Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Η ελληνική σκηνή (rock, indie, electro, avant… πείτε την όπως θέλετε) είναι και… πανταχού και βεβαίως παρούσα. Μερικές πρόσφατες κυκλοφορίες αποδεικνύουν όχι μόνο το υψηλό δυναμικό, αλλά και την ποικιλία των χρωμάτων της.
Ξεκινώ από την πατρινή Inner Ear. Πρώτο άλμπουμ το “Man In the Lighthouse” [INN 020, 2010] των Burgundy Grapes. Το συγκρότημα δεν είναι πρωτοφανέρωτο. Έχει κυκλοφορήσει ένα αρχικό CD πίσω στο 2005, κι ένα EP πέρυσι. Μάλιστα, γι’ αυτό, το “Lagero” [Triple Bath], είχα γράψει πριν από ένα χρόνο περίπου (δες κι εδώ... http://is.gd/ixBgC): «Η βάση των Burgundy Grapes είναι η folk, είτε στη μεσογειακή φωτεινή εκδοχή της, είτε στη σκοτεινή αγγλοσαξωνική, είτε στην ‘ερημική’ αμερικανική, με τις κιθάρες, και τους κατά περίπτωση συνδυασμούς τους, να κυριαρχούν. Οι μουσικές των Burgundy Grapes δεν είναι από ’κείνες που θ’ αποκαλούσαμε ‘εξωστρεφείς’. Μοιάζει ν’ αποσκοπούν (τρόπος του λέγειν), περισσότερο προς μία φόρτιση συναισθηματική, που βιώνεται κατά μόνας, παρά προς τη δημιουργία ατμόσφαιρας, η οποία δύναται να ‘εξυπηρετεί’ την επικοινωνία και την επαφή». Όχι μόνο σε γενικές γραμμές, αλλά και σε ειδικές το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και στο “Man In the Lighthouse”. Οι δύο Burgundy Grapes, ο Γιώργος Κολυβάς κιθάρες, ο Αλέξανδρος Μιαούλης επίσης κιθάρες, αλλά και μαντολίνο, μεταλλόφωνο, μπάσο κ.ά., όπως και οι μουσικοί που τους συνοδεύουν (Κατσάνος, Σιώτας, Βελιώτης, Γ. Δημητριάδης, Π. Βαρθακούρης, Γρίβας…) δημιουργούν ένα 58λεπτο, ορχηστρικό έργο, ακουστικής, βασικά, διάθεσης (δεν εννοώ πως δεν υπάρχει ηλεκτρική ενίσχυση, αλλά τους εν γένει «χαμηλούς τόνους). Το folk είναι οπωσδήποτε μιαν άκρη, αν και όχι τόσο στην τραγουδοποιητική του έκταση (το λέω, ακόμη κι αν απουσιάζουν οι στίχοι), όσο σ’ εκείνη της «φυσικής» κιθαριστικής αρχαιοπρέπειας ενός John Fahey φερ’ ειπείν (δεν λέω new-age, αφού με καλύπτει αισθητικώς κάτι που προηγείται). Βεβαίως, στη διαδρομή, υπεισέρχονται κι άλλα στοιχεία, αλλά το γενικό κλίμα δεν αλλάζει. «Ήσυχη», ρέουσα μουσική, άνευ αχρείαστων εξάρσεων (όχι, δεν απουσιάζουν εντελώς), και βεβαίως, με μερικές εξαιρετικές συνθέσεις ανάμεσα· από ’κείνες, που, σπανίως, συναντάμε στην ημεδαπή (έστω και ως «πείραμα»). Ξεχωρίζω την “Letters in a shoe-box”, με κάποιους υπαινιγμούς από “Oh well” (Peter Green) και Μίκη Θεοδωράκη («Όμορφη πόλη»), το “Time doesn’t seem to be healing it”, το “At sea, the biggest danger is land”… Ένα ελληνικό «νέο-αγγλικό» (εκ Νέας Αγγλίας εννοώ) άλμπουμ; Θα έλεγα «ναι». Ξεκινώντας από το εικαστικόν του πράγματος και πηγαίνοντας προς τα ενδότερα.Οι Tango with Lions, αν και κουαρτέτο στο άλμπουμ “Verba Time” [Inner Ear INN021, 2010] – Κατερίνα Παπαχρήστου φωνή, κιθάρες, πιάνο όργανο, κρουστά, Σταύρος Παργινός τσέλο μαντολίνο, Γιάννης Μανιάτης κιθάρες, φυσαρμόνικα, φωνητικά, Ντάνα Παπαχρήστου κλαρινέτο, φωνητικά – στην ουσία είναι το σχήμα μέσα από το οποίον... οριστικοποιούνται οι συνθέσεις, οι στίχοι και οι ερμηνείες της Παπαχρήστου. Κατά βάση, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σεμνά ηλεκτρικό folky CD, διάρκειας 36:07, στο οποίο ακούγονται 12 κομμάτια. Πρόκειται δηλαδή για ένα βινυλιακής στόχευσης άλμπουμ (με 6 tracks ανά πλευρά…), που μπορεί να παραπέμπει σε χίλια-δυο ακούσματα από το παρελθόν, βρετανικά ή αμερικανικά, αλλά που διατηρεί, ταυτοχρόνως, όχι κάποια ελληνικότητα (δεν υφίσταται κάτι τέτοιο – και μάλλον, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, δεν είναι και το ζητούμενο), όσο κυρίως εκείνη την πεποίθηση πως έχουμε να κάνουμε με σύγχρονα, ολοκληρωμένα άσματα. Αν κάτι έχω να προσθέσω είναι αυτό· και δεν αφορά αποκλειστικώς στους Tango with Lions (ή μπορεί και να τους αφορά κάπως). Διακρίνω στη νέα ελληνική folk ομήγυρη (αναφέρω τη λέξη “folk” με ό,τι αγγλοσαξονικώς συμπαρασύρει), αλλά και όχι μόνο σ’ αυτή, μιαν εμμονή με την τραγουδοποιία του Εγγλέζου Nick Drake (να είναι η εντύπωσή μου; – δεν θα τό’λεγα). Θεωρώ τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη υπερεκτιμημένο. Δε λέω πως δεν αξίζει. Λέω πως είναι υπερεκτιμημένος· αναλογιζόμενος το βάθος και το εύρος του british folk. Χρειαζόμαστε δηλαδή folky τραγούδια – ας μείνουμε για την ώρα εκεί – με μεγαλύτερη ρυθμική συνοχή, με «ξεκάθαρες» μελωδίες, με αρμονική επεξεργασία σοβαρή (αφήνω τη στιχουργική-ποιητική...). Έχουν τέτοια τραγούδια στο CD τους οι Tango with Lions; Έχουν. Το εισαγωγικό “House on fire”, ας πούμε. Έχουν κι άλλα (και δεν εννοώ μόνον το “Sad big blue eyes”), αν και, προσωπικώς, θα επιθυμούσα περισσότερα.
Όπως γράφει και το δελτίο Τύπου, από το οποίον αντλώ ολίγα βιογραφικά. «Berlin Brides είναι η Νατάσα Γιανναράκη στιχουργός και τραγουδίστρια και η Μαριλένα Ορφανού συνθέτρια και κιμπορντίστρια. Ξεκινώντας από μιαν ιδέα στο Βερολίνο, δημιουργήθηκαν στην Αθήνα το 2007, παρουσιαζόμενες στη μουσική σκηνή με τους καυστικούς τους στίχους και τις εύφλεκτες ζωντανές τους εμφανίσεις. Έχουν παίξει σε πολλές ελληνικές πόλεις και έχουν εμφανιστεί μαζί με τις CocoRosie, τους Kap Bambino, την Jessie Evans, αλλά και στο φεστιβάλ Ejekt με τους Subways, τους Klaxons, τον Jarvis Cocker και τους Royksopp». Οι Berlin Brides, που ήδη έχουν ολοκληρωμένη δουλειά, άφησαν πριν από μερικούς μήνες, ως προπομπό, ένα διάφανο 45άρι στην Inner Ear, με τα κομμάτια “Rejection junkie” και “Off the rack”. Στα κομμάτια αυτά, την παραγωγή των οποίων έχει κάνει ο Coti, συμμετέχουν κι άλλοι μουσικοί παίζοντας κιθάρες, μπάσο, ντραμς και κάνοντας φωνητικά. Πρόκειται για δύο κλασικά electro-punk tracks (ή καλύτερα synth-punk, ασχέτως αν στο πρώτο κομμάτι ακούγεται και κιθάρα, και ασχέτως των ψιλο-garage περασμάτων στο δεύτερο), στηριγμένα στα αυθάδη φωνητικά και το «στοιχειώδες» παίξιμο (ας το πούμε lo-fi) των κοριτσιών και των υπόλοιπων μουσικών, απολύτως χαρακτηριστικό μιας τάσης μουσικής που χαρακτήρισε μεγάλο κομμάτι της αγγλικής και αμερικανικής σκηνής (κατ’ αρχάς) ήδη από τα late seventies (για να μην πούμε από τα mid seventies και τις πρώτες απόπειρες των Suicide). Βεβαίως, ως ήχος, ο ήχος των Berlin Brides δεν είναι αναμάσημα του παρελθόντος (κι εδώ η συμβολή του Coti είναι καθοριστική), αφού τόσο οι αρκούντως... φουσκωμένες μπασογραμμές, όσο και η υπόλοιπη φωνητική και οργανική διαχείριση μας παραπέμπουν σε σύγχρονη ηχογράφηση και όχι, φερ’ ειπείν, στις… Vyllies.Έχω πολύ καλή γνώμη για τους Πατρινούς B-Sides. Την έχω γράψει δε (τη γνώμη) και παλαιότερα (http://is.gd/ixC58) με αφορμή τα δύο 45άρια που έχουν κυκλοφορήσει· το “Queen” το 2008 και το “Kill” πριν από λίγους μήνες. Την ίδιαν πολύ καλή γνώμη συνεχίζω να έχω και μετά την ακρόαση της πρώτης ολοκληρωμένης δουλειάς τους, του άλμπουμ “Story Without End” [B-Otherside BSR 006, 2010]. Οι B-Sides είναι ένα «κανονικό» γκρουπ. Αποτελούνται από πέντε παιδιά – Βασίλης Παυλόπουλος φωνή, Γιώργος Πούρικας κιθάρα, Χρήστος Σωτηρόπουλος κιθάρα, Γιάννης Σπηλιωτόπουλος μπάσο, Χρίστος Ανέστης ντραμς –, τα οποία γνωρίζουν να γράφουν μεστά τραγούδια, υπηρετώντας τα σωστά με το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία τους. Τραγούδια με αρχή, μέση και τέλος. Τραγούδια με αξιομνημόνευτα κουπλέ και ρέοντα ρεφρέν. Τραγούδια – pop θα τα χαρακτήριζα, ασχέτως αν είναι rock… – τα οποία δεν προσποιούνται κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είναι. (Φίλος, που τους είδε πριν από μερικούς μήνες στην Πάτρα, στο Manifest, μου μίλησε για την καλύτερη παρουσία του διημέρου). Στο “Story Without End” υπάρχουν κάποια γνωστά κομμάτια τους από τα 45άρια, αλλά υπάρχει και το “Angel” και κυρίως το “I cry”. Ένα τραγούδι που κινείται σε pop-psych κατευθύνσεις, όχι με την έννοια της ανάταξης των sixties ή των eighties συνταγών, αλλά ως ένα σύγχρονο, αυτόφωτο, δικό τους άσμα.Το ντεμπούτο της Dalot (πραγματικό όνομα Μαρία Παπαδομανωλάκη) βγήκε πέρυσι στην Coo Records από τη Βέροια. Ο τίτλος του: “flight sessions ep” (http://is.gd/ixCkb). Η Coo, επίσης πέρυσι, είχε δώσει και το άλμπουμ των Cloudcub “Friendly Warning” των οποίων η Dalot ήταν μέλος (ή εν πάση περιπτώσει συνεργαζόμενη). Τώρα, και μάλιστα σε αμερικανική ετικέτα, την n5MD, από το Oakland της California, ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ (44:34) της καλλιτέχνιδας από την Κρήτη έρχεται να μας υπενθυμίσει το γεγονός πως οι μουσικοί, πολύ συχνά, είναι σε θέση να εντοπίσουν κατάλληλες «στέγες», για τα έργα τους (αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στο site της εταιρίας – δεν υπαινίσσομαι τίποτα για την Coo), προωθώντας τα από θέσεις ισχύος. Το “Loop Over Latitudes” είναι ένα έργο ολοκληρωμένο. Όχι, γιατί η διάρκειά του είναι 44:34 (διπλάσια από το EP δηλαδή), όσο γιατί εμφανίζει, σε «δεμένες» εναλλαγές ποικίλα electro και ηλεκτρακουστικά χαρακτηριστικά, τα οποία πατούν με σαφήνεια στο χθες (στο “Above the rooftops” π.χ. υπάρχει ένας… 70s Klaus Schulze απόηχος), κοιτώντας δημιουργικώς το τώρα. Η Dalot, στο “Loop Over Latitudes”, δεν διαχειρίζεται αποκλειστικώς ηλεκτρονικούς ήχους, αφού και «κανονικά όργανα» (φωνές, κρουστά, κιθάρες) παρεισφρέουν στις ηχοδομές της, δίνοντας με κομμάτια όπως το 7λεπτο “Story of a city” τη συνολική της άποψη γύρω από το πώς αντιλαμβάνεται τη συνύπαρξη φυσικών και επεξεργασμένων ήχων, παραδίδοντας, εν τέλει, μία σύνθεση «πολλών κυβικών».
Επαφή: (για Burgundy Grapes, Tango with Lions, Berlin Brides) www.inner-ear.gr, 2. (για B-Sides) www.b-otherside.gr, www.b-sides.gr, 3. (για Dalot) www.n5md.com

