Νέα CD,
νέα συγκροτήματα, νέα ονόματα, που έχουν όμως πίσω τους παρελθόν και ιστορία…
THE PUPPETEERS: The Puppeteers [Puppet’s Records,
2014]
Μπάντα περιστασιακή; Πιθανώς. Μπάντα σούπερ; Σίγουρα.
Τέσσερις μουσικάρες με παράδοση στο χώρο, ο Arturo O'Farrill πιάνο,
ο Bill
Ware βιμπράφωνο, ο Alex Blake μπάσο και ο Jaime Affoumado ντραμς,
αποτυπώνονται εδώ, ηχογραφημένοι σ’ ένα στούντιο του Brooklyn, για λογαριασμό μιας καινούριας
εταιρείας που ακούει στην ονομασία Puppet’s Records.
Η εταιρεία είναι, βασικά, η προβολή στην δισκογραφία ενός club, του Puppet’s Jazz Bar, που ξεκίνησε κάπου στο Brooklyn, το 2005, από τον Jaime Affoumado και
κάποιον John Baker,
και που έχει εξελιχθεί με τα χρόνια σ’ έναν μικρό ναό της νεοϋορκέζικης jazz, όταν μετακόμισε στην 5η
Λεωφόρο. Οι Puppeteers,
οι τέσσερις βετεράνοι μουσικοί που αναφέρθηκαν, εμφανίζονται σ’ αυτό το CD (που αποτελεί και την
παρθενική κυκλοφορία της Puppet’s Records) με… υπερηχητικές
ταχύτητες, ανεπανάληπτα φουριόζοι, προβάλλοντας ένα set σαν εκείνο που, προφανώς, θα
παρουσιάζουν στο club,
τις πιο βαρβάτες ώρες. Δεν μιλάμε απλώς για κάποιο είδος χορευτικής jazz (εξάλλου η jazz χορεύεται ό,τι κι αν
είναι…), αλλά για μια πανικόβλητη κατάσταση που επιβάλλεται από το tempo
furioso που δίνουν σχεδόν σε όλες τις συνθέσεις τους οι Puppetters. Ο Bill Ware (από τους Jazz Passengers και
τους Groove Collective),
ο Alex
Blake (που έχει
παίξει με τους πάντες, από τον Randy Weston και τον Stan Getz,
μέχρι τον Sun Ra
και τον Pharoah Sanders), ο Arturo O'Farrill
(γιός του Chico O'Farrill και συνεργάτης της Carla Bley και του Wynton Marsalis μεταξύ δεκάδων
άλλων), καθώς και ο Jaime Affoumado
(που κι αυτός πρόλαβε να παίξει με τον Jaco Pastorius) κάνουν εδώ την διαφορά, όχι μόνον ως απίστευτοι
δεξιοτέχνες (που είναι), μα και ως διακεκριμένοι συνθέτες. Με τα οκτώ από τα
εννέα tracks του CD
να είναι πρωτότυπα (και δικά τους), οι Puppeteers δεν χαμπαριάζουν τίποτα. Το hard bop και η soul jazz (όπως και να τα πούμε το
ίδιο είναι) σε συνδυασμό με το latin funk
είναι κάτι που δεν έχει ταίρι στο κλαμπίστικο, «ζωντανό» σκηνικό. Οι τέσσερις
«μάστορες» το ξέρουν, το έχουν μελετήσει το πράγμα από καιρό κι έχουν βγάλει τα
συμπεράσματά τους. Και αυτά ακριβώς τα «συμπεράσματα» είναι που κομίζουν στο
στούντιο, προτείνοντας αυτό το φλογερό δισκάκι.
Επαφή: www.puppetsrecords.com
LAUREN KINHAN: Circle in a Square [Dotted i,
2014]
Πριν λίγο καιρό (21/10/2013) είχα γράψει, εδώ στο δισκορυχείον, για τους New York Voices, ένα πολύ καλό
φωνητικό κουαρτέτο με 25ετή ιστορία, μέλος των οποίων είναι και η τραγουδίστρια
Lauren
Kinhan. Αν η Kinhan εντός του κουαρτέτου
είναι απλώς μια ερμηνεύτρια, στις προσωπικές δουλειές της εμφανίζεται και ως
τραγουδοποιός, γράφοντας η ίδια μουσικές και στίχους, αποδίδοντας με τρόπο
ξεχωριστό τα δικά της κομμάτια. Τρία προσωπικά CD έχει ηχογραφήσει έως ώρας η Kinhan, με το τρίτο απ’ αυτά,
το “Circle in a Square”
να κυκλοφορεί από τις 7 Ιανουαρίου. Πρόκειται για μία εξαιρετική παραγωγή
(τονίζω το «παραγωγή»), με πολύ ωραίο, «ζεστό» και άψογα τοποθετημένο ήχο, την
οποίαν έχει επιμεληθεί ο Elliott Scheiner
(ο άνθρωπος αυτός έχει στην καριέρα του 24 Grammy υποψηφιότητες για τις παραγωγές
του, ενώ έχει κατακτήσει το βραβείο 7 φορές!). Το πόσο «μαέστρος» είναι φαίνεται,
δηλαδή ακούγεται, δια γυμνού… ωτός· με την αξία του να κάνει μπαμ στις μίξεις
φωνών και οργάνων (στα φοβερά scat
της Kinhan, σε κομμάτια
όπως τα “Chasing the sun”
και “Bear walk”).
Σε γενικές γραμμές η τραγουδοποιία της Kinhan κινείται στα στάνταρντ (γιατί όχι και στα υψηλά) επίπεδα
του νέου αμερικανικού jazz
άσματος, με τους πρώτης κλάσεως παίκτες (Andy Ezrin πιάνο, Ben Wittman ντραμς,
David Finck μπάσο, Will Lee μπάσο)
και τους guests (Randy Brecker τρομπέτα, Chuck Loeb κιθάρα,
Donny McCaslin τενόρο,
Peter Eldridge πιάνο,
Gary Versace ακορντεόν κ.ά.) να
προσφέρουν εντυπωσιακές, συχνά, συνοδείες. Γενικώς, στην παραγωγή έχουν
επενδυθεί χρήματα, κάτι που φαίνεται στον ήχο πρωτίστως, μα ακόμη και στην
έκδοση με το ωραίο, κάπως old-fashioned, gatefold art cover, το multi-folded ένθετο κ.λπ. Τίποτα, όμως, δεν θα
είχε νόημα, χωρίς την σημαντικότητα της πρώτης ύλης. Και αν η Kinhan είναι
σπουδαία τραγουδίστρια, κάτι το οποίον «βγαίνει» από παντού (με κομμάτια όπως
το “The deep within”
και το “Chaussure’s complex” να… ξεφεύγουν),
αποδεικνύεται, ταυτοχρόνως, πως είναι και εξ ίσου σπουδαία τραγουδοποιός,
μπολιάζοντας τα κομμάτια της με ποικίλα ηχοχρώματα, που αντανακλούν την αγάπη
της τόσο για το τραγούδι της μεγάλης σκηνής (θεατρικό, musical, ή άλλο), όσο και για εκείνο
του… δρόμου (τα πιο «συμπαγή» ακούσματα των μικρών τζαζ κλαμπ). Με φωνή mezzo, που ανεβαίνει όμως και
σε υψηλότερες περιοχές, απολύτως «γυμνασμένη», άλλοτε με τον εσωτερικό παλμό
μιας «προσανατολισμένης» performer και άλλοτε με το μπρίο μεγάλης αρτίστας, η Lauren Kinhan είναι
ένα όνομα που διαπρέπει και θα συνεχίσει να διαπρέπει στο ευρύ jazz circuit.
Επαφή: www.laurenkinhan.com
LENA BLOCH: Feathery [Thirteenth Note, 2013]
Πολύ ιδιαίτερος ο ήχος της Ρωσίδας, αλλά εγκατεστημένης εδώ
και χρόνια στην Αμερική, Lena Bloch.
Ακόμη και αν δεν διαβάσεις το βιογραφικό της, ακόμη και αν δεν κοιτάξεις το track list, είναι εύκολο να
ανακαλέσεις τους δασκάλους της, τον Lee Konitz (όντως), τον Warne Marsh και τον Lennie Tristano.
Αργές ταχύτητες (στο τενόρο σαξόφωνο), εναλλαγές ρυθμών, μελωδίες με δομικό
ρόλο στην αφήγηση (όπερ σημαίνει πως εμφανίζονται ή «εξαφανίζονται» αναλόγως με
την πορεία των κομματιών), συνθέσεις και κυρίως αυτοσχεδιασμοί που κινούνται
μέσα σ’ ένα απέριττο cool
περιβάλλον – μια τελετουργική κατάσταση εν ολίγοις, ή, αν θέλετε, ένας τύπος jazz, που δεν ακούγεται πλέον
συχνά. Δεν είναι μόνη της, φυσικά, στο “Feathery” η Lena Bloch,
αφού δίπλα της στέκονται οι Dave Miller κιθάρα, Cameron Brown μπάσο (από Don Pullen-George Adams Quartet, Joe Lovano κ.ά.)
και Billy Mintz
ντραμς (συνεργάτης του Brown από χρόνια). Και τούτο το λέω όχι απλώς για να το πω, αλλά
για να εξάρω τη συμμετοχή των υπολοίπων μουσικών, που έχουν πολλάκις ισότιμο
ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα· ιδίως ο κιθαρίστας Mintz, που συμβάλλει στους
«συντονισμένους» διαλόγους, όταν το κουαρτέτο κινείται σε free form περιοχές.
Είναι, δηλαδή, η coolness
της free jazz
που πρώτοι παρουσίασαν οι Tristano,
Konitz
και Marsh, και
που είναι τόσο διακριτή καθ’ όλη τη διάρκεια του “Feathery”. Με ρεπερτόριο ποικίλο
αποτελούμενο από στάνταρντ (“Starry-eyed” του Gene de Paul), συνθέσεις του Miller (“Rubato”), του Brown (“Baby suite”), μία του δασκάλου Warne Marsh (“Marshmallow”), μία του σαξοφωνίστα Ted Brown (“Featherbed”), που ανήκε και αυτός στην
ίδια καλλιτεχνική παρέα με τους Tristano,
Marsh και
Konitz, αλλά και με
τέσσερις συνθέσεις της ιδίας της Lena Bloch, το “Feathery”
είναι ένα άλμπουμ, που ως ντεμπούτο (ναι, είναι τέτοιο!) εκπλήσσει με την
πρωτοτυπία και την αμεσότητά του.
Η Bloch
μπορεί, τώρα, να κάνει αισθητή την παρουσία της στην δισκογραφία, όμως δεν
είναι «χθεσινή». Γεννημένη στη Μόσχα, μεταναστεύει στο Ισραήλ το 1989, αργότερα
στην Ολλανδία και εν συνεχεία στην Γερμανία, εκεί όπου σπουδάζει στο περίφημο Cologne Conservatory. Είναι η εποχή
που παίζει με τους Alvin Queen,
Steve Reid, Embryo κ.ά.,
εμβαθύνοντας στην αραβική και την τουρκική κλασική μουσική. Συναντά τους Lee Konitz και
Yusef Lateef και αργότερα την
«παρέα» του Tristano, τον
Ted Brown, την Connie Crothers και
τον Joe Solomon,
μπαίνοντας ακόμη βαθύτερα στο κλίμα της μουσικής που διαμόρφωσε ο μεγάλος
δάσκαλος. Έφθασε, έτσι, στα 42-43 της για να κάνει το παρθενικό CD της.
Δεν χρειάζεσαι πολλά για να καταλάβεις πως το “Feathery” θα μπορούσε να ήταν το τρίτο,
το πέμπτο ή το δέκατό της…
Επαφή: www.lenabloch.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου