Κάτι παίζει με την americana (το παλαιό country-rock χονδρικώς, πολύ χονδρικώς)
στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό. Διάφορα γκρουπ και τραγουδοποιοί, που
ξεπετάγονται από ’δω κι από ’κει, γράφουν και συνθέτουν πάνω σ’ αυτό το στυλ,
που διακόνησαν ο Dylan,
οι Byrds, οι Band, οι Crazy Horse, ο Neil Young, ο Gram Parsons και
άλλοι πολλοί εκεί μετά τα μέσα του ’60. Αναφερόμαστε σ’ έναν ήχο, θέλω να πω,
με πολύ βαθιές ρίζες, που ανακατεύει το rock (ψυχεδελικό ή άλλο), με την country μπαλάντα,
το folk και το blues (και
άλλα επιμέρους είδη) και ο οποίος, επί της ουσίας, ποτέ δεν υπέστη φθορά στην
Αμερική. Απεναντίας, ξαναγνώρισε μεγάλη άνθηση, εκεί, μετά τα μέσα του ’90 και
στις αρχές των 00s με
συγκροτήματα όπως οι Lambchop,
οι Wilco, οι Drive-By Truckers και δεκάδες άλλα… Τώρα, τα
τελευταία χρόνια, «παίζει» πολύ και στην Ελλάδα. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα
τον Moa Bones, τους Appalachian Cobra Worshipers, τον Λάμπρο
Παπαλέξη και τις Χτισμένες… των Θεμελίων, τον Kosta A.-Monk,
τους Thee Holy Strangers και δεν θυμάμαι ποιους άλλους ακόμη… Βεβαίως
όλα αυτά τα ονόματα δεν ηχούν «ακριβώς το ίδιο», αλλά, εν πάση περιπτώσει,
υπάρχουν σοβαρές κοινές καταβολές – και αυτό δεν κρύβεται. Σ’ αυτή την ομάδα
λοιπόν εντάσσεται και ο Robert Sin
(Λάμπρος Καράμπαλης) με τους Huckleberries
δηλ. τους Στέλιο Χαμπίπη ηλεκτρικές κιθάρες, Θοδωρή «Θείο» Καράμπαλη πλήκτρα,
Εύη Χασαπίδου-Watson μπάσο, φωνή και Δημήτρη Μπουρούσα ντραμς. Κάποια απ’ αυτά τα
ονόματα δεν είναι άγνωστα στους φίλους του ελληνικού ροκ. Ο Χαμπίπης π.χ.
έπαιζε κιθάρα στους Libido Blume,
η Εύη Χασαπίδου είναι φυσικά η Εύη των No Man’s Land, Echo Tattoo κ.λπ., ενώ ο
Μπουρούσας ήταν κι αυτός στους Libido Blume…
Το “…and the Ghosts in Between”
[G.O.D. Records,
2016] είναι η πρώτη κατάθεση τού Robert Sin και σ’ αυτήν όλα τα τραγούδια (και τα
εννέα) είναι δικά του (μουσικές και στίχοι).
Τα στιχάκια κατ’ αρχάς του Robert Sin, που είναι γραμμένα στην
αγγλική, είναι απλά και κατανοητά. Χωρίς περισπούδαστες διατυπώσεις μιλάνε για
προσωπικές καταστάσεις, ερωτικά και υπαρξιακά ζητήματα, βγάζοντας μια θετική
απόκριση και όχι μια… κλάψα. Είναι με την… σωστά καλιμπραρισμένη ζυγαριά
αισιόδοξα, αφήνοντας μιαν αληθινή σιγουριά και μιαν απλότητα. Προς την ίδια
κατεύθυνση κινούνται και οι μουσικές βεβαίως. Παρότι τα κομμάτια έχουν ποικίλες
διάρκειες (από 4λεπτα μέχρι σχεδόν 11λεπτα), που σημαίνει πως ο τραγουδοποιός
δεν ακολουθεί μια στάνταρ γραμμή ανάπτυξης, εντούτοις είναι όλα μελετημένα –
δίχως να λείπει κάτι από τα μικρότερης διάρκειας και δίχως να χάσκουν τα
μεγαλύτερα. Τα tempi
είναι συνήθως mid ή
αργά, κάτι που ευνοεί την τραγουδοποιητική ηρεμία και αφηγηματικότητα, με τις
ερμηνείες να κρίνονται ως επαρκείς (που σημαίνει ότι εκεί μπορεί να βελτιωθούν
ακόμη περισσότερο τα πράγματα) και με τα παιξίματα να μην εντυπωσιάζουν μέσα
από τα soli (παρότι
αυτά δεν απουσιάζουν) όσο κυρίως από την στρωτή συνοδευτική παρουσία τους. Το
όργανο, ας πούμε, κάνει πολύ καλή «πίσω» δουλειά, γεμίζοντας χώρους, ενώ και η
ηλεκτρική κιθάρα, όταν βγαίνει μπροστά από την ακουστική ή την lap steel, ξέρει να παρασύρει –
στο “At her mercy now”
ας πούμε ή κυρίως στο “You and my ghost”,
που είναι το περισσότερο τύπου psych
κομμάτι του άλμπουμ. Πάντως το κορυφαίο track του CD είναι το
προτελευταίο “Will-o-the-wisp”, ένα haunted blues,
κάπως σαν αυτά που έλεγε ο Tony Joe White (αν και λιγότερο swamp και περισσότερο «χαμένο»).
Είναι μάλλον δύσκολο να εντάξεις κάπου, σε κάποιο στυλ, το
“…and the Ghosts in Between” των Robert Sin & The Huckleberries.
Εντάξει… λες ένα “americana”
και ξεμπερδεύεις, αν είναι αυτό το θέμα. Στην πράξη, όμως, το άλμπουμ είναι
πιο… μυστήριο. Δεν πρόκειται δηλαδή για ’κείνο που αναμένεις, ενδεχομένως, ν’
ακούσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου