Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

για τον MICK FARREN

Την 27η Ιουλίου, πριν λίγες ημέρες  δηλαδή, πέθανε ο Mick Farren (ήταν 70 ετών). Μουσικός, τραγουδοποιός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο Farren συνδέθηκε με το βρετανικό underground στο δεύτερο μισό των sixties μέσω των Deviants, ένα από τα γκρουπ που καθόρισαν τη συγκεκριμένη μουσική (και όχι μόνο) σκηνή.
Πρέπει να ήταν προς τα τέλη του 1983, όταν είχα διαβάσει για πρώτη φορά κάτι σχετικό με τους Deviants σ’ ένα άρθρο του Νίκου Κοντογούρη στο ετήσιο Ποπ & Ροκ του ’83-’84, που είχε τίτλο Η Εξέλιξη του Βρετανικού Underground στη δεκαετία του ’60. Ο Κοντογούρης κατέγραφε πλείστα όσα γεγονότα της εποχής, ανάμεσά τους δε και τούτο: «Οι Deviants τραγούδαγαν “Lets loot the supermarket” (ας “γδύσουμε” τα supermarket) και οι οπαδοί τους από κάτω απαντούσαν: “Γιατί να σταματήσουμε όμως εδώ;”». Μπορεί, βεβαίως, αυτή την ίδια παράγραφο, με... ακριβώς τα ίδια λόγια, να την ξαναδιάβασα λίγα χρόνια αργότερα, όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Richard Neville Playpower [Paladin, London 1972, πρώτη έκδοση Jonathan Cape Ltd 1970] –έγραφε ο Neville: The Deviants, a London rock group, singLets Loot the Supermarketand many fans askWhy stop there?’”– όμως εκείνο το κείμενο του Κοντογούρη ήταν η αφορμή για να ψάξω όχι μόνον τους Deviants (που προέβαλλαν, ως γνήσια... αναρχοτέκνα, την απαλλοτρίωση των σουπερμάρκετ ήδη από το ’67-’68), αλλά και τους Purple Gang, και τους Nirvana του Alex Spyropoulos, και τους Tomorrow, ακόμη και τους Blossom Toes (που ποτέ δεν κατόρθωσα να τους ακούσω με όρεξη). Ήταν, ακόμη, η περίοδος των επανεκδόσεων των δίσκων του ’60, με την βρετανική Psycho να ξανατυπώνει το πρώτο LP των DeviantsPtooff!” από το 1967 [Psycho 16, 1983] και μάλιστα με το ωραίο εξώφυλλο-poster, αλλά και το προσωπικό άλμπουμ του Mick FarrenMona/ The Carnivorous Circus” [Psycho 20, 1984], που είχε πρωτοβγεί στην Transatlantic το 1970 κι ήταν εγκεκριμένο από τους… Hells Angels του Ανατολικού Λονδίνου.
Οι Βρετανοί Hells Angels ήταν γενικώς… καλά παιδιά, παρέχοντας προστασία σε αναρχο-underground εκδηλώσεις της εποχής, και κυρίως στο Phun City rock festival (24-26/7/1970) που είχε οργανώσει ο Farren –συμμετείχαν, όπως διαβάζω στην Wikipedia, οι MC5, Pretty Things, Kevin Ayers, Steve Took's Shagrat, Edgar Broughton Band, Mungo Jerry(!), Mighty Baby, Pink Fairies, αλλά και ο William Burroughs– όπως και στα free concerts στο Hyde Park (ίσως όχι στο περιώνυμο Stones in the Park, την 5/7/1969, με Rolling Stones, Third Ear Band, King Crimson, Screw, Alexis Korner, Family και Battered Ornaments, αλλά σ’ ένα επόμενο, την 20/9/1969, με Soft Machine, Deviants, Al Stewart, Quintessence και Edgar Broughton Band). Όπως διαβάζω και στο http://www.ukrockfestivals.com/hyde-park-9-20-69.html: «Οι Deviants εμφανίστηκαν με μαύρa δερμάτινα μπουφάν προσφέροντας ένα rock σετ που ‘έστειλε’ τον κόσμο, ιδιαίτερα τους Hells Angels. Υπήρχαν πολλές αναφορές στη μαριχουάνα και το LSD και ήταν προφανές πως… κάτι ήξερε κι η μπάντα, όπως και οι περισσότεροι από τους θεατές»
Μία μυθιστορηματική εικόνα εκείνων των κονσέρτων παρουσίασε ο Mick Farren στο βιβλίο του The Tales of Willys Rats [Mayflower, London 1975], ένα απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό/fanzine του Νίκου Κοντογούρη Ψυχαγωγός (#7, Οκτώβριος 1989), σε μετάφραση Σπύρου Χυτήρη. Εκείνη την εποχή (1988-89) είχα βρει σε πειρατική unipak έκδοση τόσο το δεύτερο άλμπουμ των Deviants, που είχε τίτλο “Disposable” (είχε πρωτοβγεί σε ετικέτα Stable το 1968 και σ’ αυτό ακουγόταν το “Lets loot the supermarket”), όσο και το τρίτο, την «Καλόγρια» (όπως το λέγαμε), που ήταν το ωραιότερο όλων (επανέκδοση στην Demon/Drop Out το 1988, πρώτη έκδοση στην Transatlantic το 1969). Θυμάμαι, μάλιστα, πως με το “Billy the Monster”, lead track στην «καλόγρια με το παγωτό», γινόταν χαμός στο στρατό…
Με το… απολελέ και τρελελέ σκάει μύτη και η πραγματεία του Mick Farren για Το Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάν [Στύγα, Αθήνα 1991] και εξ όσων θυμάμαι είχα τρέξει αμέσως να την αγοράσω (το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στην αγγλική το 1985). Οι εκδόσεις Στύγα ανήκαν στον Μάκη Μηλάτο (τον ξάδελφο τού συντάκτη τής Athens Voice με το ίδιο ονοματεπώνυμο), κατορθώνοντας να τυπώσουν μερικά βιβλιαράκια πριν βάλουν λουκέτο. Το Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάν ήταν, σίγουρα, το πιο ενδιαφέρον (και η Αυτοκαταστροφική Φύση του Ροκ το πιο αδιάφορο). Ένα πολύ καλό βιβλίο, το οποίον όμως ατύχησε στη μετάφραση και την επιμέλεια. Ο Farren ασχολείται με την πορεία του μαύρου δερμάτινου μπουφάν μέσα στην pop κουλτούρα, κάνοντας από την αρχή σχεδόν την πιο σωστή παρατήρηση: «Λυπάμαι που πρέπει να το πω, αλλά οι Ναζί παίζουν δυστυχώς έναν κύριο ρόλο στην όλη ιστορία του μαύρου δερμάτινου τζάκετ». Από ’κει και πέρα… Κόκκινος Βαρόνος, Marlon Brando, Horst Buchholz, Gene Vincent και κάτι λίγο από Vince Taylor, Diana Rigg, Jim Morrison, punk κ.λπ, κ.λπ., μία πολύ ωραία λαϊκή καταγραφή της διαδρομής του ρούχου, που θα κόλλαγε γάντι, ως επίμετρο να πούμε, στην περισσότερο επιστημονική (σημειολογική) Υποκουλτούρα: Το νόημα του στυλ [Γνώση, Αθήνα 1981] του Dick Hebdige. Δυστυχώς, όμως, το ξαναλέω, το βιβλίο δεν προσέχθηκε. Υπάρχουν πολλά ορθογραφικά λάθη και πρόχειρες-κακές διατυπώσεις, που δεν δικαιολογούνται από το γεγονός της… πειραματικής έκδοσης (έτσι αναφέρεται στις πρώτες σελίδες). Τι σημαίνει… πειραματική έκδοση; Πειραματική μουσική ή πειραματικός κινηματογράφος το αντιλαμβάνομαι. Αλλά… πειραματική μετάφραση (άσε το έκδοση) αδυνατώ να το καταλάβω. Ή κάθεσαι και ασχολείσαι σοβαρά για να μεταφράσεις ένα βιβλίο, ή το παρατάς· σε τέτοια θέματα δεν νοούνται… πειραματισμοί.
Ξαναδιάβασα εν τάχει το βιβλίο (εκείνο που λέμε… διαγώνια ανάγνωση) και πρόσεξα ουκ ολίγα «μαργαριτάρια» τόσο της μεταφράστριας (Λίλιαν Μπρούζε), όσο και του επιμελητή (Μάκης Μηλάτος). Να μερικά (οι εμφάσεις δικές μου)…
Σελ.16. «Όταν ο Μπομπ Ντύλαν το 1956 αποφάσισε να παίξει ηλεκτρική κιθάρα, γλίστρησε ταυτόχρονα μέσα σ’ ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν». Δεν χρειάζεται σχολιασμός.
Σελ. 78. «Έφτασε πάνω στη σκηνή (σ.σ. ο Jim Morrison) με μούσι και γυαλιά ηλίου βαστώντας μια μικρή άσπρη λάμπα σαν να ήταν κάποιος σκοτεινός προ-Ραφαηλικός μεσσίας». Όλοι, φυσικά, έχουμε δει τη φωτογραφία του Morrison να τραγουδά κρατώντας στην αγκαλιά του ένα μικρό άσπρο αρνί. Προφανώς στο original κείμενο του Mick Farren γίνεται λόγος για lamb (αρνί) και όχι για… lamp (λάμπα).
Σελ. 103. «Κάθε (σ.σ. πανκ) συγκρότημα μέσα σ’ ένα γκαράζ με τρεις χορδές και δυο γιαπωνέζικες κιθάρες ήταν εξίσου καλό με τους Λεντ Ζέππελιν». Εδώ συγχέονται οι χορδές (strings) με τα ακόρντα (chords), ασχέτως αν μιλάμε για (τρία) ακόρντα που παίζονται σε τρεις χορδές.
Σελ.132. «Δε Γουάιλντ Ουάν. Πασίγνωστη κινηματογραφική ταινία του 1953(…) στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο Η Άγρια Συμμορία». Όλοι ξέρουμε πως το The Wild One, είναι Ο Ατίθασος. The Wild Bunch (Η Άγρια Συμμορία) είναι η ταινία του Sam Peckinpah.
Σελ. 138. «Τεντς. Υποκοριστικό της έκφρασης Τέντυ Μπόυς.(…) Το φαινόμενο εμφανίστηκε (καθυστερημένα όπως πάντα) και στην Ελλάδα και για την αντιμετώπισή του ψηφίστηκε ειδικός νόμος (ο περιβόητος 2000. Φυσικά μιλάμε για τον Νόμο 4000, του 1958-59, που δεν ήταν καθόλου... καθυστερημένος.
Όπου βρείτε το Μαύρο Δερμάτινο Μπουφάν του Mick Farren αγοράστε το. Εγώ λέω πως αξίζει να διαβαστεί παρ’ όλα τα γλωσσικά, γραμματικά, μεταφραστικά και επεξηγηματικά προβλήματά του.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