ΕΞΑΡΣΗ - ΕΚΘΕΣΗ

O Κορνήλιος Διαμαντόπουλος είναι φίλος και συνεργάτης στο Jazz & Τζαζ· τον γνωρίζω από το ’95. Είναι ένας άνθρωπος πολυσύνθετος (ζωγράφος, κομίστας, συνθέτης-μουσικός), που δημοσιογραφεί με ιδιαίτερο μεράκι για και περί τη μουσική και ο οποίος, τον τελευταίο καιρό βρίσκεται σε δημιουργική έξαρση. Εννοώ πως «βγαίνει προς τα έξω», κατά το κοινώς λεγόμενο, μέσω δύο καίριων γεγονότων. Το πρώτο αφορά στην κυκλοφορία του τελευταίου του CD «Σκηνικές (& Κλινικές) Περιπτώσεις», το οποίον αποτελεί ολοκλήρωμα 25ετίας (θα γράψω μόλις το ακούσω), ενώ το δεύτερο έχει να κάνει με την πρώτη ατομική του έκθεση ζωγραφικής, την «Αναδρομική 79/10», την οποίαν θα παρουσιάζει στο Art Gallery Café (Ιπποκράτους 1 & Γαληνού, Βούλα) έως και την 31/12.
Αντιγράφω λίγα λόγια από το βιογραφικό του. Ο Κορνήλιος Διαμαντόπουλος μαθήτευσε κοντά στους ζωγράφους Γ. Δρόσο, Β. Βλαχόπουλο, Γ. Γαΐτη και στους γλύπτες Γ. Μανιατάκο και Κ. Κουσκουρή. Ασχολήθηκε ενεργά με την εικονογράφηση, τα κόμιξ και τη γελοιογραφία, με δημοσιεύσεις κυρίως στα περιοδικά Βαβέλ, Παρά Πέντε, Μελωδία, Ραδιοτηλεόραση κ.ά. Έχει πραγματοποιήσει συνεργασίες με γνωστούς συνθέτες (Μαμαγκάκης, Σαββόπουλος) ως σχεδιαστής εξωφύλλων και εικονογράφος. Έχει πάρει μέρος σε δεκάδες εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όλες ομαδικές, τις περισσότερες φορές ως σχεδιαστής. Ο Γιάννης Μόραλης εικονογράφησε το πρώτο του CD, συνεργαζόμενος, μάλιστα, μαζί του στη σύνθεση ενός μουσικού κομματιού (δες http://is.gd/iwe5O). Από το 1998 καλύπτει ως παρουσιαστής και τεχνοκριτικός την εικαστική στήλη στο Jazz & Tζαζ.ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ ΚΙΘΑΡΙΣΤΕΣ (Σχέδιο, 2000). Μελάνια και μαρκαδόροι σε χαρτί, 29Χ31 εκατοστά. Φόρος τιμής στον M.C. Escher. Δίπτυχο, β' μέρος.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

CAROLYN HESTER let’s get together…

Μετά τον Bob Dylan, που το επιχείρησε στο “Bringing It All Back Home” [Columbia, 3/1965], όλοι οι folkists, ο ένας μετά τον άλλον, που συνδέθηκαν κάποια στιγμή μαζί του, αποφασίζουν να δώσουν στο κοινό και την… ηλεκτρική πλευρά τους. Ας πούμε, οι Richard & Mimi Farina το επιχείρησαν με τα “Celebrations for a Grey Day” [Vanguard, 4/1965] και “Reflections In A Crystal Wind” [Vanguard, 12/1965], ο Dave van Ronk κυρίως με το “Dave van Ronk and the Hudson Dusters” [Verve, 1968], αν και ηλεκτρικά κομμάτια είχε και στο “No Dirty Names” [Verve, 1966], ο Eric Von Schmidt με το “Who Knocked the Brains Out of the Sky?” [Smash, 1969] κ.ο.κ. Έτσι κι η φίλη του από παλιά Carolyn Hester (φίλη του Dylan εννοώ) μπαίνει στην electric psych φάση της (με το συγκρότημά της Coalition) με δύο άλμπουμ που εκδόθηκαν στην Metromedia, τη διετία 1969-70. Αυτά τα δύο άλμπουμ, το “Carolyn Hester Coalition” [MV017] και το “Magazine” [MV018] επανεξέδωσε, 40 χρόνια μετά, η ελληνική Missing Vinyl. Ακούω το πρώτο…Οι Coalition (Dave Blume μπάσο, πιάνο, όργανο, vibes, Skeeter Camera ντραμς, κρουστά, Steve Wolfe lead κιθάρα) είναι μία folk-rock ομάδα, η οποία όλη μέσα στο πνεύμα της εποχής, εξηλεκτρίζει με σύνεση και γνώση τις απέριττες, στεγνές ερμηνείες της Hester. (Η φωνή της καθαρή και δυνατή, αλλά στα όρια του οξύτονου, μπορεί oλίγον να ξενίζει στην αρχή, αλλά ok). Η Carolyn Hester υπήρξε (ακόμη παίζει και τραγουδά) προσωπικότητα του χώρου. Στο πρώτο της άλμπουμ, από το 1958, φαίνεται πως συμμετείχε και ο Buddy Holly, γνώρισε τον Dylan το 1961, υπήρξε σύζυγος του Richard Farina (πριν εκείνος γνωρίσει την Mimi Baez) και γενικώς στα sixties υπήρξε αδιαμφισβήτητη folk icon. Εδώ, σ’ αυτό το πρώτο ηλεκτρικό LP της, υπάρχουν τα στάνταρντ της περιόδου, όπως το “Let’s get together” του Dino Valenti, υπάρχει το έξοχο παραδοσιακό “East Virginia”, υπάρχουν οι συνθέσεις άλλων, όπως το καταπληκτικό “Half the world” των Joan Maitland & John Scott ή το κλασικό αντιπολεμικό του Ed McCurdy “Last night I had the strangest dream”, υπάρχουν, τέλος, τα δικά της “The journey”, “Buddha (was her best man”)… Ακόμη καλύτερο (δηλαδή ωριμότερο) ακούγεται στ’ αυτιά μου το “Magazine”. Ο ήχος είναι πιο πλούσιος, αφού οι Coalition είναι πλέον τέσσερις (οι Blume, Camera, Wolfe και ο καινούριος Dave Mauney vibes, μπάσο), ενώ και η Hester «σφίγγει» ακόμη περισσότερο τα φωνητικά της, κατευθύνοντάς τα προς ένα haunted πλαίσιο. Τα εξαίρετα τραγούδια “Rise like phoenix”, “Plant the crops in the garden”, “Just follow me” και “Sir Robert, the lost knight”, συναγωνίζονται με την άπιαστη psych version του “St. James Infirmary” (με αλλαγμένους στίχους – η ιστορία ενός αγωνιστή της ελευθερίας έτσι όπως την αφηγείται η γυναίκα του). Τρανό – και σχετικώς άγνωστο – άλμπουμ. Επαφή: http://is.gd/iuuP5

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

TRINI LOPEZ η αρχή τού folk-rock

O υπότιτλος είναι προκλητικός. Μπορεί να είναι και… ανιστόρητος. Αλλά, επειδή η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται, επειδή έχω την αδυναμία να βρίσκω, πάντα, μία «πιο δεύτερη» από εκείνην που μοιάζει γενικώς παραδεκτή ή αποδεκτή, επειδή μου αρέσει να ασχολούμαι με τα υποτιμημένα (ας το πω έτσι - αν και δεν ισχύει ακριβώς στην περίπτωσή μας) πρόσωπα της pop πινακοθήκης, λέω πως folk-rock gem παλαιότερο από το “The search goes on” του σπουδαίου Trini Lopez (και του Dwayne Sheffield) δεν έχω ξανακούσει. (Και πόσο παλαιότερο να ήταν δηλαδή!). Το κομμάτι πρωτο-παρoυσιάστηκε το 1960 (ναι το 1960) στο 45άρι “It hearts to be in love/ The search goes on” [King 45-5344] και έκτοτε μερικές φορές ακόμη.
Το 1966 (ή μήπως το ’65;), όταν το folk-rock άρχιζε σιγά-σιγά να κυριαρχεί, ο Lopez και η King, ψυλλιαζόμενοι, πιθανώς, τι είχαν πράξει 5-6 χρόνια πριν, όταν όλοι οι υπόλοιποι (Animals, Dylan, Byrds…) ήταν «αγέννητοι», ξαναηχογράφησαν(;) το κομμάτι, στο 45άρι “The search goes on/ Chain of love” [King 45-6021] μπας και… Αλλά μπα…
Κι αυτό. Στη χρυσή του εποχή ο Trini Lopez έμπλεξε το "Never on Sunday" του Μάνου Χατζιδάκι με τους ήχους της Καραϊβικής. Ξανάκουσα τώρα το γαλλικό τεσσαράκι "Surf No5" [Reprise/ Disques Vogue RVEP. 60.043], το οποίο ακολουθούσε κατά πόδας, κυρίως με το "Granada", τις επιτυχίες του Lopez εν Παρισίοις ("If i had a hammer", "Unchain my heart", "Green, green", "La bamba"...) και μπορώ να πω ότι το χάρηκα.

MR.HO’s ORCHESTROTICA ζώντας εύκολα

Απερίγραπτου και δυσεύρετου σεβασμού και ακόμη πιο δυσεύρετης ποιότητας tribute στις μουσικές του μάγου των stereo ηχογραφήσεων, του μεξικανού κοσμοπολίτη Juan Garcia Esquivel, ή απλώς Esquivel (1918-2002), εδώ, από μία 23-μελή ομάδα, τον πιανίστα Mr.Ho (άλλως Brian O’Neill) και την... Ορχηστρότικά του. Αναπαρίσταται, έτσι, ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια της space age pop, της καλύτερης ορχηστρικής pop, που χαράκτηκε ποτέ σε δίσκο. Γιατί, περί αυτού πρόκειται· κι εδώ είναι η αξία των “Unforgettable Sounds of Esquivel” [ΤΙΚΙ-001, 2010]. Οι μουσικές του Esquivel, και κατ’ επέκτασιν οι επανερμηνείες των υπό τον Mr.Ηο, έχουν το νόημα και τη σημασία που έχουν όχι εξ αιτίας της «δυσκολίας» τους στα πεντάγραμμα, αλλά λόγω του τρόπου που παρουσιάστηκαν αυτές (εκείνες κι ετούτες), του τρόπου δηλαδή που διαχειρίστηκε το… θόρυβό τους ο Esquivel και περαιτέρω ο Mr.Ho (ποτέ ένας ήχος ορχηστρικής ποπ δεν υπήρξε περισσότερο εκκωφαντικός), του τρόπου που ενσωματώθηκαν οι φωνές στο πρωτογενές οργανικό περιβάλλον, μέσω της τότε στερεοφωνικής και σήμερα πολυκάναλης διαδικασίας. Πώς κατάφερε αυτό το αποτέλεσμα ο Esquivel, στα τέλη των fifties, είναι ένα ζήτημα. Σε πιο κανάλι ηχογραφούσε τα «ζου-ζου-ζου» του, τι έβαζε απέναντί τους, πώς ακριβώς έχτιζε τους «τοίχους» και τα «τείχη» – πάνω από τα οποία οι τρομπέτες της… Ιεριχούς, γκρέμιζαν ό,τι είχε απομείνει – είναι κάτι που μένει, και θα μένει, να ερευνηθεί. Τα απίστευτα ηχητικά ντεμαράζ, τα «πρωτόγονα» εξαντλητικής φαντασίας εφέ, τα επικοινωνούντα sections, η κάψα τού αγνού rock n’ roll, η φυσική αγωνία της exotica και το παραμύθι του easy living, έτσι όπως όλα χαρτογραφήθηκαν στην πρώτη μεταπολεμική κοινωνία, εξακολουθεί να βρίσκονται, ως φαίνεται, εν ισχύι. Νοιώστε τη δύναμη του “The Boulevard of Broken Dreams” και του “Frenesi” από την Orchestrotica, όχι γιατί η ζωή κάνει κύκλους (σιγά μην παριμέναμε το… ΔΝΤ, για να ξανακούσουμε Esquivel), αλλά επειδή παραμένει, ευτυχώς, πάντα, ίδια.
Επαφή: www.orchestrotica.com

JAZZ & TZAZ 213

Στο καινούριο Jazz & Tζαζ o Θανάσης Μήνας γράφει για τις περιπέτειες του Keith Richards στην Τζαμάικα – μία, πράγματι, ξεχωριστή ιστορία –, όπως ξεχωριστές είναι κι οι ιστορίες του John Zorn (του άλμπουμ του “Femina”) και των Thomas Stronen & Iain Ballamy (από το roster της ECM), τις οποίες αφηγείται ο Γιάννης Μουγγολιάς. Ακόμη, στα θέματα, o Nίκος Κ. Φωτάκης γράφει για την ιδιάζουσα τραγουδιστική περίπτωση της Κορεάτισσας Youn Sun Nah (στο εξώφυλλο), ο Γιώργος Χαρωνίτης επικεντρώνεται στο έργο του θρύλου ενορχηστρωτή της jazz Gil Evans, καθώς ο Κορνήλιος Διαμαντόπουλος σκύβει, για ακόμη μία φορά, στην ογκώδη, πρόσφατη (2010), δισκογραφία του Νίκου Μαμαγκάκη. Στις συνεντεύξεις, ο Δημήτρης Κατσουρίνης μιλά με τους soul-funksters Diplomats of Solid Sound, ο Βαγγέλης Αραγιάννης σε ευθεία με τον αμερικανό «πνευστό» Daniel Bennett, κι εγώ σε μια εκ του σύνεγγυς κουβέντα με τον μπασίστα των Swing Shoes, Πάνο Τομαρά. Σημειώνω, ακόμη, το progressive πέρασμα (New Trolls, Osanna, Rovescio della Medaglia) του φημισμένου cine-scorer Luis Enriquez Bacalov, έτσι όπως το αποτυπώνει ο Κλήμης Λεοντίδης, όπως και το πορτρέτο των Yianneis από τον Σπύρο Σερλεμέ. Τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψετε μόνοι σας…Στο CD ηχογραφήσεις του Gil Evans της περιόδου 1957-1959, με Steve Lacy, Paul Chambers, Jo Jones, Elvin Jones, Cannonball Adderley, Art Blakey κ.ά.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

ξεκίνησε η κινηματογραφική σεζόν…

Δεν πρωτοπήγα την Κυριακή σινεμά, αλλά την Κυριακή άνοιξε για μένα η σεζόν. Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο…Η «μαγεία της σκοτεινής αίθουσας» και τρίχες κατσαρές. Για ποια «μαγεία» μιλάμε, όταν είσαι αναγκασμένος να υποστείς τον κάθε αχαρακτήριστο, που πηγαίνει στο σινεμά για να φάει και να πιει, ζέχνοντας ποπκόρν και κοκακόλα; Πρέπει ν’ απαγορευτεί, με... συνταγματική αναθεώρηση, το φαΐ και το πιοτί στο σινεμά. Πάει και τελείωσε. Άιντε, ν’ ανεχθείς το στριμωξίδι (που δεν το ανέχεσαι για κανένα λόγο). Άιντε ν’ ανεχθείς το διπλανό σου, που απλώνεται στο κάθισμά του λες και κάνει ηλιοθεραπεία (πας αλλού, ok – αν υπάρχει θέση). Άιντε, ν’ ανεχθείς και την κοτσάνα που ξεστομίζει ο κάθε πικραμένος, περιμένοντας να του προσπορίσει δόξα το... σινεφίλ κοινό. Όλα μπορεί να τ’ ανεχθείς, εκτός από τις μυρωδιές. Φαΐ, πορδές, ρεψίματα, απλησιά, «αποσμητικά» χώρου, «αποσμητικά» γενικώς... Τα πάντα βρωμάνε. Ακόμη κι οι μοκέτες. Πας να δεις μια ταινία και σου γυρίζουν τ’ άντερα.
Υπάρχει λοιπόν ένα σινεμά, που, πραγματικά, μου φτιάχνει το κέφι, παρότι αλλάζει ταινία κάθε… 31 του μηνός. Είναι το Παλάς, στο Παγκράτι. Μιλάμε για μία καταπληκτική, παρατημένη, μακρόστενη σάλα (με τις σωστές μακρόστενες διαστάσεις), με άθλια καθίσματα (πρέπει να ’σαι Πυγμαίος, για να κάτσεις κάπως άνετα), πλην δυο-τριών «αεροπορικών»(!), τα οποία έχω «νοικιάσει», πραγματικά μεγάλη οθόνη (όχι multi τσιγκουνιές), καλόν ήχο (εδώ, υπάρχει, ευτυχώς, ένας εκσυγχρονισμός) και, κυρίως, με δυο αφεντικά, έναν άντρα και μία γυναίκα, μιας κάποιας ηλικίας, που κρατούν την επιχείρηση, αλλά είναι και στον κόσμο τους.
Η γριά (με σεβασμό και με σχετική συμπάθεια την αποκαλώ τοιουτοτρόπως) κάθεται, συνήθως, στο ταμείο. «Συνήθως», λέω, γιατί τις περισσότερες ώρες δεν θα τη βρεις εκεί. Ξεπορτίζει. Έτσι, το σινεμά παραμένει εντελώς αφύλακτο, βορά στον κάθε τζαμπατζή. Περίεργο όμως. Γιατί το τριπλό εισιτήριο στο Παλάς είναι αστείο, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να το πληρώσει όλος ο κόσμος. (Δε μιλάω δηλαδή για τις τιμές των… καθωσπρέπει αιθουσών, που είναι «φαρμακείο»). Φαίνεται, όμως, πως μερικοί ή είναι πολύ «μάγκες», ή δε διαθέτουν ούτε καν τα στοιχειώδη. (Δυστυχώς, συμβαίνουν και τα δύο).Πηγαίνεις, λοιπόν, στο Παλάς και γλιτώνεις όλη εκείνη την αμερικανίλα, ου μην αλλά και την ευρωπαΐλα, που πρόθυμα αντιγράψανε οι διάφοροι μπαστουνόβλαχοι. Είναι σαν να βουτάς κατευθείαν στο απώτατο παρελθόν. Θες στην Αμαλιάδα, θες στην Άρτα, θες στην Κοζάνη..., μιλάμε για τέτοιο κλίμα. Κοιτάς γύρω σου μήπως σε «κόβει» ο χαφιές, ή έστω ο γυμνασιάρχης σου...
Το σινεμά δεν έχει κόσμο. Πάνε λίγοι. Και, κυρίως, μιας ορισμένης ηλικίας. Εγώ λέω «ευτυχώς», κυρίως γιατί οι «ορισμένης ηλικίας» κάθονται ήσυχοι, αποφεύγουν τα ποπκόρν και την κοκακόλα –εκτός αν μιλάμε για τίποτα πορνόγερους–, ενώ και στο φαΐ είναι εγκρατείς, αφού τρώνε σπίτι τους· που τους έρχεται και φθηνότερα. Εξάλλου, και εν αντιθέσει με τους πιτσιρικάδες, αυτοί δεν έχουν μπαμπά, για να τα χώνει ες αεί. 
Βεβαίως, ο ιδιοκτήτης, ο γερο-Πόταγας, θα λέει «δυστυχώς», μα δε με νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς κατά βάθος μου τη σπάει. Είναι καχύποπτος – κι αυτός κι η γυναίκα του ταμείου. (Μ’ έχουν ρωτήσει 2-3 φορές αν έχω βγάλει εισιτήριο, ενώ κάθομαι αναπαυτικά –απλωμένος, κάνοντας ηλιοθεραπεία– έχοντας, φυσικά, πληρώσει. Τέλος πάντων. Ξέρουν ότι μπουκάρουν διάφοροι και φυλάνε τα ρούχα τους). 
Εκείνο, όμως, που κυρίως μ’ ενοχλεί έχει να κάνει με το ότι είναι εθνικιστής (διαφόρων αποχρώσεων). Έτσι νομίζω δηλαδή. Παλιά, είχε κοτσάρει στη μόστρα τού σινεμά του μια ταμπέλα της «Δημοκρατικής Περιφερειακής Ένωσης», του «Ιταλού» Μιχάλη Χαραλαμπίδη (δεν ξέρω πόσοι τον θυμούνται). Αργότερα περάσαμε στον Παπαθεμελή – στα τραπεζάκια τού φουαγιέ δεν έβλεπες τα προγράμματα των ταινιών, αλλά τις προκηρύξεις της «Δημοκρατικής Αναγέννησης». Πέρυσι, στις εκλογές, βγήκε «Καρατζαφέρης»…
Βουρ λοιπόν για το Παλάς. Με τρία ευρώ η ταινία, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς ορδές, χωρίς ουρές και, κυρίως, χωρίς αηδιαστικές μυρωδιές... πέραν μιας κάποιας ποιητικής αποφοράς, καθώς το βλέμμα πλανιέται στα περασμένα μεγαλεία. Τα οποία μεγαλεία, έτσι όπως τα λέμε, ελπίζω να τα σεβαστούν όσοι ορέγονται την αίθουσα – ΥΠΠΟ, εργολάβοι κ.λπ. – αφήνοντάς τα στη φθορά τους.
Γέρο, γερά ρε...

Το κείμενο γράφτηκε για πρώτη φορά, πέρυσι την 20η Νοεμβρίου. Εδώ, δημοσιεύεται για δεύτερη φορά κομματάκι εκσυγχρονισμένο…

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΞΥΔΟΥΣ – ΣΤΟΚΑΣ – ΜΑΛΑΜΑΣ

Οι τραγουδοποιοί ή έχουν (πάντα) μισο-γραμμένους δίσκους στα χαρτιά τους ή τα στούντιο, ή δίνουν ή ετοιμάζουν live. Έτσι, όταν συμβεί το αναπάντεχο, πάντα κάτι θα υπάρχει σχεδόν έτοιμο, σχεδόν τελειωμένο, ίνα γίνει εμπόρευμα. Σωστό, λάθος, πρέπον ή μη; Σ’ αυτά απαντά ο καθένας μόνος του. Ο απρόσμενος θάνατος του Μάνου Ξυδούς (13/4/2010) είναι η αιτία και η αφορμή της κυκλοφορίας ενός άλμπουμ που ετοίμαζε, αλλά δεν το ολοκλήρωσε. Το «Όταν θα φύγω ένα βράδυ από ’δω» [7, 2010], δεν αλλάζει την εικόνα που έχει σχηματίσει ο κόσμος για την τραγουδοποιία του Ξυδούς. Βιωματικός λόγος, αν και τακτοποιημένος με υπερβάλλοντα ζήλο, μπαλαντορόκ μουσικές καταστάσεις. Δεν πρόκειται για το είδος εκείνο του ελληνικού τραγουδιού στο οποίο βρίσκω κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον (τονίζω το «ιδιαίτερο», γιατί ένα ενδιαφέρον πάντα υπάρχει)· αλλά αυτό μην το πάρετε τοις μετρητοίς, καθότι ο «Βυθός» του Κώστα Παρίση (με τους Πορτοκάλογλου, Τσακνή και τις κόρες του Ξυδούς) είναι καλό τραγούδι. Απεναντίας, πάρε τε αν θέλετε τοις μετρητοίς πως η εκδοχή του κλασικού spiritual “Mary don’t you weep” (ως «Μαίρη, μη λυπάσαι πια») δεν ανταποκρίνεται (και τόσο) στο βάρος του τραγουδιού. Θα μου πείτε, βεβαίως, πως αυτό δεν είναι εξ ανάγκης μεμπτό. Ok. Nα συμφωνήσω.Πολυσυλλεκτική η «Βόλτα» [7, 2010] του Μπάμπη Στόκα. Στα τραγούδια έχουν συμβάλλει, εκτός από τον ίδιον, και οι Γιάννης Κωνσταντινίδης, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Κώστας Λειβαδάς, Αγαθή Δημητρούκα, Ισαάκ Σούσης, Μάνος Ελευθερίου και Αλέξανδρος Στεφόπουλος. Συνηθισμένο γεγονός; Απολύτως θα έλεγα. Όπως, επίσης, είναι σύνηθες και τα 16 τραγούδια της έκδοσης να μην στέκονται, όλα, στο αυτό επίπεδο. Όπως είναι αναμενόμενη και η ερμηνευτική προσέγγιση του γνωστού τραγουδιστή. Σε πολλά από τα κομμάτια ακούγονται κοινοτοπίες, σε άλλα οι συνθέσεις δεν έχουν κάτι να προτείνουν, και οπωσδήποτε στα λιγότερα μουσικές και στίχοι συμβάλλουν προς τη δημιουργία του αξιοπρόσεκτου. Αλλά και οι ενορχηστρώσεις δεν ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Καμμία φαντασία. Καμμία αιχμή. Κανένας «προσωπικός» ήχος. Παρά ταύτα δύο θέματα ξεχωρίζουν. Να είναι συμπτωματικό άραγε πως και τα δύο («Δεν είναι αργά», «Έρασμος») είναι σε στίχους της Αγαθής Δημητρούκα; Ίσως.Η ιστορία λέει πως οι συναυλίες του Σωκράτη Μάλαμα είναι το «άλλο πράγμα». Δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω. Μία φορά έχω δει live τον Σωκράτη Μάλαμα, και μάλιστα πριν πολλά-πολλά χρόνια. Θα επιχειρήσω, έτσι, να σχηματίσω γνώμη, τώρα (όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατόν), τη βοηθεία του 4πλού CD «έξω» [Lyra, 2010], που αποτελείται από ζωντανές ηχογραφήσεις που συνέβησαν στο Θέτρο Βράχων (Βύρωνας), στο Θέατρο Δάσους (Θεσσαλονίκη) και στο στούντιο Royal Alzheimer Hall (Θεσσαλονίκη). Ο Μάλαμας έχει δίπλα του, σε κάθε περίπτωση, δεδομένο συγκρότημα (Κλέων Αντωνίου κιθάρα, Φώτης Σιώτας βιολί, Κυριάκος Ταπάκης μπουζούκι, λαούτο, μπάσο-ντραμς οι Παπατριανταφύλλου-Μιχαηλίδης, ο ίδιος παίζει ακουστική κιθάρα, ο Νίκος Παραουλάκης νέι). Είναι εξασφαλισμένη, δηλαδή, η ηχητική ενόητα (όχι μόνο στα… έξω live, αλλά και στα στούντιο). Τίποτα, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να διασαλεύσει τον τρόπο της μπάντας να είναι αυτή που είναι, παράγοντας έναν σήμα κατατεθέν ήχο. Εκεί, επάνω, πατάει ο Μάλαμας προκειμένου να δώσει σχήμα στα τραγούδια του, τα οποία αποκτούν έτσι ακόμη μεγαλύτερη ενότητα – παρότι μερικά απ’ αυτά τα χωρίζουν δύο δεκαετίες. Η… σταθερή και αδιασάλευτη λιτότητα, λοιπόν, είναι ό,τι παρέχει τη δύναμη στον Μάλαμα στο να παραμένει πειστικός, στα δυνατά τραγούδια Λάσπες, Το γράμμα και σε όποια άλλα από τα υπόλοιπα.

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ Άφοβοι-Έφηβοι

Μπορεί ως φόρμα, ως γενική ιδέα, το νέο άλμπουμ του Μανώλη Γαλιάτσου υπό τον τίτλο «Άφοβοι-Έφηβοι» [Largo/ Soundforge, 2010] να μην απέχει πολύ από το «Ημερολόγιο: Largo» (2007) και τις «Θάλασσες των Μικρών Λάμψεων» (2009) απέχει, όμως, εν σχέσει μ’ εκείνα, ως ηχητική (από αισθητικής πλευράς δηλαδή) και βεβαίως ως concept, ως θέμα. Πρόκειται, φυσικά, για ένα ακόμη (το τρίτο στη σειρά) καθ’ ολοκληρίαν μουσικό CD τού καλού συνθέτη, το οποίον επιχειρεί να μετατρέψει σε ήχο ένα συγκεκριμένο πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον. Βασικά, ό,τι ακολούθησε το φόνο του μαθητή Γρηγορόπουλου, με την ταυτόχρονη νεανική εξέγερση και το περιβάλλον καταστροφής που αυτομάτως διαμορφώθηκε («σπασμένες βιτρίνες, φλεγόμενοι κάδοι σκουπιδιών και η διαπεραστική μυρωδιά των χημικών που τρυπώνει παντού», όπως χαρακτηριστικώς λέει ο ίδιος ο Γαλιάτσος).Στην ουσία, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ιδιότυπο ρέκβιεμ, μιαν απόπειρα να περιγραφεί μουσικώς – για να το πω κάπως απλά – το ξεπούλημα των νεανικών επιθυμιών, η προσεδάφιση της νεότητας στην αδυσώπητη πραγματικότητα, η μάταιη προσπάθεια να περισωθεί ο διάλογος και οι περιλάλητες… δημοκρατικές διαδικασίες. Όπως είχα γράψει και πριν από κάποιο καιρό, με αφορμή το «Κουστουμάκι» του (The) Boyτο soundtrack της οργής – τελεία – θα είναι κενό και θα βρωμάει αιθάλη. Αυτή η αιθάλη είναι που γδέρνει τα πνευμόνια του Γαλιάτσου, οδηγώντας τον στο παρόν ηχητικό αποκύημα.
Στο «Άφοβοι-Έφηβοι» επιχειρείται κάτι, που δεν είναι σύνηθες στην Ελλάδα. Τουλάχιστον στο κομμάτι εκείνος της μουσικής δημιουργίας, που επιθυμεί να γειτνιάζει με την pop σημαντική· τον δρόμο ούτως ειπείν και όχι το σαλόνι. Ο Γαλιάτσος, αποπειράται με τη μουσική του (avant, electronic, τον Morricone, τον Παπαθανασίου…) να δώσει σχήμα και μορφή σ’ ένα είδος νεανικής παραφοράς, που αγγίζει τα όρια της απελπισίας. Από την «Εισαγωγή» έως το «Τέλος της νεότητας», εκείνο το οποίον παρακολουθούμε είναι η πλημμυρίδα μιας θάλασσας ολέθρου, πάνω στην οποίαν επιπλέουν, σπασμένες, κάποιες από τις «σανίδες» της συντροφικότητας [«Έχετε ένα τσιγάρο; (Μετά τη μάχη)»].
Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Τα λόγια… πολιτικάντικα κομπολόγια, διαλύονται στα εξ ων συνετέθησαν. Ό,τι απομένει επαφίεται και μόνο στην επιμονή τού Οστινάτο...

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ…

Τα τελευταία χρόνια σκάνε στην αγορά συλλογές με «τρίτα» κομμάτια (με ολίγα «δεύτερα» και με ακόμη λιγότερα «πρώτα») από τον «τρίτο» κόσμο, από τα sixties και τα seventies κυρίως, τα οποία πλασάρονται ως… ροκ εξώτικες. Στην “Waking Up Scheherazade” [Grey Past] π.χ. ανθολογούνται γκρουπ από το Λίβανο, την Αλγερία, το Ιράν… Στην “Raks Raks Raks” [Raks] η χώρα τού... αιμοσταγή Σάχη έχει την τιμητική της. Στην “Cazumbi: African Sixties Garage Vol. 1” και “Vol. 2” [No Smoke] συγκροτήματα από το Κονγκό, τη Μοζαμβίκη, την Ανγκόλα αποδεικνύουν πως ο… ηλεκτρισμός και η pop αφήγηση δεν γνώρισαν όρια και σύνορα. Πιο παλιά, στο ίδιο μοτίβο και από τον γνωστό Ολλανδό, τον Huiboki, η “Turkish Delights, Ultrarities from beyond the Sea of Marmara” [Grey Past] μας γνώρισε τους Haramiler και τους Bunalimlar.
Πάντα είχα τη γνώμη πως μια και δύο και τρεις συλλογές με greek «εξώτικες» θα είχαν νόημα, αν συνοδεύονταν με σοβαρό υπομνηματισμό και βεβαίως με «ανοικτές» επιλογές (μακριά από κολλήματα – αλλιώς δουλειά δε γίνεται), αρκούντως ηλεκτροφόρες. Να, καλή ώρα… ο Γιώργος Αιγύπτιος στην τραγουδάρα του Σταύρου Κάξου...

SITAR BREAKS…

Εσχάτως ξανάπιασα ένα παλιό μου project, συλλέγοντας εκ νέου στοιχεία και γράφοντας για την παρουσία του sitar στην jazz και την pop. Έτσι, μου δίνεται η ευκαιρία να ξανακούσω παλιές (και αγαπημένες) ηχογραφήσεις. Να θυμηθώ κομμάτια που, κατά καιρούς, μου έχουν κάνει καλή παρέα. Τρία τέτοια tracks τα μοιράζομαι μαζί σας, τώρα… Για το “Free” των Σουηδών Mecki Mark Men έχω ξαναγράψει (δείτε κι εδώ http://is.gd/ieNyr). Για το “Anathea” του David “Blow-up” Hemmings, που υπάρχει στο “Happens” [MGM SE-4490] από το 1967 και στο οποίο συμμετέχουν μέλη των Byrds, όπως και για το “Raga jeeva swara” των Dave Pike Set, που ακούγεται στο “Infra-Red” [MPS/ BASF CRM 739, 1970] δεν έχω πει κουβέντα. Ίσως, γιατί μένω με το στόμα ανοιχτό…

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

PEDRO RUY-BLAS/ JORGE PARDO/ DOLORES

Οι Dolores, με όλα τα παραπλήσια ονόματά τους, υπήρξαν ένα από τα καλύτερα… 3f (flamenco/ fusion/ funk) συγκροτήματα της Ισπανίας στο δεύτερο μισό των 70s. Τον σαξοφωνίστα τους, μάλιστα, Jorge Pardo, είχαμε την ευκαιρία να τον ευχαριστηθούμε πριν από μερικούς μήνες (28/5) στο EuroJazz 2010 στο Γκάζι, σε μία παράσταση, που για μένα, ήταν η καλύτερη απ’ όσες είδα.Φίλος και συνεργάτης του ντράμερ-τραγουδιστή Pedro Ruy-Blas, κινητήρια δύναμη των Dolores, ο Pardo έκανε αισθητή την παρουσία του μέσα απ’ αυτό το δυναμικό γκρουπ, που επιχείρησε, ήδη από τα χρόνια του ’70 να συνενώσει την jazz και το rock με το flamenco, προς ένα… flamenco-fusion υψηλής και, κυρίως, διαχρονικής αξίας. Αν και ο Pardo συμμετείχε την ίδιαν εποχή σε διάφορα άλμπουμ – π.χ. στο “Salud” [PSOE, 1975] του Julio Matito, τραγουδιστή των Smash και φίλου του Felipe Gonzalez, το οποίον “Salud” είχε παραχθεί από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) – είναι η επαφή του με τον Ruy-Blas στο προσωπικό LP τού δεύτερου “Luna Llena” [Polydor, 1975], που σηματοδοτεί την πολύ σημαντική αρχή. Από ’κει, τα κομμάτια “Despertar” και “La luz maravillosa del amor” φανερώνουν το παντελώς καινοτόμο ύφος των Dolores – ακόμη δεν αποκαλούνταν έτσι –,τα δύο “f” δηλαδή (flamenco-fusion), που συναντούσαν στην πορεία ένα τρίτο (funk).
Τo 1976 ο Pedro Ruy-Blas κυκλοφορεί το… προσωπικό του άλμπουμ “Dolores” [Polydor]. Στην μπάντα, εκτός από τον ίδιον στα ντραμς, τη φωνή και τα κρουστά, οι Jorge Pardo φλάουτο, σοπράνο, Luis Fornes πλήκτρα, Cesar Fornes ισπανική κιθάρα και Alvaro Yebenes μπάσο. Μνημείο από ’δω το “El jaleo”, ένα ασύλληπτου ρυθμού τρία “f” track με απίθανα scat φωνητικά (Ruy-Blas, La Mara) και με τον Jorge Pardo να πρωταγωνιστεί με τα ωραία γεμίσματά του στο φλάουτο. Στην ιαπωνική συλλογή “The Best of Dolores” [Polydor UICY-1038] από το 2000, την οποίαν ακούω με ευκολία (επειδή περιέχει σχεδόν όλα όσα θέλω), δεν υπάρχει μόνο το “El jaleo”, μα ακόμη και το “La mitad de medio duro” με την ισπανική κιθάρα του Cesar Formes μπροστά, αλλά και τα σύνθια του Luis Formes να δίνουν άλλη κατεύθυνση στο κομμάτι· την ώρα κατά την οποίαν o Pardo φυλάει για το “Ceuta” μερικά γλαφυρά soli στο σοπράνο, με τον Ruy-Blas να «ζωγραφίζει» με τα φωνητικά του. Ακόμη και στο επόμενο LP τους, πάντως, το “La Puerta Abierta” [Polydor, 1977], το συγκρότημα δεν αποκαλείται… εντελώς Dolores, αλλά… Pedro Ruy-Blas Dolores. Στο “Los diez hermanos”, στους βασικούς Pardo, Ruy-Blas και Yebenes, προστίθενται οι Jean-Luc Vallet πλήκτρα, Cesar Berti κόνγκα, Alvarito “Chevere” κρουστά, με αποτέλεσμα το κομμάτι να καταγράφεται στις πολύ δυνατές στιγμές του άλμπουμ, με τον Pardo να δίνει απογειωτικά soli (δική του η σύνθεση). Κορυφαία στιγμή του LP, το “La cometa” των Hilario Camacho (o Pardo συμμετείχε στο άλμπουμ του “La Estrella del Alba” του 1976) και Pedro Ruy-Blas – δεν υπάρχει στο “Best of” – με τον Ruy-Blas σ’ ένα ρόλο α λα Demetrio Stratos. Πέρασε και… κάτι κόλλησε. Στο “Asa, Nisi, Masa” [Polydor, 1978], το οποίο πλέον υπογράφουν οι Dolores, τα ισπανικά ηχοχρώματα, συνδυάζονται με ευρύτερες latin και brazilian αναφορές, φέρνοντας το γκρουπ σε άλλες σφαίρες. Στο “Por donde caminas?” μάλιστα (είναι το βίντεο στο YouTube), συνεργάζονται με τον Paco de Lucia (τα χώνει), προσφέροντας ένα άπιαστο κομμάτι, με τα φωνητικά του Ruy-Blas να κυριαρχούν και με τ’ αδέλφια Pardo (στο γκρουπ είχε προσχωρήσει και ο κιμπορντίστας Jesus Pardo) να επιβάλλουν τις ατμόσφαιρες. Κλάση και το “Sandunga” με τα συνεχή soli και γεμίσματα του Jorge (φλάουτο, τενόρο, σοπράνο) να αποκαθιστούν την τάξη. Ουσιαστικά, η τελευταία εμφάνιση των Dolores συμβαίνει το 1978, στο LP του Paco de Lucia “Interpreta a Manuel de Falla” [Philips], στο οποίο παίρνουν μέρος σε δύο κομμάτια.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ SITAR ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ μέρος Α (οι δεκαετίες '70 και '80)

1. GINO / LUCILLE S/T Polydor 2421 005 1970
Η πρώτη φορά που ακούστηκε sitar σε ελληνικό τραγούδι ήταν το 1970. Λέμε για το «Είσαι τρελλός είσαι πονηρός» (σύνθεση στίχοι Gino Cudsi ή Gudsi), που συμπεριλαμβάνεται στο πρώτο άλμπουμ του pop ντούο Gino / Lucille. Άγνωστον ποιος παίζει.
2. POLL – Άνθρωπε αγάπα/ Έλα ήλιε μου – Polydor 2061 075 – 1971
Η δεύτερη φορά κατά την οποίαν ακούστηκε sitar σε ελληνική ηχογράφηση ήταν στο «Έλα ήλιε μου» (Κώστας Τουρνάς - Robert Williams) των Poll. Πρόκειται για το πρώτο single του συγκροτήματος, όταν ήταν μέλος της μπάντας και ο Σπύρος Μαυρογιάννης, o sitar player που περίπου «ανοίγει» το τραγούδι, συνοδεύοντάς το σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκειά του, παίζοντας μία μικρή επαναλαμβανόμενη φράση. (Οι Poll, στη φωτογραφία από τα «Επίκαιρα». Αριστερά ο Σπύρος Μαυρογιάννης και ακόμη πιο αριστερά - ίσα που φαίνεται - το sitar του)
Να πω πως σε σχέση με το επώνυμο «Μαυρογιάννης» διεξήχθη, σήμερα, μία μικρή έρευνα. Στα περιοδικά της εποχής, π.χ. στα Επίκαιρα της 14/5/1971, ο Γιάννης Πετρίδης στη στήλη Μουσικές Επικαιρότητες αναφέρει πως το όνομα του μουσικού ήταν… Σπύρος Παπαγιάννης. Στο βιβλίο, όμως, «Poll, η αρχή και το τέλος» (έκδοση της Anazitisi Records, από το 2008) με την ιστορία του γκρουπ, έτσι όπως την πρωτοέγραψε ο Κώστας Τουρνάς σε συνέχειες στη Μανίνα το 1975, το επώνυμο του μουσικού είναι Μαυρογιάννης. Επίσης, το ίδιο επώνυμο ξανα-επιβεβαιώθηκε, τώρα, μέσω του Νίκου Καραθανάση της Anazitisi Records, τόσο από τον Κώστα Τουρνά («Είναι δυνατόν να μην ξέρω πως έλεγαν τον Σπύρο;»), όσο και από τον Robert Williams. 3. ANDREAS THOMOPOULOS – Born Out of the Tears of the Sun – UK. Mushroom 200 MR 4 – 1971
Πρόκειται για το δεύτερο LP του Ανδρέα Θωμόπουλου στη βρετανική Mushroom του Vic Keary. Στο μοναδικό τραγούδι με ελληνικό στίχο “The stranger” υπάρχουν μερικές sitar-παρεμβάσεις από τον Malcolm Budd. (Εννοείται πως το original άλμπουμ του Ανδρέα Θωμόπουλου – που επανεκδόθηκε πρόπερσι στη χώρα μας από την Anazitisi Records – δεν ανήκει στην «ελληνική δισκογραφία». Η μνεία του όμως, εδώ, νομίζω πως έχει ένα νόημα).4. ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ – Διόνυσε Καλοκαίρι Μας – EMI/ Columbia SCXG 87 – 1972
Φαζαριστές κιθάρες, σαντούρια, ηλεκτρικό μπάσο, τραβηγμένα soli και κυρίως sitar, ναι sitar στο απρόσμενο «Έγυραν τα μάτια μου» (στίχοι Α. Κορτέση) με τη φωνή της Αφροδίτης Μάνου. Άγνωστον ποιος παίζει.
5. ΧΡΙΣΤΙΝΑ – Μόνο για Σένα – Pan-Vox X 33 SPV 10182 – 1975
Σιτάρ ακούγεται στο τραγούδι «Όλα τα ξέρει» (των Γιάννη Ρενιέρη, Ανδρέα Αγγελάκη). Η ενορχήστρωση είναι του Κώστα Καπνίση. Τραγουδά η Χριστίνα. Δεν γνωρίζουμε τον οργανοπαίκτη. 
6. ΔΟΥΚΙΣΣΑ – Δούκισσα – Philips 9112 016 – 1978 
Είναι σίγουρα η πιο απρόσμενη ηχογράφηση σιτάρ στην ελληνική δισκογραφία, καθώς το ινδικό όργανο ακούγεται σ’ έναν αμιγώς λαϊκό δίσκο. Λέμε για το άλμπουμ της Δούκισσας από το 1978 και το τραγούδι «Έτσι είν’ η ζωή» σε μουσική Μιχάλη Νικολούδη και στίχους Τάσου Οικονόμου. Σιτάρ παίζει ο Μιχάλης Νικολούδης.
7. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ – Ένα Να Σταθούμε Αντίκρυ – CBS 85353 – 1981
Ένα πολύ ενδιαφέρον και μάλλον υποτιμημένο LP. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν 30 σχεδόν μουσικοί (ανάμεσά τους οι Γιώργος Φιλιππίδης, Χρήστος Στασινόπουλος, Λάκης Ζώης, Δημήτρης Ζαφειρέλης, Βασίλης Ρακόπουλος κ.ά.) και τραγουδούσε, βεβαίως, ο Κώστας Καράλης. Το «Πόσο με μάγευε», καλύτερο τραγούδι του δίσκου, χρωστούσε πολλά όχι μόνο στη φωνή του Καράλη, αλλά και στο sitar του Βασίλη Ρακόπουλου. 8. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΚΚΑΣ – Οι Καιροί της Άνοιξης – Δισκογραφικός Συνεταιρισμός Καλλιτεχνών Δ.Σ.Κ. Νο 3 – 1983 
«Οι Καιροί της Άνοιξης» σε ποίηση Γιώργου Σαραντάρη και μουσική Δημήτρη Λέκκα υπήρξαν ένα από τα ωραιότερα folk άλμπουμ της δεκαετίας του ’80. Το τραγούδι, που είχε ξεχωρίσει (σε ερμηνεία της Ελένης Μαντέλου) ήταν το «Ενός ανθρώπου η ψυχή», στο οποίο υπήρχε και κάποιο μέρος sitar, που χειριζόταν ο Νίκος Γράψας (πριν στα 4 Επίπεδα της Ύπαρξης, αργότερα στις Δυνάμεις του Αιγαίου). 9. ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ – Ναι Στο Ναι Και Ναι Στο Όχι – EMI/ Columbia 062 1700281 – 1984 
Πρόκειται για το πρώτο προσωπικό LP του Μανώλη Ρασούλη, αφού είχε γράψει στίχους σε όλα τα θέματα, μουσική σε κάποια, και τραγουδούσε. Επιτυχία από το δίσκο έκανε το «Αχ! Ελλάδα σ’ αγαπώ», όμως το τραγούδι με το sitar ήταν το πιο απρόσμενο όλων. Πρόκειται για το «Σησάμι με το μέλι». Στο sitar και πάλι ο Νίκος Γράψας. 10. ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΗΚΑΣ – Με Τα Φεγγάρια Χάνομαι – Lyra 3413 – 1985
O Σταύρος Λογαρίδης τραγουδούσε βασικά στο LP του Γιώργου Ζήκα, αλλά και η Ελευθερία Αρβανιτάκη («Στις άκρες απ’ τα μάτια σου»). Στο φερώνυμο με το άλμπουμ κομμάτι παίζει sitar o Γ. Πρωτόπαπας. 11. ΣΑΒΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ – Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος; – Lyra 3444 – 1986
Πολλοί και καλοί μουσικοί στην ορχήστρα (ανάμεσά τους και οι σχετικώς άγνωστοι ακόμη τότε Ανδρέας Γεωργίου, Στάμος Σέμσης, Κώστας Χατζόπουλος). Σε δύο κομμάτια («Αργή λήψη», «Με τον Μπιλ Έβανς στο πικ-άπ») παίζει sitar o Χρίστος Τσιαμούλης. 12. ROSS DALY/ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ – Ανάδυση – Σείριος SMH 87.001-87.002 – 1987
Εκείνη την εποχή ο ιρλανδός μουσικός είχε δώσει μία συνέντευξη στο περιοδικό Ντέφι (τεύχος 14, Φλεβάρης-Μάρτης ’87), στην οποίαν εξηγούσε εκτός των άλλων, τη σχέση του με την ινδική μουσική, δίνοντας αρκετές πληροφορίες αναφορικώς με την τεχνική των ragas, τη θρησκευτική σύνδεσή τους, τη λογική λειτουργίας των συμπαθητικών χορδών, τα τραγούδια Khyal και Dhrupad, καθώς και γι’ άλλα θέματα που άπτονταν της ινδικής κουλτούρας. Στην «Ανάδυση» υπάρχει ηχογραφημένη μία από τις ωραιότερες συνθέσεις του Ross Daly, που έχει τίτλο «Το όνειρο της Ιοκάστης» και η οποία καταλαμβάνει όλη την τέταρτη πλευρά του άλμπουμ. Εδώ, η παρουσία του sitar (παίζει ο ίδιος ο Ross Daly) είναι καθοριστική στο βαθμό που προετοιμάζει το κομμάτι με το εισαγωγικό ταξίμι (κάτι σαν alap δηλαδή), αλλά και με την επαναφορά του προς το τέλος, σε συνδυασμό με τα ωραία κρουστά του Σουδανού Αμίν Αλαγκαμπού. 13. ΝΙΚΟΣ ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ – Περιπλάνηση – Minos MSM 705 – 1988 
Στο άνισο άλμπουμ του Νίκου Βερόπουλου υπήρχε ένα πράγματι καλό τραγούδι («Η περιπλάνηση» με τη Χαρούλα Αλεξίου), όπως και μερικά ενδιαφέροντα ορχηστρικά. Συγκριτικώς το πιο ωραίο θέμα ήταν η «Λατρεία» ένα πιασάρικο (ο χαρακτηρισμός δεν είναι αρνητικός) οργανικό, με ωραίο παίξιμο στις κιθάρες και φυσικά στο sitar (Franc Menusan).

Θ' ακολουθήσει, κάποια στιγμή, κι ένα δεύτερο μέρος, με ελληνο-sitar εγγραφές από τις επόμενες δεκαετίες. Αν, όμως, υπάρχει κάποια άλλη εγγραφή sitar σε ελληνικής παραγωγής, ή έστω ελληνικού ενδιαφέροντος, άλμπουμ, από τις δεκαετίες του '70 και του '80, θα σας παρακαλούσα να την υποδείξετε.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

