Αν το 1981 ήταν η χρονιά των
Sharp Ties και των
Scraptown, δύο συγκροτημάτων
δηλαδή που αφουγκράζονταν τον βρετανικό ήχο της εποχής, τον ήχο της 2
Tone ας
πούμε (
Madness,
The Specials,
Bad Manners κ.λπ.)
και των
UB40, το 1982
ήταν η χρονιά των 2002
GR – εννοώ πως δεν ήταν η χρονιά ούτε του Σιδηρόπουλου, ούτε της
Σπυριδούλας, που τους ακούγανε τα… περιθώρια. Το γκρουπ που άκουγες παντού, στα
μπαρ, στις παμπ, στις καφετέριες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, ακόμη και στα
διαλείμματα των θερινών κινηματογράφων ήταν οι 2002
GR. Αυτό το γκρουπ είχε επιτυχία, και
αυτό... επιδοκίμαζε ο λαός. Καλώς ή κακώς (εγώ θα πω «καλώς») αυτό ήταν.
Πρώτη φορά που άκουσα 2002 GR ήταν στο ραδιόφωνο, σε πειρατικό σταθμό.
Ήταν ένα track που με είχε κάνει να τα χάσω. Τόσο πολύ μου άρεσε. Ήταν το... ροκ-αμανετζίδικο «Θυμάμαι», το οποίον ο πειρατής το έβαζε και το ξαναέβαζε συνεχώς,
αλλά δίχως να μιλάει. Δίχως να λέει περί τίνος επρόκειτο δηλαδή. Θυμάμαι, επίσης,
πως εκείνη την εποχή, σε προσωπικό επίπεδο που λέμε, άκουγα συνεχώς τον «Ξαναπέ»
του Νικόλα Άσιμου, και παρότι γούσταρα (ανάμεσα σε άλλα) κι εκείνη την ανάμειξη
ροκ και λαϊκού που επιχειρούσε ο μακαρίτης, το «Θυμάμαι» ήταν κάτι άλλο.
Ερχόταν από αλλού. Δεν είμαι σίγουρος πότε ανακάλυψα πως το κομμάτι αυτό το
έλεγαν οι 2002 GR
τελικώς. Μάλλον πρέπει να συνέβη λίγο αργότερα, όταν αγόρασα το “V.O.L 3”, καθώς από παντού ακούγονταν πλέον το «Αύριο», η «Μαγική
Αυλή» και όλα τα υπόλοιπα.
Εντάξει, μπορεί ως… ιντελέκτουελ να πούμε ν’ ακούγαμε τότε
και τα πρώτα δισκάκια της Creep
(μιλάω πάντα για τα ελληνικά ακούσματα), αλλά το fun δεν το εύρισκες σ’ αυτά. Το εύρισκες
σε τούτο τον παλιό ελληνοροκά που άκουγε (και ακούει) στο όνομα Ηλίας
Ασβεστόπουλος. Γιατί ο Ασβεστόπουλος είναι πολύ μάγκας – κάτι που το δείχνει
εξάλλου από το 1966, καθώς τότε γράφει το “Drive my Mustang” των Persons
(ως γνωστόν θα πω), ένα από τα top-5
greek garage-punk των sixties.
Το 1982 δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν γνώριζα τους 2002 GR ή σκέτο 2002 από
τα προηγούμενα LP τους (το «Πόλα» του ’74 και τον «Σιδερένιο Άνθρωπο» του ’75),
θυμόμουν όμως τον Ασβεστόπουλο από ένα τραγούδι του από το «Γαλάζιο Όνειρο»
(1977), που το άκουγα στις διαφημιστικές εκπομπές της Columbia και μου
άρεσε πολύ. Το τραγούδι λεγόταν «Μια μέρα θα ξανάρθω» και ήταν γραμμένο
(μουσική-στίχοι) από τον Άκη Σκαμάγκα (άλλη μια αγνοημένη «μορφή» του ελληνικού
ροκ).
Ρίχνω λοιπόν στο πλατώ το “V.O.L 3”
και παθαίνω πλάκα. Το ένα τραγούδι καλύτερο από το άλλο!
Το άλμπουμ άνοιγε με
τη «Μαγική αυλή», συνέχιζε με το «Είπες πως», το hit «Αύριο» του
Χρήστου Κυριαζή, το έξοχο «Άννα» του Στέλιου Καραΐνδρου, για να κλείσει η
πλευρά με το ανατολίτικο «Θυμάμαι» (Ασβεστόπουλος - Χατζησόγλου)… κομμάτι που αν
το άκουγαν, τότε, οι ανάλογοι Εγγλέζοι θα λιποθυμούσαν.
Και η δεύτερη πλευρά, όμως άνοιγε «γαμάτα». «Μονάχα εσύ»
(Ασβεστόπουλος) και καπάκι το «Αχ καϋμένη» του Γιάννη Κιουρκτσόγλου – ίσως το
ωραιότερο track του δίσκου. Ο Κιουρκτσόγλου περιγράφει την ιστορία μιας
γκόμενας που πουλήθηκε για τα φράγκα, με τη μαμά της να κάνει πλάτες… και με
τον Ασβεστόπουλο να δίνει, εδώ, την ερμηνεία της ζωής του. Ακολουθούσαν τρία
τραγούδια με αγγλικό στίχο (“Love rhyme”,
“Your love’s a”, “Best of times”), που δεν ήταν άσχημα
(ιδίως το “Best of times”),
δείχνοντας ακόμη περισσότερο τις reggae-ska
αναφορές των 2002 GR,
που τότε τους αποτελούσαν οι: Ηλίας Ασβεστόπουλος τραγούδι, Γιάννης Χατζησόγλου
κιθάρα, Στέλιος Καραΐνδρος ντραμς και Σωτήρης Καραούλιας μπάσο, ενώ ως guest βοηθούσε, κάνοντας πολύ
καλή δουλειά στα keyboards,
ο Κώστας Γανωσέλης.
Μπροστά στις «Ηρωίνες» (Σιδηρό) που γουστάρανε κάτι γνωστοί
μου ψwλοβρόντες και τους
«Χουλιγκάνους» των Σπυριδούλα που…δεν τους ένοιωθε κανείς… γι’ αυτό τα σπάγανε
τα καημένα τα παιδιά… τα τραγούδια των 2002 GR ήταν σκέτο βάλσαμο. Ωραίες μουσικές, γερά, απλά και καθημερινά
λόγια, παιξίματα, όπως πάντα πολύ πρώτα, ωραίες ερμηνείες από τον Ασβεστόπουλο και
μιαν απλώς ανεκτή παραγωγή, ήταν εκείνα που χαρακτήριζαν έναν από τους καλύτερους
ελληνικούς ροκ δίσκους που κυκλοφόρησαν εκεί στις αρχές των eighties.
Φυσικά το “V.O.L 3” είχε πατώσει στις κριτικές της εποχής,
καθότι τα «βαριά πεπόνια», που γράφανε στα περιοδικά, αδυνατούσαν να
αντιληφθούν το απλό και το ουσιαστικό, που κόμιζαν αυτά τα πανέμορφα τραγούδια.
Να, τι έλεγε σε πέντε γραμμές ο Χ.Χ. (μάλλον ο Χρήστος Χατζής) στη Μουσική
(τεύχος 54, Μάης 82). Μεταφέρω όλη την κριτική (τα κεφαλαία και η έμφαση δεν
είναι δικά μου, δικά μου είναι τα... σ.σ.):
«Ο Ασβεστόπουλος μάζεψε μερικούς μουσικούς που δεν τα πάνε
καθόλου άσχημα (αλήθεια το λέω ΔΕΝ κάνω πλάκα) (σ.σ. σιγά ρε μεγάλε… μας έσκισες).
Εδώ η παραγωγή και η ηχοληψία βοηθάνε με διάφορα εφφέ να καλύπτουν λάθη (σ.σ. ;!)
και να βγαίνει ένα μερικές φορές εντυπωσιακό αποτέλεσμα (σ.σ. μπαα;). Εκεί που
χωλαίνουν οι 2002 είναι πρώτο (και λιγότερο) η σύνθεση που τις περισσότερες
φορές είναι υποτυπώδης και χωρίς έμπνευση (σ.σ. τι λέει ο άνθρωπος!), ύστερα οι
αδιάφοροι έως κακοί στίχοι (σ.σ. είπαμε, όλοι αυτοί με τι θα ικανοποιούνταν)
και τέλος η ερμηνεία του Ηλία Ασβεστόπουλου, που ανέκαθεν ήταν κακός τραγουδιστής
(σ.σ. ό,τι να ’ναι). Τα τρία αγγλόφωνα κομμάτια του δίσκου είναι καλύτερα (σ.σ.
αντιλαμβάνεστε σκεπτικό…) ίσως επειδή δεν καταλαβαίνουμε τι λένε (σ.σ. …).
Ξεχάσαμε να σας πούμε ότι ο δίσκος κινείται σε New Wave πλαίσια!
Έτσι όπως πάμε σε λίγο το “ελληνικό ροκ” θα είναι υπόθεση του Χριστοδουλόπουλου…». Καρέ της... εξυπνάδας.
Ακούστε το άλμπουμ μόνοι σας (με ψυχή ε;) και βγάλτε τα συμπεράσματά σας…
Η Χριστίνα, που σχετίζεται καλλιτεχνικά με τον Ηλία
Ασβεστόπουλο, ήταν μια πολύ καλή ποπ τραγουδίστρια, με άξια πορεία στη
δισκογραφία, στα κλαμπ και τα κέντρα διασκέδασης, στα σέβεντις, κάνοντας πολλά
εξώφυλλα για τα πάσης φύσεως περιοδικά της εποχής, συμμετέχοντας στο Ελληνικό
Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, ενώ θα περνούσε και από τον κινηματογράφο
– καθώς θα εμφανιζόταν στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Τα Χρώματα της
Ίριδος» (1974).
Στο ποπ στερέωμα, η Χριστίνα, θα γινόταν γνωστή μέσα από τις
συνεργασίες της με τα συγκροτήματα Music Machine και Sounds (ιδίως μ’ αυτούς),
στην αρχή της δεκαετίας, προετοιμάζοντας ταυτοχρόνως αυτό το πρώτο άλμπουμ της,
που διαθέτει πολλά καλά τραγούδια. Και αναφερόμαστε, βεβαίως, στα πρωτότυπα και
όχι στις πέντε διασκευές, που συμπληρώνουν το track list. Είχε ξεκινήσει από
νωρίς η φάμπρικα με τις versions, στο ελληνικό ποπ-ροκ, αλλά εκεί στα πρώτα
χρόνια του ’70 θα γινόταν χαμός, αφού όλοι οι ποπίστες γέμιζαν τους δίσκους
τους με διασκευές.
Εδώ, στον δίσκο της Χριστίνας, ακούμε τα «Lady hi lady ho»
των Les Costa από το 1971 («Θέλω να γελώ»), «Pour un flirt» του Michel Delpech
από το 1971 («Φλερτ»), «Viva» της Mary Roos από το 1972 («Ζήσε»), «Tu te
reconnaîtras» της Anne Marie David από το 1973, που ήταν πρωτιά για το Λουξεμβούργο
στην Eurovision («Θα σε βρω») και ακόμη το «Alone again (Naturally)» του
Gilbert O’Sullivan από το 1972 («Το τραγούδι της βροχής»).
Το θέμα είναι πως αν εξαιρέσεις κάπως το «Φλερτ», που ήταν
ευχάριστο (κι έκανε επιτυχία στην Ελλάδα), όλα τα υπόλοιπα ξένα τραγούδια ήταν
απείρως κατώτερα από τα ελληνικά (ακόμη και η πρωτιά της Eurovision δεν έπιανε
μία μπροστά στα άξια κομμάτια του Ηλία Ασβεστόπουλου και του Νίκου Καλογεράκη).
«Ο μάγος» (μουσική και στίχοι από τον Ηλία Ασβεστόπουλο –
βραβείο στίχου στο Ελληνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού του 1973) είναι ένα από τα
ωραιότερα ελληνικά ποπ τραγούδια εκείνης της εποχής (εφάμιλλο των καλυτέρων των
Poll και των Νοστράδαμος). Εξίσου ωραία ήταν, όμως, και τα «Πού θα βρω νερό»
των Νίκου Καλογεράκη (από τους Blue Birds), Ηλία Ασβεστόπουλου (από τους
Persons) και Αντώνη Πιτσολάντη (από τους Persons), «Ελπίδα» (γραμμένο από την
προηγούμενη τριάδα), «Νεανικά παιχνίδια» (των Ηλία Ασβεστόπουλου-Άκη Σκαμάγκα)
και «Εγώ κι εσύ» (των Ηλία Ασβεστόπουλου-Αντώνη Πιτσολάντη).
Αν αυτοί οι άνθρωποι υπέγραφαν και τα υπόλοιπα πέντε
τραγούδια του δίσκου (γιατί σίγουρα θα είχαν γράψει κι άλλα) είναι πολύ πιθανόν
να μιλούσαμε, τώρα, για έναν κορυφαίο δίσκο της ελληνικής ποπ – με τοπ
ενορχηστρώσεις από τον Κώστα Καπνίση! Κι έτσι, όμως, το άλμπουμ αυτό της
Χριστίνας, το ντεμπούτο της από το 1973, είναι πολύ καλό και ξεχωρίζει.