δύο βιβλία

Είναι από παλαιά γνωστή η αγάπη του Θανάση Συλιβού για το έργο του Μάνου Λοΐζου – από την εποχή (1997) της έκδοσης του βιβλίου του …η δική του ιστορία [Σύγχρονη Εποχή]. Εκδότης του Μετρονόμου, ο Συλιβός έχει αφιερώσει στον Λοΐζο δύο εξώφυλλα του περιοδικού του (#7, 10/2002 και #46, 7/2012), ενώ προσφάτως, προς το τέλος του ’12, κυκλοφόρησε (από τις δικές του εκδόσεις με το ίδιο όνομα) ένα ακόμη βιβλίο για τον σημαντικό τραγουδοποιό. Τίτλος του: Μάνος Λοΐζος / απ’ τη μνήμη στην καρδιά.
Ο Συλιβός χωρίζει την εργασία του σε μέρη. Στο πρώτο, που επιγράφεται Μουσικό Οδοιπορικό (σελ.13-92), περιλαμβάνεται η διαδρομή του έλληνα συνθέτη από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Αλεξάνδρεια, έως τον πρόωρο θάνατό του, στα 45 χρόνια του, την 17/9/1982. Γνωστά και λιγότερα γνωστά γεγονότα, τεκμηριωμένα μέσα από μια σειρά ντοκουμέντων (φωτογραφίες, φυλλάδια, προγράμματα, επιστολές, ετικέτες δίσκων…), διανθισμένα με αποσπάσματα συνεντεύξεων τόσο του ιδίου του Λοΐζου, όσο και συνεργατών του. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που έχει τίτλο Έγραψαν για τον Μάνο Λοΐζο, διαβάζουμε ενδιαφέροντα κείμενα που δημοσίευσαν για τον τραγουδοποιό, μέσα στα χρόνια, οι φίλοι και συνεργάτες του Φώντας Λάδης, Γιάννης Νεγρεπόντης, Κωστούλα Μητροπούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Δημήτρης Χριστοδούλου, Μανώλης Ρασούλης, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Ρίτσος, Χρήστος Λεοντής, Στέλιος Καζαντζίδης, Γιώργος Μέγγουλης, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Γκιώνης, Γιάννης Κοντός, Δημήτρης Κατοίκος, Ηλίας Κατσούλης και Αγγελική Μητροπούλου. Στο τρίτο μέρος (σελ.177-215) παρουσιάζονται οκτώ συνεντεύξεις του Λοΐζου, που είχαν δοθεί στο διάστημα 1966-1982, και οι οποίες εμπεριέχουν σημαντικές πληροφορίες όχι μόνον για τον δημιουργό, αλλά και, γενικότερα, για το ελληνικό τραγούδι της εποχής. Το βιβλίο θα ολοκληρωθεί με την παράθεση των στίχων (για τραγούδια), που είχε γράψει ο ίδιος ο Λοΐζος και βεβαίως με την εργογραφία (μουσικές για τον κινηματογράφο και το θέατρο) και την (αναλυτική) δισκογραφία του (σε δίσκους 45 στροφών, LP και CD). Μία χρήσιμη έκδοση.
Κάτι ακόμη για το βιβλίο εδώ http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/01/blog-post_21.html.
Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης είναι ένας μελετητής του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού με σημαντικό συγγραφικό έργο· υπενθυμίζω τα βιβλία του Μάγκες Αλήστου Εποχής [Μετρονόμος, Αθήνα 2005] και Μούσα Πολύτροπος [Μετρονόμος, Αθήνα 2007] – βιβλία που σε κερδίζουν, αμέσως, ως αναγνώστη, εξ αιτίας της γλαφυρής, προκλητικής (ενίοτε) και τεκμηριωμένης γραφής τους. Ένα πιο πρόσφατο ανάγνωσμα του Βολιότη-Καπετανάκη έχει τίτλο Του Κυρίου του η Φωνή, Ιστορία της δισκογραφίας [Μετρονόμος, Αθήνα 2010] και παρότι έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, αξίζει οπωσδήποτε να γραφούν λίγα λόγια. Ο συγγραφέας εξετάζει εκείνο που λέει ο… δεύτερος τίτλος του (Ιστορία της δισκογραφίας), άλλοτε με συνοπτικό τρόπο, και άλλοτε αναλυτικώς επιτυγχάνοντας να δώσει στοιχεία και να ισορροπήσει, όσο είναι αυτό εφικτό, μεταξύ μιας επίτομης απεικόνισης της πορείας της διεθνούς δισκογραφίας και μιας κατά τόπους υπερ-διεξοδικής, όσον αφορά στην ελληνική εκδοχή της. Ένα πρώτο τμήμα του βιβλίου, έως τη σελίδα 73, θα έλεγα πως αφορά σε μια καταγραφή των διεθνών δισκολογικών συμβάντων από τα μέσα του 19ου αιώνα και τις πρώτες απόπειρες καταγραφής (Édouard-Léon Scott de Martinville, Γαλλία 1857) έως τις μέρες μας, με τις on line ψηφιακές πωλήσεις και την καθοριστική (για τις πωλήσεις) παρέμβαση της κινητής τηλεφωνίας. Στην πορεία το βιβλίο αποκτά μία περισσότερο ελληνοκεντρική χροιά. Εξετάζεται η πορεία της ελληνικής δισκογραφίας κατ’ αρχάς στις ανατολικές κοιτίδες του ελληνισμού (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη), αλλά και στα υπερατλαντικά κέντρα τής μετανάστευσης (ΗΠΑ). Με αναλυτικά στοιχεία και φωτογραφίες ο Βολιότης-Καπετανάκης ζωντανεύει στις σελίδες του τη μεγάλη πορεία του ελληνικού τραγουδιού στην Αμερική, πριν επανέλθει στην ημετέρα και μεγεθύνει με αξιοθαύμαστη ενάργεια στο κεφάλαιο Columbia – στην ιστορία του εργοστασίου στη Ριζούπολη, που θεμελιώνεται στα μέσα Φεβρουαρίου του 1930. Όπως διαβάζουμε: «Στις 20 Δεκεμβρίου 1930 εμφανίζονται οι πρώτες από ελληνικά χέρια ‘πλάκες’ 78 στροφών, με την φωνή του τενόρου Μιχάλη Θωμάκου στα τραγούδια ‘Λωτός’ και ‘Μαρούσκα’(…) αριθμός καταλόγου της Columbia, DG-1». Από ’κει και κάτω (από τη σελίδα 131 δηλαδή έως και τη σελίδα 205) το βιβλίο Του Κυρίου του η Φωνή, Ιστορία της δισκογραφίας είναι κατά βάση η ιστορία της Columbia, από τη γέννησή της και τα χρόνια της μεγάλης δόξας, έως το έγκλημα που διεπράχθη με τη σύληση και το γκρέμισμα του εργοστασίου (13/5/2006). Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης καταγράφει όλο το παρασκήνιο και προσκήνιο της εγκατάλειψης του εργοστασίου, το οποίο θα έπρεπε… «με κρατική φροντίδα να μετατραπεί σε Βαλκανικό Μουσείο Ήχου, όπου θα διασώζονταν και θα εκτίθονταν κυλινδρικά και επίπεδα γραμμόφωνα διαφόρων μεγεθών και τύπων, χιλιάδες δίσκοι 78, 45 και 33 στροφών του εγχώριου δημοτικού και λαϊκού αστικού κύκλου, του ελαφρού τραγουδιού και της παγκόσμιας καλσσικής μουσικής, σπάνια μουσικά όργανα, ραδιόφωνα, ηλεκτρόφωνα και άλλα μεγάλης αξίας αντικείμενα ήχου». Αντ’ αυτών; Το περιεχόμενο της Columbia –όσο δεν συλήθηκε– πουλήθηκε για παλιοσίδερα… Το δεύτερο μέρος του πονήματος (σελίδες 209-300) –αποτελούμενο από τα κεφάλαια Τα Πνευματικά Δικαιώματα, Δώρα Δάνεια και Ψευδώνυμα, Παραγωγοί και Προαγωγοί, Μερακλήδες και Παραχαράκτες– θα μπορούσε να είναι ένα άλλο, διαφορετικό βιβλίο. Τα… παρατράγουδα της δισκογραφίας είναι η… παραϊστορία της. «Παρά…», αλλά ταυτοχρόνως και μιαν ευκαιρία να αποκατασταθούν αδικίες και να λάμψουν οι ιστορικές αλήθειες. Η ιστορία του εγχώριου λαϊκού τραγουδιού διαθέτει πλείστα όσα παρατράγουδα και αυτά αναμοχλεύει (προς εξακρίβωση της αλήθειας) ο ερευνητής. Το ενδιαφέρον είναι πρόδηλο. Το βιβλίο θα κλείσει με τα 40 σελίδων παραρτήματα και ευρετήρια και βεβαίως με τη σχετική (συμπληρωματική) βιβλιογραφία.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

5η ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Οι Ολυμπιάδες Τραγουδιού υπήρξαν… έμπνευση της δικτατορίας (διοργανώθηκαν έξι, από το 1968 έως το 1973) στην προσπάθειά της να ασκήσει πολιτιστική πολιτική, ποντάροντας, ταυτοχρόνως, και στην έξωθεν καλή μαρτυρία. Κάπως σαν μία επιβεβαίωση του καθεστώτος (το ήθελαν – το επεδίωξαν), το οποίον καθεστώς στρέφοντας τα όμματα της διεθνούς κοινής γνώμης (κάποιας κοινής γνώμης, τέλος πάντων) προς τις γιορτές και τα πανηγύρια, θα μπορούσε να συνεχίσει ανενόχλητο την… αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς επί της χειρουργικής κλίνης. Εκείνο, πάντως, που πρέπει να ειπωθεί είναι πως στις Ολυμπιάδες έδωσαν το παρόν διακεκριμένοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα (δεν αναφέρομαι μόνο στους εκτός συναγωνισμού) και, βεβαίως, ακούστηκαν κάμποσα καλά τραγούδια, τα οποία δεν είχαν ουδεμία σχέση με ό,τι θα χαρακτηρίζαμε, επιτιμητικώς ή υποτιμητικώς, ως χουντοτράγουδα.
Οι Ολυμπιάδες Τραγουδιού, όπως διαβάζω στο καθεστωτικό περιοδικό Θέσεις και Ιδέαι (τόμος Α, τεύχος 4, Απρίλιος 1969), εθεωρούντο από τη γέννησή τους προϊόν της «Πνευματικής Ελλάδος», μαζί με το Φεστιβάλ Αθηνών (που είχε ξεκινήσει πολύ πριν τη δικτατορία βεβαίως, αλλά παρουσίασε αύξηση θεατών, το 1968, της τάξεως του… 298% εν σχέσει με το ’67, πράγμα που σημαίνει πως οι συνταγματάρχες το στήριξαν και το προώθησαν), την Πολεμική Έκθεση του Ζαππείου (1968), τους επαίνους της Ακαδημίας Αθηνών, τα λογοτεχνικά βραβεία του (χουντικού) Υπουργείου Παιδείας (με την συντριπτική πλειονότητα των βραβευθέντων να τα αποδέχονται…) κ.λπ., κ.λπ.
Στην πέμπτη Ολυμπιάδα, που διεξήχθη στο Παναθηναϊκό Στάδιο στο διάστημα 7-9/7/1972 και τελούσε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών (ένα χουντικής εμπνεύσεως υπουργείο που ιδρύθηκε το 1971 και που πηγαινοέρχεται μέχρι σήμερα – πότε τού κολλάνε τους… τουρίστες, πότε τους αθλητές, πότε αμφότεροι ξεκολλάνε, πότε του κολλάνε και την παιδεία μαζί με τις θρησκείες, μετά τα ξεκολλάνε κι αυτά και δωσ’ του πάλι απ’ την αρχή)… στην 5η Ολυμπιάδα λοιπόν έλαβαν μέρος 40 χώρες, παρουσιάζοντας αντίστοιχα τραγούδια. Συμμετείχαν η Ορχήστρα του Φεστιβάλ (την αποτελούσαν η Ορχήστρα Ελαφράς Μουσικής του ΕΙΡΤ, αλλά και σολίστ ελαφράς μουσικής) υπό την διεύθυνση των Κώστα Κλάββα, Τάκη Αθηναίου και Αλέκου Γεωργιάδη, ο Πειραματικός Όμιλος Χορού του Μανώλη Καστρινού, χορωδία, αλλά και το συγκρότημα Babylon(!), όπως διαβάζω στο πρόγραμμα (μάλλον επρόκειτο για τους… σολίστ ελαφράς μουσικής). Θυμάμαι, κάποτε, σε μια κουβέντα, έναν γνωστό να μου λέει πως οι Babylon (Αλέκος Γλύκας, Εύρης Παρίτσης, Λευτέρης Τζήμας) ήταν… underground συγκρότημα. Μπορεί να ήταν πολύ καλοί οι Babylon, αλλά είχαν τόσο σχέση με το underground, όσο η Ολυμπιάδα Τραγουδιού με το Human Be-In.
Οι... Shoking Blue στην Αθήνα - Ιούλιος '72
Φυσικά, και κατά το σύνηθες, στην 5η Ολυμπιάδα υπήρχαν και οι εκτός συναγωνισμού συμμετοχές, που προσέθεταν κύρος στη διοργάνωση και vibes στην εξέδρα. Έτσι λοιπόν την πρώτη μέρα (7/9/1972) εμφανίστηκαν ο Nicola Di Bari (νικητής των Sanremo 1971 και ’72) και ο Βρετανός Lally Stott με τους Black Jacks (ο Stott είχε γράψει το “Chirpy chirpy cheep cheep” –μεγάλη επιτυχία και για τους Middle of the Road– ενώ οι Black Jacks ήταν το συγκρότημά του στην Ιταλία, οι οποίοι έκαναν καριέρα βασικά ως Motowns, πριν ξαναγυρίσουν σε Black Jacks), την 8/7 έδωσαν συναυλίες ο Ντέμης Ρούσσος και ο Aris San, ενώ την Κυριακή 9/7 ανέβηκαν στη σκηνή του Παναθηναϊκού Σταδίου οι Ολλανδοί Shocking Blue και η Vicky Leandros.
Jeff Phillips
Στην 5η Ολυμπιάδα απονεμήθηκαν τρία βραβεία (το κάθε ένα για συνθέτη, στιχουργό και ερμηνευτή), επτά τιμητικές διακρίσεις (για τα τραγούδια από την τετάρτη έως την δεκάτη θέση), καθώς και διάφορα ειδικά βραβεία… ώστε, τελικώς, να μην μείνει κανένας παραπονεμένος. Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο αυστραλέζικο τραγούδι “Gloria” που απέδωσε ο Jeff Phillips, δεύτερο ήταν το πολωνικό “Wierzę drzewom” (Πιστεύω στα δέντρα) που είπε ο Stan Borys (από τα συγκροτήματα Blackout και Bizony των sixties) και τρίτο το «Τώρα είναι αργά» (Γιώργος Θεοδοσιάδης - Ρέττη Ζαλοκώστα), που τραγούδησε η Μαίρη Αλεξοπούλου.
Stan Borys
Στην τετάρτη θέση είχε καταταγεί το “Hey you are my sunshine” με τον Rocky Shahan από το Πακιστάν (πήρε τα βραβεία Δημοφιλέστερου Τραγουδιστού και Καλύτερης Ερμηνείας) για τον οποίον έχω αφιερώσει ξεχωριστή ανάρτηση στο παρελθόν, στην πέμπτη το “Bye bye country pie” με την Ellen Caron (Καναδάς), στην έκτη το “A toi” με τον Art Sullivan (Λουξεμβούργο) που τότε περίπου κι αυτός ξεκινούσε την καριέρα του, στην εβδόμη το “You only you” με την Chung Hunhi (Κορέα), στην ογδόη το “Stranger in town” με τον Joseph Ward (Μεγάλη Βρετανία), στην ενάτη το “Yo te daré” με τον Daniel Velasquez (Ισπανία) και στην δεκάτη το “Gitare, gitare” με τον Kićo Slabinac (Γιουγκοσλαβία). Από τις υπόλοιπες συμμετοχές αξίζει να αναφερθεί εκείνη του Sérgio Ricardo (σημαντική μορφή της βραζιλιάνικης μουσικής), του Γάλλου Didier Marouani (αργότερα στους Space κ.λπ.), αλλά και της Τουρκάλας Ayşen Erdoğan.
Μαίρη Αλεξοπούλου
Από πλευράς ηχογραφήσεων τώρα… Δεν είμαι σίγουρος αν το πρώτο βραβείο, η “Gloria” με τον Jeff Phillips τυπώθηκε στην Ελλάδα – τυπώθηκε πάντως στην πατρίδα του νικητή την Αυστραλία ως “Gloria/ Come go with me” [Havoc H 1013, 1972]. Το “Wierzę drzewom” με τον Stan Borys ακούγεται στο… beat ορατόριο “To Pejzaż Mojej Ziemi” [Muza SXL 0938, 1973], στο οποίο συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, και οι Marek Grechuta, Czesław Niemen, Mira Kubasińska και Skaldowie, αλλά και στο προσωπικό LP του “Szukam Przyjaciela” [Muza SXL 0956, 1974].
Το «Τώρα είναι αργά» με την Μαίρη Αλεξοπούλου καταγράφηκε στο 45άρι «Τώρα είν’ αργά/ Εσύ που γελάς» [Olympic OE 74044, 1972], το “A toi” με τον Art Sullivan στο ελληνικό 45άρι “A toi (Adieu, sois heureuse)/ Joelle” [Carrere ?] –φωτογραφία του εξωφύλλου του, με την ένδειξη «5η Ολυμπιάς Τραγουδιού», είδα σ’ ένα βίντεο του YouTube–, το “Yo te daré” με τον Daniel Velasquez στο δισκάκι “Tema de amor/ Yo te daré” [Philips 6029 138, 1972], που είχε κυκλοφορήσει σίγουρα στην Ισπανία και την Ολλανδία (πιθανώς και στην Ελλάδα;), ενώ σε άλλες χώρες μπορεί να βγήκαν και κάποια ακόμη τραγούδια… Δεν υπάρχει λόγος να το ψάξω περισσότερο…
Εδώ, οι προηγούμενες αναρτήσεις για τις Ολυμπιάδες Τραγουδιού…
… εδώ η Mariska Veres (Shocking Blue), που βρήκε την ευκαιρία ν’ ανεβεί και στην Ακρόπολη (update: το βίντεο δεν παίζει πια) κι εδώ τρία από τα τραγούδια της 5ης Ολυμπιάδος…