IRENE SCHWEIZER jazz meets India

Αν και η πρωταρχική επαφή της jazz με την ινδική μουσική θα πρέπει να αναζητηθεί στον John Coltrane – πιθανώς οι modal αυτοσχεδιασμοί του στο “Milestones” (1958) του Miles Davis να ήταν και «ινδικοί» – το πράγμα φαίνεται ν’ αποκτά μια πιο συγκεκριμένη αισθητική τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1962, όταν στο άλμπουμ τού Ravi Shankar “Improvistations” [World Pacific] ο Bud Shank φύσηξε «ινδικώς», στο “Improvisation on the theme music from Pather Panchali”, όχι σε μπανσούρι, αλλά στο φλάουτό του. [Ας σημειώσω πως υπάρχει κι ένα κομμάτι του Tony Scott, από το άλμπουμ “Free Blown Jazz” της Carlton, το 1958 ή ’59, το οποίον έχει τίτλο “Portrait of Ravi”. Δεν το έχω ακούσει. Αλλά, παρ’ ότι είναι αφιερωμένο στον Ravi Shankar, δεν έχω την αίσθηση, ούτε την πληροφόρηση, πως πρόκειται για «ινδικό»]. Μετά, πάντως, τον Δεκέμβριο του ’65, όταν το σιτάρ πέρασε στην pop ελέω Beatles και “Norwegian wood (This bird has flown)”, πήρε περισσότερο φωτιά και το jazz circuit με τους δίσκους να βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον, και με όλο και νεώτερους μουσικούς – και από την pop και το rock, αλλά και από την jazz – να δοκιμάζουν στα νέα ηχοχρώματα. Μερικά από τα άλμπουμ, που «έφτιαξαν» αυτό το indo-jazz ιδίωμα, εκείνη την περίοδο, ήταν το “Indo-Jazz Suite” [UK.Columbia, 1966] των Joe Harriott-John Mayer, το “Jazz Raga” του Gabor Szabo (ηχογραφήθηκε για την Impulse! τον Αύγουστο του ’66) και βεβαίως το “Jazz Meets India”, της Irene Schweizer και της παρέας της, ηχογραφημένο για τη γερμανική MPS τον Οκτώβριο του ’67.Στις δύο απ’ αυτές τις τρεις «προτάσεις» (στα LP του Harriott και της Schweizer δηλαδή) το ζητούμενο ήταν στο πώς θα μπορούσε να συνδεθούν δύο διαφορετικά γκρουπ, ένα ανατολικό κι ένα δυτικό (ας τo πούμε έτσι), πώς θα μπορούσε να συνεργασθούν (τα γκρουπ) βρίσκοντας κοινά σημεία επαφής, χωρίς ν’ ακούγονται «ξένα» μεταξύ τους. Αν και στην περίπτωση των Joe Harriott-John Mayer συνέβη μ’ έναν όντως εμπνευσμένο τρόπο (ο Harriott έπαιξε ελεύθερα soli, πάνω στο αυστηρό υπόστρωμα του rhythm section), στην περίπτωση του “Jazz Meets India” ακολουθείται μία άλλου τύπου προσέγγιση. Κατ’ ουσίαν, και όσο κι αν ακούγεται περίεργο, δεν υπάρχει στο άλμπουμ κάποια ιδιαίτερη επικοινωνία ανάμεσα στις δύο παραδόσεις. Στις πιο βασικές και χρονικώς πιο εκτεταμένες συνθέσεις του δίσκου, την “Sun love” και την “Brigach and ganges”, τα δύο γκρουπ ξεκινούν το ένα ανεξαρτήτως του άλλου, προκαλώντας το ένα το άλλο, κάπου συναντώνται, με το πιάνο της Schweizer να κάνει όλη τη «δύσκολη» δουλειά, προβάλλοντας σύντομα ρυθμικά μοτίβο – το πιάνο ως κρουστό υπήρξε το σήμα κατατεθέν της ελβετίδας πιανίστα –, ξαναχωρίζοντας στην πορεία. (από αριστερά: Mani Neumaier, Dewan Motihar, Irene Schweizer, Manfred Schoof, Kusum Thakur)
Για μένα το άκουσμα έχει μεγάλο ενδιαφέρον, και σ’ ένα καθαρό επίπεδο γούστου το απολαμβάνω περισσότερο από κάθε άλλο άλμπουμ της indo-jazz. Η ανάπτυξη των συνθέσεων είναι μαγική, με τους μουσικούς να ελέγχουν πλήρως τον ήχο τους, δίχως να προβαίνουν σε «ακρότητες», δίνοντας δυναμικά soli, ιδίως ο Manfred Schoof σε κορνέτα, τρομπέτα και ο Barney Wilen σε σοπράνο, τενόρο. Το τρίο των ινδών μουσικών (o Dewan Motihar σιτάρ, o Keshav Sathe τάμπλα, η Kusum Thakur ταμπουρά) ήταν ένα από τα πιο αναγνωρισμένα τότε στην Ευρώπη – o Motihar και ο Sathe εμφανίζονται εξάλλου και στην “Indo-Jazz Suite” του Harriott – ενώ το τρίο της Schweizer, το οποίο συμπληρώνουν ο Uli Trepte μπάσο και ο Mani Neumaier ντραμς, ήταν ένα από τα πρώτα ευρωπαϊκά free γκρουπ του καιρού του. Ας υπενθυμίσω, εδώ, πως οι Trepte και Neumaier αποτέλεσαν λίγο αργότερα τη ρυθμική βάση ενός γκρουπ «εικόνα» του krautrock, των Guru Guru.
(To "Jazz Meets India" κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες σε CD, από τη γερμανική Promising Music).
Και κάτι ακόμη. Το ενδιαφέρον της Schweizer για την indo-jazz εκπήγασε λογικώς μέσα από την επαφή της με το έργο του Joe Harriott. Σε μια συνέντευξή της στο Wire (issue 11, January 1985) έλεγε η ίδια: «Πήγαινα στο Ronnie Scott’s (σ.σ. το γνωστό λονδρέζικο jazz club) το 1962, σχεδόν κάθε βράδυ. Άκουγα εκεί τον Joe Harriott, τον Tubby Hayes, τον Dick Morrissey, όλους αυτούς τους ανθρώπους κι έμπαινα έτσι όλο και περισσότερο στη νέα jazz. Όταν γύρισα στη Ζυρίχη επιχείρησα μάλιστα και σχημάτισα ένα τρίο, με τον Uli Trepte μπάσο και τον Mani Neumaier ντραμς. Παίζαμε funk [sic] και soul, στο στυλ του Junior Mance και του Ray Bryant, αργότερα όμως οι βασικές μας επιρροές ήταν ο Bill Evans και ο McCoy Tyner». Κι από ’κει όμως, όχι μέχρι το "Jazz Meets India", αλλά μέχρι το “Santana”, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι…

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

ΚΑΙΤΗ ΝΤΑΛΗ βαθύ το ίχνος

Μου έπεσε τις προάλλες ένα μπουκαλάκι Ballantine’s, limited edition και… χριστουγεννιάτικο, κι είπα να το περιποιηθώ. Έτσι. Μόνος. Με τι μουσική όμως; Καθότι αυτά τα πράγματα δεν πάνε σκέτα. Δηλαδή σκέτο το πίνω – ούτε πάγους, ούτε νερά, ούτε αηδίες – αλλά, εν πάση περιπτώσει, κάτι πρέπει να γυρίζει στο πλατώ. Τι όμως; Εδώ είναι το ζήτημα.
Αφού απέρριψα, στο πι και φι, κάτι σαβουροσιντί με καινούρια λαϊκά, για τα οποία ούτε που θυμάμαι πως έφθασαν στα χέρια μου (μάλλον από καμμιά φυλλάδα), προσπάθησα να περιορίσω τις επιλογές (ούτε blues – αν και θα μπορούσε, ούτε jazz, ούτε… ψυχεδέλειες), επικεντρώνοντας, σιγά-σιγά, σε 2-3 ονόματα. Όλως τυχαίως – αν και δεν θα τό’λεγα – ήταν και τα τρία γυναικεία. Ρίτα Σακελλαρίου, Μαίρη Μαράντη, Καίτη Ντάλη. Η Σακελλαρίου μού φαινόταν, πώς να το πω, ολίγον overground και κάπως «καθώς πρέπει» (και, τέλος πάντων, δεν είμαι και πασόκος…), η Μαράντη, ως περσόνα, ήταν μια χαρά, αλλά τα τραγούδια της (εκείνα ενός συγκεκριμένου άλμπουμ) δεν μ’ έφτιαχναν και τόσο (στο μυαλό εννοώ). Η Ντάλη ήταν η μόνη που ερχόταν από… πέρα, ως αναγκαστική επιλογή. Όχι, όμως, στο στυλ τραβάτε με κι ας κλαίω, αλλά στο… γουστάρω για να πάθω. Θυμόμουν εξάλλου. Το άλμπουμ της «Αναζητώ…» από το 1979 (στην General Gramophone, της οδού Σωκράτους – Omonοia sound), ζεμάταγε ακόμη. Αν και είχα 15-20 χρόνια να τ’ ακούσω, οι στίχοι τής Πόπης Πασβάντη και της Κατερίνας Πανάγου γύρισαν αμέσως στο κεφάλι μου. Φυσικά, με τη φωνή της... «Δυο λόγια/ αξία πού’χουν τώρα δυο σου λόγια/ τώρα που άρχισε η καρδιά τα μοιρολόγια. Η πίκρα/ τι άσχημα που έρχεται η πίκρα/ όταν δεν έχεις συντροφιά μέσα στη νύχτα. Ας ήτανε να σ’ αγαπώ/ έστω και ψεύτικα να πω/ φθάνει να πω, φθάνει να πω το σ’ αγαπώ. Ας ήταν έστω μια στιγμή/ κάποια γλυκιά αναπνοή/ για λίγο δίπλα μου να ’ρθεί/ φτάνει να ’ρθεί».
«Μας βρήκαν δύσκολοι καιροί/ κι είναι βαριές οι ώρες/ και της καρδιάς μας το σκαρί/ το δέρνουν χίλιες μπόρες. Άιντε και θ’ αλλάξουνε οι μέρες/ όπως τό’χουμε ονειρευτεί/ τι κι αν μας χωρίζουνε δυο βέρες/ μας ενώνει αγάπη δυνατή».  

«Αχ νά’βρισκα τη συνταγή/ απ’ την καρδιά μου να σε σβήσω/ κι όσο θα βρίσκομαι στη γη/ χωρίς την έννοια σου να ζήσω. Χαμένος κόπος, χαμένος κόπος/ αν δε σε δω, δε με χωράει ο τόπος». 
 «Τι θες, λοιπόν, να πέσω να σε παρακαλέσω/ με μάτια απ’ τα δάκρυα θολά;/ Tι θες, λοιπόν, να κάνω/ μπροστά σου να πεθάνω/ να δεις πως σε αγάπησα τρελά; Δεν αλλάζει της μοίρας ο δρόμος/ φύγε, πήγαινε εκεί που ποθείς/ τι πειράζει, αν με λιώσει ο πόνος/ ένα θύμα κι εγώ της ζωής»... και τέτοια…
Και βεβαίως έξοχα ζεϊμπέκικα και ακόμη πιο έξοχες λαϊκές μπαλάντες του Δημήτρη Μηλιού και του Κώστα Σταματάκη (νομίζω πως πρόκειται για τον τυφλό, λαϊκό ακορντεονίστα), μα ακόμη και… jazz. Ναι, μα τω θεώ. Ενορχηστρώσεις με πνευστά και δυναμικά soli φλάουτου και τρομπέτας στο «Με χτυπούν κατάστηθα» του Θανάση Πολυκανδριώτη. (Άραγε να παίζει ο σημαίνων Τάκης Πασβάντης – για ορισμένους «δεύτερος» μόνο πίσω από τον Γιώργο Μουζάκη –, σύζυγος της Πόπης Πασβάντη;).Και λοιπόν. Τι νόημα θα είχαν όλα τούτα, χωρίς τη φωνή της; Τη φωνή τής Καίτης Ντάλη; Κανένα. Πολύτιμο μέταλλο η κυρία. Και ακόμη πολυτιμότερο το ερμηνευτικό της βίωμα. Βαθύ το ίχνος. Λυπάμαι, που δεν πρόλαβα να τη δω live στα χρόνια του ’80. Τότε, όταν κυνηγούσα τα ωραία. Τώρα, είναι αργά. Μικρύναμε… Κι εν πάση περιπτώσει – παρ’ ότι σέβομαι – δεν ενδιαφέρομαι να συμμετάσχω σε κανένα hype· σαν κι εκείνο, που υπήρξε πριν κανα-δυο χρόνια (Κραουνάκηδες, Ξαρχάκοι και τα λοιπά).
Κάπως έτσι, με τέτοιες σκέψεις, έφθασα στη μέση...