Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς ανακάλυψα το όνομα του
Marshall “Harvey” Matusow (1926-2002) ή
Harvey “Job” Matusow όπως επίσης ήταν γνωστός, αλλά πρέπει να ήταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν προσπαθούσα να βρω ποιους ακριβώς δίσκους είχε κυκλοφορήσει, εκεί προς τα τέλη των sixties, η Head Records.
Η Head ήταν μία βρετανική εταιρία, την οποίαν είχε ιδρύσει κάποιος John Curd, κυρίως για να τυπώνει εγγραφές των Action, που μετέβαιναν, τότε, από τους mod/soul ήχους σε πιο… underground και που μόλις είχαν μετονομαστεί (ο ίδιος τους είχε μετονομάσει;) σε Mighty Baby. To (πολύ καλό) άλμπουμ βγήκε φυσικά υπό το όνομα “Mighty Baby” [Head HDLS 6002, 1969], αλλά παραλλήλως, και μέχρι να φυλακιστεί ο Curd μάλλον για κάποια υπόθεση ναρκωτικών, η εταιρία πρόλαβε και κυκλοφόρησε άλλα τρία άλμπουμ. Το μοναδικό των Heavy Jelly, της μπάντας του Jackie Lomax, που είχε ως τίτλο τ’ όνομά τους [Head HELP 4, 1970] και το οποίο βγήκε μόνον ως promo (πριν το δώσει σε κανονική κυκλοφορία η Psycho, το 1984, ως “Take Me Down to the Water”), το φερώνυμο του Robin Scott [Head HDLS 6003, 1969], καθώς και το
“War Between Fats and Thins” [Head HDLS 6001, 1969] των
Harvey Matusow’s Jew’s Harp Band.
Ακόμη, πριν κλείσει η Head έδωσε και τέσσερα 45άρια. Το “Time out (The long wait)/ Chew in” [Head HDS 4001] των Heavy Jelly, το “Man in the moon/ Long time coming” [Head HDS 4002] των Village (με τον Peter Bardens στη σύνθεσή τους, πριν τους Camel), τo “The sailor/ The sound of rain” [Head HDS 4003] του Robin Scott, αλλά και το
“Afghan red/ Red stocks” [Head HDS 4004] των Harvey Matusow’s Jew’s Harp Band, άπαντα από το 1969. Από ’κει λοιπόν, από την Head, είχα μια πρώτη άκρη. Κι επειδή τότε (ίσως και τώρα) το LP
Πόλεμος Μεταξύ Χοντρών και Αδυνάτων δεν ήταν δύσκολο να εντοπιστεί, έστω και στην αμερικανική του εκδοχή [Head LPS 026] την οποία διένειμε η Chess(!), το άκουσα εγκαίρως κι άρχισα να μπαίνω σιγά-σιγά στο νόημα.
Η Harvey Matusow’s Jew’s Harp Band ήταν, φυσικά, συγκρότημα. Ένα παράξενο συγκρότημα, αποτελούμενο από έξι μουσικούς, οι οποίοι χειρίζονταν όχι συνηθισμένα όργανα. Ο ίδιος ο Harvey Matusow έπαιζε άλτο και τενόρο jew’s harp κι έκανε φωνητικά, ο Rod Parsons χειριζόταν μπάσο, άλτο, τενόρο jew’s harp και pixiphone (κάπως σαν το παιδικό ξυλόφωνο – όργανο, που έγινε γνωστό στην pop από τον Steve Peregrin Took των Tyrannosaurus Rex), ο Chris Yak έπαιζε κι αυτός άλτο και τενόρο jew’s harp και ζούλαγε παιδικό παπάκι, ο 78χρονος Claude Lintott άλτο jew’s harp, η Leslie Kenton (κόρη του Stan Kenton) έκανε φωνητικά και κράταγε το μετρονόμο ενώ, τέλος, η νεοζηλανδή συνθέτρια της avant-garde Anna ή Annea Lockwood (σύζυγος, τότε, του Matusow) χτυπούσε διάφορα κρουστά (ινδικά κουδούνια, θιβετιανό γκονγκ, zither κ.λπ.) κι έπαιζε δίχορδη backless κιθάρα (κιθάρα δηλαδή που δεν είχε το πίσω μέρος του σκάφους της).
Όπως είναι φανερό όλος ο ήχος βασιζόταν στις συμβολές των jew’s harps, αυτών των παράξενων οργάνων, που στηρίζονται από το ένα χέρι και κάπως ανάμεσα στα δόντια, την ώρα που τα δάκτυλα του άλλου χεριού χτυπούν μια μικρή λάμα, η οποία μετακινούμενη μέσα κι έξω από το στόμα παράγει έναν ασυνήθιστο μεταλλικόν ήχο. Διαβάζω, επίσης, στο οπισθόφυλλο:
«Το πιστεύετε ή όχι μεταξύ μερικών φυλών της Φορμόζα η μουσική από την jew’s harp επέχει ρόλο ερωτικής επιστολής. Ο άνδρας παίζει αυτό το μουσικό όργανο εμπρός από το σπίτι της αγαπημένης του. Μάλιστα, αν αφήσει την jew’s harp στο σπίτι της αυτό θεωρείται κάτι σαν πρόταση γάμου. Εάν η κοπέλα δεχθεί την jew’s harp, ουσιαστικά δέχεται και τον άνδρα ως μνηστήρα της».
Το άκουσμα του “War Between Fats and Thins” είναι, τουλάχιστον, παράξενο. Και όχι μόνον από μουσικής πλευράς, αλλά κι εξ όσων λέγονται (στο “Eighteen nuns” π.χ. ο Matusow περιγράφει το πώς έζησε στη φυλακή… στερημένος από το γυναικείο φύλο), με τον τρόπο που λέγονται· πρόκειται, απλώς, για ένα ψυχεδελικό αποκύημα.
Τώρα, αν μπορεί να υπάρξει ψυχεδελική μουσική χωρίς κιθάρες, μπάσο, ντραμς, όργανο και ό,τι άλλο, τι να πω; Ρωτήστε και τον Madlib, που έχει σαμπλάρει το LP. Ο Matusow, πάντως, που ήταν από τους βασικότερους promoters του LSD στη Βρετανία, στα τέλη των sixties, ίσως έχει την απάντηση. Αλλά, για να δούμε πως φθάσαμε έως εκεί…
Γεννημένος στο Bronx το 1926 και ακολουθώντας τα στοιχεία της αυτοβιογραφίας του, έτσι όπως τούτα δημοσιεύονται αρχικώς στο βιβλίο του
“False Witness” [εκδ. Cameron & Kahn, New York, 1955] –θα πω και στη συνέχεια γι’ αυτό– μαθαίνουμε πως ο Harvey Matusow βρίσκεται στην Ευρώπη στον Δεύτερο Πόλεμο και πως εκεί έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις (γαλλικές) κομμουνιστικές ιδέες.
Με την επιστροφή του στην πατρίδα μπλέκει με την Αριστερά και οργανώνεται στο Αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (CPUSA), το 1946 προς ’47. Είναι η εποχή κατά την οποία μελετά γύρω από την τηλεόραση, εργαζόμενος συγχρόνως στο θέατρο, στο οff Broadway κύκλωμα. Τα χρόνια από το 1949 έως το 1951 είναι τα πλέον αγωνιστικά του, αφού συμμετέχει στο folk circuit της εποχής, διαβάζοντας τον
Daily Worker (την εφημερίδα του CPUSA) και παίρνοντας μέρος σε θερινά camps του κόμματος, ως καθοδηγητής της νεολαίας. Παραλλήλως, κάτι στραβώνει εντός του (προσωπικές φοβίες για ένα νέο πόλεμο) και πεπεισμένος πως θα περνούσε από το Κονγκρέσο κάποια ισχυρή αντι-κομμουνιστική νομοθεσία, γίνεται χαφιές για το FBI (οι επαφές του είχαν ξεκινήσει δειλά ήδη από τον Φεβρουάριο του ’50). Όπως έλεγε κι ο ίδιος:
«ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της Αμερικής, όπου ο πληροφοριοδότης αποκτούσε ηρωικά χαρακτηριστικά. Ο Herbert Philbrick, που είχε μαρτυρήσει ενόρκως στη δίκη των κομμουνιστών ηγετών, η ‘βασίλισσα κατάσκοπος’ Elizabeth Bentley, ο Paul Grouch, ο Louis Budenz και άλλοι, όλοι αντιμετωπίζονταν σαν ήρωες».
Σταθμός στην… καταδοτική του καριέρα υπήρξε ωστόσο η γνωριμία του με τον Ρεπουμπλικανό Γερουσιαστή του Wisconsin Joseph McCarthy, το 1952 (χρονιά προεδρικών εκλογών), που έφεραν στην εξουσία τον (Ρεπουμπλικανό) Στρατηγό Dwight D. Eisenhower· την εποχή δηλαδή όπου η αντικομμουνιστική υστερία βρισκόταν στα ύψη και το
κυνήγι μαγισσών ήταν στην ημερησία διάταξη.
Υπάρχει, μάλιστα, ένα LP της Folkways από το 1968, που έχει τίτλο
“Senator Joseph R. McCarthy/ Produced, written and narrated by Emile de Antonio” [FH 5450 (BR450)] και στο οποίο περιγράφονται (ανάμεσα σε άλλα) οι ψευτο-κατηγορίες του Matusow, οι οποίες γίνονταν φυσικά, και καθαρά, για λόγους χρημάτων. Ο άνθρωπος ήταν επαγγελματίας ψεύτης (μεταξύ των
μαυροπινακισμένων του και οι Pete Seeger και Lee Hays, μέλη αμφότεροι των Weavers), που δούλευε για λογαριασμό του McCarthy και του διαβόητου δικηγόρου Roy Cohn (συνεργάτης, τότε, του McCarthy). Όταν ο ίδιος ο Matusow βγήκε και μίλησε, μεταμελημένος, στο “False Witness”, πως πληρωνόταν δηλαδή προκειμένου να κατασκευάζει κατηγορίες, βρέθηκε κατηγορούμενος από τον Cohn (ότι έλεγε ψέμματα κτλ.), με αποτέλεσμα να δικαστεί, να καταδικαστεί και να οδηγηθεί στη φυλακή, από την οποία και θα βγει μετά από 3 χρόνια, το 1960. Μάλιστα, στη διάρκεια του εγκλεισμού του έζησε από κοντά το θάνατο του Wilhelm Reich, τον Νοέμβριο του ’57, ο οποίος ήταν συγκρατούμενός του στις ομοσπονδιακές φυλακές στην Lewisburg της Pennsylvania.
Στη φυλακή ο Harvey Matusow ήρθε σ’ επαφή με την beat ποίηση, μέσω βιβλίων που του προμήθευε η πεθερά του (βρισκόταν ήδη στον τέταρτο γάμο του) και όπως λέει ο ίδιος – στην πολύ μεταγενέστερη αυτοβιογραφία του
“The Stringless Yo-Yo”, η οποία δεν γνωρίζω αν εκδόθηκε (περίληψη, πάντως βρίσκεις στο internet στη διεύθυνση
http://is.gd/h9MBb9) – …
βγαίνοντας στη Νέα Υόρκη συνάντησα όλους εκείνους τους ποιητές, τη δουλειά των οποίων μελετούσα στη φυλακή. Βρίσκοντας, μάλιστα, δουλειά ως καλλιτεχνικός επιμελητής βιβλίων, αλλά και ως art director στις επιστημονικές εκδόσεις της
Academic Press, θα αποκτήσει τις άκρες ώστε να εκδώσει μαζί με τον φίλο του Bill Dufty το περιοδικό
The Art Collector’s Almanac, το οποίον και θ’ αποδειχθεί λίαν επιτυχημένο. Αναγνώστριά του ήταν ακόμη και η
πρώτη κυρία της χώρας “Lady Bird” Johnson, η οποία και τον υποδέχθηκε στο Λευκόν Οίκο. Τέλος πάντων. Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο Harvey Matusow μπλέκει με τα underground κυκλώματα του Village (διαβάζει ανελλιπώς την εφημερίδα
The East Village Other) και ερχόμενος σ’ επαφή με τον Timothy Leary ανακαλύπτει το νόμιμο ακόμη LSD. Είναι η εποχή κατά την οποία συνδέεται φιλικώς με τον Norman Mailer. (Αργότερα μάλιστα, το 1969, όταν ο Matusow ήταν στην Αγγλία και ο Mailer κατέβαινε για Δήμαρχος της Νέας Υόρκης, ο φίλος μας ξεκίνησε ολόκληρη εκστρατεία υποστήριξης από το Λονδίνο, την
The Mailer Mafia Snow Removal Trust. Μάλιστα, ο μύθος λέει πως είχε πείσει ακόμη και την Christine Keeler, του
σκανδάλου Profumo, να του δώσει το σουτιέν της για να το βάλει σε δημοπρασία, τα λεφτά της οποίας θα πήγαιναν υπέρ του Mailer!). Ξανασυναντάει, επίσης, τον Bobby Kennedy –είχε να τον δει από την εποχή του Μακαρθισμού– και τον… κερνάει LSD (το λέει ο ίδιος ο Matusow), ενώ γνωρίζεται με τον Andy Warhol και με τον μαύρο κωμικογράφο και ακτιβιστή Dick Gregory – τον οποίον ο Eldridge Cleaver αποκαλεί «γελοίο» στο βιβλίο του «Ψυχή στον Πάγο» [εκδ. ΒΙΠΕΡ/Papyros Press, Αθήνα 1971] επειδή τον Αύγουστο του ’65 ήταν από τους
βαλτούς, που προσπάθησαν να καλμάρουν το μαύρο εξεγερμένο πλήθος κατά τη διάρκεια των ταραχών στο Watts. Ξεκινάει, μάλιστα (ο Matusow), να κάνει κάποια φιλμ στο πειραματικό πεδίο, κι έρχεται έτσι σ’ επαφή με τη Yoko Ono, τον σύζυγό της Anthony Cox που ήταν και παραγωγός, αλλά και τους film-makers Peter Goldman και Emile D’ Antonio (τον ανέφερα και πιο πριν στο άλμπουμ της Folkways, για τον Joseph McCarthy). Όλα αυτά λίγο πριν ο Harvey “Job” Matusow την κάνει για Λονδίνο…
Στη Βρετανία ο Matusow φθάνει τον Μάιο του 1966 και από την αρχή μπλέκει με το underground κύκλωμα. Βασικά, ήταν απ’ αυτούς που βοήθησαν αποφασιστικώς στην ίδρυση της
London Film-makers’ Co-operative (LFMC), τον Οκτώβριο του ’66 (υπήρξε ο πρώτος της πρόεδρος). Η LFMC κάνει την επίσημη εμφάνισή της την 15/10/1966, στο πάρτυ ίδρυσης του
it –
The International Times δηλαδή, το βασικό έντυπο του αναδυόμενου underground –, που έλαβε χώρα στο Roundhouse και στο οποίον εμφανίστηκαν οι Pink Floyd με τους Soft Machine, ενώ προβλήθηκαν και φιλμ των Antony Balch, Stephen Dwoskin, John Latham και άλλων. Όπως γράφει ο Nicholas Schaffner στο βιβλίο του “The Pink Floyd Odyssey, Saucerful of Secrets” [εκδ. Sidgwick & Jackson, London 1991]:
«Διαφημισμένο ως ‘Pop Op Costume Masque Drag Ball’, το πάρτυ προσέλκυσε την αφρόκρεμα της βρετανικής μόδας, της Τέχνης, αλλά και του κόσμου της pop-music, η οποία κατέφθασε με λουλουδάτες πιτζάμες, παλιές στρατιωτικές στολές και καφτάνια. Ο Paul McCartney και η Marianne Faithfull ήταν εκεί, ντυμένοι, Άραβας ο πρώτος και μισόγυμνη καλόγρια η δεύτερη. Παρευρίσκονταν ακόμη ο Michelangelo Antonioni με τη Monica Vitti» (σ.σ. ως γνωστόν, ο Antonioni ετοίμαζε τότε στο Λονδίνο το “Blow-up”).
Δύο χιλιάδες άτομα πέρασαν από το Roundhouse εκείνη τη μέρα, ανάμεσα στα οποία ήταν η Yoko Ono, η Jane Asher (που συνόδευε προφανώς τον McCartney) και διάφοροι άλλοι. Ο μύθος λέει ακόμη πως όλοι, καθώς έμπαιναν, έπαιρναν ζαχαρωτά κυβάκια επικαλυμμένα με LSD (o Matusow φαίνεται πως είχε βάλει κι εδώ το χέρι του) και πως κάποιοι κατάφεραν τελικώς να
ταξιδέψουν κατά τη διάρκεια της γιορτής. Βάσει όσων λέει ο ίδιος ο Matusow, στο “The Stringless Yo-Yo”, ήταν εκείνος που προσκάλεσε τον Tony Cox και τη Yoko Ono στη Βρετανία, για κάποια performance. Στο εμπεριστατωμένο site για την Yoko Ono
http://www.a-i-u.net/ διαβάζω πως...
«το 1966, η Yoko Ono, έλαβε πρόσκληση να επισκεφθεί το Λονδίνο, για να συμμετάσχει στο συμπόσιο Destruction In Art, όπου ανάμεσα σε άλλες δουλειές θα παρουσίαζε το φημισμένο ‘Cut Piece’, γονατίζοντας στη σκηνή και ζητώντας από το ακροατήριο να τεμαχίσει τα ρούχα της με δυο ψαλίδια. Στη συνέχεια παρουσίασε προσωπική της παράσταση στην γκαλερί Indica, στην προετοιμασία της οποίας, την 9/11/1966, συνάντησε για πρώτη φορά τον John Lennon».
Επρόκειτο για την
Unfinished Paintings and Objects, εκεί όπου η ιαπωνίδα καλλιτέχνις ανέπτυξε ένα
θέαμα διάφανων κατασκευών,
φανταστικής μουσικής και
εσωρούχων που θα σ’ έκαναν να νιώσεις high. Λίγες μέρες αργότερα τη θέση της στην Indica θα έπαιρνε ο (Έλληνας) Takis. Φυσικά, ο Matusow δεν συνδέθηκε μόνο με το
it, αλλά και με τα υπόλοιπα underground έντυπα της εποχής, όπως το
Frendz και το
OZ, στο εικοστό πέμπτο τεύχος του οποίου (12/1969) έγραφε πραγματεία για το λιβανέζικο χασίς (The Hash Scene – “The Lebannon: The hole of the lebanese black”).
Η πιο στενή επαφή τού Harvey Matusow με τη μουσική ήρθε μέσω της συζυγικής του σχέσης με τη νεοζηλανδή συνθέτρια της avant-garde Anna ή Annea Lockwood. Πρέπει να παντρεύτηκαν το 1967 (πέμπτος γάμος; – κάπου διάβασα πως είχε κάνει ένδεκα!) και να πέρασαν κάποιο μέρος του χρόνου στη Νέα Ζηλανδία, με το φίλο μας ν’ ανακατεύεται με το ραδιόφωνο.
Επιστροφή στη Βρετανία προς το 1968, εκπομπές στο BBC, έκδοση του
The American (περιοδικό που αφορούσε τους Αμερικανούς του Λονδίνου), αλλά και του βιβλίου του
“The Beast of Business” [εκδ. Wolfe, London, 1968] ή
“Das Biest in der Firma” όπως βγήκε στην τότε Δυτική Γερμανία [Stalling, 1969], στο οποίο, μέσα από μια χιουμοριστική ματιά, καταφέρεται εναντίον των computers, προφητεύοντας τους κινδύνους από την εργαλειοποίηση της κοινωνίας, το ρίσκο από hacking των πιστωτικών βάσεων δεδομένων(!), παρέχοντας μεθόδους γύρω από το πώς μπορείς να υφαρπάξεις μία συνδρομή του
Time, χτυπώντας μια έξτρα τρύπα στην κάρτα της IBM (όσοι πρόλαβαν να δουλέψουν σε UNIVAC καταλαβαίνουν), ή πώς να προσθέσεις εκατομμύρια στον τραπεζικό σου λογαριασμό (πιο ενδιαφέρον). Μάλιστα, ο Matusow δεν έμεινε εκεί. Το 1969 ίδρυσε την
International Society for the Abolition of Data Processing Machines, στην οποίαν 6500 μέλη διεκήρυτταν πως
«το computer είναι το εκρηκτικό εκείνο τέρας, το οποίον, κάποια στιγμή, θα στραφεί εναντίον του δημιουργού του».
Η χρονιά όμως εκείνη (το 1969) σημαδεύτηκε από την έκδοση του πρώτου του δίσκου “War Between Fats and Thins” –τα είπαμε στην αρχή του κειμένου– στον οποίον συμμετείχε και η Anna Lockwood, ως μέλος της Harvey Matusow’s Jew’s Harp Band.
Η Lockwood είχε ξεκινήσει ενεργά τις δραστηριότητές της δύο χρόνια νωρίτερα και στο διάστημα 1967-69, πάντα στο Λονδίνο, παρουσίαζε την παράστασή της “The Glass Concert”, με τους ήχους να προέρχονται, όπως γράφει και ο Roger Sutherland στο βιβλίο του “New Perspectives in Music” [εκδ. Sun Tavern Fields, London 1994], από όργανα φτιαγμένα από γυαλί.
«Πολλά απ’ αυτά ήταν ‘σκουπίδια’ από επιστημονικά εργαστήρια ή ό,τι τέλος πάντων διασωζόταν από βιομηχανίες πατωμάτων. Το σετ για το Glass Concert 2 αποτελείτο από φύλλα μικρο-γυαλιού, που χρησιμοποιούνται στα slides ηλεκτρονικών μικροσκοπίων, 20 γυάλινες ράβδους, διάφορα κυλινδρικά δοχεία, bottle tree, δένδρα δηλαδή, τα οποία στα κλαδιά τους είχαν περασμένα μπουκάλια, ένα ενυδρείο, τζάμια παραθύρων βουτηγμένα μέσα σε νερό και σωλήνες από micro glass».
Μια ιδέα παίρνεις και από τους τίτλους του LP “Glass World of Anna Lockwood” [Tangent TGS 104] από το 1970, αλλά κανονικά πρέπει ν’ ακούσεις.
Micro glass shaken,
Glass rod vibrating,
Wine glass,
Glass bulb,
Glissandi,
Spinning discs,
Micro glass on goblet,
Micro glass along pane,
Bottle tree showered with fragments…
Παραλλήλως όμως οι Lockwood και Matusow συνεργάζονται και σε έτερες παραστάσεις και όχι μόνον επί βρετανικού εδάφους, όπως φαίνεται και από το σουηδικό LP
6, Stockholm 1970, Text-Sound-Compositions [Sveriges Radio RELP 1102], στο οποίο συμμετέχουν με το δεκαπεντάλεπτο
End ηχογραφημένο για το σουηδικό ραδιόφωνο.
Είναι η εποχή κατά την οποίαν το ζεύγος σχηματίζει ένα ακόμη γκρουπ, τους Naked Software (όπως διαβάζω και στο 3σέλιδο άρθρο τού Charles Alverson “I Led Twelve Lives, Adventures of Comrade Harvey Matusow, Hustler Supreme”, που δημοσιεύτηκε στο Rolling Stone, Issue No.115, 17/8/1972). Μέλη των Naked Software ήταν εκτός των Matusow και Lockwood, οι John Lifton, Hugh Davies (από την Music Improvisation Company) και Howard Rees.
Τα happenings του Matusow –όντας επηρεασμένος από τις παραστάσεις της Lockwood– αρχίζει να παίρνουν όλο και πιο ανατρεπτική μορφή, είτε ειδικευόμενος στο
δημιουργικό κάψιμο του πιάνου, είτε παρουσιάζοντας performances τύπου “Dark Touch”, εμπλέκοντας ήχους και… απρόσμενα αγγίγματα από το ακροατήριο. Τότε ήταν, όταν του έρχεται η ιδέα για τη δημιουργία ενός avant φεστιβάλ, το οποίο θα μετέτρεπε το Λονδίνο σε κέντρο της ηχητικής πρωτοπορίας. Aναφέρομαι, φυσικά, στο
International Carnival of Experimental Sound (ICES), που είχε μεγαλεπήβολες διαστάσεις,
αφού, πλην των μουσικών παραστάσεων, θα προβάλλονταν φιλμ, θα τυπώνονταν βιβλία, σειρά από LPs, όπως θα παραγόταν και μια ταινία που θα κατέγραφε, βήμα προς βήμα, τα συμβάντα. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν κύλησαν όπως θα ’πρεπε, ή, εν πάση περιπτώσει, όπως θα τα είχε προβλέψει ο Matusow, αφού υπήρξαν διάφορα προβλήματα σε όλους τους τομείς της παραγωγής. Παρά ταύτα όσοι, τελικώς, εμφανίστηκαν εκείνες τις δύο εβδομάδες του Αυγούστου (13-27) του 1972, στο Roundhouse, αποζημίωσαν το κοινό με τις ρηξικέλευθες παραστάσεις τους, αρχής γενομένης από το γνωστό πια έργο του John Cage “HPSCHD”. Στο ICES έλαβαν επίσης μέρος οι: Mustapha Tettey Addy & Oboade, AMM, Amsterdams Electrisch Circus, California Time Machine, Bedford-Coxhill Duo, Julio Estrada, Gentle Fire, Fylkingen, Jon Gibson, Lady June, Charlotte Moorman, Naked Software (το γκρουπ του Matusow υπενθυμίζω), David Rosenboom, Spontaneous Music Ensemble, Taj Mahal Travellers, Alicia Terzian, Stomu Yamash’ta & The Red Buddha Theatre κ.ά.
Δισκογραφικώς, εξ όσων μπόρεσα να εντοπίσω, καταγράφηκαν οι παραστάσεις των AMM (αρχικώς σ’ εκείνο το ιστορικό EP της Incus το 1972, και βεβαίως στο CD της Anomalous το 2003), του David Rosenboom (αναφέρομαι στο έργο του “Patterns for London”) στο LP “Suitable for Framing” [A.R.C. Records ST1000, 1975] υπό των David Rosenboom & J.B. Floyd with Trichy Sankaran, όπως και του Jon Gibson (το έργο “Thirties”) από το CD “Visitations I, II + Thirties” [Dunya, 2000].
Εκεί προς το 1973, ο Harvey Matusow μετά της συζύγου του Anna Lockwood επιστρέφουν στην Αμερική. Ένας κύκλος είχε κλείσει. Πόσοι, όμως, ακόμη θα άνοιγαν; Στην αρχή, οι δυο τους, θα ξεκινήσουν να σχεδιάζουν μία Glass Concert Tour, αλλά γρήγορα οι δρόμοι τους θα χώριζαν.
Είναι η εποχή όπου η Αμερική είναι γεμάτη από θρησκευτικές κομμούνες (τα εκατοντάδες xian άλμπουμ, που κόπηκαν όλο αυτό το διάστημα, στο δεύτερο μισό των 70s, τούτο αποδεικνύουν) κι ο Matusow επισκέπτεται κάποιες απ’ αυτές, ανακαλώντας από το παρελθόν τα μορμονικά πιστεύω του. Δεν γίνεται ακόμη μέλος της Εκκλησίας – βασικά γιατί η ζωή του δεν συνάδει μ’ εκείνην του πιστού, αλλά και γιατί διαφωνεί με το γεγονός ότι οι μαύροι δεν μπορεί να γίνουν παπάδες. Γνωρίζεται όμως, τότε, και παντρεύεται με την Emily, με την οποίαν ξεκινούν τη δική τους ιεραποστολή. Ιδρύουν την κοινότητα Ammal’s Garden, με σκοπό να συμπαρασταθούν σε φτωχούς και αστέγους. Προς το 1977 γίνεται μέλος της Church of Jesus Christ of Latter Day Saints (LDS) –από το LSD έπεσε στο LDS όπως έλεγαν οι άσπονδοι φίλοι του– αφού κι οι δύο λόγοι που τον κρατούσαν μακρυά είχαν εκλείψει. Εν τω μεταξύ έχει αναπτύξει ένα θεατρικό project, το Magic Mouse Theatre, με το οποίο δίνει παραστάσεις σε σχολεία της Tucson (ζούσε εκεί), του Phoenix και άλλων πόλεων της Arizona. Επεκτείνει τις δραστηριότητές του στο Houston, πάντα δραστηριοποιημένος σε προγράμματα στήριξης φτωχών και αστέγων, ενώ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, και μέσα σ’ ένα διάστημα 19 μηνών, βοηθά 800 οικογένειες του New Hampshire, που μαστίζονται από τη φτώχεια, συγκεντρώνοντας και μοιράζοντας πάνω από 100 τόνους τροφίμων. Ζει μια ζωή ήσυχη και απλή, τουλάχιστον μέχρι τον Ιούλιο του ’89, όταν η Emily πεθαίνει από καρκίνο.
Η ζωή του γυρίζει και πάλι τούμπα όταν γνωρίζει, παντρεύεται και… χωρίζει την επόμενη σύζυγό του, για χάρη της οποίας ξυρίζει το μούσι του και κόβει τα μαλλιά του ύστερα από 15 χρόνια. Ξανά στις show business μετά από καιρό, ως Cockyboo, υποδυόμενος έναν clown χαρακτήρα, τον οποίον χρησιμοποιεί στο Magic Mouse. Ξεκινάει εκπομπή στην τηλεόραση, αλλά αφήνει το Tucson, για την Richfield της Utah, βάζοντας μπροστά έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό. Ανακαλύπτει το internet και το 2001 πηγαίνει να ζήσει στο Claremont του New Hampshire. Θα πεθάνει εκεί, το 2002 στα 76 του χρόνια, από επιπλοκές μετά από αυτοκινητικό ατύχημα, αφήνοντας μισοτελειωμένη την αυτοβιογραφία του.