Το χριστιανικό rock, ή εν συντομία xian-rock, ήταν, είναι και παραμένει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη… βίβλο της νεανικής κουλτούρας. Ήδη από τα sixties και τα seventies, αν αναφερόμαστε στην Ηνωμένες Πολιτείες (The Crusaders, Mind Garage, John Ylvisaker, All Saved Freak Band, Petra) και τη Μεγάλη Βρετανία (Out of Darkness, Canaan, Water Into Wine Band), αλλά γιατί όχι και στην Ελλάδα (Σταμάτης Σπανουδάκης, Πάροικοι), έχουν κατατεθεί συγκεκριμένες προτάσεις για το εν λόγω παρακλάδι, όσον αφορά στη συσχέτιση των χριστιανικών στίχων με τους rock ρυθμούς (ή και τους... λιγότερο rock, αφού μιλάμε και για xian-folk) και τις… ουράνιες μελωδίες, βρίσκοντας ευήκοα ακροατήρια. Αν και, λογικώς, το xian «κίνημα» θα μπορούσε να συμπορευτεί με την γενικότερη hippie άποψη, εντούτοις, στη χρυσή εποχή του είδους (late sixties-early seventies) φαίνεται πως διατήρησε μιαν απόσταση από τα σχετικά τσιτάτα (είχε τα δικά του εξάλλου) υιοθετώντας, πάντως, την ανάλογη αισθητική. Όπως έλεγαν και για τους The Last Call of Shiloh: «Τα μέλη του γκρουπ ντύνονται στο στυλ των hippies, χωρίς να έχουν, όμως, καμμία σχέση μ’ αυτούς. Πρόκειται για καθαρούς και εξαιρετικώς αφοσιωμένους Χριστιανούς. Όμως δεν θα ήθελαν να διστάσουν ούτε ένα δευτερόλεπτο προκειμένου να μεταφέρουν το χριστιανικό μήνυμα στους hippies, εάν εκείνοι αισθάνονταν την κλήση του Θεού» [Sandpoint/ News-Bulletin, 6/4/1972]. Ναι... Υπονοώ πως το θέμα hippies και χριστιανισμός δεν ξεπετάγεται σε δυο κουβέντες. Ίσως κάποια στιγμή γράψω κάτι περισσότερο.
Βασικές μονάδες πίσω από το γκρουπ, τους Last Call of Shiloh δηλαδή, ήταν δύο φίλοι από τις βορειοανατολικές Πολιτείες, ο John Murray και ο ελληνικής καταγωγής Δημήτριος Τσαπατώρης, οι οποίοι κάποια στιγμή (1970) αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι προς την άλλη μεριά της Αμερικής, τη βορειοδυτική ακτή, ή ακόμη και τον Καναδά, προκειμένου να εντοπίσουν τη δική τους Γη της Επαγγελίας. Ένα φυσικό καταφύγιο, μακρυά από τη βιομηχανοποιημένη και άρρωστη κοινωνία (λόγια των ίδιων), ακολουθώντας το δρόμο προς τη Δύση, έχοντας κατά νου την πορεία του θείου Λόγου, που διασκορπίστηκε μετά τη Σταύρωση προς δυσμάς, για να περάσει μέσω Ελλάδας και Ιταλίας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Wisconsin, Minnesota, North Dakota, Montana, British Columbia (Καναδάς) – όπου μετά την καναδική περιπέτεια περνάνε στη Washington κι από ’κει στο Idaho, στην Sandpoint, μία κωμόπολη ολίγων χιλιάδων κατοίκων, όχι μακρυά από την Spokane (της Washington). (από αριστερά: Jaimei ή Δημήτρης Τσαπατώρης, Diane Murray, Viki Tsapatoris, John Rosenberry, Rick Saylor, John Murray)
Στη Sandpoint οι Murray και Τσαπατώρης, που έπαιζαν μπάσο, κιθάρα και τραγουδούσαν, θα βρουν πρόσφορο έδαφος όχι μόνο για να εγκατασταθούν και να κάνουν φίλους, αλλά και για να δημιουργήσουν το πρώτο τους σχήμα, τους Shiloh’s Rangers (Απρίλιος ’71). Σιγά-σιγά, και μέσα σ’ ένα χρόνο, στο αρχικό ντούο θα προστεθούν οι Rick Saylor κιθάρες, John Rosenberry ντραμς, Viki LaMoreaux και Dianne Murray φωνητικά, ίνα δημιουργηθούν οι ολοκληρωμένοι πλέον Last Call of Shiloh, οι οποίοι και θα γράψουν το ένα και μοναδικό φερώνυμο LP τους, στα τέλη Ιουνίου του 1972, σ’ ένα στούντιο της Spokane. Είναι το άλμπουμ το οποίο επανεκδίδει 38 χρόνια μετά η Anazitisi Records. Κι είναι τα λόγια, η ιστορία, από το εξαιρετικό 16 σέλιδο LP-sized booklet, που αφορά στην limited reissue (500 αντίτυπα). Εξαιρώντας το στιχουργικό κομμάτι (όλα τα xian συγκροτήματα, πάνω κάτω τα ίδια λένε), οι Last Call of Shiloh είναι μία πολύ καλή μπάντα, στηριγμένη στους άψογους παίκτες, στα περιποιημένα φωνητικά και, κυρίως, θα έλεγα στο συνθετικό τάλαντο του Τσαπατώρη. Στην πρώτη πλευρά π.χ. το καλύτερο κομμάτι είναι το “Great day of the Lord” κι είναι δικό του. Το open drumming και η ωραία μπασογραμμή που ακολουθεί, και βεβαίως, στην πορεία, οι κιθάρες και τα φωνητικά, δίνουν στο track έναν... underground αέρα, όχι και τόσο μακρυά εκείνου των Jefferson Airplane π.χ. εποχής “Volunteers” (1969). Αλλά και στην b side, το πρώτο ωραίο κομμάτι “Marriage supper of the lamb”, σ’ ένα στυλ a la psych west-coast, είναι και πάλι σύνθεση του Τσαπατώρη. Εξαιρετικό είναι όμως και το “Message of the gospel” του Rick Saylor, με τις κιθάρες του Τσαπατώρη να σφαδάζουν, όπως και στο “The rapture” εξάλλου (κομμάτι των Murray/ Τσαπατώρη) με τον lead κιθαριστικό ήχο του Rick Saylor να ανακαλεί στη μνήμη μου τον John Cipollina. Γενικώς, ένα ξεχωριστό άλμπουμ (θα το χαρακτήριζα "έκπληξη"), που δείχνει, για άλλη μια φορά, την ατελείωτη ποιότητα κάποιων εκ των USA-privates.
Ποια ήταν, όμως, η πορεία των μουσικών, που απετέλεσαν τους Last Call of Shiloh; O John Murray με τον John Rosenberry (πέθανε το 2008), δημιούργησαν το 1975 τους The Living Sacrifice Band, με τους οποίους έγραψαν τρία τουλάχιστον LP μέχρι το 1982, πάντα στο xian-rock στυλ. Ο Murray είναι πλέον πάστορας, κάπου στις ανατολικές Πολιτείες, κι εξακολουθεί να παίζει μουσική. Ο Τσαπατώρης είναι λέκτορας σε χριστιανικά θεολογικά ινστιτούτα στην ίδια περιοχή. Η Dianne Murray, που σπούδασε Συμβουλευτική Ψυχολογία σε Πανεπιστήμιο της Spokane, εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα βοηθείας άστεγων γυναικών, ενώ η Viki LaMoreaux, που παντρεύτηκε τον Τσαπατώρη, είναι νοσοκόμα κάπου στην Pennsylvania, τραγουδώντας βυζαντινούς ύμνους σε χορωδίες. Τέλος, ο Rick Saylor δεν ζει πια (πέθανε το 1996).
SBB, a legend of polish music scene, is working on a new studio album with the working title “Blue Trans”. The band, comprised of the phenomenal composer Józef Skrzek, the excellent guitarist Apostolis Anthimos, and the flawless drummer Gabor Nemeth, plans to release the new material in Autumn 2010 via Metal Mind Productions.SBB (from left): Apostolis Anthimos, Józef Skrzek, Gabor NemethThey are currently working in ResRublica Studios in Lubrza, again with Sebastian Witkowski, who produced their previous album “Iron Curtain”. The album, released in January 2007, was highly acclaimed by both fans and music media. The trio offered a perfect blend of the sincerity of blues and the freedom of jazz. The music was mature and rich in emotions. It featured sophisticated ballads, perfect guitar solos, oriental and highland sounds, moogs and hammonds.
SBB is no doubt a legend of polish music scene. The band was formed in 1971 as Silesian Blues Band. Then, the musicians played for 2 years with Czesław Niemen in his group Niemen, to finally return as SBB in 1974. By 1980, Józef Skrzek, Apostolis Anthimos and Jerzy Piotrowski had recorded dozens of albums in Poland and abroad, they played hundreds of concerts all around Europe, sharing stages with Bob Marley (Roskilde Festival ’78), Soft Machine, Mahavishnu Orchestra, Charles Mingus Dynasty, Jack Bruce Group, Thin Lizzy, Canned Heat, Omega and Klaus Schulze. In the early 90s they returned in an extended line-up after an almost 10-year break to play a series of concerts in USA.
SBB started as a blues band but, fascinated with Mahavishnu Orchestra, soon began to search for new means of expression. Gradually, their music became more and more lyrical and the band started to combine wild, Hendrix-like energy with peaceful, gentle, calm moments. The band soon came up with their own idea of prog-rock, skillfully mixing elements of classical music and jazz-rock instrumental frenzy. The albums that followed showed the band's great evolution, featuring grand and marvelous music. “SBB - Anthology 1974-2004” box and “Lost Tapes, Vol. 1”, “Lost Tapes, Vol.2” constituted a certain summary of their career up to that point. The 2004 releases, especially the anthology, were received with real enthusiasm. It was the final “pro” for recording a new album “New Century” and for organizing a worldwide tour. In March 2006, SBB headlined Baja Prog Festival, one of the most important progressive festivals in the world. In late August 2007, Metal Mind Productions released a 20-CD box with Skrzek’s complete solo discography. The anthology includes electro-rock songs, film music etc. The year 2007 saw the release of SBB’s new album “The Rock”. Soon after that, SBB released “Four Decades” DVD. In January 2009, the band returned with a new fantastic album “Iron Curtain”. The band promoted the release on several gigs in Poland. The highlight of the tour took place at Wyspianski Theatre in Katowice, where SBB recorded the show for the “Behind The Iron Curtain” DVD (may 2009). by Agnieszka Świątnicka-KulpińskaContact: www.metalmind.com.pl
Και κάτι για να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας. Ένας ύμνος για την ηλεκτρική κιθάρα. Το δεύτερο μέρος του "Odlot", από το πρώτο LP των SBB. Βομβαρδίζει ο Αποστόλης Άνθιμος...
Η μουσική, από αρχαιοτάτων χρόνων, συμπυκνώνει τις εναγώνιες προσπάθειες του ανθρώπου να επικοινωνήσει με το επέκεινα. Είναι η μεταγλώσσα δια της οποίας καθίσταται εφικτή η επαφή με το θείο, ο κώδικας επαναπροσδιορισμού της σχέσης μας με την Ύπαρξη και την Αλήθεια. Για να το επιτύχει αυτό η μουσική, από την εποχή των Πυθαγορείων και των Πλατωνιστών, συνδέεται άμεσα με τις σύγχρονές της αστρονομικές και μαθηματικές παρατηρήσεις, οικοδομώντας το δικό της συντακτικό, τη δική της σημειογραφία· μέσα από την οποία (σημειογραφία) μυστικοποιείται, κατά βάσιν, η έννοια και η ουσία του Αριθμού. Δομικά στοιχεία αυτής της σημειογραφίας αποτέλεσαν τα νεύματα, τα φθογγόσημα, μέσω των οποίων ιχνογραφήθηκε αρχικώς η μουσική του χριστιανικού Μεσαίωνα (από τον 8ον μ.Χ αιώνα κι εντεύθεν). Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φλώρου Η Ελληνική Παράδοση στις Μουσικές Γραφές του Μεσαίωνα, Εισαγωγή στη Νευματική Επιστήμη των εκδόσεων Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1998, ξεκινά ακριβώς από ’κει. Επιχειρεί να καταδείξει με τρόπο επιστημονικό, μακρυά από θρησκευτικές ιδεοληψίες και εθνικιστικές κορώνες – η ανάγνωση αποτελεί αγαλλίαση ψυχής – την ιστορική πορεία των ελληνικών νευμάτων και πώς πάνω σ’ αυτά βασίστηκαν οι παλαιοσλαβικές σημειογραφίες, αλλά και ολόκληρο το γρηγοριανό μέλος. Αυτό επετεύχθη μέσα από τις πολυετείς προσπάθειες του Κωνσταντίνου Φλώρου, προς την κατεύθυνση αποκρυπτογράφησης των παλαιοβυζαντινών και παλαιοσλαβικών σημειογραφιών και κυρίως μέσα από την ανατροπή, μιας επί χρόνια παγιωμένης αντίληψης, που αφορούσε στην αυτόνομη εξέλιξη των λατινικών νευμάτων.Ο καθηγητής Φλώρος γεννήθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει Μουσική και Νομικά στην Ελλάδα και ακολούθως, στη Βιένη πλέον, Μουσικολογία, Ιστορία της Τέχνης, Φιλοσοφία, Ψυχολογία, Σύνθεση και Διεύθυνση Ορχήστρας. Το 1960 αποκρυπτογραφεί, πρώτος αυτός, τις παλαιές βυζαντινές και σλάβικες σημειογραφίες, ενώ το 1967 αναγορεύεται τακτικός καθηγητής στην έδρα της Μουσικολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Το πεδίο των ερευνών του περιστρέφεται γύρω από τη μουσική του Μεσαίωνα, ενώ μεγάλη είναι ακόμη η συμβολή του στη μελέτη της σύγχρονης και πρωτοποριακής μουσικής. Θεωρείται, μάλιστα, ως ένας από τους πιο έγκυρους μελετητές, σε παγκόσμια κλίμακα, του έργου του Mahler – πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το βιβλίο του Gustav Mahler, οραματιστής και δυνάστης/ προσωπογραφία μιας προσωπικότητας εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2010 – έχοντας, συγχρόνως, υπομνηματίσει δεκάδες δισκογραφικές εκδόσεις της Deutsche Grammophon. Η συγγραφική του κατάθεση, αν και περιλαμβάνει αρκετά (πάνω από 16) δημοσιευμένα βιβλία, είναι μάλλον αγνοημένη στην Ελλάδα. Το «Εισαγωγή στη Νευματική Επιστήμη» ήταν μάλιστα το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του, που παρουσιάστηκε στην ελληνική, το 1998. Το βιβλίο, το οποίο ξαναδιάβασα προσφάτως με αμείωτο ενδιαφέρον (έπεται ο Mahler), έτυχε της εκ πάθους αντιμετώπισης από τον επιμελητή και μεταφραστή (από τη γερμανική γλώσσα) συνθέτη-μουσικολόγο Κώστα Κακαβελάκη, ο οποίος και εργάστηκε υπό την επίβλεψη του συγγραφέα, παραδίδοντας ένα άρτιο ανάγνωσμα, μέσα από το οποίο δεν καταγράφεται απλώς μία συναρπαστική δια-μουσική περιπέτεια, αλλά ολόκληρη η πνευματική πορεία του Ανατολικού και Δυτικού χριστιανικού κόσμου, μετά το πρώτο Σχίσμα (867 μ.Χ).
Σε μιαν εποχή, με τον οικονομικισμό της Δύσης να επικρέμεται σαν λαιμητόμος πάνω απ’ τα κεφάλια μας και με την Ανατολή να μάχεται για μια θέση στην παγκόσμια σκακιέρα, το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φλώρου, με την αναπόδραστη βουτιά στο πνευματικό-μουσικό παρελθόν, φαίνεται πως αποκτά μιαν επιπρόσθετη αξία.
Κάτοικος Αστυπάλαιας για μιαν επταετία (1991-1997), ο Jackie Leven, έδωσε και το ελληνικό του άλμπουμ κάποια στιγμή, το “Greek Notebook” [Haunted Valley Clan, 1999] για το οποίον έγραψε στο ένθετο: «Ένα από τα ωραιότερα πράγματα που μου έτυχαν ποτέ ήταν η παραμονή μου, τους μήνες Μάιο και Σεπτέμβριο, για επτά χρόνια στο απομακρυσμένο ελληνικό νησί Αστυπάλαια. Συνολικά 14 μήνες – ένα αξιοσημείωτο κομμάτι της ζωής μου σ’ εκείνον τον τραχύ, ορεινό και έξω από την τουριστική ψυχαγωγία τόπο. Τις πολύ καθαρές μέρες, από την κορυφή της παλιάς χώρας, μπορούσες να δεις ακόμη και τη Ρόδο, 100 μίλια μακρυά. Από νωρίς το πρωί μέχρι τα απίστευτα χρυσά βράδυα, καθόμουν στο σπίτι μου σ’ ένα κορφοβούνι, που έμοιαζε περισσότερο με σπηλιά, τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα – με περιστασιακά διαλείμματα μυρίζοντας τα κρίνα, ή πήγαινοντας για μπάνιο, και μετά σ’ εκείνα τα καταπληκτικά μπαρ και εστιατόρια. Ηχογράφησα το υλικό, διάρκειας περίπου 40 ωρών, μέρος του οποίου θ’ ακούσετε, σ’ ένα επαγγελματικό walkman της Sony, παγώνοντας έτσι τις υπέροχες και παράξενες στιγμές, που έζησα σ’ εκείνο τον τόπο». Το άλμπουμ περιλαμβάνει 33 κομμάτια (instros και κάποια τραγούδια) συνολικού χρόνου 52:29. Πολλά από τα κομμάτια, τα οποία σε διάρκεια δεν ξεπερνούν το ένα λεπτό, μοιάζουν με σχεδιάσματα, πάνω στα οποία θα μπορούσε να πατήσουν συγκεκριμένα τραγούδια. Υπάρχουν βεβαίως και ολοκληρωμένα άσματα (όπως π.χ. το εισαγωγικό “Island one”, το “Island eighteen” ή το “Island twenty-one”), τα οποία έτσι όπως ακούγονται, τελείως «γυμνά», έξω από οποιαδήποτε επιτήδευση και με τους ήχους της φύσης πανταχού παρόντες, θυμίζουν τις μεγάλες folk στιγμές του παρελθόντος – όλο εκείνο το haunted κύκλωμα, που ξαναγράφει, τα τελευταία χρόνια, ιστορία (μέσω των ατελείωτων επανεκδόσεων). Ο Jackie Leven γεννήθηκε κάπου στη Σκωτία το 1950. Η μουσική του διαδρομή ήταν αυτή των παιδιών της ηλικίας του· μέχρι τα τέλη των sixties δηλαδή, όταν η καριέρα του πήρε μία περισσότερο δραματική στροφή. Προσωπικό. Γνώριζα από χρόνια την ύπαρξη ενός άλμπουμ υπό τον τίτλο “Control” κάποιου John St.Field. Το άλμπουμ το είχε φτιάξει ένας Βρετανός εκεί γύρω στο ’73, αλλά έλαχε να κυκλοφορήσει μόνο στην Ισπανία(!), στην εταιρία Movieplay, δύο χρόνια αργότερα. Πληροφορίες έλεγαν πως επρόκειτο για ένα από τα κορυφαία acid- folk LP στην ιστορία της μουσικής. Το 2002 μία κορεάτικη(!) εταιρία, η Merry-Go-Round/ Beatball, επανεξέδωσε, επισήμως το “Control” σε 500 αντίτυπα βινυλίου, προσφέροντας κι ένα extra 4σέλιδο με liner notes από τον ίδιον, τον κύριο... St.Field. Τότε έμαθα για πρώτη φορά πως ο John St.Field δεν ήταν άλλος από τον Jackie Leven, ο οποίος αυτοπαρουσιαζόταν σημειώνοντας στο ένθετο: «αγαπητοί φίλοι, το “Control” είναι ένα άλμπουμ το οποίο έκανα το 1971(σ.σ. όντως;), ακολουθώντας μία σφοδρή φάση της ζωής μου – τότε που έπαιρνα LSD κάτω από διαφορετικές συνθήκες και περιστάσεις. Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι αυτό διακρίνεται στις ηχογραφήσεις, αν κι εκείνο που με ‘χτύπησε’, ακούγοντας ξανά αυτά τα τραγούδια μετά από τόσα χρόνια, είναι πόσο παρόμοιο είναι το γράψιμο εκείνου του 20χρονου παιδιού, με αυτό του σημερινού άνδρα. Χρησιμοποίησα το ψευδώνυμο John St.Field, επειδή είχα κάτι προβλήματα, τότε, με τις δυνάμεις του Νόμου και της Τάξης, νοιώθοντας την επιθυμία ν’ αλλάξω την ταυτότητά μου για λίγο. Παρά ταύτα, δεν μπορώ να συστήσω σε κανέναν σας ν’ αλλάξει τη δική του ταυτότητα παίρνοντας acid, προκειμένου να κάνει έναν τέτοιο δίσκο. Με ‘τεντώνει’ λίγο καθώς τον ακούω, αλλά παραμένει πάντα αγαπημένος μου». Τι να πεις για το “Control”; Ακούς μόνον το 11λεπτο “The problem” και αντιλαμβάνεσαι αμέσως την περιπτωσάρα τού λίγο πάνω από τα 20, τότε, Σκωτσέζου.Τα επόμενα χρόνια, όντας μέσα στο punk, o Jackie Leven δημιούργησε τους Doll by Doll, με τους οποίους έκανε πέντε άλμπουμ (τα τέσσερα βγήκαν κανονικά) στο διάστημα 1979-1982, συνδυάζοντας τις acid-folk «συνταγές» του παρελθόντος με τις punky αναφορές. Άλλη ιστορία… Τα άλμπουμ του Jackie Leven, εδώ και μια 15ετία, αποτελούν παραγωγές της λονδρέζικης Cooking Vinyl κι έχω γράψει γι’ αυτά (άλλη μία φορά στο blog, αλλά και στο Jazz & Τζαζ). Η πιο πρόσφατη έκδοση που έπεσε στα χέρια μου και τον αφορά είναι ένα διπλό CD, υπό τον τίτλο “The Haunted Year/ Spring” (2009) και στο οποίο ανθολογούνται τα μάλλον δυσεύρετα “Man Bleeds In Glasgow” και “Greetings from Milford”, τα οποία είχαν πρωτοκυκλοφορήσει από το fan club του το 1999 και το 2002 αντιστοίχως. Ηχογραφημένο ζωντανά, κάπου στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του ’98, το πρώτο μάς παρουσιάζει τον Jackie Leven με το τότε συγκρότημά του, τους Celtic Soulmen (Michael Cosgrave πλήκτρα, Steafan Hannigan uillean pipes, κρουστά, ο Leven παίζει κιθάρες, κρουστά και τραγουδά) σ’ ένα σύνολο δικών του συνθέσεων, μέσα από τις οποίες φεγγοβολεί το 10λεπτο στοιχειωμένο “Glenarm/ Burning the box of beautiful things” (κομματάρα!). Το “Greetings from Milford”, κι αυτό «ζωντανό» από το club Milford Social του Leicester (12/2001), το υπογράφουν ο Jackie Leven και οι The Stornoway Girls (Kevin Hewick ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, Dan Britton μπάσο, ακουστική & ηλεκτρική κιθάρα, φυσαρμόνικα, Lee Allatson ντραμς), με τη μόνη διαφορά ότι το ρεπερτόριο, τώρα, αποτελείται κυρίως από διασκευές – τραγούδια καλλιτεχνών που σημάδεψαν την καριέρα του σκωτσέζου songwriter. Τα “She belongs to me” (Bob Dylan), “Pale blue eyes” (Lou Reed), “Waiting for my man” (Lou Reed), “Madam George” (Van Morisson) και “Who is he and what is he to you?” (Bill Withers) αποδίδονται περίφημα από μιαν ομάδα μουσικών, που ξέρει να βγάζει «ατμόσφαιρα», παίζοντας ταυτοχρόνως με τις εντάσεις (και τα πάθη). Στη διάθεσή μου, όμως, υπάρχει και το… προτελευταίο κανονικό άλμπουμ του Jackie Leven, που κυκλοφόρησε πρόπερσι από την Cooking Vinyl, υπό τον τίτλο “Lovers At the Gun Club”. (Το πιο πρόσφατο έχει τίτλο “Gothic Road”, είναι του 2010, αλλά δεν το έχω ακούσει). Παρότι φαίνεται για live, είναι γραμμένο σε στούντιο, κάπου στην Ουαλία, και περιέχει, βασικά, δικές του συνθέσεις. Μία είναι σε ποίηση Kenneth Patchen (“To whom it may concern”), ενώ το άλμπουμ «κλείνει» – παράξενο – μ’ ένα τραγούδι τού David Childers· ερμηνευμένο από τον ίδιον τον Childers, δανεισμένο όμως από ένα δικό του δίσκο. Ο Leven έχει στη διάθεσή του μία μεγάλη ομάδα οργανοπαικτών (περισσότεροι από 15) κάνοντας ένα από τα πιο «αμερικάνικα» άλμπουμ της καριέρας του. Εντάξει, υπάρχει πάντα ο Van Morrison, αλλά υπάρχει και ο Lou Reed (ο Leven δεν έκρυψε ποτέ ό,τι αγαπάει), όπως υπάρχει ο americana ύμνος “Fareham confidential”, το blues alla Tom Waits ("The dent in the fender and the wheel of fate”), το ακουστικό “Olivier blues”, το οποίο στην τεχνοτροπία είναι ίδιο... Blind Gary Davis, και ακόμη η υπνωτική αυτοβιογραφική(;) μπαλάντα “Woman in a car”, που φανερώνει απλώς ότι ο Jackie Leven είναι, και αυτός, ένας «Αμερικανός», που αψήφησε τα highlands και τα... κοχύλια του Αιγαίου, ίνα χυθεί με το… σαράβαλό του στους δρόμους μιας Αγριότερης Δύσης.
Από τα νοτιοαφρικανικά… αδαμαντωρυχεία ένα ακόμη λησμονημένο άλμπουμ, το “Simply” των Otis Waygood, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1971 στην Parlophone, για να επανεκδοθεί με επί πλέον tracks, παρμένα από το τρίτο LP τους “Ten Light Claps and a Scream” (επίσης στην Parlophone από το ’71). Μάλιστα, αυτό το τρίτο LP το είχα αναφέρει πριν από κάτι μήνες στη σχετική ανάρτηση για τον Harry Poulos http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/11/harry-poulos-psych-hero-60.html, αφού εκεί ακούγονταν δύο συνθέσεις του ελληνικής καταγωγής μουσικού (εδώ, ανθολογείται μόνον το “Straight ahead”).Το “Simply” [Fresh Music, 2003] είναι ένα τυπικό hard άλμπουμ, πασπαλισμένο με κάποια progressive στοιχεία, κινούμενο κοντά στο κλίμα των αναλόγων βρετανικών γκρουπ της εποχής (May Blitz, Blodwyn Pig, Savoy Brown κ.ά.). Αν είχε δε λίγο καλύτερη παραγωγή θα μπορούσε να συναγωνιστεί σε ικανοποιητικό βαθμό αυτή την ομάδα συγκροτημάτων, αποκτώντας ανάλογη φήμη σε κύκλους, καθότι οι ιδέες δεν απολείπουν. Πολύ καλύτερο, από κάθε πλευρά, το “Ten Light…”, αλλά εκεί είχε συμμετοχή και ο Harry, ενώ εδώ οι Rob Zipper φωνή, σαξόφωνο, φυσαρμόνικα, Alan Zipper μπάσο, Leigh Sagar κιθάρες, Ivor Rubenstein ντραμς και Martin Jackson φλάουτο.
Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, θυμάμαι όμως την ουσία εκείνων που είχα γράψει πριν από χρόνια, για το «Πλάνο Εξόδου» [Lyra, 2006], τον πρώτο δίσκο του Νίκου Χαλβατζή. Περίμενα, εν ολίγοις, ένα ακόμη πιο πυκνό, πιο ξεκάθαρο άλμπουμ στην πορεία από τον κοζανίτη (νομίζω) τραγουδοποιό, που να βάζει στην άκρη τις «αναφορές», που να ενσωματώνει το γούστο στην ουσία, που να τα παίρνει όλα επ’ ώμου, στίχους, μουσικές, ερμηνείες, ενορχηστρώσεις, προτείνοντας το δικό του… πλάσμα. Χαίρομαι, λοιπόν, γιατί στο «Γκόλεμ #» [Lyra, 2010] τον ξανασυναντώ πιο σίγουρο, αποφασισμένο και ορθώς κινούμενον, προς εκείνο που θέλει να επιτύχει. Ο Χαλβατζής, κατ’ αρχάς, πράττει το εξής λειτουργικό, όσον αφορά στο αυθύπαρκτο του «Γκόλεμ #». Γράφει στίχους με θέμα. Ένα παράξενο κράμα ονειρικών συνειρμών, μεταφυσικών αγωνιών και μυστικιστικών απολήξεων μέσα στο οποίο (κράμα) φέγγουν ή αχνοφέγγουν κοινωνικοί προβληματισμοί και ανηλεείς έξοδοι. Εν αντιθέσει με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου ας πούμε (κάποιοι ίσως ξεκινήσουν ν’ αναζητούν ομοιότητες – λανθασμένως κατ’ εμέ), ο Χαλβατζής είναι περισσότερο σκοτεινός και εσωστρεφής, πάντα κοντά σ’ ένα σύστημα ενορατικής τραγουδοποιίας, την οποίαν συναντάς, συνήθως, στους αμερικανούς haunted κανταδόρους της παλαιάς εποχής (στα καλύτερα των πυρετικών ασμάτων του Bob Desper ας πούμε ή του John Villemonte). Με τη διαφορά ότι ο Χαλβατζής έχει άποψη και για τον ήχο των τραγουδιών του, μη καλυπτόμενος π.χ. από τη folky ολιγάρκεια, προτείνοντας μία επόμενη δική του. Ένα σύστημα desert rock (οι καμπανωτές, twangy κιθάρες θυμίζουν εσχάτους Last Drive και κυρίως The Earthbound, για να μείνω επί τα των εγχωρίων), γαρνίροντας με avant ακρότητες, στρεβλές φωνές και άλλα στουντιακά τεχνάσματα, τα οποία δεν φορτώνουν την κατασκευή του· απεναντίας προσφέρουν ένα άνοιγμα ποιητικό, εντελώς δυσεύρετο στο εγχώριο rock σκηνικό. (H «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» των στίχων εφάπτεται στην… Κ.Βήτα κλιματική, ενώ το άλμπουμ που ανακαλώ στη μνήμη μου, έτσι ως αίσθηση και μόνον, είναι το «Δέκα Χιλιάδες Μέρες Από ’Δω» των Morel). Ως γνωστόν, στην εβραϊκή πινακοθήκη των θρύλων Γκόλεμ είναι ένα κατασκευασμένο ανθρωπόμορφο πλάσμα, στο οποίο δύναται να εμφυσήσουν ζωή, μέσω κειμένων της καββαλιστικής παράδοσης, «άξιοι» ραβίνοι. Στο δικό του «Γκόλεμ» ο Νίκος Χαλβατζής δίδει ζωή σ’ ένα από τα πιο ερεβώδη ακροάματα, που εξέθρεψε ποτέ στα έγκατά της η… ελληνικότατη δισκογραφία.
Έγραψα σε προηγούμενο post, την Τετάρτη, πως ο Ντέμης Ρούσσος φαίνεται πως έδωσε εκείνη τη συναυλία στο Ισραήλ, τον περασμένο μήνα (είχα αναρτήσει και την αφίσα της), μην… υπακούοντας στην επιστολή τής Ιντιφάντα, που προσπαθούσε να τον αποτρέψει από κάτι τέτοιο· από τη στιγμή, μάλιστα, που είχε υπογράψει την επιστολή διαμαρτυρίας, για τα 60χρονα του ισραηλινού κράτους. Τελικά, όμως, η συναυλία δεν εδόθη. Να τι λέει ο ίδιος ο Ντέμης Ρούσσος σε σχετική απάντησή του στο περιοδικό εφ (του Φεστιβάλ Αθηνών) τεύχος 20, 24/6/2010, στην Κατερίνα Κόμητα (οι σ.σ. δικές μου). (Και οι "νεόπλουτοι" της Γιουγκοσλαβίας άκουγαν Ντέμη Ρούσσο...) «Δεν την έκανα, και να σου πω καλύτερα μετά από όλα όσα συνέβησαν. Τώρα στην επιστολή που λέτε, εγώ απάντησα επίσης με ανοιχτή επιστολή, λέγοντας ότι ο Ντέμης Ρούσσος τραγουδάει για τον απλό κόσμο, γιατί η μουσική είναι ένα φάρμακο. Θεωρώ ότι ο απλός Εβραίος δεν έχει καμία σχέση με όσα κάνει η κυβέρνησή του (σ.σ.: την οποίαν όμως ψηφίζει),όπως και ο απλός Παλαιστίνιος δεν έχει καμία σχέση με τα πράγματα που κάνουν οι δικοί του ηγέτες (σ.σ.: δεν γίνεται να βάζουμε στην ίδια ζυγαριά τους κατακτητές με τους απάτριδες). Απλώς, όπως παντού στον κόσμο έτσι κι εδώ, οι άνθρωποι πληρώνουν τον έλεγχο που θέλουν να έχουν πάνω τους οι κυβερνήσεις. Αυτή είναι η ιστορία, και το γράμμα της Ιντιφάντα δεν έπαιξε καθόλου ρόλο στην απόφασή μου να μην πάω στο Ισραήλ. Δεν πήγα, γιατί ο Εβραίος οργανωτής δεν με πλήρωσε. Και να σου πω κάτι, καλύτερα. Το Ισραήλ δεν είναι καθόλου μέσα στα σχέδιά μου. Πάντως αυτό που συνέβη (σ.σ. εννοεί τη δολοφονική επέμβαση του ισραηλινού στρατού στο τουρκικό σκάφος) με στενοχώρησε πάρα πολύ, και εδώ, εντός παρενθέσεως, θα πρέπει να σου πω ότι συνέβαλα με τον όβολό μου σε αυτό το καράβι· έδωσα χρήματα χωρίς να δώσω το όνομά μου».Και κάτι ακόμη από την ίδια συνέντευξη σχετικά με το «Ντρίνκι ντρίνκι μάνα μου». Λέει ο Ρούσσος: «Το τραγούδι που περιέχει το ‘ντρίνκι ντρίνκι μάνα μου’ είναι το ‘Velvet mornings’ σε μουσική δική μου και στίχους ανθρώπων από το εξωτερικό (σ.σ. στο δισκάκι γράφει Λάκης Βλαβιανός και R. Constantinos, ο γνωστός αιγύπτιος, με ελληνική ρίζα, παραγωγός Alec Constantinos, δεν γράφει "Ντέμης Ρούσσος"). Αυτό λοιπόν το τραγούδι όπως και το “Souvenirs” (σ.σ. το “From souvenirs to souvenirs” βγήκε το ’75) μου τα ζήτησε η Μαρινέλλα να τα τραγουδήσει στα ελληνικά. Της απάντησα ‘κούκλα μου πάρ’τα· εγώ εσένα σε θαυμάζω, είσαι καταπληκτική τραγουδίστρια, να τα πάρεις να τα τραγουδήσεις, να τα κάνεις ό,τι θέλεις’. Πράγματι, η Μαρινέλλα τα τραγούδησε με στίχους ελληνικούς, το νόημα των οποίων ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό των αγγλικών. Το ‘Velvet mornings’ ήταν ένα ρομαντικό ταργούδι αγάπης, ενώ οι στίχοι που έβαλαν οι Έλληνες ήταν κάπως πολιτικοί, αντιχουντικοί. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όταν ήρθα να τραγουδήσω στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν το 1974, να κοντέψω να βρω τον μπελά μου από τους χουντικούς, που είχαν πιστέψει ότι τα λόγια αυτά, τα αντιχουντικά, τα είχα γράψει εγώ». Επειδή δεν είμαι 100% σίγουρος πως τα πράγματα είναι έτσι όπως τα λέει ο Ρούσσος, λέω δυο λόγια παραπάνω. Οι στίχοι, που έγραψε ο Πυθαγόρας για το “Velvet mornings” (1973) έλεγαν: «Πώς την λένε την φωτιά που καίει/ πώς την λένε την γλυκιά πληγή/ το αγόρι μου αγάπη τηνε λέει/ μα η μάνα μου με κλαίει/ που κλαίω την αυγή(…) Πώς το λένε το ζεστό το χέρι/ που μαχαίρι πάνω μου κυλά/ το αγόρι μου πίκρες θα μου φέρει/ κι η μάνα μου το ξέρει/ αλλά δεν μου μιλά». Υπάρχει περίπτωση αυτοί οι στίχοι να θεωρήθηκαν αντι-χουντικοί; Απεναντίας, οι ελληνικοί στίχοι (του Πυθαγόρα επίσης) από το “My reason” (1972), το οποίο τραγούδησε κι αυτό η Μαρινέλλα, έλεγαν: «που πάνε εκείνα τα παιδιά/ της θύελλας και του βοριά/ που πέθαιναν για λευτεριά/ που πάνε;/ Τα πήρανε οι συννεφιές/ οι θάλασσες και οι στεριές/ τα αστροπελέκια κι οι φωτιές/ που πάνε;/ Πού πάνε οι σταυραετοί/ που πολεμούσαν γελαστοί/ φονιά, φασίστα και ληστή/ πού πάνε;» και όπως αντιλαμβάνεστε συνδέονταν άμεσα με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Με τη διαφορά ότι τα τραγούδια αυτά, που βγήκαν σε 45άρι το οποίο γράφει στην ετικέτα "1973", υπάρχει περίπτωση να κυκλοφόρησαν πριν από την εξέγερση. Αν είναι έτσι, τότε ο λόγος του Πυθαγόρα είναι απολύτως προφητικός – ασχέτως αν ο ίδιος γράφοντας για «παιδιά» μπορεί να εννοούσε τους στρατιώτες της Αλβανίας ή τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ...
Όπως έχω ξαναγράψει, οι καλλιτέχνες, συνήθως, είναι οι τελευταίοι που θυμούνται ημερομηνίες και, βασικά, θέλουν στρίμωγμα, για να θυμηθούν κάτι παραπάνω...Τα τραγούδια που φαίνονται στη φωτογραφία είναι αυτά που ακούστηκαν χθες το βράδυ στο Ηρώδειο (μαζί με το κλου “Que sera, sera”, το οποίο τραγούδησαν μαζί ο Ντέμης Ρούσσος με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη).
Με μικρή σχετικώς δισκογραφία, αλλά με μεγάλη συμβολή στην εφηρμοσμένη ηλεκτρονική (τον… πίστεψαν κάποτε και μέλη των Can, όπως ο Irmin Schmidt, με τον οποίον συνεργάστηκε στο “Toy Planet” του 1980), o 75χρονος ελβετός διεκπεραιωτής και λιμπραρίστας Bruno Spoerri (μέλος, ως σαξοφωνίστας βασικά, των Metronome Quintet ήδη από τα late fifties, αλλά και των J.R.E., άλλως Jazz Rock Experience, που έβγαλαν ένα LP, alla spacy Eddie Harris, στην Deram-Nova, το 1970) βλέπει να έχει εδώ και λίγα χρόνια (2006) ένα άλμπουμ του στη γύρα, που να μπορεί ν’ απασχολεί το… ψαγμένο κύκλωμα. Το “Gluckskugel” [Finders Keepers] μπορεί να είναι συλλογή, αποτελούμενη απ’ ό,τι βρέθηκε και ραφιναρίστηκε στα seventies συρτάρια του, είναι όμως και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου να γνωρίσει το πλατύ κοινό έναν, πράγματι, οραματιστή μουσικό και να τον τοποθετήσει εκεί όπου του πρέπει. Δίπλα, ας πούμε, στον Erkki Kurenniemi, τον Ralph Lundsten και τον Pekka Airaksinen (δεν ήταν όλοι ίδιοι…), μερικούς ευρωπαίους ριζοσπάστες δηλαδή, που άλωσαν εγκαίρως τα γιγαντιαία αναλογικά κυκλώματα, λίγο πριν την εισβολή της portable εκφραστικής. Τα δέκα θέματα, συνολικής διάρκειας 31:47, που περιέχονται στο “Gluckskugel” είναι αρκετά για να καταδείξουν την αλήθεια. Τα πρώτα δύο tracks αφορούν σ’ ένα show της ελβετικής τηλεόρασης από το 1978 (Gluckskugel – «Η Μπάλα της Τύχης» ή κάπως έτσι), το οποίον ο Spoerri ενδύει ποικιλοτρόπως. Στους τίτλους με μια ηλεκτρονική φανφάρα, ετοιμασμένη από Lyricon I (αναλογικό πνευστό σύνθι, με το οποίο πειραματίστηκαν ακόμη και οι Sonny Rollins, Roland Kirk και Wayne Shorter), ARP Odyssey, EMS Synthi 100, ντραμς, και στην πορεία μ’ ένα νευρώδες up-tempo electro track, στην παράδοση του... ηλεκτρονικού Dick Hyman. Στο “Oederlin” φτιάχνει ένα PR-δισκάκι (βινύλιο προορισμένο για δημόσιες σχέσεις) για ένα χυτήριο σιδήρου, λουπάροντας τον βιομηχανικό θόρυβο τού… μαγαζιού, και επεκτείνοντας εν συνεχεία τη βοηθεία EMS Synthi 100. “Les electroniciens” είναι ο τίτλος από ένα ακόμη Public Relations δισκάκι, αυτή τη φορά για την εταιρία ανυψωτικών μηχανημάτων (κοινώς κλαρκ) Lansing-Bagnall. Πρόκειται για ένα killer electro rock με concrete διαχείρηση, tape-machines, σύνθια και ακόμη ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς, εντελώς προχωρημένο – ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα (προέρχεται από το 1971). Σύνθι και προετοιμασμένο πιάνο συνεργάζονται στο “Soft art theme” (1980), ίνα επενδύσουν ένα ντοκυμαντέρ που αφορούσε σε μιαν έκθεση Τέχνης στη Ζυρίχη. Ακολουθούν τρία θέματα για το πειραματικό(;) φιλμ “Lilith” σε σκηνοθεσία Kurt Aeschbacher. Στο πρώτο (“Singing in the dark”) ο Spoerri χρησιμοποιεί πειραγμένα γυναικεία φωνητικά (βοκαλίζει η σοπράνο Barbara Fuchs) για να περιγράψει τι; Τη νύχτα μιας στριπτιζέζ. Στο δεύτερο, “The dance”, η μουσική παρουσιάζεται από πλήρη μπάντα (πιάνο, κιθάρα, μπάσο, ντραμς) με overdubs από σαξόφωνα, lyricon, και σύνθια κι έχει κάτι από Brian Eno (της παλαιάς τραγουδοποιητικής εποχής), ενώ στο τρίτο “On the way” τα σύνθια συνοδεύουν την χορεύτρια από το σπίτι της στο καμπαρέ, μ’ έναν μάλλον απροσδόκητο τρόπο. Τρυπάνια και λοιποί βιομηχανικοί ή άλλοι θόρυβοι πρωταγωνιστούν στο “Drillin” (1971), θέμα ετοιμασμένο για μια εμπορική έκθεση στη Βασιλεία. Τα σύνεργα; Ένα Revox, ένα Nagra, το κλασικό VCS3 κι ένα πρωτόλειο ιαπωνικό drum machine. Τέλος, στο “Wer gwunnt?” (Ποιος κερδίζει;), το θέμα ενός τηλεπαιγνιδιού, δίνει την ευκαιρία στον Spoerri να ενώσει την παλιά του αγάπη για την τζαζ ορχήστρα με τα διάφορα τζιριτζίρια. Ποιος κέρδισε; Eμείς, σίγουρα…
Για τα live, τις συναυλίες, και κυρίως για τις δισκογραφικές αποτυπώσεις των (που είναι, ως φαίνεται, η εύκολη λύση) τα έχω ξαναπεί. Αν δεν πρόκειται για το… “At Fillmore East” των Allman Brothers (είπα Το ένα, υπάρχουν κι άλλα φυσικά…) η προσφορά τους είναι μικρή και, σε κάθε περίπτωση, ελεγχόμενη. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με την κυκλοφορία ενός αναμνηστικού, ενός δώρου κατά κάποιο τρόπο, που απευθύνεται, πρωτίστως, σε όσους «ήταν εκεί». Συνήθως, οι ζωντανές αποτυπώσεις έχουν κακόν ήχο (ιδίως αν μιλάμε για ελληνικές παραγωγές), ο οποίος ήχος διορθώνεται στο στούντιο (άλλοτε φανερά και άλλοτε όχι), έχουν χειροκροτήματα, που κατά κανόνα είναι ενοχλητικά, είναι σε γενικές γραμμές «άγαρμπες» και «απεριποίητες» (καθότι τι να σου πρωτοκάνει και το στούντιο), ενώ ουκ ολίγες φορές υποσκάπτονται από τις… ειδικές συνθήκες (παραστάσεις γλεντιού, με τραγουδιστές και παίκτες εξουθενωμένους, φόροι τιμής με τον τιμώμενο να σέρνεται, αναμοχλεύσεις υλικών, που αποσυντίθενται και επανασυνθέτονται, απεμπολώντας όμως τη δροσιά του πρωτοφανέρωτου). Γενικώς… θλίψη. Τούτα σκέφθομαι, καθώς ακούω τη «Συναυλία στο Παλλάς» [Lyra, 2010] της Λένας Πλάτωνος.Να φανώ κακός; Δεν είναι στις προθέσεις μου, ασχέτως αν θα τα καταφέρω... Εγώ θα πρότεινα στη Λένα Πλάτωνος και στη Lyra (στους ανθρώπους του αρχείου της Lyra εννοώ) να ψάξουν να βρουν τα master tapes του original «Σαμποτάζ», να τα επεξεργαστούν (ας τα δώσουν στους Ιάπωνες…), ώστε να προκύψει ένα καινούριο master, το οποίο να ανταποκρίνεται στη σημαντικότητα του έργου· το οποίον έργο στο παλαιό βινύλιο, αλλά και όπου αλλού το έχω ακούσει, «δεν ακούγεται». Θες ο Πατσιφάς, που δεν ακούμπησε φράγκα και ώρες πολλές για στούντιο, θες η παραγωγή (κάποια κυρία Γεωργή) που δεν καταλάβαινε τι ηχογραφούσε… το αποτέλεσμα ήταν, από ηχητικής πλευράς, το έργο να θαφτεί. Εις το όνομα της Ιστορίας του Ελληνικού Άσματος, καλώ όλους ν’ αγωνιστούν, ώστε να δοθεί το «Σαμποτάζ», καθαρό, δυνατό και όπως του αξίζει στο (ακροαματικό) κοινό. Τότε, ευχαρίστως, κι εγώ να χειροκροτήσω…
Γράφτηκαν διάφορα τον τελευταίο καιρό με αφορμή την επικείμενη συναυλία του Ντέμη Ρούσσου στο Ηρώδειο (την Παρασκευή 25/6). Ανάμεσα σε άλλα ακούστηκαν και υπερβολές, πράγματα ακατανόητα. Βρίσκουν ορισμένοι τον τρόπο, την αφορμή, να εκδικηθούν τι ακριβώς(;), δεν μπορώ να καταλάβω.
Διάβασα π.χ. ένα κείμενο του Φώτη Απέργη στο 7 της Κυριακάτικης (20/6/2010), το οποίο δύσκολα κατανοώ. Γράφει π.χ. ο αρχισυντάκτης του 7 για τη «λαμπερή αποκατάσταση του Ντέμη Ρούσσου». Τι ακριβώς εννοεί; Έχει ανάγκη ο Ρούσσος κάποιας αποκατάστασης; Τι ακριβώς διέπραξε ο άνθρωπος και τώρα τον αποκαθιστούμε; Βασάνισε κανέναν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ ή ήταν συνεργάτης της χούντας, όπως είπε και ο φίλος μου ο Κώστας. Όπως ξαναέγραψα, πριν από λίγο καιρό, είναι ενοχλητικό να θυμόμαστε τα της χούντας, μεροληπτώντας έναντι ορισμένων (καλλιτεχνών ή μη); Εδώ, ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε ολόκληρο LP, το 1972, υπό τας ευλογίας του χουντικού EOT. Δεν θυμάμαι κανένας να διαμαρτυρήθηκε, μιλώντας για την… αποκατάστασή του, όταν ανέβαινε στο Ηρώδειο. Ο Ντέμης Ρούσσος σε ποιο σφάλμα υπέπεσε ακριβώς; Ας θυμηθούμε τι λέει ο ίδιος στη συνέντευξη που έδωσε στην Καθημερινή (20/6/2010) και στον Δημήτρη Ρηγόπουλο:
«Είχα έρθει να παραλάβω ένα πλατινένιο δίσκο και πριν από τη συνέντευξη Tύπου (σ.σ. πρέπει να ήταν λίγο μετά την Μεταπολίτευση), είχα βγάλει μια ανακοίνωση που έλεγε ότι δεν θα απαντήσω σε πολιτικές ερωτήσεις. Οι δημοσιογράφοι αγνόησαν την επιθυμία μου κι εγώ υποχρεώθηκα να μιλήσω για άλλα αντί άλλων. Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα σήμερα γιατί μεγάλωσα, πέρασαν τα χρόνια, ωρίμασα και ξέρω ότι με ενδιαφέρει η πολιτική και θα κρατούσα ενδεχομένως μιαν άλλη στάση». «Τον ρωτάω», συνεχίζει ο Ρηγόπουλος, «αν έχει μετανιώσει»."Απαντάει καταφατικά, αλλά γρήγορα το διορθώνει".«Μετανιώνω χωρίς να μετανιώνω. Σήμερα θα απαντούσα στις επίμονες ερωτήσεις εκείνων των δημοσιογράφων, γιατί η πολιτική με ενδιαφέρει. Ας πούμε ότι δεν μετανιώνω και ότι η στάση μου τότε υπήρξε ανώριμη. Αν δεν κάναμε λάθη, θα ήμασταν θεοί».
Λάθος λοιπόν. Οk. Για πάμε, όμως, παρακάτω… Ο Απέργης υποστηρίζει κι άλλα ακατανόητα. Γράφει, ας πούμε, πως ο Ρούσσος «ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους τραγουδιστές του νεοπλουτισμού της δεκαετίας του 1970».
Δεν ξέρω πόθεν αυτό το συμπέρασμα. Ο πατέρας μου, που ήταν εργάτης, άκουγε τον Ντέμη Ρούσσο, γιατί είχε φωνή τενόρου και τραγουδούσε ωραίες μελωδίες. Ένας τραγουδιστής που έχει πουλήσει εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο, δεν μπορεί παρά να είναι, κυρίως, λαϊκός. Τώρα, το αν τον ακούει συγχρόνως και το jet-set, αυτό είναι άλλη ιστορία. Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς, ποιοι άκουγαν τη Νάνα Μούσχουρη; (Ή κάτι τέτοιο θα εθεωρείτο βλάσφημο και κακοπροαίρετο;). Σχεδόν το ίδιο κοινό που άκουγε και τον Ρούσσο, θ' απαντούσα. Ο Ωνάσης, ως γνωστόν, άκουγε Κόκοτα. Και τι σημαίνει αυτό; Δεν ήταν ο Κόκοτας λαϊκός τραγουδιστής; Και παρακάτω σημειώνει ο Φώτης Απέργης: «γνωμοδοτεί δε (ο Ρούσσος) όχι για τη γλυκερή εκδοχή της ροκ μπαλάντας, για τις αποτυχημένες επαφές με εξωγήινους και άλλα θέματα που γνωρίζει καλά, αλλά για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας – είναι μάλιστα πολύ αυστηρός στις εκτιμήσεις του».
Έλα Παναγία μου. Από πότε θα θέτουμε ατζέντα με ερωτήσεις, σε μιαν ελεύθερη κουβέντα; Και κυρίως από πότε θα καθορίζει ο ερωτών τον βαθμό αυστηρότητας των απαντήσεων του ερωτώμενου; Ο καθένας μας μιλάει για ό,τι θέλει και κρίνεται, φυσικά, γι’ αυτά που λέει. Άλλο αυτό και άλλο οι διατυπωθείσες ειρωνείες. Για να δούμε, τι είπε λοιπόν ο Ντέμης Ρούσσος στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία (5/6/2010, συνέντευξη στον Γιώργο Βιδάλη):
«Δεν είμαι πολιτικός ούτε οικονομολόγος, αλλά ένας άνθρωπος που σκέφτεται. Και κάνω μιαν απλή ερώτηση: Είναι ποτέ δυνατόν αυτοί οι οποίοι δημιούργησαν την κρίση, οι ξένοι, αλλά και οι πολιτικοί μας που έπαιξαν το παιχνίδι τους, γιατί φάγανε, να θέλουν να τη σταματήσουν; Γι’ αυτούς είναι ένα φοβερό game, ένα φοβερό παιχνίδι. Δεν πρόκειται να τη σταματήσουν. Σήμερα υπάρχει ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας πόλεμος οικονομικός, με αντίπαλες ομάδες τα κράτη από τη μια μεριά και τις τράπεζες από την άλλη. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ούτε ψυχή ούτε καρδιά έχει. Η μπίζνα το ενδιαφέρει και τα νούμερα, λειτουργεί σαν οδοστρωτήρας(…).Ο μέσος Ελληνας είναι καλοκάγαθος, καλόπιστος. Του είπανε ότι θα γίνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες κι έκανε γιορτές. Εμένα όταν με ρωτήσανε γι’ αυτούς, απάντησα: μερικοί θα πλουτίσουν και οι πολλοί θα τραβήξουν κουπί. Κι αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει σήμερα. Μας βάλανε στο χάος. Οι δικοί μας οι πολιτικοί έπαιξαν το παιχνίδι τους για να πάρουν μίζες. Τους καλάρεσε, τα αρπάξανε και τώρα ο κόσμος πληρώνει και δεν γλιτώνει».
Και πιο κάτω, απαντάει στην ερώτηση αν θα κρατήσει πολύ η κρίση:
«Τουλάχιστον δέκα χρόνια. Η κυβέρνηση δείχνει να έχει έναν πανικό. Δεν ξέρει τι να κάνει για να καλμάρει τον λαό, που φωνάζει για τη σύνταξη και τους μισθούς που του κόβουν. Του ρίχνει, λοιπόν, στάχτη στα μάτια ανακοινώνοντας ονόματα καλλιτεχνών, γιατρών, δικηγόρων για φοροδιαφυγή. Σωστό είναι να τους ελέγξουν, αλλά δημιουργούν μια τέτοια εφετζίδικη ατμόσφαιρα στην τηλεόραση, στα ΜΜΕ, κάτι που με κάνει να χαμογελάω. Ο λαός δεν θα σταματήσει να φωνάζει επειδή θα πάρεις του Βοσκόπουλου δύο εκατομμύρια. Για να σώσεις την Ελλάδα θα πρέπει να πάρεις τα πεντακόσια εκατομμύρια, το ένα δισ., τα τρία δισ., που έφαγαν τα μεγάλα συμφέροντα και οι πολιτικοί. Μ’ αυτό το επικοινωνιακό τρικ δεν θα τους καλμάρεις. Πρέπει να αρπάξουν τους πολύ μεγάλους, κάτι που δεν θα γίνει φυσικά, γιατί και οι δύο πλευρές έχουν λερωμένη τη φωλιά τους».
Δεν ξέρω ποιοι μπορεί να ενοχλούνται από την… αυστηρότητα των απαντήσεων του Ντέμη Ρούσσου. Εγώ, πάντως, και για όσα λέει παραπάνω, του βγάζω το καπέλο.
Ο Απέργης «φτύνει» τον Ρούσσο, όταν λέει ότι δεν μιλάει για τους εξωγήινους και για τα άλλα θέματα που γνωρίζει καλά. Δεν είναι κριτική αυτή. Ο Ρούσσος έχει κάποιες απόψεις. Μπορεί να διαφωνείς μαζί του, αλλά είναι ανεπίτρεπτο να τον χλευάζεις. Είναι γνωστό, ας πούμε, πως ο Ρούσσος πιστεύει στη μετεμψύχωση και σε άλλα διάφορα. Στην εκπομπή του Κώστα Χαρδαβέλα στο Alter είχε πει πως σε... προηγούμενη ζωή του ήταν εβραίος ραβίνος στη Γερμανία των αρχών του 20ου αιώνα. Προσωπικώς, δεν πιστεύω στην μετεμψύχωση. (Γενικώς, δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη «πιστεύω», αποφεύγω τη λέξη «θεωρώ» και χρησιμοποιώ τη λέξη «νομίζω», για ό,τι δεν είμαι βέβαιος). Δεν πρόκειται, όμως, ποτέ να χλευάσω κάποιον, που έχει άλλη γνώμη απ’ τη δική μου σε τέτοια θέματα. Πάντως, κι αυτό είναι ένα ζήτημα που θέλει διερεύνηση. Ποιο; Το τι μπορεί να συνδέει τους Εβραίους με τον Ρούσσο...
Όπως διάβασα στο www.babylonia.gr (η ίδια δημοσίευση υπάρχει και σε άλλα sites) πριν από λίγα χρόνια ο Ντέμης Ρούσσος μαζί με άλλους 54 ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος – μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος παλαιστίνιος ποιητής Mahmoud Darwish, ο Roger Waters των Pink Floyd, ο άγγλος σκηνοθέτης Ken Loach, o νοτιοαφρικανός συγγραφέας Andre Brink, o ισραηλινός ακαδημαϊκός και ποιητής Aharon Shabtai, ο επίσης ισραηλινός ιστορικός Ilan Pappe, και ο αγγλο-πακιστανός συγγραφέας Tariq Ali – συνυπέγραψε μία επιστολή διαμαρτυρίας για τον εορτασμό των 60 χρόνων του Ισραήλ, που δημοσιεύθηκε στην International Herald Tribune στις 8 Μαΐου 2008 όπου δήλωνε:
«Το Ισραήλ, που συμπληρώνει 60 χρόνια είναι ένα κράτος που ακόμα αρνείται στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες τα δικαιώματα που τους έχουν αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ, απλώς και μόνο επειδή είναι ‘μη-Εβραίοι’. Κρατά ακόμα υπό κατοχή παλαιστινιακές και άλλες αραβικές περιοχές, παραβιάζοντας πολυάριθμες αποφάσεις του ΟΗΕ. Συνεχίζει σταθερά και αδιακρίτως, να καταστρατηγεί τη διεθνή νομοθεσία και να παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, με την ασυλία που του προσφέρουν μέσω της οικονομικής, διπλωματικής και πολιτικής τους υποστήριξης οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη».
Στο site αναφέρεται πως ο Ρούσσος ετοιμαζόταν να μεταβεί για συναυλία στο Ισραήλ (την 6η Μαΐου 2010 – πριν ενάμιση μήνα δηλαδή) και πως θα ήταν αδιανόητο, εν τέλει, να έδινε εκείνη τη συναυλία, από τη στιγμή, μάλιστα, που είχε υπογράψει μία τέτοια επιστολή διαμαρτυρίας. Η συναυλία όμως απ’ ό,τι φαίνεται εδώθη (πιο κάτω βλέπετε την αφίσα της). Κι εδώ, θα είχε ενδιαφέρον ν’ ακούγαμε τις εξηγήσεις του τραγουδιστή. (Φυσικά, ο Ρούσσος δεν ήταν ο πρώτος έλληνας, που θα εμφανιζόταν στο Ισραήλ. Με αρχή και αφορμή τον Aris San, στον οποίον ήδη έχω αφιερώσει ειδικό post – http://diskoryxeion.blogspot.com/2010/03/aris-san.html – οι Ισραηλινοί αγάπησαν την ελληνική μουσική κι έδωσαν… στέγη και τροφή στον Καζαντζίδη, τον Νταλάρα, τη Γλυκερία, τον Ρασούλη και σε διαφόρους άλλους. Έχω, δε ,την αίσθηση πως πρώτα βλέπουν τον Ρούσσο ως έλληνα τραγουδιστή και μετά ως διεθνή).
Όσον αφορά στη σύγκριση-συσχέτιση του Ρούσσου, στην οποίαν προβαίνει ο Φώτης Απέργης, με τον Πρέκα και τον Βοσκόπουλο («Σ’ αυτή την ελληνική ζώνη του λυκόφωτος, όλα μοιάζουν να αλλάζουν νόημα. Ο Κώστας Πρέκας από νταβραντισμένος κινηματογραφικός πιλότος της Ολυμπιακής μεταμορφώθηκε σε υπερασπιστή των αξιών του έθνους, και ο Τόλης Βοσκόπουλος από καλοσιδερωμένος διασκεδαστής μετατράπηκε πρόσφατα σε υπουργικό σύζυγο, που βρίσκεται στη δίνη μιας παρεξήγησης») έρχομαι να πω πως είναι, τουλάχιστον, ατυχής. Ή εν πάση περιπτώσει ασαφής. Σε τι ακριβώς μεταμορφώθηκε ο Ρούσσος, δεν κατάλαβα· μια και ο Απέργης δεν ασχολείται καθόλου με το «εβραϊκό» ζήτημα. Εκτός κι αν θεωρείται μεταμόρφωση η αυστηρότητα της κριτικής του. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, θα έλεγα πως θα ήταν ευτύχημα, αν και άλλοι συνάδελφοι του Ρούσσου – απ’ αυτούς που γευτήκαμε στην Ολυμπιάδα της ντόπας – μεταμορφώνονταν και άνοιγαν το στόμα τους, λέγοντας ό,τι κι εκείνος· ακόμη και στην περίπωση, που δεν θα ένοιωθαν ν’ απολογηθούν, για την… ολυμπιακή συμμετοχή τους. Υπάρχουν, εν ολίγοις, σοβαρά θέματα, για τα οποία αξίζει να γίνεται κουβέντα (και να δίδονται εξηγήσεις), αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Το εύκολο είναι να λέμε αβασάνιστα λόγια.
Υ.Γ. Ελπίζω ο Γιώργος Λούκος, μετά τη Νάνα Μούσχουρη, τη Βίκυ Λέανδρος (έχει τραγουδήσει στο Ηρώδειο, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν ήταν στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών) και τον Ντέμη Ρούσσο, να… αποκαταστήσει στο ρωμαϊκό θέατρο και τους Βαγγέλη Παπαθανασίου, Λουκά Σιδερά, Δημήτρη Ταμπόση, Ντέμη Βισβίκη, Αργύρη Κουλούρη, Χάρη Χαλκίτη και διάφορους άλλους «γάλλους» παιχταράδες, μπας και δούμε, κι εμείς, καμιά συναυλία της προκοπής…
Οι Jazz Focus ’65 υπήρξαν το σημαντικότερο γκρουπ στην jazz σκηνή της Βουλγαρίας. Ακόμη, ένα από τα πιο δυναμικά κουαρτέτα στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό των sixties, αφού οι εμφανίσεις του σε διάφορα φεστιβάλ της εποχής συγκινούσαν το ίδιο κοινό και κριτική. Σαράντα πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή τους, φαίνεται πως ο θρύλος γύρω από το όνομά τους εξακολουθεί να μένει απείραχτος. Με βάση τα στοιχεία που αναφέρει ο Ulrich Olshausen στο άλμπουμ των Jazz Focus 65 στην MPS (1968), το συγκρότημα σχηματίστηκε το 1965 στη Βουλγαρία, όταν κλήθηκε να γράψει μουσική για ένα σατιρικό φιλμ, υπό τον τίτλο “Focus”. Κάπως έτσι προέκυψε το όνομά τους: Jazz Focus ’65. [Καθοριστικός, πάντως, λέγεται πως ήταν ο ρόλος του ποιητή Radoy Ralin (1923-2004) στη δημιουργία του γκρουπ. Άγνωστον αν είχε κάποια σχέση με το συγκεκριμένο "σατιρικό φιλμ"]. Στην αρχή μάλιστα φαίνεται πως ξεκίνησαν ως τρίο. Τουλάχιστον ως τρίο (The Focus 65 Trio) συνοδεύουν την τραγουδίστρια Snezka Dobreva στο "I only remember" (των E. Georgiev και M. Mishev) σ’ ένα άλμπουμ από το 1965(;), μαζί με την (The) Sofia Orchestra, αλλά και την (The) Variety Orchestra of the Bulgarian Radio & TV. Το τρίο πολύ σύντομα θα εξελιχθεί, πάντως, σε κουαρτέτο ηχογραφώντας μέσα στο 1965 τον πρώτο του δίσκο. Ήταν ένα επτάιντσο EP με 4 κομμάτια, το οποίο τοποθετούσε από την αρχή τους Focus ’65 σ’ ένα δικό τους σύμπαν. Ποια ήταν όμως τότε η πρώτη επίσημη σύνθεσή τους; Στο φλάουτο ήταν ο Simeon Shterev (προφανώς ο leader, αφού το όνομά του, και βεβαίως η φωτογραφία του, προβάλλονταν μόνα τους στο εξώφυλλο), στη θέση του πιανίστα βρισκόταν ο Milcho Leviev, στο κοντραμπάσο ο Lyuben Borisov και στα κρουστά ο Peter Slavov. Τα θέματα αφορούσαν σε μία ιδιότυπη εκδοχή blues ("Blues in 10") του Milcho Leviev, στις διασκευές των “A cat’s promenade” (του Gerry Mulligan) και “The girl from Ipanema” (του A.C. Jobim) και ακόμη σε μία σύμμειξη jazz και κλασικής στο “Mozart and Co. Focus 65”. Το φλάουτο του Shterev είχε, όπως γίνεται αντιληπτό, πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως και το πιάνο του Leviev, στον ίδιον ακριβώς βαθμό. Κορυφαίο θέμα; Το “Blues in 10”, με μία ρυθμική υποδιαίρεση, καταφανώς επηρεασμένη από τον τρόπο άρθρωσης της βουλγαρικής παραδοσιακής μουσικής. Η λεγόμενη balkan jazz έχει, και εδώ, τη γέννησή της. Αεράτο το «κορίτσι από την Ιπανέμα» και εντυπωσιακό το «τριτο-ρευματικό» κλείσιμο. Αξίζει ν’ αναφέρω πως οι Shterev, Leviev και Borisov είχαν όλοι τους κλασική παιδεία, τρέφοντας συγχρόνως αγάπη για την jazz, την οποία γνώρισαν, όπως και πολλοί άλλοι Ανατολικοευρωπαίοι εκείνα τα χρόνια, μέσα απ’ το ραδιόφωνο. Γρήγορα οι Jazz Focus ’65 αρχίζει ν' αποκτούν φήμη. Τα όρια της χώρας τούς φαίνονταν κάπως στενά πια, με αποτέλεσμα να βρεθούν ύστερα από λίγο διάστημα, και πάντως μέσα στο 1966, στο East-West Jazz Festival στη Νυρεμβέργη, με κάπως διαφοροποιημένη line-up. Η πανευρωπαϊκή αναγνώριση θα έρθει την επόμενη χρονιά, όταν οι βούλγαροι μουσικοί θα εμφανισθούν στο Prague Jazz Festival και κυρίως στο Montreux, όπου θα εντυπωσιάσουν απαξάπαντες, λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο των κριτικών. Οι διθύραμβοι των La Nouvelle Observateur, Jazz-Hot Paris και Tribune de Geneve κοσμούν το οπισθόφυλλο του πρώτου πλέον LP τους, του “Quartet Jazz Focus-65”, που κυκλοφόρησε στην πατρίδα τους το 1967, από την Balkanton. Leviev, Shterev και Slavov βρίσκονται στο γκρουπ, ενώ τη θέση του μπασίστα Borisov έχει τώρα ο Lyubomir Mitsov. Δυστυχώς στο LP αυτό, όλα τα στοιχεία αναφέρονται με την κυριλλική γραφή τους, οπότε είναι δύσκολο να κατανοηθούν πλήρως. Με λίγη προσπάθεια, πάντως, μπορώ να διαβάσω πως πρόκειται για live LP (ακούγονται, εξάλλου, χειροκροτήματα στην ηχογράφηση), από τη σάλα «Βουλγαρία» τον Απρίλιο του ’67. Πέντε τα θέματα στο set. Η άγνωστη σ’ εμένα σύνθεση της Carla Bley “Madonna” (ηχογραφήθηκε αργότερα από την Carla Bley ως “Jesus Maria”, ενώ ακούγεται και σ’ ένα παλιό CD του Jazz & Τζαζ, το “Modern Jazz Masters”, από τον Mark Turner – η απορία, ωστόσο, παραμένει όσον αφορά στο αν υπάρχει κάπου ηχογραφημένη πριν τους Jazz Focus ’65), ένα τραγούδι του Jerome Kern, το “Round midnight” του Thelonious Monk, το “Sombrero” του Charles Lloyd (πρόκειται για το “Sombrero Sam” από το άλμπουμ “Dream Weaver” στην Atlantic, το 1966) και κάποιος Bach. Η ηχογράφηση, δυστυχώς, δεν είναι καλή, αλλά επειδή ο δίσκος είναι καθαρός, με λίγο «πείραγμα» και το σωστό bias για κασέτα μετάλλου (όσο βρίσκω MCs μ’ αυτές παλεύω), μπορείς να τον κάνεις να βγάλει vibes. Και όντως. Το φλάουτο του Simeon Shterev είναι μαγικό στη σύνθεση του Monk, ενώ το “Sobrero” έχει τέτοιο drive, που δικαιολογεί όχι μόνο την ανθολόγησή του στη συλλογή της Cosmic Sounds London “Sunset Sunrise Rare Gems from Bulgarian Vaults” (2002), αλλά και τα remixes, τα οποία έχει υποστεί. Περίπου δέκα μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του ’68, κυκλοφορεί το δεύτερο LP των Jazz Focus ’65, με τίτλο πάλι τ’ όνομά τους. Τρεις διασκευές κι εδώ (το “Billie’s bounce” του Charlie Parker, το “Yesterday” των Lennon/ McCartney, το “Midnight mood” του Joe Zawinul) και δύο συνθέσεις του πιανίστα Milcho Leviev, το “Monday morning” και το “Blues in 12”. Ήταν η εποχή που εμφανίζονταν συνεχώς στην Ευρώπη και ιδίως στη Γερμανία (ήταν επίσημοι προσκεκλημένοι του German Jazz Festival στην Φρανκφούρτη νωρίς το ’68), όντας η μπάντα με τα περισσότερα live εκεί, το συγκεκριμένο διάστημα. Λογικό ήταν, λοιπόν, να προξενήσουν το ενδιαφέρον της MPS, για την ηχογράφηση κάποιου άλμπουμ.Σε παραγωγή των Lippmann και Rau (εκ των εμπνευστών του American Folk and Blues Festival) μπαίνουν, τελικώς, στο στούντιο την 9η Ιουνίου του 1968, για την εγγραφή του καλύτερου άλμπουμ τους “Jazz Focus ’65”. Όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτό το LP, πριν από 9-10 χρόνια, δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Μου φαινόταν ότι τέτοιος ήχος ήταν αδιανόητος εκείνη την εποχή, για ευρωπαϊκό σχήμα. Οι Jazz Focus ’65 δεν είχαν καμία σχέση π.χ. με την άρτι δημιουργηθείσα free jazz σκηνή και αντίληψη. Έχοντας, ως μουσικοί, αυτό το κλασικό υπόβαθρο, δημιουργούν μία πρωτότυπη καινούρια jazz – ας την πω chamber space jazz – με σπάνια υπόγεια ένταση και ψυχεδελική κατάληξη, ένα αυθεντικό space trip, χωρίς ίχνος ηλεκτρονικών εφέ ή συνθετητών. Ξεπερνώντας, στην αρχή, το ζήτημα «ατμόσφαιρα» και μελετώντας για λίγο τα θέματα εντοπίζω διάφορα. Π.χ. στο “Yesterday”, έχουμε μία baroque jazz προσέγγιση στη γνωστή μελωδία με το σχεδόν... κοροϊδευτικό τελείωμα και τη μελωδία «όπως την ξέρουμε», ενώ στο “Billie’s bounce” υπάρχει το παιγνίδι πάνω στη μελωδία, την ώρα που ο Leviev χρησιμοποιεί «προετοιμασμένο» πιάνο και ακουστικό εφέ (κάτι σαν τσαλάκωμα χαρτιού κοντά στο μικρόφωνο). Στο “Autumn sun”, σύνθεση του Leviev, ενώ χρησιμοποιούνται κάποιες free τεχνικές στην improv προσέγγιση, η αρμονική δομή του κομματιού παραμένει σταθερή (και σαφής). Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν χρειάζεται να πείσεις τον εαυτό σου, για να το ακούσεις. Στα“Blues in 10” και “Blues in 12” Leviev και Shterev προχωρούν σε συνεχείς ανατροπές, περνώντας ανεπαίσθητα και από τη folk των Βαλκανίων, ενώ το έσχατο “Badinerie” είναι μία διασκευή του Leviev στο τελευταίο μέρος από την Suite in B minor του Bach. Πρόκειται, απλώς, για ένα baroque jazz κομψοτέχνημα. Κι όμως αυτό το πολύ καλό άλμπουμ αποτέλεσε στην ουσία το κύκνειο άσμα τους. Ποιος ξέρει γιατί, οι Jazz Focus ’65 δεν θέλησαν να συνεχίσουν. Ίσως, γιατί οι φυγόκεντρες τάσεις, που δημιουργούνται στα συγκροτήματα, όταν συγκρούονται επιλογές, επέδρασαν και στην περίπτωσή τους καταλυτικώς. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα το μέλλον απεδείχθη ιδιαιτέρως ελκυστικό για τους μουσικούς… Ο Simeon Shterev σχημάτισε στη δεκαετία του ’70 το Simeon Shterev Quartet, με τo οποίo ηχογράφησε στη Βουλγαρία, πάντα για την Balkanton. Τo φερώνυμο άλμπουμ από το 1978 ξεχωρίζει. Μαζί του ο Peter Slavov κρουστά, ο Theodossi Stoykov μπάσο και ο νεαρός πιανίστας Mario Stanchev. Βρέθηκε επίσης στο πάλκο με τους Maynard Ferguson, Chick Corea, Albert Mangesldorff, Jan Garbarek, Kenny Wheeler κ.ά., δίχως ποτέ να εγκαταλείψει την κλασική του διάσταση. Ο Milcho Leviev είχε μιαν εξαιρετική καριέρα. Πήγε στην Αμερική, στην Καλιφόρνια, το 1970 και έγινε, συν τω χρόνω, ένας top session πιανίστας. Ακόμη, μέλος σε συγκροτήματα και βεβαίως leader σε άλλα. Εντελώς συνοπτικώς… έπαιξε και δισκογράφησε με την ορχήστρα του Don Ellis (στο διπλό top LP για το είδος του “Tears of Joy” στην Columbia το ’71) και τους Dave Holland, Charlie Haden, Art Pepper, Roy Haynes, Billy Cobham… Με τον τελευταίο, μόνιμοι σχεδόν συνεργάτες από τη δεκαετία του ’70 και για πολλά έκτοτε χρόνια. Είχαν παίξει μαζί και στη Θεσσαλονίκη το 2003. Ηγήθηκε επίσης του Milcho Leviev Trio (με Ray Brown και Peter Erskine), όπως και των Free Flight (με Jim Walker, Jim Lacefield και Ralph Humphrey). Η δισκογραφία του αριθμεί δεκάδες τίτλους. Να μη λησμονήσω το εξαιρετικό του άλμπουμ με την ελληνίδα ερμηνεύτρια Βίκυ Αλμαζίδου (αναφέρομαι στο “Quiet Love/ a mini jazz opera in 11 acts”, που κυκλοφόρησε από την Ethnic Art, το 2004). Ο ντράμερ Peter Slavov (πέθανε πρόπερσι στα 66 του) ακολούθησε καριέρα πιο κοντά στο rock. Την περίοδο 1970-71, θέλω να λέω, πως ήταν μέλος των Sreburnite Grivni (από τους οποίους πέρασε και ο Shterev), ενός από τα καλύτερα γκρουπ του βουλγαρικού beat (ας το πούμε έτσι). Εγγραφές τους υπάρχουν στα άλμπουμ “The Golden Orpheus ’71” και “The Best of the Beat Groups of Sofia” (προφανώς και αλλού – ηχογράφησαν και συμμετείχαν σε διάφορα 45άρια, σε ορισμένα split με τους Beatles!), ενώ το 1979 (λίγο μετά την παρουσία του στο Simeon Shterev Quartet) μπαίνει και στους FSB (στο δεύτερο άλμπουμ τους), το πιο δημοφιλές rock, pop, light-jazz, prog σχήμα στη Βουλγαρία, με δεκάδες χιλιάδες πωλήσεις και καριέρα που φθάνει μέχρι σήμερα. Η jazz φυσικά δεν έλειψε ποτέ από τις δραστηριότητές του. Ως μέλος των Jazz Trio + X στις αρχές του ’90 θα γράψει το άλμπουμ “Full Colored Bird” με τον Theodosii Spassov κ.ά. Προς τα μέσα του ’80 ο Simeon Shterev θα επιχειρήσει προς έκπληξη όλων να ξαναστήσει το παλαιό συγκρότημα. Το όνομά του τώρα απλώς “Focus” Jazz Quartet. Ο ίδιος έπαιζε φλάουτο, ο Antoni Donchev keyboards (συμμετέχει στο CD της Αλαμζίδου, ενώ έχει συνεργαστεί και με την Αλέξια στο “In A Jazz Mood” του ’96), ο Theodosii Stoikov κοντραμπάσο και ο Hristo Yotsov κρουστά (και αυτός με συμμετοχή στο “Quiet Love”). Απ’ αυτήν την ιστορία θα προκύψει μάλιστα κι ένα τουλάχιστον πολύ καλό LP, ηχογραφημένο στα στούντιο της Balkanton τον Ιούνιο του ’85. Οι Focus Jazz Quartet, δίχως να πέφτουν στην παγίδα των εύκολων λύσεων που προσέφερε η εποχή, δημιουργούν ένα προσωπικό set, γύρω από το οποίο το spacy φλάουτο του Shterev κυριαρχεί.Μια δισκογραφία… 1. The Focus ’65 Quartette – 7” EP, Balkanton BTM 5817 - 1965 2. Quartet “Jazz Focus-65” – LP, Balkanton BTA 1006 – 1967 3. Quartet Jazz Focus 65 – LP, Balkanton BTA 1098 – 1968 4. Jazz Focus ’65 – LP, GER. MPS 15 219ST – 1968 5. Focus Jazz Quartet – LP, Balkanton BTA 11676 – 1985 6. Focus ’65 Quartet and the Bulgarian Radio and TV Big Band – Anti Waltz (Forbidden Songs) – CD, SW. BMU 2004 – 1998 Τα στοιχεία των βουλγαρικών άλμπουμ που αναφέρονται στο κείμενο... 1. Snezka Dobreva – S/T – Balkanton BTA 523 – 1964 ή 652. Various – Naj-Hubavoto ot Zabavna I Tancova Muzika za 1967 Godina – Balkanton BTA 1112 – 1968 (ένα θέμα με την Mimi Nikolova και τους Jazz Focus 65 και ακόμη Shtourtsite, Studio 5, Lili Ivanova…) 3. The Golden Orpheus ’71 – Balkanton BTA 1289 – 1971 ή ’72 (δύο τραγούδια των Silver Bracelets δηλ. των Sreburnite Grivni) 4. The Best Of the Beat Groups of Sofia – Balkanton BTA 1437 – 1973 (έξι τραγούδια με τους Sreburnite Grivni) 5. Various – Jazz in the Socialistic Countries – Balkanton BTA 1501 – 1974 (συλλογή με Jazz Focus 65, Caucasus Trio, Gustav Brom, Jan Wroblewski…) 6. Simeon Shterev Quartet – Balkanton BTA 2128 – 1978 7. FSB – II. – Balkanton BTA 10182 – 1979 8. Various - IXth Jazz Meeting, Sofia ’86 – Balkanton BTA 12168 – 1987 (συλλογή με Rousse Sextet, Raicho Ivanov, Focus and Friends, Jiri Stivin, Vanja Lisak Quartet...) 9. Various – Sunset Sunrise – UK. Cosmic Sounds London CD-23 – 2002 (συλλογή με Jazz Focus 65, Vesselin Nikolov, FSB, Rousse Quartet…) Jazz Focus 65 δεν βρήκα στο YouTube, αλλά βρήκα τούτο δω το διαμάντι από τους Sreburnite Grivni. Για ακούστε το…
Η συνεργασία του πιανίστα Bill Cunliffe και της φλαουτίστας Holly Hofmann είναι μακρυά στο χρόνο. Τουλάχιστον για μιαν εικοσαετία οι αμερικανοί μουσικοί εξερευνούν και προσεγγίζουν νέα jazz ηχοτοπία, προβάλλοντας με τη συναισθηματική δύναμη της μουσικής τους, το πρωτότυπο (αλλά και το διασκευασμένο) ρεπερτόριό τους. Με πλούσια καριέρα δίπλα σε διακεκριμένους παίκτες, οι Hofmann και Cunliffe, ξέρουν πως εορτάζουν, πως… σβήνουν κερί γενεθλίων, αλλά κυρίως ξέρουν πως, ανά πάσα ώρα, συγκεκριμένοι δεξιοτέχνες θα βρεθούν κοντά τους, υπό και με τις οδηγίες τους, προκειμένου να ερμηνεύσουν και γνώριμα κομμάτια. Εδώ, στο “Three’s Company” [Capri], απολαμβάνουν τη συνεργασία της Regina Carter βιολί, του Alvester Garnett ντραμς, του Terell Stafford τρομπέτα, του Ken Peplowski κλαρινέτο. Και όμως. Ενώ περιμένεις, εκεί όπου συμμετέχουν οι guests, το πράγμα ν’ αγγίξει κορυφή (συμβαίνει), πέφτεις απ’ τα σύννεφα καθώς τους ακούς να αποδίδουν με τέτοιο ελκυστικό τρόπο την “Pavane” του Gabriel Faure· μία ασυναγώνιστη romance, την οποίαν έχουν αγαπήσει μουσικοί από διαφορετικά στρατόπεδα – και δεν εννοώ της «κλασικής» – όπως ο βρετανός οργανίστας Brian Auger με τους Oblivion Express, οι Βραζιλιάνοι Brazilian Octopus με τον Hermeto Pascoal, η Barbra Streisand, οι Jethro Tull, η Esther Ofarim, ο Bill Evans και δεκάδες άλλοι. Άψογοι στη μελωδική γραμμή, τέλειοι στο αρμονικό δέσιμο, μοναδικοί στην… κατάθεση ψυχής. Τι να πεις όμως και για το “Star-crossed lovers” του Billy Strayhorn, εκεί όπου η Regina Carter μελωδεί ακαταπαύστως, ανταλλάσσοντας «φράσεις» με την Hofmann; Μα και στις πρωτότυπες συνθέσεις του Cunliffe αν μείνεις, όπως στην “Sweet Andy” φερ’ ειπείν, πάλι μένεις άναυδος από τον τρόπο που εισέρχεται το drum του Garnett στο σώμα πιάνο-φλάουτο, κρατώντας ρυθμό σ’ ένα κομμάτι, που – ρυθμικώς – δύσκολα αντιμετωπίζεται. Εν ολίγοις; Ένα απολύτως όμορφο άλμπουμ.
Δυστυχώς δεν βρήκα κάπου την “Pavane” από τους Hofmann και Cunliffe, γι’ αυτό επιλέγω δύο άλλες…
Από σπόντα έμαθα πριν από 15-16 χρόνια τους Loudest Whisper, ένα από τα καλύτερα folk-rock γκρουπ της Ιρλανδίας. Ήταν μία… νόμιμη συλλογή με τραγούδια τους, σε κασέτα παρακαλώ, που μου είχε χαρίσει μια φίλη και την οποίαν (κασέτα) δώριζε στους επισκέπτες της η Clonakilty Blackpudding Co., παμπάλαιη εταιρία από το Cork που παρήγαγε black pudding (μοιάζει με... λουκάνικο, δεν ξέρω τι γεύση έχει). Οι Loudest Whisper, υποτίθεται, πως ταίριαζαν, αν όχι με το να τρως... αιμάτινη πουτίγκα, τουλάχιστον με το ιρλανδικόν του πράγματος. Από ’κείνη την κασέτα τα “Lir’s lament”, “Cold winds blow” και κάποια ακόμη μού άρεσαν ιδιαιτέρως· κομμάτια ενός αγνώστου προς εμένα γκρουπ (τότε τουλάχιστον), που μου θύμιζαν όμως γνωστά ακούσματα. Όταν λίγο καιρό αργότερα, και για άσχετο λόγο, ενδιαφέρθηκα να βρω κάποιους δίσκους των Ιρλανδών έπεσα σε βράχο. Ήταν σχεδόν όλοι σπάνιοι, με σπανιότερον όλων το “The Children of Lir” στην ιρλανδική Polydor [2904 006] από το 1975 – πριν από ενάμιση χρόνο «έκλεισε» στο eBay στα 733 ευρώ! – το highlight του συγκροτήματος. (Ευτυχώς, όμως, γι’ αυτό το άλμπουμ, προνόησε η Sunbeam το 2006, όταν το επανεξέδωσε σε πολύ ωραίο gatefold βινύλιο). Τα «Παιδιά του Λιρ» – ναι, πρόκειται για τον “King Lear” του Shakespeare – είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους μύθους της Ιρλανδίας. Το concept αφορά στην ιστορία της Fionnuala και των αδελφών της Aodh, Fiachra και Conn. Όταν η Aiobh, μητέρα των παιδιών, πέθανε, ο Bodb (πεθερός του Lear), για να κρατήσει τον πατέρα στα ίσα και να τον... βοηθήσει στην ανατροφή των παιδιών, έστειλε την άλλη κόρη του Aιfe για να τον παντρευτεί. Η Aιfe, ως κλασική κακή μητριά, αφού δεν μπόρεσε να εξοντώσει τα παιδιά τα... μετέτρεψε σε κύκνους. Όταν ο πατέρας της Bodb το έμαθε, καταράστηκε την ίδιαν ώστε να γίνει αερικό... Μ’ αυτά πάνω-κάτω καταπιάνεται το “The Children of Lir” (οι τίτλοι των τραγουδιών είναι ενδεικτικοί: “Lir’s lament”, “Wedding song”, “Children’s song”, “Children of the dawn”, “Farewell song”, “Sad children”...), παρέχοντας την ευκαιρία στους Loudest Whisper να δέσουν ένα έργο, με όμορφα τραγούδια και ωραία folk-rock μέρη.
Είχα δει πριν από καιρό στο YouTube ένα βίντεο του Eric Burdon, από μια συναυλία του στην Γένοβα (21/7/2009) κι αισθάνθηκα «κάπως»· κυρίως, όταν εμφανίστηκε η κρητικής καταγωγής λυράρισσα Γεωργία Νταγάκη να προαναγγέλει το “Paint it, black” με το τραγούδι του Νίκου Ζούδιαρη Πανσέληνος, πιάνοντας τις πρώτες νότες από το άσμα των Rolling Stones και συνοδεύοντας τον μεγάλον Eric μέχρι το τέλος. Είναι περιττό ή να το πω; Η Νταγάκη είναι μέλος της μπάντας του Eric Burdon! Επειδή διδάχθηκα να σέβομαι ανθρώπους με την ποιότητα του Burdon, θεωρώ την παρουσία της Κρητικιάς στους New New… Animals (ή όπως, τέλος πάντων, τώρα λέγονται) μεγάλη διάκριση. Ακούω, έτσι, και με… άλλο αυτί το προσωπικό της άλμπουμ “Secret Love”, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2009 από τη γερμανική Network (στην ετικέτα Raki Records). Η Νταγάκη παίζει σε πολλά ταμπλώ. Το CD της περιέχει (τα πάντα ενδιαφέροντα) τραγούδια του Νίκου Ζούδιαρη, τα οποία ερμηνεύει η ίδια (στην ελληνική εννοείται – στο ένθετο οι στίχοι είναι μεταφρασμένοι στην αγγλική και τη γερμανική), ορχηστρικά του Τάκη Μπαρμπέρη που κυλάνε σε fusion δρόμους, «Ερωτόκριτο», λαϊκά (την «Αχάριστη» του Τσιτσάνη… διασκευασμένη για πιάνο από τον Τάκη Φαραζή) κ.ά. Για τους Γερμανούς, ok. Ως Έλληνας όμως (και όχι ως Γερμανός…) επιζητώ ένα πιο στοχευμένο ρεπερτόριο, το οποίο, νομίζω, πως μπορεί να το εξασφαλίσει η Νταγάκη στο μέλλον. Στο live στη Γένοβα - για να επανέλθω - εκτός από τον Burdon και την Νταγάκη στη σκηνή πρέπει να βρίσκονταν και οι Red Young πλήκτρα, Billy Watts κιθάρα, Terry Wilson μπάσο και Brannen Temple ντραμς (όλη με ιστορία... αν το ψάξει κάποιος).
Τσίμπησα από ένα stand της Συγγρού τη δωρεάν εφημερίδα Metropolis Weekend (18-20 Ιουνίου 2010, αριθμός φύλλου 903/72). Στα πολιτικά ζητήματα, άρθρα, θέματα, τα πάει καλά – εννοώ πως καταγράφονται ευθαρσώς απόψεις, που έχουν να πουν, ανεξαρτήτως αν συμφωνείς ή όχι. Θα μπορούσα, βεβαίως, να εκφράσω αντιρρήσεις σε κάμποσα πράγματα, αλλά δεν υπάρχει χρόνος… Προσπερνώ λοιπόν κάποια θέματα που δεν μ’ ενδιαφέρουν (ευτυχώς δεν υπάρχουν αθλητικά στην εφημερίδα – ίσως γιατί βγαίνει ξεχωριστή φυλλάδα, η Metropolis Sports) και πάω λίγο στα περί μουσικής. Υπάρχουν διάφορες στήλες με παρουσιάσεις δίσκων, συνεντεύξεις, αλλά εγώ θα μείνω λίγο σε μια σελίδα, την οποίαν υπογράφει η κυρία Βίκυ Οικονομοπούλου (δεν την γνωρίζω εξ όψεως, ούτε έχω ξαναδιαβάσει κάτι δικό της – τουλάχιστον δεν θυμάμαι τ’ όνομά της). Υπάρχει λοιπόν εκεί ένα κείμενο που επιγράφεται «Ο Μεγάλος Αιρετικός, που λείπει όσο ποτέ» και το οποίο αναφέρεται στον Μάνο Χατζιδάκι. Δεν ξέρω από ποιους λείπει ο Χατζιδάκις – εμένα, προσωπικώς, περισσότερο από τον Χατζιδάκι, μού λείπει ο φίλος μου ο Ανδρέας, που πέθανε τα περασμένα Χριστούγεννα –, όμως έχω βαρεθεί ν’ ακούω και να διαβάζω λόγια του αέρα.Τι θα συνέβαινε δηλαδή αν ζούσε ο Χατζιδάκις; Δεν θα κοβόντουσαν οι συντάξεις και τα «δώρα»; H ανεργία μήπως δεν θά’ταν 11,7%; Μήπως τα τρία «δεν» του Λοβέρδου δεν θα γινόντουσαν γαργάρα; Ή «μήπως» το πιστόλι του Παπακωνσταντίνου θα… σκότωνε τελικά τους κερδοσκόπους; Ας αφήσουμε τον Χατζιδάκι εκεί όπου (δεν) είναι «και τις διαρκείς παρεμβάσεις του στα κοινωνικά-πολιτικά ζητήματα της εποχής»κι ας ψάξουμε να βρούμε μερικούς καλλιτέχνες του σήμερα, Έλληνες ή αλλοδαπούς, που να έχουν κάτι να πουν (αν έχουν) μπροστά στο νέο Μεσαίωνα. Και σημειώνει λίγο παρακάτω η Οικονομοπούλου: «Σήμερα, που σιωπούν οι διανοούμενοι – αν δεν λείπουν εντελώς – η φωνή του λείπει όσο ποτέ (σ.σ. του Χατζιδάκι)». Να με συγχωρήσει η συντάκτις, αλλά αυτό το περί «διανοουμένων που σιωπούν» είναι η μεγαλύτερη μαλακία (sorry για τη λέξη) που ακούγεται από παντού, και που αναπαράγεται ηλιθιωδώς και με τον πιο εξωφρενικό τρόπο. Εγώ… όσα χρόνια ζω δε θυμάμαι ποτέ κανένα κίνημα διανοουμένων, που να παρεμβαίνει στα πράγματα, αλλά ανεξάρτητες φωνές, που από καιρού εις καιρόν, με κάποιες αφορμές, βγαίνουν και λένε γνώμες. Θυμάμαι πριν από 2-3 χρόνια τον Διονύση Χαριτόπουλο (τον οποίον σέβομαι ως άνθρωπο που σκέπτεται – δεν μου αρέσει η λέξη διανοούμενος) σε συνέντευξή του στο Ε της Ελευθεροτυπίας (αν θυμάμαι καλά) να λέει για τον νυν Πρωθυπουργό (αυτό το θυμάμαι…): «Το Γιωργάκη δε θα τον έστελνα ούτε να μου ψωνίσει εφημερίδα από το περίπτερο. Γιατί; Δε θα ήμουν σίγουρος τι εφημερίδα θα πάρει, ούτε αν θα βρει το δρόμο να επιστρέψει, ούτε αν θα χάσει τα ρέστα. Ένας κανονικός Ραν Ταν Πλαν... Είναι ένας πολιτικός φτιαγμένος από τα μπάζα του Ανδρέα Παπανδρέου». Θυμάμαι προσφάτως τον Στέλιο Ράμφο να βγαίνει στα κανάλια (σε κάποια κανάλια) μιλώντας για το τελευταίο του βιβλίο και για άλλα διάφορα, θυμάμαι τον Μάτεσι, τον Γιανναρά και ουκ ολίγους άλλους «διανοούμενους» να λένε ό,τι έχουν να πουν και μάλιστα με περισσό πάθος· περισσότερο δε από κάθε άλλη φορά. Πώς σιωπούν δηλαδή; Δηλαδή τι θά’πρεπε να κάνουν, κατά την συντάκτρια, για να μη σιωπούν; Να βγαίνουν στους πρωινούς καφέδες, ή να μιλάνε για τη Eurovision και την Εθνική Ελλάδος; Ας σταματήσει πλέον αυτή η αηδία με τους «διανοούμενους» που λουφάζουν…
Κοιτάω και λίγο πιο κάτω στη σελίδα της Οικονομοπούλου… όπου γράφει κάτι για τους Socrates. «‘Είναι γιατί βγάζουμε τον καινούριο μας δίσκο’, λένε με μια φωνή ο Γιάννης Σπάθας και ο Αντώνης Τουρκογιώργης». Το ότι οι Socrates ετοιμάζουν κάποιο δίσκο είναι παλιό. Εκείνο που δεν είναι παλιό είναι πως ο Αντώνης Τουρκογιώργης στα τέλη Απριλίου υπέστη βαρύ εγκεφαλικό (το έγραψαν όλες οι εφημερίδες). Δεν ξέρω ενάμισι μήνα μετά σε τι κατάσταση βρίσκεται – αν μπορεί να κουνηθεί και να μιλήσει. Πότε έκανε αυτή τη δήλωση, ο Τουρκογιώργης, στην κυρία Οικονομοπούλου; Γιατί αν την έκανε τώρα, θα ήταν σημαντικότερο να μας πει η συντάκτις ότι ο άνθρωπος είναι καλά και πως διέφυγε τον κίνδυνο. Αν όμως την έκανε τη δήλωση αυτή κάτι μήνες πριν, τότε η Οικονομοπούλου ελέγχεται και για ηθικούς λόγους – σκέπτεστε να διαβάσουν το κείμενό της οι συγγενείς τού Τουρκογιώργη; – και για επαγγελματικούς λόγους, με το να… ξαναζεσταίνει καμμένο φαΐ. Αλλά τι να περιμένω από κάποιον-κάποια που δεν ξέρει να γράφει σωστά ούτε το όνομα του συγκροτήματος (Socrates Drank the Conium είναι το σωστό και όχι Drunk The Conium).
Και κάτι ακόμη. Στο αριστερό κομμάτι της σελίδας της η Οικονομοπούλου γράφει για κάποιο δίσκο του παρελθόντος, σ’ ένα στυλ παρόμοιο μ’ εκείνον του "δισκορυχείου", που εμφανίζω στο Jazz & Tζαζ από 15ετίας. Δε θέλω να νομιστεί πως το λέω αυτό επειδή… τάχα ανακάλυψα τον τροχό και ενοχλούμαι επειδή με αντιγράφουν. Έτσι το λέω…
Παρατηρώντας κάποιος τα εκατοντάδες jazz σχήματα που εξορμούν από τον ευρωπαϊκό βορρά, προκειμένου να κατακτήσουν τη Γηραιά Ήπειρο, αλλά από καιρού εις καιρόν και την Αμερική, αρχίζει να αναρωτιέται σε σχέση με το «προς τι;». Πού οφείλεται δηλαδή αυτή η τεράστια ποικιλία ήχων, αυτό το σπάνιο καλειδοσκόπιο, που χρωματίζεται από τις πιο ακραίες φόρμες, έως τo mainstream, τη vocal jazz και ό,τι υπάρχει ενδιαμέσως; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη, σε πρώτη φάση. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, συνεκτιμώντας ένα ανοικτό, φιλελεύθερο πνεύμα από την μια μεριά, απαλλαγμένο από προκαταλήψεις (βοήθησε σ’ αυτό η ομαλή γειτονία, η απουσία παθών, πολλώ δε μάλλον εμφυλίων) και βεβαίως, από την άλλη, η «φιλόξενη γη» την οποίαν αντίκρισαν πάμπολλοι μουσικοί, από δεκάδες μεριές του κόσμου, οι οποίοι κατέφθασαν στις… παγωμένες χώρες είτε ως μετανάστες, είτε ως απλοί επισκέπτες.
Κάπως έτσι ο Albert Ayler (13/7/1936-11/1970) βρέθηκε στη Σουηδία στο τέλος του καλοκαιριού του 1960, κατ’ αρχάς για διακοπές. Και πιθανώς να μην επανερχόταν ποτέ εκεί, αν δεν υπήρχε κάτι άλλο, έξω από το καλλιτεχνικό πνεύμα, που να τον ανάγκαζε να πηγαίνει και να ξαναπηγαίνει (στη Σουηδία και την Δανία κυρίως). Οι ωραίες γυναίκες. Αν και συνήθως τέτοιοι λόγοι περνούν σε δεύτερη μοίρα, για να μην πω πως είναι ανύπαρκτοι, από τους θεωρητικούς και τους καθαρολόγους, που ψάχνουν να βρουν την επανάσταση ακόμη και όταν το... υποκείμενο πηγαίνει προς νερού του, θα πρέπει να τους συνεκτιμούμε (τους λόγους) στη βάση ενός ρεαλισμού, που αρνείται να κολακεύσει την ουτοπία.
Ο πρώτος Σκανδιναυός (του χώρου) που γνώρισε ο Ayler, σ’ εκείνη την παρθενική του επίσκεψη στη Σουηδία, ήταν ο δανός παραγωγός Jorgen Frigard. Συναντήθηκαν τυχαίως σε κάποιο τρένο και όταν ο Ayler μετά από τρεις εβδομάδες διακοπών θα επέστρεφε στην Αμερική, προτίμησε να περάσει για λίγο από την Κοπενχάγη, όπου θα τον φιλοξενούσε ο νέος φίλος του. (από αριστερά: Donald Ayler, Albert Ayler, New York, mid-1960s by Larry Fink)
Θυμάται ο Frigard: «Για όσες ώρες βρισκόμασταν στο τρένο μελετούσε συνέχεια. Είχα πάθει ταραχή απ' αυτά που άκουγα. Εν τω μεταξύ ήταν απολύτως ενήμερος για την ιστορία του σαξοφώνου. Μου μιλούσε για τον Charlie Parker, τον Coleman Hawkins, τον Γάλλο της κλασικής Marcel Mule, ακόμη και για τον επινοητή του οργάνου τον Adolph Sax. Κι όταν άρχιζε να παίζει; Αφήστε τα. Κανείς δεν είχε πάει το σαξόφωνο τόσο μακρυά, ούτε καν ο Eric Dolphy. Τον φιλοξένησα δύο μέρες στην Κοπενχάγη. Το δεύτερο βράδυ ήθελε να βγούμε έξω, ζητώντας μου να τον πάω σε κάποιο μέρος που θα μπορούσε να παίξει. Τον πήγα στο Vingarden, το πιο δημοφιλές, τότε, τζαζ κλαμπ της πόλης. Έπαιζαν εκείνο το βράδυ ο τρομπετίστας Alan Botchinsky, κάποιος σουηδός σαξοφωνίστας ονόματι Lindskog, o πιανίστας Bent Axen, o μπασίστας Benny Nielsen και ο ντράμερ Finn Frederiksen. Μου λέει τότε ο Ayler: ‘θέλεις να ρωτήσεις τον πιανίστα, αν μπορώ ν’ ανέβω στο πάλκο;’. Ήταν ευγενικός και καθόλου φορτικός. ‘Βέβαια, αν σου πουν όχι κανένα πρόβλημα από μένα’ συνέχισε. Σηκώθηκα σχεδόν αμέσως και πήγα να μιλήσω στον Axen. ‘Ας έρθει’, μου απαντάει εκείνος. Ο Ayler με το που ανέβηκε πάνω, έφερνε μαζί του κάτι άλλο. Ο κόσμος ένοιωθε δηλαδή ότι κάτι θα συμβεί, κάτι όμως που δεν μπορούσε να προβλέψει. Μετά από μια μικρή κουβέντα συμφώνησαν όλοι να παίξουν το “Moanin’” του Bobby Timmons. Στην αρχή ο Ayler έπαιζε συγκρατημένα, απλά και καθαρά τις νότες του θέματος. Όσο όμως προχωρούσε το κομμάτι, ο ένας μετά τον άλλον από τους υπολοίπους μουσικούς σταματούσε να παίζει. Τελευταίος έμεινε ο ντράμερ Frederiksen. Τo θέμα ερχόταν ξανά και ξανά μέσα από δαιδάλους, αλλά κανένας από τους μουσικούς δεν μπορούσε να μπει κάποια στιγμή και να τον συνοδεύσει. Έπαιζε μόνος του. Δεν είχαμε ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Οι μισοί από το ακροατήριο κρατούσαν τ’ αυτιά τους ενοχλημένοι και οι άλλοι μισοί ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές. Όταν τελείωσε το live ρώτησα τους μουσικούς τι ήταν αυτό που ακούστηκε. Μου είπαν πως ήταν κάτι διαφορετικό – ούτε εκείνοι ήξεραν – και πάντως too much για τις δυνατότητές τους. Με ρωτήσανε τότε κάτι που είχε πολύ μεγάλη σημασία. ‘Καλά αυτός ο τύπος μπορεί να παίξει στρωτά, φυσιολογικά το σαξόφωνό του ή μόνο έτσι ξέρει να παίζει;’. Απάντησα: ‘φυσικά και μπορεί, τον έχω ακούσει’».
Επέμεινα λίγο στην περιγραφή του Jorgen Frigard για δύο κυρίως λόγους. Κατ’ αρχάς γιατί επρόκειτο για το παρθενικό gig του Albert Ayler στη Σκανδιναυία κι έχει αξία μια μαρτυρία από ένα τόσο κοντινό πρόσωπο και βεβαίως γιατί καταδεικνύεται το πλέον σοβαρό, πως για να φθάσει κάποιος να υπερβεί ό,τι του έχει παραδοθεί, θα πρέπει να έχει αφιερώσει άπειρο χρόνο σε μελέτη, κατέχοντας στον αρτιότερο δυνατό βαθμό την προϋπάρχουσα παράδοση.
Περί το Πάσχα του 1962 ο Albert Ayler ξεκινά από την Νέα Υόρκη με προορισμό το Γκέτεμποργκ, αυτή τη φορά όχι για διακοπές, αλλά για να θέσει τις βάσεις της εντελώς δικής του, προσωπικής αντίληψης για το μαύρο ήχο. Η Σουηδία συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα (σε κάποια ήδη αναφέρθηκα...). Είχε ήδη ένα σοβαρό jazz background με τα πολύ δημοφιλή ονόματα των fifties (Arne Domnerus, Lars Gullin, Gosta Theselius, Bengt Hallberg, Rune Ofwerman, Ake Persson κ.ά.) να δίνουν το στίγμα, την ίδια ώρα που αποτελούσε μεταναστευτικό πόλο για δεκάδες μουσικούς από την υπόλοιπη Ευρώπη, την Αφρική, τις Δυτικές Ινδίες και την Αμερική. Σχεδόν αμέσως ο Ayler θα πιάσει δουλειά. Γνωρίζεται με τον τζαμαϊκανό περκασιονίστα-τραγουδιστή Ken Hunter, τον πιανίστα Jimmy Wood Sr., τον μπασίστα Bill Houston και τον νοτιοαφρικανό σαξοφωνίστα Harold Jefta – όλοι μετανάστες. Θυμόταν ο ίδιος, οκτώ χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό L’ Art Vivant: «Όταν πήγα στη Σουηδία άρχισα να παίζω εμπορική μουσική με τον Kim(;) Hunter και κάποιους άλλους τύπους. Παίζαμε calypso συνήθως, κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου. Επιζητούσα με κάθε τρόπο την ευκαιρία να φύγω, να πάω στην παλιά πόλη και να παίξω τη δική μου μουσική, εκείνη που άρεσε στους νέους».
Στην παλιά πόλη της Στοκχόλμης, την Gamla Stan, υπήρχε ένα club, το Bodabilla κι εκεί ο Ayler είχε την ευκαιρία να παίξει όσα (περίπου) γούσταρε, συνεργαζόμενος με τον Bill Houston, την τραγουδίστρια Anna-Britta Westerman και ορισμένους άλλους. Εκεί γύρω, και κάπως έτσι, θα πρέπει να τον άκουσε για πρώτη φορά ο Bengt “Frippe” Nordstrom (1936-23/10/2000), σαξοφωνίστας με άποψη και παραγωγός ο ίδιος, ο ο οποίος θα αποδειχθεί σύντομα πως ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος, εκείνος που θα έβγαζε το φίλο μας από ένα πρώτο επίπεδο αφάνειας. Πριν όμως απ’ αυτό, υπήρξε το πρώτο ηχογραφημένο session.
Προς τα μέσα Ιουνίου του 1962 ο Bill Houston, πήρε τον Ayler, την Westerman και τον πιανίστα Ulf Wilhelmsson για ένα σύντομο ταξίδι στην Φινλανδία, όπου θα έπαιζαν σ’ ένα τριήμερο dance-gig στην πόλη Vasa. Άγνωστο αν ο Ayler εμφανίστηκε εκεί τελικώς, αφού φεύγει κατ’ ευθείαν για το Ελσίνκι. Γνωρίζεται με τον σουηδό κιθαρίστα Herbert Katz στο δισκάδικό του και μέσω αυτού καταφέρνει να γράψει τα πρώτα του κομμάτια για το φινλανδικό ραδιόφωνο. Ήταν ένα session 19 λεπτών και τριών κομματιών (Sonnymoon, Summertime, On green dolphin street), στα οποία φαινόταν απλώς ο επαγγελματισμός του. Για πρώτη φορά αυτά τα tracks ακούστηκαν το 2004 στην “Holy Ghost”, την μνημειώδη έκδοση της Revenant (John Fahey κ.ά.)
Ο Bengt “Frippe” Nordstrom δεν ήταν κάποιο τυχαίο πρόσωπο, ένας τάχα περιστασιακός μουσικός. Ήταν απλώς ο σωστός άνθρωπος τη σωστή στιγμή, ώστε να εκτιμήσει το διαφορετικό που έφερνε η μουσική του Ayler. Έγραφε για τον Frippe ο Thomas Millroth στο περιοδικό συν και πλην: «Η σκέψη μου συγκεντρώνεται ιδιαίτερα στις εξαιρέσεις, στις μοναχικές υπάρξεις, στους ερευνητές. Ένας απ’ αυτούς, ο πιο σπουδαίος, είναι ο σαξοφωνίστας Bengt Nordstrom. Από τον καιρό ακόμα που ο Ornette Coleman έπαιζε σε άσημα κλαμπ με το πλαστικό του άλτο, ο κ. Nordstrom – Frippe για τους φίλους του – έκανε την εμφάνισή του σε διάφορα μέρη απ’ όπου οι άλλοι μουσικοί τον πετούσαν έξω με τις κλωτσιές. Ενοχλούσε το ακροατήριο και κατατρόμαζε τον κόσμο με την άγρια εμφάνισή του και το απόλυτο αντισυμβατικό του παίξιμο, που δεν είχε καμία σχέση ούτε με συγχορδίες ούτε με παραδοσιακό ρυθμό. Μόνο όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 συνάντησε τον Albert Ayler, άγνωστο τότε, που δούλευε χαμάλης στα σουηδικά πλοία, μόνο τότε παραδέχτηκε πως βρήκε ένα μυαλό ανάλογο με το δικό του. Έγραψε δίσκο με τον Albert Ayler και τον ντράμερ Sune Spangberg στη δική του εταιρία Bird Notes (στην ίδια όπου νωρίτερα είχε ηχογραφήσει τον Miles Davis και τον John Coltrane)».
