Για το ντεμπούτο “Joyride” [Inner Ear] των Notowns είχα γράψει πολύ καλά λόγια πριν
από δυο χρόνια, καταλήγοντας, σ’ εκείνη την κριτική, με το... Τι άλλο να πεις;
Μπράβο στα παιδιά και πάντα τέτοια!
Φαίνεται λοιπόν πως εκείνο το «πάντα τέτοια» έπιασε τόπο, γιατί ακούγοντας το νεότερο “Vicious Little World” [Inner Ear, 2025] έρχομαι να (ξανα)πω πως οι Notowns κάνουν και πάλι ένα πύρινο punk-rock-funk άλμπουμ, με early eighties κατόπτευση και με τα φανταχτερά κομμάτια τους να διαδέχονται το ένα το άλλο. [Λογικά, το αθηναϊκό γκρουπ εξακολουθεί να αποτελείται από τα ίδια δύο άτομα, που έφτιαξαν το “Joyride”, συν τον ντράμερ Δημήτρη Γρηγοριάδη. Το λέω, γιατί στο εξώφυλλο του δίσκου, στο ένθετο και στο bandcamp δεν υπάρχει η παραμικρή πληροφορία, για το ποιοι είναι οι Notowns – κάτι που δείχνει πως η μπάντα δρα ενιαία, ως σύνολο, και όχι ως άτομα, με τα τραγούδια να αποτελούν, όλα, κοινές κατασκευές].
Υπάρχει λοιπόν αυτή η παλιά βρετανική ορμή στα κομμάτια των Notowns, που αναγνωρίζουμε στους δίσκους και τα τραγούδια των Gang of Four, των A Certain Ratio, των Mob, των Poison Girls, των Zounds και γιατί όχι και των προπατόρων Ian Dury & The Blockheads –για να μην γράψω και για το πρώτο LP των «δικών μας» Noise Promotion Company από το 1986–, και που εδώ αποδεικνύεται, για μιαν εισέτι φορά, το καταλληλότερο πλαίσιο προκειμένου να... ανθίσουν τα νέα κομμάτια του αθηναϊκού γκρουπ.
Οι Notowns κατορθώνουν να συμπυκνώσουν «πάνω τους» όλα τα επιμέρους προτερήματα, προκειμένου να φτιάξουν τραγούδια, απ’ αυτά που λέμε πως... αντέχουν ή θ’ αντέξουν στο χρόνο. Δυνατές ρυθμικές βάσεις, σωστές μελωδίες, καλά φωνητικά και επιπλέον πολύ καλοί στίχοι (στ’ αγγλικά) – κάτι που θα αποτελεί πάντα το πιο δύσκολο ζητούμενο, για τα σύγχρονα ελληνικά συγκροτήματα (ας μείνουμε σ’ αυτά). Στίχοι θέλω να πω που συνδυάζουν το προσωπικό με το κοινωνικό, και που ταυτόχρονα παίρνουν γραμμή από την καθημερινότητα και τη ζωή στη μεγάλη κλίμακα. Όπως τους ακούμε να λένε και στο φερώνυμο track:
«Σ’ αυτή τη δίνη της πόλης, είναι το άγχος που μας καταπίνει / Είναι το τέρας στο υπόγειο / που περιμένει να τραφεί από τα ίδια μας τα χέρια / Και υπάρχουν ένα εκατομμύριο τρόποι για να αλλάξουμε τη μοίρα μας / αλλά πάντα επιλέγουμε τον ίδιο στο τέλος / Και όλες οι σκληρές άνισες μάχες και οι διαλυμένες νύχτες μας / είναι το μόνο έπαθλο που μας απονέμεται / Η αφόρητη ελαφρότητα του κοινωνικού κανιβαλισμού / Αυτοί έφτιαξαν την αγχόνη, αλλά τους δώσαμε εμείς το σχοινί».
Τραγούδια σαν τα “Exiles”, “Lies”, “Big white shark”, “Hyenas”,
μα και ένα προς ένα όλα τα υπόλοιπα, δεν είναι απ’ αυτά, που τ’ ακούς κάθε μέρα
από τα ελληνικά συγκροτήματα – και αυτό, οπωσδήποτε, περιποιεί την πρώτη και τη
μεγαλύτερη τιμή στους Notowns.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Φαίνεται λοιπόν πως εκείνο το «πάντα τέτοια» έπιασε τόπο, γιατί ακούγοντας το νεότερο “Vicious Little World” [Inner Ear, 2025] έρχομαι να (ξανα)πω πως οι Notowns κάνουν και πάλι ένα πύρινο punk-rock-funk άλμπουμ, με early eighties κατόπτευση και με τα φανταχτερά κομμάτια τους να διαδέχονται το ένα το άλλο. [Λογικά, το αθηναϊκό γκρουπ εξακολουθεί να αποτελείται από τα ίδια δύο άτομα, που έφτιαξαν το “Joyride”, συν τον ντράμερ Δημήτρη Γρηγοριάδη. Το λέω, γιατί στο εξώφυλλο του δίσκου, στο ένθετο και στο bandcamp δεν υπάρχει η παραμικρή πληροφορία, για το ποιοι είναι οι Notowns – κάτι που δείχνει πως η μπάντα δρα ενιαία, ως σύνολο, και όχι ως άτομα, με τα τραγούδια να αποτελούν, όλα, κοινές κατασκευές].
Υπάρχει λοιπόν αυτή η παλιά βρετανική ορμή στα κομμάτια των Notowns, που αναγνωρίζουμε στους δίσκους και τα τραγούδια των Gang of Four, των A Certain Ratio, των Mob, των Poison Girls, των Zounds και γιατί όχι και των προπατόρων Ian Dury & The Blockheads –για να μην γράψω και για το πρώτο LP των «δικών μας» Noise Promotion Company από το 1986–, και που εδώ αποδεικνύεται, για μιαν εισέτι φορά, το καταλληλότερο πλαίσιο προκειμένου να... ανθίσουν τα νέα κομμάτια του αθηναϊκού γκρουπ.
Οι Notowns κατορθώνουν να συμπυκνώσουν «πάνω τους» όλα τα επιμέρους προτερήματα, προκειμένου να φτιάξουν τραγούδια, απ’ αυτά που λέμε πως... αντέχουν ή θ’ αντέξουν στο χρόνο. Δυνατές ρυθμικές βάσεις, σωστές μελωδίες, καλά φωνητικά και επιπλέον πολύ καλοί στίχοι (στ’ αγγλικά) – κάτι που θα αποτελεί πάντα το πιο δύσκολο ζητούμενο, για τα σύγχρονα ελληνικά συγκροτήματα (ας μείνουμε σ’ αυτά). Στίχοι θέλω να πω που συνδυάζουν το προσωπικό με το κοινωνικό, και που ταυτόχρονα παίρνουν γραμμή από την καθημερινότητα και τη ζωή στη μεγάλη κλίμακα. Όπως τους ακούμε να λένε και στο φερώνυμο track:
«Σ’ αυτή τη δίνη της πόλης, είναι το άγχος που μας καταπίνει / Είναι το τέρας στο υπόγειο / που περιμένει να τραφεί από τα ίδια μας τα χέρια / Και υπάρχουν ένα εκατομμύριο τρόποι για να αλλάξουμε τη μοίρα μας / αλλά πάντα επιλέγουμε τον ίδιο στο τέλος / Και όλες οι σκληρές άνισες μάχες και οι διαλυμένες νύχτες μας / είναι το μόνο έπαθλο που μας απονέμεται / Η αφόρητη ελαφρότητα του κοινωνικού κανιβαλισμού / Αυτοί έφτιαξαν την αγχόνη, αλλά τους δώσαμε εμείς το σχοινί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου