Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα (17/10/2013): «Με πληθυσμό περί τα 250 εκατομμύρια
ανθρώπους η Ινδονησία είναι από μόνη της ένας εντελώς ξεχωριστός κόσμος· και,
επί του προκειμένου, ένας εντελώς ξεχωριστός μουσικός κόσμος. Η ισχυρή παράδοση
βασικά της μπαλινέζικης μουσικής έχει καταστήσει τους ήχους τής χώρας ήδη από
τα τέλη του 19ου αιώνα, ελέω Debussy, ως παγκοσμίου ενδιαφέροντος,
την ώρα που όλες οι “έντεχνες” δυτικές φόρμες –από την jazz και την
πρωτοπορία, μέχρι το rock και την pop– ευδοκιμούν παλαιόθεν. Μάλλον περίκλειστη (λόγω εσωτερικής
αυτάρκειας) όσον αφορά στη μουσική βιομηχανία, η Ινδονησία παραμένει η μεγάλη
άγνωστη της σύγχρονης και παλαιότερης μουσικής παραγωγής/ δισκογραφίας. Τι “έπαιζε” στη χώρα στα sixties και τα seventies ή τις πιο πρόσφατες δεκαετίες; Όλοι μας μπορεί να
έχουμε στο νου μερικά ονόματα (για κάποιους ινδονησίους καλλιτέχνες και
συγκροτήματα έχω γράψει ήδη στο δισκορυχείον),
ελάχιστοι όμως γνωρίζουμε κάτι παραπάνω. Ελάχιστοι μπορούμε να κάνουμε τις σχετικές
συνδέσεις, τοποθετώντας και αποτιμώντας σκηνές και δημιουργούς. Έχουμε καιρό
μπροστά μας. Διάθεση να υπάρχει, για να το ψάχνουμε».
Κάθε φορά, που φθάνουν στ’ αυτιά μου σύγχρονες fusion μουσικές από την
Ινδονησία –ας χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον τετριμμένο όρο, επειδή δεν υπάρχει άλλος
καλύτερος–, νοιώθω μιαν όλο και πιο δυσεύρετη ευφορία. Είναι τόσο μοναδικά,
τόσο «γεμάτα», μα και τόσο προσεγμένα, σε κάθε λεπτομέρειά τους, τα σχετικά
άλμπουμ που μας έρχονται από τη νησιωτική χώρα, ώστε να μας οδηγούν και πάλι
στην αρχή. Κάτι που, πιθανώς, να το αναμένουμε σε χοντρές γραμμές, αλλά όχι στο
σύνολο και στις λεπτομέρειές του – γιατί στο 2CD “Zentuary” [Favored Nations/ MoonJune.Asia/ Museum Gitarku, 2016] τού κιθαρίστα Dewa Budjana είναι το σύνολο που κάνει τη
διαφορά. Τα τροπικά μελωδικά περάσματα, οι ρυθμολογίες που είναι επίσης
ξεχωριστές, με κλίμακες που ανεβοκατεβαίνουν διαποτισμένες από την
«σουντανέζικη» παράδοση, με αυτοσχεδιασμούς γεμάτους φαντασία και δύναμη, με
παιξίματα ηλεκτρικά και ακουστικά που συνεπαίρνουν, με φωνητικά από άλλους κόσμους,
και βεβαίως με ηχογράφηση-παραγωγή που επενδύει στη σύγχρονη στουντιακή τελειότητα.
Όλα τούτα είναι μάλλον αρκετά, για να μας αναγκάσουν να μιλήσουμε για ένα,
ακόμη, «άλμπουμ της χρονιάς» (για το δισκορυχείον
φυσικά).
Ο Budjana συνθέτει τα έντεκα από τα δώδεκα κομμάτια τού double CD του. Ένα μόνο track δεν είναι δικό του, το
εξ ίσου εκπληκτικό “Rerengat langit
(Crack
in the sky)”,
που είναι σύνθεση των Markus Reuter
& Tony Levin.
Υπάρχει, φυσικά, μια πληρότητα στις συνθέσεις κι ένα υπερπαίξιμο στις αποδόσεις,
όχι άμοιρο τούτο το τελευταίο τού φοβερού team, που ηχογράφησε σε διάφορα στούντιο του κόσμου (από το Woodstock μέχρι την Πράγα,
και από το Λονδίνο μέχρι την Τζακάρτα) και βεβαίως του τελικού mix και
master, που συνέβη στο Ojai της Καλιφόρνιας (από τον
Robert
Feist). Αλλά ας
δώσουμε την line-up, για να γίνουν όλα τούτα κάπως
πιο κατανοητά. Dewa Budjana
κιθάρες, Tony Levin
ηλεκτρικό κοντραμπάσο και chapman stick,
Gary Husband ντραμς,
Jack DeJohnette ντραμς και πιάνο, Danny Markovich σοπρανίνο, Tim Garland τενόρο,
Guthrie Govan
κιθάρες, Saat Syah
ιδιοκατασκευασμένο φλάουτο, Ubiet
φωνές, Risa Saraswati φωνές και τέλος η Czech Symphony Orchestra υπό την διεύθυνση τής Michaela
Rózsa Růžičková σε ατμόσφαιρες.
Ξεκινώντας από το πρώτο CD
θα έλεγα πως δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να
ξεχωρίσεις κάποια tracks – ως τα πιο χαρακτηριστικά τού “Zentuary” (από τις λέξεις “zen” και “sanctuary”). Είναι και τα έξι
(7λεπτης, 8λεπτης και 9λεπτης διάρκειας) εντυπωσιακά, ενώ, επιπλέον, εκείνα με
τα φωνητικά (“Dancing tears”,
“Lake Takengon”…)
θα τα χαρακτήριζα εντελώς… ανήκουστα. Fusion
από τους… έξω κόσμους, με συναρπαστικές αυξομειώσεις στις πάσης φύσεως εντάσεις
και αλλεπάλληλες ηχοπλοκές, που δεν γίνεται να σε αφήσει ασυγκίνητο.
Οι εκπλήξεις και κατ’ επέκταση η ψυχική
ανάταση συνεχίζεται και στο δεύτερο CD,
με τον Dewa Budjana
να παίζει πάντα την κιθάρα του με ουσιώδη έπαρση, και με τους μουσικάρες που
έχει δίπλα του να αλωνίζουν. Πιο κλασικό fusion συναντώ εδώ, και στα
πρώτα τουλάχιστον tracks,
καθώς από το 11λεπτο “Dedariku”
το πράγμα ξεφεύγει και πάλι. Εδώ μιλάμε για ένα ακόμη… απερίγραπτο κομμάτι, εντελώς
trippy,
με τον Jack DeJohnette
να παίζει παπάδες και με όλη την μπάντα να πετάει. Άπιαστα θέματα, δείγμα συνθετικών και
παικτικών ιδιοφυιών. Η σκυτάλη στο 7λεπτο “Ujung galuh”. Κι εδώ το δόσιμο στο
κόκκινο. Μελωδίες, ρυθμικές ακολουθίες, εναλλαγές στα soli, breaks από πλήκτρα και λοιπά,
όλα τονισμένα στο απόλυτο. Μεγάλες fusion
στιγμές, από παικταράδες με ούμπαλα. Τελευταίο, ουσιαστικά, track το 11λεπτο “Uncle
Jack”.
Η κάπως free
εισαγωγή ανοίγει για ένα ακόμη θέμα με παραδοσιακές, ινδονησιανές, άκρες και
για μιαν ακόμη φορά με σπάνιας πληρότητας παιξίματα (με κατά τόπους, έντονο και
το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο). Η όλη διαμόρφωση του κομματιού φέρνει στη μνήμη
μου το ιστορικό ελληνικό «Χωρίς Σύνορα» της Greek Fusion
Orchestra/
Κυριάκος Σφέτσας (τηρουμένων, όλων, όλων λέω, των αναλογιών).
Το “Zentuary” θα κλείσει με το
τρίλεπτο φερώνυμο track,
στο οποίο ακούγεται για δεύτερη φορά και η Czech Symphony
Orchestra
(η πρώτη ήταν στο “Suniakala”της
πρώτης πλευράς). Έξοδος πανηγυρική, για ένα 2CD που
στιγμές-στιγμές (κι είναι πολλές αυτές) σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου