Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΕΡΙΩΝΗΣ ιστορίες του καλοκαιριού και της μνήμης

Ο Δημήτρης Βεριώνης είναι νέος τραγουδοποιός, αν και όχι… τόσο νέος καθώς δισκογραφεί από το 2006 –το πρώτο άλμπουμ του ήταν «Το Πιο Όμορφο Παράθυρο της Πόλης», για ν’ ακολουθήσει το «Κάτω απ’ το Ίδιο Φεγγάρι» το 2012–, ενώ ασχολείται με τη μουσική από τα eighties. «Το Καλοκαίρι του Άχυρου/ Ιστορίες του Καλοκαιριού & της Μνήμης» είναι το τρίτο CD του λοιπόν, είναι διπλό και κυκλοφορεί σε καλαίσθητη συσκευασία βιβλίου από τον Μετρονόμο. (Το βιβλίο περιλαμβάνει στίχους και επεξηγηματικά κείμενα του Βεριώνη, σχετικά με τα τραγούδια του).
Ο Βεριώνης γράφει προσωπικά στιχάκια (πολύ προσωπικά ορισμένες φορές), επενδύοντας, συγχρόνως, στο ύφος της γνώριμής μας ελληνόφωνης ροκ μπαλάντας. Τα τραγούδια του, όσον αφορά στα λόγια, ενώ δεν είναι πολύ βαθειά (εκείνα των πολύ υψηλών νοημάτων τέλος πάντων), έχουν μια χάρη και μιαν… οικειότητα, ενώ και οι μελωδίες του, χωρίς να είναι κάτι που δεν το έχεις ξανακούσει, διατηρούν συχνά μια πρωτογενή έμπνευση και μια ζωντάνια.
Στο «Καλοκαίρι του Άχυρου» ο Βεριώνης θυμάται πολλά γεγονότα από τις παρελθούσες δεκαετίες της ζωής του, ή και… πριν απ’ αυτές, κατασκευάζοντας τα ανάλογα «επεισόδια», δημιουργώντας τη βεβαιότητα ενός ανθρώπου, που έχει μεγαλώσει ηλικιακώς εκβιάζοντας, ενίοτε, έναν κάποιον απολογισμό. Θέλω να πω πως ορισμένα τραγούδια, ενώ είναι γραμμένα από έναν νέο ακόμη άνθρωπο, αφήνουν στη διαδρομή κάτι το… μεγαλίστικο. Ίσως σ’ αυτό να συμβάλλουν και οι ενορχηστρώσεις, που είναι κάπως επίπεδες, χωρίς να στερούνται, θεωρητικώς, ποικιλίας ηχοχρωμάτων. Κι αυτό νομίζω πως είναι ένα ζήτημα με τα τραγούδια τού Βεριώνη. Το γεγονός πως έμειναν ανεκμετάλλευτα τα πολλά και ποικίλα ηχοχρώματα (βιολί, τσέλο, φλάουτο, βιόλα, τρομπέτα, σαξόφωνα, κιθάρες εννοείται, πιάνο κ.λπ.), που είχε ο τραγουδοποιός στη διάθεσή του. Εκεί, λοιπόν, στο στούντιο, απαιτείται ψάξιμο ή έστω… ακόμη περισσότερο ψάξιμο.
Από το πρώτο CD μού άρεσαν ιδιαιτέρως το «Μια βιολέτα στη σελήνη», τραγούδι αφιερωμένο στη θεά… τραγουδίστρια και ηθοποιό Μάριον Σίβα («πέταξε» στην Αθήνα το 1981, στα 42 χρόνια της), το «Η δική μας Ρώμη», που με πήγε πίσω σε κάτι μακρινό και αγαπημένο (στο “Andalucian blues” των Chicken Shack) και από το δεύτερο CD κυλάνε ωραία το «Ο Αλέκος και ο Διομήδης» (για τον Αλέκο Παναγούλη και τον Διομήδη Κομνηνό) και κυρίως το «Το πετάω την καρδιά μου στα σκουπίδια» (ίσως το ωραιότερο τραγούδι τού άλμπουμ).
Ο Δημήτρης Βεριώνης έχει ενδιαφέρον ως τραγουδοποιός, αφού στις καλύτερες των στιγμών τού τελευταίου δίσκου του στέκεται «ψηλά» ή και «πολύ ψηλά» (δεν εξειδικεύω, τώρα, επί των στίχων και των ιστοριών ή της Ιστορίας). Εκείνο που χρειάζεται, πέρα από το ψάξιμο στο στούντιο (που είναι μεν σημαντικό, αλλά είναι το τελευταίο στη σειρά), είναι να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη προσοχή στο πρωτογενές υλικό – στα λόγια και τις μελωδίες δηλαδή. Μετά από ένα αυστηρό, προσωπικό, φιλτράρισμα-ξεκαθάρισμα νομίζω πως το συνολικό αποτέλεσμα θα τείνει ακόμη πιο γρήγορα και ακόμη περισσότερο προς το ποθούμενο. 
Επαφή: www.metronomos.gr

2 σχόλια:

  1. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας, τα καλά σας λόγια και την καλοδεχούμενη κριτική επι των τραγουδιών και της ενορχήστρωσης. Είναι σημαντικό που υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται με τις προσπαθειές μας και τις μουσικές μας καταθέσεις, που σιγουρα δε στερουνται αγάπης και ελικρίνειας. Σας ευχαριστώ και πάλι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή