Ρίχνοντας στο μηχάνημα το “Rockin’ Boogie Blues” [Blues Boulevard, 2010] του Clarence “Gatemouth” Brown (1924-2005) μού δημιουργήθηκε η
εντύπωση πως τα κομμάτια, έτσι όπως διαδέχονταν το ένα το άλλο, κάπου τα είχα
ξανακούσει.
Και όντως. Το 2007 η Music Avenue (παράρτημα της οποίας είναι η Blues Boulevard) είχε δώσει το CD “Rock My Blues Away”, που περιείχε τα ίδια
ακριβώς 23 τραγούδια, με την ίδια ακριβώς σειρά! Όποτε το ζήτημα, έτσι όπως
τίθεται (πέραν από το γενικώς ανεπίτρεπτο, το ίδιο label να
επανεκδίδει μέσα σε τρία χρόνια το ίδιο ακριβώς ηχογραφικό υλικό, αλλάζοντας
μόνο εξώφυλλο και τίτλο) είναι, κατά πρώτον, αν η συλλογή έχει νόημα και,
δεύτερον, ποια από τις δύο θα ήταν η προτιμητέα. Εγώ λέω η παλαιότερη. Αρχικώς,
γιατί περιλαμβάνει ένα κάποιο κατατοπιστικό κείμενο. Και δεύτερον, γιατί
αναγράφει (τουλάχιστον) από πού προέρχονται τα εν λόγω tracks. Τα πρώτα δύο από το ρεπερτόριο
της Alladin και τα
υπόλοιπα 21 από εκείνο της Peacock.
Και φθάνει αυτό θα μου πείτε; Όχι, φυσικά. Γι’ αυτό και προσθέτω πως τα πρώτα
δύο αφορούν στον Αύγουστο του ’47, ενώ τα υπόλοιπα 21 στη δεκαετία 1949-1959.
Θα μπορούσα να προσθέσω και άλλα στοιχεία, αλλά τώρα δεν γίνεται… Κατά τα λοιπά οι forties/fifties εγγραφές
του πολυ-μουσικού από τη Λουιζιάνα, αλλά μεγαλωμένου στο Texas, Clarence Brown (χειριζόταν
κιθάρα, βιολί, φυσαρμόνικα, μαντολίνο, βιόλα, ντραμς) είναι κλασικές και
πολλάκις επιδραστικές («ρωτήστε» και τους κυρίους Albert Collins, Stevie Ray Vaughan, Frank Zappa, Johnny “Guitar” Watson κ.ά.).
Όσον αφορά, τώρα, στο “Broken Hearted Blues” [Blues Boulevard, 2010] του Buddy Guy ας πω πως τα δέκα από τα είκοσι κομμάτια υπάρχουν και στο CD “Chicago Blues Festival” [Blues Boulevard, 2009]. Πρόκειται
για εγγραφές στο Chicago
από τα μέσα των 60s. Τα
υπόλοιπα δέκα αφορούν σε ηχογραφήσεις των ετών 1957-1960. Βασικά στα πρώτα τραγούδια
τού Buddy Guy για την Artistic το 1958 (“Sit and cry the blues”,
“Try to quit you baby”, “You sure can’t do”, “This is the end”), στα τέσσερα για την Chess το
1960 (“Slop around”,
“Broken hearted blues”,
“I got my eyes on you”, “First time I met the blues”), καθώς και στις δύο
πολύ πρώιμες εγγραφές, από το WXOK Radio της Baton Rouge,
τον Μάιο του ’57. Χρήσιμη λοιπόν συλλογή, «καθρέφτης» των early days τούτης
της ύψιστης πενιάς.
Κι ας συνεχίσω μ’ ένα παλαιότερο άλμπουμ, οπωσδήποτε
κλασικότερο και σε κάθε περίπτωση blues μέχρι το κόκκαλο. Στο “Live in Eighty-Five” [Arena Music, 2010] του Bo Diddley αναφέρομαι, ηχογραφημένο την 25/10/1985 στο Irvine Meadows Amphitheatre, στην California. Αν κάτι
διαφοροποιεί αυτή ταύτη την εγγραφή από άλλες ανάλογες του Diddley, δεν είναι η απουσία των
ιστορικών κομματιών του (σε 46 λεπτά είναι λογικό τα… μισά να μένουν απ’ έξω), ούτε το
δικό του συνθετικό και κιθαριστικό στυλ, που «φωνάζει» από μακρυά, όσο η
συμμετοχή μιας ντουζίνας (και βάλε) πρώτων ονομάτων που πάτησαν στη σκηνή για
να τον τιμήσουν. Οι Chuck Berry,
Ron Wood, John Hammond, Carl Wilson, John Mayall, Bill Champlin, John Lodge, Mick Fleetwood, Mitch Mitchell, Carmine Appice, Ronnie Lane και…
και… και… πράττουν το καθήκον τους, ενθουσιάζοντας, προφανώς, το παρευρισκόμενο
πλήθος, αφήνοντας όμως σ’ εμένα την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Μάλλον η
ηχογράφηση θα ευθύνεται.
Δύο seventies άλμπουμ του James Cotton σε συσκευασία μία, κάτω από τον τίτλο “How Long Can A Fool Go Wrong” [Blues Boulevard, 2011] οπωσδήποτε συνιστούν θέμα. Κοινή πλέον, αλλά πάντα «σωστή»
ιδέα· πόσω μάλλον όταν τα δύο άλμπουμ είναι κοντινά στο χρόνο, πιάνοντας
συγκεκριμένη περίοδο δράσης του διακεκριμένου, στην περίπτωσή μας, αρμονικίστα.
Αναφέρομαι στο “100% Cotton”
[Buddah, 1974] και στο
“Live & On the Move” [Buddah,
1976], πασίγνωστα LP
της εποχής (το δεύτερο ήταν διπλό), που συλλαμβάνουν τον Cotton και την
μπάντα του (ανάμεσα και ο άσσος της πενιάς Matt Murphy) ν’ αποδίδουν πρωτότυπο και στάνταρντ υλικό (κομμάτια των Willie Mabon, Willie Cobb, Preston Foster, Sonny Boy “John Lee” Williamson, Muddy Waters…) με δύναμη και σέβας.
Αν ήταν να επιλέξω ανάμεσα στα δύο, θα έλεγα πως το “Live & On the Move” έχει το «κάτι
παραπάνω» (βαθύ rhythm section,
funky υποστρώματα
και βεβαίως την «ρεπερτοριακή» περιεκτικότητα του live). Για τη φυσαρμόνικα δεν το συζητώ.
Έχω ξαναγράψει πριν πολλά χρόνια στο Jazz & Τζαζ
για τους Persuasions, το περίφημο αμερικανικό φωνητικό συγκρότημα, που ξεκίνησε τη δισκογραφική καριέρα του
με το LP “Acappella” [Straight, 1969] και τη στήριξη του Frank Zappa, δημιουργώντας σχεδόν
30 χρόνια αργότερα το “The Persuasions sing Zappa/
Frankly A cappella”
[EarthBeat, 2000] και
40 σχεδόν χρόνια αργότερα το “Knockin’
on Bob’s Door” [Zoho Music, 2011]. Ναι, ένας
δίσκος αποτελούμενος από 14 τραγούδια του Bob Dylan, διασκευασμένα μ’ έναν εντελώς απίθανο, φύσει και θέσει,
τρόπο. Παρότι, λοιπόν, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τα sixties και παρότι από τα original μέλη
των Persuasions,
σήμερα, είναι στις τάξεις του γκρουπ μόνον ο τενόρος Joe Russell και ο μπάσος Jimmy Hayes (οι υπόλοιποι είναι o lead τενόρος Dave Revels, ο πρώτος τενόρος Raymond Sanders και ο βαρύτονος Bernard “B.J.” Jones)
εντούτοις το απρόσμενο, το απροσδόκητο και η έκπληξη καραδοκoύν σε κάθε στροφή τούτου του
απολαυστικού CD.
Έχοντας λοιπόν με το μέρος τους ένα κλασικό ρεπερτόριο, αφού κλασικότερο δε γίνεται
(“Mr. Tambourine man”, “All along the watchtower”, “Like a rolling stone”, “Blowing in the wind”, “Positively 4th street”, “Just like a woman” κ.λπ., κ.λπ.), οι Persuasions με
το να εμπλουτίζουν αρμονικώς τα κομμάτια, τραγουδώντας και «παριστάνοντας» με
το στόμα τους τη ρυθμική τους βάση, διατηρούν άπαντα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία
των σκοπών τού Dylan,
προσφέροντας ένα «ζεστό», θεραπευτικό άκουσμα, μέσα από το οποίο φέγγει
οπωσδήποτε η gospel συνείδηση. Τα Χριστούγεννα είναι λίγο μακριά ακόμη, αλλά το soundtrack το έχω ήδη έτοιμο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου