Το 1981 πήγαινα στο Λύκειο και δεν είχα στερεοφωνικό. Έτσι,
την έβγαζα κυρίως με κασέτες. Αγόραζα ό,τι μπορούσα ν’ αγοράσω και ό,τι εύρισκα, ενώ αντέγραφα κιόλας
από τα δισκάδικα. Επειδή μ’ ενδιέφερε να έχω και τα εξώφυλλα με τα στοιχεία των
τραγουδιών, οι κασέτες που αγόραζα ήταν συνήθως των εταιρειών, σφραγισμένες και
με
dolby. Έπαιζαν καλά.
Και ακόμη παίζουν, μετά από… 33 χρόνια. Το 1981 είχα ήδη αρχίσει παραλλήλως με
το… απ’ έξω
rock ν’
ακούω και ελληνικό, δίνοντάς του από τότε μία δική μου διάσταση. Έτσι, μαζί με
τα συγκροτήματα της εποχής (Φατμέ,
Sharp Ties,
Scraptown…)
αγόραζα και άλμπουμ (σε κασέτες) όπως τα «Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού (που
τον ήξερα λόγω Σαββόπουλου) ή την «Απόπειρα» του Νίκου Καλλίτση με την Αφροδίτη
Μάνου (που και αυτήν την ήξερα από τον Σαββόπουλο, αφού συμμετείχε στην
«Ρεζέρβα»). Δηλαδή, το ελληνικό ροκ για μένα ήταν κάτι ευρύτερο – δεν ήταν
απλώς τα γκρουπ ή ορισμένοι τραγουδοποιοί, αλλά ακόμη και το «έντεχνο» σχήμα
όταν
ροκάριζε, το οποίο ερχόταν από
τις προηγούμενες δεκαετίες: «συνθέτης / στιχουργός-ποιητής / ερμηνευτής /
session μουσικοί».
(Φυσικά, στην πορεία το πράγμα ξεφτιλίστηκε, καθώς άκουγες «ροκ» από τους πάντες,
αλλά δεν είναι, τώρα, αυτό το θέμα μας). Κριτήριο, βασικά, ήταν ο στίχος (όταν
δεν μιλούσαμε για το “
Get that beat”
ή για το “
Execution”…).
Άμα ο ελληνικός στίχος με άγγιζε, ή με ενδιέφερε, δεν ασχολιόμουν με το…
παραμέσα. Ποιος έχει γράψει τι, ποιος παίζει τι και όλα τα υπόλοιπα. Αυτά
έρχονταν μετά. Έτσι, ακούγοντας στο ραδιόφωνο (γιατί αυτό θα πρέπει να συνέβη)
το έξοχο «Πίσω από τα καθημερινά» με τη φωνή της
Αφροδίτης Μάνου, τράβηξα
αμέσως για το δισκάδικο προκειμένου να ψάξω για την κασέτα. Και όντως. Κάπως
έτσι αγόρασα, άκουσα, και απόλαυσα το άλμπουμ
«Απόπειρα» [
Lyra YLP 3339] με τα τραγούδια του
Νίκου Καλλίτση, που βασίζονταν σε ποιήματα των
Γιάννη Κοντού και
Αντώνη Κολυβά,
και τα οποία απογείωνε με τις ερμηνείες της η Αφροδίτη Μάνου. (Να μην πω πόσο
με είχαν επηρεάσει εκείνα τα άσματα ως μαθητή, αφού στίχους ολόκληρους τους
είχα χρησιμοποιήσει τότε ακόμη και στο μάθημα της Έκθεσης, με… άριστα
αποτελέσματα). Η «Απόπειρα» ήταν λοιπόν ένας σημαντικός ελληνικός ροκ δίσκος
της δεκαετίας του ’80 και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τον είχα συμπεριλάβει και στο
βιβλίο μου
Ραντεβού στο Κύτταρο, το
1996. Στην δεκαετία του ’90, κάποια στιγμή, αγόρασα και το
LP και τότε
μπόρεσα να πληροφορηθώ τα… ενδότερα στοιχεία του άλμπουμ, τα οποία, ως πληροφορία,
απουσίαζαν από την κασέτα. Έμαθα δηλαδή πως την ορχήστρα αποτελούσαν, ένας κι
ένας σημαντικοί έλληνες rockers (μουσικοί δηλαδή που είχαν θητεύσει σε
συγκροτήματα) όπως οι Θεολόγος Στρατηγός και Κώστας Στρατηγόπουλος κιθάρες,
Νίκος Αντύπας ντραμς, κρουστά, Γιώργος Ζηκογιάννης μπάσο, Κώστας Γανωσέλης
πλήκτρα, ενώ συμμετείχε και ο συνθέτης Νίκος Καλλίτσης παίζοντας πιάνο. Επίσης από
το βινύλιο είχα πληροφορηθεί πως οι στίχοι του Γιάννη Κοντού προέρχονταν από τα
βιβλία του
Στη Διάλεκτο της Ερήμου [Κέδρος, Αθήνα 1980] και
Φωτοτυπίες [Κέδρος, Αθήνα 1977] και του Αντώνη Κολυβά από την
συλλογή του
Γράμμα στον Κάρολο
[Διάσταση, 1980].
Ένα από τα ζητήματα που θέλω να θίξω και που σχετίζεται με
την «Απόπειρα» έχει να κάνει με το γεγονός πως στο συγκεκριμένο άλμπουμ
μελοποιήθηκαν στίχοι συγχρόνων (τότε) ποιητών. Την εποχή της… κασέτας μπορεί
αυτό να μην το είχα αξιολογήσει, τώρα όμως το θεωρώ πολύ σημαντικό. Θεωρώ
σημαντικό δηλαδή κάθε εποχή να… μελοποιεί τους ποιητές της. Θα μου πείτε
«χρειάζεται;». Αν η μελοποίηση είναι ωραία θα πω πως «ναι, χρειάζεται». Είμαι
της άποψης πως ο ποιητικός λόγος πρέπει να γίνεται τραγούδι, όταν μπορεί να
γίνει, ακόμη και όταν εκείνος (ο λόγος) χρειάζεται να «προσαρμοστεί» (με τη
σύμφωνη γνώμη του ποιητή) προκειμένου να βοηθηθεί π.χ. η αποτύπωση μιας
μελωδίας. Οι σύγχρονοι συνθέτες μας λοιπόν πρέπει/οφείλουν να σκύψουν στους
νεότερους και στους πιο «αγνώστους» (ας τους πω έτσι) ποιητές, αφήνοντας κατά μέρος τον Καρυωτάκη,
τον Καβάφη, ή τον Καββαδία, οι οποίοι έχουν μελοποιηθεί επαρκώς και δεινοπαθούν
εσχάτως. Τώρα θα μου πείτε πως αν πρόκειται να δεινοπαθήσουν και οι νεότεροι με τίποτα... ραπαρίσματα της κακιάς ώρας τότε, καλύτερα, ας αφήσουν κι εκείνους…
Ο Νίκος Καλλίτσης είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο δεύτερο
μισό της δεκαετίας του ’60, κυκλοφορώντας μερικά έντεχνα/ λαϊκά 45άρια. Από το
δίκτυο συνέλεξα τα: 1. «Βαρκούλα ήταν με πανί
(Νίκος Καλλίτσης - Μιχάλης Παπανικολάου)/ Σαν άμμος (Νίκος
Καλλίτσης - Μιχάλης Παπανικολάου)» [
Lyra 1264, 1967] με την Ρενάτα Καπερνάρου,
2. «Έτσι σ’ αγάπησα (Ν. Καλλίτσης)/ Κάνε μου κυρά τη χάρη (Ν. Καλλίτσης)» [
Lyra 1269,
1967] ξανά με την Ρενάτα Καπερνάρου και 3. «Δε σε μπορώ (Ν. Καλλίτσης)/ Με μια
βροχή (Ν. Καλλίτσης)» [
Lyra 1288, 1968] με τον Γιάννη Πουλόπουλο. Αργότερα (και πριν την
«Απόπειρα») έκανε κι άλλα πράγματα, όπως ακόμη περισσότερα έκανε και μετά την
«Απόπειρα» (όποιος ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί γι’ αυτά ας δει το σχετικό λήμμα
της
Βικιπαίδεια). Το σημαντικό είναι
πως ο Καλλίτσης δεν έγραψε απλώς τις μουσικές στα ποιήματα των Κοντού και
Κολυβά, αλλά επιπλέον έκανε και τις ενορχηστρώσεις. Διαβάζοντας δηλαδή τους στίχους
τού δημιουργήθηκε η ανάγκη να επενδύσει με άξονα το
rock. Έτσι, και παρ’ όλες τις αναγκαίες
μετατροπές που συνέβησαν προκειμένου τα λόγια να «ταιριάξουν» με τις μουσικές
ώστε να γίνουν τραγούδια, η «Απόπειρα» δεν παύει να είναι μία σημαντική πρόταση
επικοινωνίας του ελληνικού ροκ με την πιο μοντέρνα ποίηση (της «γενιάς του ’70»
εν προκειμένω).
Γιατί τα θυμήθηκα όλα τούτα; Θα σας πω. Ο Γιάννης Κοντός
είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου ποιητές και παίρνοντας αφορμή από την
«Απόπειρα» τον «έψαξα» από πολύ νωρίς (σχεδόν από τα μαθητικά μου χρόνια). Έχω
κάμποσα βιβλία του και ανατρέχω σ’ αυτά, όταν υπάρχει λόγος… Αντιθέτως, ο
Αντώνης Κολυβάς ήταν μία άγνωστη περίπτωση. Ακόμη και σήμερα, ακόμη και τώρα,
αν «χτυπήσεις» το όνομά του στο δίκτυο δεν θα βρεις σχεδόν τίποτα. Το… 99,99%
των αναφορών σχετίζονται με την «Απόπειρα» και με τα δύο ποιήματά του που
μελοποιούνται εκεί, το «Ιδού εγώ εν απογνώσει» και το «Χαμήλωσε». Είχα, λοιπόν,
την τύχη να εντοπίσω πριν λίγο καιρό το βιβλίο του Αντώνη Κολυβά, από το οποίον
είχαν αποσπαστεί τα δύο αυτά κομμάτια (από ’κει μαθαίνω πως είχε προηγηθεί η
συλλογή του Πέτρινα Φύλλα το 1979), πράγμα
που με χαροποίησε ιδιαιτέρως. Κυρίως γιατί διάβασα ολοκληρωμένα τα ποιήματα,
σκεπτόμενος ακόμη περισσότερα. Το «Ιδού εγώ εν απογνώσει» (το ποίημα ΙΙ από το
μέρος Γράμμα στον Κάρολο) μελοποιείται
σχεδόν αυτολεξεί από τον Καλλίτση, ενώ το «Χαμήλωσε» (από το μέρος Εγώ, ο στόχος) βασικά δεν έχει τίτλο,
αποτελώντας τμήμα ενός ευρύτερου ποιήματος στο οποίο πρωταγωνιστούν τρία
πρόσωπα: το ένα, πιθανώς, να είναι ο ίδιος ο ποιητής, το δεύτερο η Ειρήνη,
και το τρίτο η μάνα (του ποιητή;). Σε
κάποιο σημείο ο ποιητής απευθύνεται στην Ειρήνη,
όπου ανάμεσα σε διάφορα της λέει:
Δεν συγχωρώ,
τη δικαιοσύνη που μόνο υπόσχεται.
Την ακτινοβολία των εκφύλων.
Την ικανοποίηση των στροφών.
Τη λογική τής –κάθε– δημοκρατίας.
Την άνοιξη που μπορεί να περιμένει.
(…)
Τώρα οι φίλοι μου,
Καταναλώνουν τη ζωή τους στον υπόγειο.
Αλλάζουν μεταξύ τους διευθύνσεις
κι απ’ ό,τι ξέρω
κανείς δεν έγραψε ποτέ.
Συνωστίζονται στους διαδρόμους
τεντώνουν τα κεφάλια απορημένοι
και φοβούνται
φοβούνται πολύ οι φίλοι μου.
Αλήθεια Ειρήνη
πώς το φοράς αυτό το τρύπιο νυχτικό;
Τον λόγο έχει η Ειρήνη…
Χαμήλωσε.
Από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα
δε διακρίνεται η αλήθεια.
Μη σφίγγεις τα χρώματα στη φούχτα σου.
Δε βλέπεις που το κόκκινο
θέλει να δραπετεύσει;
Άφησέ το.
Τις φλόγες απ’ τις υψικάμινους
και τη σκουριά των καραβιών
ξεκρέμασε από το λαιμό σου
και πήγαινε ανάμεσά τους
κατάλευκος.
Άνοιξε το πουκάμισό του
κι όλα πλημμύρισαν φύκια καστανά
και θαλασσινό θόρυβο.
Μια λέξη κρέμεται από τη θήκη τής μέσης
κι ένα όνειρο.
Μόνο αυτός θα ελευθερώσει
τις τελευταίες αναστολές.
Τον συνδράμουν άγρια ρουθουνίσματα
εκατομμυρίων αλόγων.
Ήλιος που περνά από ταραγμένες κοιλάδες
θα κατεβαίνει ήσυχα σαν ύπνος
στις καρδιές των κυκλάμινων.
Το πρόσωπό του είναι βράχια
σμιλεμένοι
άγγελοι πρωτοστάτες.
Σαν έτοιμος που άπειρα υποφέρει
κίνησε. Πάει πια.
Βαδίζει ανατολικά
με τη καλπάζουσα άνοιξη
και τους ανέμους
που τώρα σαλπίζουν εξέγερση.