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

AMIRANI RECORDS improv από την Ιταλία

Λίγα λόγια για κάποιες νεότερες κυκλοφορίες της ιταλικής Amirani Records – μια εταιρεία που μας έχει απασχολήσει, ξανά, στο παρελθόν.
Τρίο είναι οι MAGIMC αποτελούμενοι εκ των Edoardo Marraffa τενόρο, σοπρανίνο, Thollem McDonas πιάνο και Stefano Giust ντραμς, κρουστά. Το 41λεπτο CD τους έχει τίτλο Polishing the Mirror [Amirani AMRN031, 2012], είναι «ζωντανά» ηχογραφημένο στο Scuola Popolare di Musica Ivan Illich της Μπολώνια την 14/5/2011 και αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα συγχρόνου, ελεύθερου και αυθόρμητου αυτοσχεδιασμού, προϊόν τριών μουσικών που δεν είναι απλώς «έτοιμοι» να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της στιγμής, αλλά, την ίδιαν ώρα, και απόλυτοι κύριοι των οργάνων τους (γι’ αυτό το λόγο ανταπεξέρχονται δηλαδή). Και τα πέντε κομμάτια (το μεγαλύτερο διαρκεί 16 λεπτά, ενώ το συντομότερο δυόμισι) είναι προϊόντα μιας εξω-μουσικής, προφανώς και κατά πρώτον, επικοινωνίας και περαιτέρω μιας… έκλυτης φαντασίας, μέσω της οποίας καθίσταται εκμεταλλεύσιμο το άπαν των οργάνων. Σαξόφωνα που ηχούν όχι μόνον ως πνευστά αλλά και ως κρουστά, πιάνο… μέσα-έξω, ντραμς και λοιπά percussions (κύμβαλα και πλήθος αντικειμένων) που εκλύουν «πύρινους μύδρους» προς πάσα κατεύθυνση. Μια μουσική με εικονοκλαστική αφετηρία, αλλά, ταυτοχρόνως, πλούσια σε εντάσεις και δονήσεις, όχι όμως και αισθητικώς… ανεξέλεγκτη, κάτι που πιστώνεται στην δημιουργική ικανότητα των τριών μουσικών και βεβαίως στις κεντρομόλες δυνάμεις που κρατούν τους MAGIMC σε «σώμα».
Στο Turbulent Flow [Amirani AMRN032/ Teriyaki TRK3, 2012] οι Gianni Mimmo σοπράνο και Daniel Levin τσέλο αυτοσχεδιάζουν, «ζωντανοί» επίσης, στην Εκκλησία της S. Maria Gualtieri, στην Pavia, την 16/10/2011. Με δύο όργανα «ασύμβατα» μεταξύ τους –υπό την έννοια ότι δεν πρόκειται αναγκαστικώς για δύο «τζαζ» όργανα, ούτε για δύο «δωματίου»– οι Mimmo και Levin διαμορφώνουν ένα ιδιόμορφο ηχητικό περιβάλλον, το οποίο είναι καταγραμμένο για αμφότερα τα όργανα, αλλά οριοθετείται από ένα… τρίτο. Τον χώρο, την Εκκλησία. Έτσι, το προαιώνιο… στούντιο, είναι εκείνο που δίνει μία υπόγεια ταυτότητα στο άκουσμα, μέσα από τα στρώματα των αντηχήσεων και τα ποικίλα βάθη πεδίου. Η μουσική, ρέουσα, συναισθηματικώς φορτισμένη και με πρόδηλη πνευματικότητα αναδύεται και αναβλύζει από κάθε δευτερόλεπτο της ηχογράφησης.
Οι A Windy Season είναι ένα κουαρτέτο που το απαρτίζουν οι Angelo Contini τρομπόνι, ντιτζερίντου, κρουστά, jews harp, κοχύλια, Mirio Cosottini τρομπέτα, φλούγκελχορν, Gianni Mimmo σοπράνο και Alessio Pisani μπασούν, κοντραμπασούν. Στο Tidal/ Amphidromic Cotidal[AMRN033/ GRIM 006/ TRK004] που είναι μια συμπαραγωγή της Amirani Records, του GRIM (Musical Improvisation Research Group) και της Teriyaki Records, το «πνευστό» κουαρτέτο προσφέρει μία πλήρη, ηχητικώς και συναισθηματικώς, μουσική, οι οποίοι δανείζεται στοιχεία από την ελεύθερη jazz, τον αυτοσχεδιασμό, τη μουσική δωματίου και τους ήχους του κόσμου, δημιουργώντας ένα ωριαίο έργο, με συνθέσεις μέσης διάρκειας – πλην του εσχάτου 18λεπτου “Westerlies tale”, που αποτυπώνει στην εντέλεια το ευμετάβλητο πνεύμα των συνθέσεων των A Windy Season. Ολοκληρωμένες μελωδίες, κάθε φορά και από διαφορετικό όργανο, που καλύπτουν οτιδήποτε, απρόσμενες συνηχήσεις, μπασογραμμές (από το κοντραμπασούν) από άλλο πλανήτη, μια μουσική ρέουσα, απρόβλεπτη, πληθωρική και τελετουργική, με μιαν αίσθηση soundtrack της «επόμενης μέρας».

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

ο EDDIE BOYD στην Ευρώπη

Ο Eddie Boyd (1914-1994) υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς αφροαμερικανούς πιανίστες, συνθέτες και τραγουδιστές των blues, με το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του να εξελίσσεται στην Ευρώπη.
Λογικώς επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Γηραιά Ήπειρο τον Οκτώβριο του 1965, όταν και ηχογραφεί στο Αμβούργο (7/10/1965), στο πλαίσιο του American Folk Blues Festival, τα κομμάτια “Five long years” (η μεγάλη επιτυχία του στην εταιρεία J.O.B. από το 1952) και “The big question”, τα οποία ακούγονται στο σχετικό LP που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά από την δυτικογερμανική Fontana [885.422TY]. Λίγες μέρες αργότερα, στο πλαίσιο της σχετικής περιοδείας, ο Eddie Boyd θα βρεθεί στο Λονδίνο, γράφοντας το πρώτο(!) long play της καριέρας του (με τους Buddy Guy, Jimmy Lee Robinson και Fred Below στο team), που είχε τίτλο “Five Long Years” [Fontana 883.905JC], λίγο πριν εγκατασταθεί για κάποιο διάστημα στην Αμβέρσα (Antwerp) του Βελγίου.
Η Ολλανδία δίπλα ήταν, έτσι δεν θ’ αργήσει να τον δουν κάποια στιγμή οι Cuby + Blizzards, το κορυφαίο, όπως απεδείχθη στο χρόνο, blues συγκρότημα στις Κάτω Χώρες, το οποίο ήδη είχε κάνει ένα πρώτο LP. Η πρόταση θα γίνει και, πολύ γρήγορα, τρεις νεαροί Ολλανδοί, με ηλικίες από 18 έως 21 ετών, ο κιθαρίστας Eelco Gelling, ο μπασίστας Willy Middel και ο ντράμερ Hans Waterman, θα βρεθούν να συνοδεύουν έναν 53χρονο μαύρο bluesman, ηχογραφώντας μάλιστα μαζί του και το σχετικό δισκάκι που είχε τίτλο Praise the Blues [NL. Philips XPL 655033, 1967]. Το συγκεκριμένο LP, που ήταν το δεύτερο άλμπουμ και για τους δύο (και για τους Cuby και για τον Eddie) αφορά σε μια σεμνή καταγραφή συνθέσεων του Boyd, με γλαφυρό πιανιστικό παίξιμο και... στρωτή συνοδεία από τους ολλανδούς μουσικούς (με τον Gelling να προσφέρει ωραία, απέριττα soli). Δυνατή η απόδοση του δεύτερου πιο γνωστού, ίσως, τραγουδιού του Eddie Boyd, του “Twenty-four hours” και πολλάκις ενδιαφέρουσα η hammond προσέγγιση στο… The hammond sings the blues.
Τα δύο επόμενα LP του Eddie Boyd υπήρξαν «θρυλικά» (έτσι συνήθως αποκαλούνται). Ήταν ηχογραφημένα στο Λονδίνο κι έδωσαν ακόμη περισσότερη ώθηση στην «λευκή» blues ομήγυρη, που ήδη βρισκόταν, τότε, στα πολύ επάνω της. Ο τίτλος του πρώτου LP είναι προφανής… Eddie Boyd and his Blues Band featuring Peter Green [Decca SKL 4872, 1967] –αν και δεν είναι προφανείς όλες οι «λευκές» συμμετοχές που ξεπερνούσαν κάθε προηγούμενο (John Mayall, Aynsley Dunbar, John McVie, Tony McPhee κ.ά.)–, ενώ και το δεύτερο άλμπουμ, το “7936 South Rhodes” [Blue Horizon 7-63202, 1968], δεν υπήρξε λιγότερο σημαντικό, παρουσιάζοντας επίσης κορυφαία παιξίματα (Peter Green, John McVie, Mick Fleetwood).
Ένα… μεθεπόμενο άλμπουμ του Eddie Boyd, το Praise to Helsinki [FIN. Love LRLP-25], ήταν ηχογραφημένο στο Ελσίνκι τον Μάρτιο του 1970, σηματοδοτώντας, πλην των άλλων, και την ταυτόχρονη εγκατάσταση του αφροαμερικανού μουσικού στην σκανδιναυική χώρα, στην οποία θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Έχοντας δίπλα του δύο session μουσικούς που είχαν παίξει και με τον Chuck Berry, τον Willy Donnie στο μπάσο και τον Eddie Hunton στα ντραμς, ο Eddie Boyd εμφανίζει κυρίως πρωτότυπο υλικό, χειριζόμενος πιάνο και όργανο και βεβαίως τραγουδώντας με όρεξη κομμάτια όπως το φερώνυμο με τον τίτλο του δίσκου (“Praise to Helsinki”)· τιμή και δόξα στην πόλη που τον δέχτηκε και τον αγάπησε σαν δικό της άνθρωπο.
Πολλές από τις επόμενες εγγραφές του Eddie Boyd συνέβησαν στην Σκανδιναυία, αν και ανάμεσα ξεχωρίζουν δύο «παράξενα» γερμανικά άλμπουμ με την μπάντα του κιθαρίστα, αρμονικίστα και τραγουδιστή Ulli Köhsel, τους Ullis Blues Band, που ετοιμάστηκαν τη διετία 1978-79 στην Κολωνία και το Hennef (πόλη κοντά στην Κολωνία). Αλλά γι’ αυτά θα γράψω άλλη φορά, καθότι έχω να τ’ ακούσω πολλά χρόνια και πρέπει να τα ξανακούσω…

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

J.KRISTE, MASTER of DISGUISE - MONSIEUR DOUMANI δύο δίσκοι από την Κύπρο

Όπως είχα γράψει και παλαιότερα, με αφορμή το προηγούμενο άλμπουμ τού J.Kristeo J.Kriste ή Master of Disguise είναι Κύπριος και το πραγματικό του όνομα είναι Λευτέρης Μουμτζής. Είναι τραγουδοποιός, γράφει μουσικές, στιχουργεί στην αγγλική, ερμηνεύει και ενορχηστρώνει, έχοντας δίπλα του τους… Ανδρέα Τραχωνίτη κρουστά, Φώτη Σιώτα βιολί, Στέλιο Ρωμαλιάδη φλάουτο, Colin Somervell κοντραμπάσο, Σοφία Ευκλείδου τσέλο κ.ά. Στο The Age of Now [Louvana Diskoi], που είναι περυσινή κυκλοφορία, κάνει ένα βήμα μπροστά (εν σχέσει με το “Girls, Ghosts and Gods” του 2009), παρουσιάζοντας μια σειρά από ιδιαίτερα (και σε κάθε περίπτωση όμορφα) τραγούδια, τα οποία δημιουργούν ένα ακόμη πιο στιβαρό και προσωπικό σύνολο.
Οι αρχές της τραγουδοποιίας του Μουμτζή μπορεί να εντοπισθούν στην αγγλόφωνη μπαλάντα, στον Syd Barrett και τον Kevin Ayers (οι συγκεκριμένοι «ήρωες» πάνε συχνά μαζί), στο… krautfolk, στο progressive rock των Van der Graaf Generator (ο Hammill συνήθως είναι μιαν αφορμή, προκειμένου να πας πιο κάτω…) και των King Crimson. Αν και μπορεί να εντοπίσεις κι άλλες αναφορές, ακόμη και μεταγενέστερες, όπως φερ’ ειπείν την αβαντ-γκαρντίστικη romance της 4AD ή την αφηγηματικότητα της μουσικής του David Sylvian στα πιο ηλεκτρονικά κομμάτια, εκείνο που έχει σημασία να ειπωθεί είναι πως ο Μουμτζής γνωρίζει τον τρόπο να δημιουργεί καταστάσεις, μέσα από τις οποίες προβάλλεται, σχεδόν πάντα, ένας «παλιομοδίτικος» λυρισμός μερικές φορές αυτός ακριβώς ο λυρισμός οδεύει και προς φιλοσοφικές/ στιχουργικές ατραπούς, όπως στην περίπτωση του “Poems” ή του “At war” (ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του άλμπουμ). Και λέω «ένα από τα ωραιότερα», καθότι το “The Age of Now” βρίθει τραγουδιών που μπορεί να ικανοποιήσουν στο έπακρο διαφορετικές ποιότητες ακροατών, όπως, ας πούμε το “The city that rules our mind”, που είναι από μόνο του κορυφαίο, με άπαντα τα συστατικά του να λειτουργούν στην εντέλεια, ή o folk-ψυχεδελικός ύμνος “Starseed”, που δείχνει τι σημαίνει fusion, ανακάτεμα και επικοινωνία «αντιθετικών» στοιχείων. 
Για ακόμη μία φορά ένα εξαιρετικό άλμπουμ από τον κύπριο μουσικό.
Επαφή: www.louvana.com.cy

Κάτι σημαίνει το να σκύβεις σήμερα στην παράδοση. Δεν είναι το ίδιο με ό,τι συνέβαινε πριν δέκα, είκοσι ή και τριάντα χρόνια. Οι σύγχρονες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες έχουν διαμορφώσει ένα σκηνικό «επιστροφής στο παρελθόν», μέσω του οποίου επιχειρείται να αναδυθούν όλα εκείνα τα στοιχεία, που συναποτελούσαν, κάποτε, τις πιο υγιείς κοινωνίες. Ήταν-δεν ήταν (πιο υγιείς οι κοινωνίες), σημασία έχει πως η παράδοση, από τη φύση της, εκφράζει τις πιο δημιουργικές διαστάσεις των παλαιών κοινωνιών, εκείνες (τις διαστάσεις) για τις οποίες υπάρχει πάνδημη αποδοχή, και μηδενική αμφισβήτηση. Τι να πει κανείς για τα δημοτικά τραγούδια ενός τόπου – και εν προκειμένω της Κύπρου; Μιας σύγχρονης βασανισμένης χώρας, που βλέπει από τους λαϊκούς σκοπούς της να αναβλύζουν όλα εκείνα τα γνωρίσματα, που έπρεπε και σήμερα να ευδοκιμούν στην κοινωνία; Χαρά, ξεγνοιασιά, αδελφοσύνη, αλλά και σπινθηροβόλο πνεύμα, λόγος και γλώσσα που τσακίζει. Δείτε π.χ. το «Σύστημαν» (τραγούδι που γράφτηκε το 1833, όταν ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι της Κύπρου επαναστάτησαν ενωμένοι εναντίον πασάδων και τσιφλικάδων) έτσι όπως το μεταφέρουν στο τώρα οι Monsieur Doumani, στο άλμπουμ τους Grippy Grappa[Ανεξάρτητη Παραγωγή]. Προσέξτε στίχους: «Έννα γυρίσουν οι τροσιοί τζι’έννα γελάσουν τζι’οι φτωσιοί/ εφτάσαμεν εις το αμήν, εν σας ακούμε πιόν κανεί/ Αμάν κάτω τούντο σύστημα, του πασσιά το σύστημα/ κλέφκει ούλλον το ψουμίν, το σιτάριν, το μαλλίν/ Έππεσεν ξηρασιά φέτι εν έβρεξεν πιον τίποτις/ ο σπόρος εν έπιασεν, ο σπόρος εν εβλάστησεν/ Μα ο πασσιάς θέλει ππαράν, εν βλέπει το χωρκόν πεινά/ Τζι’οι χωρκανοί πιάνουν κουσπίν, φκιάρκα, σωλήνες τζιαι σφυρίν/ Τζιαι στου πασσιά παν την αυλή τζιαι κόφκουν του την τζιεφαλήν». Έχοντας λοιπόν ένα τέτοιας αξίας ρεπερτόριο (ανάμεσα το πασίγνωστο, ελέω Μιχάλη Βιολάρη, «Τυλληρκώτισσα», αλλά και το ακόμη πιο… πασίγνωστο «Η βράκα»), οι Monsieur Doumani (Άγγελος Ιωνάς κιθάρα, φωνή, Δημήτρης Γιασεμίδης πνευστά, Αντώνης Αντωνίου –μέλος και των Trio Tekke– τζουράς, φωνή) κατορθώνουν να κάνουν την έκπληξη όχι μόνο με τις γεμάτες ζωντάνια ερμηνείες τους, αλλά και με τον τρόπο που «σκέφτηκαν» πάνω στα συγκεκριμένα τραγούδια, στον τρόπο που τα εναρμόνισαν για ένα, όπως και να το κάνουμε, ιδιότυπο τρίο (τρομπόνι, τζουράς, κιθάρα π.χ., ή φλάουτο, τζουράς, κιθάρα…). Μα ακόμη κι εκεί όπου χρειάστηκε να δείξουν προσωπικό χαρακτήρα δεν ήταν λιγότερο εφευρετικοί. Ας πούμε με το εξαιρετικό trad-funk «Παιάκιν μυρωάτον» (σύνθεση του Αντωνίου) απέδειξαν πόσο μπροστά, ή μάλλον αλλού», μπορούν να πάνε στον επόμενο δίσκο τους. Τώρα που οι Annabouboula έχουν ψιλοχαθεί (αν και έβγαλαν ένα πολύ καλό δισκάκι πριν τρία χρόνια) οι Monsieur Doumani μπορούν να… ξαναχώσουν το deep στο funky, έχοντας πάντα ως ατού και πλατφόρμα –εννοείται– την κυπριακή τους διάλεκτο.