Οι Bend for Eleven
είναι ένα ελληνικό σκληρό rock
συγκρότημα από την Θεσσαλονίκη. Μ’ ένα πρώτο ψάξιμο στο δίκτυο δεν βρήκα πολλά
στοιχεία γι’ αυτούς, πέραν του ότι έχουν ένα ακόμη άλμπουμ από το 2016 (“Aggressive Illusions”) και πως το “Rebel Day” [Private Pressing, 2020] είναι
το πιο νέο τους CD. Ένα
CD κλεισμένο
σε μια πρωτότυπη, gatefold,
ξύλινη(!) συσκευασία, επί της οποίας όμως δεν αναγράφεται τίποτ’ άλλο πέραν των
τίτλων των εννέα κομματιών. Ούτε τα μέλη, ούτε τα τεχνικά στοιχεία της
ηχογράφησης (στούντιο, παραγωγός, mixing, mastering κ.λπ.), ούτε κάποια διεύθυνση επικοινωνίας. Έτσι λοιπόν,
με... πλημμελή στοιχεία, θα προχωρήσουμε...
Το “Rebel Day”
είναι ένα κλασικό hard rock άλμπουμ, με seventies και eighties
αναφορές. Προσωπικά δεν θα το αποκαλούσα stoner –παρότι βλέπω αυτό να αναγράφεται παντού– ενώ,
επιπροσθέτως, θα έλεγα πως γειτνιάζει, ως ήχος, με το hard progressive.
Το βασικό ατού των Bend for Eleven, πέραν της παικτικής αξιοπιστίας, είναι οι πολύ καλές
συνθέσεις τους. Στην πράξη, στο “Rebel Day”, δεν υπάρχει ούτε ένα μέτριο κομμάτι, καθώς όλα διαθέτουν
και την τέχνη, και την δύναμη, και το συναίσθημα, ώστε να είναι τελικώς αυτό
που είναι. Κάτι παντελώς αποδεκτό και ωραίο. Ήτοι: μερικά απολύτως πειστικά hard driving άσματα,
τα οποία όλοι ανεξαιρέτως οι rock fans
θα μπορέσουν να τα απολαύσουν, απλά και καθαρά, δίχως να πιεστούν και κυρίως
δίχως να φανούν συγκαταβατικοί ή ελαστικοί στην κρίση τους (του τύπου «για
ελληνικά... καλά είναι»).
Μου άρεσε πολύ το άνοιγμα με το “YeahYeahYeah”, που έφερε στη μνήμη μου
το φοβερό “Oh, Jöjj” των Ούγγρων Omega
από το LP τους “Éjszakai Országút” [Qualiton, 1970], ο ήχος στις
κιθάρες από το “Rebel day”,
που ανακαλούν Blue Öyster Cult, ο τρόπος που αναπτύσσεται το “All of my memories”, ο οποίος δείχνει
«σκληρή» μπάντα για «μεγάλα πράματα», το 7λεπτο “My inner sight”, που είναι ένα hard έπος,
όπως και το “Move on”
εξάλλου (“Move on”
είχαν κομμάτι και οι Βρετανοί Stray...
και ο νοών νοείτω), για να μην γράψω για το “Take me over”, που θα έκανε συγκροτήματα σαν τους Budgie να το
ρίξουν στην... τσιγκολελέτα.
Ξαναλέω πως δεν υπάρχει μέτριο ή αδιάφορο κομμάτι εδώ, με τα
δύο τελευταία tracks, το
“Evelyn” και το “Long waitin’ years” να θερίζουν.
Ένα απλό, αλλά σπουδαίο άλμπουμ, που δεν θέλει να αποδείξει
τίποτα, γιατί είναι «πολλά» από μόνο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου