Παρατηρώντας κάποιος τα εκατοντάδες jazz σχήματα που εξορμούν από τον ευρωπαϊκό βορρά, προκειμένου να κατακτήσουν τη Γηραιά Ήπειρο, αλλά από καιρού εις καιρόν και την Αμερική, αρχίζει να αναρωτιέται σε σχέση με το «προς τι;». Πού οφείλεται δηλαδή αυτή η τεράστια ποικιλία ήχων, αυτό το σπάνιο καλειδοσκόπιο, που χρωματίζεται από τις πιο ακραίες φόρμες, έως τo mainstream, τη vocal jazz και ό,τι υπάρχει ενδιαμέσως; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη, σε πρώτη φάση. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, συνεκτιμώντας ένα ανοικτό, φιλελεύθερο πνεύμα από την μια μεριά, απαλλαγμένο από προκαταλήψεις (βοήθησε σ’ αυτό η ομαλή γειτονία, η απουσία παθών, πολλώ δε μάλλον εμφυλίων) και βεβαίως, από την άλλη, η «φιλόξενη γη» την οποίαν αντίκρισαν πάμπολλοι μουσικοί, από δεκάδες μεριές του κόσμου, οι οποίοι κατέφθασαν στις… παγωμένες χώρες είτε ως μετανάστες, είτε ως απλοί επισκέπτες.
Κάπως έτσι ο Albert Ayler (13/7/1936-11/1970) βρέθηκε στη Σουηδία στο τέλος του καλοκαιριού του 1960, κατ’ αρχάς για διακοπές. Και πιθανώς να μην επανερχόταν ποτέ εκεί, αν δεν υπήρχε κάτι άλλο, έξω από το καλλιτεχνικό πνεύμα, που να τον ανάγκαζε να πηγαίνει και να ξαναπηγαίνει (στη Σουηδία και την Δανία κυρίως). Οι ωραίες γυναίκες. Αν και συνήθως τέτοιοι λόγοι περνούν σε δεύτερη μοίρα, για να μην πω πως είναι ανύπαρκτοι, από τους θεωρητικούς και τους καθαρολόγους, που ψάχνουν να βρουν την επανάσταση ακόμη και όταν το... υποκείμενο πηγαίνει προς νερού του, θα πρέπει να τους συνεκτιμούμε (τους λόγους) στη βάση ενός ρεαλισμού, που αρνείται να κολακεύσει την ουτοπία.
Ο πρώτος Σκανδιναυός (του χώρου) που γνώρισε ο Ayler, σ’ εκείνη την παρθενική του επίσκεψη στη Σουηδία, ήταν ο δανός παραγωγός Jorgen Frigard. Συναντήθηκαν τυχαίως σε κάποιο τρένο και όταν ο Ayler μετά από τρεις εβδομάδες διακοπών θα επέστρεφε στην Αμερική, προτίμησε να περάσει για λίγο από την Κοπενχάγη, όπου θα τον φιλοξενούσε ο νέος φίλος του. (από αριστερά: Donald Ayler, Albert Ayler, New York, mid-1960s by Larry Fink)
«Η σκέψη μου συγκεντρώνεται ιδιαίτερα στις εξαιρέσεις, στις μοναχικές υπάρξεις, στους ερευνητές. Ένας απ’ αυτούς, ο πιο σπουδαίος, είναι ο σαξοφωνίστας Bengt Nordstrom. Από τον καιρό ακόμα που ο Ornette Coleman έπαιζε σε άσημα κλαμπ με το πλαστικό του άλτο, ο κ. Nordstrom – Frippe για τους φίλους του – έκανε την εμφάνισή του σε διάφορα μέρη απ’ όπου οι άλλοι μουσικοί τον πετούσαν έξω με τις κλωτσιές. Ενοχλούσε το ακροατήριο και κατατρόμαζε τον κόσμο με την άγρια εμφάνισή του και το απόλυτο αντισυμβατικό του παίξιμο, που δεν είχε καμία σχέση ούτε με συγχορδίες ούτε με παραδοσιακό ρυθμό. Μόνο όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 συνάντησε τον Albert Ayler, άγνωστο τότε, που δούλευε χαμάλης στα σουηδικά πλοία, μόνο τότε παραδέχτηκε πως βρήκε ένα μυαλό ανάλογο με το δικό του. Έγραψε δίσκο με τον Albert Ayler και τον ντράμερ Sune Spangberg στη δική του εταιρία Bird Notes (στην ίδια όπου νωρίτερα είχε ηχογραφήσει τον Miles Davis και τον John Coltrane)».
Μπορεί ο Nordstrom να μην έπαιξε ποτέ επισήμως με τον Αlbert Ayler, αφού υπήρξε για ’κείνον, κατά πρώτον, παραγωγός, όμως ήταν αυτός που τον έφερε σ’ επαφή με τη νέα γενιά των σουηδών jazzmen (Borje Fredricksson, Bjorn Alke, Lars Sjosten, Bosse Warmell, Bernt Rosengren, Bertil Lovgren, Rune Carlsson - είχε ήδη παίξει με τον Eric Dolphy, κ.ά.), δίνοντας την πρώτη σοβαρή «κλωτσιά» ώστε να γυρίσει το κουβάρι.
Πώς, όμως, αντιμετώπιζε ο Ayler, μία ενδεχόμενη επαφή του με την δισκογραφία; Έλεγε ο ίδιος (το 1970):
«Μετά τις πρώτες μου περιπέτειες στη Σουηδία γνώρισα έναν τύπο, τον Bengt Nordstrom, o οποίος ήθελε να κάνει ένα άλμπουμ μαζί μου. Δεν ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε να δισκογραφήσω, επειδή δεν είχα προχωρήσει τόσο πολύ το προσωπικό μου στυλ. Ο Nordstrom επέμενε, το θεωρούσε αναγκαίο. Μπήκαμε τότε σε μια αίθουσα και γράψαμε. ‘Καλό, καλό’ φώναξε, ‘είναι ένας καλός δίσκος’. ‘Εντάξει είναι’, του απάντησα εγώ».
Το άλμπουμ ή μάλλον τα άλμπουμ ηχογραφήθηκαν την 25/10/1962 στην Κύρια Σάλα της Μουσικής Ακαδημίας της Στοκχόλμης, με συνοδηγούς τον μπασίστα Torbjorn Hultcrantz και τον ντράμερ Sune Spangberg. Δεν πρέπει να παρασύρεται κανείς από τις «σάλες» και τις «ακαδημίες», γιατί το αποτέλεσμα, παρότι καταγράφει το θρασύ, προβοκατόρικο, έξω από οποιαδήποτε κοινή λογική παίξιμο του Ayler στο τενόρο, ήταν πολύ φτωχό από ηχητικής πλευράς. Θυμόταν ο Spangberg (το 1992):
«Ο χώρος που παίξαμε ήταν έρημος και άδειος, με απίστευτη ηχώ. Μπαινόβγαιναν, μάλιστα, διάφοροι απρόσκλητοι, αν και οι περισσότεροι την έκαναν για άλλες αίθουσες, στις οποίες ακουγόταν χορευτική μουσική, πιο κοντινή στο μέσο γούστο. Θυμάμαι ακόμη έναν jazz-fan, τύφλα στο μεθύσι, που έμεινε κοντά μας σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του session και ο οποίος σφύριζε, τραγουδούσε και φώναζε συνέχεια. Εμάς πάντως δεν μας ενοχλούσε. Νοιώθαμε πολύ καλά μεταξύ μας κι είχαμε συμφωνήσει τι ακριβώς θα παίζαμε. Ξέρετε, από ’κείνα τα 8μετρα στάνταρντ, που ήταν κάτι σαν δεύτερη φύση μας. Παρ’ όλα αυτά η έκπληξη καραδοκούσε. Αν και είχαμε συνοδέψει, μαζί με τον Torbjorn λίγο καιρό πριν, το είδωλό μας, τον Bud Powell, τώρα είχαμε μπροστά μας κάτι άλλο. Κάτι εντελώς έξω από τα καθιερωμένα. Ο Ayler εκινείτο με τρομερή ελευθερία, δεν ακολουθούσε καμία συνταγή, κονιορτοποιούσε τα μέτρα, τις αρμονίες, τα πάντα. Αναρωτιόμουν αν ήμουν εγώ εκείνος που έπαιζε. Πώς ήταν δυνατόν να είναι αληθινή μία τέτοια κατάσταση. Με τη λογική φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε να δώσει εξηγήσεις». Γράφει σχετικώς η Valerie Wilmer στο μεταφρασμένο με λάθη Σοβαρό Όσο κι Η Ζωή σου των εκδόσεων Praxis:
«Το σέσιον έγινε μπροστά σ’ ένα ακροατήριο 25 ανθρώπων. Ο άτυχος μπασίστας και ο ντράμερ που φωνάχτηκαν για να συνοδέψουν τον Ayler αγνοήθηκαν (sic) απ’ την αρχή ως το τέλος. Ο Ayler ακουγόταν λίγο σαν τον Sonny Rollins μα ήδη ήταν αναγνωρίσιμη η σφραγίδα της προσωπικότητάς του».
Αλλά αντ’ άλλων δηλαδή , αφού ούτε ακροατήριο υπήρχε... πέραν του μεθυσμένου και των περαστικών, ούτε «φωνάχτηκαν» οι μουσικοί (λες και ήταν τίποτα του δρόμου), oι οποίοι μάλιστα είχαν ξαναπαίξει με τον Ayler, όντας μέλη του γκρουπ του Bernt Rosengren, των Jazz Club 57, ούτε «αγνοήθηκαν από την αρχή ως το τέλος», αφού μέσα σε μια κακή αίθουσα και με τους διάφορους απίθανους να γυροφέρνουν, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ο Nordstrom, για να σώσει την κατάσταση, θα ήταν να κατεβάσει τις συχνότητες, θάβοντας το rhythm section (γιατί το τενόρο δεν γινόταν να θαφτεί με τίποτα). Έτσι μόνο θα προέκυπτε μια ηχογράφηση της προκοπής. Είναι γνωστόν όμως πως η Wilmer έγραφε, συνήθως, φορτισμένη… Το session εμφανίστηκε σε δύο LP, με τίτλους “Something Different!!!!!!” και “The First Recording Vol. 2” αντιστοίχως (ίσως ο δεύτερος τόμος να πρωτοβγήκε στην Ιαπωνία το 1990, αφού στο εξώφυλλο γράφει "unissued music from the first recording"). Το πρώτο LP, όμως, κυκλοφόρησε σ' ελάχιστα αντίτυπα (κάποιος ιάπωνας fan μου είχε μιλήσει για 25 – πιθανώς, αφού ο Nordstrom φαίνεται πως είχε τυπώσει κι ένα δίσκο του Don Cherry σε 5 μόλις αντίτυπα!) αποτελώντας έκτοτε «άγιο δισκοπότηρο» στην πιάτσα των συλλεκτών. (Είχε εμφανιστεί πριν από κάποια χρόνια στο eBay κι είχε πουληθεί 2000$. Υπάρχουν ακόμη πειρατικές εκδόσεις και βεβαίως, νόμιμες, φθηνές και άψογες επανεκδόσεις, όπως εκείνη στη Sonet ως "The First Recordings"). Το σετ αποτελείτο από στάνταρντ (“I’ll remember April”, “Softly as in a morning sunrise”, “I didn’t know what time it was”), originals των Sonny Rollins, Miles Davis, Tadd Dameron και ακόμη το “Moanin’” του Bobby Timmons (το πρώτο κομμάτι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, που έπαιξε ποτέ ο Ayler στην Σκανδιναυία). Νωρίς τον Νοέμβριο του 1962 ο Ayler έγραφε σ’ έναν κολλητό του, από την μπάντα του Στρατού, στην Αμερική:
«Είμαι στην Κοπενχάγη τώρα και παίζω με τον Cecil Taylor. Πρωτόπαιξα μαζί του στη Στοκχόλμη. Μου είπε πως είχα το πιο δυνατό σαξόφωνο που είχε ποτέ ακούσει. Έκανα κι ένα δίσκο στη Σουηδία και θα κάνω άλλον έναν με τον Cecil. Θα σου στείλω μια κόπια. Μετά θα πάμε στη Γερμανία και από ’κει στη Ρώμη. Ακολουθεί η Νέα Υόρκη και το Five Spot. Ο Trane θα παίξει στη Στοκχόλμη στις 21. Θα πάω τη μέρα που θα έχω off, για το μεγάλο σέσιον.... Θέλω να γυρίσω στη Νέα Υόρκη. Θά’μαι εκεί μέχρι τις 5 του Δεκέμβρη».
