Τι να πει κανείς για τον νορβηγό κοντραμπασίστα Arild Andersen, ένα μουσικό που
έχει συνδεθεί, όσο λίγοι άλλοι, με την ίδια την ύπαρξη της ECM (AN Music) από το ξεκίνημά της ήδη; Το λέμε, καθότι ο Andersen ηχογραφεί στη γερμανική
εταιρεία από το 1970, ως μέλος τότε του κουαρτέτου του Jan Garbarek (μαζί με τους Terje Rypdal και Jon Christensen). Αποτελεί,
εννοούμε, ο 80χρονος Andersen,
μια ιστορική προσωπικότητα, σε σχέση με το ρόστερ τη εταιρείας και συνάμα μία
από τις «κολώνες» της νορβηγικής παροικίας εκεί, με δίσκους και συνεργασίες,
που έχουν γράψει ιστορία. Στο blog
υπάρχουν reviews για
δύο ECM-άλμπουμ του Andersen, του “Affirmation” (2022) και του “In-House Science” (2018), ενώ τώρα θα γράψουμε κάποια λόγια και για το “Landloper”, την τελευταία ως
σήμερα δουλειά του, που κυκλοφόρησε πέρυσι.
Σ’ αυτό το άλμπουμ ο Arild Andersen είναι μόνος του στη σκηνή του Victoria National Jazzscene, του Όσλο, και ηχογραφείται ζωντανά, στις 18 Ιουνίου του 2020. Είναι πενταετίας η ηχογράφηση θέλω να πω –κάτι όχι παράξενο, για τον τρόπο που δουλεύει ως παραγωγός ο Manfred Eicher–, ενώ, όπως διαβάζω, πρόκειται για το πρώτο σόλο άλμπουμ του νορβηγού συνθέτη και κοντραμπασίστα! Όντως; Μάλλον...
Τέλος πάντων ο Andersen ανεβαίνει στο πάλκο μόνο με το κοντραμπάσο του, συν κάποια πεντάλια, και ό,τι ακούμε στο “Landloper” είναι γραμμένο επιτόπου, δίχως overdubs ή όποιες άλλες προσθήκες. Το ρεπερτόριο, δε, που δίνει στον κόσμο ο Νορβηγός είναι ποικίλο. Τα κομμάτια που καταγράφονται μπορεί να είναι τυπικώς έξι, αλλά στην πράξη είναι εννέα, επειδή σε δύο περιπτώσεις ενοποιούνται δύο και τρία tracks μαζί. Έτσι, από τις εννέα συνθέσεις τρεις μόνον ανήκουν στον Andersen, ενώ μεταξύ των υπολοίπων ακούμε και απολαμβάνουμε το “Ghosts” του Albert Ayler, το “Lonely woman” του Ornette Coleman, το “Song for Che” του Charlie Haden και το “Peace universal” του Bob Moses. Έτσι το σετ του Andersen αποκτά και κάποια «κοινωνικά» να τα πούμε χαρακτηριστικά – με τις αποδόσεις να είναι ουσιαστικές και σεμνά εντυπωσιακές, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Εκφράζεται, πληρέστατα, αλλά με λίγους ήχους ο Andersen, και αυτό δεν είναι κάτι κοινό, εύκολο ή αναμενόμενο. Θέλω να πω πως εδώ υπάρχει μελέτη και επεξεργασία των συνθέσεων, αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει το συναίσθημα που κινητοποιεί τον μεγάλο νορβηγό μουσικό και που σε κάνει να ανατριχιάζεις καθώς περνάει, εκεί στο τέλος, πάνω από τις νότες του “Lonely woman” και του “Song for Che”, πριν ανταμειφθεί μ’ ένα γενναίο χειροκρότημα.
Σ’ αυτό το άλμπουμ ο Arild Andersen είναι μόνος του στη σκηνή του Victoria National Jazzscene, του Όσλο, και ηχογραφείται ζωντανά, στις 18 Ιουνίου του 2020. Είναι πενταετίας η ηχογράφηση θέλω να πω –κάτι όχι παράξενο, για τον τρόπο που δουλεύει ως παραγωγός ο Manfred Eicher–, ενώ, όπως διαβάζω, πρόκειται για το πρώτο σόλο άλμπουμ του νορβηγού συνθέτη και κοντραμπασίστα! Όντως; Μάλλον...
Τέλος πάντων ο Andersen ανεβαίνει στο πάλκο μόνο με το κοντραμπάσο του, συν κάποια πεντάλια, και ό,τι ακούμε στο “Landloper” είναι γραμμένο επιτόπου, δίχως overdubs ή όποιες άλλες προσθήκες. Το ρεπερτόριο, δε, που δίνει στον κόσμο ο Νορβηγός είναι ποικίλο. Τα κομμάτια που καταγράφονται μπορεί να είναι τυπικώς έξι, αλλά στην πράξη είναι εννέα, επειδή σε δύο περιπτώσεις ενοποιούνται δύο και τρία tracks μαζί. Έτσι, από τις εννέα συνθέσεις τρεις μόνον ανήκουν στον Andersen, ενώ μεταξύ των υπολοίπων ακούμε και απολαμβάνουμε το “Ghosts” του Albert Ayler, το “Lonely woman” του Ornette Coleman, το “Song for Che” του Charlie Haden και το “Peace universal” του Bob Moses. Έτσι το σετ του Andersen αποκτά και κάποια «κοινωνικά» να τα πούμε χαρακτηριστικά – με τις αποδόσεις να είναι ουσιαστικές και σεμνά εντυπωσιακές, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Εκφράζεται, πληρέστατα, αλλά με λίγους ήχους ο Andersen, και αυτό δεν είναι κάτι κοινό, εύκολο ή αναμενόμενο. Θέλω να πω πως εδώ υπάρχει μελέτη και επεξεργασία των συνθέσεων, αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει το συναίσθημα που κινητοποιεί τον μεγάλο νορβηγό μουσικό και που σε κάνει να ανατριχιάζεις καθώς περνάει, εκεί στο τέλος, πάνω από τις νότες του “Lonely woman” και του “Song for Che”, πριν ανταμειφθεί μ’ ένα γενναίο χειροκρότημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου