Τον Foko (real name Φωκίων Μπούκλης) μου τον συνέστησε ο Ντίνος Δηματάτης το 1997. Σε κάποια από τις επιστολές που ανταλλάσσαμε εκείνη την εποχή μού είχε στείλει το CD του (τού Foko εννοώ) “An Expressionist’s View” –είχε βγει σε ανεξάρτητη παραγωγή, στην Αμερική, το 1995– έτσι για να το ακούσω και αν ήθελα να έγραφα κάτι στο περιοδικό. Το άκουσα, έπαθα, ήθελα κι έγραψα στο περιοδικό στο τεύχος 58, τον Ιανουάριο του '98. Ο Foko, θεσσαλονικιός κιθαρίστας (τον ξέρει όλη η ομήγυρη εκεί, Ζάικος και λοιποί), που την έκανε κάποια στιγμή για σπουδές και δουλειές στην Αμερική, παρέδιδε ένα εξωφρενικό κιθαριστικό άλμπουμ, από τα πλέον απολαυστικά που θα μπορούσε να πετύχεις τότε (και τώρα) στη σχετική αγορά.Η εισαγωγή με το λαϊκό-oriental “Dizzy” του Νίκου Τατασόπουλου, γιού του περίφημου Γιάννη «Ντίλιγκερ» Τατασόπουλου, ήταν χτύπημα στ’ αχαμνά και βεβαίως η version της «φλόγας» του Μανώλη Χιώτη τοποθετούσε ξανά σε μηδενική βάση τον rock-oriented τρόπο προσέγγισης μιας κλασικής λαϊκής μελωδίας. Άπιαστα, απανωτά riffs, καίρια συνοδεία στο μπάσο-ντραμς (Peri Bakalos, Darrel Maxfield), εκρηκτική ατμόσφαιρα, την οποίαν αναδείκνυε η ακριβής παραγωγή του Chris Lannon (ηχογράφηση κάπου στη Μασαχουσέτη). Φυσικά, πλην των covers, υπήρχαν και τα κομμάτια τού ιδίου τού Foko, τα οποία μετέφεραν στο προσκήνιο και την περίπτωση του συνθέτη-αυτοσχεδιαστή, πέραν εκείνης του παίκτη (“Dr. Device”). Το “Expressionist’s View” [Microtone Music] ήταν η ιδανική αρχή... και το “Confession” [Microtone Music, 1999] η ιδανική συνέχεια.Το δεύτερο άλμπουμ του Foko, κι αυτό σε παραγωγή του Chris Lannon (ηχογράφηση στη Βοστώνη), κι αυτό με τους Maxfield και Bakalos δίπλα (συν κάποιους guests σε πλήκτρα και κρουστά) εξέπεμπε στο ίδιο φάσμα. Ο άνθρωπος είναι έλληνας κιθαριστής με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Το παίξιμό του δηλαδή ξεσηκώνει κάτι από τη στόφα του… Χιώτη και του Λεμονόπουλου και κυρίως κάτι από τη φαντασία τους στο πάλκο (υποθέτω), μια και τα πάντα έχουν για βάση τους το αθάνατο… greek kefi. Όλα, εδώ, διαμορφώνονται με την αίσθηση του λαϊκού προγράμματος σ’ ένα μαγαζί, όλα περιστρέφονται γύρω από την ικανοποίηση του πελάτη. Όχι με την αγοραία λογική τού «να τα πάρουμε», αλλά με την παμπάλαιη έννοια της ουσιαστικής ψυχαγωγίας. Μακρυά δηλαδή από τη σύγχρονη σύγχυση και την αθυμία.
