορμή έναν πρόσφατο ελληνικό δίσκο, για τον οποίον ήδη έχω γράψει στο δισκορυχείον, το «Παράξενα Παραμύθια» ή Weird Fairytales”, που τύπωσε ο Νικόλας Μαλεβίτσης πριν λίγους μήνες ως το δεύτερο τεύχος του fanzine Η Λάθος Άκρη του Τηλεσκοπίου (δες κι εδώ http://is.gd/Cxcrtk). Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, υπήρχε και το track «Εναντίον όλων των αρτίων» του σουηδού πειραματιστή Leif Elggren (γνωστός μας από την εποχή του άλμπουμ «Από Μηχανής Μουσική» στην Ano Kato το 1991). Ένα κομμάτι, ένα κείμενο βασικά, που απομυθοποιεί το σώμα της σημερινής σουηδικής κοινωνίας, εκείνο που πετάει στο καλάθι των αχρήστων το ένα του πλευρό όσους στα… επτά τους χρόνια διαπίστωσαν ότι έτσι κι αλλιώς είναι αποκλεισμένοι από παντού, ότι τίποτα δεν έχει νόημα, ότι δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα και σίγουρα δεν υπάρχει καμιά δικαιοσύνη, όπως γράφει (ανάμεσα σε άλλα) και ο Elggren. Αυτή την απομυθοποίηση την είχε περιγράψει ο Θοδωρής Καλλιφατίδης μέσα από το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Utlänningar (Μετανάστες), που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στη Σουηδία, το 1970 (εκδ. Bonniers) και πάνω σ’ αυτό το βιβλίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας τού Bergenstråhle.
Όπως βλέπουμε και στο απόκομμα, στο “Jag Heter Stelios” πρωταγωνιστούσαν διάφοροι έλληνες ερασιτέχνες ή μη ηθοποιοί (έπαιζαν και Σουηδοί βεβαίως) που ζούσαν τότε στη σκανδιναυική χώρα, όπως ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, η Μαρία Αντύπα, ο γνωστός κινηματογραφιστής/φωτιστής Ανδρέας Μπέλλης, ο Σάββας Τζανετάκης, κάποιος Αναστάσιος Μαργέτης (υπάρχει και συνθέτης Τάσος Μαργέτης, δεν ξέρω αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο) και βεβαίως η Δέσποινα Τομαζάνη (μία κανονική ηθοποιός), η οποία ένα χρόνο αργότερα (1973) θα συμμετείχε, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, σ’ ένα από τα πιο απροσάρμοστα θρίλερ όλων των εποχών, το hard core “Thriller/ a cruel picture” του Bo Arne Vibenius. Η ταινία αυτή (με τη φοβερή μουσική του Ralph Lundsten) που κανονικά θα έπρεπε να κάνει τον Quentin Tarantino ν’ αλλάξει επάγγελμα πουλώντας μαλλί της γριάς στις παιδικές χαρές, είχε ανεβεί στο YouTube σε οκτώ μέρη τον Σεπτέμβριο του 2010. Δυστυχώς, όμως, πολύ γρήγορα αποσύρθηκαν τα μέρη με τις σκληρές και hard core σκηνές και τώρα μπορεί να τη δει κανείς μόνο πετσοκομμένη (αξίζει όμως κι έτσι).
Μουσική στο «Με Λένε Στέλιο» είχαν γράψει ο Bengt Ernryd και ο Carlo Mognaschi (η μουσική θυμίζει σε διάφορες σκηνές τον... Γιάννη Μαρκόπουλο του “Vortex”). O πρώτος πάντως δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Ο Ernryd στα χρόνια του ’60 ανήκε και αυτός στη σουηδική jazz πρωτοπορία, έχοντας ηχογραφήσει ένα τουλάχιστον ιστορικό LP (όπως πληροφορούμαι από το popsike.com). Αναφέρομαι στο “Musik” [Magnum MLP 713, 1967], στο οποίο συμμετείχαν οι Bengt Ernryd τρομπέτα, σακουχάτσι, φωνή, Lars Olovsson τρομπόνι, Wåge Finér άλτο, τενόρο, claves, Chris Holmström άλτο, βαρύτονο, φλάουτο κλαρινέτο, Gösta Wälivaara μπάσο και Ivan Oscarsson ντραμς. Σήμερα, ο Ernryd βρίσκεται ακόμη στο σκηνή, παίζοντας με το σχήμα BE Five (Bengt Ernryd Five) στο οποίο συμμετέχουν οι Jonas Knutsson, Mats Öberg, Christian Spering και Bengt Berger (από τους Arbete och Fritid και δεκάδες άλλα projects).
Περίπου εκείνη την εποχή που είχα πρωτοδεί το “Jag Heter Stelios” στην ΕΤ-1 (και πάντως μετά την ταινία) είχα βρει και το βιβλίο του Θοδωρή Καλλιφατίδη, έτσι όπως είχε τυπωθεί στην ελληνική γλώσσα πλέον (μτφ. Νατάσα Τσίρκα) ως «Με Λένε Στέλιο» από τις εκδόσεις Πλειάς, το 1974. Από ’κει αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Η συστηματοποίηση της εργασίας είναι ολοκληρωτική. Μόνο στη δουλειά που είναι σφραγισμένη στο διαβατήριό σου μπορείς να εργαστείς. Έτσι γίνεσαι πρώτα λαντζέρης, μετά οδοκαθαριστής, κατόπιν ταχυδρομικός διανομέας και εφημεριδοπώλης, κ’ ύστερα από τέσσερα χρόνια μπορεί να μπεις στη Σουηδική Ακαδημία, μα το διαβατήριό σου θα γράφει ‘νυχτοφύλακας’ ή κάτι ανάλογο.
Δεν μπορείς να ξεπεράσεις αυτή την αθλιότητα αν δεν έχεις τύχη, και δεν σου λείπει η τσίπα. Πολλοί από μας φλέρταραν αδιάκριτα τις κοπέλες πίσω απ’ τα παραθυράκια και μερικοί κάτι έβγαζαν. Μια φορά γνώρισα κάποιον ειδικευμένο στα κορίτσια που δούλευαν στην Εφορία. Τα κατάφερνε να μην πληρώνει φόρο γι’ αρκετά χρόνια ώσπου ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μια μπουφετζού.
Φυσικά πολλοί ξένοι παραβιάζουν τους κανονισμούς εργασίας ή άλλους παρόμοιους περιορισμούς, όχι όμως πάντα από δική τους πρωτοβουλία. Ίσως –και είναι συχνά– ο εργοδότης που τους χρειάζεται σε κάποια άλλη εργασία να αγνοεί εντελώς τους κανονισμούς επειδή βέβαια δεν προορίζονται για κείνον. Μπορεί πάλι να προσλάβει κάποιον πριν ακόμη του χορηγηθεί άδεια εργασίας πράγμα που αν γίνει γνωστό από την  αστυνομία σπάνια λογίζεται σαν λάθος του εργοδότη.
Τον ξένο, τις πιο πολλές φορές, δεν τον καταλαβαίνουν –ιδιαίτερα στην αρχή– και για τον αστυνομικό είναι φυσικά πιο εύκολο να υποψιάζεται κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται τι λέει.
Για πιο σοβαρά αδικήματα υπάρχει βέβαια ένας διερμηνέας που φοβάται το ίδιο με τους άλλους. Συνήθως είναι ξένος κι ο ίδιος, και διορθώνει τον πελάτη του σύμφωνα με τη διάθεση του αστυνομικού κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει καθημερινά. Ο διερμηνέας δεν θέλει να χάσει τη δουλειά του, πρέπει να δείξει πως είναι πιστός, ίσως-ίσως και να κολακεύεται από τη θέση του. Η αποξένωση δεν είναι μόνο μια ιδιότητα, είναι μία κατάσταση.
Πολλοί Σουηδοί καυχιούνται πως δεν έχουν κανένα λόγο οι ξένοι να διαμαρτύρονται. Κατά κάποιο τρόπο βέβαια έχουν και δίκιο: ο ξένος έχει πεινάσει, έχει κρυώσει, έχει καταδιωχτεί κ’ έχει μείνει χωρίς δουλειά στη χώρα του.
Σ’ αυτό το επιχείρημα όμως κρύβεται κάτι που θα ’θελα να ονομάσω ‘ανομολόγητο ταξικό διαχωρισμό’: νομίζουν δηλαδή πως πρέπει να του αρκεί του ξένου που έχει εξασφαλίσει ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Δεν εμπιστεύονται τη θέλησή του να μπει μέσα σ’ αυτή την καινούρια κοινωνία, και να δημιουργήσει, όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά με μια ενεργό συμμετοχή σε όλους τους τομείς της σουηδικής ζωής.
Ένας Σουηδός φίλος μού είπε κάποτε: ‘Μπορεί να γίνεις όσο καλός είναι δυνατόν, καλύτερος όμως από ένα Σουηδό δεν θα γίνεις ποτέ.
Έτσι αισθάνονται οι πιο πολλοί ξένοι. Φτουράνε μέχρι να βρεθεί κάποιος Σουηδός.(…) Γενικά τους μεταχειρίζονται σαν απροσάρμοστα παιδιά που πρέπει να προστατευτούν, αν γίνεται, αν υπάρχουν τα μέσα κτλ. Δεν θέλουν να ομολογήσουν πως είναι ενήλικα άτομα με πολύτιμες εμπειρίες, από άλλους κόσμους ή χώρες. Μόνο όταν πρόκειται για μουσικούς pop ή επαναστάτες συμβαίνει αυτό – γιατί τότε βέβαια ξεσηκώνονται μερικές εκατοντάδες φοιτητές, οι ίδιοι πάντα εξάλλου και στις δύο περιπτώσεις».