Δίσκο βεβαίως με τον Cecil Taylor δεν έκανε ποτέ ο Ayler, αν και εμφανίστηκαν για κάμποσες ημέρες μαζί στο Montmartre. Παρ’ όλα αυτά, στην “Holy Ghost”, ανθολογείται ένα κομμάτι, γραμμένο στην πρωτεύουσα της Δανίας την 16/11/1962. Το κουαρτέτο συναποτελούσαν οι Sunny Murray ντραμς και Jimmy Lyons άλτο, όπως κι ένας σουηδός μπασίστας, ο Kurt Lindgren. Πάντως, το ταξίδι στη Νέα Υόρκη δεν το πραγματοποίησε τελικώς ο Ayler (θα το έκανε λίγο αργότερα), και μάλλον δεν του βγήκε σε κακό.Ένας από τους ανθρώπους που έφεραν τον Taylor από τη Σουηδία στη Δανία ήταν ο ιδιοκτήτης της Debut Records, ο Ole Vestergaard. Προφανώς ήταν αυτός που οδήγησε τον Ayler στο στούντιο του Danish National Radio, την 14/1/1963, για την ηχογράφηση του “My Name Is Albert Ayler”, του πρώτου «κανονικού» (ας τον πούμε έτσι) δίσκου του αμερικανού μουσικού. Το ρεπερτόριο «μία από τα ίδια» τρόπος του λέγειν (στάνταρντ, Parker, Gershwin), με το παίξιμο στο σοπράνο, αλλά και στο τενόρο να κάνει τη διαφορά. Προφητικό, για την μετέπειτα πορεία του Ayler, το τελευταίο track, το “C.T.” (μήπως “Cecil Taylor”;), ένας ελεύθερος χείμαρρος για τενόρο, μπάσο και ντραμς, άνευ προσυμφωνημένου τέμπο, μέτρου και αλληλουχίας ακόρντων. Ποιοι συνόδευαν; Oι Δανοί Niels Bronsted πιάνο, Niels-Henning Orsted Pedersen μπάσο και ο αμερικανός εμιγκρές Ronnie Gardiner ντραμς. Μεγάλη περίπτωση ο Pedersen, που ήταν μόλις στα 16(!), δίχως ποτέ να είχε ακούσει κάτι περί Ayler. Ούτε όμως γι’ αυτόν βρήκε μια καλή κουβέντα η Wilmer, στη συνέχεια του βιβλίου της...
Και μετά; Ο λόγος πάλι στον Ayler:
«Είχα αποφασίσει πλέον ότι έπρεπε να γυρίσω στην Αμερική. Και το έκανα, αρχίζοντας να παίζω με τον Cecil Taylor στο Take Three, στο Greenwich Village. O Eric Dolphy και ο John Coltrane συνήθιζαν να έρχονται ν’ ακούσουν τον Sunny Murray, τον Jimmy Lyons, τον Henry Grimes, τον Cecil κι εμένα, όταν τελείωναν από το Village Gate, αφήνοντας να δημιουργηθεί ένα κλίμα πως κάτι συνέβαινε στη μουσική, κάτι που δεν μπορούσαν και οι ίδιοι να το καταλάβουν. Απλώς το ένοιωθαν».
Πριν τον ξανακαλέσει ο Vestergaard στη Δανία, ο Ayler είχε γίνει ήδη «όνομα» στο σχετικό circuit, αφού είχε δώσει τέσσερις από τις πιο σημαντικές δουλειές του. Το άλμπουμ “Spirits” [πρωτοβγήκε και αυτό στην Debut, rec. New York 24/2/1964] και φυσικά την τριάδα στην ESP “Prophecy” (rec. 14/6/1964), “Spiritual Unity” (rec. 10/7/1964) και “New York Eye and Ear Control” (rec. 17/7/1964). (από αριστερά: Sunny Murray, Gary Peacock, Albert Ayler, Don Cherry)
Στη Δανία θα ταξιδέψουν αυτή τη φορά, εκτός του Ayler, ο Don Cherry, ο Gary Peacock και ο Sunny Murray. Οι πρώτες παραστάσεις θα δοθούν στο κλαμπ Montmartre την 3/9/1964 και στο Danish Radio την 10/9/1964, για να συγκεντρωθούν όλες μαζί, όπως πρέπει, μόλις το 2002, όταν η σουηδική εταιρία ayler records θα εκδώσει το “The Copenhagen Tapes”. Στην ουσία, εδώ έχουμε μία πρόγευση των κομματιών που θα αποτελούσαν λίγες μέρες αργότερα (14/9/1964) το υλικό του άλμπουμ “Ghosts”. Τo φερώνυμο κομμάτι, που ακούγεται σε δύο εκδοχές, μία δίλεπτη και μία οκτάλεπτη, «θα μπορούσε να γίνει ο εθνικός μας ύμνος», είχε πει ο Don Cherry. Στο “Children” o Ayler κάνει τον ήχο του τενόρου του ν’ ακούγεται πότε σαν σφύριγμα και πότε σαν βρυχηθμός. Στο “Vibrations” μεταφέρει τη δική του αίσθηση από τον ρυθμό της ζωής στο Harlem, ενώ στο “Mothers” παίζει με το γνωστό του πάθος και απίστευτο vibrato – έτσι κάπως τα γράφει ο Erik Wiedemann στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ.
Άλλο όμως να τα διαβάζεις, να τα λες ή να τα γράφεις και άλλο να τ’ ακούς... Δισκογραφία
1. Holy Ghost – USA. Revenant RNV 213 – 2004 (rec. 16 or 30/6/1962)
(Herbert Katz Quintet with Albert Ayler)
2. Something Different!!!!!! – SW. Bird-Notes 1 – 1962 (rec. 25/10/1962)
(επανέκδοση στη Sonet ως “The First Recordings”)
3. The First Recording Vol. 2 – JAP. DIW-25034 – 1990 (rec. 25/10/1962)
4. Holy Ghost – USA. Revenant RNV 213 – 2004 (rec. 16/11/1962)
(Cecil Taylor Quartet with Albert Ayler)
5. My Name Is Albert Ayler – DEN. Debut DEB 140 – 1963 (rec. 14/1/1963)
(επανεκδόσεις στις Fontana, America, Freedom, Fantacy κ.ά.)
6. The Copenhagen Tapes – SWE. Ayler ayl CD-033 – 2002 (rec. 3/9/ και 10/9/1964)
7. Ghosts – DK. Debut DEB 144 – 1964 (rec. 14/9/1964)
(επανεκδόσεις στις Fontana, Arista/Freedom, Black Lion κ.ά.)
Κάπως έτσι ο Albert Ayler (13/7/1936-11/1970) βρέθηκε στη Σουηδία στο τέλος του καλοκαιριού του 1960, κατ’ αρχάς για διακοπές. Και πιθανώς να μην επανερχόταν ποτέ εκεί, αν δεν υπήρχε κάτι άλλο, έξω από το καλλιτεχνικό πνεύμα, που να τον ανάγκαζε να πηγαίνει και να ξαναπηγαίνει (στη Σουηδία και την Δανία κυρίως). Οι ωραίες γυναίκες. Αν και συνήθως τέτοιοι λόγοι περνούν σε δεύτερη μοίρα, για να μην πω πως είναι ανύπαρκτοι, από τους θεωρητικούς και τους καθαρολόγους, που ψάχνουν να βρουν την επανάσταση ακόμη και όταν το... υποκείμενο πηγαίνει προς νερού του, θα πρέπει να τους συνεκτιμούμε (τους λόγους) στη βάση ενός ρεαλισμού, που αρνείται να κολακεύσει την ουτοπία.
Ο πρώτος Σκανδιναυός (του χώρου) που γνώρισε ο Ayler, σ’ εκείνη την παρθενική του επίσκεψη στη Σουηδία, ήταν ο δανός παραγωγός Jorgen Frigard. Συναντήθηκαν τυχαίως σε κάποιο τρένο και όταν ο Ayler μετά από τρεις εβδομάδες διακοπών θα επέστρεφε στην Αμερική, προτίμησε να περάσει για λίγο από την Κοπενχάγη, όπου θα τον φιλοξενούσε ο νέος φίλος του. (από αριστερά: Donald Ayler, Albert Ayler, New York, mid-1960s by Larry Fink)
Θυμάται ο Frigard: «Για όσες ώρες βρισκόμασταν στο τρένο μελετούσε συνέχεια. Είχα πάθει ταραχή απ' αυτά που άκουγα. Εν τω μεταξύ ήταν απολύτως ενήμερος για την ιστορία του σαξοφώνου. Μου μιλούσε για τον Charlie Parker, τον Coleman Hawkins, τον Γάλλο της κλασικής Marcel Mule, ακόμη και για τον επινοητή του οργάνου τον Adolph Sax. Κι όταν άρχιζε να παίζει; Αφήστε τα. Κανείς δεν είχε πάει το σαξόφωνο τόσο μακρυά, ούτε καν ο Eric Dolphy. Τον φιλοξένησα δύο μέρες στην Κοπενχάγη. Το δεύτερο βράδυ ήθελε να βγούμε έξω, ζητώντας μου να τον πάω σε κάποιο μέρος που θα μπορούσε να παίξει. Τον πήγα στο Vingarden, το πιο δημοφιλές, τότε, τζαζ κλαμπ της πόλης. Έπαιζαν εκείνο το βράδυ ο τρομπετίστας Alan Botchinsky, κάποιος σουηδός σαξοφωνίστας ονόματι Lindskog, o πιανίστας Bent Axen, o μπασίστας Benny Nielsen και ο ντράμερ Finn Frederiksen. Μου λέει τότε ο Ayler: ‘θέλεις να ρωτήσεις τον πιανίστα, αν μπορώ ν’ ανέβω στο πάλκο;’. Ήταν ευγενικός και καθόλου φορτικός. ‘Βέβαια, αν σου πουν όχι κανένα πρόβλημα από μένα’ συνέχισε. Σηκώθηκα σχεδόν αμέσως και πήγα να μιλήσω στον Axen. ‘Ας έρθει’, μου απαντάει εκείνος. Ο Ayler με το που ανέβηκε πάνω, έφερνε μαζί του κάτι άλλο. Ο κόσμος ένοιωθε δηλαδή ότι κάτι θα συμβεί, κάτι όμως που δεν μπορούσε να προβλέψει. Μετά από μια μικρή κουβέντα συμφώνησαν όλοι να παίξουν το “Moanin’” του Bobby Timmons. Στην αρχή ο Ayler έπαιζε συγκρατημένα, απλά και καθαρά τις νότες του θέματος. Όσο όμως προχωρούσε το κομμάτι, ο ένας μετά τον άλλον από τους υπολοίπους μουσικούς σταματούσε να παίζει. Τελευταίος έμεινε ο ντράμερ Frederiksen. Τo θέμα ερχόταν ξανά και ξανά μέσα από δαιδάλους, αλλά κανένας από τους μουσικούς δεν μπορούσε να μπει κάποια στιγμή και να τον συνοδεύσει. Έπαιζε μόνος του. Δεν είχαμε ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Οι μισοί από το ακροατήριο κρατούσαν τ’ αυτιά τους ενοχλημένοι και οι άλλοι μισοί ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές. Όταν τελείωσε το live ρώτησα τους μουσικούς τι ήταν αυτό που ακούστηκε. Μου είπαν πως ήταν κάτι διαφορετικό – ούτε εκείνοι ήξεραν – και πάντως too much για τις δυνατότητές τους. Με ρωτήσανε τότε κάτι που είχε πολύ μεγάλη σημασία. ‘Καλά αυτός ο τύπος μπορεί να παίξει στρωτά, φυσιολογικά το σαξόφωνό του ή μόνο έτσι ξέρει να παίζει;’. Απάντησα: ‘φυσικά και μπορεί, τον έχω ακούσει’».
Επέμεινα λίγο στην περιγραφή του Jorgen Frigard για δύο κυρίως λόγους. Κατ’ αρχάς γιατί επρόκειτο για το παρθενικό gig του Albert Ayler στη Σκανδιναυία κι έχει αξία μια μαρτυρία από ένα τόσο κοντινό πρόσωπο και βεβαίως γιατί καταδεικνύεται το πλέον σοβαρό, πως για να φθάσει κάποιος να υπερβεί ό,τι του έχει παραδοθεί, θα πρέπει να έχει αφιερώσει άπειρο χρόνο σε μελέτη, κατέχοντας στον αρτιότερο δυνατό βαθμό την προϋπάρχουσα παράδοση.
Περί το Πάσχα του 1962 ο Albert Ayler ξεκινά από την Νέα Υόρκη με προορισμό το Γκέτεμποργκ, αυτή τη φορά όχι για διακοπές, αλλά για να θέσει τις βάσεις της εντελώς δικής του, προσωπικής αντίληψης για το μαύρο ήχο. Η Σουηδία συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα (σε κάποια ήδη αναφέρθηκα...). Είχε ήδη ένα σοβαρό jazz background με τα πολύ δημοφιλή ονόματα των fifties (Arne Domnerus, Lars Gullin, Gosta Theselius, Bengt Hallberg, Rune Ofwerman, Ake Persson κ.ά.) να δίνουν το στίγμα, την ίδια ώρα που αποτελούσε μεταναστευτικό πόλο για δεκάδες μουσικούς από την υπόλοιπη Ευρώπη, την Αφρική, τις Δυτικές Ινδίες και την Αμερική. Σχεδόν αμέσως ο Ayler θα πιάσει δουλειά. Γνωρίζεται με τον τζαμαϊκανό περκασιονίστα-τραγουδιστή Ken Hunter, τον πιανίστα Jimmy Wood Sr., τον μπασίστα Bill Houston και τον νοτιοαφρικανό σαξοφωνίστα Harold Jefta – όλοι μετανάστες. Θυμόταν ο ίδιος, οκτώ χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό L’ Art Vivant:
«Όταν πήγα στη Σουηδία άρχισα να παίζω εμπορική μουσική με τον Kim(;) Hunter και κάποιους άλλους τύπους. Παίζαμε calypso συνήθως, κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου. Επιζητούσα με κάθε τρόπο την ευκαιρία να φύγω, να πάω στην παλιά πόλη και να παίξω τη δική μου μουσική, εκείνη που άρεσε στους νέους».
Στην παλιά πόλη της Στοκχόλμης, την Gamla Stan, υπήρχε ένα club, το Bodabilla κι εκεί ο Ayler είχε την ευκαιρία να παίξει όσα (περίπου) γούσταρε, συνεργαζόμενος με τον Bill Houston, την τραγουδίστρια Anna-Britta Westerman και ορισμένους άλλους. Εκεί γύρω, και κάπως έτσι, θα πρέπει να τον άκουσε για πρώτη φορά ο Bengt “Frippe” Nordstrom (1936-23/10/2000), σαξοφωνίστας με άποψη και παραγωγός ο ίδιος, ο ο οποίος θα αποδειχθεί σύντομα πως ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος, εκείνος που θα έβγαζε το φίλο μας από ένα πρώτο επίπεδο αφάνειας. Πριν όμως απ’ αυτό, υπήρξε το πρώτο ηχογραφημένο session.
Προς τα μέσα Ιουνίου του 1962 ο Bill Houston, πήρε τον Ayler, την Westerman και τον πιανίστα Ulf Wilhelmsson για ένα σύντομο ταξίδι στην Φινλανδία, όπου θα έπαιζαν σ’ ένα τριήμερο dance-gig στην πόλη Vasa. Άγνωστο αν ο Ayler εμφανίστηκε εκεί τελικώς, αφού φεύγει κατ’ ευθείαν για το Ελσίνκι. Γνωρίζεται με τον σουηδό κιθαρίστα Herbert Katz στο δισκάδικό του και μέσω αυτού καταφέρνει να γράψει τα πρώτα του κομμάτια για το φινλανδικό ραδιόφωνο. Ήταν ένα session 19 λεπτών και τριών κομματιών (Sonnymoon, Summertime, On green dolphin street), στα οποία φαινόταν απλώς ο επαγγελματισμός του. Για πρώτη φορά αυτά τα tracks ακούστηκαν το 2004 στην “Holy Ghost”, την μνημειώδη έκδοση της Revenant (John Fahey κ.ά.)
Ο Bengt “Frippe” Nordstrom δεν ήταν κάποιο τυχαίο πρόσωπο, ένας τάχα περιστασιακός μουσικός. Ήταν απλώς ο σωστός άνθρωπος τη σωστή στιγμή, ώστε να εκτιμήσει το διαφορετικό που έφερνε η μουσική του Ayler. Έγραφε για τον Frippe ο Thomas Millroth στο περιοδικό συν και πλην:Επέμεινα λίγο στην περιγραφή του Jorgen Frigard για δύο κυρίως λόγους. Κατ’ αρχάς γιατί επρόκειτο για το παρθενικό gig του Albert Ayler στη Σκανδιναυία κι έχει αξία μια μαρτυρία από ένα τόσο κοντινό πρόσωπο και βεβαίως γιατί καταδεικνύεται το πλέον σοβαρό, πως για να φθάσει κάποιος να υπερβεί ό,τι του έχει παραδοθεί, θα πρέπει να έχει αφιερώσει άπειρο χρόνο σε μελέτη, κατέχοντας στον αρτιότερο δυνατό βαθμό την προϋπάρχουσα παράδοση.
Περί το Πάσχα του 1962 ο Albert Ayler ξεκινά από την Νέα Υόρκη με προορισμό το Γκέτεμποργκ, αυτή τη φορά όχι για διακοπές, αλλά για να θέσει τις βάσεις της εντελώς δικής του, προσωπικής αντίληψης για το μαύρο ήχο. Η Σουηδία συγκέντρωνε πολλά πλεονεκτήματα (σε κάποια ήδη αναφέρθηκα...). Είχε ήδη ένα σοβαρό jazz background με τα πολύ δημοφιλή ονόματα των fifties (Arne Domnerus, Lars Gullin, Gosta Theselius, Bengt Hallberg, Rune Ofwerman, Ake Persson κ.ά.) να δίνουν το στίγμα, την ίδια ώρα που αποτελούσε μεταναστευτικό πόλο για δεκάδες μουσικούς από την υπόλοιπη Ευρώπη, την Αφρική, τις Δυτικές Ινδίες και την Αμερική. Σχεδόν αμέσως ο Ayler θα πιάσει δουλειά. Γνωρίζεται με τον τζαμαϊκανό περκασιονίστα-τραγουδιστή Ken Hunter, τον πιανίστα Jimmy Wood Sr., τον μπασίστα Bill Houston και τον νοτιοαφρικανό σαξοφωνίστα Harold Jefta – όλοι μετανάστες. Θυμόταν ο ίδιος, οκτώ χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό L’ Art Vivant:
«Όταν πήγα στη Σουηδία άρχισα να παίζω εμπορική μουσική με τον Kim(;) Hunter και κάποιους άλλους τύπους. Παίζαμε calypso συνήθως, κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου. Επιζητούσα με κάθε τρόπο την ευκαιρία να φύγω, να πάω στην παλιά πόλη και να παίξω τη δική μου μουσική, εκείνη που άρεσε στους νέους».
Στην παλιά πόλη της Στοκχόλμης, την Gamla Stan, υπήρχε ένα club, το Bodabilla κι εκεί ο Ayler είχε την ευκαιρία να παίξει όσα (περίπου) γούσταρε, συνεργαζόμενος με τον Bill Houston, την τραγουδίστρια Anna-Britta Westerman και ορισμένους άλλους. Εκεί γύρω, και κάπως έτσι, θα πρέπει να τον άκουσε για πρώτη φορά ο Bengt “Frippe” Nordstrom (1936-23/10/2000), σαξοφωνίστας με άποψη και παραγωγός ο ίδιος, ο ο οποίος θα αποδειχθεί σύντομα πως ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος, εκείνος που θα έβγαζε το φίλο μας από ένα πρώτο επίπεδο αφάνειας. Πριν όμως απ’ αυτό, υπήρξε το πρώτο ηχογραφημένο session.
Προς τα μέσα Ιουνίου του 1962 ο Bill Houston, πήρε τον Ayler, την Westerman και τον πιανίστα Ulf Wilhelmsson για ένα σύντομο ταξίδι στην Φινλανδία, όπου θα έπαιζαν σ’ ένα τριήμερο dance-gig στην πόλη Vasa. Άγνωστο αν ο Ayler εμφανίστηκε εκεί τελικώς, αφού φεύγει κατ’ ευθείαν για το Ελσίνκι. Γνωρίζεται με τον σουηδό κιθαρίστα Herbert Katz στο δισκάδικό του και μέσω αυτού καταφέρνει να γράψει τα πρώτα του κομμάτια για το φινλανδικό ραδιόφωνο. Ήταν ένα session 19 λεπτών και τριών κομματιών (Sonnymoon, Summertime, On green dolphin street), στα οποία φαινόταν απλώς ο επαγγελματισμός του. Για πρώτη φορά αυτά τα tracks ακούστηκαν το 2004 στην “Holy Ghost”, την μνημειώδη έκδοση της Revenant (John Fahey κ.ά.)
«Η σκέψη μου συγκεντρώνεται ιδιαίτερα στις εξαιρέσεις, στις μοναχικές υπάρξεις, στους ερευνητές. Ένας απ’ αυτούς, ο πιο σπουδαίος, είναι ο σαξοφωνίστας Bengt Nordstrom. Από τον καιρό ακόμα που ο Ornette Coleman έπαιζε σε άσημα κλαμπ με το πλαστικό του άλτο, ο κ. Nordstrom – Frippe για τους φίλους του – έκανε την εμφάνισή του σε διάφορα μέρη απ’ όπου οι άλλοι μουσικοί τον πετούσαν έξω με τις κλωτσιές. Ενοχλούσε το ακροατήριο και κατατρόμαζε τον κόσμο με την άγρια εμφάνισή του και το απόλυτο αντισυμβατικό του παίξιμο, που δεν είχε καμία σχέση ούτε με συγχορδίες ούτε με παραδοσιακό ρυθμό. Μόνο όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 συνάντησε τον Albert Ayler, άγνωστο τότε, που δούλευε χαμάλης στα σουηδικά πλοία, μόνο τότε παραδέχτηκε πως βρήκε ένα μυαλό ανάλογο με το δικό του. Έγραψε δίσκο με τον Albert Ayler και τον ντράμερ Sune Spangberg στη δική του εταιρία Bird Notes (στην ίδια όπου νωρίτερα είχε ηχογραφήσει τον Miles Davis και τον John Coltrane)».
Μπορεί ο Nordstrom να μην έπαιξε ποτέ επισήμως με τον Αlbert Ayler, αφού υπήρξε για ’κείνον, κατά πρώτον, παραγωγός, όμως ήταν αυτός που τον έφερε σ’ επαφή με τη νέα γενιά των σουηδών jazzmen (Borje Fredricksson, Bjorn Alke, Lars Sjosten, Bosse Warmell, Bernt Rosengren, Bertil Lovgren, Rune Carlsson - είχε ήδη παίξει με τον Eric Dolphy, κ.ά.), δίνοντας την πρώτη σοβαρή «κλωτσιά» ώστε να γυρίσει το κουβάρι.
Πώς, όμως, αντιμετώπιζε ο Ayler, μία ενδεχόμενη επαφή του με την δισκογραφία; Έλεγε ο ίδιος (το 1970):
«Μετά τις πρώτες μου περιπέτειες στη Σουηδία γνώρισα έναν τύπο, τον Bengt Nordstrom, o οποίος ήθελε να κάνει ένα άλμπουμ μαζί μου. Δεν ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε να δισκογραφήσω, επειδή δεν είχα προχωρήσει τόσο πολύ το προσωπικό μου στυλ. Ο Nordstrom επέμενε, το θεωρούσε αναγκαίο. Μπήκαμε τότε σε μια αίθουσα και γράψαμε. ‘Καλό, καλό’ φώναξε, ‘είναι ένας καλός δίσκος’. ‘Εντάξει είναι’, του απάντησα εγώ».
Το άλμπουμ ή μάλλον τα άλμπουμ ηχογραφήθηκαν την 25/10/1962 στην Κύρια Σάλα της Μουσικής Ακαδημίας της Στοκχόλμης, με συνοδηγούς τον μπασίστα Torbjorn Hultcrantz και τον ντράμερ Sune Spangberg. Δεν πρέπει να παρασύρεται κανείς από τις «σάλες» και τις «ακαδημίες», γιατί το αποτέλεσμα, παρότι καταγράφει το θρασύ, προβοκατόρικο, έξω από οποιαδήποτε κοινή λογική παίξιμο του Ayler στο τενόρο, ήταν πολύ φτωχό από ηχητικής πλευράς. Θυμόταν ο Spangberg (το 1992):
«Ο χώρος που παίξαμε ήταν έρημος και άδειος, με απίστευτη ηχώ. Μπαινόβγαιναν, μάλιστα, διάφοροι απρόσκλητοι, αν και οι περισσότεροι την έκαναν για άλλες αίθουσες, στις οποίες ακουγόταν χορευτική μουσική, πιο κοντινή στο μέσο γούστο. Θυμάμαι ακόμη έναν jazz-fan, τύφλα στο μεθύσι, που έμεινε κοντά μας σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του session και ο οποίος σφύριζε, τραγουδούσε και φώναζε συνέχεια. Εμάς πάντως δεν μας ενοχλούσε. Νοιώθαμε πολύ καλά μεταξύ μας κι είχαμε συμφωνήσει τι ακριβώς θα παίζαμε. Ξέρετε, από ’κείνα τα 8μετρα στάνταρντ, που ήταν κάτι σαν δεύτερη φύση μας. Παρ’ όλα αυτά η έκπληξη καραδοκούσε. Αν και είχαμε συνοδέψει, μαζί με τον Torbjorn λίγο καιρό πριν, το είδωλό μας, τον Bud Powell, τώρα είχαμε μπροστά μας κάτι άλλο. Κάτι εντελώς έξω από τα καθιερωμένα. Ο Ayler εκινείτο με τρομερή ελευθερία, δεν ακολουθούσε καμία συνταγή, κονιορτοποιούσε τα μέτρα, τις αρμονίες, τα πάντα. Αναρωτιόμουν αν ήμουν εγώ εκείνος που έπαιζε. Πώς ήταν δυνατόν να είναι αληθινή μία τέτοια κατάσταση. Με τη λογική φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε να δώσει εξηγήσεις». Γράφει σχετικώς η Valerie Wilmer στο μεταφρασμένο με λάθη Σοβαρό Όσο κι Η Ζωή σου των εκδόσεων Praxis:
«Το σέσιον έγινε μπροστά σ’ ένα ακροατήριο 25 ανθρώπων. Ο άτυχος μπασίστας και ο ντράμερ που φωνάχτηκαν για να συνοδέψουν τον Ayler αγνοήθηκαν (sic) απ’ την αρχή ως το τέλος. Ο Ayler ακουγόταν λίγο σαν τον Sonny Rollins μα ήδη ήταν αναγνωρίσιμη η σφραγίδα της προσωπικότητάς του».
Αλλά αντ’ άλλων δηλαδή , αφού ούτε ακροατήριο υπήρχε... πέραν του μεθυσμένου και των περαστικών, ούτε «φωνάχτηκαν» οι μουσικοί (λες και ήταν τίποτα του δρόμου), oι οποίοι μάλιστα είχαν ξαναπαίξει με τον Ayler, όντας μέλη του γκρουπ του Bernt Rosengren, των Jazz Club 57, ούτε «αγνοήθηκαν από την αρχή ως το τέλος», αφού μέσα σε μια κακή αίθουσα και με τους διάφορους απίθανους να γυροφέρνουν, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ο Nordstrom, για να σώσει την κατάσταση, θα ήταν να κατεβάσει τις συχνότητες, θάβοντας το rhythm section (γιατί το τενόρο δεν γινόταν να θαφτεί με τίποτα). Έτσι μόνο θα προέκυπτε μια ηχογράφηση της προκοπής. Είναι γνωστόν όμως πως η Wilmer έγραφε, συνήθως, φορτισμένη… Το session εμφανίστηκε σε δύο LP, με τίτλους “Something Different!!!!!!” και “The First Recording Vol. 2” αντιστοίχως (ίσως ο δεύτερος τόμος να πρωτοβγήκε στην Ιαπωνία το 1990, αφού στο εξώφυλλο γράφει "unissued music from the first recording"). Το πρώτο LP, όμως, κυκλοφόρησε σ' ελάχιστα αντίτυπα (κάποιος ιάπωνας fan μου είχε μιλήσει για 25 – πιθανώς, αφού ο Nordstrom φαίνεται πως είχε τυπώσει κι ένα δίσκο του Don Cherry σε 5 μόλις αντίτυπα!) αποτελώντας έκτοτε «άγιο δισκοπότηρο» στην πιάτσα των συλλεκτών. (Είχε εμφανιστεί πριν από κάποια χρόνια στο eBay κι είχε πουληθεί 2000$. Υπάρχουν ακόμη πειρατικές εκδόσεις και βεβαίως, νόμιμες, φθηνές και άψογες επανεκδόσεις, όπως εκείνη στη Sonet ως "The First Recordings"). Το σετ αποτελείτο από στάνταρντ (“I’ll remember April”, “Softly as in a morning sunrise”, “I didn’t know what time it was”), originals των Sonny Rollins, Miles Davis, Tadd Dameron και ακόμη το “Moanin’” του Bobby Timmons (το πρώτο κομμάτι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, που έπαιξε ποτέ ο Ayler στην Σκανδιναυία). Νωρίς τον Νοέμβριο του 1962 ο Ayler έγραφε σ’ έναν κολλητό του, από την μπάντα του Στρατού, στην Αμερική:
«Είμαι στην Κοπενχάγη τώρα και παίζω με τον Cecil Taylor. Πρωτόπαιξα μαζί του στη Στοκχόλμη. Μου είπε πως είχα το πιο δυνατό σαξόφωνο που είχε ποτέ ακούσει. Έκανα κι ένα δίσκο στη Σουηδία και θα κάνω άλλον έναν με τον Cecil. Θα σου στείλω μια κόπια. Μετά θα πάμε στη Γερμανία και από ’κει στη Ρώμη. Ακολουθεί η Νέα Υόρκη και το Five Spot. Ο Trane θα παίξει στη Στοκχόλμη στις 21. Θα πάω τη μέρα που θα έχω off, για το μεγάλο σέσιον.... Θέλω να γυρίσω στη Νέα Υόρκη. Θά’μαι εκεί μέχρι τις 5 του Δεκέμβρη».
Δίσκο βεβαίως με τον Cecil Taylor δεν έκανε ποτέ ο Ayler, αν και εμφανίστηκαν για κάμποσες ημέρες μαζί στο Montmartre. Παρ’ όλα αυτά, στην “Holy Ghost”, ανθολογείται ένα κομμάτι, γραμμένο στην πρωτεύουσα της Δανίας την 16/11/1962. Το κουαρτέτο συναποτελούσαν οι Sunny Murray ντραμς και Jimmy Lyons άλτο, όπως κι ένας σουηδός μπασίστας, ο Kurt Lindgren. Πάντως, το ταξίδι στη Νέα Υόρκη δεν το πραγματοποίησε τελικώς ο Ayler (θα το έκανε λίγο αργότερα), και μάλλον δεν του βγήκε σε κακό.Ένας από τους ανθρώπους που έφεραν τον Taylor από τη Σουηδία στη Δανία ήταν ο ιδιοκτήτης της Debut Records, ο Ole Vestergaard. Προφανώς ήταν αυτός που οδήγησε τον Ayler στο στούντιο του Danish National Radio, την 14/1/1963, για την ηχογράφηση του “My Name Is Albert Ayler”, του πρώτου «κανονικού» (ας τον πούμε έτσι) δίσκου του αμερικανού μουσικού. Το ρεπερτόριο «μία από τα ίδια» τρόπος του λέγειν (στάνταρντ, Parker, Gershwin), με το παίξιμο στο σοπράνο, αλλά και στο τενόρο να κάνει τη διαφορά. Προφητικό, για την μετέπειτα πορεία του Ayler, το τελευταίο track, το “C.T.” (μήπως “Cecil Taylor”;), ένας ελεύθερος χείμαρρος για τενόρο, μπάσο και ντραμς, άνευ προσυμφωνημένου τέμπο, μέτρου και αλληλουχίας ακόρντων. Ποιοι συνόδευαν; Oι Δανοί Niels Bronsted πιάνο, Niels-Henning Orsted Pedersen μπάσο και ο αμερικανός εμιγκρές Ronnie Gardiner ντραμς. Μεγάλη περίπτωση ο Pedersen, που ήταν μόλις στα 16(!), δίχως ποτέ να είχε ακούσει κάτι περί Ayler. Ούτε όμως γι’ αυτόν βρήκε μια καλή κουβέντα η Wilmer, στη συνέχεια του βιβλίου της...
Και μετά; Ο λόγος πάλι στον Ayler:
«Είχα αποφασίσει πλέον ότι έπρεπε να γυρίσω στην Αμερική. Και το έκανα, αρχίζοντας να παίζω με τον Cecil Taylor στο Take Three, στο Greenwich Village. O Eric Dolphy και ο John Coltrane συνήθιζαν να έρχονται ν’ ακούσουν τον Sunny Murray, τον Jimmy Lyons, τον Henry Grimes, τον Cecil κι εμένα, όταν τελείωναν από το Village Gate, αφήνοντας να δημιουργηθεί ένα κλίμα πως κάτι συνέβαινε στη μουσική, κάτι που δεν μπορούσαν και οι ίδιοι να το καταλάβουν. Απλώς το ένοιωθαν».
Πριν τον ξανακαλέσει ο Vestergaard στη Δανία, ο Ayler είχε γίνει ήδη «όνομα» στο σχετικό circuit, αφού είχε δώσει τέσσερις από τις πιο σημαντικές δουλειές του. Το άλμπουμ “Spirits” [πρωτοβγήκε και αυτό στην Debut, rec. New York 24/2/1964] και φυσικά την τριάδα στην ESP “Prophecy” (rec. 14/6/1964), “Spiritual Unity” (rec. 10/7/1964) και “New York Eye and Ear Control” (rec. 17/7/1964). (από αριστερά: Sunny Murray, Gary Peacock, Albert Ayler, Don Cherry)
Στη Δανία θα ταξιδέψουν αυτή τη φορά, εκτός του Ayler, ο Don Cherry, ο Gary Peacock και ο Sunny Murray. Οι πρώτες παραστάσεις θα δοθούν στο κλαμπ Montmartre την 3/9/1964 και στο Danish Radio την 10/9/1964, για να συγκεντρωθούν όλες μαζί, όπως πρέπει, μόλις το 2002, όταν η σουηδική εταιρία ayler records θα εκδώσει το “The Copenhagen Tapes”. Στην ουσία, εδώ έχουμε μία πρόγευση των κομματιών που θα αποτελούσαν λίγες μέρες αργότερα (14/9/1964) το υλικό του άλμπουμ “Ghosts”. Τo φερώνυμο κομμάτι, που ακούγεται σε δύο εκδοχές, μία δίλεπτη και μία οκτάλεπτη, «θα μπορούσε να γίνει ο εθνικός μας ύμνος», είχε πει ο Don Cherry. Στο “Children” o Ayler κάνει τον ήχο του τενόρου του ν’ ακούγεται πότε σαν σφύριγμα και πότε σαν βρυχηθμός. Στο “Vibrations” μεταφέρει τη δική του αίσθηση από τον ρυθμό της ζωής στο Harlem, ενώ στο “Mothers” παίζει με το γνωστό του πάθος και απίστευτο vibrato – έτσι κάπως τα γράφει ο Erik Wiedemann στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ.
Άλλο όμως να τα διαβάζεις, να τα λες ή να τα γράφεις και άλλο να τ’ ακούς... Δισκογραφία
1. Holy Ghost – USA. Revenant RNV 213 – 2004 (rec. 16 or 30/6/1962)
(Herbert Katz Quintet with Albert Ayler)
2. Something Different!!!!!! – SW. Bird-Notes 1 – 1962 (rec. 25/10/1962)
(επανέκδοση στη Sonet ως “The First Recordings”)
3. The First Recording Vol. 2 – JAP. DIW-25034 – 1990 (rec. 25/10/1962)
4. Holy Ghost – USA. Revenant RNV 213 – 2004 (rec. 16/11/1962)
(Cecil Taylor Quartet with Albert Ayler)
5. My Name Is Albert Ayler – DEN. Debut DEB 140 – 1963 (rec. 14/1/1963)
(επανεκδόσεις στις Fontana, America, Freedom, Fantacy κ.ά.)
6. The Copenhagen Tapes – SWE. Ayler ayl CD-033 – 2002 (rec. 3/9/ και 10/9/1964)
7. Ghosts – DK. Debut DEB 144 – 1964 (rec. 14/9/1964)
(επανεκδόσεις στις Fontana, Arista/Freedom, Black Lion κ.ά.)
Πηγές
1. Το κείμενο του Marc Chaloin “Albert Ayler in Europe: 1959-62” στο site της εταιρίας Revenant (www.revenantrecords.com/ayler/chaloin.html)
2. The Wire, Issue 227, 1/2003 (η αναδημοσίευση της συνέντευξης του Albert Ayler στον Daniel Caux, την 28/7/1970, για το γαλλικό περιοδικό L’ Art Vivant)
3. συν και πλην 3, Φεβρουάριος 1982
4. Valerie Wilmer: Σοβαρό Όσο Κι Η Ζωή Σου, εκδ. Praxis, Αθήνα 1984
1. Το κείμενο του Marc Chaloin “Albert Ayler in Europe: 1959-62” στο site της εταιρίας Revenant (www.revenantrecords.com/ayler/chaloin.html)
2. The Wire, Issue 227, 1/2003 (η αναδημοσίευση της συνέντευξης του Albert Ayler στον Daniel Caux, την 28/7/1970, για το γαλλικό περιοδικό L’ Art Vivant)
3. συν και πλην 3, Φεβρουάριος 1982
4. Valerie Wilmer: Σοβαρό Όσο Κι Η Ζωή Σου, εκδ. Praxis, Αθήνα 1984
Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση Φώντα. Μ' αρέσει έτσι πως τα πιάνεις από πολλές πλευρές. Φωτίζεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήκώστας παπ.
Κώστα, νομίζω πως είναι σωστό την καριέρα του ανθρώπου που υπέταξε μέσα σε 8 χρόνια την jazz να την πιάσουμε τόπους-τόπους. Και η αρχή του ήταν το ήμισυ του παντός...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική ανάρτηση. Μας βάλατε στην μπρίζα να ξαναψάξουμε για το ντοκιμαντέρ My name is Albert Ayler, που σκηνοθέτησε ο Σουηδός Kasper Collin.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρετούμε με το "δροσόφλογο" Summertime:
http://www.youtube.com/watch?v=e5fPmdCjmHc
Lapsus digiti
Το έχει δει κάποιος αυτό το ντοκυμαντέρ, για να μας πει τη γνώμη του; To δροσόφλογο Summertime ε; Αν μιλάμε δηλαδή για διασκευές...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Φώντα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΈπεσα μετά από τόσα χρόνια σε αυτό το
καταπληκτικό άρθρο σου, επειδή έψαχνα κάποια πράγματα για τον Ornette Coleman και ύστερα για τον Ayler. Σε ευχαριστούμε για αυτή την φοβερή έρευνα!
Με ένα πρόχειρο ψάξιμο βρήκα και τον παρακάτω σύνδεσμο με το ντοκυμαντέρ My Name is Albert Ayler:
https://www.bilibili.com/video/av26627589/
Και πάλι ευχαριστούμε!