Μπορεί ο Nordstrom να μην έπαιξε ποτέ επισήμως με τον Αlbert Ayler, αφού υπήρξε για ’κείνον, κατά πρώτον, παραγωγός, όμως ήταν αυτός που τον έφερε σ’ επαφή με τη νέα γενιά των σουηδών jazzmen (Borje Fredricksson, Bjorn Alke, Lars Sjosten, Bosse Warmell, Bernt Rosengren, Bertil Lovgren, Rune Carlsson - είχε ήδη παίξει με τον Eric Dolphy, κ.ά.), δίνοντας την πρώτη σοβαρή «κλωτσιά» ώστε να γυρίσει το κουβάρι.
Πώς, όμως, αντιμετώπιζε ο Ayler, μία ενδεχόμενη επαφή του με την δισκογραφία; Έλεγε ο ίδιος (το 1970): «Μετά τις πρώτες μου περιπέτειες στη Σουηδία γνώρισα έναν τύπο, τον Bengt Nordstrom, o οποίος ήθελε να κάνει ένα άλμπουμ μαζί μου. Δεν ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε να δισκογραφήσω, επειδή δεν είχα προχωρήσει τόσο πολύ το προσωπικό μου στυλ. Ο Nordstrom επέμενε, το θεωρούσε αναγκαίο. Μπήκαμε τότε σε μια αίθουσα και γράψαμε. ‘Καλό, καλό’ φώναξε, ‘είναι ένας καλός δίσκος’. ‘Εντάξει είναι’, του απάντησα εγώ».
Το άλμπουμ ή μάλλον τα άλμπουμ ηχογραφήθηκαν την 25/10/1962 στην Κύρια Σάλα της Μουσικής Ακαδημίας της Στοκχόλμης, με συνοδηγούς τον μπασίστα Torbjorn Hultcrantz και τον ντράμερ Sune Spangberg. Δεν πρέπει να παρασύρεται κανείς από τις «σάλες» και τις «ακαδημίες», γιατί το αποτέλεσμα, παρότι καταγράφει το θρασύ, προβοκατόρικο, έξω από οποιαδήποτε κοινή λογική παίξιμο του Ayler στο τενόρο, ήταν πολύ φτωχό από ηχητικής πλευράς. Θυμόταν ο Spangberg (το 1992): «Ο χώρος που παίξαμε ήταν έρημος και άδειος, με απίστευτη ηχώ. Μπαινόβγαιναν, μάλιστα, διάφοροι απρόσκλητοι, αν και οι περισσότεροι την έκαναν για άλλες αίθουσες, στις οποίες ακουγόταν χορευτική μουσική, πιο κοντινή στο μέσο γούστο. Θυμάμαι ακόμη έναν jazz-fan, τύφλα στο μεθύσι, που έμεινε κοντά μας σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του session και ο οποίος σφύριζε, τραγουδούσε και φώναζε συνέχεια. Εμάς πάντως δεν μας ενοχλούσε. Νοιώθαμε πολύ καλά μεταξύ μας κι είχαμε συμφωνήσει τι ακριβώς θα παίζαμε. Ξέρετε, από ’κείνα τα 8μετρα στάνταρντ, που ήταν κάτι σαν δεύτερη φύση μας. Παρ’ όλα αυτά η έκπληξη καραδοκούσε. Αν και είχαμε συνοδέψει, μαζί με τον Torbjorn λίγο καιρό πριν, το είδωλό μας, τον Bud Powell, τώρα είχαμε μπροστά μας κάτι άλλο. Κάτι εντελώς έξω από τα καθιερωμένα. Ο Ayler εκινείτο με τρομερή ελευθερία, δεν ακολουθούσε καμία συνταγή, κονιορτοποιούσε τα μέτρα, τις αρμονίες, τα πάντα. Αναρωτιόμουν αν ήμουν εγώ εκείνος που έπαιζε. Πώς ήταν δυνατόν να είναι αληθινή μία τέτοια κατάσταση. Με τη λογική φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε να δώσει εξηγήσεις». Γράφει σχετικώς η Valerie Wilmer στο μεταφρασμένο με λάθη Σοβαρό Όσο κι Η Ζωή σου των εκδόσεων Praxis: «Το σέσιον έγινε μπροστά σ’ ένα ακροατήριο 25 ανθρώπων. Ο άτυχος μπασίστας και ο ντράμερ που φωνάχτηκαν για να συνοδέψουν τον Ayler αγνοήθηκαν(sic) απ’ την αρχή ως το τέλος. Ο Ayler ακουγόταν λίγο σαν τον Sonny Rollins μα ήδη ήταν αναγνωρίσιμη η σφραγίδα της προσωπικότητάς του».
Αλλά αντ’ άλλων δηλαδή , αφού ούτε ακροατήριο υπήρχε... πέραν του μεθυσμένου και των περαστικών, ούτε «φωνάχτηκαν» οι μουσικοί (λες και ήταν τίποτα του δρόμου), oι οποίοι μάλιστα είχαν ξαναπαίξει με τον Ayler, όντας μέλη του γκρουπ του Bernt Rosengren, των Jazz Club 57, ούτε «αγνοήθηκαν από την αρχή ως το τέλος», αφού μέσα σε μια κακή αίθουσα και με τους διάφορους απίθανους να γυροφέρνουν, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ο Nordstrom, για να σώσει την κατάσταση, θα ήταν να κατεβάσει τις συχνότητες, θάβοντας το rhythm section (γιατί το τενόρο δεν γινόταν να θαφτεί με τίποτα). Έτσι μόνο θα προέκυπτε μια ηχογράφηση της προκοπής. Είναι γνωστόν όμως πως η Wilmer έγραφε, συνήθως, φορτισμένη… Το session εμφανίστηκε σε δύο LP, με τίτλους “Something Different!!!!!!” και “The First Recording Vol. 2” αντιστοίχως (ίσως ο δεύτερος τόμος να πρωτοβγήκε στην Ιαπωνία το 1990, αφού στο εξώφυλλο γράφει "unissued music from the first recording"). Το πρώτο LP, όμως, κυκλοφόρησε σ' ελάχιστα αντίτυπα (κάποιος ιάπωνας fan μου είχε μιλήσει για 25 – πιθανώς, αφού ο Nordstrom φαίνεται πως είχε τυπώσει κι ένα δίσκο του Don Cherry σε 5 μόλις αντίτυπα!) αποτελώντας έκτοτε «άγιο δισκοπότηρο» στην πιάτσα των συλλεκτών. (Είχε εμφανιστεί πριν από κάποια χρόνια στο eBay κι είχε πουληθεί 2000$. Υπάρχουν ακόμη πειρατικές εκδόσεις και βεβαίως, νόμιμες, φθηνές και άψογες επανεκδόσεις, όπως εκείνη στη Sonet ως "The First Recordings"). Το σετ αποτελείτο από στάνταρντ (“I’ll remember April”, “Softly as in a morning sunrise”, “I didn’t know what time it was”), originals των Sonny Rollins, Miles Davis, Tadd Dameron και ακόμη το “Moanin’” του Bobby Timmons (το πρώτο κομμάτι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, που έπαιξε ποτέ ο Ayler στην Σκανδιναυία). Νωρίς τον Νοέμβριο του 1962 ο Ayler έγραφε σ’ έναν κολλητό του, από την μπάντα του Στρατού, στην Αμερική: «Είμαι στην Κοπενχάγη τώρα και παίζω με τον Cecil Taylor. Πρωτόπαιξα μαζί του στη Στοκχόλμη. Μου είπε πως είχα το πιο δυνατό σαξόφωνο που είχε ποτέ ακούσει. Έκανα κι ένα δίσκο στη Σουηδία και θα κάνω άλλον έναν με τον Cecil. Θα σου στείλω μια κόπια. Μετά θα πάμε στη Γερμανία και από ’κει στη Ρώμη. Ακολουθεί η Νέα Υόρκη και το Five Spot. Ο Trane θα παίξει στη Στοκχόλμη στις 21. Θα πάω τη μέρα που θα έχω off, για το μεγάλο σέσιον.... Θέλω να γυρίσω στη Νέα Υόρκη. Θά’μαι εκεί μέχρι τις 5 του Δεκέμβρη».
Δίσκο βεβαίως με τον Cecil Taylor δεν έκανε ποτέ ο Ayler, αν και εμφανίστηκαν για κάμποσες ημέρες μαζί στο Montmartre. Παρ’ όλα αυτά, στην “Holy Ghost”, ανθολογείται ένα κομμάτι, γραμμένο στην πρωτεύουσα της Δανίας την 16/11/1962. Το κουαρτέτο συναποτελούσαν οι Sunny Murray ντραμς και Jimmy Lyons άλτο, όπως κι ένας σουηδός μπασίστας, ο Kurt Lindgren. Πάντως, το ταξίδι στη Νέα Υόρκη δεν το πραγματοποίησε τελικώς ο Ayler (θα το έκανε λίγο αργότερα), και μάλλον δεν του βγήκε σε κακό.Ένας από τους ανθρώπους που έφεραν τον Taylor από τη Σουηδία στη Δανία ήταν ο ιδιοκτήτης της Debut Records, ο Ole Vestergaard. Προφανώς ήταν αυτός που οδήγησε τον Ayler στο στούντιο του Danish National Radio, την 14/1/1963, για την ηχογράφηση του “My Name Is Albert Ayler”, του πρώτου «κανονικού» (ας τον πούμε έτσι) δίσκου του αμερικανού μουσικού. Το ρεπερτόριο «μία από τα ίδια» τρόπος του λέγειν (στάνταρντ, Parker, Gershwin), με το παίξιμο στο σοπράνο, αλλά και στο τενόρο να κάνει τη διαφορά. Προφητικό, για την μετέπειτα πορεία του Ayler, το τελευταίο track, το “C.T.” (μήπως “Cecil Taylor”;), ένας ελεύθερος χείμαρρος για τενόρο, μπάσο και ντραμς, άνευ προσυμφωνημένου τέμπο, μέτρου και αλληλουχίας ακόρντων. Ποιοι συνόδευαν; Oι Δανοί Niels Bronsted πιάνο, Niels-Henning Orsted Pedersen μπάσο και ο αμερικανός εμιγκρές Ronnie Gardiner ντραμς. Μεγάλη περίπτωση ο Pedersen, που ήταν μόλις στα 16(!), δίχως ποτέ να είχε ακούσει κάτι περί Ayler. Ούτε όμως γι’ αυτόν βρήκε μια καλή κουβέντα η Wilmer, στη συνέχεια του βιβλίου της...
Και μετά; Ο λόγος πάλι στον Ayler: «Είχα αποφασίσει πλέον ότι έπρεπε να γυρίσω στην Αμερική. Και το έκανα, αρχίζοντας να παίζω με τον Cecil Taylor στο Take Three, στο Greenwich Village. O Eric Dolphy και ο John Coltrane συνήθιζαν να έρχονται ν’ ακούσουν τον Sunny Murray, τον Jimmy Lyons, τον Henry Grimes, τον Cecil κι εμένα, όταν τελείωναν από το Village Gate, αφήνοντας να δημιουργηθεί ένα κλίμα πως κάτι συνέβαινε στη μουσική, κάτι που δεν μπορούσαν και οι ίδιοι να το καταλάβουν. Απλώς το ένοιωθαν».
Πριν τον ξανακαλέσει ο Vestergaard στη Δανία, ο Ayler είχε γίνει ήδη «όνομα» στο σχετικό circuit, αφού είχε δώσει τέσσερις από τις πιο σημαντικές δουλειές του. Το άλμπουμ “Spirits” [πρωτοβγήκε και αυτό στην Debut, rec. New York 24/2/1964] και φυσικά την τριάδα στην ESP “Prophecy” (rec. 14/6/1964), “Spiritual Unity” (rec. 10/7/1964) και “New York Eye and Ear Control” (rec. 17/7/1964). (από αριστερά: Sunny Murray, Gary Peacock, Albert Ayler, Don Cherry)
Στη Δανία θα ταξιδέψουν αυτή τη φορά, εκτός του Ayler, ο Don Cherry, ο Gary Peacock και ο Sunny Murray. Οι πρώτες παραστάσεις θα δοθούν στο κλαμπ Montmartre την 3/9/1964 και στο Danish Radio την 10/9/1964, για να συγκεντρωθούν όλες μαζί, όπως πρέπει, μόλις το 2002, όταν η σουηδική εταιρία ayler records θα εκδώσει το “The Copenhagen Tapes”. Στην ουσία, εδώ έχουμε μία πρόγευση των κομματιών που θα αποτελούσαν λίγες μέρες αργότερα (14/9/1964) το υλικό του άλμπουμ “Ghosts”. Τo φερώνυμο κομμάτι, που ακούγεται σε δύο εκδοχές, μία δίλεπτη και μία οκτάλεπτη, «θα μπορούσε να γίνει ο εθνικός μας ύμνος», είχε πει ο Don Cherry. Στο “Children” o Ayler κάνει τον ήχο του τενόρου του ν’ ακούγεται πότε σαν σφύριγμα και πότε σαν βρυχηθμός. Στο “Vibrations” μεταφέρει τη δική του αίσθηση από τον ρυθμό της ζωής στο Harlem, ενώ στο “Mothers” παίζει με το γνωστό του πάθος και απίστευτο vibrato – έτσι κάπως τα γράφει ο Erik Wiedemann στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ.
Άλλο όμως να τα διαβάζεις, να τα λες ή να τα γράφεις και άλλο να τ’ ακούς... Δισκογραφία 1. Holy Ghost – USA. Revenant RNV 213 – 2004 (rec. 16 or 30/6/1962)
(Herbert Katz Quintet with Albert Ayler) 2. Something Different!!!!!! – SW. Bird-Notes 1 – 1962 (rec. 25/10/1962)
(επανέκδοση στη Sonet ως “The First Recordings”) 3. The First Recording Vol. 2 – JAP. DIW-25034 – 1990 (rec. 25/10/1962) 4. Holy Ghost – USA. Revenant RNV 213 – 2004 (rec. 16/11/1962)
(Cecil Taylor Quartet with Albert Ayler) 5. My Name Is Albert Ayler – DEN. Debut DEB 140 – 1963 (rec. 14/1/1963)
(επανεκδόσεις στις Fontana, America, Freedom, Fantacy κ.ά.) 6. The Copenhagen Tapes – SWE. Ayler ayl CD-033 – 2002 (rec. 3/9/ και 10/9/1964) 7. Ghosts – DK. Debut DEB 144 – 1964 (rec. 14/9/1964)
(επανεκδόσεις στις Fontana, Arista/Freedom, Black Lion κ.ά.)
Πηγές 1. Το κείμενο του Marc Chaloin “Albert Ayler in Europe: 1959-62” στο site της εταιρίας Revenant (www.revenantrecords.com/ayler/chaloin.html) 2. The Wire, Issue 227, 1/2003 (η αναδημοσίευση της συνέντευξης του Albert Ayler στον Daniel Caux, την 28/7/1970, για το γαλλικό περιοδικό L’ Art Vivant) 3. συν και πλην 3, Φεβρουάριος 1982 4. Valerie Wilmer: Σοβαρό Όσο Κι Η Ζωή Σου, εκδ. Praxis, Αθήνα 1984