Αν η βάση, λοιπόν, στο “Confession” είναι κάθε τι το ελληνικόν, ή το ευρύτερα βαλκανικόν για να είμαι πιο ακριβής, το εποικοδόμημα καλύπτει επαρκώς και την ωραία Δύση, όχι μόνον ως εξωτερική εικόνα –ο Foko ως ροκάς–, αλλά και ως βαθιά επιρροή και σκέψη. Τούτο δε αποτυπώνεται κυρίως στο “Your love”, όπως και στο “Martian mambo” (με την κιθαροτεχνική α λα Larry Coryell). Όμως τα κομμάτια δυναμίτες είναι άλλα. Το “Stew”, το “Balkanizer” το “Saswar”, το “Salto mortale” και φυσικά το “Pistolero”. Ιδίως σ’ αυτό το τελευταίο η κιθάρα ξεσηκώνει. Κυριολεκτικώς (που λένε) γαζώνει.Έτσι, λοιπόν, αν και με τις έως τότε δύο δισκογραφημένες δουλειές του, ο άσσος guitar player είχε δώσει στίγμα σαφές –μία all around κιθαριστική ματιά, με διαθέσεις συγκροτημένων ρήξεων έναντι του rock, του latin-rock, του blues, του ηλεκτρισμένου blues, του λαϊκού, του παλιού λαϊκού– ερχόταν 8 χρόνια μετά (το 2007) να ανατρέψει το κιθαριστικό του πλάνο, ωθώντας όλη την κατασκευή προς τα άκρα. Συναισθηματικά, αισθητικά, τεχνικά, οτιδήποτε…
Εκείνο που έπραξε στο “Live” [Ιδιωτική Έκδοση] ο Foko και που πιθανώς να το έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς διάφοροι φημισμένοι συνάδελφοί του (σίγουρα ο Henry Kaiser – το «πιθανώς» αναφέρεται στους Fred Frith, Raoul Björkenheim και Keiji Haino μεταξύ άλλων) είναι να παίξει ζωντανά σόλο ηλεκτρική κιθάρα ηχογραφημένη σε πραγματικό χρόνο, δίχως overdubs, προηχογραφημένα ή προετοιμασμένα μέρη, τη απουσία, ταυτοχρόνως, οποιασδήποτε κομπιουτερομηχανής, στηριγμένος αποκλειστικώς στο όργανο, τους ενισχυτές και τα εφφέ.
Το “Live” περιέχει πάνω απ’ όλα καίρια μουσική, που δεν «κλωτσάει» τον αμύητο, στηριγμένη στο πάθος, τη δύναμη και το ταλέντο ενός έλληνα κιθαριστή με αγέρωχη υπόγεια καριέρα.
Στο άλμπουμ υπάρχουν οκτώ θέματα, διάρκειας 55 λεπτών, κάποια εκ των οποίων αποτελούν εκδοχές συνθέσεων από τις προηγούμενες δουλειές του Foko (Confession, Shamaral, Martian mambo, Your love) –γεγονός που δείχνει ότι ο μουσικός δεν απαξιώνει το παλαιότερό του έργο, προς χάριν μιας εκτίναξης στο μέλλον με κενά μνήμης– κάποια, καινούριες ιδέες που δουλεύονται και κάποια (δύο σε ένα) θυελλώδεις διασκευές, που σηματοδοτούν διαχρονικές αγάπες. Κατά πρώτον το Köhntarkösz των Magma (προσκύνημα στην original πενιά ενός σημαντικότατου κιθαρίστα, του Βρετανού Brian Godding – τον θυμάμαι στους... άσχετους Blossom Toes, όπως και στους καταπληκτικούς, αλλά υποτιμημένους Centipede) και το πάντα ανατριχιαστικό “Oh well” των Fleetwood Mac (του Peter Green δηλαδή), τα οποία δείχνουν, αν μη τι άλλο, την κιθαριστική παιδεία ενός μουσικού, που άγεται από το… λαϊκό και το blues, για να καταλήξει κάπου πέρα… Ο Foko επανεμφανίζεται στα πράγματα (σε live σίγουρα, ελπίζω και με άλμπουμ) με το “The Sound of Unemployment” και με ήχο που φιλοδοξεί να καλύψει τα ραφινάτα, α λα Steely Dan, και άγρια, α λα Ted Nugent, ηλεκτρισμένα seventies. Εδώ θα είμαστε.
Αν η βάση, λοιπόν, στο “Confession” είναι κάθε τι το ελληνικόν, ή το ευρύτερα βαλκανικόν για να είμαι πιο ακριβής, το εποικοδόμημα καλύπτει επαρκώς και την ωραία Δύση, όχι μόνον ως εξωτερική εικόνα –ο Foko ως ροκάς–, αλλά και ως βαθιά επιρροή και σκέψη. Τούτο δε αποτυπώνεται κυρίως στο “Your love”, όπως και στο “Martian mambo” (με την κιθαροτεχνική α λα Larry Coryell). Όμως τα κομμάτια δυναμίτες είναι άλλα. Το “Stew”, το “Balkanizer” το “Saswar”, το “Salto mortale” και φυσικά το “Pistolero”. Ιδίως σ’ αυτό το τελευταίο η κιθάρα ξεσηκώνει. Κυριολεκτικώς (που λένε) γαζώνει.Έτσι, λοιπόν, αν και με τις έως τότε δύο δισκογραφημένες δουλειές του, ο άσσος guitar player είχε δώσει στίγμα σαφές –μία all around κιθαριστική ματιά, με διαθέσεις συγκροτημένων ρήξεων έναντι του rock, του latin-rock, του blues, του ηλεκτρισμένου blues, του λαϊκού, του παλιού λαϊκού– ερχόταν 8 χρόνια μετά (το 2007) να ανατρέψει το κιθαριστικό του πλάνο, ωθώντας όλη την κατασκευή προς τα άκρα. Συναισθηματικά, αισθητικά, τεχνικά, οτιδήποτε…
Εκείνο που έπραξε στο “Live” [Ιδιωτική Έκδοση] ο Foko και που πιθανώς να το έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς διάφοροι φημισμένοι συνάδελφοί του (σίγουρα ο Henry Kaiser – το «πιθανώς» αναφέρεται στους Fred Frith, Raoul Björkenheim και Keiji Haino μεταξύ άλλων) είναι να παίξει ζωντανά σόλο ηλεκτρική κιθάρα ηχογραφημένη σε πραγματικό χρόνο, δίχως overdubs, προηχογραφημένα ή προετοιμασμένα μέρη, τη απουσία, ταυτοχρόνως, οποιασδήποτε κομπιουτερομηχανής, στηριγμένος αποκλειστικώς στο όργανο, τους ενισχυτές και τα εφφέ.
Το “Live” περιέχει πάνω απ’ όλα καίρια μουσική, που δεν «κλωτσάει» τον αμύητο, στηριγμένη στο πάθος, τη δύναμη και το ταλέντο ενός έλληνα κιθαριστή με αγέρωχη υπόγεια καριέρα.
Στο άλμπουμ υπάρχουν οκτώ θέματα, διάρκειας 55 λεπτών, κάποια εκ των οποίων αποτελούν εκδοχές συνθέσεων από τις προηγούμενες δουλειές του Foko (Confession, Shamaral, Martian mambo, Your love) –γεγονός που δείχνει ότι ο μουσικός δεν απαξιώνει το παλαιότερό του έργο, προς χάριν μιας εκτίναξης στο μέλλον με κενά μνήμης– κάποια, καινούριες ιδέες που δουλεύονται και κάποια (δύο σε ένα) θυελλώδεις διασκευές, που σηματοδοτούν διαχρονικές αγάπες. Κατά πρώτον το Köhntarkösz των Magma (προσκύνημα στην original πενιά ενός σημαντικότατου κιθαρίστα, του Βρετανού Brian Godding – τον θυμάμαι στους... άσχετους Blossom Toes, όπως και στους καταπληκτικούς, αλλά υποτιμημένους Centipede) και το πάντα ανατριχιαστικό “Oh well” των Fleetwood Mac (του Peter Green δηλαδή), τα οποία δείχνουν, αν μη τι άλλο, την κιθαριστική παιδεία ενός μουσικού, που άγεται από το… λαϊκό και το blues, για να καταλήξει κάπου πέρα… Ο Foko επανεμφανίζεται στα πράγματα (σε live σίγουρα, ελπίζω και με άλμπουμ) με το “The Sound of Unemployment” και με ήχο που φιλοδοξεί να καλύψει τα ραφινάτα, α λα Steely Dan, και άγρια, α λα Ted Nugent, ηλεκτρισμένα seventies. Εδώ θα είμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου