Μου έπεσε τις προάλλες ένα μπουκαλάκι Ballantine’s, limited edition και… χριστουγεννιάτικο, κι είπα να το περιποιηθώ. Έτσι. Μόνος. Με τι μουσική όμως; Καθότι αυτά τα πράγματα δεν πάνε σκέτα. Δηλαδή σκέτο το πίνω – ούτε πάγους, ούτε νερά, ούτε αηδίες – αλλά, εν πάση περιπτώσει, κάτι πρέπει να γυρίζει στο πλατώ. Τι όμως; Εδώ είναι το ζήτημα.
Αφού απέρριψα, στο πι και φι, κάτι σαβουροσιντί με καινούρια λαϊκά, για τα οποία ούτε που θυμάμαι πως έφθασαν στα χέρια μου (μάλλον από καμμιά φυλλάδα), προσπάθησα να περιορίσω τις επιλογές (ούτε blues – αν και θα μπορούσε, ούτε jazz, ούτε… ψυχεδέλειες), επικεντρώνοντας, σιγά-σιγά, σε 2-3 ονόματα. Όλως τυχαίως – αν και δεν θα τό’λεγα – ήταν και τα τρία γυναικεία. Ρίτα Σακελλαρίου, Μαίρη Μαράντη, Καίτη Ντάλη. Η Σακελλαρίου μού φαινόταν, πώς να το πω, ολίγον overground και κάπως «καθώς πρέπει» (και, τέλος πάντων, δεν είμαι και πασόκος…), η Μαράντη, ως περσόνα, ήταν μια χαρά, αλλά τα τραγούδια της (εκείνα ενός συγκεκριμένου άλμπουμ) δεν μ’ έφτιαχναν και τόσο (στο μυαλό εννοώ). Η Ντάλη ήταν η μόνη που ερχόταν από… πέρα, ως αναγκαστική επιλογή. Όχι, όμως, στο στυλ τραβάτε με κι ας κλαίω, αλλά στο… γουστάρω για να πάθω. Θυμόμουν εξάλλου. Το άλμπουμ της «Αναζητώ…» από το 1979 (στην General Gramophone, της οδού Σωκράτους – Omonοia sound), ζεμάταγε ακόμη. Αν και είχα 15-20 χρόνια να τ’ ακούσω, οι στίχοι τής Πόπης Πασβάντη και της Κατερίνας Πανάγου γύρισαν αμέσως στο κεφάλι μου. Φυσικά, με τη φωνή της... «Δυο λόγια/ αξία πού’χουν τώρα δυο σου λόγια/ τώρα που άρχισε η καρδιά τα μοιρολόγια. Η πίκρα/ τι άσχημα που έρχεται η πίκρα/ όταν δεν έχεις συντροφιά μέσα στη νύχτα. Ας ήτανε να σ’ αγαπώ/ έστω και ψεύτικα να πω/ φθάνει να πω, φθάνει να πω το σ’ αγαπώ. Ας ήταν έστω μια στιγμή/ κάποια γλυκιά αναπνοή/ για λίγο δίπλα μου να ’ρθεί/ φτάνει να ’ρθεί».
«Μας βρήκαν δύσκολοι καιροί/ κι είναι βαριές οι ώρες/ και της καρδιάς μας το σκαρί/ το δέρνουν χίλιες μπόρες. Άιντε και θ’ αλλάξουνε οι μέρες/ όπως τό’χουμε ονειρευτεί/ τι κι αν μας χωρίζουνε δυο βέρες/ μας ενώνει αγάπη δυνατή».
«Αχ νά’βρισκα τη συνταγή/ απ’ την καρδιά μου να σε σβήσω/ κι όσο θα βρίσκομαι στη γη/ χωρίς την έννοια σου να ζήσω. Χαμένος κόπος, χαμένος κόπος/ αν δε σε δω, δε με χωράει ο τόπος».
«Τι θες, λοιπόν, να πέσω να σε παρακαλέσω/ με μάτια απ’ τα δάκρυα θολά;/ Tι θες, λοιπόν, να κάνω/ μπροστά σου να πεθάνω/ να δεις πως σε αγάπησα τρελά; Δεν αλλάζει της μοίρας ο δρόμος/ φύγε, πήγαινε εκεί που ποθείς/ τι πειράζει, αν με λιώσει ο πόνος/ ένα θύμα κι εγώ της ζωής»... και τέτοια…
Και βεβαίως έξοχα ζεϊμπέκικα και ακόμη πιο έξοχες λαϊκές μπαλάντες του Δημήτρη Μηλιού και του Κώστα Σταματάκη (νομίζω πως πρόκειται για τον τυφλό, λαϊκό ακορντεονίστα), μα ακόμη και… jazz. Ναι, μα τω θεώ. Ενορχηστρώσεις με πνευστά και δυναμικά soli φλάουτου και τρομπέτας στο «Με χτυπούν κατάστηθα» του Θανάση Πολυκανδριώτη. (Άραγε να παίζει ο σημαίνων Τάκης Πασβάντης – για ορισμένους «δεύτερος» μόνο πίσω από τον Γιώργο Μουζάκη –, σύζυγος της Πόπης Πασβάντη;).Και λοιπόν. Τι νόημα θα είχαν όλα τούτα, χωρίς τη φωνή της; Τη φωνή τής Καίτης Ντάλη; Κανένα. Πολύτιμο μέταλλο η κυρία. Και ακόμη πολυτιμότερο το ερμηνευτικό της βίωμα. Βαθύ το ίχνος. Λυπάμαι, που δεν πρόλαβα να τη δω live στα χρόνια του ’80. Τότε, όταν κυνηγούσα τα ωραία. Τώρα, είναι αργά. Μικρύναμε… Κι εν πάση περιπτώσει – παρ’ ότι σέβομαι – δεν ενδιαφέρομαι να συμμετάσχω σε κανένα hype· σαν κι εκείνο, που υπήρξε πριν κανα-δυο χρόνια (Κραουνάκηδες, Ξαρχάκοι και τα λοιπά).
Κάπως έτσι, με τέτοιες σκέψεις, έφθασα στη μέση...
Αφού απέρριψα, στο πι και φι, κάτι σαβουροσιντί με καινούρια λαϊκά, για τα οποία ούτε που θυμάμαι πως έφθασαν στα χέρια μου (μάλλον από καμμιά φυλλάδα), προσπάθησα να περιορίσω τις επιλογές (ούτε blues – αν και θα μπορούσε, ούτε jazz, ούτε… ψυχεδέλειες), επικεντρώνοντας, σιγά-σιγά, σε 2-3 ονόματα. Όλως τυχαίως – αν και δεν θα τό’λεγα – ήταν και τα τρία γυναικεία. Ρίτα Σακελλαρίου, Μαίρη Μαράντη, Καίτη Ντάλη. Η Σακελλαρίου μού φαινόταν, πώς να το πω, ολίγον overground και κάπως «καθώς πρέπει» (και, τέλος πάντων, δεν είμαι και πασόκος…), η Μαράντη, ως περσόνα, ήταν μια χαρά, αλλά τα τραγούδια της (εκείνα ενός συγκεκριμένου άλμπουμ) δεν μ’ έφτιαχναν και τόσο (στο μυαλό εννοώ). Η Ντάλη ήταν η μόνη που ερχόταν από… πέρα, ως αναγκαστική επιλογή. Όχι, όμως, στο στυλ τραβάτε με κι ας κλαίω, αλλά στο… γουστάρω για να πάθω. Θυμόμουν εξάλλου. Το άλμπουμ της «Αναζητώ…» από το 1979 (στην General Gramophone, της οδού Σωκράτους – Omonοia sound), ζεμάταγε ακόμη. Αν και είχα 15-20 χρόνια να τ’ ακούσω, οι στίχοι τής Πόπης Πασβάντη και της Κατερίνας Πανάγου γύρισαν αμέσως στο κεφάλι μου. Φυσικά, με τη φωνή της... «Δυο λόγια/ αξία πού’χουν τώρα δυο σου λόγια/ τώρα που άρχισε η καρδιά τα μοιρολόγια. Η πίκρα/ τι άσχημα που έρχεται η πίκρα/ όταν δεν έχεις συντροφιά μέσα στη νύχτα. Ας ήτανε να σ’ αγαπώ/ έστω και ψεύτικα να πω/ φθάνει να πω, φθάνει να πω το σ’ αγαπώ. Ας ήταν έστω μια στιγμή/ κάποια γλυκιά αναπνοή/ για λίγο δίπλα μου να ’ρθεί/ φτάνει να ’ρθεί».
«Μας βρήκαν δύσκολοι καιροί/ κι είναι βαριές οι ώρες/ και της καρδιάς μας το σκαρί/ το δέρνουν χίλιες μπόρες. Άιντε και θ’ αλλάξουνε οι μέρες/ όπως τό’χουμε ονειρευτεί/ τι κι αν μας χωρίζουνε δυο βέρες/ μας ενώνει αγάπη δυνατή».
«Αχ νά’βρισκα τη συνταγή/ απ’ την καρδιά μου να σε σβήσω/ κι όσο θα βρίσκομαι στη γη/ χωρίς την έννοια σου να ζήσω. Χαμένος κόπος, χαμένος κόπος/ αν δε σε δω, δε με χωράει ο τόπος».
«Τι θες, λοιπόν, να πέσω να σε παρακαλέσω/ με μάτια απ’ τα δάκρυα θολά;/ Tι θες, λοιπόν, να κάνω/ μπροστά σου να πεθάνω/ να δεις πως σε αγάπησα τρελά; Δεν αλλάζει της μοίρας ο δρόμος/ φύγε, πήγαινε εκεί που ποθείς/ τι πειράζει, αν με λιώσει ο πόνος/ ένα θύμα κι εγώ της ζωής»... και τέτοια…
Και βεβαίως έξοχα ζεϊμπέκικα και ακόμη πιο έξοχες λαϊκές μπαλάντες του Δημήτρη Μηλιού και του Κώστα Σταματάκη (νομίζω πως πρόκειται για τον τυφλό, λαϊκό ακορντεονίστα), μα ακόμη και… jazz. Ναι, μα τω θεώ. Ενορχηστρώσεις με πνευστά και δυναμικά soli φλάουτου και τρομπέτας στο «Με χτυπούν κατάστηθα» του Θανάση Πολυκανδριώτη. (Άραγε να παίζει ο σημαίνων Τάκης Πασβάντης – για ορισμένους «δεύτερος» μόνο πίσω από τον Γιώργο Μουζάκη –, σύζυγος της Πόπης Πασβάντη;).Και λοιπόν. Τι νόημα θα είχαν όλα τούτα, χωρίς τη φωνή της; Τη φωνή τής Καίτης Ντάλη; Κανένα. Πολύτιμο μέταλλο η κυρία. Και ακόμη πολυτιμότερο το ερμηνευτικό της βίωμα. Βαθύ το ίχνος. Λυπάμαι, που δεν πρόλαβα να τη δω live στα χρόνια του ’80. Τότε, όταν κυνηγούσα τα ωραία. Τώρα, είναι αργά. Μικρύναμε… Κι εν πάση περιπτώσει – παρ’ ότι σέβομαι – δεν ενδιαφέρομαι να συμμετάσχω σε κανένα hype· σαν κι εκείνο, που υπήρξε πριν κανα-δυο χρόνια (Κραουνάκηδες, Ξαρχάκοι και τα λοιπά).
Κάπως έτσι, με τέτοιες σκέψεις, έφθασα στη μέση...
μοναδική φωνή!
ΑπάντησηΔιαγραφή...και μοναδικά τραγούδια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπο τις μεγαλυτερες φωνες...και καταπληκτικος ανθρωπος...
ΑπάντησηΔιαγραφή